Οι τρεις “μέγιστοι φωστήρες της τρισηλίου θεότητος”, “τα πάγχρυσα στόματα του Λόγου” και οι οικουμενικοί Διδάσκαλοι της Εκκλησίας, πρώτευσαν σε όλους τους τομείς της εκκλησιαστικής και κοινωνικής ζωής. Με φλόγα ψυχής, με ιερό και αμείωτο ενθουσιασμό εργάσθηκαν, με τη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος, για την ανύψωση του πνευματικού επιπέδου και την ψυχική καλλιέργεια των πιστών. Συγχρόνως με τα πύρινα κηρύγματά τους στηλίτευαν τις κοινωνικές αδικίες, την ασπλαχνία των πλουσίων και συνέβαλαν ουσιαστικά στην προστασία και ανακούφιση των αδυνάτων, των πτωχών και αναξιοπαθούντων συνανθρώπων. Μαζί με τα ιερά και λειτουργικά έργα τους φρόντιζαν και για την αντιμετώπιση των δυσκολιών και των προβλημάτων της καθημερινής ζωής των πιστών.
Μέλημα όμως και ενδιαφέρον ανύστακτο, μαζί με τις άλλες ιερές απασχολήσεις τους, είχαν και τη διατήρηση της πίστεως και την προφύλαξη των πιστών από παραχαράξεις της διδασκαλίας του θεόπνευστου Ευαγγελίου. Όπως φαίνεται από τα θαυμάσια συγγράμματά τους, συχνά μιλούσαν για τις αιρέσεις και τους αιρετικούς, που με τη σατανική έμπνευσή τους επιχειρούσαν να αλλοιώσουν την Πίστη και να διαστρέψουν το περιεχόμενο του ιερού Ευαγγελίου, με αποτέλεσμα την αιώνια καταστροφή των πιστών.
Εμπρός σ’ αυτόν τον κίνδυνο, που απειλούσε την Εκκλησία κατά την εποχή τους, όρθωσαν το πνευματικό τους ανάστημα και πολέμησαν τις αιρέσεις από οπουδήποτε κι αν προέρχονταν αυτές.
Τα πνευματικά όμως βέλη τους δεν τα έστρεφαν εναντίον των ανθρώπων, αλλά της αιρέσεως που αυτοί δίδασκαν και διέδιδαν. Χαρακτηριστικά έλεγε ο ιερός Χρυσόστομος: “Τω λόγω διώκω, ου τον αιρετικόν, αλλά την αίρεσιν, ου τον άνθρωπον αποστρέφομαι, αλλά την πλάνην μισώ και επισπάσασθαι βούλομαι” (ΕΠΕ 37, 296).
Δηλαδή: Χρησιμοποιώ ως άλλο όπλο τον λόγο και τον στρέφω όχι εναντίον των ανθρώπων, που είναι θύματα της αιρέσεως, αλλά εναντίον της αιρέσεως. Την αίρεση και πλάνη μισώ και με τον αγώνα μου ποθώ να αποσπάσω από τη διαβολική πλάνη τους ανθρώπους που έχουν παρασυρθεί.
Για τους καθοδηγούς όμως των αιρετικών δεν δίσταζαν να γράψουν και τους πιο βαρείς χαρακτηρισμούς, για να βοηθήσουν τους ανθρώπους να τους αντιληφθούν και να ξεφύγουν από τις πλεκτάνες τους. Έτσι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ονομάζει τους αιρετικούς “βαρείς λύκους… ληστάς και κλέπτας… αρπάζοντας αρπάγματα, ψυχάς κατεσθίοντας”. Σαν άλλοι σκληροί και άγριοι λύκοι, δηλαδή, και σαν ληστές και κλέφτες ορμούν εναντίον των πιστών, για να αρπάξουν τη λεία τους και να καταφάγουν τις ψυχές τους. Είναι “δεινοί θήρες… ημών μη φειδόμενοι”. Είναι τρομερά θηρία που δεν μας λυπούνται (ΕΠΕ 2, 156, 242).
Οι τρεις Ιεράρχες και η αίρεση
Πολύ εντυπωσιακά είναι τα όσα γράφει για τους δασκάλους των αιρετικών, τους βαμμένους αιρετικούς που μένουν πεισματικά στις κακοδοξίες τους, και ο Μέγας Βασίλειος.
“Ούτε Αιθίοψ αλλάξει ποτέ το δέρμα αυτού ούτε πάρδαλις τα ποικίλματα αυτής, ούτε ο εν διαστρόφοις δόγμασι συντραφείς αποτρίψασθαι δύναται το κακόν της αιρέσεως” (ΕΠΕ 2, 132).
Δηλαδή. Ούτε ένας Αιθίοπας μπορεί να αλλάξει το χρώμα του δέρματός του, ούτε μια λεοπάρδαλις τα πολύχρωμα στολίδια που υπάρχουν στο δέρμα της. Έτσι και αυτός που ανατράφηκε και ζυμώθηκε με τα διεστραμμένα δόγματα δεν μπορεί να καθαριστεί και να βγάλει από πάνω του το κακό της αιρέσεως. (Εδώ θα μπορούσαμε να πούμε ότι σαν να φωτογραφίζει μ’ αυτά ο Άγιος το πείσμα του πάπα της Ρώμης, που δεν αρνείται με κανένα τρόπο το επάρατο πρωτείο του και το αλάθητό του).
Αλλού ο Μέγας Βασίλειος τονίζει ότι η αίρεση είναι “ρίζα πικρά καρπόν ολέθριον αναδίδουσα” (ΕΠΕ 2, 14). Μοιάζει με πικρή ρίζα, που παράγει καταστρεπτικό, φαρμακερό καρπό.
Και τι συνιστούσαν οι μέγιστοι οικουμενικοί Διδάσκαλοι στους πιστούς ως πρέπουσα συμπεριφορά έναντι των αιρετικών; Μήπως να φέρονται με αβρότητα και να τους συναναστρέφονται άφοβα, όπως κάμνουν ορισμένοι σύγχρονοι Ορθόδοξοι; Όχι βέβαια! Αντίθετα, συμβούλευαν διακοπή κάθε σχέσεως. Ο ιερός Χρυσόστομος με τον χαρακτηριστικό του τρόπο έλεγε: “Φεύγε των τοιούτων τας συνουσίας ως των φαρμάκων τα δηλητήρια. Και γαρ εκείνων ούτοι χαλεπώτεροι· εκείνα μεν γαρ μέχρι του σώματος ίστησι την βλάβην, ούτοι δε αυτή τη σωτηρία της ψυχής λυμαίνονται” (ΕΠΕ 30, 340). Απόφευγε, λέει ο θείος Χρυσόστομος, τις σχέσεις με τους αιρετικούς όπως και τα δηλητήρια. Οι αιρετικοί είναι χειρότεροι από τα δηλητήρια, διότι αυτά βλάπτουν το σώμα μόνο, ενώ αυτοί καταστρέφουν τη σωτηρία της ψυχής.
Και ο άγιος Γρηγόριος συμβούλευε: Αυτούς που έπεσαν θύματα της αιρέσεως “έως μεν αν ή δυνατόν προσλαμβανώμεθα και θεραπεύωμεν· ανιάτως δ’ έχοντας αποστρεφώμεθα, μη της νόσου μεταλάβωμεν πριν μεταδούναι της εαυτών υγείας” (ΕΠΕ 1, 268). Θα προσπαθήσουμε, δηλαδή, να βοηθήσουμε κάποιον, που παρασύρθηκε από αιρετικούς, να συνέλθει και να μετανοήσει. Όταν όμως κάποιοι αιρετικοί έγιναν και είναι ανίατα ασθενείς, να τους αποφεύγουμε. Διότι υπάρχει κίνδυνος, πριν προλάβουμε να τους θεραπεύσουμε και να τους μεταδώσουμε την υγεία μας, να κολλήσουμε εμείς την ασθένειά τους. (Ας τα ακούσουν οι σύγχρονοί μας οικουμενιστές που “κάθε λίγο και λιγάκι” έχουν συναντήσεις με τους αμετανόητους παπικούς, νομίζοντας ότι θα τους βοηθήσουν να συνέλθουν και να μετανοήσουν).
Ανάλογα συμβουλεύει και ο Μέγας Βασίλειος: Το να φροντίσουμε για τη μετάνοια των αιρετικών είναι καλή ενέργεια. Και είναι θεάρεστο να τους καλέσουμε και να μιλήσουμε “εις συνάφειαν” για να ενωθούν μαζί μας· “καν πείσωμεν, κοινώς αυτοίς ενωθήναι”, να ενωθούμε μαζί τους, αν τους πείσουμε να μετανοήσουν· “εάν δε αποτύχωμεν, αρκείσθαι ημάς αλλήλοις” να αρκεσθούμε στις σχέσεις μας μεταξύ μας οι πιστοί. Και συνεχίζει ο Άγιος στην ίδια επιστολή του προς τον Ευσέβιο, επίσκοπο Σαμοσάτων, γράφοντας συμπερασματικά: “Εάν μεν ουν πεισθώσιν σοι, ταύτα άριστον”. Εάν πεισθούν οι αιρετικοί στα λόγια σου, αυτό θα είναι επιτυχία, άριστη κατάληξη. “Ει δε μη, γνωρίσατε τους πολεμοποιούς”· διαφορετικά μάθετε ποιοι είναι αυτοί που προκαλούν μάχες στην Εκκλησία, “και παύσασθε ημίν του λοιπού περί διαλόγων επιστέλλοντες”· και πάψτε στο εξής να μου στέλνετε επιστολές, ζητώντας να σας επιτρέψω διαλόγους και συμφιλίωση με τους αιρετικούς (ΕΠΕ 1, 274-276).
Απάντηση ξεκάθαρη, σαφέστατη. Χωρίς ίχνος συμβιβασμού με τους κακοδόξους.
Έτσι έβλεπαν την αίρεση οι κορυφαίοι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας. Και έτσι αντιμετώπιζαν τους αιρετικούς.
Μέλημα όμως και ενδιαφέρον ανύστακτο, μαζί με τις άλλες ιερές απασχολήσεις τους, είχαν και τη διατήρηση της πίστεως και την προφύλαξη των πιστών από παραχαράξεις της διδασκαλίας του θεόπνευστου Ευαγγελίου. Όπως φαίνεται από τα θαυμάσια συγγράμματά τους, συχνά μιλούσαν για τις αιρέσεις και τους αιρετικούς, που με τη σατανική έμπνευσή τους επιχειρούσαν να αλλοιώσουν την Πίστη και να διαστρέψουν το περιεχόμενο του ιερού Ευαγγελίου, με αποτέλεσμα την αιώνια καταστροφή των πιστών.
Εμπρός σ’ αυτόν τον κίνδυνο, που απειλούσε την Εκκλησία κατά την εποχή τους, όρθωσαν το πνευματικό τους ανάστημα και πολέμησαν τις αιρέσεις από οπουδήποτε κι αν προέρχονταν αυτές.
Τα πνευματικά όμως βέλη τους δεν τα έστρεφαν εναντίον των ανθρώπων, αλλά της αιρέσεως που αυτοί δίδασκαν και διέδιδαν. Χαρακτηριστικά έλεγε ο ιερός Χρυσόστομος: “Τω λόγω διώκω, ου τον αιρετικόν, αλλά την αίρεσιν, ου τον άνθρωπον αποστρέφομαι, αλλά την πλάνην μισώ και επισπάσασθαι βούλομαι” (ΕΠΕ 37, 296).
Δηλαδή: Χρησιμοποιώ ως άλλο όπλο τον λόγο και τον στρέφω όχι εναντίον των ανθρώπων, που είναι θύματα της αιρέσεως, αλλά εναντίον της αιρέσεως. Την αίρεση και πλάνη μισώ και με τον αγώνα μου ποθώ να αποσπάσω από τη διαβολική πλάνη τους ανθρώπους που έχουν παρασυρθεί.
Για τους καθοδηγούς όμως των αιρετικών δεν δίσταζαν να γράψουν και τους πιο βαρείς χαρακτηρισμούς, για να βοηθήσουν τους ανθρώπους να τους αντιληφθούν και να ξεφύγουν από τις πλεκτάνες τους. Έτσι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ονομάζει τους αιρετικούς “βαρείς λύκους… ληστάς και κλέπτας… αρπάζοντας αρπάγματα, ψυχάς κατεσθίοντας”. Σαν άλλοι σκληροί και άγριοι λύκοι, δηλαδή, και σαν ληστές και κλέφτες ορμούν εναντίον των πιστών, για να αρπάξουν τη λεία τους και να καταφάγουν τις ψυχές τους. Είναι “δεινοί θήρες… ημών μη φειδόμενοι”. Είναι τρομερά θηρία που δεν μας λυπούνται (ΕΠΕ 2, 156, 242).
Οι τρεις Ιεράρχες και η αίρεση
Πολύ εντυπωσιακά είναι τα όσα γράφει για τους δασκάλους των αιρετικών, τους βαμμένους αιρετικούς που μένουν πεισματικά στις κακοδοξίες τους, και ο Μέγας Βασίλειος.
“Ούτε Αιθίοψ αλλάξει ποτέ το δέρμα αυτού ούτε πάρδαλις τα ποικίλματα αυτής, ούτε ο εν διαστρόφοις δόγμασι συντραφείς αποτρίψασθαι δύναται το κακόν της αιρέσεως” (ΕΠΕ 2, 132).
Δηλαδή. Ούτε ένας Αιθίοπας μπορεί να αλλάξει το χρώμα του δέρματός του, ούτε μια λεοπάρδαλις τα πολύχρωμα στολίδια που υπάρχουν στο δέρμα της. Έτσι και αυτός που ανατράφηκε και ζυμώθηκε με τα διεστραμμένα δόγματα δεν μπορεί να καθαριστεί και να βγάλει από πάνω του το κακό της αιρέσεως. (Εδώ θα μπορούσαμε να πούμε ότι σαν να φωτογραφίζει μ’ αυτά ο Άγιος το πείσμα του πάπα της Ρώμης, που δεν αρνείται με κανένα τρόπο το επάρατο πρωτείο του και το αλάθητό του).
Αλλού ο Μέγας Βασίλειος τονίζει ότι η αίρεση είναι “ρίζα πικρά καρπόν ολέθριον αναδίδουσα” (ΕΠΕ 2, 14). Μοιάζει με πικρή ρίζα, που παράγει καταστρεπτικό, φαρμακερό καρπό.
Και τι συνιστούσαν οι μέγιστοι οικουμενικοί Διδάσκαλοι στους πιστούς ως πρέπουσα συμπεριφορά έναντι των αιρετικών; Μήπως να φέρονται με αβρότητα και να τους συναναστρέφονται άφοβα, όπως κάμνουν ορισμένοι σύγχρονοι Ορθόδοξοι; Όχι βέβαια! Αντίθετα, συμβούλευαν διακοπή κάθε σχέσεως. Ο ιερός Χρυσόστομος με τον χαρακτηριστικό του τρόπο έλεγε: “Φεύγε των τοιούτων τας συνουσίας ως των φαρμάκων τα δηλητήρια. Και γαρ εκείνων ούτοι χαλεπώτεροι· εκείνα μεν γαρ μέχρι του σώματος ίστησι την βλάβην, ούτοι δε αυτή τη σωτηρία της ψυχής λυμαίνονται” (ΕΠΕ 30, 340). Απόφευγε, λέει ο θείος Χρυσόστομος, τις σχέσεις με τους αιρετικούς όπως και τα δηλητήρια. Οι αιρετικοί είναι χειρότεροι από τα δηλητήρια, διότι αυτά βλάπτουν το σώμα μόνο, ενώ αυτοί καταστρέφουν τη σωτηρία της ψυχής.
Και ο άγιος Γρηγόριος συμβούλευε: Αυτούς που έπεσαν θύματα της αιρέσεως “έως μεν αν ή δυνατόν προσλαμβανώμεθα και θεραπεύωμεν· ανιάτως δ’ έχοντας αποστρεφώμεθα, μη της νόσου μεταλάβωμεν πριν μεταδούναι της εαυτών υγείας” (ΕΠΕ 1, 268). Θα προσπαθήσουμε, δηλαδή, να βοηθήσουμε κάποιον, που παρασύρθηκε από αιρετικούς, να συνέλθει και να μετανοήσει. Όταν όμως κάποιοι αιρετικοί έγιναν και είναι ανίατα ασθενείς, να τους αποφεύγουμε. Διότι υπάρχει κίνδυνος, πριν προλάβουμε να τους θεραπεύσουμε και να τους μεταδώσουμε την υγεία μας, να κολλήσουμε εμείς την ασθένειά τους. (Ας τα ακούσουν οι σύγχρονοί μας οικουμενιστές που “κάθε λίγο και λιγάκι” έχουν συναντήσεις με τους αμετανόητους παπικούς, νομίζοντας ότι θα τους βοηθήσουν να συνέλθουν και να μετανοήσουν).
Ανάλογα συμβουλεύει και ο Μέγας Βασίλειος: Το να φροντίσουμε για τη μετάνοια των αιρετικών είναι καλή ενέργεια. Και είναι θεάρεστο να τους καλέσουμε και να μιλήσουμε “εις συνάφειαν” για να ενωθούν μαζί μας· “καν πείσωμεν, κοινώς αυτοίς ενωθήναι”, να ενωθούμε μαζί τους, αν τους πείσουμε να μετανοήσουν· “εάν δε αποτύχωμεν, αρκείσθαι ημάς αλλήλοις” να αρκεσθούμε στις σχέσεις μας μεταξύ μας οι πιστοί. Και συνεχίζει ο Άγιος στην ίδια επιστολή του προς τον Ευσέβιο, επίσκοπο Σαμοσάτων, γράφοντας συμπερασματικά: “Εάν μεν ουν πεισθώσιν σοι, ταύτα άριστον”. Εάν πεισθούν οι αιρετικοί στα λόγια σου, αυτό θα είναι επιτυχία, άριστη κατάληξη. “Ει δε μη, γνωρίσατε τους πολεμοποιούς”· διαφορετικά μάθετε ποιοι είναι αυτοί που προκαλούν μάχες στην Εκκλησία, “και παύσασθε ημίν του λοιπού περί διαλόγων επιστέλλοντες”· και πάψτε στο εξής να μου στέλνετε επιστολές, ζητώντας να σας επιτρέψω διαλόγους και συμφιλίωση με τους αιρετικούς (ΕΠΕ 1, 274-276).
Απάντηση ξεκάθαρη, σαφέστατη. Χωρίς ίχνος συμβιβασμού με τους κακοδόξους.
Έτσι έβλεπαν την αίρεση οι κορυφαίοι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας. Και έτσι αντιμετώπιζαν τους αιρετικούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου