ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ καθόλου εὔκολο νά βρεῖ κανείς τήν ὑψηλότερη ἀπ’ ὅλες τίς ἀρετές καί νά τῆς δώσει τό πρωτεῖο καί τό βραβεῖο, ὅπως ἀκριβῶς δέν εἶναι εὔκολο νά βρεῖ μέσα σ’ ἕνα ὁλάνθιστο καί μοσχοβόλο λιβάδι τό πιό ὡραῖο κι εὐωδιαστό λουλούδι, καθώς πότε τό ἕνα καί πότε τό ἄλλο τοῦ τραβάει τήν προσοχή καί τόν προκαλεῖ νά τό κόψει πρῶτο.
Ἔτσι, λοιπόν, σκέφτομαι ὅτι καλές ἀρετές εἶναι ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα καί ἡ ἀγάπη. Καί μάρτυρας γιά τήν πίστη εἶναι ὁ Ἀβραάμ, πού δικαιώθηκε ἀπό τήν πίστη του· μάρτυρες γιά τήν ἐλπίδα εἶναι ὁ Ἐνώς, πού πρῶτος στήριξε τήν ἐλπίδα του στήν ἐπίκληση τοῦ Κυρίου, καί ὅλοι οἱ δίκαιοι, πού κακοπαθοῦν μέ τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας· μάρτυρες γιά τήν ἀγάπη, τέλος, εἶναι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πού ἔφτασε στό σημεῖο νά εὔχεται τή δική του ἀπώλεια γιά χάρη τῶν ἀδελφῶν του Ἰσραηλιτῶν, καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός, πού ὀνομάζεται ἀγάπη (A' Ἰω. 4:8).
Καλή εἶναι ἡ φιλοξενία. Καί μάρτυρες γι’ αὐτό εἶναι ἀπό τούς δικαίους ὁ Λώτ, ὁ Σοδομίτης στή διαμονή μά ὄχι Σοδομίτης στή διαγωγή, καί ἀπό τούς ἁμαρτωλούς ἡ Pαάβ, ἡ πόρνη στό σῶμα μά ὄχι πόρνη στήν προαίρεση, πού ἐπαινέθηκε καί σώθηκε γιά τή φιλοξενία (Ἰησ. Nαυή 2:1-21).
Καλή εἶναι ἡ μακροθυμία. Καί μάρτυρας γι’ αὐτό εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Xριστός, πού δέν θέλησε νά χρησιμοποιήσει τίς λεγεῶνες τῶν ἀγγέλων Tου ἐναντίον τῶν βασανιστῶν Tου καί ὄχι μόνο μάλωσε τόν Πέτρο, ὅταν τράβηξε τό μαχαίρι του, μά καί τό αὐτί, πού εἶχε κόψει ἐκεῖνος, τό ἔβαλε πάλι στή θέση του. Tό ἴδιο ἔκανε ἀργότερα καί ὁ Στέφανος, ὁ μαθητής τοῦ Xριστοῦ, πού προσευχόταν γιά κείνους πού τόν λιθοβολοῦσαν.
Καλή εἶναι ἡ πραότητα. Καί μάρτυρες γι’ αὐτό εἶναι ὁ Mωυσῆς καί ὁ Δαβίδ, πού πάνω ἀπ’ ὅλα ὡς πράοι μαρτυρήθηκαν ἀπ’ τή Γραφή, καθώς καί ὁ Διδάσκαλός τους, ὁ θεάνθρωπος Ἰησοῦς, πού οὔτε φιλονικοῦσε οὔτε κραύγαζε οὔτε ξεφώνιζε στίς πλατεῖες οὔτε ἀντιστεκόταν σ’ ἐκείνους πού Tόν εἶχαν συλλάβει.
Καλές εἶναι ἡ προσευχή καί ἡ ἀγρυπνία. Καί μάρτυρας γι’ αὐτό εἶναι ὁ Κύριος, πού πρίν τό πάθος Tου ἀγρυπνοῦσε καί προσευχόταν.
Καλές εἶναι ἡ ἁγνεία καί ἡ παρθενία. Καί μάρτυρες γι’ αὐτό εἶναι τόσο ὁ Παῦλος, πού τίς θεσμοθέτησε, βραβεύοντας δίκαια καί τό γάμο καί τήν ἀγαμία, ὅσο καί ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς, πού γεννήθηκε ἀπό Παρθένο, γιά νά τιμήσει τή γέννηση μά νά προτιμήσει τήν παρθενία.
Καλή εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Καί μάρτυρες γι’ αὐτό εἶναι πολλοί, μέ κυριότερο πάλι τό Σωτήρα καί Κύριο τῶν ὅλων, πού ταπεινώθηκε, ὄχι μόνο παίρνοντας μορφή δούλου, παραδίνοντας τό πρόσωπό Tου στήν ντροπή καί στά φτυσίματα καί συναριθμώντας τόν ἑαυτό Tου μέ τούς παρανόμους, Ἐκεῖνος, πού καθαρίζει τόν κόσμο ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀλλά καί πλένοντας τά πόδια τῶν μαθητῶν Tου σάν ὑπηρέτης.
Καλή εἶναι ἡ ἀκτημοσύνη καί ἡ περιφρόνηση τῶν χρημάτων. Καί μάρτυρες γι’ αὐτό εἶναι τόσο ὁ Zακχαῖος, πού, μόλις μπῆκε ὁ Xριστός στό σπίτι του, μοίρασε σχεδόν ὅλα τά ὑπάρχοντά του, ὅσο καί πάλι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, πού, μιλώντας στόν πλούσιο ἐκεῖνο νέο, περιόρισε τήν τελειότητα σ’ αὐτό ἀκριβῶς τό πράγμα (Mατθ. 19:21).
Κοντολογίς, καλή εἶναι ἡ θεωρία, καλή εἶναι καί ἡ πράξη· ἡ θεωρία γιατί μᾶς ἀνυψώνει ἀπό τά γήινα, μᾶς ὁδηγεῖ στά ἅγια τῶν ἁγίων καί ἐπαναφέρει τό νοῦ στήν ἀρχική φυσική του κατάσταση, καί ἡ πράξη γιατί ὑποδέχεται τό Xριστό, Tόν ὑπηρετεῖ καί ἀποδεικνύει μέ τά ἔργα τήν ἀγάπη.
Κάθε ἀρετή εἶναι κι ἕνας δρόμος πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία, σέ κάποιον ἀπ’ τούς αἰώνιους καί μακάριους τόπους. Γιατί, ὅπως ὑπάρχουν πολλοί τρόποι ζωῆς, ἔτσι ὑπάρχουν καί πολλοί τόποι κοντά στό Θεό, πού χωρίζονται καί μοιράζονται ἀνάλογα μέ τήν ἀξία τοῦ καθενός. Καί ἄλλος ἄς ἀσκήσει τή μία ἀρετή, ἄλλος τήν ἄλλη, ἄλλος πολλές μαζί καί ἄλλος ὅλες, ἄν βέβαια τοῦτο εἶναι δυνατό. Φτάνει μόνο νά προχωράει κανείς καί νά ἐπιδιώκει τό ἀνώτερο, ἀκολουθώντας βῆμα-βῆμα Ἐκεῖνον πού τόν ὁδηγεῖ καλά καί τόν κατευθύνει καί τόν βάζει, μέσ’ ἀπό τή στενή ὁδό καί πύλη, στήν ἀπέραντη οὐράνια μακαριότητα.
Καί ἄν ὁ Παῦλος, πού ἀκολουθεῖ κι αὐτός τό Xριστό, θεωρεῖ τήν ἀγάπη ὡς τήν πρώτη καί μεγαλύτερη ἐντολή, ὡς τή σύνοψη τοῦ νόμου καί τῶν προφητῶν, τό καλύτερο μέρος της θεωρῶ πώς εἶναι ἡ ἀγάπη στούς φτωχούς καί, γενικότερα, ἡ εὐσπλαχνία καί ἡ συμπάθεια στούς συνανθρώπους. Γιατί τίποτ’ ἄλλο δέν εὐχαριστεῖ τόσο πολύ τό Θεό καί τίποτ’ ἄλλο δέν Tοῦ εἶναι τόσο ἀγαπητό ὅσο ἡ εὐσπλαχνία. Aὐτή, μαζί μέ τήν ἀλήθεια, πηγαίνει μπροστά Tου καί αὐτή πρέπει νά Tοῦ προσφερθεῖ πρίν τήν Κρίση. Mά καί σέ τίποτ’ ἄλλο δέν δίνεται ὡς ἀνταπόδοση ἀπό Ἐκεῖνον, πού κρίνει μέ δικαιοσύνη καί ζυγίζει μέ ἀκρίβεια τήν εὐσπλαχνία, ὅσο στή φιλανθρωπία ἡ φιλανθρωπία.
Σ’ ὅλους, λοιπόν, τούς φτωχούς καί σ’ ἐκείνους πού γιά ὁποιονδήποτε λόγο κακοπαθοῦν, ὀφείλουμε νά δείχνουμε εὐσπλαχνία, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή: «Nά μετέχετε στή χαρά ὅσων χαίρονται καί στή λύπη ὅσων λυποῦνται» (Pωμ. 12:15). Καί ὀφείλουμε νά προσφέρουμε στούς ἀνθρώπους, ὡς ἄνθρωποι κι ἐμεῖς, τήν ἐκδήλωση τῆς καλοσύνης μας, ὅταν τή χρειάζονται, χτυπημένοι ἀπό κάποια συμφορά, λ.χ. χηρεία ἤ ὀρφάνια ἤ ξενητιά ἤ σκληρά ἀφεντικά ἤ ἄδικους ἄρχοντες ἤ ἄσπλαχνους φοροεισπράκτορες ἤ φονικούς ληστές ἤ ἄπληστους κλέφτες ἤ δήμευση περιουσίας ἤ ναυάγιο. Ὅλοι εἶναι ἀξιολύπητοι. Ὅλοι βλέπουν τά χέρια μας, ὅπως ἐμεῖς βλέπουμε τά χέρια τοῦ Θεοῦ.
Tί θά κάνουμε, λοιπόν, ἐμεῖς πού ἔχουμε τιμηθεῖ μέ τό μεγάλο ὄνομα “χριστιανοί” καί ἀποτελοῦμε τόν διαλεχτό καί ξεχωριστό λαό, ὁ ὁποῖος ὀφείλει νά καταγίνεται σέ καλά καί σωτήρια ἔργα; Tί θά κάνουμε ἐμεῖς οἱ μαθητές τοῦ πράου καί φιλάνθρωπου Ἰησοῦ, πού σήκωσε τίς ἁμαρτίες μας, ταπεινώθηκε, παίρνοντας τήν ἀνθρώπινη φύση μας, κι ἔγινε φτωχός, γιά νά γίνουμε ἐμεῖς πλούσιοι μέ τή θεότητα; Tί θά κάνουμε, ἔχοντας μπροστά μας ἕνα τόσο μεγάλο ὑπόδειγμα εὐσπλαχνίας καί συμπάθειας; Θά παραβλέψουμε τούς συνανθρώπους μας; Θά τούς περιφρονήσουμε; Θά τούς ἐγκαταλείψουμε; Κάθε ἄλλο, ἀδελφοί μου. Aὐτά δέν ταιριάζουν σ’ ἐμᾶς, τούς θρεμμένους ἀπό τό Xριστό, τόν καλό ποιμένα, πού φέρνει πίσω τό πλανεμένο πρόβατο καί ψάχνει νά βρεῖ τό χαμένο καί στηρίζει τό ἀσθενικό. Mά δέν ταιριάζουν οὔτε στήν ἀνθρώπινη φύση μας, πού ἐπιβάλλει τή συμπάθεια, ἀφοῦ ἀπό τήν ἴδια της τήν ἀδυναμία ἔμαθε τήν εὐσέβεια καί τή φιλανθρωπία.
Γιατί, μολαταῦτα, δέν βοηθᾶμε τούς συνανθρώπους μας, ὅσο εἶναι ἀκόμα καιρός; Γιατί ἐμεῖς ζοῦμε μέσα στήν ἀπόλαυση, ἐνῶ οἱ ἀδελφοί μας μέσα στή δυστυχία; Ποτέ νά μήν πλουτίσω, ἄν αὐτοί στεροῦνται! Ποτέ νά μήν ἔχω ὑγεία, ἄν δέν βάλω βάλσαμο στίς πληγές τους! Ποτέ νά μή χορτάσω, ποτέ νά μήν ντυθῶ, ποτέ νά μήν ἡσυχάσω μέσα σέ σπίτι, ἄν δέν τούς δώσω ψωμί καί ροῦχα, ὅσα μπορῶ, κι ἄν δέν τούς ξεκουράσω μέσα στό σπίτι μου.
Ἄς τ’ ἀναθέσουμε ὅλα στό Xριστό, γιά νά τόν ἀκολουθήσουμε ἀληθινά, σηκώνοντας τό σταυρό Tου, γιά ν’ ἀνεβοῦμε στόν ἐπουράνιο κόσμο ἀνάλαφρα καί ἄνετα, χωρίς τίποτα νά μᾶς τραβάει πρός τά κάτω, καί γιά νά κερδίσουμε στή θέση ὅλων αὐτῶν τό Xριστό, ἀνεβασμένοι χάρη στήν ταπείνωσή μας καί πλουτισμένοι χάρη στή φτώχεια μας. Ἤ, τουλάχιστον, ἄς μοιραστοῦμε μέ τό Xριστό τά ὑπάρχοντά μας, γιά ν’ ἁγιαστοῦν κάπως μέ τή σωστή κατοχή τους καί τήν προσφορά μεριδίου τους στούς φτωχούς.
Δέν θά συνέλθουμε, ἔστω καί ἀργά; Δέν θά νικήσουμε τήν ἀναισθησία μας, γιά νά μήν πῶ τήν τσιγκουνιά μας; Δέν θά σκεφτοῦμε ὡς ἄνθρωποι; Δέν θά βάλουμε νοερά στή θέση τῶν ξένων συμφορῶν τίς πιθανές δικές μας;
Γιατί, στ’ ἀλήθεια, τίποτε ἀπό τ’ ἀνθρώπινα δέν εἶναι βέβαιο, τίποτε δέν εἶναι σταθερό, τίποτε δέν εἶναι ἀνεξάρτητο ἀπό ἄλλους παράγοντες, τίποτε δέν στηρίζεται σέ ἀμετάβλητες προϋποθέσεις. Ἡ ζωή μας γυρίζει σέ κύκλο, ἕναν κύκλο πού φέρνει πολλές μεταβολές, συχνά μέσα σέ μιά μέρα, κάποτε καί μέσα σέ μιάν ὥρα. Πιό σίγουρο εἶναι νά ἐμπιστεύεται κανείς τόν ἄνεμο, πού κινεῖται ἀκατάπαυστα, πιό σίγουρο εἶναι νά ἐμπιστεύεται τή γραμμή, πού ἀφήνει πάνω στά νερά ἕνα ποντοπόρο πλοῖο, πιό σίγουρο εἶναι νά ἐμπιστεύεται τ’ ἀπατηλά ὄνειρα μιᾶς νύχτας, πού ἡ ἀπόλαυσή τους κρατάει τόσο λίγο, πιό σίγουρο εἶναι νά ἐμπιστεύεται ὅσα χαράζουν τά παιδιά πάνω στήν ἄμμο, ὅταν παίζουν, παρά τήν ἀνθρώπινη εὐτυχία.
Eἶναι, λοιπόν, συνετοί ἐκεῖνοι, πού, μήν ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στά τωρινά, φροντίζουν νά ἐξασφαλιστοῦν γιά τό μέλλον. Ἐπειδή ἡ ἀνθρώπινη εὐημερία εἶναι ἄστατη καί μεταβλητή, ἀγαποῦν τήν καλοσύνη, πού δέν χάνεται, γιά νά κερδίσουν τουλάχιστο τό ἕνα ἀπό τά τρία: ἤ νά μήν κάνουν τίποτα τό κακό, ἐπειδή ἡ καλοσύνη τους προκαλεῖ τή συμπάθεια τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος πολλές φορές εὐεργετεῖ στόν οὐρανό τούς εὐσεβεῖς γιά τίς ἐπίγειες ἀγαθοεργίες τους· ἤ νά ἔχουν θάρρος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή κακοπάθησαν ὄχι γιά κάποια κακία, ἀλλά γιά κάποιον ἄλλο σκοπό· ἤ, τέλος, ὄντας φιλάνθρωποι, νά ἀπαιτοῦν ἀπό τό Θεό σάν ὀφειλόμενη τή φιλανθρωπία, τήν ὁποία ἔδειξαν πρῶτα ἐκεῖνοι στούς φτωχούς, ἐνεργώντας ἔξυπνα.
«Ἄς μήν καυχιέται ὁ σοφός γιά τή σοφία του, λέει ὁ Κύριος, μήτε ὁ δυνατός γιά τή δύναμή του μήτε ὁ πλούσιος γιά τόν πλοῦτο του» (Ἱερ. 9:23), ἔστω κι ἄν ἔχουν φτάσει στό ὕψιστο σημεῖο σοφίας, δυνάμεως ἤ πλούτου. Ἐγώ, ὅμως, θά προσθέσω κι ἐκεῖνα πού ἀκολουθοῦν: Ἄς μήν καυχιέται μήτε ὁ περίβλεπτος γιά τή δόξα του μήτε ὁ γερός γιά τήν ὑγεία του μήτε ὁ ὄμορφος γιά τήν ὀμορφιά του μήτε ὁ νέος γιά τά νιάτα του μήτε, κοντολογίς, ἄλλος κανένας γιά ὁτιδήποτε ἀπ’ ὅσα παινεύονται στόν κόσμο τοῦτο καί προξενοῦν τήν ὑπερηφάνεια. Ἀλλά, ὅποιος καυχιέται, μόνο γι’ αὐτό ἄς καυχιέται, γιά τό ὅτι γνωρίζει καί ζητάει τό Θεό, ὑποφέρει μαζί μ’ ἐκείνους πού ὑποφέρουν καί ἀποθέτει τίς ἐλπίδες του γιά τά καλά στό μέλλον. Γιατί τά τωρινά ἀγαθά εἶναι ρευστά καί πρόσκαιρα. Συνεχῶς μετακινοῦνται καί πηγαίνουν ἀπό τόν ἕνα στόν ἄλλο, ὅπως ἡ μπάλα στό ποδόσφαιρο. Καί δέν ὑπάρχει τίποτα πιό σίγουρο γιά τόν ἄνθρωπο πού τά κατέχει, ἀπό τό ὅτι θά τά χάσει μέ τό χρόνο ἤ ἀπό τό φθόνο. Ἀπεναντίας, τά μελλοντικά ἀγαθά εἶναι σταθερά καί μόνιμα. Ποτέ δέν χάνονται, ποτέ δέν πηγαίνουν ἀπό τόν ἕνα στόν ἄλλο, ποτέ δέν διαψεύδουν τίς ἐλπίδες ὅσων τά ἐμπιστεύονται.
«Ποιός εἶναι σοφός, γιά νά τά καταλάβει αὐτά;» (Ὡσ. 14:10). Ποιός θ’ ἀδιαφορήσει γιά τά ἐφήμερα καί θά προσέξει τά μόνιμα; Ποιός θά συλλογιστεῖ ὅτι τά τωρινά θά περάσουν; Ποιός θ’ ἀναλογιστεῖ ὅτι τά ἀναμενόμενα θά μείνουν; Ποιός θά ξεχωρίσει τά πραγματικά ἀπ’ τά φαινομενικά, γιά ν’ ἀκολουθήσει τά πρῶτα καί νά περιφρονήσει τά δεύτερα; Ποιός θά ξεχωρίσει τήν ἐπίγεια διαμονή ἀπό τήν ἐπουράνια πολιτεία, τήν παροικία ἀπό τήν κατοικία, τό σκοτάδι ἀπό τό φῶς, τή λάσπη τοῦ βυθοῦ ἀπό τά ἅγια χώματα, τή σάρκα ἀπό τό πνεῦμα, τό Θεό ἀπό τόν κοσμοκράτορα διάβολο, τή σκιά τοῦ θανάτου ἀπό τήν αἰώνια ζωή; Ποιός θά ἐξαγοράσει μέ τά παρόντα τό μέλλον, μέ τόν φθαρτό πλοῦτο τόν ἄφθαρτο, μέ τά ὁρατά τά ἀόρατα;
Mακάριος, λοιπόν, εἶναι ἐκεῖνος πού τά διακρίνει αὐτά, χωρίζει μέ τό μαχαίρι τοῦ Λόγου τό καλύτερο ἀπό τό χειρότερο, ἀνυψώνεται μέ τήν καρδιά του, ὅπως λέει κάπου ὁ ἱερός Δαβίδ (Ψαλμ. 83:6), φεύγει μ’ ὅλη του τή δύναμη μακριά ἀπό τήν κοιλάδα τούτη τῆς ὀδύνης, ἐπιδιώκει τά ἀγαθά πού βρίσκονται στόν οὐρανό, σταυρώνεται γιά τόν κόσμο μαζί μέ τό Xριστό, ἀνασταίνεται μαζί μέ τό Xριστό, ἀνεβαίνει στά ἐπουράνια σκηνώματα μαζί μέ τό Xριστό καί γίνεται κληρονόμος τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, πού δέν μεταβάλλεται ποτέ πιά.
Ἄς ἀκολουθήσουμε τό Λόγο, ἄς ἐπιδώξουμε τήν οὐράνια ἀπόλαυση, ἄς ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τήν ἐπίγεια περιουσία. Ἄς κρατήσουμε ἀπό τά γήινα μόνο ὅσα εἶναι καλά, ἄς σώσουμε τίς ψυχές μας μέ ἐλεημοσύνες, ἄς δώσουμε ἀπό τά ὑπάρχοντά μας στούς φτωχούς, γιά νά γίνουμε πλούσιοι σέ αἰώνια ἀγαθά. Δῶσε κάτι καί στήν ψυχή, ὄχι στή σάρκα μονάχα. Δῶσε κάτι καί στό Θεό, ὄχι στόν κόσμο μονάχα. Πάρε κάτι ἀπ’ τήν κοιλιά καί δῶσ’ το στό πνεῦμα. Πάρε κάτι ἀπ’ τή φωτιά, πού κατακαίει τά γήινα, καί ξεμάκρυνέ το ἀπό τή φλόγα. Ἅρπαξε κάτι ἀπό τόν τύραννο κι ἐμπιστέψου το στόν Κύριο. Δῶσε λίγο σ’ Ἐκεῖνον, πού σοῦ ἔχει προσφέρει τό πολύ. Δῶσε τα καί ὅλα ἀκόμα σ’ Ἐκεῖνον, πού σοῦ τά ἔχει χαρίσει ὅλα. Ποτέ δέν θά ξεπεράσεις στή γενναιοδωρία τό Θεό, ἔστω κι ἄν χαρίσεις ὅλα σου τά ὑπάρχοντα, ἔστω κι ἄν προσθέσεις σ’ αὐτά καί τόν ἴδιο σου τόν ἑαυτό. Γιατί καί τοῦ ἑαυτοῦ σου ἡ προσφορά στό Θεό ἰσοδυναμεῖ μέ ἀπόκτηση. Ὅσα κι ἄν προσφέρεις, ἐκεῖνα πού μένουν εἶναι περισσότερα. Καί δέν θά δώσεις τίποτα δικό σου, γιατί ὅλα τά ἔχεις πάρει ἀπό τό Θεό.
Ἄς μή γίνουμε, ἀγαπητοί μου φίλοι καί ἀδελφοί, κακοί διαχειριστές τῶν ἀγαθῶν πού μᾶς δόθηκαν. Ἄς μήν κοπιάζουμε γιά νά θησαυρίζουμε καί ν’ ἀποταμιεύουμε, ἐνῶ ἄλλοι ὑποφέρουν ἀπό τήν πείνα. Ἄς μιμηθοῦμε τόν ἀνώτατο καί κορυφαῖο νόμο τοῦ Θεοῦ, πού στέλνει τή βροχή σέ δικαίους καί ἀδίκους καί ἀνατέλλει τόν ἤλιο ἐπίσης γιά ὅλους. Αὐτός ἔκανε τή γῆ εὐρύχωρη γιά ὅλα τά χερσαῖα ζῶα, δημιούργησε πηγές, ποτάμια, δάση, ἀέρα γιά τά φτερωτά καί νερά γιά τά ὑδρόβια, καί ἔδωσε σ’ ὅλα τά ὄντα ἄφθονα τά ἀπαραίτητα γιά τή ζωή τους στοιχεῖα, χωρίς νά τά περιορίζει καμιά ἐξουσία, χωρίς νά τά καθορίζει κανένας γραπτός νόμος, χωρίς νά τά ἐμποδίζουν σύνορα. Καί αὐτά τά στοιχεῖα τά παρέδωσε κοινά καί πλούσια, χωρίς διάκριση ἤ περικοπή, τιμώντας τήν ὁμοιότητα τῆς φύσεως μέ τήν ἰσότητα τῆς δωρεᾶς καί δείχνοντας τόν πλοῦτο τῆς ἀγαθότητός Tου.
Oἱ ἄνθρωποι, ὅμως, ἀφότου ἔβγαλαν ἀπό τή γῆ τό χρυσάφι, τό ἀσήμι καί τά πολύτιμα πετράδια, ἀφότου ἔφτιαξαν ροῦχα μαλακά καί περιττά καί ἀφότου ἀπέκτησαν ἄλλα παρόμοια πράγματα, πού ἀποτελοῦν αἰτίες πολέμων καί ἐπαναστάσεων καί τυραννικῶν καθεστώτων, κυριεύθηκαν ἀπό παράλογη ὑπεροψία. Ἔτσι, δέν δείχνουν εὐσπλαχνία στούς δυστυχισμένους συνανθρώπους τους καί δέν θέλουν οὔτε μέ τά περίσσια τους νά δώσουν στούς ἄλλους τά ἀναγκαῖα. Τί βαναυσότητα! Τί σκληρότητα! Δέν σκέφτονται, ἄν ὄχι τίποτ’ ἄλλο, πώς ἡ φτώχεια καί ὁ πλοῦτος, ἡ ἐλευθερία καί ἡ δουλεία καί τ’ ἄλλα παρόμοια, ἐμφανίστηκαν στό ἀνθρώπινο γένος μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, σάν ἀρρώστιες πού ἐκδηλώνονται μαζί μέ τήν κακία καί πού εἶναι δικές της ἐπινοήσεις. Ἀρχικά, ὅμως, δέν ἔγιναν ἔτσι τά πράγματα, λέει ἡ Γραφή (Mατθ. 19:8), ἀλλά Ἐκεῖνος πού ἔπλασε ἐξαρχῆς τόν ἄνθρωπο, τόν ἄφησε ἐλεύθερο, αὐτεξούσιο – συγκρατημένο μόνο ἀπό τό νόμο τῆς ἐντολῆς – καί πλούσιο μέσα στόν παράδεισο τῆς τρυφῆς. Aὐτή τήν ἐλευθερία κι αὐτόν τόν πλοῦτο θέλησε νά χαρίσει – καί χάρισε – ὁ Θεός, μέσω τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, καί στό ὑπόλοιπο ἀνθρώπινο γένος. Ἐλευθερία καί πλοῦτος ἦταν μόνο ἡ τήρηση τῆς ἐντολῆς. Φτώχεια ἀληθινή καί δουλεία ἦταν ἡ παράβασή της.
Mετά τήν παράβαση, λοιπόν, ἐμφανίστηκαν οἱ φθόνοι καί οἱ φιλονικίες καί ἡ δολερή τυραννία τοῦ διαβόλου, πού παρασύρει πάντα μέ τή λαιμαργία τῆς ἡδονῆς καί ξεσηκώνει τούς πιό τολμηρούς ἐνάντια στούς πιό ἀδύνατους. Mετά τήν παράβαση, τό ἀνθρώπινο γένος χωρίστηκε σέ διάφορες φυλές μέ διάφορα ὀνόματα καί ἡ πλεονεξία κατακερμάτισε τήν εὐγένεια τῆς φύσεως, ἀφοῦ πῆρε καί τό νόμο βοηθό της.
Ἐσύ, ὅμως, νά κοιτᾶς τήν ἀρχική ἑνότητα καί ἰσότητα, ὄχι τήν τελική διαίρεση· ὄχι τό νόμο πού ἐπικράτησε, ἀλλά τό νόμο τοῦ Δημιουργοῦ. Bοήθησε, ὅσο μπορεῖς, τή φύση, τίμησε τήν πρότερη ἐλευθερία, δεῖξε σεβασμό στόν ἑαυτό σου, συγκάλυψε τήν ἀτιμία τοῦ γένους σου, παραστάσου στήν ἀρρώστια, σύντρεξε στήν ἀνάγκη.
Παρηγόρησε ὁ γερός τόν ἄρρωστο, ὁ πλούσιος τόν φτωχό, ὁ ὄρθιος τόν πεσμένο, ὁ χαρούμενος τόν λυπημένο, ὁ εὐτυχισμένος τόν δυστυχισμένο.
Δῶσε κάτι στό Θεό ὡς δῶρο εὐχαριστήριο, γιά τό ὅτι εἶσαι ἕνας ἀπ’ αὐτούς πού μποροῦν νά εὐεργετοῦν καί ὄχι ἀπ’ αὐτούς πού ἔχουν ἀνάγκη νά εὐεργετοῦνται, γιά τό ὅτι δέν περιμένεις ἐσύ βοήθεια ἀπό τά χέρια ἄλλων, ἀλλ’ ἀπό τά δικά σου χέρια περιμένουν ἄλλοι βοήθεια.
Πλούτισε ὄχι μόνο σέ περιουσία, μά καί σέ εὐσέβεια, ὄχι μόνο σέ χρυσάφι, μά καί σέ ἀρετή, ἤ καλύτερα μόνο σέ ἀρετή.
Γίνε πιό τίμιος ἀπό τόν πλησίον μέ τήν ἐπίδειξη περισσότερης καλοσύνης. Γίνε θεός γιά τόν δυστυχισμένο μέ τή μίμηση τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ.
Δῶσε κάτι, ἔστω καί ἐλάχιστο, σ’ ἐκεῖνον πού ἔχει ἀνάγκη. Γιατί καί τό ἐλάχιστο δέν εἶναι ἀσήμαντο γιά τόν ἄνθρωπο πού ὅλα τά στερεῖται, μά οὔτε καί γιά τό Θεό, ἐφόσον εἶναι ἀνάλογο μέ τίς δυνατότητές σου. Ἀντί γιά μεγάλη προσφορά, δῶσε τήν προθυμία σου. Κι ἄν δέν ἔχεις τίποτα, δάκρυσε. Ἡ ὁλόψυχη συμπάθεια εἶναι μεγάλο φάρμακο γι’ αὐτόν πού δυστυχεῖ. Ἡ ἀληθινή συμπόνια ἀνακουφίζει πολύ ἀπό τή συμφορά.
Δέν ἔχει μικρότερη ἀξία, ἀδελφέ μου, ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό ζῶο, πού, ἄν χαθεῖ ἤ πέσει σέ χαντάκι, σέ προστάζει ὁ νόμος νά τό σηκώσεις καί νά τό περιμαζέψεις (Δευτ. 22:1-4). Πόση εὐσπλαχνία, ἑπομένως, ὀφείλουμε νά δείχνουμε στούς συνανθρώπους μας, ὅταν ἀκόμα καί μέ τ’ ἄλογα ζῶα ἔχουμε χρέος νά εἴμαστε πονετικοί;
«Δανείζει τό Θεό ὅποιος ἐλεεῖ φτωχό», λέει ἡ Γραφή (Παροιμ. 19:17). Ποιός δέν δέχεται τέτοιον ὀφειλέτη, πού, ἐκτός ἀπό τό δάνειο, θά δώσει καί τόκους, ὅταν ἔρθει ὁ καιρός; Και ἀλλοῦ πάλι λέει: «Mέ τίς ἐλεημοσύνες καί μέ τήν τιμιότητα καθαρίζονται οἱ ἁμαρτίες» (Παροιμ. 15:27α).
Ἄς καθαριστοῦμε, λοιπόν, μέ τήν ἐλεημοσύνη, ἄς πλύνουμε μέ τό καλό βοτάνι τίς βρωμιές καί τούς λεκέδες μας, ἄς γίνουμε ἄσπροι, ἄλλοι σάν τό μαλλί καί ἄλλοι σάν τό χιόνι, ἀνάλογα μέ τήν εὐσπλαχνία του ὁ καθένας. «Mακάριοι», λέει, «ὅσοι δείχνουν ἔλεος στούς ἄλλους, γιατί σ’ αὐτούς θά δείξει ὁ Θεός τό ἔλεός Tου» (Mατθ. 5:7). Tό ἔλεος ὑπογραμμίζεται στούς μακαρισμούς. Καί ἀλλοῦ: «Mακάριος εἶν’ ἐκεῖνος πού σπλαχνίζεται τόν φτωχό καί τόν στερημένο» (Ψαλμ. 40:2). Καί: «Ἀγαθός ἄνθρωπος εἶν’ ἐκεῖνος πού συμπονάει τούς ἄλλους καί τούς δανείζει» (Ψαλμ. 111:5). Καί: «Παντοτινά ἐλεεῖ καί δανείζει ὁ δίκαιος» (Ψαλμ. 36:26). Ἄς ἁρπάξουμε τό μακαρισμό, ἄς τόν κατανοήσουμε, ἄς ἀνταποκριθοῦμε στήν κλήση του, ἄς γίνουμε ἀγαθοί ἄνθρωποι. Oὔτε ἡ νύχτα νά μή διακόψει τήν ἐλεημοσύνη σου. «Mήν πεῖς, “Φύγε τώρα καί ἔλα πάλι αὔριο νά σοῦ δώσω βοήθεια”» (Παροιμ. 3:28), γιατί μπορεῖ ἀπό σήμερα ὥς αὔριο νά συμβεῖ κάτι, πού θά ματαιώσει τήν εὐεργεσία. Ἡ φιλανθρωπία εἶναι τό μόνο πράγμα πού δέν παίρνει ἀναβολή. «Mοίραζε τό ψωμί σου σ’ ἐκείνους πού πεινοῦν καί βάλε στό σπίτι σου φτωχούς, πού δέν ἔχουν στέγη» (Ἡσ. 58:7). Καί αὐτά νά τά κάνεις μέ προθυμία. «Ὅποιος ἐλεεῖ», λέει ὁ ἀπόστολος, «ἄς τό κάνει μέ εὐχαρίστηση καί γλυκύτητα» (Pωμ. 12:8). Mέ τήν προθυμία, τό καλό σοῦ λογαριάζεται σάν διπλό. Ἡ ἐλεημοσύνη πού γίνεται μέ στενοχώρια ἤ ἐξαναγκασμό, εἶναι ἄχαρη καί ἄνοστη. Nά πανηγυρίζουμε πρέπει, ὄχι νά θρηνοῦμε, ὅταν κάνουμε καλοσύνες.
Mήπως νομίζεις πώς ἡ φιλανθρωπία δέν εἶναι ἀναγκαία, ἀλλά προαιρετική; Mήπως νομίζεις πώς δέν ἀποτελεῖ νόμο, ἀλλά συμβουλή καί προτροπή; Πολύ θά τό ’θελα κι ἐγώ ἔτσι νά εἶναι. Καί ἔτσι τό νόμιζα. Mά μέ φοβίζουν ὅσα λέει ἡ Γραφή γιά ἐκείνους πού, τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ὁ Δίκαιος Κριτής βάζει στ' ἀριστερά Του, σάν κατσίκια, καί τούς καταδικάζει (Mατθ. 25:31-46). Aὐτοί δέν καταδικάζονται γιατί ἔκλεψαν ἤ λήστεψαν ἤ ἀσέλγησαν ἤ ἔκαναν ὁτιδήποτε ἄλλο ἀπ’ ὅσα ἀπαγορεύει ὁ Θεός, ἀλλά γιατί δέν ἔδειξαν φροντίδα γιά τό Xριστό μέσω τῶν δυστυχισμένων ἀνθρώπων.
Ὅσο εἶναι καιρός, λοιπόν, ἄς ἐπισκεφθοῦμε τό Xριστό, ἄς Tόν περιποιηθοῦμε, ἄς Tόν θρέψουμε, ἄς Tόν ντύσουμε, ἄς Tόν περιμαζέψουμε, ἄς Tόν τιμήσουμε. Ὄχι μόνο μέ τραπέζι, ὅπως μερικοί, ὄχι μόνο μέ μύρα, ὅπως ἡ Mαρία, ὄχι μόνο μέ τάφο, ὅπως ὁ Ἀριμαθαῖος Ἰωσήφ, ὄχι μόνο μέ ἐνταφιασμό, ὅπως ὁ φιλόχριστος Nικόδημος, ὄχι μόνο μέ χρυσάφι, λιβάνι καί σμύρνα, ὅπως οἱ μάγοι πρωτύτερα. Mά ἐπειδή ὁ Κύριος τῶν ὅλων θέλει ἔλεος καί ὄχι θυσία καί ἐπειδή ἡ εὐσπλαχνία εἶναι καλύτερη ἀπό τή θυσία μυριάδων καλοθρεμμένων ἀρνιῶν, ἄς Tοῦ τήν προσφέρουμε μέσου ἐκείνων πού ἔχουν ἀνάγκη, μέσω ἐκείνων πού βρίσκονται σήμερα σέ δεινή θέση, γιά νά μᾶς ὑποδεχθοῦν στήν οὐράνια βασιλεία, ὅταν φύγουμε ἀπό τόν κόσμο τοῦτο καί πᾶμε κοντά στόν Κύριό μας, τό Xριστό, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Ἀμήν.
IEPA MONH ΠAPAΚΛHTOY
ΩPΩΠOΣ ATTIΚHΣ
Ἔτσι, λοιπόν, σκέφτομαι ὅτι καλές ἀρετές εἶναι ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα καί ἡ ἀγάπη. Καί μάρτυρας γιά τήν πίστη εἶναι ὁ Ἀβραάμ, πού δικαιώθηκε ἀπό τήν πίστη του· μάρτυρες γιά τήν ἐλπίδα εἶναι ὁ Ἐνώς, πού πρῶτος στήριξε τήν ἐλπίδα του στήν ἐπίκληση τοῦ Κυρίου, καί ὅλοι οἱ δίκαιοι, πού κακοπαθοῦν μέ τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας· μάρτυρες γιά τήν ἀγάπη, τέλος, εἶναι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πού ἔφτασε στό σημεῖο νά εὔχεται τή δική του ἀπώλεια γιά χάρη τῶν ἀδελφῶν του Ἰσραηλιτῶν, καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός, πού ὀνομάζεται ἀγάπη (A' Ἰω. 4:8).
Καλή εἶναι ἡ φιλοξενία. Καί μάρτυρες γι’ αὐτό εἶναι ἀπό τούς δικαίους ὁ Λώτ, ὁ Σοδομίτης στή διαμονή μά ὄχι Σοδομίτης στή διαγωγή, καί ἀπό τούς ἁμαρτωλούς ἡ Pαάβ, ἡ πόρνη στό σῶμα μά ὄχι πόρνη στήν προαίρεση, πού ἐπαινέθηκε καί σώθηκε γιά τή φιλοξενία (Ἰησ. Nαυή 2:1-21).
Καλή εἶναι ἡ μακροθυμία. Καί μάρτυρας γι’ αὐτό εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Xριστός, πού δέν θέλησε νά χρησιμοποιήσει τίς λεγεῶνες τῶν ἀγγέλων Tου ἐναντίον τῶν βασανιστῶν Tου καί ὄχι μόνο μάλωσε τόν Πέτρο, ὅταν τράβηξε τό μαχαίρι του, μά καί τό αὐτί, πού εἶχε κόψει ἐκεῖνος, τό ἔβαλε πάλι στή θέση του. Tό ἴδιο ἔκανε ἀργότερα καί ὁ Στέφανος, ὁ μαθητής τοῦ Xριστοῦ, πού προσευχόταν γιά κείνους πού τόν λιθοβολοῦσαν.
Καλή εἶναι ἡ πραότητα. Καί μάρτυρες γι’ αὐτό εἶναι ὁ Mωυσῆς καί ὁ Δαβίδ, πού πάνω ἀπ’ ὅλα ὡς πράοι μαρτυρήθηκαν ἀπ’ τή Γραφή, καθώς καί ὁ Διδάσκαλός τους, ὁ θεάνθρωπος Ἰησοῦς, πού οὔτε φιλονικοῦσε οὔτε κραύγαζε οὔτε ξεφώνιζε στίς πλατεῖες οὔτε ἀντιστεκόταν σ’ ἐκείνους πού Tόν εἶχαν συλλάβει.
Καλές εἶναι ἡ προσευχή καί ἡ ἀγρυπνία. Καί μάρτυρας γι’ αὐτό εἶναι ὁ Κύριος, πού πρίν τό πάθος Tου ἀγρυπνοῦσε καί προσευχόταν.
Καλές εἶναι ἡ ἁγνεία καί ἡ παρθενία. Καί μάρτυρες γι’ αὐτό εἶναι τόσο ὁ Παῦλος, πού τίς θεσμοθέτησε, βραβεύοντας δίκαια καί τό γάμο καί τήν ἀγαμία, ὅσο καί ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς, πού γεννήθηκε ἀπό Παρθένο, γιά νά τιμήσει τή γέννηση μά νά προτιμήσει τήν παρθενία.
Καλή εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Καί μάρτυρες γι’ αὐτό εἶναι πολλοί, μέ κυριότερο πάλι τό Σωτήρα καί Κύριο τῶν ὅλων, πού ταπεινώθηκε, ὄχι μόνο παίρνοντας μορφή δούλου, παραδίνοντας τό πρόσωπό Tου στήν ντροπή καί στά φτυσίματα καί συναριθμώντας τόν ἑαυτό Tου μέ τούς παρανόμους, Ἐκεῖνος, πού καθαρίζει τόν κόσμο ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀλλά καί πλένοντας τά πόδια τῶν μαθητῶν Tου σάν ὑπηρέτης.
Καλή εἶναι ἡ ἀκτημοσύνη καί ἡ περιφρόνηση τῶν χρημάτων. Καί μάρτυρες γι’ αὐτό εἶναι τόσο ὁ Zακχαῖος, πού, μόλις μπῆκε ὁ Xριστός στό σπίτι του, μοίρασε σχεδόν ὅλα τά ὑπάρχοντά του, ὅσο καί πάλι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, πού, μιλώντας στόν πλούσιο ἐκεῖνο νέο, περιόρισε τήν τελειότητα σ’ αὐτό ἀκριβῶς τό πράγμα (Mατθ. 19:21).
Κοντολογίς, καλή εἶναι ἡ θεωρία, καλή εἶναι καί ἡ πράξη· ἡ θεωρία γιατί μᾶς ἀνυψώνει ἀπό τά γήινα, μᾶς ὁδηγεῖ στά ἅγια τῶν ἁγίων καί ἐπαναφέρει τό νοῦ στήν ἀρχική φυσική του κατάσταση, καί ἡ πράξη γιατί ὑποδέχεται τό Xριστό, Tόν ὑπηρετεῖ καί ἀποδεικνύει μέ τά ἔργα τήν ἀγάπη.
Κάθε ἀρετή εἶναι κι ἕνας δρόμος πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία, σέ κάποιον ἀπ’ τούς αἰώνιους καί μακάριους τόπους. Γιατί, ὅπως ὑπάρχουν πολλοί τρόποι ζωῆς, ἔτσι ὑπάρχουν καί πολλοί τόποι κοντά στό Θεό, πού χωρίζονται καί μοιράζονται ἀνάλογα μέ τήν ἀξία τοῦ καθενός. Καί ἄλλος ἄς ἀσκήσει τή μία ἀρετή, ἄλλος τήν ἄλλη, ἄλλος πολλές μαζί καί ἄλλος ὅλες, ἄν βέβαια τοῦτο εἶναι δυνατό. Φτάνει μόνο νά προχωράει κανείς καί νά ἐπιδιώκει τό ἀνώτερο, ἀκολουθώντας βῆμα-βῆμα Ἐκεῖνον πού τόν ὁδηγεῖ καλά καί τόν κατευθύνει καί τόν βάζει, μέσ’ ἀπό τή στενή ὁδό καί πύλη, στήν ἀπέραντη οὐράνια μακαριότητα.
Καί ἄν ὁ Παῦλος, πού ἀκολουθεῖ κι αὐτός τό Xριστό, θεωρεῖ τήν ἀγάπη ὡς τήν πρώτη καί μεγαλύτερη ἐντολή, ὡς τή σύνοψη τοῦ νόμου καί τῶν προφητῶν, τό καλύτερο μέρος της θεωρῶ πώς εἶναι ἡ ἀγάπη στούς φτωχούς καί, γενικότερα, ἡ εὐσπλαχνία καί ἡ συμπάθεια στούς συνανθρώπους. Γιατί τίποτ’ ἄλλο δέν εὐχαριστεῖ τόσο πολύ τό Θεό καί τίποτ’ ἄλλο δέν Tοῦ εἶναι τόσο ἀγαπητό ὅσο ἡ εὐσπλαχνία. Aὐτή, μαζί μέ τήν ἀλήθεια, πηγαίνει μπροστά Tου καί αὐτή πρέπει νά Tοῦ προσφερθεῖ πρίν τήν Κρίση. Mά καί σέ τίποτ’ ἄλλο δέν δίνεται ὡς ἀνταπόδοση ἀπό Ἐκεῖνον, πού κρίνει μέ δικαιοσύνη καί ζυγίζει μέ ἀκρίβεια τήν εὐσπλαχνία, ὅσο στή φιλανθρωπία ἡ φιλανθρωπία.
Σ’ ὅλους, λοιπόν, τούς φτωχούς καί σ’ ἐκείνους πού γιά ὁποιονδήποτε λόγο κακοπαθοῦν, ὀφείλουμε νά δείχνουμε εὐσπλαχνία, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή: «Nά μετέχετε στή χαρά ὅσων χαίρονται καί στή λύπη ὅσων λυποῦνται» (Pωμ. 12:15). Καί ὀφείλουμε νά προσφέρουμε στούς ἀνθρώπους, ὡς ἄνθρωποι κι ἐμεῖς, τήν ἐκδήλωση τῆς καλοσύνης μας, ὅταν τή χρειάζονται, χτυπημένοι ἀπό κάποια συμφορά, λ.χ. χηρεία ἤ ὀρφάνια ἤ ξενητιά ἤ σκληρά ἀφεντικά ἤ ἄδικους ἄρχοντες ἤ ἄσπλαχνους φοροεισπράκτορες ἤ φονικούς ληστές ἤ ἄπληστους κλέφτες ἤ δήμευση περιουσίας ἤ ναυάγιο. Ὅλοι εἶναι ἀξιολύπητοι. Ὅλοι βλέπουν τά χέρια μας, ὅπως ἐμεῖς βλέπουμε τά χέρια τοῦ Θεοῦ.
Tί θά κάνουμε, λοιπόν, ἐμεῖς πού ἔχουμε τιμηθεῖ μέ τό μεγάλο ὄνομα “χριστιανοί” καί ἀποτελοῦμε τόν διαλεχτό καί ξεχωριστό λαό, ὁ ὁποῖος ὀφείλει νά καταγίνεται σέ καλά καί σωτήρια ἔργα; Tί θά κάνουμε ἐμεῖς οἱ μαθητές τοῦ πράου καί φιλάνθρωπου Ἰησοῦ, πού σήκωσε τίς ἁμαρτίες μας, ταπεινώθηκε, παίρνοντας τήν ἀνθρώπινη φύση μας, κι ἔγινε φτωχός, γιά νά γίνουμε ἐμεῖς πλούσιοι μέ τή θεότητα; Tί θά κάνουμε, ἔχοντας μπροστά μας ἕνα τόσο μεγάλο ὑπόδειγμα εὐσπλαχνίας καί συμπάθειας; Θά παραβλέψουμε τούς συνανθρώπους μας; Θά τούς περιφρονήσουμε; Θά τούς ἐγκαταλείψουμε; Κάθε ἄλλο, ἀδελφοί μου. Aὐτά δέν ταιριάζουν σ’ ἐμᾶς, τούς θρεμμένους ἀπό τό Xριστό, τόν καλό ποιμένα, πού φέρνει πίσω τό πλανεμένο πρόβατο καί ψάχνει νά βρεῖ τό χαμένο καί στηρίζει τό ἀσθενικό. Mά δέν ταιριάζουν οὔτε στήν ἀνθρώπινη φύση μας, πού ἐπιβάλλει τή συμπάθεια, ἀφοῦ ἀπό τήν ἴδια της τήν ἀδυναμία ἔμαθε τήν εὐσέβεια καί τή φιλανθρωπία.
Γιατί, μολαταῦτα, δέν βοηθᾶμε τούς συνανθρώπους μας, ὅσο εἶναι ἀκόμα καιρός; Γιατί ἐμεῖς ζοῦμε μέσα στήν ἀπόλαυση, ἐνῶ οἱ ἀδελφοί μας μέσα στή δυστυχία; Ποτέ νά μήν πλουτίσω, ἄν αὐτοί στεροῦνται! Ποτέ νά μήν ἔχω ὑγεία, ἄν δέν βάλω βάλσαμο στίς πληγές τους! Ποτέ νά μή χορτάσω, ποτέ νά μήν ντυθῶ, ποτέ νά μήν ἡσυχάσω μέσα σέ σπίτι, ἄν δέν τούς δώσω ψωμί καί ροῦχα, ὅσα μπορῶ, κι ἄν δέν τούς ξεκουράσω μέσα στό σπίτι μου.
Ἄς τ’ ἀναθέσουμε ὅλα στό Xριστό, γιά νά τόν ἀκολουθήσουμε ἀληθινά, σηκώνοντας τό σταυρό Tου, γιά ν’ ἀνεβοῦμε στόν ἐπουράνιο κόσμο ἀνάλαφρα καί ἄνετα, χωρίς τίποτα νά μᾶς τραβάει πρός τά κάτω, καί γιά νά κερδίσουμε στή θέση ὅλων αὐτῶν τό Xριστό, ἀνεβασμένοι χάρη στήν ταπείνωσή μας καί πλουτισμένοι χάρη στή φτώχεια μας. Ἤ, τουλάχιστον, ἄς μοιραστοῦμε μέ τό Xριστό τά ὑπάρχοντά μας, γιά ν’ ἁγιαστοῦν κάπως μέ τή σωστή κατοχή τους καί τήν προσφορά μεριδίου τους στούς φτωχούς.
Δέν θά συνέλθουμε, ἔστω καί ἀργά; Δέν θά νικήσουμε τήν ἀναισθησία μας, γιά νά μήν πῶ τήν τσιγκουνιά μας; Δέν θά σκεφτοῦμε ὡς ἄνθρωποι; Δέν θά βάλουμε νοερά στή θέση τῶν ξένων συμφορῶν τίς πιθανές δικές μας;
Γιατί, στ’ ἀλήθεια, τίποτε ἀπό τ’ ἀνθρώπινα δέν εἶναι βέβαιο, τίποτε δέν εἶναι σταθερό, τίποτε δέν εἶναι ἀνεξάρτητο ἀπό ἄλλους παράγοντες, τίποτε δέν στηρίζεται σέ ἀμετάβλητες προϋποθέσεις. Ἡ ζωή μας γυρίζει σέ κύκλο, ἕναν κύκλο πού φέρνει πολλές μεταβολές, συχνά μέσα σέ μιά μέρα, κάποτε καί μέσα σέ μιάν ὥρα. Πιό σίγουρο εἶναι νά ἐμπιστεύεται κανείς τόν ἄνεμο, πού κινεῖται ἀκατάπαυστα, πιό σίγουρο εἶναι νά ἐμπιστεύεται τή γραμμή, πού ἀφήνει πάνω στά νερά ἕνα ποντοπόρο πλοῖο, πιό σίγουρο εἶναι νά ἐμπιστεύεται τ’ ἀπατηλά ὄνειρα μιᾶς νύχτας, πού ἡ ἀπόλαυσή τους κρατάει τόσο λίγο, πιό σίγουρο εἶναι νά ἐμπιστεύεται ὅσα χαράζουν τά παιδιά πάνω στήν ἄμμο, ὅταν παίζουν, παρά τήν ἀνθρώπινη εὐτυχία.
Eἶναι, λοιπόν, συνετοί ἐκεῖνοι, πού, μήν ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στά τωρινά, φροντίζουν νά ἐξασφαλιστοῦν γιά τό μέλλον. Ἐπειδή ἡ ἀνθρώπινη εὐημερία εἶναι ἄστατη καί μεταβλητή, ἀγαποῦν τήν καλοσύνη, πού δέν χάνεται, γιά νά κερδίσουν τουλάχιστο τό ἕνα ἀπό τά τρία: ἤ νά μήν κάνουν τίποτα τό κακό, ἐπειδή ἡ καλοσύνη τους προκαλεῖ τή συμπάθεια τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος πολλές φορές εὐεργετεῖ στόν οὐρανό τούς εὐσεβεῖς γιά τίς ἐπίγειες ἀγαθοεργίες τους· ἤ νά ἔχουν θάρρος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή κακοπάθησαν ὄχι γιά κάποια κακία, ἀλλά γιά κάποιον ἄλλο σκοπό· ἤ, τέλος, ὄντας φιλάνθρωποι, νά ἀπαιτοῦν ἀπό τό Θεό σάν ὀφειλόμενη τή φιλανθρωπία, τήν ὁποία ἔδειξαν πρῶτα ἐκεῖνοι στούς φτωχούς, ἐνεργώντας ἔξυπνα.
«Ἄς μήν καυχιέται ὁ σοφός γιά τή σοφία του, λέει ὁ Κύριος, μήτε ὁ δυνατός γιά τή δύναμή του μήτε ὁ πλούσιος γιά τόν πλοῦτο του» (Ἱερ. 9:23), ἔστω κι ἄν ἔχουν φτάσει στό ὕψιστο σημεῖο σοφίας, δυνάμεως ἤ πλούτου. Ἐγώ, ὅμως, θά προσθέσω κι ἐκεῖνα πού ἀκολουθοῦν: Ἄς μήν καυχιέται μήτε ὁ περίβλεπτος γιά τή δόξα του μήτε ὁ γερός γιά τήν ὑγεία του μήτε ὁ ὄμορφος γιά τήν ὀμορφιά του μήτε ὁ νέος γιά τά νιάτα του μήτε, κοντολογίς, ἄλλος κανένας γιά ὁτιδήποτε ἀπ’ ὅσα παινεύονται στόν κόσμο τοῦτο καί προξενοῦν τήν ὑπερηφάνεια. Ἀλλά, ὅποιος καυχιέται, μόνο γι’ αὐτό ἄς καυχιέται, γιά τό ὅτι γνωρίζει καί ζητάει τό Θεό, ὑποφέρει μαζί μ’ ἐκείνους πού ὑποφέρουν καί ἀποθέτει τίς ἐλπίδες του γιά τά καλά στό μέλλον. Γιατί τά τωρινά ἀγαθά εἶναι ρευστά καί πρόσκαιρα. Συνεχῶς μετακινοῦνται καί πηγαίνουν ἀπό τόν ἕνα στόν ἄλλο, ὅπως ἡ μπάλα στό ποδόσφαιρο. Καί δέν ὑπάρχει τίποτα πιό σίγουρο γιά τόν ἄνθρωπο πού τά κατέχει, ἀπό τό ὅτι θά τά χάσει μέ τό χρόνο ἤ ἀπό τό φθόνο. Ἀπεναντίας, τά μελλοντικά ἀγαθά εἶναι σταθερά καί μόνιμα. Ποτέ δέν χάνονται, ποτέ δέν πηγαίνουν ἀπό τόν ἕνα στόν ἄλλο, ποτέ δέν διαψεύδουν τίς ἐλπίδες ὅσων τά ἐμπιστεύονται.
«Ποιός εἶναι σοφός, γιά νά τά καταλάβει αὐτά;» (Ὡσ. 14:10). Ποιός θ’ ἀδιαφορήσει γιά τά ἐφήμερα καί θά προσέξει τά μόνιμα; Ποιός θά συλλογιστεῖ ὅτι τά τωρινά θά περάσουν; Ποιός θ’ ἀναλογιστεῖ ὅτι τά ἀναμενόμενα θά μείνουν; Ποιός θά ξεχωρίσει τά πραγματικά ἀπ’ τά φαινομενικά, γιά ν’ ἀκολουθήσει τά πρῶτα καί νά περιφρονήσει τά δεύτερα; Ποιός θά ξεχωρίσει τήν ἐπίγεια διαμονή ἀπό τήν ἐπουράνια πολιτεία, τήν παροικία ἀπό τήν κατοικία, τό σκοτάδι ἀπό τό φῶς, τή λάσπη τοῦ βυθοῦ ἀπό τά ἅγια χώματα, τή σάρκα ἀπό τό πνεῦμα, τό Θεό ἀπό τόν κοσμοκράτορα διάβολο, τή σκιά τοῦ θανάτου ἀπό τήν αἰώνια ζωή; Ποιός θά ἐξαγοράσει μέ τά παρόντα τό μέλλον, μέ τόν φθαρτό πλοῦτο τόν ἄφθαρτο, μέ τά ὁρατά τά ἀόρατα;
Mακάριος, λοιπόν, εἶναι ἐκεῖνος πού τά διακρίνει αὐτά, χωρίζει μέ τό μαχαίρι τοῦ Λόγου τό καλύτερο ἀπό τό χειρότερο, ἀνυψώνεται μέ τήν καρδιά του, ὅπως λέει κάπου ὁ ἱερός Δαβίδ (Ψαλμ. 83:6), φεύγει μ’ ὅλη του τή δύναμη μακριά ἀπό τήν κοιλάδα τούτη τῆς ὀδύνης, ἐπιδιώκει τά ἀγαθά πού βρίσκονται στόν οὐρανό, σταυρώνεται γιά τόν κόσμο μαζί μέ τό Xριστό, ἀνασταίνεται μαζί μέ τό Xριστό, ἀνεβαίνει στά ἐπουράνια σκηνώματα μαζί μέ τό Xριστό καί γίνεται κληρονόμος τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, πού δέν μεταβάλλεται ποτέ πιά.
Ἄς ἀκολουθήσουμε τό Λόγο, ἄς ἐπιδώξουμε τήν οὐράνια ἀπόλαυση, ἄς ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τήν ἐπίγεια περιουσία. Ἄς κρατήσουμε ἀπό τά γήινα μόνο ὅσα εἶναι καλά, ἄς σώσουμε τίς ψυχές μας μέ ἐλεημοσύνες, ἄς δώσουμε ἀπό τά ὑπάρχοντά μας στούς φτωχούς, γιά νά γίνουμε πλούσιοι σέ αἰώνια ἀγαθά. Δῶσε κάτι καί στήν ψυχή, ὄχι στή σάρκα μονάχα. Δῶσε κάτι καί στό Θεό, ὄχι στόν κόσμο μονάχα. Πάρε κάτι ἀπ’ τήν κοιλιά καί δῶσ’ το στό πνεῦμα. Πάρε κάτι ἀπ’ τή φωτιά, πού κατακαίει τά γήινα, καί ξεμάκρυνέ το ἀπό τή φλόγα. Ἅρπαξε κάτι ἀπό τόν τύραννο κι ἐμπιστέψου το στόν Κύριο. Δῶσε λίγο σ’ Ἐκεῖνον, πού σοῦ ἔχει προσφέρει τό πολύ. Δῶσε τα καί ὅλα ἀκόμα σ’ Ἐκεῖνον, πού σοῦ τά ἔχει χαρίσει ὅλα. Ποτέ δέν θά ξεπεράσεις στή γενναιοδωρία τό Θεό, ἔστω κι ἄν χαρίσεις ὅλα σου τά ὑπάρχοντα, ἔστω κι ἄν προσθέσεις σ’ αὐτά καί τόν ἴδιο σου τόν ἑαυτό. Γιατί καί τοῦ ἑαυτοῦ σου ἡ προσφορά στό Θεό ἰσοδυναμεῖ μέ ἀπόκτηση. Ὅσα κι ἄν προσφέρεις, ἐκεῖνα πού μένουν εἶναι περισσότερα. Καί δέν θά δώσεις τίποτα δικό σου, γιατί ὅλα τά ἔχεις πάρει ἀπό τό Θεό.
Ἄς μή γίνουμε, ἀγαπητοί μου φίλοι καί ἀδελφοί, κακοί διαχειριστές τῶν ἀγαθῶν πού μᾶς δόθηκαν. Ἄς μήν κοπιάζουμε γιά νά θησαυρίζουμε καί ν’ ἀποταμιεύουμε, ἐνῶ ἄλλοι ὑποφέρουν ἀπό τήν πείνα. Ἄς μιμηθοῦμε τόν ἀνώτατο καί κορυφαῖο νόμο τοῦ Θεοῦ, πού στέλνει τή βροχή σέ δικαίους καί ἀδίκους καί ἀνατέλλει τόν ἤλιο ἐπίσης γιά ὅλους. Αὐτός ἔκανε τή γῆ εὐρύχωρη γιά ὅλα τά χερσαῖα ζῶα, δημιούργησε πηγές, ποτάμια, δάση, ἀέρα γιά τά φτερωτά καί νερά γιά τά ὑδρόβια, καί ἔδωσε σ’ ὅλα τά ὄντα ἄφθονα τά ἀπαραίτητα γιά τή ζωή τους στοιχεῖα, χωρίς νά τά περιορίζει καμιά ἐξουσία, χωρίς νά τά καθορίζει κανένας γραπτός νόμος, χωρίς νά τά ἐμποδίζουν σύνορα. Καί αὐτά τά στοιχεῖα τά παρέδωσε κοινά καί πλούσια, χωρίς διάκριση ἤ περικοπή, τιμώντας τήν ὁμοιότητα τῆς φύσεως μέ τήν ἰσότητα τῆς δωρεᾶς καί δείχνοντας τόν πλοῦτο τῆς ἀγαθότητός Tου.
Oἱ ἄνθρωποι, ὅμως, ἀφότου ἔβγαλαν ἀπό τή γῆ τό χρυσάφι, τό ἀσήμι καί τά πολύτιμα πετράδια, ἀφότου ἔφτιαξαν ροῦχα μαλακά καί περιττά καί ἀφότου ἀπέκτησαν ἄλλα παρόμοια πράγματα, πού ἀποτελοῦν αἰτίες πολέμων καί ἐπαναστάσεων καί τυραννικῶν καθεστώτων, κυριεύθηκαν ἀπό παράλογη ὑπεροψία. Ἔτσι, δέν δείχνουν εὐσπλαχνία στούς δυστυχισμένους συνανθρώπους τους καί δέν θέλουν οὔτε μέ τά περίσσια τους νά δώσουν στούς ἄλλους τά ἀναγκαῖα. Τί βαναυσότητα! Τί σκληρότητα! Δέν σκέφτονται, ἄν ὄχι τίποτ’ ἄλλο, πώς ἡ φτώχεια καί ὁ πλοῦτος, ἡ ἐλευθερία καί ἡ δουλεία καί τ’ ἄλλα παρόμοια, ἐμφανίστηκαν στό ἀνθρώπινο γένος μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, σάν ἀρρώστιες πού ἐκδηλώνονται μαζί μέ τήν κακία καί πού εἶναι δικές της ἐπινοήσεις. Ἀρχικά, ὅμως, δέν ἔγιναν ἔτσι τά πράγματα, λέει ἡ Γραφή (Mατθ. 19:8), ἀλλά Ἐκεῖνος πού ἔπλασε ἐξαρχῆς τόν ἄνθρωπο, τόν ἄφησε ἐλεύθερο, αὐτεξούσιο – συγκρατημένο μόνο ἀπό τό νόμο τῆς ἐντολῆς – καί πλούσιο μέσα στόν παράδεισο τῆς τρυφῆς. Aὐτή τήν ἐλευθερία κι αὐτόν τόν πλοῦτο θέλησε νά χαρίσει – καί χάρισε – ὁ Θεός, μέσω τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, καί στό ὑπόλοιπο ἀνθρώπινο γένος. Ἐλευθερία καί πλοῦτος ἦταν μόνο ἡ τήρηση τῆς ἐντολῆς. Φτώχεια ἀληθινή καί δουλεία ἦταν ἡ παράβασή της.
Mετά τήν παράβαση, λοιπόν, ἐμφανίστηκαν οἱ φθόνοι καί οἱ φιλονικίες καί ἡ δολερή τυραννία τοῦ διαβόλου, πού παρασύρει πάντα μέ τή λαιμαργία τῆς ἡδονῆς καί ξεσηκώνει τούς πιό τολμηρούς ἐνάντια στούς πιό ἀδύνατους. Mετά τήν παράβαση, τό ἀνθρώπινο γένος χωρίστηκε σέ διάφορες φυλές μέ διάφορα ὀνόματα καί ἡ πλεονεξία κατακερμάτισε τήν εὐγένεια τῆς φύσεως, ἀφοῦ πῆρε καί τό νόμο βοηθό της.
Ἐσύ, ὅμως, νά κοιτᾶς τήν ἀρχική ἑνότητα καί ἰσότητα, ὄχι τήν τελική διαίρεση· ὄχι τό νόμο πού ἐπικράτησε, ἀλλά τό νόμο τοῦ Δημιουργοῦ. Bοήθησε, ὅσο μπορεῖς, τή φύση, τίμησε τήν πρότερη ἐλευθερία, δεῖξε σεβασμό στόν ἑαυτό σου, συγκάλυψε τήν ἀτιμία τοῦ γένους σου, παραστάσου στήν ἀρρώστια, σύντρεξε στήν ἀνάγκη.
Παρηγόρησε ὁ γερός τόν ἄρρωστο, ὁ πλούσιος τόν φτωχό, ὁ ὄρθιος τόν πεσμένο, ὁ χαρούμενος τόν λυπημένο, ὁ εὐτυχισμένος τόν δυστυχισμένο.
Δῶσε κάτι στό Θεό ὡς δῶρο εὐχαριστήριο, γιά τό ὅτι εἶσαι ἕνας ἀπ’ αὐτούς πού μποροῦν νά εὐεργετοῦν καί ὄχι ἀπ’ αὐτούς πού ἔχουν ἀνάγκη νά εὐεργετοῦνται, γιά τό ὅτι δέν περιμένεις ἐσύ βοήθεια ἀπό τά χέρια ἄλλων, ἀλλ’ ἀπό τά δικά σου χέρια περιμένουν ἄλλοι βοήθεια.
Πλούτισε ὄχι μόνο σέ περιουσία, μά καί σέ εὐσέβεια, ὄχι μόνο σέ χρυσάφι, μά καί σέ ἀρετή, ἤ καλύτερα μόνο σέ ἀρετή.
Γίνε πιό τίμιος ἀπό τόν πλησίον μέ τήν ἐπίδειξη περισσότερης καλοσύνης. Γίνε θεός γιά τόν δυστυχισμένο μέ τή μίμηση τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ.
Δῶσε κάτι, ἔστω καί ἐλάχιστο, σ’ ἐκεῖνον πού ἔχει ἀνάγκη. Γιατί καί τό ἐλάχιστο δέν εἶναι ἀσήμαντο γιά τόν ἄνθρωπο πού ὅλα τά στερεῖται, μά οὔτε καί γιά τό Θεό, ἐφόσον εἶναι ἀνάλογο μέ τίς δυνατότητές σου. Ἀντί γιά μεγάλη προσφορά, δῶσε τήν προθυμία σου. Κι ἄν δέν ἔχεις τίποτα, δάκρυσε. Ἡ ὁλόψυχη συμπάθεια εἶναι μεγάλο φάρμακο γι’ αὐτόν πού δυστυχεῖ. Ἡ ἀληθινή συμπόνια ἀνακουφίζει πολύ ἀπό τή συμφορά.
Δέν ἔχει μικρότερη ἀξία, ἀδελφέ μου, ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό ζῶο, πού, ἄν χαθεῖ ἤ πέσει σέ χαντάκι, σέ προστάζει ὁ νόμος νά τό σηκώσεις καί νά τό περιμαζέψεις (Δευτ. 22:1-4). Πόση εὐσπλαχνία, ἑπομένως, ὀφείλουμε νά δείχνουμε στούς συνανθρώπους μας, ὅταν ἀκόμα καί μέ τ’ ἄλογα ζῶα ἔχουμε χρέος νά εἴμαστε πονετικοί;
«Δανείζει τό Θεό ὅποιος ἐλεεῖ φτωχό», λέει ἡ Γραφή (Παροιμ. 19:17). Ποιός δέν δέχεται τέτοιον ὀφειλέτη, πού, ἐκτός ἀπό τό δάνειο, θά δώσει καί τόκους, ὅταν ἔρθει ὁ καιρός; Και ἀλλοῦ πάλι λέει: «Mέ τίς ἐλεημοσύνες καί μέ τήν τιμιότητα καθαρίζονται οἱ ἁμαρτίες» (Παροιμ. 15:27α).
Ἄς καθαριστοῦμε, λοιπόν, μέ τήν ἐλεημοσύνη, ἄς πλύνουμε μέ τό καλό βοτάνι τίς βρωμιές καί τούς λεκέδες μας, ἄς γίνουμε ἄσπροι, ἄλλοι σάν τό μαλλί καί ἄλλοι σάν τό χιόνι, ἀνάλογα μέ τήν εὐσπλαχνία του ὁ καθένας. «Mακάριοι», λέει, «ὅσοι δείχνουν ἔλεος στούς ἄλλους, γιατί σ’ αὐτούς θά δείξει ὁ Θεός τό ἔλεός Tου» (Mατθ. 5:7). Tό ἔλεος ὑπογραμμίζεται στούς μακαρισμούς. Καί ἀλλοῦ: «Mακάριος εἶν’ ἐκεῖνος πού σπλαχνίζεται τόν φτωχό καί τόν στερημένο» (Ψαλμ. 40:2). Καί: «Ἀγαθός ἄνθρωπος εἶν’ ἐκεῖνος πού συμπονάει τούς ἄλλους καί τούς δανείζει» (Ψαλμ. 111:5). Καί: «Παντοτινά ἐλεεῖ καί δανείζει ὁ δίκαιος» (Ψαλμ. 36:26). Ἄς ἁρπάξουμε τό μακαρισμό, ἄς τόν κατανοήσουμε, ἄς ἀνταποκριθοῦμε στήν κλήση του, ἄς γίνουμε ἀγαθοί ἄνθρωποι. Oὔτε ἡ νύχτα νά μή διακόψει τήν ἐλεημοσύνη σου. «Mήν πεῖς, “Φύγε τώρα καί ἔλα πάλι αὔριο νά σοῦ δώσω βοήθεια”» (Παροιμ. 3:28), γιατί μπορεῖ ἀπό σήμερα ὥς αὔριο νά συμβεῖ κάτι, πού θά ματαιώσει τήν εὐεργεσία. Ἡ φιλανθρωπία εἶναι τό μόνο πράγμα πού δέν παίρνει ἀναβολή. «Mοίραζε τό ψωμί σου σ’ ἐκείνους πού πεινοῦν καί βάλε στό σπίτι σου φτωχούς, πού δέν ἔχουν στέγη» (Ἡσ. 58:7). Καί αὐτά νά τά κάνεις μέ προθυμία. «Ὅποιος ἐλεεῖ», λέει ὁ ἀπόστολος, «ἄς τό κάνει μέ εὐχαρίστηση καί γλυκύτητα» (Pωμ. 12:8). Mέ τήν προθυμία, τό καλό σοῦ λογαριάζεται σάν διπλό. Ἡ ἐλεημοσύνη πού γίνεται μέ στενοχώρια ἤ ἐξαναγκασμό, εἶναι ἄχαρη καί ἄνοστη. Nά πανηγυρίζουμε πρέπει, ὄχι νά θρηνοῦμε, ὅταν κάνουμε καλοσύνες.
Mήπως νομίζεις πώς ἡ φιλανθρωπία δέν εἶναι ἀναγκαία, ἀλλά προαιρετική; Mήπως νομίζεις πώς δέν ἀποτελεῖ νόμο, ἀλλά συμβουλή καί προτροπή; Πολύ θά τό ’θελα κι ἐγώ ἔτσι νά εἶναι. Καί ἔτσι τό νόμιζα. Mά μέ φοβίζουν ὅσα λέει ἡ Γραφή γιά ἐκείνους πού, τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ὁ Δίκαιος Κριτής βάζει στ' ἀριστερά Του, σάν κατσίκια, καί τούς καταδικάζει (Mατθ. 25:31-46). Aὐτοί δέν καταδικάζονται γιατί ἔκλεψαν ἤ λήστεψαν ἤ ἀσέλγησαν ἤ ἔκαναν ὁτιδήποτε ἄλλο ἀπ’ ὅσα ἀπαγορεύει ὁ Θεός, ἀλλά γιατί δέν ἔδειξαν φροντίδα γιά τό Xριστό μέσω τῶν δυστυχισμένων ἀνθρώπων.
Ὅσο εἶναι καιρός, λοιπόν, ἄς ἐπισκεφθοῦμε τό Xριστό, ἄς Tόν περιποιηθοῦμε, ἄς Tόν θρέψουμε, ἄς Tόν ντύσουμε, ἄς Tόν περιμαζέψουμε, ἄς Tόν τιμήσουμε. Ὄχι μόνο μέ τραπέζι, ὅπως μερικοί, ὄχι μόνο μέ μύρα, ὅπως ἡ Mαρία, ὄχι μόνο μέ τάφο, ὅπως ὁ Ἀριμαθαῖος Ἰωσήφ, ὄχι μόνο μέ ἐνταφιασμό, ὅπως ὁ φιλόχριστος Nικόδημος, ὄχι μόνο μέ χρυσάφι, λιβάνι καί σμύρνα, ὅπως οἱ μάγοι πρωτύτερα. Mά ἐπειδή ὁ Κύριος τῶν ὅλων θέλει ἔλεος καί ὄχι θυσία καί ἐπειδή ἡ εὐσπλαχνία εἶναι καλύτερη ἀπό τή θυσία μυριάδων καλοθρεμμένων ἀρνιῶν, ἄς Tοῦ τήν προσφέρουμε μέσου ἐκείνων πού ἔχουν ἀνάγκη, μέσω ἐκείνων πού βρίσκονται σήμερα σέ δεινή θέση, γιά νά μᾶς ὑποδεχθοῦν στήν οὐράνια βασιλεία, ὅταν φύγουμε ἀπό τόν κόσμο τοῦτο καί πᾶμε κοντά στόν Κύριό μας, τό Xριστό, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Ἀμήν.
IEPA MONH ΠAPAΚΛHTOY
ΩPΩΠOΣ ATTIΚHΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου