Σύγχυση καὶ ταραχὴ καὶ χάος ἀνάμεσα στὰ ἔθνη! Ταραχὴ καὶ σάστισμα καὶ χάος καὶ στοὺς ἀνθρώπους, ἕναν – ἕναν. Ποῦ νὰ βρεθεῖ κανένας νὰ πορεύεται στὴ ζωὴ του μ’ ἕναν ὑψηλὸν σκοπό, μὲ σταθερότητα καὶ ἐλπίδα! Σπάνιο πράγμα.
Οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι ἔχουνε γίνει οἱ περισσότεροι κάποια πλάσματα ἄδεια ἀπὸ κάθε ζωντανὴ ἰδέα, ποὺ νὰ τοὺς κάνει νὰ ἀρμενίζουνε μέσα στὸ πέλαγος τῆς ζωῆς χαρούμενοι καὶ ζωηροί, σὰν τὸ καράβι ποὺ εἶναι φορτωμένο μὲ καλὸ φορτίο, καί, γεμάτο ἐλπίδα καὶ λαχτάρα, τραβᾶ κατὰ τὸ περιπόθητο λιμάνι, ἀνάμεσα σὲ ξέρες κι ἄγρια βραχόνησα.
Σήμερα βρίσκει κανένας συχνὰ μπροστά του ἀνθρώπους ποὺ εἶναι τόσο κούφιοι ἀπὸ κάθε τι, ποὺ νὰ ἀπορεῖ, γιατί δὲν πίστευε νὰ ὑπάρχει στὸν κόσμο τόση ἀνοησία, τόση στενομυαλιά, τόση στενοκάρδια καὶ μικρολογία. Σ’ αὐτὲς τὶς στεγνὲς ψυχὲς δὲν ὑπάρχει τίποτα ποὺ νὰ σὲ ζεστάνει, ἂς εἶναι καὶ τὸ παραμικρό.
Δὲν μιλῶ γιὰ ἐξαιρετικὰ αἰσθήματα, γιὰ κάποια σπάνια εὐαισθησία. Ὄχι! Μιλῶ γιὰ τὰ συνηθισμένα αἰσθήματα, ποὺ ἄλλη φορὰ βρισκόντανε σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους. Ναί, σήμερα δὲν ὑπάρχουνε. Σχεδὸν ὅλοι οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι περνᾶνε τὴ ζωὴ τους ξεπλυμένοι ἀπὸ κάθε οὐσία, δίχως κανέναν ἀληθινὸν σκοπό, δίχως ἀληθινὴ χαρὰ καὶ εὐχαρίστηση, δίχως καμμιὰ πίστη, καὶ γιὰ τοῦτο, δίχως ἐλπίδα. Εἶναι γαντζωμένοι ἀπάνω σὲ κάποια πράγματα, ποὺ θέλουνε νὰ τὰ παραστήσουνε γιὰ σπουδαῖα, ἐνῶ δὲν εἶναι τίποτα. Κι οἱ χαρές τους κι οἱ εὐτυχίες τους καὶ τὰ γλέντια τους, κι οἱ διασκεδάσεις τους, κι οἱ κουβέντες τους καὶ τὰ ἀστεῖα τους, εἶναι ὅλα ἄνοστα καὶ ψεύτικα. Γιατί λείπει τὸ ἁλάτι ποὺ τὰ ἄρτυζε ἄλλη φορά.
Καὶ τὸ ἁλάτι εἶναι ἡ πίστη πὼς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἦρθε στὸν κόσμο κατὰ τύχη, ἀλλὰ πὼς ἔχει νὰ κάνει, σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἕνα ἔργο, μικρὸ ἢ μεγάλο, καὶ πὼς δὲν ξοφλᾶ μὲ τούτη τὴ ζωή, ἀλλὰ πὼς ὑπάρχει κάποια μυστηριώδης τάξη κατὰ τὴν ὁποία ἀνοίγει μία ἄλλη πόρτα, σὰν κλείσει ἡ πόρτα τούτης τῆς ζωῆς. Ὅπου ὑπάρχει πίστη, ὑπάρχει καὶ ἐλπίδα, κι ὅσο δυνατώτερη εἶναι ἡ πίστη, ἄλλο τόσο βεβαιότερη εἶναι ἡ ἐλπίδα. Χωρὶς ἐλπίδα, δὲν γίνεται μήτε εὐτυχία, μήτε εἰρήνη μέσα στὸν ἄνθρωπο. Τ’ ἄλλα ὅλα ποὺ λένε οἱ σαστισμένοι φιλόσοφοι, εἶναι ψευτιές. Γιὰ τοῦτο, οἱ ἀπελπισμένοι χαλᾶνε τὸν κόσμο γιὰ νὰ ξεχάσουνε τὴν ἀπελπισία τους, κάνουνε μεγάλη φασαρία γιὰ τὴν καλοπέραση, γιὰ τὶς τέχνες, γιὰ τὰ ταξίδια, γιὰ τὶς ἀπολάψεις.
Ὅλα αὐτὰ εἶναι μία θλιβερὴ σκηνοθεσία, μία ἀξιοθρήνητη ἀπάτη. Γιὰ νὰ γεμίσουνε τὸ ἄδειο πιθάρι ποὺ εἶναι ὁ ἑαυτός τους, ρίχνουνε μέσα ὅ,τι μπορέσουνε, ὥστε νὰ ξεγελαστοῦνε πὼς ζοῦνε, ἀπολαβαίνουνε τὴ ζωή, ἐνῶ στ’ ἀληθινὰ εἶναι σὰν τὰ τρύπια πιθάρια τῶν Δαναΐδων, χαρτοφάναρα ποὺ φαντάζουνε ἀπ’ ἔξω πὼς εἶναι κάτι. Τέτοια εἶναι ἡ τρομερὴ δραστηριότητα τοῦ καιροῦ μας, ποὺ γεμίζει τὸν κόσμο ἀπὸ βροντὲς κι ἀστραπές, ἐνῶ, κατὰ βάθος, εἶναι ἕνας γκαζοτενεκές, ποὺ τὸν χτυπᾶνε ἐκεῖνοι ποὺ λένε πὼς ζοῦνε κι ἀπολαβαίνουνε «τὴ μεγάλη ζωή», γιὰ νὰ διώξουνε τὰ μαῦρα κοράκια τῆς ἀπελπισίας, ποὺ τριγυρίζουνε ἀπὸ πάνω τους. Τρομάζουνε ν’ ἀπομείνουνε μοναχοὶ μὲ τὸν ἑαυτό τους, μήτε κἄν λίγα λεπτά, γιατί ἀλλιῶς θὰ νοιώθανε τὴν ἀθλιότητά τους. Μὰ πῶς ὅμως μπορεῖ νὰ ζήσει ἀληθινὰ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ φοβᾶται τὸν ἑαυτό του, ποὺ κρύβεται ὁλοένα ἀπὸ τὸν ἑαυτό του;
Καὶ ὅμως, αὐτὴ εἶναι ἡ ζωὴ γιὰ τοὺς περισσότερους σημερινοὺς ἀνθρώπους. Καμμιὰ θέρμη, κανένας ἀνώτερος καὶ σίγουρος σκοπός, κανένα μεράκι, καμμιὰ ἔμορφη μανία ποὺ νά ’χει βαθύτερες ρίζες. Παγερὴ ἀδιαφορία, ὕπνος ψυχικός, ὀκνηρία πνευματική, φόβος, κρυφὴ ἀπελπισία, καὶ πολλὴ φασαρία γιὰ νὰ σκεπαστεῖ ἡ ἀμηχανία. Κι ἡ φασαρία εἶναι ἀνοησίες, κουτσομπολιό, ἀνόητες κουβέντες, χαρτάκια, ποτά, σκάνδαλα, ἐγκλήματα, κάθε μικρολογία, ποὺ τὴν παίρνουνε στὰ σοβαρά, ἐνῶ κανένα σοβαρὸ πράγμα δὲν βρίσκει θέση μέσα στὰ ζαλισμένα μυαλά τους καὶ στὶς ἀποσυντεθειμένες ψυχές τους. Ἀπὸ πνευματικό, δὲν ὑπάρχει τίποτα. Δὲν λέγω πνευματικὸ αὐτὸ ποὺ λένε πνευματικὸ οἱ φιλόσοφοι, οἱ λογοτέχνες καὶ γενικὰ ἐκεῖνοι ποὺ λέγουνται «διανοούμενοι», ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ εἶναι πνευματικὸ γιὰ τὴ χριστιανικὴ θρησκεία, δηλαδὴ ἡ πίστη στὸν αἰώνιον κόσμο ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε ὁ Χριστός. Μοναχὰ αὐτὴ ἡ πίστη δίνει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἐλπίδα, καὶ χωρὶς τὴν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς, οἱ λογῆς – λογῆς εὐδαιμονίες εἶναι λογῆς – λογῆς ψευτιές. Στὸ κουτὶ ποὺ κρατοῦσε τότε ἡ Πανδώρα, ἀπόμεινε ἡ ἐλπίδα, ἀφοῦ πετάξανε ἀπὸ μέσα ὅλα τὰ καλά, μὰ τὸ κουτὶ ποὺ βαστᾶνε οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι, καὶ ποὺ διατυμπανίζουνε πὼς ἔχει μέσα κάθε εὐτυχία, εἶναι ὁλότελα ἄδειο. Γιὰ τοῦτο ὁ θεογλωσσος Ἀπόστολος Παῦλος λέγει πὼς οἱ ἄπιστοι εἶναι «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα», οἱ ἀπελπισμένοι.
Λοιπόν, σήμερα βρισκόμαστε σὲ ἐλεεινὴ κατάσταση, κι ἂς μὴ τὸ λέμε, ζητώντας παρηγοριὰ στὴ φασαρία μιᾶς ψεύτικης ζωῆς. Ἡ ἀπιστία εἶναι θρονιασμένη μέσα στὴν καρδιά μας, καὶ γύρω της εἶναι τὰ παιδιά της, ἡ ἀπελπισία, ἡ πνευματικὴ νάρκη, ἡ ἀναισθησία, ὁ φόβος, ἡ ἀδιαφορία, ἡ ψευτοπαρηγοριά, ἡ μικρολογία, ἡ καχυποψία, τὸ συμφέρον, τὸ μίσος, ἡ ἀσπλαχνία.
Ἡ νεότητα μαραζώνει γιατί δὲν ἔχει, ἡ δυστυχισμένη, μήτε σκοπὸ στὴ ζωή της, μήτε ἐνθουσιασμὸ γιὰ κάποιες ἰδέες, μήτε ὄρεξη γιὰ τίποτα. Ἄκεφη κι ἀνόρεχτη. Εἶναι σὰν ὑπνοβάτης. Συζητᾶ ὁλοένα γιὰ ἀσήμαντα πράγματα ποὺ τοὺς δίνει μεγάλη σημασία, καὶ εἶναι νὰ κλαίγει κανένας ἀκούγοντας τὶς κουβέντες της, τὰ πειράγματά της, καὶ βλέποντας τὶς ἀνόητες σκηνοθεσίες, ποὺ μ’ αὐτὲς προσπαθεῖ νὰ δώσει κάποια σημασία στὴ ζωή. Οἱ ψυχὲς τῶν νέων εἶναι ρημαγμένες ἀπὸ τὰ ἄγρια ἔνστικτα, ποὺ τὰ ἀνεβάσανε στὴν ἐπιφάνεια ἀπὸ τὰ σκοτεινὰ τάρταρα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, κάποιοι ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου, κάποιοι πνευματικοὶ ἀνθρωποφάγοι, ποὺ ἀνάμεσά τους πρωτοστατεῖ ἕνας τρελλὸς λύκος λεγόμενος Νίτσε, μιὰ μούμια σὰν παληόγρηα λεγόμενη Βολταῖρος, κάποιος ζοχαδιακὸς Φρόϋντ, κι ἕνα πλῆθος ἀπὸ τέτοια ὄρνια καὶ κοράκια καὶ νυχτερίδες. Ὅσοι τοὺς θαυμάζανε, ἂς καμαρώσουνε σήμερα τὰ φαρμακερὰ μανιτάρια ποὺ φυτρώσανε μέσα στὶς καρδιὲς καὶ στὶς ψυχὲς τῆς γαγγραινιασμένης ἀνθρωπότητας.
Οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι ἔχουνε γίνει οἱ περισσότεροι κάποια πλάσματα ἄδεια ἀπὸ κάθε ζωντανὴ ἰδέα, ποὺ νὰ τοὺς κάνει νὰ ἀρμενίζουνε μέσα στὸ πέλαγος τῆς ζωῆς χαρούμενοι καὶ ζωηροί, σὰν τὸ καράβι ποὺ εἶναι φορτωμένο μὲ καλὸ φορτίο, καί, γεμάτο ἐλπίδα καὶ λαχτάρα, τραβᾶ κατὰ τὸ περιπόθητο λιμάνι, ἀνάμεσα σὲ ξέρες κι ἄγρια βραχόνησα.
Σήμερα βρίσκει κανένας συχνὰ μπροστά του ἀνθρώπους ποὺ εἶναι τόσο κούφιοι ἀπὸ κάθε τι, ποὺ νὰ ἀπορεῖ, γιατί δὲν πίστευε νὰ ὑπάρχει στὸν κόσμο τόση ἀνοησία, τόση στενομυαλιά, τόση στενοκάρδια καὶ μικρολογία. Σ’ αὐτὲς τὶς στεγνὲς ψυχὲς δὲν ὑπάρχει τίποτα ποὺ νὰ σὲ ζεστάνει, ἂς εἶναι καὶ τὸ παραμικρό.
Δὲν μιλῶ γιὰ ἐξαιρετικὰ αἰσθήματα, γιὰ κάποια σπάνια εὐαισθησία. Ὄχι! Μιλῶ γιὰ τὰ συνηθισμένα αἰσθήματα, ποὺ ἄλλη φορὰ βρισκόντανε σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους. Ναί, σήμερα δὲν ὑπάρχουνε. Σχεδὸν ὅλοι οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι περνᾶνε τὴ ζωὴ τους ξεπλυμένοι ἀπὸ κάθε οὐσία, δίχως κανέναν ἀληθινὸν σκοπό, δίχως ἀληθινὴ χαρὰ καὶ εὐχαρίστηση, δίχως καμμιὰ πίστη, καὶ γιὰ τοῦτο, δίχως ἐλπίδα. Εἶναι γαντζωμένοι ἀπάνω σὲ κάποια πράγματα, ποὺ θέλουνε νὰ τὰ παραστήσουνε γιὰ σπουδαῖα, ἐνῶ δὲν εἶναι τίποτα. Κι οἱ χαρές τους κι οἱ εὐτυχίες τους καὶ τὰ γλέντια τους, κι οἱ διασκεδάσεις τους, κι οἱ κουβέντες τους καὶ τὰ ἀστεῖα τους, εἶναι ὅλα ἄνοστα καὶ ψεύτικα. Γιατί λείπει τὸ ἁλάτι ποὺ τὰ ἄρτυζε ἄλλη φορά.
Καὶ τὸ ἁλάτι εἶναι ἡ πίστη πὼς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἦρθε στὸν κόσμο κατὰ τύχη, ἀλλὰ πὼς ἔχει νὰ κάνει, σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἕνα ἔργο, μικρὸ ἢ μεγάλο, καὶ πὼς δὲν ξοφλᾶ μὲ τούτη τὴ ζωή, ἀλλὰ πὼς ὑπάρχει κάποια μυστηριώδης τάξη κατὰ τὴν ὁποία ἀνοίγει μία ἄλλη πόρτα, σὰν κλείσει ἡ πόρτα τούτης τῆς ζωῆς. Ὅπου ὑπάρχει πίστη, ὑπάρχει καὶ ἐλπίδα, κι ὅσο δυνατώτερη εἶναι ἡ πίστη, ἄλλο τόσο βεβαιότερη εἶναι ἡ ἐλπίδα. Χωρὶς ἐλπίδα, δὲν γίνεται μήτε εὐτυχία, μήτε εἰρήνη μέσα στὸν ἄνθρωπο. Τ’ ἄλλα ὅλα ποὺ λένε οἱ σαστισμένοι φιλόσοφοι, εἶναι ψευτιές. Γιὰ τοῦτο, οἱ ἀπελπισμένοι χαλᾶνε τὸν κόσμο γιὰ νὰ ξεχάσουνε τὴν ἀπελπισία τους, κάνουνε μεγάλη φασαρία γιὰ τὴν καλοπέραση, γιὰ τὶς τέχνες, γιὰ τὰ ταξίδια, γιὰ τὶς ἀπολάψεις.
Ὅλα αὐτὰ εἶναι μία θλιβερὴ σκηνοθεσία, μία ἀξιοθρήνητη ἀπάτη. Γιὰ νὰ γεμίσουνε τὸ ἄδειο πιθάρι ποὺ εἶναι ὁ ἑαυτός τους, ρίχνουνε μέσα ὅ,τι μπορέσουνε, ὥστε νὰ ξεγελαστοῦνε πὼς ζοῦνε, ἀπολαβαίνουνε τὴ ζωή, ἐνῶ στ’ ἀληθινὰ εἶναι σὰν τὰ τρύπια πιθάρια τῶν Δαναΐδων, χαρτοφάναρα ποὺ φαντάζουνε ἀπ’ ἔξω πὼς εἶναι κάτι. Τέτοια εἶναι ἡ τρομερὴ δραστηριότητα τοῦ καιροῦ μας, ποὺ γεμίζει τὸν κόσμο ἀπὸ βροντὲς κι ἀστραπές, ἐνῶ, κατὰ βάθος, εἶναι ἕνας γκαζοτενεκές, ποὺ τὸν χτυπᾶνε ἐκεῖνοι ποὺ λένε πὼς ζοῦνε κι ἀπολαβαίνουνε «τὴ μεγάλη ζωή», γιὰ νὰ διώξουνε τὰ μαῦρα κοράκια τῆς ἀπελπισίας, ποὺ τριγυρίζουνε ἀπὸ πάνω τους. Τρομάζουνε ν’ ἀπομείνουνε μοναχοὶ μὲ τὸν ἑαυτό τους, μήτε κἄν λίγα λεπτά, γιατί ἀλλιῶς θὰ νοιώθανε τὴν ἀθλιότητά τους. Μὰ πῶς ὅμως μπορεῖ νὰ ζήσει ἀληθινὰ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ φοβᾶται τὸν ἑαυτό του, ποὺ κρύβεται ὁλοένα ἀπὸ τὸν ἑαυτό του;
Καὶ ὅμως, αὐτὴ εἶναι ἡ ζωὴ γιὰ τοὺς περισσότερους σημερινοὺς ἀνθρώπους. Καμμιὰ θέρμη, κανένας ἀνώτερος καὶ σίγουρος σκοπός, κανένα μεράκι, καμμιὰ ἔμορφη μανία ποὺ νά ’χει βαθύτερες ρίζες. Παγερὴ ἀδιαφορία, ὕπνος ψυχικός, ὀκνηρία πνευματική, φόβος, κρυφὴ ἀπελπισία, καὶ πολλὴ φασαρία γιὰ νὰ σκεπαστεῖ ἡ ἀμηχανία. Κι ἡ φασαρία εἶναι ἀνοησίες, κουτσομπολιό, ἀνόητες κουβέντες, χαρτάκια, ποτά, σκάνδαλα, ἐγκλήματα, κάθε μικρολογία, ποὺ τὴν παίρνουνε στὰ σοβαρά, ἐνῶ κανένα σοβαρὸ πράγμα δὲν βρίσκει θέση μέσα στὰ ζαλισμένα μυαλά τους καὶ στὶς ἀποσυντεθειμένες ψυχές τους. Ἀπὸ πνευματικό, δὲν ὑπάρχει τίποτα. Δὲν λέγω πνευματικὸ αὐτὸ ποὺ λένε πνευματικὸ οἱ φιλόσοφοι, οἱ λογοτέχνες καὶ γενικὰ ἐκεῖνοι ποὺ λέγουνται «διανοούμενοι», ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ εἶναι πνευματικὸ γιὰ τὴ χριστιανικὴ θρησκεία, δηλαδὴ ἡ πίστη στὸν αἰώνιον κόσμο ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε ὁ Χριστός. Μοναχὰ αὐτὴ ἡ πίστη δίνει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἐλπίδα, καὶ χωρὶς τὴν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς, οἱ λογῆς – λογῆς εὐδαιμονίες εἶναι λογῆς – λογῆς ψευτιές. Στὸ κουτὶ ποὺ κρατοῦσε τότε ἡ Πανδώρα, ἀπόμεινε ἡ ἐλπίδα, ἀφοῦ πετάξανε ἀπὸ μέσα ὅλα τὰ καλά, μὰ τὸ κουτὶ ποὺ βαστᾶνε οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι, καὶ ποὺ διατυμπανίζουνε πὼς ἔχει μέσα κάθε εὐτυχία, εἶναι ὁλότελα ἄδειο. Γιὰ τοῦτο ὁ θεογλωσσος Ἀπόστολος Παῦλος λέγει πὼς οἱ ἄπιστοι εἶναι «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα», οἱ ἀπελπισμένοι.
Λοιπόν, σήμερα βρισκόμαστε σὲ ἐλεεινὴ κατάσταση, κι ἂς μὴ τὸ λέμε, ζητώντας παρηγοριὰ στὴ φασαρία μιᾶς ψεύτικης ζωῆς. Ἡ ἀπιστία εἶναι θρονιασμένη μέσα στὴν καρδιά μας, καὶ γύρω της εἶναι τὰ παιδιά της, ἡ ἀπελπισία, ἡ πνευματικὴ νάρκη, ἡ ἀναισθησία, ὁ φόβος, ἡ ἀδιαφορία, ἡ ψευτοπαρηγοριά, ἡ μικρολογία, ἡ καχυποψία, τὸ συμφέρον, τὸ μίσος, ἡ ἀσπλαχνία.
Ἡ νεότητα μαραζώνει γιατί δὲν ἔχει, ἡ δυστυχισμένη, μήτε σκοπὸ στὴ ζωή της, μήτε ἐνθουσιασμὸ γιὰ κάποιες ἰδέες, μήτε ὄρεξη γιὰ τίποτα. Ἄκεφη κι ἀνόρεχτη. Εἶναι σὰν ὑπνοβάτης. Συζητᾶ ὁλοένα γιὰ ἀσήμαντα πράγματα ποὺ τοὺς δίνει μεγάλη σημασία, καὶ εἶναι νὰ κλαίγει κανένας ἀκούγοντας τὶς κουβέντες της, τὰ πειράγματά της, καὶ βλέποντας τὶς ἀνόητες σκηνοθεσίες, ποὺ μ’ αὐτὲς προσπαθεῖ νὰ δώσει κάποια σημασία στὴ ζωή. Οἱ ψυχὲς τῶν νέων εἶναι ρημαγμένες ἀπὸ τὰ ἄγρια ἔνστικτα, ποὺ τὰ ἀνεβάσανε στὴν ἐπιφάνεια ἀπὸ τὰ σκοτεινὰ τάρταρα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, κάποιοι ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου, κάποιοι πνευματικοὶ ἀνθρωποφάγοι, ποὺ ἀνάμεσά τους πρωτοστατεῖ ἕνας τρελλὸς λύκος λεγόμενος Νίτσε, μιὰ μούμια σὰν παληόγρηα λεγόμενη Βολταῖρος, κάποιος ζοχαδιακὸς Φρόϋντ, κι ἕνα πλῆθος ἀπὸ τέτοια ὄρνια καὶ κοράκια καὶ νυχτερίδες. Ὅσοι τοὺς θαυμάζανε, ἂς καμαρώσουνε σήμερα τὰ φαρμακερὰ μανιτάρια ποὺ φυτρώσανε μέσα στὶς καρδιὲς καὶ στὶς ψυχὲς τῆς γαγγραινιασμένης ἀνθρωπότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου