Διηγείται σχετικά ο π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης,
" Στις 20 Οκτωβρίου 1945, Κυριακή πρωϊ, μόλις κτύπησα την καμπάνα της Εκκλησίας, περικύκλωσε το χωριό αντάρτικος στρατός με εντολή εκκαθαρίσεων...
Άρχισαν να ρίχνουν πυρά προς εκφοβισμό. Εγώ μόλις είχα μπει στην Εκκλησία, έκανα τον σταυρό μου, παρακάλεσα τον Άγιο Νικόλαο να μας φυλάξει και σηκώθηκα να φύγω. Μου ρίχνανε με το πυροβόλο ταμπουρωμένοι σ ἔνα φυλάκιο, όμως καμμιά σφαίρα δεν με εκτύπησε. Τον Απόστολο Κατσιμπίρη που ήταν δίπλα μου τον έρριξαν κάτω. Έμεινα μόνος και ακολουθώντας ένα ρέμα με έχασαν...
Όμως, κοντά στα σύνορά των χωριών Ριζώματος - Βασιλικής με έφτασαν πάλι.
Ήσαν 10 άτομα και με τον αρχηγό 11 , τρέχοντας πάνω σε άλογα για να με πιάσουν. Έβριζαν καθώς με κυνηγούσαν, και έρριχναν με τα Στεν, χωρίς να μπορούν να με σκοτώσουν. Οι σφαίρες τρύπαγαν τα ράσα μου, τις καταλάβαινα, αλλά κυλούσαν στο χώμα χωρίς να με τραυματίζουν...
Με πλησίασαν στα 50 μέτρα γύρω - γύρω, με περικύκλωσαν φωνάζοντας,
" κερατά τράγο, που θα μας πας ; " βρίζοντας με χυδαία...
Και τότε εγώ, ευρισκόμενος εν μέσω κινδύνου ζωής και θανάτου, σταμάτησα, σήκωσα τα χέρια μου προς τον ουρανό, και από το βάθος της ψυχής μου φώναξα,
" Μιχαήλ Αρχιστράτηγε των Αγγέλων, σώσε με, κινδυνεύω !..."
Και ω του θαύματος !
Σαν αστραπή παρουσιάσθηκε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ στον αρχηγό. Είδε έναν νέο με σπαθί, όπως ομολογούσε κι ὃ ίδιος αργότερα, που κόβοντας με μια σπαθιά τα σχοινιά από την σέλα του, τον έρριξε κάτω σπάζοντας την σπονδυλική στήλη του. Οι υπόλοιποι δέκα, έμειναν ακίνητοι, κεραυνόπληκτοι !...
Οι ενορίτες του χωριού Βασιλική φύγανε από την Εκκλησία και βγαίνοντας έξω κοιτάζανε τι θα γίνει.
Ακούω μια φωνή. Ήταν του αρχηγού τους,
" Να μας συγχωρέσεις παπά μου, είπε, και να πας στο καλό. Έχεις όριο ζωής και υψηλούς προστάτες..."
Ευχαριστώ, τους απάντησα. Τους συγχώρεσα, και τους ευχήθηκα ο Θεός να τους φωτίσει, να μετανοήσουν και να γίνουν καλοί άνθρωποι. Να λέτε την αλήθεια, τους είπα, και να έχετε τον Θεό βοήθεια. Πήραν τον τραυματισμένο συντροφό τους και έφυγαν μαζεμένοι...
Μου έκαναν μεγάλη υποδοχή οι χωριανοί σαν έφτασα στην Εκκλησία.
Τους λέγω, πρώτα να προσκυνήσουμε και να ευχαριστήσουμε τον Θεό, που με έσωσε από τον μεγάλο αυτό κίνδυνο. Είμαστε ευτυχείς, που η θρησκεία μας είναι ζωντανή..."
" Στις 20 Οκτωβρίου 1945, Κυριακή πρωϊ, μόλις κτύπησα την καμπάνα της Εκκλησίας, περικύκλωσε το χωριό αντάρτικος στρατός με εντολή εκκαθαρίσεων...
Άρχισαν να ρίχνουν πυρά προς εκφοβισμό. Εγώ μόλις είχα μπει στην Εκκλησία, έκανα τον σταυρό μου, παρακάλεσα τον Άγιο Νικόλαο να μας φυλάξει και σηκώθηκα να φύγω. Μου ρίχνανε με το πυροβόλο ταμπουρωμένοι σ ἔνα φυλάκιο, όμως καμμιά σφαίρα δεν με εκτύπησε. Τον Απόστολο Κατσιμπίρη που ήταν δίπλα μου τον έρριξαν κάτω. Έμεινα μόνος και ακολουθώντας ένα ρέμα με έχασαν...
Όμως, κοντά στα σύνορά των χωριών Ριζώματος - Βασιλικής με έφτασαν πάλι.
Ήσαν 10 άτομα και με τον αρχηγό 11 , τρέχοντας πάνω σε άλογα για να με πιάσουν. Έβριζαν καθώς με κυνηγούσαν, και έρριχναν με τα Στεν, χωρίς να μπορούν να με σκοτώσουν. Οι σφαίρες τρύπαγαν τα ράσα μου, τις καταλάβαινα, αλλά κυλούσαν στο χώμα χωρίς να με τραυματίζουν...
Με πλησίασαν στα 50 μέτρα γύρω - γύρω, με περικύκλωσαν φωνάζοντας,
" κερατά τράγο, που θα μας πας ; " βρίζοντας με χυδαία...
Και τότε εγώ, ευρισκόμενος εν μέσω κινδύνου ζωής και θανάτου, σταμάτησα, σήκωσα τα χέρια μου προς τον ουρανό, και από το βάθος της ψυχής μου φώναξα,
" Μιχαήλ Αρχιστράτηγε των Αγγέλων, σώσε με, κινδυνεύω !..."
Και ω του θαύματος !
Σαν αστραπή παρουσιάσθηκε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ στον αρχηγό. Είδε έναν νέο με σπαθί, όπως ομολογούσε κι ὃ ίδιος αργότερα, που κόβοντας με μια σπαθιά τα σχοινιά από την σέλα του, τον έρριξε κάτω σπάζοντας την σπονδυλική στήλη του. Οι υπόλοιποι δέκα, έμειναν ακίνητοι, κεραυνόπληκτοι !...
Οι ενορίτες του χωριού Βασιλική φύγανε από την Εκκλησία και βγαίνοντας έξω κοιτάζανε τι θα γίνει.
Ακούω μια φωνή. Ήταν του αρχηγού τους,
" Να μας συγχωρέσεις παπά μου, είπε, και να πας στο καλό. Έχεις όριο ζωής και υψηλούς προστάτες..."
Ευχαριστώ, τους απάντησα. Τους συγχώρεσα, και τους ευχήθηκα ο Θεός να τους φωτίσει, να μετανοήσουν και να γίνουν καλοί άνθρωποι. Να λέτε την αλήθεια, τους είπα, και να έχετε τον Θεό βοήθεια. Πήραν τον τραυματισμένο συντροφό τους και έφυγαν μαζεμένοι...
Μου έκαναν μεγάλη υποδοχή οι χωριανοί σαν έφτασα στην Εκκλησία.
Τους λέγω, πρώτα να προσκυνήσουμε και να ευχαριστήσουμε τον Θεό, που με έσωσε από τον μεγάλο αυτό κίνδυνο. Είμαστε ευτυχείς, που η θρησκεία μας είναι ζωντανή..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου