π. Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης
Σήμερα θὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν μεγάλη πνευματικὴ ἀσθένεια ποὺ λέγεται ἐγωισμός.
Ὁ ἐγωισμὸς εἶναι ἕνα παράλογο πάθος ποὺ μαστίζει κυριολεκτικὰ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος· ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πάσχουμε ἀπὸ αὐτὴ τὴ μεγάλη ἀσθένεια. Τὸν ἐγωιστὴν ἄνθρωπον ὁ ἐγωισμὸς τὸν ρεζιλεύει καὶ τὸν θεατρίζει. Αὐτὸν τὸν ἐγωισμὸ καλούμεθα ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ ἀγωνιστοῦμε νὰ τὸν καταπολεμήσουμε, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπ’ αὐτόν.
Ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος εἶναι ἡ ἐμπαθὴς κατάστασις τῆς ψυχῆς καὶ στὴν κυριολεξία εἶναι ἐγωισμός.
Ὅλα τὰ πάθη, ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, ὅλες οἱ πτώσεις, ἔχουν τὴν ἀρχὴ των, τὴν ἀφετηρία των εἰς τὸν ἐγωισμόν. Μεγάλο κακό. Δὲν ἄφηνει τὸν ἄνθρωπο ἥσυχο- τὸν τυρυννεῖ νύχτα - μέρα. Ὅλοι γενικὰ οἱ ἄνθρωποι πάσχουν ἀπὸ αὐτὸ τὸ κακό, καὶ περισσότερον ἀπὸ ὅλους ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλός.Στὸν πρῶτο καιρὸ ποὺ ἤμουνα κοντὰ στὸν ἅγιο Γέροντά μου, ὅταν πρωτοπῆγα κοντὰ του ἐκεῖ σ’ ἐκεῖνον τὸν ἀπαράκλητο τόπο τῆς ἐρήμου, ἐκεῖ κοντὰ σ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, γνώρισα καὶ εἶδα στὴν πράξη τὸν ἐγωισμό μου.
Ὅταν ἤμουνα στὸν κόσμο, οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας μὲ ἐνόμιζαν ὅτι ἤμουν ἕνα ἁγιασμένο παιδί. Ἐγὼ ἀντιδροῦσα σ’ αὐτοὺς τοὺς χαρακτηρισμούς, πλὴν ὅμως σιγὰ - σιγὰ οἱ ἔπαινοι μοῦ κάνανε κακὸ καὶ τὸ κακό, αὐτὸ τὸ εἶδα στὴν πράξη, ὅταν ἔβαλα τὴν κατὰ Θεὸν ἀρχὴν νὰ θεραπευθῶ ψυχικὰ ἀπὸ ὅλα μου τὰ πάθη.
Ὅταν πρωτοπῆγα στὸ Γέροντα, ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα ἀμέσως ἄρχισε ὁ Γέροντας τὴν ἐπίβλεψή του, ἄρχισε τὴν θεραπεία του. Καὶ μὲ μεταχειριζότανε αὐστηρὰ - μὲ ἤλεγχε συνέχεια, μὲ μάλλωνε, καὶ μὲ κούραζε ἀρκετά, διότι ἤμουν ἀδύνατος ψυχικά.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι, ὅταν μοῦ ἔκανε τοὺς ἐλέγχους, δηλαδὴ ὅταν ἔβαζε τὸ φάρμακο ἐπάνω στὴν πληγή μου, ἐγὼ πονοῦσα. Ὁ ἐγωισμός μου κλωτσοῦσε μέσα μου καὶ μοῦ ἔλεγε· γιατί μόνο σὲ μένα ὁ Γέροντας ἐξασκεῖ αὐτὴ τὴν αὐστηρὴ παιδεία, γιατί νὰ μὲ μαλλώνει, γιατί καὶ γιατί... Ἐγὼ μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντός μου ἀντιδροῦσα, ἀντέλεγα, ἄνοιγα μαζί του πόλεμο. Καὶ πολλὲς φορές, μετὰ ἀπὸ ἕναν κραταιὸ ἀγώνα, πήγαινα μέσα στὸ κελλάκι μου καὶ ἔπαιρνα τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ ἔκλαιγα ἐπάνω του καὶ τοῦ ἔλεγα:
«Ἰησοῦ μου γλυκύτατε! Ἐσὺ ποὺ ἤσουν ὁ ἀναμάρτητος Θεός, ὑπέμεινες τόσα καὶ τόσα κακὰ· τόση ἀντιλογία, τόσες ὕβρεις καὶ χλευασμοὺς ἀπὸ ἕνα τόσο μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων ποὺ σὲ μισοῦσαν καὶ εἴχανε μεγάλη κακία ἀπέναντί σου. Καὶ ἐσὺ ἀνεξικάκως ὅλα αὐτὰ τὰ ὑπέμεινες γιὰ τὴν δική μου ἀγάπη καὶ σωτηρία. Καὶ ἐγὼ ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, ἕνας ἐμπαθὴς καὶ ἐλεεινὸς νὰ διαμαρτύρωμαι καὶ νὰ λέω, γιατί μοῦ βάζει ὁ Γέροντας τὸ πικρὸ φάρμακο τῆς σωτηρίας μου; Ἄξια ὧν ἔπραξα ἀπολαμβάνω. Ἑπομένως δὲν ἔχω οὔτε μία δικαιολογία ἀλλὰ μόνον πρέπει νὰ κάμνω ὑπομονὴν νὰ σηκώσω τὸν Σταυρὸν τὸν ὁποῖο μοῦ χάρισε ἡ ἀγαθότης Σου πρὸς σωτηρίαν μου».
Αὐτὰ τοῦ ἔλεγα τοῦ Χριστοῦ καὶ πράγματι δεχόμουνα μεγάλη ἀνακούφιση. Μετὰ ἀπὸ ἕνα τέτοιο κλαυθμὸν ἔνοιωθα μία γιγάντωση μέσα στὴν καρδιά μου, στὸ νὰ ὑπομείνω μέχρι τέλους, ἕως ὅτου νὰ σταυρωθῶ ψυχικὰ γιὰ νὰ δεχθῶ στὴν συνέχεια τὴν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς μου.
Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος, τήν ταπείνωση τήν ἀποκαλεῖ «Θεοΰφαντον στολήν». Τήν ταπείνωση, λέγει, φόρεσε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ καί μπόρεσε καί κατῆλθε ἐκ τῶν οὐρανῶν, καί μπόρεσε ἡ γῆ νά τόν δεχθεῖ χωρίς νά καταφλεχθεῖ.
Ἡ ταπεινοφροσύνη στολίζει τόν ἄνθρωπο. Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος ὅπου καί ἄν σταθεῖ, ὅπου καί ἄν βρεθεῖ, σκορπάει μία κατά κάποιο τρόπο μυστηριώδη χάρη καί γίνεται ἀγαπητός καί προσφιλής.
Σήμερα θὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν μεγάλη πνευματικὴ ἀσθένεια ποὺ λέγεται ἐγωισμός.
Ὁ ἐγωισμὸς εἶναι ἕνα παράλογο πάθος ποὺ μαστίζει κυριολεκτικὰ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος· ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πάσχουμε ἀπὸ αὐτὴ τὴ μεγάλη ἀσθένεια. Τὸν ἐγωιστὴν ἄνθρωπον ὁ ἐγωισμὸς τὸν ρεζιλεύει καὶ τὸν θεατρίζει. Αὐτὸν τὸν ἐγωισμὸ καλούμεθα ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ ἀγωνιστοῦμε νὰ τὸν καταπολεμήσουμε, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπ’ αὐτόν.
Ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος εἶναι ἡ ἐμπαθὴς κατάστασις τῆς ψυχῆς καὶ στὴν κυριολεξία εἶναι ἐγωισμός.
Ὅλα τὰ πάθη, ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, ὅλες οἱ πτώσεις, ἔχουν τὴν ἀρχὴ των, τὴν ἀφετηρία των εἰς τὸν ἐγωισμόν. Μεγάλο κακό. Δὲν ἄφηνει τὸν ἄνθρωπο ἥσυχο- τὸν τυρυννεῖ νύχτα - μέρα. Ὅλοι γενικὰ οἱ ἄνθρωποι πάσχουν ἀπὸ αὐτὸ τὸ κακό, καὶ περισσότερον ἀπὸ ὅλους ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλός.Στὸν πρῶτο καιρὸ ποὺ ἤμουνα κοντὰ στὸν ἅγιο Γέροντά μου, ὅταν πρωτοπῆγα κοντὰ του ἐκεῖ σ’ ἐκεῖνον τὸν ἀπαράκλητο τόπο τῆς ἐρήμου, ἐκεῖ κοντὰ σ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, γνώρισα καὶ εἶδα στὴν πράξη τὸν ἐγωισμό μου.
Ὅταν ἤμουνα στὸν κόσμο, οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας μὲ ἐνόμιζαν ὅτι ἤμουν ἕνα ἁγιασμένο παιδί. Ἐγὼ ἀντιδροῦσα σ’ αὐτοὺς τοὺς χαρακτηρισμούς, πλὴν ὅμως σιγὰ - σιγὰ οἱ ἔπαινοι μοῦ κάνανε κακὸ καὶ τὸ κακό, αὐτὸ τὸ εἶδα στὴν πράξη, ὅταν ἔβαλα τὴν κατὰ Θεὸν ἀρχὴν νὰ θεραπευθῶ ψυχικὰ ἀπὸ ὅλα μου τὰ πάθη.
Ὅταν πρωτοπῆγα στὸ Γέροντα, ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα ἀμέσως ἄρχισε ὁ Γέροντας τὴν ἐπίβλεψή του, ἄρχισε τὴν θεραπεία του. Καὶ μὲ μεταχειριζότανε αὐστηρὰ - μὲ ἤλεγχε συνέχεια, μὲ μάλλωνε, καὶ μὲ κούραζε ἀρκετά, διότι ἤμουν ἀδύνατος ψυχικά.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι, ὅταν μοῦ ἔκανε τοὺς ἐλέγχους, δηλαδὴ ὅταν ἔβαζε τὸ φάρμακο ἐπάνω στὴν πληγή μου, ἐγὼ πονοῦσα. Ὁ ἐγωισμός μου κλωτσοῦσε μέσα μου καὶ μοῦ ἔλεγε· γιατί μόνο σὲ μένα ὁ Γέροντας ἐξασκεῖ αὐτὴ τὴν αὐστηρὴ παιδεία, γιατί νὰ μὲ μαλλώνει, γιατί καὶ γιατί... Ἐγὼ μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντός μου ἀντιδροῦσα, ἀντέλεγα, ἄνοιγα μαζί του πόλεμο. Καὶ πολλὲς φορές, μετὰ ἀπὸ ἕναν κραταιὸ ἀγώνα, πήγαινα μέσα στὸ κελλάκι μου καὶ ἔπαιρνα τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ ἔκλαιγα ἐπάνω του καὶ τοῦ ἔλεγα:
«Ἰησοῦ μου γλυκύτατε! Ἐσὺ ποὺ ἤσουν ὁ ἀναμάρτητος Θεός, ὑπέμεινες τόσα καὶ τόσα κακὰ· τόση ἀντιλογία, τόσες ὕβρεις καὶ χλευασμοὺς ἀπὸ ἕνα τόσο μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων ποὺ σὲ μισοῦσαν καὶ εἴχανε μεγάλη κακία ἀπέναντί σου. Καὶ ἐσὺ ἀνεξικάκως ὅλα αὐτὰ τὰ ὑπέμεινες γιὰ τὴν δική μου ἀγάπη καὶ σωτηρία. Καὶ ἐγὼ ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, ἕνας ἐμπαθὴς καὶ ἐλεεινὸς νὰ διαμαρτύρωμαι καὶ νὰ λέω, γιατί μοῦ βάζει ὁ Γέροντας τὸ πικρὸ φάρμακο τῆς σωτηρίας μου; Ἄξια ὧν ἔπραξα ἀπολαμβάνω. Ἑπομένως δὲν ἔχω οὔτε μία δικαιολογία ἀλλὰ μόνον πρέπει νὰ κάμνω ὑπομονὴν νὰ σηκώσω τὸν Σταυρὸν τὸν ὁποῖο μοῦ χάρισε ἡ ἀγαθότης Σου πρὸς σωτηρίαν μου».
Αὐτὰ τοῦ ἔλεγα τοῦ Χριστοῦ καὶ πράγματι δεχόμουνα μεγάλη ἀνακούφιση. Μετὰ ἀπὸ ἕνα τέτοιο κλαυθμὸν ἔνοιωθα μία γιγάντωση μέσα στὴν καρδιά μου, στὸ νὰ ὑπομείνω μέχρι τέλους, ἕως ὅτου νὰ σταυρωθῶ ψυχικὰ γιὰ νὰ δεχθῶ στὴν συνέχεια τὴν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς μου.
Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος, τήν ταπείνωση τήν ἀποκαλεῖ «Θεοΰφαντον στολήν». Τήν ταπείνωση, λέγει, φόρεσε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ καί μπόρεσε καί κατῆλθε ἐκ τῶν οὐρανῶν, καί μπόρεσε ἡ γῆ νά τόν δεχθεῖ χωρίς νά καταφλεχθεῖ.
Ἡ ταπεινοφροσύνη στολίζει τόν ἄνθρωπο. Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος ὅπου καί ἄν σταθεῖ, ὅπου καί ἄν βρεθεῖ, σκορπάει μία κατά κάποιο τρόπο μυστηριώδη χάρη καί γίνεται ἀγαπητός καί προσφιλής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου