Είναι ο σταυρικός θάνατος του Χριστού που μάς έχει σώσει από τόν αιώνιο θάνατο, που μάς έχει δώσει τη δύναμη να υπερνικούμε τήν αμαρτία και ν' αρχίζουμε από τώρα πάνω στη γη μια καινούρια ζωή, τη ζωή του Θεού. Πώς να φανταστούμε όμως τη δολοφονία του Θεού από τούς ανθρώπους να φέρνει τη συμφιλίωση τών δύο μερών; Θα ήθελα να σάς το εξηγήσω αυτό με ένα παράδειγμα παρμένο από τήν ιστορία μας, τη Ρωσική ιστορία, που δείχνει τόν τρόπο με τόν όποιο η αγάπη που εκφράζεται ως θυσία τής ζωής μας έχει τη δύναμη να φέρνει τη συμφιλίωση.
Το 1192, το δωδέκατο δηλαδή αιώνα, ένας από τούς πρίγκηπές μας, ο πρίγκηπας του Μούρομ ήταν σε πόλεμο μ' ένα μικρό πριγκηπάτο το οποίο δέν είχε ακόμα ασπαστεί το Χριστιανισμό. Μ' ένα γρήγορο πόλεμο κατάφερε να περικυκλώσει τους αντιπάλους του μέσα στο κάστρο τους. Αυτό που απέμενε, αν ήθελε να κερδίσει μία εύκολη και αποφασιστική νίκη, ήταν να αποκλείσει τη μικρή πόλη και να περιμένει μέχρις ότου η πείνα και η μιζέρια τους σκοτώσουν η διαφορετικά τους υποχρεώσουν να παραδοθούν. Ο πρίγκηπας όμως ήταν Χριστιανός και δεν μπορούσε ούτε να διανοηθεί πως θα γινόταν αίτιος ενός τέτοιου βασανισμού, μιας τέτοιας κακομεταχείρισης και του θανάτου τόσων ανθρώπων τους οποίους ο Θεός είχε δημιουργήσει με αγάπη κι ελπίδα, κι έτσι τους πρόσφερε ειρήνη, ειρήνη χωρίς κανένα όρο, ειρήνη για χάρη του Θεού. Όμως εκείνοι ήταν ειδωλολάτρες, δεν πίστευαν στο Θεό των Χριστιανών. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως δεν υπήρχε κάποιο στρατήγημα, κάποιο ύπουλο παιγνίδι κρυμμένο πίσω από την εισήγηση αυτή, και αφού έκαναν μία συνεδρίαση αποφάσισαν να δεχτούν την προσφορά του πρίγκηπα με τον όρο ότι θα τους έστελνε για όμηρο στο κάστρο τους έναν από τους γιους του ώστε, αν εκείνος τους πρόδωνε, να πάρουν εκδίκηση με το να σκοτώσουν το παιδί μπροστά στα ίδια του τα μάτια.
Μπορείτε να φανταστείτε το πως ένιωσε ο πατέρας: δεν εμπιστευόταν την τιμή και το λόγο των ανδρών εκείνων κι όμως ένιωθε πως είχε καθήκον να κάνει ο,τι περνούσε από τις δυνάμεις του για να φέρει την ειρήνη και τη συμφιλίωση εν ονόματι του Χριστού, χωρίς όρους, για χατήρι της αγάπης. Ο βίος του Αγίου Μιχαήλ τοϋ Μούρομ μας λέει ότι ο πατέρας του βημάτιζε τη νύχτα πάνω και κάτω μέσα στη σκηνή του άυπνος, όλος αγωνία. Το ένα από τα παιδιά του που ήταν γύρω στα δεκατέσσερα κοιμόταν βαθειά, το μικρότερο όμως, που ήταν εννιά χρόνων, παρακολουθούσε τον πατέρα του κι ύστερα τον φώναξε και κάνοντας τη μία ερώτηση ύστερα από την άλλη τον κατάφερε με πολύ κόπο να του πει την αλήθεια.
Όταν έγινε αυτό κάθισε καλά στη θέση του και είπε στον πατέρα του: «Πατέρα μου, δεν το βλέπεις πως μπορούμε τώρα κι εμείς να κάνουμε αυτό που είχαν κάνει ο Θεός και ο Ιησούς Χριστός; Αν με στείλεις σ' εκείνη την πόλη, ακόμη κι αν με σκοτώσουν, εσύ θα έχεις μιμηθεί το Θεό κι εγώ τον Ιησού Χριστό· εσύ δε μ' έχεις μάθει πως πρέπει να μιμούμαστε όλες τις πράξεις του Ιησού του Σωτήρα μας;»
Ύστερα απ' αυτό ο πατέρας δέχτηκε την απόφαση του παιδιού. Την επόμενη μέρα με την ανατολή του ήλιου μπορούσες να δεις αυτό το εννιάχρονο αγόρι, μόνο του, όλο εμπιστοσύνη, προετοιμασμένο για να θυσιαστεί όπως και ο Χριστός, ν' αφήνει το σκοτεινό δάσος στο οποίο καθόταν ο πολιορκητής στρατός και να κατευθύνεται προς το ειδωλολατρικό φρούριο. Μεγάλη γαλήνη βασίλευε στο δάσος και οι ματιές όλων ήταν καρφωμένες στο μικρό πρίγκηπα. Οι άνθρωποι είχαν συγκινηθεί από την ομορφιά και από την απλοχωριά της καρδιάς του.
Ήταν όμως και κάποιος που δεν είχε συγκινηθεί, που είχε μίσος στην καρδιά. Πήρε το τόξο του, έρριξε ένα βέλος και το παιδί έπεσε, πληγωμένο θανάσιμα. Τη στιγμή εκείνη όλοι οι άνδρες του πρίγκηπα κι ολόκληρος ο λαός της πόλης, ξεχνώντας τον κίνδυνο, ξεχνώντας πως ήταν εχθροί έτρεξαν για να δουν αν το παιδί είχε πεθάνει η αν υπήρχε ακόμα ελπίδα. Το παιδί πέθαινε.
Όταν οι ειδωλολάτρες και οι Χριστιανοί ξαφνικά θυμήθηκαν πως ήταν σε πόλεμο είδαν τους στρατούς τους αναμιγμένους και κατάλαβαν τότε πως δεν ήταν πια εχθροί: ήταν απλώς άνθρωποι, βαθειά συγκινημένοι, με δάκρυα στα μάτια και πόνο στην καρδιά, που στεκόντουσαν με φρίκη μπροστά στην ασπλαχνία και το μίσος. Το παιδί με το θάνατό του τους είχε ενώσει, τους είχε φέρει την ειρήνη.
Κάτι παρόμοιο μπορούμε όλοι να κάνουμε, από το μικρότερο στο μεγαλύτερο. Όταν γίνονται τσακώματα και συζητήσεις, στο σχολείο η το σπίτι, δεν μπορεί το παιδί να πει στον πατέρα του, τη μητέρα, το μεγαλύτερο αδελφό: «Μην το κάνετε αυτό. Εγώ αγαπώ και τους δυό σας, κι όμως εσείς με πληγώνετε, με σκοτώνετε»; Η αγάπη φέρνει τη συμφιλίωση, την ειρήνη, την αγάπη κι είναι δυνατότερη από ο,τιδήποτε άλλο στον κόσμο. Αυτός είναι ο λόγος που στο μέσο του ταξιδιού της Μεγάλης Τεσσαρακοστής η εκκλησία μας δείχνει το Σταυρό: είναι η ελπίδα μας, η μόνη αληθινή μας ελπίδα, είναι η χαρά μας, είναι η απόδειξη πως ο Θεός μας αγαπά και πως τα πάντα είναι δυνατά με τη δύναμη του Χριστού.
Το 1192, το δωδέκατο δηλαδή αιώνα, ένας από τούς πρίγκηπές μας, ο πρίγκηπας του Μούρομ ήταν σε πόλεμο μ' ένα μικρό πριγκηπάτο το οποίο δέν είχε ακόμα ασπαστεί το Χριστιανισμό. Μ' ένα γρήγορο πόλεμο κατάφερε να περικυκλώσει τους αντιπάλους του μέσα στο κάστρο τους. Αυτό που απέμενε, αν ήθελε να κερδίσει μία εύκολη και αποφασιστική νίκη, ήταν να αποκλείσει τη μικρή πόλη και να περιμένει μέχρις ότου η πείνα και η μιζέρια τους σκοτώσουν η διαφορετικά τους υποχρεώσουν να παραδοθούν. Ο πρίγκηπας όμως ήταν Χριστιανός και δεν μπορούσε ούτε να διανοηθεί πως θα γινόταν αίτιος ενός τέτοιου βασανισμού, μιας τέτοιας κακομεταχείρισης και του θανάτου τόσων ανθρώπων τους οποίους ο Θεός είχε δημιουργήσει με αγάπη κι ελπίδα, κι έτσι τους πρόσφερε ειρήνη, ειρήνη χωρίς κανένα όρο, ειρήνη για χάρη του Θεού. Όμως εκείνοι ήταν ειδωλολάτρες, δεν πίστευαν στο Θεό των Χριστιανών. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως δεν υπήρχε κάποιο στρατήγημα, κάποιο ύπουλο παιγνίδι κρυμμένο πίσω από την εισήγηση αυτή, και αφού έκαναν μία συνεδρίαση αποφάσισαν να δεχτούν την προσφορά του πρίγκηπα με τον όρο ότι θα τους έστελνε για όμηρο στο κάστρο τους έναν από τους γιους του ώστε, αν εκείνος τους πρόδωνε, να πάρουν εκδίκηση με το να σκοτώσουν το παιδί μπροστά στα ίδια του τα μάτια.
Μπορείτε να φανταστείτε το πως ένιωσε ο πατέρας: δεν εμπιστευόταν την τιμή και το λόγο των ανδρών εκείνων κι όμως ένιωθε πως είχε καθήκον να κάνει ο,τι περνούσε από τις δυνάμεις του για να φέρει την ειρήνη και τη συμφιλίωση εν ονόματι του Χριστού, χωρίς όρους, για χατήρι της αγάπης. Ο βίος του Αγίου Μιχαήλ τοϋ Μούρομ μας λέει ότι ο πατέρας του βημάτιζε τη νύχτα πάνω και κάτω μέσα στη σκηνή του άυπνος, όλος αγωνία. Το ένα από τα παιδιά του που ήταν γύρω στα δεκατέσσερα κοιμόταν βαθειά, το μικρότερο όμως, που ήταν εννιά χρόνων, παρακολουθούσε τον πατέρα του κι ύστερα τον φώναξε και κάνοντας τη μία ερώτηση ύστερα από την άλλη τον κατάφερε με πολύ κόπο να του πει την αλήθεια.
Όταν έγινε αυτό κάθισε καλά στη θέση του και είπε στον πατέρα του: «Πατέρα μου, δεν το βλέπεις πως μπορούμε τώρα κι εμείς να κάνουμε αυτό που είχαν κάνει ο Θεός και ο Ιησούς Χριστός; Αν με στείλεις σ' εκείνη την πόλη, ακόμη κι αν με σκοτώσουν, εσύ θα έχεις μιμηθεί το Θεό κι εγώ τον Ιησού Χριστό· εσύ δε μ' έχεις μάθει πως πρέπει να μιμούμαστε όλες τις πράξεις του Ιησού του Σωτήρα μας;»
Ύστερα απ' αυτό ο πατέρας δέχτηκε την απόφαση του παιδιού. Την επόμενη μέρα με την ανατολή του ήλιου μπορούσες να δεις αυτό το εννιάχρονο αγόρι, μόνο του, όλο εμπιστοσύνη, προετοιμασμένο για να θυσιαστεί όπως και ο Χριστός, ν' αφήνει το σκοτεινό δάσος στο οποίο καθόταν ο πολιορκητής στρατός και να κατευθύνεται προς το ειδωλολατρικό φρούριο. Μεγάλη γαλήνη βασίλευε στο δάσος και οι ματιές όλων ήταν καρφωμένες στο μικρό πρίγκηπα. Οι άνθρωποι είχαν συγκινηθεί από την ομορφιά και από την απλοχωριά της καρδιάς του.
Ήταν όμως και κάποιος που δεν είχε συγκινηθεί, που είχε μίσος στην καρδιά. Πήρε το τόξο του, έρριξε ένα βέλος και το παιδί έπεσε, πληγωμένο θανάσιμα. Τη στιγμή εκείνη όλοι οι άνδρες του πρίγκηπα κι ολόκληρος ο λαός της πόλης, ξεχνώντας τον κίνδυνο, ξεχνώντας πως ήταν εχθροί έτρεξαν για να δουν αν το παιδί είχε πεθάνει η αν υπήρχε ακόμα ελπίδα. Το παιδί πέθαινε.
Όταν οι ειδωλολάτρες και οι Χριστιανοί ξαφνικά θυμήθηκαν πως ήταν σε πόλεμο είδαν τους στρατούς τους αναμιγμένους και κατάλαβαν τότε πως δεν ήταν πια εχθροί: ήταν απλώς άνθρωποι, βαθειά συγκινημένοι, με δάκρυα στα μάτια και πόνο στην καρδιά, που στεκόντουσαν με φρίκη μπροστά στην ασπλαχνία και το μίσος. Το παιδί με το θάνατό του τους είχε ενώσει, τους είχε φέρει την ειρήνη.
Κάτι παρόμοιο μπορούμε όλοι να κάνουμε, από το μικρότερο στο μεγαλύτερο. Όταν γίνονται τσακώματα και συζητήσεις, στο σχολείο η το σπίτι, δεν μπορεί το παιδί να πει στον πατέρα του, τη μητέρα, το μεγαλύτερο αδελφό: «Μην το κάνετε αυτό. Εγώ αγαπώ και τους δυό σας, κι όμως εσείς με πληγώνετε, με σκοτώνετε»; Η αγάπη φέρνει τη συμφιλίωση, την ειρήνη, την αγάπη κι είναι δυνατότερη από ο,τιδήποτε άλλο στον κόσμο. Αυτός είναι ο λόγος που στο μέσο του ταξιδιού της Μεγάλης Τεσσαρακοστής η εκκλησία μας δείχνει το Σταυρό: είναι η ελπίδα μας, η μόνη αληθινή μας ελπίδα, είναι η χαρά μας, είναι η απόδειξη πως ο Θεός μας αγαπά και πως τα πάντα είναι δυνατά με τη δύναμη του Χριστού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου