Ἡ ἱστορία ποὺ ἀκολουθεῖ πρόκειται γιὰ ἕνα ἀληθινὸ περιστατικὸ ποὺ συνέβη στὸν γνωστὸ συγγραφέα καὶ ἁγιογράφο, Φώτη Κόντογλου…
“Ένα βράδυ, τὴν Δευτέρα τοῦ Πάσχα, τὸ 1964… , περασμένα μεσάνυχτα, λίγο πρὶν κοιμηθῶ,
βγῆκα στὸ μικρὸ περιβολάκι ποὺ ἔχουμε πίσω ἀπὸ τὸ σπίτι μας, καὶ στάθηκα γιὰ λίγο, κοιτάζοντας τὸν σκοτεινὸ οὐρανὸ μὲ τὰ ἄστρα. Ένας ἁγιασμένος γέροντας, μοῦ εἶχε πεῖ μιὰ φορά, πὼς γύρω ἀπὸ αὐτὲς τὶς ὧρες ἀνοίγουν τα οὐράνια…
Θὰ στεκόμουνα ἐκεῖ πέρα μονάχος ὡς τὸ ξημέρωμα. Σὰν νὰ μὴν εἶχα σῶμα, μήτε κανένα δεσμὸ μὲ τὴ γῆ. Ἀλλὰ συλλογίστηκα μήπως ξυπνήσει κανένας μέσα στὸ σπίτι καὶ ἀνησυχήσουνε ποὺ ἔλειπα, καὶ γι’ αὐτὸ μπῆκα μέσα καὶ ξάπλωσα.
Δὲ μὲ εἶχε θολώσει καλὰ – καλὰ ὁ ὕπνος, δὲν ξέρω ἂν ἤμουνα ξυπνητὸς ἢ κοιμισμένος, καὶ βλέπω μπροστά μου ἕναν ἄνθρωπο μὲ ἀλλόκοτη ὄψη. Ἤτανε κατακίτρινος, σὰν πεθαμένος, μὰ τὰ μάτια τοῦ ἤτανε ἀνοιχτὰ καὶ μὲ ἔβλεπε τρομαγμένος. Τὸ πρόσωπο τοῦ ἤτανε σὰν μάσκα, σὰν μούμια, μὲ τὸ πετσί του σὰν γυαλιστερό, μαυροκίτρινο, καὶ κολλημένο στὸ νεκροκέφαλο μὲ ὅλα τα βαθουλώματα. Κοντανάσαινε σὰν λαχανιασμένος.
Στὸ ἕνα χέρι τοῦ βαστοῦσε κάποιο παράξενο πράγμα, ποὺ δὲν κατάλαβα τί ἤτανε, καὶ μὲ τ’ ἄλλο ἕσφιγγε τὸ στῆθος του, λὲς καὶ πονοῦσε. Ἐκεῖνο τὸ πλάσμα μ’ ἔκανε ν’ ἀνατριχιάσω. Τὸ κοίταζα, καὶ μὲ κοίταζε, δίχως νὰ μιλήσει, σὰν νὰ περίμενε νὰ τὸ γνωρίσω. Καὶ στ’ ἀλήθεια, μ’ ὅλο ποὺ ἤτανε τόσο ἀλλόκοτο, σὰν νὰ μοῦ εἶπε μιὰ φωνὴ στὸ μυαλό μου:
–Είναι ὁ τάδε … Μόλις ἄκουσα τὴ φωνή, τὸν γνώρισα ποιὸς ἤτανε. Τότε κι ἐκεῖνος ἄνοιξε τὸ στόμα του κι ἀναστέναξε. Μὰ ἡ φωνή του σὰν νὰ ἐρχότανε ἀπὸ πολὺ μακριά, σὰ νὰ ‘βγαῖνε ἀπὸ κανένα βαθὺ πηγάδι. Ἔβλεπα πὼς βρισκότανε σὲ μιὰ μεγάλη ἀγωνία. Τὰ χέρια του, τὰ πόδια του, τὰ μάτια του, ὅλα φανερώνανε πὼς βασανιζότανε. Ἀπάνω στὴν ἀπελπισία μου, πῆγα κοντά του νὰ τὸν βοηθήσω, μὰ ἐκεῖνος μου ἔκανε νόημα μὲ τὸ χέρι του νὰ σταματήσω, νὰ μὴ πλησιάσω… ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ…
Ἄρχισε νὰ βογκάει, μὲ τέτοιον τρόπο, ποὺ πάγωσα. Ἔπειτά μου λέγει:
« Δὲν ἦρθα, ἀλλὰ μὲ ” στείλανε…” Ἐδῶ, ὁλοένα τρέμω! Βρίσκομαι σὲ μεγάλη ζάλη. Παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ μὲ λυπηθεῖ. Θέλω νὰ πεθάνω, μὰ δὲν μπορῶ. Ἄχ! Ὅσα ἔλεγες Φώτη, βγῆκαν ἀληθινά. Θυμᾶσαι, λίγες μέρες πρὶν πεθάνω, ποὺ ἦρθες στὸ σπίτι μου καὶ μιλοῦσες γιὰ θρησκευτικά; Ἤτανε καὶ δύο ἄλλοι φίλοι μου, ἄπιστοι κι αὐτοὶ σὰν κι ἐμένα. Ἐκεῖ ποὺ μιλοῦσες, ἐκεῖνοι χαμογελούσανε… Σὰν ἔφυγές μου εἴπανε: Κρίμα, νὰ ἔχει τέτοιο μυαλὸ ὃ Φώτης, καὶ νὰ πιστεύει στὶς ἀνοησίες ποὺ πιστεύουνε οἱ γριές! Μιὰ ἄλλη μέρα, σοὺ εἶχα πεῖ, ὅπως καὶ πολλὲς ἄλλες φορές: «Βρὲ Φώτη, μάζευε λεφτά, θὰ πεθάνεις στὴν ψάθα. Βλέπεις ἐγώ, πόσα λεφτὰ ἔχω, καὶ πάλι θέλω κι ἄλλα». Τότε μου εἶπες: « Ἔχεις κάνει συμβόλαιο μὲ τὸν Χάρο πὼς θὰ ζήσεις τόσα χρόνια ποὺ θέλεις, γιὰ νὰ καλοπεράσεις στὰ γηρατειά σου; » Σοῦ λέγω ἐγώ: « Θὰ δεῖς πόσο χρονῶν θὰ πάγω! Τώρα εἶμαι 75. Θὰ περάσω τὰ ἑκατό. Έχω ἐξασφαλίσει τὰ παιδιά μου, ὁ γιὸς μου βγάζει λεφτὰ πολλά, τὴν κόρη μου τὴν πάντρεψα μ’ ἕναν πλούσιο ἀπὸ τὴν Ἀβησσυνία, ἐγὼ κι ἡ γυναίκα μου ἔχουμε καὶ παραέχουμε… Ὄχι σὰν κι ἐσένα, ποὺ ἀκοῦς αὐτὰ ποὺ λένε οἱ παπάδες… ” Χριστιανὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἠμῶν “. Τί θὰ βγάλεις ἀπὸ τὰ ” Χριστιανα τέλη”; Λεφτά, παρά, νὰ ἔχεις στὴν τσέπη σου, καὶ μὴ σὲ μέλει. Ἐγὼ νὰ δώσω ἐλεημοσύνη; Καὶ γιατί ἔκανε φτωχοὺς ὁ πολυεύσπλαχνος Θεός σας; Για νὰ τοὺς τρέφω ἐγώ; Αμ βάζουνε ἐσὰς καὶ ταΐζετε τοὺς τεμπέληδες, γιὰ νὰ πᾶτε στὸν Παράδεισο… Χὰ ! Χὰ ! Ἐγὼ ξέρεις πὼς εἶμαι γιὸς παπά, καὶ τὰ γνωρίζω καλὰ αὐτὰ τὰ κόλπα. Μὰ νὰ τὰ πιστεύουνε αὐτὰ οἱ μικρόμυαλοι. Όχι ὅμως κι ἐσὺ Φώτη μου, ποὺ ἔχεις τέτοια σπουδή, καὶ νὰ πᾶς χαμένος. Εσύ, ὅπως πᾶς, θὰ πεθάνεις πρὶν ἀπὸ μένα, θὰ πάρεις στὸν λαιμό σου καὶ τὴν οἰκογένειά σου. Μὰ ἐγώ, σοῦ λέγω καὶ σοῦ ὑπογράφω, σὰν γιατρὸς ποὺ εἶμαι, πὼς θὰ ζήσω ἑκατὸν δέκα χρόνια!…».
Λέγοντας αὐτά, στριφογύριζε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ, σὰν νὰ ψηνότανε σὲ καμιὰ σχάρα, βγάζοντας κάτι μουγκρίσματα ἀπὸ τὸ στόμα του: « Ἄχ! Ἄχ! Ὤχ! …”
Ἡσύχασε γιὰ λίγο καὶ ξαναεῖπε:
« Αὐτὰ ἔλεγα, μὰ σὲ λίγες μέρες πέθανα! Πέθανα, κι ἔχασα τὸ στοίχημα! Τί ταραχή! Τί τρομάρα τράβηξα! Σαστισμένος, μιὰ βουλίαζα καὶ μιὰ ἀνέβαινα ἀπάνω καὶ φώναζα: Ἔλεος! Ἔλεος ! Μὰ κανένας δὲ μ’ ἄκουγε. Ἕνα ρεῦμα μὲ κλωθογύριζε σὰν νὰ ἤμουνα κανένα ψόφιο ποντίκι. Τι τράβηξα ὡς τὰ τώρα, καὶ τί τραβῶ. Τί ἀγωνία εἶναι αὐτή! Ὅλα ὅσα ἔλεγες βγῆκαν ἀληθινά. Τὸ κέρδισες τὸ στοίχημα! Ἐγώ, τότε, ποὺ βρισκόμουνα στὸν κόσμο ποὺ ζεῖς, ἤμουνα ὁ ἔξυπνος. Ἤμουνα γιατρός, κι εἶχα μάθει νὰ μιλῶ καὶ νὰ μ’ ἀκοῦνε ὅλοι, νὰ κοροϊδεύω τὴν θρησκεία, νὰ συζητῶ γιὰ χειροπιαστὰ πράγματα… ΕΚΕΙ ΕΣΤΙ, Ο ΒΡΥΓΜΟΣ ΤΩΝ ΟΔΟΝΤΩΝ… ( Ματθ. ἲγ΄ 42 ) Τώρα ὅμως βλέπω πὼς χειροπιαστὰ εἶναι ἐκεῖνα ποὺ τὰ ἔλεγα τότε παραμύθια καὶ χαρτοφάναρα. Χειροπιαστὴ εἶναι ἡ ἀγωνία ποὺ βρίσκομαι. Ἄχ! Τοῦτος θὰ εἶναι ὁ σκώληξ ὁ ἀκοίμητος, τοῦτος θὰ εἶναι ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων…»
Ἀπάνω σ’ αὐτά, χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια μου, κι ἄκουγα μονάχα τὰ βογγητά του, ποὺ κι ἐκεῖνα σβήσανε σιγὰ – σιγά. Μὲ πῆρε λίγο ὁ ὕπνος, μὰ σὲ μιὰ στιγμή, κατάλαβα νὰ μὲ σπρώχνει ἕνα παγωμένο χέρι. Ἄνοιξά τα μάτια μου, καὶ τὸν βλέπω πάλι μπροστά μου. Τούτη τὴν φορὰ ἤτανε ἀκόμα πιὸ φριχτὸς καὶ πιὸ μικρόσωμος. Εἶχε γίνει ἴσαμε ἕνα μικρὸ παιδάκι, μ’ ἕνα μεγάλο γέρικο κεφάλι, ποὺ τὸ κουνοῦσε πέρα δώθε. Ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ μοῦ εἶπε:
«Σὲ λίγη ὥρα θὰ ξημερώσει καὶ θὰ ‘ρθουνε νὰ μὲ πάρουνε, ἐκεῖνοι ποὺ μὲ στείλανε…» Τοῦ λέγω: « Ποιοὶ σὲ στείλανε»;
Εἶπε κάτι μπερδεμένα λόγια δίχως νὰ καταλάβω τίποτα. Ὕστερά μου λέγει: « Ἐκεῖ ποὺ βρίσκομαι, εἶναι κι ἄλλοι πολλοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποῦ σὲ περιπαίζανε γιὰ τὴν πίστη σου, καὶ τώρα καταλάβανε πὼς οἱ ἐξυπνάδες δὲν περνοῦνε παραπέρα ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο. Είναι καὶ κάποιοι ἄλλοι πού τους ἔκανες καλό, κι αὐτοί σε κακολογούσανε. Κι ὅσο τοὺς συγχωροῦσες, τόσο αὐτοὶ γίνονταν χειρότεροι. Γιατί ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἀντὶ νὰ τὸν κάνει ἡ καλοσύνη νὰ χαίρεται, αὐτὸς πικραίνεται, ἐπειδὴ τὸν κάνει νὰ νιώθει τὸν ἐαυτὸν τοῦ νικημένο. Τοῦτοι ἐδῶ, βρίσκονται σὲ χειρότερη κατάσταση ἀπὸ μένα, καὶ δὲν μποροῦνε νὰ βγοῦνε ἀπὸ τὴν σκοτεινὴ φυλακή τους γιὰ νὰ ἔρθουνε νὰ σὲ βροῦνε, ὅπως ἔκανα ἐγώ. Βασανίζονται πολὺ σκληρά, γιατί δέρνονται μὲ τὴν μάστιγα τῆς ἀγάπης, ὅπως ἔλεγε ἕνας ἅγιος… »Πόσο ἀλλιώτικος εἶναι ὁ κόσμος ἀπὸ ὅτι τὸν βλέπαμε! Ἀνάποδος ἀπὸ τὴν ἔξυπνη ἀντίληψή μας. Τώρα καταλάβαμε πὼς ἡ ἐξυπνάδα μᾶς ἤτανε βλακεία, οἱ κουβέντες μᾶς πονηρὲς μικρολογίες, κι οἱ χαρὲς μᾶς ψευτιὰ καὶ ἀπάτη. » Ἐσεῖς ποὺ ἔχετε στὴν καρδιὰ σᾶς τὸν Χριστό, καὶ ποὺ γιὰ σᾶς ὁ λόγος Τοῦ εἶναι ἀλήθεια, ἡ μοναχὴ ἀλήθεια, ἐσεῖς κερδίσατε τὸ Μεγάλο Στοίχημα, ποὺ μπαίνει ἀνάμεσα στοὺς πιστοὺς καὶ στοὺς ἄπιστους, αὐτὸ τὸ στοίχημα ποὺ τὸ ἔχασα ἐγὼ ὁ ἐλεεινός, καὶ χάθηκα, καὶ τρέμω κι ἀναστενάζω, καὶ δὲν βρίσκω ἡσυχία.
“Ένα βράδυ, τὴν Δευτέρα τοῦ Πάσχα, τὸ 1964… , περασμένα μεσάνυχτα, λίγο πρὶν κοιμηθῶ,
βγῆκα στὸ μικρὸ περιβολάκι ποὺ ἔχουμε πίσω ἀπὸ τὸ σπίτι μας, καὶ στάθηκα γιὰ λίγο, κοιτάζοντας τὸν σκοτεινὸ οὐρανὸ μὲ τὰ ἄστρα. Ένας ἁγιασμένος γέροντας, μοῦ εἶχε πεῖ μιὰ φορά, πὼς γύρω ἀπὸ αὐτὲς τὶς ὧρες ἀνοίγουν τα οὐράνια…
Θὰ στεκόμουνα ἐκεῖ πέρα μονάχος ὡς τὸ ξημέρωμα. Σὰν νὰ μὴν εἶχα σῶμα, μήτε κανένα δεσμὸ μὲ τὴ γῆ. Ἀλλὰ συλλογίστηκα μήπως ξυπνήσει κανένας μέσα στὸ σπίτι καὶ ἀνησυχήσουνε ποὺ ἔλειπα, καὶ γι’ αὐτὸ μπῆκα μέσα καὶ ξάπλωσα.
Δὲ μὲ εἶχε θολώσει καλὰ – καλὰ ὁ ὕπνος, δὲν ξέρω ἂν ἤμουνα ξυπνητὸς ἢ κοιμισμένος, καὶ βλέπω μπροστά μου ἕναν ἄνθρωπο μὲ ἀλλόκοτη ὄψη. Ἤτανε κατακίτρινος, σὰν πεθαμένος, μὰ τὰ μάτια τοῦ ἤτανε ἀνοιχτὰ καὶ μὲ ἔβλεπε τρομαγμένος. Τὸ πρόσωπο τοῦ ἤτανε σὰν μάσκα, σὰν μούμια, μὲ τὸ πετσί του σὰν γυαλιστερό, μαυροκίτρινο, καὶ κολλημένο στὸ νεκροκέφαλο μὲ ὅλα τα βαθουλώματα. Κοντανάσαινε σὰν λαχανιασμένος.
Στὸ ἕνα χέρι τοῦ βαστοῦσε κάποιο παράξενο πράγμα, ποὺ δὲν κατάλαβα τί ἤτανε, καὶ μὲ τ’ ἄλλο ἕσφιγγε τὸ στῆθος του, λὲς καὶ πονοῦσε. Ἐκεῖνο τὸ πλάσμα μ’ ἔκανε ν’ ἀνατριχιάσω. Τὸ κοίταζα, καὶ μὲ κοίταζε, δίχως νὰ μιλήσει, σὰν νὰ περίμενε νὰ τὸ γνωρίσω. Καὶ στ’ ἀλήθεια, μ’ ὅλο ποὺ ἤτανε τόσο ἀλλόκοτο, σὰν νὰ μοῦ εἶπε μιὰ φωνὴ στὸ μυαλό μου:
–Είναι ὁ τάδε … Μόλις ἄκουσα τὴ φωνή, τὸν γνώρισα ποιὸς ἤτανε. Τότε κι ἐκεῖνος ἄνοιξε τὸ στόμα του κι ἀναστέναξε. Μὰ ἡ φωνή του σὰν νὰ ἐρχότανε ἀπὸ πολὺ μακριά, σὰ νὰ ‘βγαῖνε ἀπὸ κανένα βαθὺ πηγάδι. Ἔβλεπα πὼς βρισκότανε σὲ μιὰ μεγάλη ἀγωνία. Τὰ χέρια του, τὰ πόδια του, τὰ μάτια του, ὅλα φανερώνανε πὼς βασανιζότανε. Ἀπάνω στὴν ἀπελπισία μου, πῆγα κοντά του νὰ τὸν βοηθήσω, μὰ ἐκεῖνος μου ἔκανε νόημα μὲ τὸ χέρι του νὰ σταματήσω, νὰ μὴ πλησιάσω… ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ…
Ἄρχισε νὰ βογκάει, μὲ τέτοιον τρόπο, ποὺ πάγωσα. Ἔπειτά μου λέγει:
« Δὲν ἦρθα, ἀλλὰ μὲ ” στείλανε…” Ἐδῶ, ὁλοένα τρέμω! Βρίσκομαι σὲ μεγάλη ζάλη. Παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ μὲ λυπηθεῖ. Θέλω νὰ πεθάνω, μὰ δὲν μπορῶ. Ἄχ! Ὅσα ἔλεγες Φώτη, βγῆκαν ἀληθινά. Θυμᾶσαι, λίγες μέρες πρὶν πεθάνω, ποὺ ἦρθες στὸ σπίτι μου καὶ μιλοῦσες γιὰ θρησκευτικά; Ἤτανε καὶ δύο ἄλλοι φίλοι μου, ἄπιστοι κι αὐτοὶ σὰν κι ἐμένα. Ἐκεῖ ποὺ μιλοῦσες, ἐκεῖνοι χαμογελούσανε… Σὰν ἔφυγές μου εἴπανε: Κρίμα, νὰ ἔχει τέτοιο μυαλὸ ὃ Φώτης, καὶ νὰ πιστεύει στὶς ἀνοησίες ποὺ πιστεύουνε οἱ γριές! Μιὰ ἄλλη μέρα, σοὺ εἶχα πεῖ, ὅπως καὶ πολλὲς ἄλλες φορές: «Βρὲ Φώτη, μάζευε λεφτά, θὰ πεθάνεις στὴν ψάθα. Βλέπεις ἐγώ, πόσα λεφτὰ ἔχω, καὶ πάλι θέλω κι ἄλλα». Τότε μου εἶπες: « Ἔχεις κάνει συμβόλαιο μὲ τὸν Χάρο πὼς θὰ ζήσεις τόσα χρόνια ποὺ θέλεις, γιὰ νὰ καλοπεράσεις στὰ γηρατειά σου; » Σοῦ λέγω ἐγώ: « Θὰ δεῖς πόσο χρονῶν θὰ πάγω! Τώρα εἶμαι 75. Θὰ περάσω τὰ ἑκατό. Έχω ἐξασφαλίσει τὰ παιδιά μου, ὁ γιὸς μου βγάζει λεφτὰ πολλά, τὴν κόρη μου τὴν πάντρεψα μ’ ἕναν πλούσιο ἀπὸ τὴν Ἀβησσυνία, ἐγὼ κι ἡ γυναίκα μου ἔχουμε καὶ παραέχουμε… Ὄχι σὰν κι ἐσένα, ποὺ ἀκοῦς αὐτὰ ποὺ λένε οἱ παπάδες… ” Χριστιανὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἠμῶν “. Τί θὰ βγάλεις ἀπὸ τὰ ” Χριστιανα τέλη”; Λεφτά, παρά, νὰ ἔχεις στὴν τσέπη σου, καὶ μὴ σὲ μέλει. Ἐγὼ νὰ δώσω ἐλεημοσύνη; Καὶ γιατί ἔκανε φτωχοὺς ὁ πολυεύσπλαχνος Θεός σας; Για νὰ τοὺς τρέφω ἐγώ; Αμ βάζουνε ἐσὰς καὶ ταΐζετε τοὺς τεμπέληδες, γιὰ νὰ πᾶτε στὸν Παράδεισο… Χὰ ! Χὰ ! Ἐγὼ ξέρεις πὼς εἶμαι γιὸς παπά, καὶ τὰ γνωρίζω καλὰ αὐτὰ τὰ κόλπα. Μὰ νὰ τὰ πιστεύουνε αὐτὰ οἱ μικρόμυαλοι. Όχι ὅμως κι ἐσὺ Φώτη μου, ποὺ ἔχεις τέτοια σπουδή, καὶ νὰ πᾶς χαμένος. Εσύ, ὅπως πᾶς, θὰ πεθάνεις πρὶν ἀπὸ μένα, θὰ πάρεις στὸν λαιμό σου καὶ τὴν οἰκογένειά σου. Μὰ ἐγώ, σοῦ λέγω καὶ σοῦ ὑπογράφω, σὰν γιατρὸς ποὺ εἶμαι, πὼς θὰ ζήσω ἑκατὸν δέκα χρόνια!…».
Λέγοντας αὐτά, στριφογύριζε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ, σὰν νὰ ψηνότανε σὲ καμιὰ σχάρα, βγάζοντας κάτι μουγκρίσματα ἀπὸ τὸ στόμα του: « Ἄχ! Ἄχ! Ὤχ! …”
Ἡσύχασε γιὰ λίγο καὶ ξαναεῖπε:
« Αὐτὰ ἔλεγα, μὰ σὲ λίγες μέρες πέθανα! Πέθανα, κι ἔχασα τὸ στοίχημα! Τί ταραχή! Τί τρομάρα τράβηξα! Σαστισμένος, μιὰ βουλίαζα καὶ μιὰ ἀνέβαινα ἀπάνω καὶ φώναζα: Ἔλεος! Ἔλεος ! Μὰ κανένας δὲ μ’ ἄκουγε. Ἕνα ρεῦμα μὲ κλωθογύριζε σὰν νὰ ἤμουνα κανένα ψόφιο ποντίκι. Τι τράβηξα ὡς τὰ τώρα, καὶ τί τραβῶ. Τί ἀγωνία εἶναι αὐτή! Ὅλα ὅσα ἔλεγες βγῆκαν ἀληθινά. Τὸ κέρδισες τὸ στοίχημα! Ἐγώ, τότε, ποὺ βρισκόμουνα στὸν κόσμο ποὺ ζεῖς, ἤμουνα ὁ ἔξυπνος. Ἤμουνα γιατρός, κι εἶχα μάθει νὰ μιλῶ καὶ νὰ μ’ ἀκοῦνε ὅλοι, νὰ κοροϊδεύω τὴν θρησκεία, νὰ συζητῶ γιὰ χειροπιαστὰ πράγματα… ΕΚΕΙ ΕΣΤΙ, Ο ΒΡΥΓΜΟΣ ΤΩΝ ΟΔΟΝΤΩΝ… ( Ματθ. ἲγ΄ 42 ) Τώρα ὅμως βλέπω πὼς χειροπιαστὰ εἶναι ἐκεῖνα ποὺ τὰ ἔλεγα τότε παραμύθια καὶ χαρτοφάναρα. Χειροπιαστὴ εἶναι ἡ ἀγωνία ποὺ βρίσκομαι. Ἄχ! Τοῦτος θὰ εἶναι ὁ σκώληξ ὁ ἀκοίμητος, τοῦτος θὰ εἶναι ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων…»
Ἀπάνω σ’ αὐτά, χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια μου, κι ἄκουγα μονάχα τὰ βογγητά του, ποὺ κι ἐκεῖνα σβήσανε σιγὰ – σιγά. Μὲ πῆρε λίγο ὁ ὕπνος, μὰ σὲ μιὰ στιγμή, κατάλαβα νὰ μὲ σπρώχνει ἕνα παγωμένο χέρι. Ἄνοιξά τα μάτια μου, καὶ τὸν βλέπω πάλι μπροστά μου. Τούτη τὴν φορὰ ἤτανε ἀκόμα πιὸ φριχτὸς καὶ πιὸ μικρόσωμος. Εἶχε γίνει ἴσαμε ἕνα μικρὸ παιδάκι, μ’ ἕνα μεγάλο γέρικο κεφάλι, ποὺ τὸ κουνοῦσε πέρα δώθε. Ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ μοῦ εἶπε:
«Σὲ λίγη ὥρα θὰ ξημερώσει καὶ θὰ ‘ρθουνε νὰ μὲ πάρουνε, ἐκεῖνοι ποὺ μὲ στείλανε…» Τοῦ λέγω: « Ποιοὶ σὲ στείλανε»;
Εἶπε κάτι μπερδεμένα λόγια δίχως νὰ καταλάβω τίποτα. Ὕστερά μου λέγει: « Ἐκεῖ ποὺ βρίσκομαι, εἶναι κι ἄλλοι πολλοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποῦ σὲ περιπαίζανε γιὰ τὴν πίστη σου, καὶ τώρα καταλάβανε πὼς οἱ ἐξυπνάδες δὲν περνοῦνε παραπέρα ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο. Είναι καὶ κάποιοι ἄλλοι πού τους ἔκανες καλό, κι αὐτοί σε κακολογούσανε. Κι ὅσο τοὺς συγχωροῦσες, τόσο αὐτοὶ γίνονταν χειρότεροι. Γιατί ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἀντὶ νὰ τὸν κάνει ἡ καλοσύνη νὰ χαίρεται, αὐτὸς πικραίνεται, ἐπειδὴ τὸν κάνει νὰ νιώθει τὸν ἐαυτὸν τοῦ νικημένο. Τοῦτοι ἐδῶ, βρίσκονται σὲ χειρότερη κατάσταση ἀπὸ μένα, καὶ δὲν μποροῦνε νὰ βγοῦνε ἀπὸ τὴν σκοτεινὴ φυλακή τους γιὰ νὰ ἔρθουνε νὰ σὲ βροῦνε, ὅπως ἔκανα ἐγώ. Βασανίζονται πολὺ σκληρά, γιατί δέρνονται μὲ τὴν μάστιγα τῆς ἀγάπης, ὅπως ἔλεγε ἕνας ἅγιος… »Πόσο ἀλλιώτικος εἶναι ὁ κόσμος ἀπὸ ὅτι τὸν βλέπαμε! Ἀνάποδος ἀπὸ τὴν ἔξυπνη ἀντίληψή μας. Τώρα καταλάβαμε πὼς ἡ ἐξυπνάδα μᾶς ἤτανε βλακεία, οἱ κουβέντες μᾶς πονηρὲς μικρολογίες, κι οἱ χαρὲς μᾶς ψευτιὰ καὶ ἀπάτη. » Ἐσεῖς ποὺ ἔχετε στὴν καρδιὰ σᾶς τὸν Χριστό, καὶ ποὺ γιὰ σᾶς ὁ λόγος Τοῦ εἶναι ἀλήθεια, ἡ μοναχὴ ἀλήθεια, ἐσεῖς κερδίσατε τὸ Μεγάλο Στοίχημα, ποὺ μπαίνει ἀνάμεσα στοὺς πιστοὺς καὶ στοὺς ἄπιστους, αὐτὸ τὸ στοίχημα ποὺ τὸ ἔχασα ἐγὼ ὁ ἐλεεινός, καὶ χάθηκα, καὶ τρέμω κι ἀναστενάζω, καὶ δὲν βρίσκω ἡσυχία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου