Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, σᾶς καλῶ καὶ πάλι νὰ σκεφτοῦμε τὸν καθολικό μας σκοπό, ποὺ εἶναι ἡ συνεχὴς μετάνοια. Ἐὰν ἀναλογισθοῦμε τὴν πρώτη κατασκευὴ τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὴ δημιουργία, τὴν ἀνάπλασή μας ἀπὸ τὸ Θεὸ Λόγο, τὸ ὕψιστο τέρμα τῶν θείων ἐπαγγελιῶν, ποὺ μᾶς χάρισε ἡ θεία παναγάπη, καὶ ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ στερούμαστε, καὶ μάλιστα μὲ ποινὴ αἰώνιας καταδίκης, ἐξαιτίας τῆς ἀπροσεξίας καὶ ἀμέλειάς μας, πραγματικά μας καταπνίγει ἡ ἀπόγνωση. Εὐλογητὸς ὅμως ὁ Θεὸς πάντοτε, νῦν καὶ στὴν αἰωνιότητα, ὁ ὁποῖος μᾶς λυπήθηκε καὶ μᾶς χάρισε τὴ μετάνοια, μὲ τὴν ὁποία ἀνακαλοῦμε αὐτὰ ποὺ χάσαμε, ἐπανακτοῦμε τὴ θέση μας καὶ κληρονομοῦμε ὅσα ἡ παναγάπη καὶ ἡ Χάρη τοῦ μᾶς ὑπόσχεται.
Μετάνοια. Τὸ ἀπόλυτο καθῆκον τῆς μοναστικῆς μας ζωῆς καὶ ἰδιότητας. Μετάνοια. Ἡ ἀνεύρεση αὐτῶν ποὺ χάσαμε. Μετάνοια. Ἡ ἐξόφληση τῶν χρεῶν. Μετάνοια. Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν μελῶν, ποὺ παραμόρφωσε ἡ ἁμαρτία, ἡ προδοσία καὶ ἡ ἄρνηση. Μετάνοια. Τὸ βέβαιο σωσίβιο αὐτῶν ποὺ βυθίστηκαν στὸ πέλαγος τῆς μάταιης αὐτῆς ζωῆς. Μετάνοια. Ὁ κύριος καὶ πραγματικὸς στόχος καὶ προορισμὸς τοῦ «πεπτωκότος ἀνθρώπου».
Μὲ βάση τοὺς βίους, διδαχὲς καὶ ὑποδείξεις τῶν Πατέρων μᾶς βαδίζουμε ἀπρόσκοπτα, ὅσοι θέλουμε νὰ πετύχουμε τοὺς ἴδιους μὲ αὐτοὺς σκοπούς. Καὶ σχολιάζουμε τώρα τὰ συστήματα τῆς πρακτικῆς.
Μὲ καλὴ ἀρχὴ τὰ ἱερὰ λόγια: «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου» (Πάρ. θ΄,10) καὶ «τῷ φόβω Κυρίου ἐκκλίνει πᾶς ἀπὸ κακοῦ» (Πάρ. ἴε΄,27) ξεκινοῦμε τὴν πορεία τῆς ἀνάστασής μας. Ἡ περιεκτικὴ μετάνοια χαρακτηρίζεται ὡς «κλίμαξ», ποὺ ἀνεβάζει, ὅσους εἶναι πεσμένη στὴ γῆ, στὸν οὐρανό, ὅπου βρίσκεται ἡ πραγματική μας πατρίδα.
Ὁ φόβος γεννᾶ τὴ νήψη καὶ τὴν προσοχή. Ἡ νήψη τηρεῖ τὶς ἐντολές. Ὅταν τηροῦνται οἱ ἐντολὲς γεννοῦν τὸ ζῆλο, ποὺ σηκώνει τὸ βάρος τῆς πρακτικῆς φιλοπονίας. Ἐὰν ὁ ζῆλος δὲν σκορπιστεῖ ἀπὸ ἀμέλεια ἢ ἀπὸ κάποια ἄλλη ἀπροσεξία, συσφίγγει τὰ μέλη σὲ ἀκριβέστερη φιλοπονία. Ἔτσι προκαλεῖται ἡ παρουσία τῆς Χάρης, ὄχι περιστασιακά, ἀλλὰ ὑπὸ μορφὴ ἐνδημική, ἡ ὁποία μυστικὰ παρηγορεῖ καὶ ἐνθαρρύνει τὸ νοῦ στὴν ἀκρίβεια τῆς ἐκλογῆς καὶ τῆς ἐπιμονῆς πρὸς τὴ μάχη καὶ πάλη κατὰ τῆς χαύνωσης.
Σὲ ὅσους ἀθλοῦν νόμιμα στὸ πολυπόνο στάδιο τῆς φιλοπονίας, χρήσιμη βοηθὸς καὶ συμπαραστάτρια εἶναι ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ ἀκρίβεια τῆς τήρησης τοῦ προγράμματος. Καὶ τὰ δύο θεωροῦνται ἀπαραίτητα μέσα προαγωγῆς. Τὸ τουΑποστόλου «ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται» (Ἃ΄ Κορ. θ΄,25), θεωρεῖται ἐπιβεβλημένη ἀρχή, ποὺ συναντοῦμε ἐπίμονα στοὺς βίους τῶν Πατέρων μας. Μόνο ἡ ἐγκράτεια, ὡς ἀποτελεσματικὸ μέσο, καθαίρει τὴ μητέρα τοῦ θανάτου ἡδονή.
Ἡ ἐπιμονὴ στὸ πρόγραμμα, ποὺ εἶναι σωτήριο μέσο στὸν πνευματικό μας ἀγώνα, διευκολύνει τὴν παράταση τῆς ἐγκράτειας. Μὴ λησμονοῦμε ὅτι οἱ ἀκατονόμαστοι λόγοι καὶ προφάσεις, χάριν δῆθεν τῆς βιολογικῆς μας σύστασης, ἀλλοιώνουν τὴν ἐπιμονὴ τῆς ἐγκράτειας. Τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου μας, ὡς καθηγητῆ τῆς ἐγκράτειας (νηστείας), στὴν ἔρημο, πείθει γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἐπιμονῆς στὸ πρόγραμμα ὁλόκληρής της ἀγωνιστικότητας. Ἂν καὶ ἡ Γραφὴ λέγει ὅτι ὁ Κύριός μας «ἐπείνασε» (Μάτ. δ΄,2), ἐν τούτοις δὲν ὑποχώρησε στὸ γαργαλισμὸ τῶν αἰσθήσεων τῆς δῆθεν βιολογικῆς ἀναγκαιότητας, ἀλλὰ παρέμεινε τηρητὴς τοῦ προγράμματος τῆς ἀσκητικῆς ἀγωνιστικότητας. Μὲ τὴν πίστη στὴ θεία Πρόνοια ἔλυσε τὸ πρόβλημα τῆς ἀνάγκης τῆς πείνας, ποὺ φαινόταν ὅτι πίεζε. Αὐτὸ τὸ παράδειγμα νὰ μὴ λείψει ποτὲ ἀπὸ τὸ ὁπλοστάσιο τῆς πνευματικῆς μας ἄμυνας.
Μετάνοια. Τὸ ἀπόλυτο καθῆκον τῆς μοναστικῆς μας ζωῆς καὶ ἰδιότητας. Μετάνοια. Ἡ ἀνεύρεση αὐτῶν ποὺ χάσαμε. Μετάνοια. Ἡ ἐξόφληση τῶν χρεῶν. Μετάνοια. Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν μελῶν, ποὺ παραμόρφωσε ἡ ἁμαρτία, ἡ προδοσία καὶ ἡ ἄρνηση. Μετάνοια. Τὸ βέβαιο σωσίβιο αὐτῶν ποὺ βυθίστηκαν στὸ πέλαγος τῆς μάταιης αὐτῆς ζωῆς. Μετάνοια. Ὁ κύριος καὶ πραγματικὸς στόχος καὶ προορισμὸς τοῦ «πεπτωκότος ἀνθρώπου».
Μὲ βάση τοὺς βίους, διδαχὲς καὶ ὑποδείξεις τῶν Πατέρων μᾶς βαδίζουμε ἀπρόσκοπτα, ὅσοι θέλουμε νὰ πετύχουμε τοὺς ἴδιους μὲ αὐτοὺς σκοπούς. Καὶ σχολιάζουμε τώρα τὰ συστήματα τῆς πρακτικῆς.
Μὲ καλὴ ἀρχὴ τὰ ἱερὰ λόγια: «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου» (Πάρ. θ΄,10) καὶ «τῷ φόβω Κυρίου ἐκκλίνει πᾶς ἀπὸ κακοῦ» (Πάρ. ἴε΄,27) ξεκινοῦμε τὴν πορεία τῆς ἀνάστασής μας. Ἡ περιεκτικὴ μετάνοια χαρακτηρίζεται ὡς «κλίμαξ», ποὺ ἀνεβάζει, ὅσους εἶναι πεσμένη στὴ γῆ, στὸν οὐρανό, ὅπου βρίσκεται ἡ πραγματική μας πατρίδα.
Ὁ φόβος γεννᾶ τὴ νήψη καὶ τὴν προσοχή. Ἡ νήψη τηρεῖ τὶς ἐντολές. Ὅταν τηροῦνται οἱ ἐντολὲς γεννοῦν τὸ ζῆλο, ποὺ σηκώνει τὸ βάρος τῆς πρακτικῆς φιλοπονίας. Ἐὰν ὁ ζῆλος δὲν σκορπιστεῖ ἀπὸ ἀμέλεια ἢ ἀπὸ κάποια ἄλλη ἀπροσεξία, συσφίγγει τὰ μέλη σὲ ἀκριβέστερη φιλοπονία. Ἔτσι προκαλεῖται ἡ παρουσία τῆς Χάρης, ὄχι περιστασιακά, ἀλλὰ ὑπὸ μορφὴ ἐνδημική, ἡ ὁποία μυστικὰ παρηγορεῖ καὶ ἐνθαρρύνει τὸ νοῦ στὴν ἀκρίβεια τῆς ἐκλογῆς καὶ τῆς ἐπιμονῆς πρὸς τὴ μάχη καὶ πάλη κατὰ τῆς χαύνωσης.
Σὲ ὅσους ἀθλοῦν νόμιμα στὸ πολυπόνο στάδιο τῆς φιλοπονίας, χρήσιμη βοηθὸς καὶ συμπαραστάτρια εἶναι ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ ἀκρίβεια τῆς τήρησης τοῦ προγράμματος. Καὶ τὰ δύο θεωροῦνται ἀπαραίτητα μέσα προαγωγῆς. Τὸ τουΑποστόλου «ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται» (Ἃ΄ Κορ. θ΄,25), θεωρεῖται ἐπιβεβλημένη ἀρχή, ποὺ συναντοῦμε ἐπίμονα στοὺς βίους τῶν Πατέρων μας. Μόνο ἡ ἐγκράτεια, ὡς ἀποτελεσματικὸ μέσο, καθαίρει τὴ μητέρα τοῦ θανάτου ἡδονή.
Ἡ ἐπιμονὴ στὸ πρόγραμμα, ποὺ εἶναι σωτήριο μέσο στὸν πνευματικό μας ἀγώνα, διευκολύνει τὴν παράταση τῆς ἐγκράτειας. Μὴ λησμονοῦμε ὅτι οἱ ἀκατονόμαστοι λόγοι καὶ προφάσεις, χάριν δῆθεν τῆς βιολογικῆς μας σύστασης, ἀλλοιώνουν τὴν ἐπιμονὴ τῆς ἐγκράτειας. Τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου μας, ὡς καθηγητῆ τῆς ἐγκράτειας (νηστείας), στὴν ἔρημο, πείθει γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἐπιμονῆς στὸ πρόγραμμα ὁλόκληρής της ἀγωνιστικότητας. Ἂν καὶ ἡ Γραφὴ λέγει ὅτι ὁ Κύριός μας «ἐπείνασε» (Μάτ. δ΄,2), ἐν τούτοις δὲν ὑποχώρησε στὸ γαργαλισμὸ τῶν αἰσθήσεων τῆς δῆθεν βιολογικῆς ἀναγκαιότητας, ἀλλὰ παρέμεινε τηρητὴς τοῦ προγράμματος τῆς ἀσκητικῆς ἀγωνιστικότητας. Μὲ τὴν πίστη στὴ θεία Πρόνοια ἔλυσε τὸ πρόβλημα τῆς ἀνάγκης τῆς πείνας, ποὺ φαινόταν ὅτι πίεζε. Αὐτὸ τὸ παράδειγμα νὰ μὴ λείψει ποτὲ ἀπὸ τὸ ὁπλοστάσιο τῆς πνευματικῆς μας ἄμυνας.