Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

Γέροντος Ἰωσὴφ Βατοπαιδινοῦ: «Ἡ περιεκτικὴ μετάνοια»

 Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, σᾶς καλῶ καὶ πάλι νὰ σκεφτοῦμε τὸν καθολικό μας σκοπό, ποὺ εἶναι ἡ συνεχὴς μετάνοια. Ἐὰν ἀναλογισθοῦμε τὴν πρώτη κατασκευὴ τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὴ δημιουργία, τὴν ἀνάπλασή μας ἀπὸ τὸ Θεὸ Λόγο, τὸ ὕψιστο τέρμα τῶν θείων ἐπαγγελιῶν, ποὺ μᾶς χάρισε ἡ θεία παναγάπη, καὶ ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ στερούμαστε, καὶ μάλιστα μὲ ποινὴ αἰώνιας καταδίκης, ἐξαιτίας τῆς ἀπροσεξίας καὶ ἀμέλειάς μας, πραγματικά μας καταπνίγει ἡ ἀπόγνωση. Εὐλογητὸς ὅμως ὁ Θεὸς πάντοτε, νῦν καὶ στὴν αἰωνιότητα, ὁ ὁποῖος μᾶς λυπήθηκε καὶ μᾶς χάρισε τὴ μετάνοια, μὲ τὴν ὁποία ἀνακαλοῦμε αὐτὰ ποὺ χάσαμε, ἐπανακτοῦμε τὴ θέση μας καὶ κληρονομοῦμε ὅσα ἡ παναγάπη καὶ ἡ Χάρη τοῦ μᾶς ὑπόσχεται.
Μετάνοια. Τὸ ἀπόλυτο καθῆκον τῆς μοναστικῆς μας ζωῆς καὶ ἰδιότητας. Μετάνοια. Ἡ ἀνεύρεση αὐτῶν ποὺ χάσαμε. Μετάνοια. Ἡ ἐξόφληση τῶν χρεῶν. Μετάνοια. Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν μελῶν, ποὺ παραμόρφωσε ἡ ἁμαρτία, ἡ προδοσία καὶ ἡ ἄρνηση. Μετάνοια. Τὸ βέβαιο σωσίβιο αὐτῶν ποὺ βυθίστηκαν στὸ πέλαγος τῆς μάταιης αὐτῆς ζωῆς. Μετάνοια. Ὁ κύριος καὶ πραγματικὸς στόχος καὶ προορισμὸς τοῦ «πεπτωκότος ἀνθρώπου».
Μὲ βάση τοὺς βίους, διδαχὲς καὶ ὑποδείξεις τῶν Πατέρων μᾶς βαδίζουμε ἀπρόσκοπτα, ὅσοι θέλουμε νὰ πετύχουμε τοὺς ἴδιους μὲ αὐτοὺς σκοπούς. Καὶ σχολιάζουμε τώρα τὰ συστήματα τῆς πρακτικῆς.
Μὲ καλὴ ἀρχὴ τὰ ἱερὰ λόγια: «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου» (Πάρ. θ΄,10) καὶ «τῷ φόβω Κυρίου ἐκκλίνει πᾶς ἀπὸ κακοῦ» (Πάρ. ἴε΄,27) ξεκινοῦμε τὴν πορεία τῆς ἀνάστασής μας. Ἡ περιεκτικὴ μετάνοια χαρακτηρίζεται ὡς «κλίμαξ», ποὺ ἀνεβάζει, ὅσους εἶναι πεσμένη στὴ γῆ, στὸν οὐρανό, ὅπου βρίσκεται ἡ πραγματική μας πατρίδα.
Ὁ φόβος γεννᾶ τὴ νήψη καὶ τὴν προσοχή. Ἡ νήψη τηρεῖ τὶς ἐντολές. Ὅταν τηροῦνται οἱ ἐντολὲς γεννοῦν τὸ ζῆλο, ποὺ σηκώνει τὸ βάρος τῆς πρακτικῆς φιλοπονίας. Ἐὰν ὁ ζῆλος δὲν σκορπιστεῖ ἀπὸ ἀμέλεια ἢ ἀπὸ κάποια ἄλλη ἀπροσεξία, συσφίγγει τὰ μέλη σὲ ἀκριβέστερη φιλοπονία. Ἔτσι προκαλεῖται ἡ παρουσία τῆς Χάρης, ὄχι περιστασιακά, ἀλλὰ ὑπὸ μορφὴ ἐνδημική, ἡ ὁποία μυστικὰ παρηγορεῖ καὶ ἐνθαρρύνει τὸ νοῦ στὴν ἀκρίβεια τῆς ἐκλογῆς καὶ τῆς ἐπιμονῆς πρὸς τὴ μάχη καὶ πάλη κατὰ τῆς χαύνωσης.
Σὲ ὅσους ἀθλοῦν νόμιμα στὸ πολυπόνο στάδιο τῆς φιλοπονίας, χρήσιμη βοηθὸς καὶ συμπαραστάτρια εἶναι ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ ἀκρίβεια τῆς τήρησης τοῦ προγράμματος. Καὶ τὰ δύο θεωροῦνται ἀπαραίτητα μέσα προαγωγῆς. Τὸ τουΑποστόλου «ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται» (Ἃ΄ Κορ. θ΄,25), θεωρεῖται ἐπιβεβλημένη ἀρχή, ποὺ συναντοῦμε ἐπίμονα στοὺς βίους τῶν Πατέρων μας. Μόνο ἡ ἐγκράτεια, ὡς ἀποτελεσματικὸ μέσο, καθαίρει τὴ μητέρα τοῦ θανάτου ἡδονή.

Ἡ ἐπιμονὴ στὸ πρόγραμμα, ποὺ εἶναι σωτήριο μέσο στὸν πνευματικό μας ἀγώνα, διευκολύνει τὴν παράταση τῆς ἐγκράτειας. Μὴ λησμονοῦμε ὅτι οἱ ἀκατονόμαστοι λόγοι καὶ προφάσεις, χάριν δῆθεν τῆς βιολογικῆς μας σύστασης, ἀλλοιώνουν τὴν ἐπιμονὴ τῆς ἐγκράτειας. Τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου μας, ὡς καθηγητῆ τῆς ἐγκράτειας (νηστείας), στὴν ἔρημο, πείθει γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἐπιμονῆς στὸ πρόγραμμα ὁλόκληρής της ἀγωνιστικότητας. Ἂν καὶ ἡ Γραφὴ λέγει ὅτι ὁ Κύριός μας «ἐπείνασε» (Μάτ. δ΄,2), ἐν τούτοις δὲν ὑποχώρησε στὸ γαργαλισμὸ τῶν αἰσθήσεων τῆς δῆθεν βιολογικῆς ἀναγκαιότητας, ἀλλὰ παρέμεινε τηρητὴς τοῦ προγράμματος τῆς ἀσκητικῆς ἀγωνιστικότητας. Μὲ τὴν πίστη στὴ θεία Πρόνοια ἔλυσε τὸ πρόβλημα τῆς ἀνάγκης τῆς πείνας, ποὺ φαινόταν ὅτι πίεζε. Αὐτὸ τὸ παράδειγμα νὰ μὴ λείψει ποτὲ ἀπὸ τὸ ὁπλοστάσιο τῆς πνευματικῆς μας ἄμυνας.

Θέλεις νὰ κάνεις τὸ καλό; Ἑτοιμάσου γιὰ πειρασμό…



* Ὅταν θελήσεις νὰ κάνεις ἀρχὴ καλοῦ ἔργου, πρῶτα νὰ ἑτοιμάσεις τὸν ἑαυτό σου γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν πειρασμῶν, ποὺ πρόκειται νὰ ἔρθουν ἐναντίον σου. Γιατί ὁ ἐχθρός, ὅταν δεῖ κάποιον ν’ ἀρχίζει μὲ θερμὴ πίστη μιὰ θεάρεστη ζωή, συνηθίζει νὰ τοῦ ἐπιτίθεται μὲ διάφορους καὶ φοβεροὺς πειρασμούς, ὥστε νὰ δειλιάσει ἀπ’ αὐτοὺς ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν καλή του πρόθεση. Καὶ παραχωρεῖ ὁ Θεὸς νὰ πέσει σὲ πειρασμὸ γιὰ νὰ χτυπήσεις ἐπίμονα τὴ θήρα (τοῦ ἐλέους) Του καὶ γιὰ νὰ ριζώσει μέσα στὸ νοῦ σου, ἀπὸ τὸ φόβο τῶν θλίψεων, ἡ μνήμη Ἐκείνου, καὶ γιὰ νὰ Τὸν πλησιάσεις μὲ τὶς προσευχές, ὥστε ν’ ἁγιασθεῖ ἔτσι ἡ καρδιά σου ἀπὸ τὴν ἀκατάπαυστη ἐνθύμησή Του. Καὶ ὅταν Τὸν ἐπικαλεῖσαι, θὰ σὲ ἀκούσει. Και θὰ μάθεις ἔτσι, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ σὲ λυτρώνει. Καὶ τότε θὰ νιώσεις τὴν παρουσία Ἐκείνου ποὺ σ’ ἔπλασε καὶ σὲ δυναμώνει καὶ σὲ προστατεύει. Γιατί ἡ σκέπη καὶ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἀγκαλιάζει ὅλους τους ἀνθρώπους. Δὲν γίνεται ὅμως ὁρατὴ παρὰ μόνο σ’ ἐκείνους ποὺ καθάρισαν τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ εἶναι συνεχῶς προσηλωμένοι στὸ Θεό. Ἐξαιρετικὰ μάλιστα φανερώνεται σ’ αὐτοὺς ἡ βοήθεια καὶ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὅταν μποῦν σὲ μεγάλη δοκιμασία γιὰ χάρη τῆς ἀλήθειας. γιατί τότε τὴν αἰσθάνονται πολὺ καθαρὰ μὲ τὴν αἴσθηση τοῦ νοῦ.
Μερικοί, ποὺ εἶδαν αὐτὴ (τὴ βοήθεια) καὶ μὲ τὰ σωματικά τους μάτια, ἀνάλογα μὲ τὶς δοκιμασίες, καὶ διαπίστωσαν ἔτσι τὴ συμπαράσταση τοῦ Θεοῦ, ὑποκινήθηκαν ἀπ’ αὐτή σε γενναῖες πράξεις, ὅπως μαθαίνουμε γιὰ τὸν Ἰακὼβ καὶ τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ καὶ τοὺς Τρεῖς Παῖδες καὶ τὸν ἀπόστολο Πέτρο καὶ τοὺς ἄλλους ἁγίους, ποὺ ἄθλησαν γιὰ τὸ Χριστό. Σ’ αὐτοὺς (ἡ θεία βοήθεια) ἦταν ὁλοφάνερη, ἔχοντας ἀνθρώπινη μορφή, δίνοντάς τους θάρρος καὶ προετοιμάζοντάς τους γιὰ τὸν ἀγώνα τῆς εὐσέβειας. Ἀλλὰ καὶ στοὺς πατέρες, ποὺ ἔζησαν στὴν ἔρημο καὶ ἔδιωξαν ἀπὸ κεῖ τοὺς δαίμονες καὶ ἔγιναν κατοικητήρια ἀγγέλων, καὶ σ’ αὐτοὺς παρουσιάζονταν συνεχῶς οἱ ἅγιοι ἄγγελοι καὶ μὲ κάθε τρόπο τοὺς βοηθοῦσαν καὶ τοὺς συμπαραστέκονταν σὲ ὅλα καὶ τοὺς στήριζαν καὶ τοὺς λύτρωναν ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, ποὺ οἱ ἄγριοι δαίμονες τοὺς προξενοῦσαν. Ἀλλὰ καὶ μέχρι σήμερα δὲν ἀπομακρύνεται ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὁλοκληρωτικὰ ἀφιερώθηκαν στὰ ἔργα ποὺ Ἐκεῖνος εὐαρεστεῖται, ἀλλὰ βρίσκεται κοντὰ σὲ ὅλους ὅσοι Τὸν ἐπικαλοῦνται (Ἀββᾶς Ἰσαάκ).
ΠΑΡΕΝΕΣΕΙΣ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ” ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Κασσιανός ο Ρωμαίος

Ο Όσιος Κασσιανός γεννήθηκε στην Ρώμη από γονείς ευσεβείς και επιφανείς, οι οποίοι φρόντισαν να τον αναθρέψουν με παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Η γνωριμία και η συναναστροφή του, από την παιδική του ηλικία, με Αγίους ανθρώπους επέδρασε ευεργετικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και του όλου τρόπου ζωής του. Σπούδασε την επιστήμη της φιλοσοφίας και της αστρονομίας και μελέτησε ιδιαίτερα τα συγγράμματα των Πατέρων και την Αγία Γραφή.

Ο Όσιος ακολούθησε το μοναχικό βίο, γενόμενος μοναχός σε μία σκήτη και επισκέφθηκε τα μοναστήρια της Αιγύπτου και της Θηβαΐδας, της Νιτρίας, της Ασίας και της Καππαδοκίας. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει χαρακτηριστικά: «ὁ Ἅγιος μετέβη εἰς διαφόρους τόπους καὶ συνήντησε ἁγίους καὶ γνωστικωτάτους Ὁσίους καὶ τᾶς ἀρετᾶς ὅλων συναθροίζει εἰς τὸν ἐαυτόν του, ὡς ἄλλη φιλόπονος μέλισσα, ὥστε καὶ αὐτὸς ἔγινε εἰς τοὺς ἄλλους τύπος καὶ παράδειγμα παντὸς εἴδους ἀρετῆς. Ὅθεν ἀνώτερος τῶν παθῶν γενόμενος καὶ τὸν νοῦν καθαρίσας, ἐγνώρισε τὴν τελείαν κατὰ τῶν παθῶν νίκην».

Στον πρώτο τόμο της Φιλοκαλίας, περιλαμβάνονται δύο λόγοι του Οσίου Κασσιανού, «Πρὸς Κάστορα Ἐπίσκοπον, περὶ τῶν ὀκτὼ τῆς κακίας λογισμῶν, γαστριμαργίας, πορνείας, φιλαργυρίας, ὀργῆς, λύπης, ἀκηδίας, κενοδοξίας καὶ ὑπερηφανείας» και «Πρὸς Λεόντιον ἡγούμενον, περὶ τῶν κατὰ τὴν Σκήτην ἁγίων Πατέρων καὶ λόγος περὶ διακρίσεως», που δείχνουν την καθαρότητα της ζωής του και το ορθόδοξο φρόνημά του και προξενούν μεγάλη ωφέλεια. Ο δε Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος πλεέκι δίκαιο εγκώμιο στον Όσιο Κασσιανό στον περί υπακοής Λόγο του.

Ο Όσιος Κασσιανός κοιμήθηκε με ειρήνη.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς σοφίας τὸν λόγοιν Πάτερ τοὶς ἔργοις σου, ἀσκητικῶς γεωργήσας ὡς οἰκονόμος πιστός, ἀρετῶν μυσταγωγεῖς τὰ κατορθώματα, σὺ γὰρ πράξας εὐσεβῶς, ἐκδιδάσκεις ἀκριβῶς, Κασσιανὲ θεοφόρε, καὶ τῷ Σωτήρι πρεσβεύεις, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.


Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

"ΠΑΤΕΡ ΑΓΑΘΕ".ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ ΑΙΝΩΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ.

π. Νικόλαος Λουδοβίκος: Κυριακή του Ασώτου

Στην Ευαγγελική περικοπή της Κυριακής του Ασώτου
π. Νικόλαος Λουδοβίκος

Νομίζω πώς ἀπό τό σημερινό Εὐαγγέλιο μποροῦμε νά καταλάβουμε, μελετώντας προσεκτικά, πώς ἡ μόνη χαρά τοῦ ἀνθρώπου, ἡ μεγάλη χαρά, ἀπό τήν ὁποία πηγάζουν ὅλες οἱ χαρές, ἡ χαρά ἡ μόνη τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας καταλάμπεται ἀπό αὐτήν τή χαρά.

Αὐτή ἡ χαρά δέν εἶναι μία χαρά κοινή, τοῦ Πάσχα, ἔχει καί τήν Μ. Παρασκευή προηγουμένως. Δέν εἶναι μιά κοινή εὐφορία, εἶναι ἡ χαρά τῆς μετανοίας.

Πρέπει νά προσέξουμε νά μήν κατανοοῦμε τή μετάνοια ψυχολογικά καί ἀτομιστικά μόνο. Ἡ μετάνοια δέν εἶναι μιά μεταβολή στήν αὐτογνωσία καί μόνο, πού μᾶς δίδαξαν οἱ δυτικοί Θεολόγοι μέ πρῶτο τόν Αὐγουστῖνο. Δέν εἶναι μόνο μιά μεταβολή στή γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Εἶναι κάτι πού ἀφορᾶ τήν ἴδια τήν ὕπαρξή μου, τήν ὀντολογία. Θά λέγαμε εἶναι κάτι πού ἀφορᾶ τό γεγονός, τό εἶναι, τήν ὕπαρξη, εἶναι κοινωνία.

Καί ἐγώ ἔχω ἐκπέσει τῆς κοινωνίας καί δέν ἔχω τό εἶναι μου. Δέν ἔχω τή ζωή, παρόλο πού φαίνεται πώς τήν ἔχω. Εἶναι τό αἴσθημα διά τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος πραγματικά φαίνεται νά σταυροῦται τῷ κόσμῳ, φαίνεται νά ἀρνεῖται τήν κοινή εὐφορία τοῦ κόσμου, πλήν ὅμως αἰσθανόμενος ὅτι τό εἶναι, ἡ ζωή, ἐνεργεῖται πολύ βαθύτερα, πολύ πληρέστερα, ἀπ᾿ ὅτι ὁ κόσμος συνήθως μπορεῖ νά καταλάβει καί νά νιώσει.

Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος πραγματικά μέ τή μετάνοια ἀνήκει σέ ὅλους καί καταλαβαίνει τήν ἀληθινή ζωή μέ τό νά ἀνήκει σέ ὅλους καί νά μπορέσει νά προσφερθεῖ σέ ὅλους.

Τό νά μάθεις τήν τέχνη τοῦ νά προσφέρεσαι σέ ὅλους, τό νά μάθεις τήν ἁπλότητα τοῦ Θεοῦ, καί νά τό ποῦμε μέ ἄλλα λόγια, νά μάθεις πώς ὁ Θεός φανερά μετέδωσε τήν ἁπλότητα πρός ὅλους καί ἐνῶ ἐμεῖς ἔχουμε γίνει τόσο περίπλοκοι, ὁ καθένας, καθώς εἴμαστε κλεισμένοι -ἀκριβῶς γι᾿ αὐτό- στή φιλαυτία μας.

Ἡ μετάνοια εἶναι μιά μεγάλη καί ἰσόβια σπουδή, εἶναι μιά μεγάλη καί ἰσόβια χαρά. Τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ εἶναι μυστήριο τῆς ἀναστάσεως. Ὁ Σταυρός εἶναι ἡ μετάνοια. Εἶναι αὐτό πού βιώνουν καί λένε οἱ Πατέρες μας, ὅτι δηλαδή ὅλος ὁ κόσμος εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ καί μόνον διά τοῦ Θεοῦ ἀληθεύει.

Στή μετάνοια ξαναβρίσκουμε τά ἴχνη τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο. Μαθαίνομε τόν τρόπο αὐτῆς τῆς ἁπλότητος τοῦ εἶναι. Μαθαίνομε πώς τό εἶναι, ἐνεργεῖται, ὑπάρχει ὡς κοινωνία. Μαθαίνομε ὅτι ὅλοι εἴμαστε ἕνα. Καί μαθαίνομε ὅτι ἡ ζωή αὐτή τῆς ἑνότητος εἶναι ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἴδιου καί μαθαίνομεν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ μέσῳ τῶν μυστηρίων.

Γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία, βλέπετε, ἔβαλε αὐτά τά ἀναγνώσματα πρό τῆς Τεσσαρακοστῆς, γιατί εἶναι ἡ Σαρακοστή ἀκριβῶς μιά ἀφιέρωση, ἕνα ἀφιέρωμα τοῦ καθενός μας στόν Θεό.

Μέ τόν γλυκύ αὐτό καί ἁπαλό τρόπο εἶναι ἡ μετάνοια προσωπική.

Δέν εἶναι νομική ἡ μετάνοια, δέν εἶναι νομικισμός.

Εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο καταλαβαίνουμε πραγματικά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἀνοιγόμαστε καί ἐμεῖς στήν ἀγάπη αὐτήν.

Ἡ μετάνοια εἶναι ἕνα ἐρωτικό γεγονός.

Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς βλέπομε στό Εὐαγγέλιο σήμερα ὅτι ὁ μετανοῶν ἁμαρτωλός αὐτός ὁ ὁποῖος ἐσκόρπισε τίποτε ὀλιγώτερον ἀπό τήν οὐσίαν του -ἡ λέξη αὐτή «οὐσία» ἔχει πολλές σημασίες- ἐσκόρπισε τόν ἑαυτό του χωρίς οὐσία, θά μπορούσαμε νά ποῦμε. Ὅμως μέ τήν μετάνοια αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔχει τόν «μόσχον τόν σιτευτόν», ἔχει ἕνα κομμάτι χαρᾶς, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, πού δέν μπορεῖ κανείς νά τοῦ τό πάρει.

Καί ὁ ἄλλος ἀδελφός, ὁ πρεσβύτερος, ἔχοντας τή σκληρότητα τήν νομική, δέν ἔχει «μόσχον σιτευτόν»! Οὐδέποτε, λέγει, ἔλαβα ἔρριφον! Τίποτε δέν ἔχω λάβει. Δέν ἔχω χαράν!!!

Πιστέψτε με ἡ μεγαλύτερη κατηγορία πού ἀπευθύνθηκε ποτέ στούς Χριστιανούς εἶναι αὐτή πού ἀπηύθυνε ὁ Νίτσε: ὅτι οἱ Χριστανοί δέν ἔχουν χαρά! Καί δέν ἐννοῶ αὐτή τήν τοῦ κόσμου, τά τραγούδια κτλ., ἐννοῶ αὐτήν τήν χαρά τήν ὁποία εἶχε ὁ ἄσωτος μέ τόν «μόσχον τόν σιτευτόν»! Ἐννοῶ τήν χαρά, ὅτι ἔλαβε μέρος στή Θεία Ζωή! Τήν ἔκπληξη, τήν ἀναπάντεχη αὐτήν, τήν ἐρωτική ἔκπληξη τοῦ προσώπου πού βρέθηκε μπροστά στό πέλαγος τῆς Θείας ἀγάπης, μέ τή μετάνοια.

Ἐνῶ ὁ ἄλλος, ὁ πλήρης ἐντολῶν καί τηρήσεων, ἦταν ἀδύνατον νά καταλάβει τόν θεῖο ἔρωτα. Λέγει κάπου ὁ π. Παϊσιος: Εἶναι πολύ παράξενο τό γεγονός αὐτό· τό πῶς κοσμικοί ἄνθρωποι ὅταν τούς πεῖς γιά τόν θεῖο ἔρωτα τόν καταλαβαίνουν, καί ἄνθρωποι χριστιανοί δέν καταλαβαίνουν τόν θεῖο ἔρωτα. Δέν ἔχει σπάσει μέσα τους κάτι, τό ἐγώ, δέν ἔχει βρεῖ τήν διέξοδό του πρός τήν ἀγάπη. Μπορεῖ νά εἶναι γεμάτοι ἀπό ἀρετές, ἀλλά καί τίς ἀρετές αὐτές τίς χρησιμοποιοῦν γιά νά θωρακίσουν τό ἐγώ τους. Δέν τίς χρησιμοποιοῦν ὡς ὁδούς, δέν τίς χρησιμοποιοῦν ὡς διοδεύσεις πρός τό μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

Λέγει κάπου ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ὅτι «ἡ ἀρετή ἔστω διά τήν ἀλήθειαν». Οἱ ἀρετές εἶναι μέσα, δέν εἶναι αὐτοσκοποί, ὅπως εἶναι αὐτοσκοποί στή φιλοσοφική ἀρετή. Δέν εἶναι αὐτοσκοπός νά εἶμαι ἐλεήμων, ἀγαθός, φιλάνθρωπος. Εἶναι ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ, πού γιά μένα εἶναι «ἄκτιστες ἐνέργειες», «ἄκτιστοι λόγοι» πού μέ ἱκανώνουν νά ζήσω ἐν τῷ Θεῷ.

Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὁ σκοπός, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ σκοπός. Δέν εἶναι τό νά εἶμαι ἐνάρετος ἁπλῶς· μπορεῖ νά σημαίνει μεγάλη φτώχεια ἡ ἀρετή, ὅταν συνοδεύεται μέ τό θανάσιμο αὐτό κλείσιμο. Τό κλείσιμο αὐτό σπάει ἀκριβῶς ἡ μετάνοια καί ὁδηγεῖ τό εἶναι ἐν κοινωνίᾳ μετά τοῦ Θεοῦ καί μέ ὅλη τήν κτίση. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς πάντοτε οἱ Πατέρες μιλοῦν γιά τίς ἀρετές, συνδέοντάς τες πάντοτε, μέ τήν μετάνοια καί τήν ταπείνωση!

Ἡ θεοπτία εἶναι ἡ μετάνοια!

Ἡ κατάσταση τῆς αἰώνιας ζωῆς εἶναι μιά κατάσταση ἡ ὁποία ὁδοποιεῖται διά τῆς μετανοίας, ἀλλά ὄχι μέ τήν νομική αἴσθηση ἡ ἔννοια τῆς μετανοίας, ἀλλά μέ αὐτήν τήν ἐρωτική καί χαρμόσυνη αἴσθηση, ὅτι ὁ Θεός μέ ἀγαπάει καί ἐγώ εἶμαι ἀνάξιος τῆς ἀγάπης Του.

Καί ἔρχεται λοιπόν «ὁ μόσχος ὁ σιτευτός καί ὁ δακτύλιος καί τά καινούρια ροῦχα», καί ὅλα αὐτά τά ἐσχατολογικά, τά ἐνδύματα τά ὁποῖα ἐπιφυλάσσει ὁ Θεός σέ ἐκείνους πού μετανοοῦν. Καί παραδόξως οἱ ἄλλοι, αὐτοί πού ἔχουν τίς ἀρετές καί τίποτε ἄλλο, δέν ἔχουν αὐτή τή δυνατότητα.

Ἡ λογική αὐτή εἶναι παράξενη, θά ἔλεγα ὅτι εἶναι ἐρωτική λογική. Δέν ἐξηγεῖται ἀλλιῶς. Δέν νομίζω ὅτι μποροῦμε νά τό καταλάβουμε ἀλλιῶς.

Ἕνας ἄνθρωπος ἀκοινώνητος, γεμάτος ἀρετές, δέν ἔχει Θεό. Καί ἕνας ἄνθρωπος παναμαρτωλός γεμάτος μετάνοια εἶναι ὁ «ἄσωτος υἱός».

Αὐτό εἶναι χαρμόσυνο γιά ὅλους μας, γιατί ἀρετές μπορεῖ νά μήν ἔχουμε, ἔχουμε ὅμως ἁμαρτίες, ἔχουμε ἐλλείψεις, ἀλλά μποροῦμε νά ἔχουμε αὐτή τήν πνευματική τήν σταυροαναστάσιμη χαρά τῆς μετάνοιας. Αὐτό μᾶς δίνει κουράγιο στήν πνευματική ζωή. Αὐτό εἶναι μεγάλο πράγμα. Ἐκφράζει ἰσοβίως τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἔκπτωσή μας ἀπό τήν ἀγάπη αὐτή.

Αὐτό εἶναι πού σᾶς εὔχομαι νά κερδίσουμε: Νά δεχθοῦμε πραγματικά νά ἀγωνισθοῦμε νά σβήσουμε τή φιλαυτία καί νά κοιτάξουμε ὅλο τόν ἑαυτό μας, νά τόν «προσάξωμεν ὡς θυσία δοξολογική», ἔτσι ὅπως ὁ ἄσωτος ὁ ὁποῖος ἐπιστρέφει δοξολογώντας. Ἐνῶ ὁ ἄλλος, ὁ νομικός «ἄμεμπτος» ἀδελφός, «ὁ μεγάλος», ὁ «ἐνάρετος» ἁπλῶς καί μόνον, δέν μπορεῖ νά φθάσει στή θεοπτία, δέν ἔχει πνεῦμα Θεοῦ.

«Διά τήν ἀλήθειαν, λοιπόν, ἔστω ἡ ἀρετή»!

Οἱ ἀρετές εἶναι τόποι θεανθρώπινης ζωῆς, εἶναι τό Θεανθρώπινον τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο ὅταν τό ἀποκτήσουμε, τό πλησιάσουμε, μᾶς ὁδηγεῖ, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, στήν ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Εἶναι χῶροι οἱ ἀρετές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ἔλεγεν ὁ ἅγιος Σεραφείμ. Καί διά τῶν ἀρετῶν ἐλπίζομεν πραγματικά, τά αἰώνια αὐτά χαρίσματα, τά ὁποῖα δέν εἶναι μακριά μας. Οὔτε ἡ θεοπτία εἶναι κάτι πού εἶναι πολύ μακριά ἀπό μᾶς.

Ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού θά πεῖ κανείς «μετανοῶ», ἐσωτερικά, ἔχει πρώτου βαθμοῦ θεοπτία. Ἔχει μιά πρώτη θέα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ!

Εὔχομαι καλή Σαρακοστή ἀπό καρδίας σέ ὅλους καί ὅλες

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ

Τὰ ἀτομικὰ δικαιώματα

Στὴν ἐποχὴ μας προβάλλονται ἔντονα τὰ ἀτομικὰ δικαιώματα καὶ ἡ ὑπεράσπισή τους. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἐκπαιδεύεται ἀπὸ μικρὸς νὰ διεκδικεῖ τὰ δικαιώματά του καὶ νὰ προασπίζεται τὴν ἐλευθερία του, ἡ ὁποία τάχα δὲν ἔχει ἄλλη προϋπόθεση παρὰ μόνο νὰ μὴν βλάπτει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου. Εἶναι ὅμως αὐτὴ ἡ θεώρηση τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἐλευθερίας σωστὴ καὶ πρὸς ὄφελος τοῦ ἀνθρώπου;... Τὴν ἀπάντηση τὴν ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ὅπου ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθύνεται στοὺς Κορινθίους καὶ τοὺς λέγει:

«Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος»· ὅλα ἔχω ἐξουσία νὰ τὰ κάνω, δὲν συμφέρουν ὅμως ὅλα. Ὅλα εἶναι στὴν ἐξουσία μου, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν θὰ ἐξουσιαστῶ καὶ δὲν θὰ γίνω δοῦλος σὲ τίποτε.

Τὰ φαγητὰ ἔχουν γίνει γιὰ τὴν κοιλιά, καὶ ἡ κοιλιὰ γιὰ τὰ φαγητά. Ὁ Θεὸς ὅμως θὰ καταργήσει στὴν ἄλλη ζωὴ κι αὐτὴν κι ἐκεῖνα. Μπορεῖτε λοιπὸν νὰ τρῶτε ὅ,τι ἐπιθυμεῖτε, ἀρκεῖ μόνο νὰ μὴ γίνεστε δοῦλοι τοῦ φαγητοῦ καὶ τῆς κοιλιᾶς.

Τὸ δὲ σῶμα δὲν ἔχει γίνει γιὰ τὶς ἀπολαύσεις καὶ τὴν πορνεία, ἀλλὰ γιὰ τὸν Κύριο, γιὰ νὰ Τοῦ ἀνήκει ὡς μέλος Του. Καὶ ὁ Κύριος εἶναι γιὰ τὸ σῶμα, γιὰ νὰ κατοικεῖ σ’ αὐτό. Βέβαια τὸ σῶμα διαλύεται μὲ τὸν θάνατο. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς ποὺ ἀνέστησε τὸν Κύριο, θὰ ἀναστήσει καὶ ὅλους ἐμᾶς μὲ τὴ δύναμή Του.

Εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀντιμετωπίζει ἀκόμη καὶ τὰ ζητήματα τῆς καθημερινότητος μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς αἰωνιότητος. Ὁ ἴδιος εἶχε ἐξηγήσει ὅτι δὲν ὑπάρχουν φαγητὰ ποὺ ἐπιτρέπονται ἢ ἀπαγορεύονται. Ὅλα ἐπιτρέπονται, ἀρκεῖ νὰ ἐξυπηρετοῦν τὸν σκοπό τους, ὁ ὁποῖος εἶναι τὸ νὰ συντηροῦν τὸν ἄνθρωπο κι ὄχι ὁ ἄνθρωπος νὰ γίνεται δοῦλος τους, αἰχμάλωτος στὴ λαιμαργία. Ἄλλωστε μὴν ξεχνᾶτε, λέγει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος, ὅτι στὴν αἰωνιότητα δὲν θὰ ὑπάρχουν οὔτε φαγητὰ οὔτε κοιλιὰ ποὺ θὰ ἐπιζητεῖ νὰ χορτάσει μὲ αὐτά. Ὁ καθένας λοιπὸν ἔχει δικαίωμα νὰ φάει ὅ,τι θέλει κι ὅσο θέλει. Ὡστόσο ὀφείλει νὰ ἀναλογιστεῖ ἂν αὐτὸ τὸν συμφέρει. Διότι στὴν πραγματικότητα καὶ τὴν ὑγεία του βλάπτει καὶ τὴν ψυχή του δὲν ὠφελεῖ, καθὼς τὴν αἰχμαλωτίζει στὴ λαιμαργία. Πῶς λοιπὸν θὰ ζήσει εὐτυχισμένος στὴν ἄλλη ζωή, ὅταν θὰ εἶναι ἐγκλωβισμένος στὶς ὀρέξεις καὶ τὶς ἐπιθυμίες του, ποὺ δὲν θὰ ἱκανοποιοῦνται;...

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, προκειμένου νὰ ἐξηγήσει στοὺς πιστοὺς ὅτι ἡ πορνεία εἶναι ἁμαρτία, κάνει εἰδικὴ ἀναφορὰ στὴν ἀξία τοῦ σώματος καὶ στὴν αἰώνια προοπτική του. Τὸ σῶμα, λέγει, δὲν μᾶς ἔχει δοθεῖ γιὰ νὰ ἱκανοποιοῦμε τὶς σαρκικές μας ὀρέξεις, ἀλλὰ γιὰ νὰ ζήσει ἄφθαρτο μέσα στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι ἄδικο λοιπὸν νὰ διδάσκουμε τὸ δικαίωμα αὐτοδιάθεσης κάθε ἀνθρώπου καὶ νὰ ἀποκρύπτουμε αὐτὴ τὴν αἰώνια προοπτική του;... Ἀλλὰ ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος προχωρεῖ γιὰ νὰ ἐξηγήσει καλύτερα γιατί ἁμαρτάνει ὅποιος ἐνῶ λέει ὅτι πιστεύει στὸ Θεό, ὅμως συνάπτει σχέσεις ἐκτὸς γάμου καὶ δὲν ἐγκρατεύεται.

Τὸ σῶμα μας ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Ἐρωτᾶ: Δὲν ξέρετε ὅτι τὰ σώματά σας εἶναι μέλη τοῦ Χριστοῦ; Μπορῶ λοιπὸν νὰ ἀποσπάσω τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τὰ κάνω μέλη πόρνης; Ποτὲ μὴ συμβεῖ νὰ τὸ κάνω αὐτό! Ἢ δὲν ξέρετε ὅτι ἐκεῖνος ποὺ συνδέεται στενὰ καὶ προσκολλᾶται στὴν πόρνη εἶναι ἕνα σῶμα μ’ αὐτήν; Διότι λέει ἡ Γραφή: Θὰ γίνουν οἱ δύο μία σάρκα. Ἐ­κεῖνος ὅμως ποὺ προσκολλᾶται στὸν Κύριο, γεμίζει ὁλόκληρος καὶ διευθύνεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου καὶ γίνεται ἕνα πνεῦμα μ’ Αὐτόν.

Φεύγετε μακριὰ ἀπὸ τὴν πορνεία. Κάθε ἁμάρτημα ποὺ τυχὸν θὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος, δὲν βλάπτει τόσο ἄμεσα καὶ κατευθεῖαν τὸ σῶμα. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ πορνεύει, ἁμαρτάνει στὸ ἴδιο του τὸ σῶμα.

Ἢ δὲν ξέρετε ὅτι τὸ σῶμα σας εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ Ὁποῖο κατοικεῖ μέσα σας καὶ τὸ ἔχετε λάβει ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ συνεπῶς δὲν ἀνήκετε στὸν ἑαυτό σας;

Ναί· δὲν ὁρίζετε τὸν ἑαυτό σας. Διότι ἐξαγορασθήκατε μὲ τίμημα βαρύ, μὲ τὸ ἀτίμητο αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀποφεύγετε λοιπὸν κάθε αἰσχρὴ πράξη ποὺ γίνεται μὲ τὸ σῶμα καὶ ἀποδιώκετε κάθε πονηρὴ σκέψη καὶ ἐπιθυμία ἀπὸ τὸ πνεῦμα σας. Καὶ ἔτσι νὰ δοξάζετε τὸν Θεὸ μὲ τὸ σῶμα σας καὶ μὲ τὸ πνεῦμα σας, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν στὸ Θεό.

Καθὼς ζοῦμε σὲ ἐποχὴ σαρκολατρίας, ὅπου προβάλλονται ὡς δικαίωμα τὰ πιὸ ἄτιμα πάθη καὶ οἱ χειρότερες διαστροφὲς ποὺ ἀποκτηνώνουν τὸν ἄνθρωπο, ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου ἔρχεται νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καὶ νὰ ἀναδείξει τὴν αἰώνια προοπτική του. Γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς ὑπενθυμίζει τὸ ἀσύλληπτο ὕψος στὸ ὁποῖο ἀνεβάζει ὁ πανάγαθος Θεὸς τὸ πλάσμα Του, τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸς ὁ Θεὸς ἔρχεται καὶ κατοικεῖ ἐντὸς τοῦ ἀνθρώπου κι ἔτσι καθιστᾶ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ναὸ ἔμψυχο, ἀσυγκρίτως ἱερότερο ἀπὸ τοὺς ἄψυχους χειροποίητους ναούς.

Ἂς τιμοῦμε λοιπὸν καὶ ἂς σεβόμαστε τὸ σῶμα μας, ποὺ ἁγιάζεται μὲ τὰ ἱερὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ ἂς τὸ χρησιμοποιοῦμε πάντοτε ἀνάλογα μὲ τὶς ὑψηλὲς προδιαγραφὲς τοῦ Πλάστη του καὶ τὸν τελικὸ σκοπό του, ποὺ εἶναι ἡ συμμετοχή του στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ αἰώνια εὐτυχία μας στὴν οὐράνια Βασιλεία.

Κύριε, Σ’ ευχαριστούμε για το άγιο Ευαγγέλιο αυτό

π. Ιουστίνου Πόποβιτς

Ιδού ευαγγέλιο που αφορα στο νου και το σώμα του καθενός μας. Είναι το ευαγγέλιο της ευσπλαχνίας. Είναι η θαυμαστή παραβολή του Σωτήρος, στην οποία απεικονίζεται ολόκληρη η ζωή μας. Η δική μου, η δική σου, του καθενός ανθρωπίνου όντος επάνω στην γη. Όλους τους αφορα το σημερινό άγιο Ευαγγέλιο. Όλους.


Ο άνθρωπος! Αυτός ο θεϊκός πλούτος επάνω στην γη! Κύτταξε το σώμα του, το μάτι, το αυτί, την γλώσσα. Τι θαυμαστός πλούτος. Το μάτι! Ὑπάρχει τίποτε πιο τέλειο που να ημπορή ο άνθρωπος να επινοήσῃ σ’ αυτόν τον κόσμο; Κι όμως, το μάτι αυτό το εδημιούργησε ο Κύριος, όπως και την ψυχή και το σώμα. Η ψυχή μάλιστα είναι ολόκληρη εξ ουρανού. Οποίος πλούτος! Το σώμα! Θαυμαστός θείος πλούτος που σου δόθηκε για την αιωνιότητα και όχι μόνο για την πρόσκαιρη αυτή γήινη ζωή. Και ψυχή δοσμενη για την αιωνιότητα.


Ακούσατε τι ευαγγελίζεται ο Άγιος Απόστολος Παύλος σήμερα. «Το δε σώμα τω Κυρίῳ» (Α΄ Κορ. 6, 13). Ο Κύριος έπλασε το ανθρώπινο σώμα για την αιώνια ζωή, για την αθανασία, για την καθαρότητα. Το έπλασε για την αιώνια αλήθεια, για την αιώνια δικαιοσύνη και για την αιώνια αγάπη: όπως το σώμα, έτσι και την ψυχή. Όλα αυτά είναι δώρα του Θεού, ανεκδιήγητα και μεγάλα και πλούσια, και –το πιο σπουδαίο– αθάνατα και αιώνια δώρα του Θεού.

Εμείς όμως οι άνθρωποι τι κάνομε μ’ όλα αυτά τα δώρα; Τι οικοδομούμε με αυτά; Παραδίδουμε το σώμα στις ηδονές και στα πάθη αυτου του κόσμου, και την ψυχή στους ακαθάρτους λογισμούς, τις ακάθαρτες επιθυμίες, τις ακάθαρτες ηδονές. Δια των αμαρτιών και η ψυχή και το σώμα απομακρύνονται από τον Θεό, φεύγουν από το Θεό, φεύγουν «εις χώραν μακράν». Τίνος είναι αυτή η «μακρυνή χώρα;»


Ακούσατε που ο άσωτος υιός βόσκει χοίρους. Στην χώρα του διαβόλου. Στην χώρα, όπου ο διάβολος έχει εξουσία πάνω στον άνθρωπο δια των παθών, δια των αμαρτιών, και τον κρατάει σε φρικτή τρέλλα, στον παραλογισμό και την παραφροσύνη.
Λοιπόν, η αμαρτία; Κάθε αμαρτία είναι τρέλλα. Και ο άνθρωπος θα είναι πάντα μεσα σ’ αυτή την τρέλλα, μεχρις ότου συναντηθή με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Και θα συναντηθή με την μετάνοια.


Ακούσατε πώς ο άσωτος υιός, αισθανόμενος τι σημαίνει ζωή μεσα στην αμαρτία, ζωή μεσα στίς ηδονές και τα πάθη αυτου του κόσμου, λέγει: «Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δέ λιμώ απόλλυμαι» σε ξένη και μακρυνή χώρα. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου». Σηκώθηκε και πήγε προς τον πατέρα. Και ο ουράνιος Πατήρ, ο Θεός και Ελεήμων Κύριος, «έτι αυτου μακρὰν απέχοντος είδεν αυτον καὶ εσπλαγχνίσθη και δραμὼν επέπεσεν επὶ τον τράχηλον αυτου καὶ κατεφίλησεν αυτον», ενώ συγχρόνως ο υιός με λυγμούς έλεγε: «πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου». Αμάρτησα στον ουρανό και σ’ όλα τα αστέρια. Όλα τα εμόλυνα με το πύον των παθών μου, και με το σκοτάδι των παθών μου τα ημαύρωσα όλα. «Ήμαρτον ενώπιόν σου»! Φεύγοντας από σένα, σε ποιόν προσκολλήθηκα; Δίπλα σε ποιόν ήμουν; Τίνος χοίρους εγώ έβοσκα; Του διαβόλου! Εγώ διαβολοποίησα την ψυχή μου, την οποία εσύ μού έδωσες να γίνῃ αγία και αθάνατη. Εγώ εβρώμισα το σώμα, εθανάτωσα το σώμα, εξαθλίωσα το σώμα!


Όταν ο άσωτος υιός «ήλθεν εις εαυτόν» –αφού ήταν εκτός εαυτου, στην τρέλλα, στίς ηδονές και στα πάθη αυτου του κόσμου– δια της μετανοίας έτρεξε προς τον πατέρα. Και ο πατέρας τον αγκαλιάζει και τον φιλεί. Δεν είχε τελειώσει ακόμη ο υιός την εξομολόγησί του, δεν είχε εκφράσει ακόμη την επιθυμία του να τον δεχθή ο πατέρας του σάν δούλο, και ο πατέρας λέγει στούς υπηρέτες του: «Φέρετε την στολή την πρώτη και ενδύσατέ τον και δώστε δακτυλίδι στο χέρι του και υποδήματα στα πόδια του και αφού φέρετε τον μόσχο τον σιτευτό, σφάξτε τον για να φάγωμεν και ευφρανθώμεν».


Για πιό λόγο ευφραίνεται ο ουρανός; Για ποιό λόγο ο Θεός ευφραίνεται στον ουρανό; Για ποιό λόγο ευφραίνονται οι άγγελοι; Σε ποιόν ο Κύριος λέγει να ευφρανθώμεν; Στους αγγέλους!
Ο άνθρωπος ο οποίος χάθηκε μεσα στίς αμαρτίες, θυμήθηκε ότι ήταν αδελφός των αγγέλων και έσπευσε πρός τον ουρανό. «Ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου». Αμάρτησα στους αγγέλους, στους αρχαγγέλους. Εγώ εδιαβολοποίησα τον εαυτό μου. Έρριξα τον εαυτό μου στην αγέλη των χοίρων, στην αγέλη των παθών. Και να, τώρα είμαι όλος ξεσχισμενος, όλος κουρελιασμενος. Και η ψυχή και το σώμα κουρελιασμενα. Όλα εξαθλιωμενα.
Λοιπόν, τι είναι μετάνοια; Ο Κύριος τρέχει να συναντήσῃ τον μετανοήσαντα υιό. Τον αγκαλιάζει και τον ασπάζεται και όλος ο ουρανός συγκινείται. Όλοι οι άγγελοι ευφραίνονται. «Και ήρξαντο ευφραίνεσθαι» αναφέρεται στην θαυμαστή περικοπή του Σωτήρος. Για ποιό λόγο χαίρεσθε εσείς άγιοι άγγελοι, άγιοι αρχάγγελοι; Εσείς, οι οποίοι παντοτινά πενθήτε για τον γήινο αυτό κόσμο βλέποντας τα δικά σας πεσμενα αδέλφια, τους ανθρώπους, πώς πνίγονται μεσα στίς αμαρτίες και τις ηδονές και τα πάθη και τους διαφόρους θανάτους αυτου του κόσμου, γιατί ευφραίνεσθε; «Ευφραινόμαστε για την ανάστασι, την ζωοποίησι του νεκρού αδελφού μας ανθρώπου, ότι νεκρός ήν και ανέζησε». Νεκρός ήταν ο άσωτος υιός, όταν ήταν μακράν του Θεού, της πηγής της Ζωής, μακρυά από τον ουρανό. Ιδού, ανάστασις εκ νεκρών φαίνεται [η επιστροφή του ασώτου] στα μάτια όλων των ουρανίων δυνάμεων. Όλες οι ουράνιες δυνάμεις γι’ αυτό χαίρονται, «ότι απολωλώς ήν και ευρέθη». Πράγματι, όταν ο άνθρωπος είναι μεσα στις αμαρτίες και τα πάθη, χάνει τον εαυτό του, δηλαδή δεν έχει αυτογνωσία, είναι εκτός εαυτου.


«Εις εαυτόν δέ ελθών», λέγει ο Σωτήρ. Ο άνθρωπος συνέρχεται, όταν σκεφθή τίνος είναι, δηλ. του Θεού. Το σώμα σου τίνος είναι; Του Θεού. Η ψυχή και αυτή του Θεού. Όλα δώρα, δώρα του Θεού. Εγώ, ποιός είμαι σαν άνθρωπος; Του Θεού, όλος του Θεού! Το σώμα μου είναι δοξασμενο από τον Θεό. Γι’ αυτό το εδημιούργησε ο Θεός, λέγει ο άγιος Απόστολος στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα. Και το σώμα για τον Κύριο, και η ψυχή για τον Κύριο. Δοξάζομε τον Κύριο και με το σώμα και με την ψυχή. Του Θεού είναι και το ένα και το άλλο. Μή νομίζεις ότι είναι τίποτε δικό σου, όχι. Όλα είναι αιωνίως του Θεού. Και συ είσαι αιωνίως του Θεού. Αλλά τότε μόνο, όταν εσύ το συνειδητοποιής.
Λοιπόν η αμαρτία; Δεν επιτρέπει ο διάβολος στον άνθρωπο να συναισθανθή ότι είναι υιός του Θεού. Ο διάβολος εξουσιάζει με την καρδιά και δεν αφήνει στον άνθρωπο να σκεφθή τον Θεό, να θυμηθή, ότι είναι υιός του Θεού, ότι είναι πλούσιος, ανεκδιήγητα πλούσιος. Ότι αυτός είναι αδελφός των αγίων αγγέλων. Ο διάβολος όλα τα σκοτίζει, όλα τα απομακρύνει από τον άνθρωπο, τα διαστρεβλώνει, και του δίνει ψεύτικες ηδονές μεσω των αμαρτιών. Πράγματι έχει δίκαιο ο Απόστολος Παύλος όταν λέει στον άγιο Επίσκοπο και μαθητή του, Απόστολο Τίτο: «ήμεν γάρ ποτέ και ημείς ανόητοι» (Τίτ γ΄, 3) Κοιτάξτε τι λέει ο Απόστολος. Πότε άγιε Απόστολε; Υποδουλωμενοι στίς διάφορες επιθυμίες και στα διάφορα πάθη, τότε είμασταν τρελλοί και ανόητοι.


Δεν θέλει ο Κύριος δια της βίας να σε αναστήση εκ των θανάτων σου, να σε αρπάξη από την αμαρτία. Εσύ πρέπει πρώτος να το πης στον ἴδιο: «Κύριε, αυτή η αμαρτία με βασανίζει. Δεν την θέλω, έχει όμως εξουσία επάνω μου. Ελευθέρωσε με!» Τότε γίνεται θαύμα. Πάντα. Ποτέ ο Κύριος δεν αφήνει χωρίς απάντησι την προσευχή, έστω και του μεγαλυτέρου αμαρτωλού. Δεν υπάρχει φρικτή αμαρτία για τον άνθρωπο, ο οποίος αγρυπνεί επάνω στη δική του συνείδηση, επάνω στη ζωή του. Ξέρει ο άνθρωπος, ότι μετά την προσέλευση του Κυρίου Ιησού Χριστου στον κόσμο, ότι δεν υπάρχη αμαρτία, από την οποία ο Κύριος δεν μπορεί να μας ελευθερώση. Δεν υπάρχει αμαρτία, την οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να νικήση, δεν υπάρχει αμαρτία, την οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να διώξη. Ο Κύριος δίνει την δύναμη. Μόνο κάνε την αρχή. Μόνο αναβόησε, όπως ο άσωτος υιός: «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου». Όταν αμαρτάνης, αμαρτάνης όχι μόνο στον Θεό, αλλά σ’ όλα τα ουράνια κτίσματα, σ’ όλα τα επίγεια κτίσματα. Αμαρτάνεις στα πουλιά, αμαρτάνης στα λουλούδια, τα δένδρα. Αμαρτάνεις σ’ όλα τα ζωντανά όντα. Η αμαρτία είναι πραγματικά φοβερή, άνευ της μετανοίας. Τόσο φοβερή, ώστε να σκοτώνη και να ρίχνη σ’ εκατό θανάτους. Να ρίχνη στην αγκαλιά του διαβόλου και στην αιώνια φρικωδεστάτη κόλαση. Χωρίς αμφιβολία. Γι’ αυτό ο Θεός ήλθε σ’ αυτόν τον κόσμο. Να εξολοθρεύση τον φοβερό δράκοντα, ο οποίος λέγεται αμαρτία. Ήλθε ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός και μας έδωσε όλα τα μεσα να εξολοθρεύσομε την αμαρτία, την κάθε αμαρτία. Εδημιούργησε την Εκκλησία Του επάνω στη γη και της έδωσε όλες τις ουράνιες δυνάμεις, για να νικάμε και εμείς οι άνθρωποι όλες τις αμαρτίες, όλους τους θανάτους μέσα μας και γύρω μας.


Ο Κύριος μας έδωσε τα θαυμαστά Άγια Μυστήρια. Το άγιο Βάπτισμα, τη Θεία Κοινωνία, τα οποία εξολοθρεύουν την αμαρτία. Μας έδωσε και τις θαυμάσιες αρετές, πίστη, ελπίδα, αγάπη, προσευχή, νηστεία, αγρυπνία, πραότητα και όλες τις υπόλοιπες ευαγγελικές αρετές. Γι’ αυτό δεν υπάρχει απόγνωση στον Χριστιανό άνθρωπο σ’ αυτόν τον κόσμο.


Ας ξυπνήση ο Αγαθός Θεός όλους τους αθέους, όλους τους απίστους. Ας κτυπήση τον καθένα με τον κεραυνό του Ουρανίου Ελέους. Με τον κεραυνό του Ουρανίου Ελέους μεσα στη συνείδηση, μεσα στη ψυχή. Ας ξυπνήση ο καθένας και πορευθή στην ουράνια πατρίδα του, στην ουράνια τράπεζα ανάμεσα στους αγίους αδελφούς του, τους αγγέλους. Ας ζήση εκεί μαζί τους δια της αιωνίας Θείας Αληθείας, αιωνίας Θείας Διακαιοσύνης και όλων των αιωνίων ουρανίων χαρών.


Κύριε, Σ’ ευχαριστούμε για το άγιο Ευαγγέλιο αυτό. Σ’ ευχαριστουμε για την αγαθή εἴδηση αυτή. Γιατί δημιούργησες τον άνθρωπο, να μπορή να νικήση κάθε αμαρτία και κάθε διάβολο. Σε Σένα δόξα και ευχαριστία, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Πηγή εδώ

Αγία Κυράννα η Νεομάρτυς

Η Αγία νεομάρτυς Κυράννα γεννήθηκε στο χωριό Αβυσσώκα ή Βυρσόκα, στη σημερινή Όσσα της Θεσσαλονίκης, από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους. Στο Μαρτύριό της αναφέρεται ότι ήταν εξαιρετικά όμορφη. Αυτή η εξωτερική ομορφιά της Κυράννας, που δεν ήταν τίποτε άλλο από το αντικατόπτρισμα της εσωτερικής της ωραιότητας, αποτέλεσε και την αφορμή να οδηγηθεί στο μαρτύριο, καθώς κάποιος γενίτσαρος, εισπράκτορας των φόρων στο χωριό της Κυράννας, που την ερωτεύθηκε, προσπάθησε επανειλημμένα με κολακείες και δώρα να την ελκύσει και να την πείσει να αλλαξοπιστήσει, για να τη νυμφευθεί. Επειδή όμως η Κυράννα δεν αποδεχόταν τις κολακείες, ούτε πολύ περισσότερο τα δώρα του Τούρκου, αυτός νομίζοντας πως θα την κάμψει με τον φόβο άρχισε να την απειλεί ότι θα την βασανίσει σκληρά και τέλος θα την θανατώσει, αν δεν υποχωρήσει και δεν αρνηθεί την πίστη της. Αλλά ούτε αυτά τα μέσα έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα για το γενίτσαρο. Τότε την οδήγησε βίαια στον κριτή της Θεσσαλονίκης και ψευδομαρτύρησε εναντίον της, ότι του είχε δηλώσει ότι θα αλλαξοπιστήσει για να τη νυμφευθεί, αλλά τελικά δεν τήρησε την υπόσχεσή της. Η Αγία Κυράννα με πνευματική ανδρεία ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό. Έτσι οι Τούρκοι την οδήγησαν στη φυλακή.

Ο γενίτσαρος, που την οδήγησε στον κριτή, ζήτησε και έλαβε την άδεια του Αλή Εφέντη, μπέη του κάστρου της Θεσσαλονίκης, να επισκέπτεται την Αγία στη φυλακή, όπου με κολακείες αλλά και βασανιστήρια προσπαθούσε να την μεταπείσει. Όταν έφευγε αυτός, συνέχιζε τα βασανιστήρια ο δεσμοφύλακας, τον οποίο έλεγχαν για την σκληρότητά του τόσο οι υπόλοιποι φυλακισμένοι, όσο και κάποιος άλλος φύλακας Χριστιανός.

Κάποια φορά ο γενίτσαρος επισκέφθηκε και πάλι την Αγία στη φυλακή και την βασάνισε μέχρι θανάτου. Ο Χριστιανός φύλακας επέπληξε τότε δριμύτατα το δεσμοφύλακα και τον απείλησε ότι θα τον καταγγείλει στο πασά, επειδή επέτρεπε να εισέρχονται στη φυλακή παράνομα άνθρωποι ξένοι και να βασανίζουν τους φυλακισμένους. Έτσι, όταν μετά από λίγο ο γενίτσαρος ξαναήλθε στη φυλακή, φοβούμενος ο δεσμοφύλακας δεν του επέτρεψε την είσοδο. Αυτός τότε τον κατήγγειλε στον Αλή Εφέντη, ο οποίος τον κάλεσε και τον επέπληξε, γιατί παράκουσε τις διαταγές του. Ύστερα από αυτό το γεγονός, ο δεσμοφύλακας επέστρεψε οργισμένος στη φυλακή και ξέσπασε πάνω στην Κυράννα, την οποία κρέμασε και άρχισε να χτυπά αλύπητα. Μπροστά σε αυτό το θέμα όλοι οι φυλακισμένοι, ακόμη και οι Μωαμεθανοί, άρχισαν να διαμαρτύρονται και να καταφέρονται εναντίον του δεσμοφύλακος, ο οποίος άφησε την Αγία κρεμασμένη κι έφυγε. Ήταν 28 Φεβρουαρίου του 1751 μ.Χ.

Κατά τις πρώτες πρωϊνές ώρες ένα θείο φως κάλυψε ξαφνικά το σώμα της Αίας Κυράννας, η οποία άφηνε την τελευταία της πνοή, και ύστερα εξαπλώθηκε σε όλη την φυλακή. Μπροστά σε αυτό το θαύμα οι Χριστιανοί ευχαριστούσαν τον Κύριο, ενώ οι Μωαμεθανοί ενόμιζαν ότι ήταν φωτιά και τρομοκρατήθηκαν.

Ο Χριστιανός φύλακας, ο οποίος πήγε να κατεβάσει την κρεμασμένη Αγία, τη βρήκε νεκρή. Στο μεταξύ το φως είχε υποχωρήσει, αλλά παρέμενε σε όλο το χώρο μια άρρητη ευωδία. Ο φύλακας τότε, περιποιήθηκε το ιερό λείψανο της Μάρτυρος, το οποίο την επόμενη μέρα παρέλαβαν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη. Στο Συναξάρι της Νεομάρτυρος αναφέρεται ότι το σκήνωμα της Αγίας ενταφιάσθηκε «ἔξω τῆς πόλεως, ἐκεῖ ὅπου ἐνταφιάζονται καὶ τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν τὰ λείψανα», δηλαδή στο Κοιμητήριο της Αγίας Παρασκευής.

Ασματική ακολουθία της συνέγραψε ο Χριστόφορος Προδρομίτης.

Ως ημέρα της μνήμης της Νεομάρτυρος αναφέρεται σε Λαυρεωτικό Κώδικα η 1η Ιανουαρίου. Στην Όσσα όμως, η Αγία Κυράννα εορτάζεται στις 8 Ιανουαρίου. Αιτία αυτής της εορτολογικής μετατοπίσεως ίσως είναι το ότι ο εορτασμός της κατά τις 28 Φεβρουαρίου συχνά συνέπιπτε με την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, περίοδο χαρμολύπης, ενώ στις 8 Ιανουαρίου επιπλέον οι κάτοικοι της Όσσας ήταν όλοι συγκεντρωμένοι στο χωριό τους εξαιτίας των εορτών των Χριστουγέννων. Η μνήμη της Αγίας τιμάται πανηγυρικά και από τους Οσσαίους της Θεσσαλονίκης και στο ναό της Αχειροποιήτου κατά τη Κυριακή μετά τις 8 Ιανουαρίου.

Στο χωριό Όσσα, βρίσκεται ο Ιερός Ναός της Μεγαλομάρτυρος Αγίας Κυράννας, που είναι και πολιούχος της κοινότητας, αφιερωμένος στη μνήμη της νεομάρτυρος Κυράννας. Ο ναός κτίστηκε το 1840 μ.Χ., όπως αναφέρει ο Αστέριος Θηλυκός ή το 1868 μ.Χ. σύμφωνα με επιγραφή κτίσεως. Σε αυτόν φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Αγίας Κυράννας, φιλοτεχνημένη γύρω στο 1870, από τον Χριστόδουλο Ιωάννου Ζωγράφο από την Σιάτιστα.


Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Χαίρε Όσσης ο γόνος και θείον βλάστημα, Παρθενομάρτυς Κυράννα Νύμφη Χριστού του Θεού, η αθλήσασα στερρώς υστέροις έτεσι, και καθελούσα τον εχθρόν, καρτερία σταθε­ρά. Και νυν απαύστως δυσώπει, υπέρ των πίστει τιμώντων, την μακαρίαν σου άθλησιν.

Κοντάκιον
Ἦχος β΄. Τοῖς τῶν αἱμάτων.
Παρθενομάρτυς Κυράννα πανάθλιε, νύμφη Χριστοῦ ἀληθῶς καλλιπάρθενε, τοὺς τῇ θερμῇ σου πρεσβείᾳ προστρέχοντας, παντοίων νόσων καὶ θλίψεων λύτρωσαι, καὶ δίδου ἡμῖν χαρὰν ἄληκτον.

Κάθισμα
Ἦχος β΄. Πρεσβεία θερμή.
Πρεσβείᾳ τῇ σῇ, προστρέχουσα ἑκάστοτε, Κυράννα σεμνή, λαμβάνει τὰ αἰτήματα, Ὄσσα ἡ σὲ βλαστήσασα, καὶ βοᾷ σοι ἀεὶ μετὰ πίστεως· ἐκ συμφορῶν με ἐν βίῳ πικρῶν, ἀπήμαντον Μάρτυς διαφύλαττε.


Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Βασίλειος ο Ομολογητής

Ο Όσιος Βασίλειος ο Ομολογητής, έζησε και έδρασε επί αυτοκρατορίας Λέοντα Γ' του Ισαύρου (717 - 741 μ.Χ.) του εικονομάχου.

Από μικρή ηλικία ο Βασίλειος εγκατέλειψε τη κοσμική ζωή για να αφιερωθεί στη διδασκαλία του Ευαγγελίου και την άσκηση. Αρχικά ζούσε σε κάποιο ερημητήριο τρέφοντας το πνεύμα του και την ψυχή του με τα δώρα της πίστεως και της αγάπης. Έγινε μαθητής και υποτακτικός του Οσίου Προκοπίου του Δεκαπολίτου (τιμάται 27 Φεβρουαρίου). Όταν όμως οι περιστάσεις τον κάλεσαν, ανταποκρίθηκε με θαυμαστή προθυμία και υπερασπίσθηκε την Ορθοδοξία με θάρρος και παρρησία. Διώχθηκε σκληρά, για την άκαμπτη αντίστασή του και τη θαρραλέα συνηγορία υπέρ της ορθοδοξίας. Φυλακίστηκε και υπέστη πολλά βασανιστήρια.

Όταν πέθανε ο τύραννος Λέων, ο Όσιος Βασίλειος αφέθηκε ελεύθερος και επανήλθε στο ασκητήριό του για να συνεχίσει τους μοναχικούς τους αγώνες.

Μέγας αγωνιστής της Εκκλησίας, στρατευόταν συνεχώς για την ενίσχυση της ορθόδοξης πίστης, για τη διαφώτιση των αιρετικών, για τη στερέωση των πιστών και τη μετάνοια των αμαρτωλών. Έτσι οσιακά αγωνιζόμενος εκοιμήθη εν ειρήνη.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βασίλειον δώρημα, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἐδείχθης Βασίλειε, ὡς βασιλεύσας παθῶν, τοὶς θείοις σου σκάμμασι, σὺ γὰρ ὁμολογία, τὸν σὸν βίον φαιδρύνας, λάμπεις δι' ἀμφοτέρων, ὡς ἀστὴρ σελασφόρος, ἐντεῦθεν τῆς ἀσάλευτου βασιλείας ἠξίωσαι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος.
Τῆς ἐρήμου πολίτης καί ἐν σώματι ἄγγελος, καί θαυματουργός ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατήρ ἡμῶν Βασίλειε· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τούς νοσοῦντας, καί τάς ψυχάς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἐξ ὕψους λαβών, τήν θείαν ἀποκάλυψιν, ἐξῆλθες σοφέ, ἐκ μέσου τῶν συγχύσεων, καί μονάσας ὅσιε, τῶν θαυμάτων εἴληφας τήν ἐνέργειαν, καί τάς νόσους ἰᾶσθαι τῇ χάριτι, Βασίλειε παμμάκαρ Ἱερώτατε.




Κυριακή του Ασώτου

Η δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου είναι αφιερωμένη στην πολύ διδακτική παραβολή του ασώτου υιού (Λουκ.15,13-32). Η παραβολή ομιλεί για ένα πλούσιο νέο ο όποιος άσωτα κατασπατάλησε την περιουσία του σε χώρα μακρινή και στο τέλος κατάντησε να βόσκει χοίρους. Τότε μετανόησε και επέστρεψε στον πατέρα του, που τον δέχθηκε με άπειρη αγάπη και στοργή.

Ο ευαγγελιστής Λουκάς μας διέσωσε την παραβολή αυτή ως εξής: «Εἶπε δέ· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. Καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. Δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. Καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. Καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. Εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. ῏Ην δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη». (Λουκ. 15, 11 - 32)

Απόδοση: «Υπήρχε κάποιος πατέρας που είχε δυο γιους. Ο δεύτερος, κάποια στιγμή, ζήτησε το μερίδιο της κληρονομιάς του και έφυγε σε μακρινές χώρες, όπου σπατάλησε την περιουσία του σε ασωτίες. Τα χρήματα κάποτε τελείωσαν και στην περιοχή έπεσε μέγας λιμός. Αναγκάστηκε να γίνει χοιροβοσκός και να προσπαθεί να χορτάσει από τις βρωμερές και ευτελείς τροφές των χοίρων. Μέσα στη δίνη του θυμήθηκε την αρχοντική ζωή στο πατρικό σπίτι. Θυμήθηκε πως ακόμα και οι δούλοι του πατέρα του ζούσαν ασύγκριτα καλλίτερη ζωή από τη δική του. Τότε πήρε τη μεγάλη απόφαση να γυρίσει στο σπίτι του και να ζητήσει από τον πατέρα του να τον συγχωρήσει και να τον προσλάβει ως δούλο του. Όμως ο στοργικός πατέρας του τον δέχτηκε ως γιο του και τον περιποιήθηκε δεόντως, παρά τις διαμαρτυρίες του μεγάλου γιου του, διότι «νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ήν και ευρέθη».

Η παραβολή είναι ανεξάντλητη σε νοήματα, αφού, όπως λέγεται, ολόκληρο το έργο της Θείας Οικονομίας ευρίσκεται μέσα σ' αυτή. Το βαθύτερο νόημα της παραβολής είναι τετραπλό:
α. Η απελπιστική κατάσταση στην οποία φθάνει ο αμαρτωλός.
β. Η ανάγκη μετανοίας και τα σωτήρια αποτελέσματα της.
γ. Το μέγεθος της θείας Ευσπλαχνίας στην οποία μπορούν να στηρίζονται και οι πλέον αμαρτωλοί, ώστε να μη φθάνουν ποτέ στην απελπισία. Κανένα αμάρτημα, όσο μεγάλο κι αν θεωρείται, δεν μπορεί να υπερνικήσει τη φιλάνθρωπη γνώμη του Θεού και
δ. Η αποφυγή του αισθήματος της αυτάρκειας του δικαιωμένου, όπως θεωρούσε τον εαυτό του ο πρεσβύτερος υιός.

Εάν λοιπόν συναισθανθούμε την πραγματική πνευματική μας κατάσταση και με ειλικρίνεια ομολογήσουμε τα λάθη μας και την κατασπατάληση των ταλάντων πού μας χάρισε ο Θεός, θα καταλάβουμε ότι αυτή την Κυριακή όλοι μας εορτάζουμε και όλοι, κατά κάποιο τρόπο, είμαστε άσωτοι υιοί, απομακρυνθέντες από τον «Οίκον του Ουρανίου Πατρός μας».

Κοντάκιον
Ἦχος γ’.
Τῆς πατρῴας δόξης σου, ἀποσκιρτήσας ἀφρόνως, ἐν κακοῖς ἐσκόρπισα, ὅν μοι παρέδωκας πλοῦτον· ὅθεν σοι τὴν τοῦ Ἀσώτου, φωνὴν κραυγάζω· Ἥμαρτον ἐνώπιόν σου, Πάτερ οἰκτίρμον· δέξαι με μετανοοῦντα, καὶ ποίησόν με, ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.




Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής του Ασώτου

(Λουκ. ιε´ 11-32)
Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. Καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. Καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. Δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. Καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. Καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ᾿Αναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ.
῎Ετι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. Εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. Καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι.
῏Ην δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ῾Ο δὲ εἶπεν αὐτῷ· ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει, καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. ᾿Ωργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ῾Ο οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ῾Ο δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. ῾Ο δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.

Απόδοση σε απλή γλώσσα
Εἶπε ὁ Κύριος τήν παραβολή· κάποιος ἄνθρωπος εἶχε δύο γιούς. ῾Ο μικρότερος ἀπ’ αὐτοὺς εἶπε στὸν πατέρα του· “πατέρα, δῶσε μου τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας ποὺ μοῦ ἀναλογεῖ”· κι ἐκεῖνος τοὺς μοίρασε τὴν περιουσία. ῞Υστερα ἀπὸ λίγες μέρες ὁ μικρότερος γιὸς τὰ μάζεψε ὅλα κι ἔφυγε σὲ χώρα μακρινή. ᾿Εκεῖ σκόρπισε τὴν περιουσία του κάνοντας ἄσωτη ζωή. ῞Οταν τὰ ξόδεψε ὅλα, ἔτυχε νὰ πέσει μεγάλη πείνα στὴ χώρα ἐκείνη, καὶ ἄρχισε κι αὐτὸς νὰ στερεῖται. Πῆγε λοιπόν κι ἔγινε ἐργάτης σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς πολίτες ἐκείνης τῆς χώρας, ὁ ὁποῖος τὸν ἔστειλε στὰ χωράφια του νὰ βόσκει χοίρους. ῎Εφτασε στὸ σημεῖο νὰ θέλει νὰ χορτάσει μὲ τὰ ξυλοκέρατα ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, ἀλλὰ κανένας δὲν τοῦ ἔδινε. Τελικὰ συνῆλθε καὶ εἶπε· “πόσοι ἐργάτες τοῦ πατέρα μου ἔχουν περίσσιο ψωμί, κι ἐγὼ ἐδῶ πεθαίνω τῆς πείνας! Θὰ σηκωθῶ καὶ θὰ πάω στὸν πατέρα μου καὶ θὰ τοῦ πῶ· πατέρα, ἁμάρτησα στὸν Θεὸ καὶ σ’ ἐσένα· δὲν εἶμαι ἄξιος πιὰ νὰ λέγομαι γιός σου· κάνε με σὰν ἕναν ἀπὸ τοὺς ἐργάτες σου”. Σηκώθηκε, λοιπόν, καὶ ξεκίνησε νὰ πάει στὸν πατέρα του.
᾿Ενῶ ἦταν ἀκόμη μακριά, τὸν εἶδε ὁ πατέρας του, τὸν σπλαχνίστηκε, ἔτρεξε, τὸν ἀγκάλιασε σφιχτὰ καὶ τὸν καταφιλοῦσε. Τότε ὁ γιός του τοῦ εἶπε· “πατέρα, ἁμάρτησα στὸν Θεὸ καὶ σ’ ἐσένα καὶ δὲν ἀξίζω νὰ λέγομαι παιδί σου”. ῾Ο πατέρας ὅμως γύρισε στοὺς δούλους του καὶ τοὺς διέταξε· “βγάλτε γρήγορα τὴν καλύτερη στολὴ καὶ ντύστε τον· φορέστε του δαχτυλίδι στὸ χέρι καὶ δῶστε του ὑποδήματα. Φέρτε τὸ σιτευτὸ μοσχάρι καὶ σφάξτε το νὰ φᾶμε καὶ νὰ εὐφρανθοῦμε, γιατὶ αὐτὸς ὁ γιός μου ἦταν νεκρὸς καὶ ἀναστήθηκε, ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε”. ῎Ετσι ἄρχισαν νὰ εὐφραίνονται.
῾Ο μεγαλύτερος γιός του βρισκόταν στὸ χωράφι· καὶ καθὼς ἐρχόταν καὶ πλησίαζε στὸ σπίτι, ἄκουσε μουσικὲς καὶ χορούς. Φώναξε, λοιπόν, ἕναν ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες καὶ ρώτησε νὰ μάθει τί συμβαίνει. ᾿Εκεῖνος τοῦ εἶπε· “γύρισε ὁ ἀδελφός σου, κι ὁ πατέρας σου ἔσφαξε τὸ σιτευτὸ μοσχάρι, γιατὶ τοῦ ἦρθε πίσω γερός”. Αὐτὸς τότε θύμωσε καὶ δὲν ἤθελε νὰ μπεῖ μέσα. ῾Ο πατέρας του βγῆκε καὶ τὸν παρακαλοῦσε, ἐκεῖνος ὅμως τοῦ ἀποκρίθηκε· “ἐγὼ τόσα χρόνια σοῦ δουλεύω καὶ ποτὲ δὲν παράκουσα καμιὰ ἐντολή σου· κι ὅμως σ’ ἐμένα δὲν ἔδωσες ποτὲ ἕνα κατσίκι γιὰ νὰ εὐφρανθῶ μὲ τοὺς φίλους μου. ῞Οταν ὅμως ἦρθε αὐτὸς ὁ γιός σου, ποὺ κατασπατάλησε τὴν περιουσία σου μὲ πόρνες, ἔσφαξες γιὰ χάρη του τὸ σιτευτὸ μοσχάρι”. Κι ὁ πατέρας του τοῦ ἀπάντησε· “παιδί μου, ἐσὺ εἶσαι πάντοτε μαζί μου κι ὅ,τι εἶναι δικό μου εἶναι καὶ δικό σου. ῎Επρεπε ὅμως νὰ εὐφρανθοῦμε καὶ νὰ χαροῦμε, γιατὶ ὁ ἀδελφός σου αὐτὸς ἦταν νεκρὸς κι ἀναστήθηκε, ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε”.

Ο Απόστολος της Κυριακής

(Α´ Κορ. στ´ 12-20)
Αδελφοί, πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος. Τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. Τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι· ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἤγειρε καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. Οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; ῎Αρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; Μὴ γένοιτο. ῎Η οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν; «῎Εσονται» γάρ, φησίν, «οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν»· ὁ δὲ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι. Φεύγετε τὴν πορνείαν. Πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν, ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει. ῎Η οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν ῾Αγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν; ᾿Ηγοράσθητε γὰρ τιμῆς· δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ.

Απόδοση σε απλή γλώσσα
Αδελφοί, μερικοὶ μεταξύ σας λένε· «῞Ολα μοῦ ἐπιτρέπονται». Σωστά· ὅλα ὅμως δὲν εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον. ῞Ολα μοῦ ἐπιτρέπονται, ἐγὼ ὅμως δὲν θὰ ἀφήσω τίποτε νὰ μὲ κυριέψει. Λένε ἐπίσης· «Οἱ τροφὲς προορίζονται γιὰ τὴν κοιλιὰ καὶ ἡ κοιλιὰ εἶναι καμωμένη γιὰ τὶς τροφές»· ὁ Θεὸς ὅμως θὰ τὰ ἀχρηστέψει καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο. Τὸ σῶμα δὲν ἔγινε γιὰ νὰ πορνεύουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ δοξάζουμε τὸν Κύριο, καὶ ὁ Κύριος θὰ δοξάσει τὸ σῶμα. Καὶ ὁ Θεὸς ποὺ ἀνέστησε τὸν Κύριο, μὲ τὴ δύναμή του θὰ ἀναστήσει κι ἐμᾶς. Δὲν ξέρετε ὅτι τὰ σώματά σας εἶναι μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ; Μπορῶ, λοιπόν, νὰ πάρω κάτι ποὺ εἶναι μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τὸ κάνω μέλος τοῦ σώματος μιᾶς πόρνης; Ποτὲ τέτοιο πράγμα! ῍Η μήπως δὲν ξέρετε ὅτι αὐτὸς ποὺ ἑνώνεται μὲ μιὰ πόρνη γίνεται ἕνα σῶμα μαζί της; Γιατί, καθὼς λέει ἡ Γραφή, οἱ δύο θὰ γίνουν ἕνα σῶμα. ῞Οποιος ὅμως ἑνώνεται μὲ τὸν Κύριο, γίνεται ἕνα πνεῦμα μαζί του. Μακριὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν πορνεία! Κάθε ἄλλο ἁμάρτημα ποὺ μπορεῖ νὰ διαπράξει κανεὶς βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα του· αὐτὸς ὅμως ποὺ πορνεύει βεβηλώνει τὸ ἴδιο του τὸ σῶμα. ῍Η μήπως δὲν ξέρετε ὅτι τὸ σῶμα σας εἶναι ναὸς τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ποὺ σᾶς τὸ χάρισε ὁ Θεὸς καὶ βρίσκεται μέσα σας; Δὲν ἀνήκετε στὸν ἑαυτό σας· σᾶς ἀγόρασε ὁ Θεὸς πληρώνοντας τὸ τίμημα. Τὸν Θεὸ λοιπὸν νὰ δοξάζετε μὲ τὸ σῶμα σας καὶ μὲ τὸ πνεῦμα σας, ποὺ ἀνήκουν σ’ ἐκεῖνον.

Άγιος Ηλίας ο Νεομάρτυρας ὁ ἐκ Τραπεζοῦντος

Ο Άγιος Νεομάρτυς Ηλίας καταγόταν από το Κρυονέρι Τραπεζούντας και ήταν υιός του ιερέως Κωνσταντίνου. Συνελήφθη και βασανίστηκε στο Μόλο της Τραπεζούντας (Μουμ Χανέ), το έτος 1749 μ.Χ. και τελικά απαγχονίστηκε. Το άγιο λείψανο αυτού το παρέλαβαν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν στη μονή Θεοσκεπάστου.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Προκόπιος ο Δεκαπολίτης ο Ομολογητής

Ο Όσιος Προκόπιος ο Δεκαπολίτης έζησε στα χρόνια του εικονομάχου αυτοκράτορα Λέοντος του Ισαύρου (717 - 741 μ.Χ.) και διακρίθηκε για την πνευματική γενναιότητά του ως υπέρμαχος της Ορθοδοξίας. Αν και από νεαρή ηλικία ακολούθησε το μοναχισμό, δεν έμεινε στην απομόνωση του κελιού του, αλλά αγωνίσθηκε σθεναρά κατά των εικονομάχων. Γι' αυτό υπέστη πολλά βασανιστήρια, μαστιγώσεις, φυλακές και εξορίες. Διακρίθηκε, επίσης, στον αγώνα της Εκκλησίας κατά των αιρετικών Μονοφυσιτών.

Ο Άγιος Προκόπιος φαίνεται ότι λίγο μετά την αποφυλάκισή του κοιμήθηκε, ενώ κατ' άλλους υπέμεινε μαρτυρικό θάνατο.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Φερωνύμως προκύπτων ἐν ἀσκήσει Προκόπιε, ἤρθης ἐκ δυνάμεως Πάτερ, πρὸς ἀθλήσεως ἔλλαμψιν Χρίστου γὰρ τὴν Εἰκόνα προσκυνῶν, Μαρτύρων ἀνεδείχθης κοινωνός, μεθ' ὧν πρέσβευε παμμάκαρ διαπαντός, ὑπὲρ τῶν ἐκβοώντων σοι, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνερνούντι διὰ σοῦ, πασιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας· καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Προκόπιε Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑωσφόρον σήμερον ἡ Ἐκκλησία, κεκτημένη ἅπασαν, κακοδοξίας τήν ἀχλύν, διασκεδάζει τιμῶσά σε, οὐρανομύστα Προκόπιε ἔνδοξε.

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

Οἱ δοκιμασίες, εἶναι βαρύτερες στούς πιστούς (Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης)

   Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης

«Ὅλοι ὅσοι θέλουν νὰ ζοῦν εὐσεβῶς, θὰ διωχθοῦν» (Β΄ Τιμ. 3/γ: 12) εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Αὐτὸ τὸ «ὅλοι», δὲν εἶναι τυχαῖο. Ἀκόμα καὶ ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, διώχθηκε: «Καταφρονημένος καὶ ἀπορριμμένος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους· ἄνθρωπος θλίψεων καὶ δόκιμος ἀσθένειας· καὶ σὰν ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν ὁποῖο κάποιος ἀποστρέφει τὸ πρόσωπο, καταφρονήθηκε, καὶ τὸν θεωρήσαμε σὰν ἕνα τίποτα» (Ἠσαίας 53/νγ: 3).
Καὶ τὸ ἴδιο εἶπε ὅτι θὰ συνέβαινε στοὺς ἀκολούθους Του: «Νὰ θυμάστε τὸν λόγο, ποὺ ἐγὼ σᾶς εἶπα: Δὲν ὑπάρχει δοῦλος μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν κύριό του. Ἂν ἐμένα δίωξαν, θὰ διώξουν καί σας· ἂν φύλαξαν τὸν λόγο μου, θὰ φυλάξουν καὶ τὸν δικό σας» (Ἰωάννης 15/ἰέ: 20).
Καὶ ὄχι μόνο ἀπὸ διωγμοὺς θὰ ἔπασχαν οἱ πιστοί, ἀλλὰ ἀπὸ κάθε εἴδους θλίψη:«Μέσα στὸν κόσμο θὰ ἔχετε θλίψη· ἀλλά, νὰ ἔχετε θάρρος· ἐγὼ νίκησα τὸν κόσμο» (Ἰωάννης 16/ἴς: 33). Καὶ δήλωσε: «Ἂν κάποιος θέλει νάρθει πίσω μου, ἃς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, κι ἃς σηκώσει τὸν σταυρό του, κι ἃς μὲ ἀκολουθεῖ. Ἐπειδή, ὅποιος θέλει νὰ σώσει τὴ ζωή του, θὰ τὴ χάσει· καὶ ὅποιος χάσει τὴ ζωή του, ἐξαιτίας μου, θὰ τὴ βρεῖ» (Ματθαῖος 16/ἴς: 23,24).
Ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν αὐτὰ τὰ λόγια, ποὺ πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς τὰ ἔχουμε βιώσει «στὸ πετσί μας», παίρνουμε θάρρος μέσα ἀπὸ τὶς θλίψεις, καθὼς βιώνουμε καθημερινά τα λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «σὲ κάθε τί συνιστώντας τὸν ἑαυτό μας ὡς ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ, μὲ πολλὴ ὑπομονή, μὲ  θλίψεις, μὲ ἀνάγκες, μὲ στενοχώριες, 5. μὲ ραβδισμούς, μὲ φυλακές, μὲ ἀκαταστασίες, μὲ κόπους, μὲ ἀγρυπνίες, μὲ νηστεῖες· 6. μὲ καθαρότητα, μὲ γνώση, μὲ μακροθυμία, μὲ ἀγαθότητα, μὲ Πνεῦμα Ἅγιο, μὲ ἀγάπη ἀνυπόκριτη· 7. μὲ λόγο ἀλήθειας, μὲ δύναμη Θεοῦ· μὲ τὰ ὅπλα τῆς δικαιοσύνης, τὰ δεξιὰ καὶ τὰ ἀριστερά· 8. μὲ δόξα καὶ ἀτιμία, μὲ συκοφαντία καὶ μὲ ἐγκωμιασμό· σὰν πλάνοι, ὅμως κάτοχοί της ἀλήθειας· 9. σὰν ἀγνοούμενοι, ἀλλὰ εἴμαστε καλὰ γνωστοί· σὰν νὰ φτάνουμε στὸν θάνατο, ἀλλά, δέστε, ζοῦμε· σὰν νὰ περνᾶμε ἀπὸ παιδεία, ἀλλὰ δὲν θανατωνόμαστε· 10. σὰν λυπούμενοι, ἀλλὰ πάντοτε ἔχουμε χαρά· σὰν φτωχοί, ὅμως πλουτίζουμε πολλούς· σὰν νὰ μὴ ἔχουμε τίποτε, ὅμως τὰ πάντα κατέχουμε» (Β΄ Κορ. 6/ς: 4-10). Θυμᾶμαι σὰν σήμερα, τὰ λόγια ἑνὸς φίλου ἀπίστου, γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ νονοῦ μου, τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς εὐλόγησε μὲ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ κατὰ κόσμον θλιβόταν ὑπερβολικὰ ὡς τὸν θάνατό του. Μοῦ εἶπε ὁ ἄπιστος ἐκεῖνος: «Μὰ πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ ἐπιτρέπει νὰ βασανίζεται τόσο ἕνας δικός Του; Ἂν εἴχατε τὴν ἀληθινὴ πίστη, δὲν θὰ ἦταν ἡ ζωὴ τοῦ ἕνα βασανιστήριο. Νὰ μὴν ἔχει δουλειά, νὰ τὸν κοροϊδεύουν οἱ ἐργοδότες, νὰ ἀρρωσταίνει, νὰ γκρεμίζεται τὸ σπίτι του, νὰ θλίβεται τόσο πολύ!
Αὐτὸ δὲν εἶναι πίστη, εἶναι πλάνη!» Καὶ πράγματι, εἶχα δεῖ κι ἐγὼ αὐτὸν τὸν εὐλογημένο ἄνθρωπο, νὰ προσεύχεται μὲ δάκρυα, νὰ ζητάει ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τὸν πάρει «ΤΩΡΑ!». (Καὶ πράγματι, ἔφυγε νέος, ὅταν ὁ ἀγώνας τοῦ ἔφθασε στὴν τελείωση). Ἀπάντησα στὸν ἄπιστο φίλο μου, ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή.
Ὄχι χαρὰ καὶ διασκέδαση, ἀλλὰ θλίψη καὶ πόνος, καὶ δοκιμασία. Ἀλλὰ δὲν μποροῦν αὐτὸ νὰ τὸ δεχθοῦν ὅλοι. Μάλιστα θὰ ἔλεγα, ὅτι ἂν κάποιος δὲν βιώνει αὐτὴ τὴ θλίψη στὴ Χριστιανική του ζωή, κάτι δὲν πάει καλὰ μὲ αὐτόν. Θὰ πρέπει νὰ ἀνησυχεῖ! Γιατί δὲν γνωρίζω ΚΑΝΕΝΑΝ ποὺ νὰ προοδεύει στὴν ἐν Χριστῷ ζωή, χωρὶς νὰ ὑφίσταται δοκιμασίες καὶ θλίψεις.

Ἀπὸ κάποιο κακό, κάτι καλύτερο θὰ βγεῖ… (Γέροντας Παΐσιος Ἁγιορείτης)

Γέροντα, γιατί πολλοὶ ἄνθρωποι, ἐνῶ πίστευαν, ἔχασαν τὴν πίστη τους;
Ἂν δὲν προσέχει κανεὶς στὰ θέματα τῆς πίστεως καὶ τῆς λατρείας, σιγὰ-σιγὰ ξεχνιέται καὶ μπορεῖ νὰ γίνη ἀναίσθητος, νὰ φθάση σὲ σημεῖο νὰ μὴν πιστεύη τίποτε.
Μερικοί, Γέροντα, λένε ὅτι ἡ πίστη τοὺς κλονίζεται, ὅταν βλέπουν νὰ ὑποφέρουν καλοὶ ἄνθρωποι.
Ἀκόμη κι ἂν κάψη ὁ Θεὸς ὅλους τους καλούς, δὲν πρέπει νὰ βάλη κανεὶς ἀριστερὸ λογισμό, ἀλλὰ νὰ σκεφθῆ πὼς ὁ Θεὸς ὅ,τι κάνει, ἀπὸ ἀγάπη τὸ κάνει. Ξέρει ὁ Θεὸς πῶς ἐργάζεται.
Γιὰ νὰ ἐπιτρέψη νὰ συμβῆ κάποιο κακό, κάτι καλύτερο θὰ βγῆ.
Γέροντα, σήμερα ἀκόμη καὶ τὰ πιστὰ παιδιὰ ἀμφιταλαντεύονται, γιατί στὰ σχολεῖα ὑπάρχουν καθηγητὲς ποῦ διδάσκουν τὴν ἀθεΐα.
Γιατί νὰ ἀμφιταλαντεύωνται; Ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη δεκαεννιὰ χρονῶν ἦταν καὶ διακόσιους φιλοσόφους τους ἀποστόμωσε μὲ τὴν κατὰ Θεὸν γνώση καὶ τὴν σοφία της. Ἀκόμη καὶ οἱ Προτεστάντες τὴν ἔχουν προστάτιδα τῆς ἐπιστήμης.
Στὰ θέματα τῆς πίστεως καὶ στὰ θέματα τῆς πατρίδος δὲν χωρᾶνε ὑποχωρήσεις... πρέπει νὰ εἶναι κανεὶς ἀμετακίνητος, σταθερός.
Γέροντα, παλιὰ προσευχόμουν μὲ πίστη στὸν Θεὸ καὶ ὅ,τι ζητοῦσα μου τὸ ἔκανε. Τώρα δὲν ἔχω αὐτὴν τὴν πίστη. Ποῦ ὀφείλεται αὐτό;
Στὴν κοσμικὴ λογικὴ ποὺ ἔχεις. Ἡ κοσμικὴ λογικὴ κλονίζει τὴν πίστη. «Ἐὰν ἔχητε πίστιν καὶ μὴ διακριθῆτε, πάντα ὅσα ἐὰν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχὴ πιστεύοντες, λήψεσθε», εἶπε ὁ Κύριος. Όλη ἡ βάση ἐκεῖ εἶναι. Στὴν πνευματικὴ ζωὴ κινούμαστε στὸ θαῦμα. Ἐὰν σὺν δύο δὲν κάνει πάντα τρία κάνει καὶ πέντε χιλιάδες καὶ ἕνα ἑκατομμύριο!
Χρειάζεται καλὴ διάθεση καὶ φιλότιμο. Γιατί, ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχη καλὴ διάθεση, τίποτε δὲν καταλαβαίνει. Να, καὶ γιὰ τὴν Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, τόσες λεπτομέρειες εἶχαν πεῖ οἱ Προφῆτες- μέχρι καὶ τί θὰ κάνουν τὰ ἱμάτιά Του, τί θὰ κάνουν τὰ χρήματα τῆς προδοσίας, ὅτι θὰ ἀγοράσουν μ’ αὐτὰ τὸν ἀγρὸ τοῦ Κεραμέως, γιὰ νὰ θάβουν τοὺς ξένους-, ἀλλά, οἱ Ἑβραῖοι πάλι δὲν καταλάβαιναν. «Ὁ δὲ παράνομος Ἰούδας οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι»…

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Ε΄ ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ»

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Αγία Φωτεινή η Μεγαλομάρτυς η Σαμαρείτιδα

Η Αγία Μεγαλομάρτυς Φωτεινή καταγόταν από την Σαμαρειτική πόλη Σιχάρ . Τις πρώτες πληροφορίες για την Αγία τις βρίσκουμε στο Δ΄ κεφάλαιο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου (Δ' 1 - 38).

Κάθε μεσημέρι πήγαινε έξω από την πόλη, στο πηγάδι το λεγόμενο του Ιακώβ, και εγέμιζε την στάμνα της. Εκεί, μια ημέρα, συνάντησε τον Ιησού Χριστό, ο Οποίος εφανέρωσε σ' αυτήν όλη τη ζωή της. Ο Κύριος είπε στην Αγία, ότι Αυτός είναι « τό ὕδωρ τό ζῶν», δηλαδή η αστείρευτη πηγή του Αγίου Πνεύματος. Αυτό το «πνευματικό ὕδωρ» έδωσε ο Κύριος στη Σαμαρείτιδα, η οποία εβαπτίσθηκε Χριστιανή μεταξύ των πρώτων γυναικών της Σαμάρειας και ονομάσθηκε Φωτεινή.

Από τότε αφιέρωσε τον εαυτό της στη διάδοση του Ευαγγελίου στην Αφρική και στη Ρώμη. Εκεί έλαβε και μαρτυρικό θάνατο από τον αυτοκράτορα Νέρωνα (54 - 68), όταν αυτός έμαθε ότι η Αγία Φωτεινή έκανε Χριστιανές τη θυγατέρα του Δομνίνα και μερικές δούλες της.

Μαζί με την Αγία Φωτεινή εμαρτύρησαν οι υιοί της και οι πέντε αδελφές της.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν πηγὴν δεξαμενὴ τῆς σοφίας καὶ χάριτος, ἐκ χειλέων Κυρίου Φωτεινὴ Ἰσαπόστολε, νομίμως ἠγωνίσω πανοικεῖ, καὶ νέμεις φωτισμὸν παρὰ Θεοῦ, τοὶς προστρέχουσι τὴ σκέπη σου τὴ σεπτή, καὶ εὐλαβῶς βοώσί σου. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγούντι διὰ σοῦ, χάριν ἠμὶν καὶ ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Φωτεινὴν καὶ Φωτίδα καὶ Φωτῶ ἀνυμνήσωμεν, σὺν Ἀνατολὴ Φωτεινὸν τὲ Ἰωσὴν θείοις ἄσμασιν, ὁμοὺ Κυριακὴν Παρασκευήν, τοὺς Μάρτυρας Χριστοῦ περιφανεῖς· θείαν χάριν γὰρ αἰτοῦνται καὶ φωτισμόν, τοὶς πίστει ἀνακράζουσι· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι δι' ὑμῶν πάσιν ἰάματα.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Όσιος Πορφύριος επίσκοπος Γάζης

Ο Όσιος Πορφύριος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη από πλούσιους και ευσεβείς γονείς. Αφού εγκατέλειψε και γονείς και πλούτη, στα χρόνια της βασιλείας του Αρκαδίου και Ονωρίου, αναχώρησε για την Αίγυπτο που ήταν τότε μεγάλο μοναστικό κέντρο και έγινε μοναχός σε σκήτη. Μετά πενταετή διαμονή ήλθε στα Ιεροσόλυμα και κήρυσσε στους Ιουδαίους και τους Έλληνες το Ευαγγέλιο του Χριστού. Εκεί ασθένησε σοβαρά από κίρρωση του ήπατος, αλλά παρά την ασθένειά του δεν παρέλειπε καθημερινά να επισκέπτεται το Ναό της Αναστάσεως και τα άλλα ιερά προσκυνήματα, προκαλώντας τον θαυμασμό των άλλων προσκυνητών. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Μάρκος, ο μετέπειτα βιογράφος του Πορφυρίου, ο οποίος είχε μεταβεί, επίσης, για προσκύνημα από την Ασία στα Ιεροσόλυμα και από τότε συνδέθηκαν διά βίου. Ο Μάρκος αποδείχθηκε πιστός και χρήσιμος συνεργάτης του, ανέλαβε μάλιστα να τακτοποιήσει μια σοβαρή εκκρεμότητα που είχε αφήσει στη Θεσσαλονίκη ο Πορφύριος, τον καταμερισμό δηλαδή της οικογενειακής περιουσίας του με τα ενήλικα πλέον αδέλφια του. Κατά την διάρκεια της απουσίας του Μάρκου στη Θεσσαλονίκη, η υγεία του Αγίου Πορφυρίου αποκαταστάθηκε θαυματουργικά, κατόπιν οράματος της σταυρώσεως του Κυρίου και του ευγνώμονος ληστού. Ο Μάρκος διεκπεραίωσε την υπόθεση με τον καλύτερο τρόπο και επέστρεψε με το μερίδιο της περιουσίας, ύψους 4.400 νομισμάτων και με πλήθος αργυρών σκευών και πολύτιμων ενδυμάτων, τα οποία σύντομα εκποίησε και μοίρασε στους πτωχούς και στα μοναστήρια των Ιεροσολύμων και της Αιγύπτου, τα οποία ήταν πολύ πτωχά.

Εκεί χειροτονήθηκε, το έτος 392 μ.Χ., Πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωάννη Β' (386 - 417 μ.Χ.). Μετά την κοίμηση του Επισκόπου Γάζης Αινείου, το 395 μ.Χ., εξελέγη Επίσκοπος της Γάζης και χειροτονήθηκε από τον Επίσκοπο Καισαρείας Ιωάννη. Εκεί, αφού επιτέλεσε πολλά θαύματα, οδήγησε και πολλούς εοδωλολάτρες και αιρετικούς στην αληθινή θεογνωσία.

Για να προστατεύσει ο Άγιος το ποίμνιό του από τις αδικίες των Εθνικών και των αρχόντων, δεν δίστασε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη και να ζητήσει την συνδρομή των αυτοκρατόρων Αρκαδίου (395-408 μ.Χ.) και Ευδοξίας. Εκεί συνάντησε και τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο (βλέπε 13 Νοεμβρίου), ο οποίος τον συνέστησε στον Αμάντιο τον κουβικουλάριο και στους βασιλείς και στήριξε με θέρμη το αίτημά του να καταστήσει γνωστή στους βασιλείς την τυραννία των πολιτικών αρχόντων που καταπίεζαν τον λαό. Παρά τις αρχικές του αντιδράσεις ο βασιλέας επείσθη και χορήγησε στον Άγιο Πορφύριο βασιλικό διάταγμα με το οποίο περιόριζε την δράση των ειδωλολατρών και των λοιπών αιρετικών και με βασιλική χορηγία ανήγειρε εκκλησίες εκεί όπου προηγουμένως βρίσκονταν ειδωλολατρικοί ναοί. Κατάφερε δε ο Άγιος τα κατεδαφιστεί το Μαρνείον, ο περίφημος ναός των Εθνικών Γαζαίων, που είχε ιδρυθεί από τον αυτοκράτορα Αδριανό το έτος 129 μ.Χ. Στην θέση του ανοικοδομήθηκε περικαλλής ναός με χορηγία της αυτοκράτειρας Ευδοξίας, η οποία απέστειλε για τον σκοπό αυτό στην Γάζα τον Αντιοχέα αρχιτέκτονα Ρουφίνο. Ο ναός αυτός, που ονομάστηκε Ευδοξιανός, είχε 32 μεγάλους κίονες από καρυστινό μάρμαρο και τα εγκαίνιά του έγιναν το Πάσχα του 407 μ.Χ.

Κατά τα μετέπειτα έτη ο Άγιος Πορφύριος εργάστηκε για την συγκρότηση της Επισκοπής του. Με ζωηρά χρώματα διασώζει ο βιογράφος του Μάρκος, την φιλανθρωπική και ιεραποστολική του δράση. Το έτος 415 μ.Χ. έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Διοσπόλεως, υπό την προεδρία του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Ιωάννου Β'. Η Σύνοδος αυτή ασχολήθηκε με τον θεολόγο Πελάγιο, ο οποίος είχε καταφύγει στα Ιεροσόλυμα κοντά στον Ιωάννη, μετά την σύγκρουση που είχε στην Αφρική με τον ιερό Αυγουστίνο, Επίσκοπο Ιππώνος (τιμάται 15 Ιουνίου) για τα θέματα του προπατορικού αμαρτήματος και της θείας χάριτος. Στη Σύνοδο αυτή ο Πελάγιος αθωώθηκε, αφού αποδέχθηκε τη βασική διδασκαλία, ότι η θεία Χάρη είναι απαραίτητη για τη σωτηρία του ανθρώπου.

Ο Άγιος αναπαύθηκε το έτος 420 μ.Χ. μετά από σύντομη ασθένεια, σε ηλικία 72 ετών, «τὸν καλὸν ἀγῶνα τετελεκῶς πρὸς τοὺς εἰδωλομανεῖς ἕως τῆς ἡμέρας τῆς κοιμήσεως αὐτοῦ».


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῳ.
Πορφυραυγέσιν ἀρετῶν λαμπηδόσι, καταλαμπρύνας σεαυτὸν Ἱεράρχα, καθάπερ φῶς ἐξέλαμψας Πορφύριε σοφέ, λόγοις γὰρ καὶ θαύμασιν, ἀληθῶς διαπρέψας, πάσιν ἐβεβαίωσας, εὐσέβειας τὴν χάριν καὶ νῦν Χριστῷ ἀΰλως λειτουργῶν, ὑπὲρ τοῦ κόσμου, μὴ παύση δεόμενος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Πορφύριε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ἱερωτάτοις σου τρόποις κοσμούμενος, ἱερωσύνης στολῇ κατηγλάϊσαι, παμμάκαρ θεόφρον Πορφύριε, καί ἰαμάτων ἐμπρέπεις δυνάμεσι, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπέρ πάντων ἡμῶν.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐν πέτρᾳ τῆς πίστεως, ἐρηρεισμένος σοφέ, τὴν πέτραν ἐπόθησας, ἣν εἶδε πρὶν Δανιήλ, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν· ὕψωσας τὴν φωνήν σου, καὶ τὸν νοῦν πρὸς τὸν Κτίστην, ἔβαλες τοὺς ὀχλοῦντας, τῇ σαρκὶ πολεμίους, τῇ σῇ σφενδόνῃ Γάζης ὁ σεπτός, πρόβολος Πάτερ Πορφύριε.

Ὁ Οἶκος
Ὑπεραστράπτει πλέον ἡλίου, Πορφυρίου ἡ μνήμη τοῦ σοφοῦ, ἀστραπαῖς θαυμάτων πᾶσαν τὴν κτίσιν φωταγωγοῦσα, καὶ διώκουσα πλάνην τὴν τῶν εἰδώλων, καὶ τοὺς πιστούς σελαγίζουσα, πάντας εὐφραίνει· Θεῷ γὰρ εὐαρεστήσας ἐπὶ γῆς, τῶν σημείων ἀπείληφε τὴν χάριν, πάντας ἰᾶσθαι, παρεστὼς τῇ Τριάδι ὁλόφωτος, καὶ πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

Ἀνεφάρμοστος ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ;

«Αδύνατα! Αδύνατα είναι τα παραγγέλματα του Θεού», φωνάζουν πολλοί εκ των ανθρώπων στις ημέρες μας. «Η χριστιανική ζωή είναι ακατόρθωτη», προσθέτουν άλλοι. Επειδή συχνά πυκνά ακούεται η παραπάνω ένσταση, γι’ αυτό θα ασχοληθούμε ιδιαίτερα με την αναίρεση αυτής προς εδραίωση της πίστεως των χριστιανών.
Καταρχήν ας δούμε σε ποιους παρουσιάζονται αδύνατα και ακατόθωτα τα παραγγέλματα του Θεού.
Οι εντολές του Θεού εμφανίζονται ως ανεφάρμοστες στους ανθρώπους, που άφησαν τον εαυτό τους να επηρεασθεί από τις διδαχές της πλάνης, που δημιουργούν τα ποικίλα σύγχρονα αθεϊστικά και υλιστικά ρεύματα και τα οποία αναβλύζουν από περιοδικά, βιβλία,, εκπομπές του ραδιοφώνου και της τηλεοράσεως και σκοπό τους έχουν να ψυχράνουν στις ψυχές των ανθρώπων την πίστη προς τον Χριστό, να κλονίσουν το σεβασμό προς τη χριστιανική ηθική, να τους απομακρύνουν από την Εκκλησία και το δρόμο του Θεού.
Με δύο λόγια, οι άνθρωποι που ζουν μακριά από τον Θεό εξυπηρετούν την αμαρτία, εκείνοι ισχυρίζονται ότι η χριστιανική ζωή είναι ακατόρθωτη. Και είναι αναμενόμενο αυτό. Γιατί η αμαρτία πληγώνει τη θέληση του ανθρώπου. Την εξασθενεί. Φυσικό επακόλουθο είναι στους ανθρώπους με την εξησθενημένη θέληση να παρουσιάζονται τα παραγγέλματα του Ευαγγελίου αδύνατα και ακατόρθωτα. Νικημένοι αυτοί από τα πάθη τους είναι ανελεύθεροι και δούλοι σ’ αυτά. Γι’ αυτό και ο απόστολος Πέτρος διαπιστώνει: «Σ’ εκείνο το πάθος, από το οποίο κανείς έχει νικηθεί, σ’ αυτό έχει δουλωθεί».
Στη συνέχεια έρχεται και ο Σατανάς, ο οποίος μισεί και πολεμεί τον άνθρωπο. Και τι τους ψιθυρίζει; «Που ζείτε; Οι κοινωνικές συνθήκες έχουν αλλάξει. Οι άνθρωποι δεν είναι όπως τα παλαιά χρόνια. Ζουν διαφορετικά. Δεν βλέπετε ότι οι περισσότεροι δεν λογαριάζουν το Ευαγγέλιο; Σεις θα αποτελείτε εξαίρεση; Άσχημα τα περνούν οι πολλοί; Δεν χαίρονται τη ζωή τους; Δεν γλεντούν τα νιάτα τους; Μη σκέπτεσθε αφύσικα και αδύνατα πράγματα. Τόσα χρόνια που ζήσατε τη ζωή του κόσμου, άσχημα περάσατε; Συνεχίστε, λοιπόν, το δρόμο σας και μη ακούτε τι λένε οι παπάδες».
Τέτοια και παρόμοια σφυρίζει στο νου των ανθρώπων ο διάβολος. Και δυστυχώς, πολλοί γίνονται θύματα του πονηρού. Τον πιστεύουν. Κι εφόσον αποδέχονται τις εισηγήσεις του πονηρού, αυτός δεν τους αφήνει να απομακρυνθούν από τη ζωή της αμαρτίας. Είναι φυσικό κατόπιν όλων αυτών η χριστιανική ζωή να τους παρουσιάζεται αδύνατη και ακατόρθωτη.
Έτσι παρατηρείτε το νέο εκείνο, που έχει επηρεασθεί από τις σύγχρονες ιδέες περί ελευθερίας, να αφήνει τον εαυτό του ανεξέλεγκτο, να παρασύρεται από την κοσμική ζωή των διασκεδάσεων με άσεμνους χορούς, ξενύχτια και ασωτίες. Είναι δούλος πλέον των προτιμήσεων και των ορέξεών του. Υποδουλώθηκε στις απαιτήσεις της κοσμικής ζωής και των παθών. Απομακρύνθηκε από το Χριστό και την αλήθεια Του. Πως κατόπιν αυτής της διαγωγής του να μη του φανούν ακατόρθωτα και απραγματοποίητα όσα ζητεί ο Χριστός;
Δέστε και το ναρκομανή. Το πάθος τον κατάντησε δούλο του. Γι’ αυτό τον βλέπετε να σπεύδει και να ενδίδει καθημερινά και να ζει για τα ναρκωτικά στην περίπτωση αυτή, πως θα ζήσει ζωή χριστιανική; Και πώς να μη του παρίστανται αδύνατα και απραγματοποίητα όσα απαιτεί ο Νόμος του Θεού;
Το ίδιο συμβαίνει και με όλους εκείνους, που η αμαρτία δελέασε και υπέταξε, όπως είναι ο οινοπότης, ο χαρτοπαίκτης, ο αισχροκερδής, ο σαρκολάτρης και άσωτος.

Πηγή: «Η Εκκλησία, η αήττητη Βασιλεία», Αρχιμ. Καλλίστρατος Ν. Λυράκης, Αθήνα - Νοέμβριος 2007

Ψάχνω τον Θεό να μου πει…

ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ... Μία ανέκδοτη ιστορία που είπε κάποτε ο π. Μελέτιος. Αξίζει τον κόπο να διαβάσετε. “Κάποτε ένας χωρικός...

Κάποτε ένας χωρικός άκουσε στην εκκλησία ότι αν δώσεις ελεημοσύνη θα λάβεις εκατονταπλάσια από τον Θεό. Είπε λοιπόν στην γυναίκα του να δώσουν ως ελεημοσύνη το μοναδικό βόδι που είχαν και ο Κύριος θα τους επέστρεφε 100 βόδια για την καλή τους πράξη. Δεν δίστασε δε καθόλου να δώσει το βόδι του, έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη στον Κύριο. Έδωσε λοιπόν το βόδι και περίμενε την ανταπόδοση από τον Θεό. Περνούσε ο καιρός και τα 100 βόδια δεν ερχόταν. Ένα πρωί λοιπόν αποφάσισε να ανέβει στο γειτονικό βουνό για να βρει τον Θεό και να τον ρωτήσει πότε θα του έδινε τα 100 βόδια που άκουσε στο κήρυγμα του ιερέα. Ανεβαίνοντας στο βουνό συνάντησε έναν ασκητή. «Πού πηγαίνεις;» ρώτησε ο ασκητής. «Πάω να βρω τον Θεό να τον ρωτήσω πότε θα μου στείλει τα εκατό βόδια , για την ελεημοσύνη που έκανα». «Όταν Τον συναντήσεις», είπε ο ασκητής, «ρώτησέ Τον και για μένα. Είμαι στο βουνό και ζω ασκητικά εδώ και σαράντα χρόνια. Κέρδισα τελικά την Βασιλεία των Ουρανών;». «Ευχαρίστως να Τον ρωτήσω» αποκρίθηκε ο χωρικός και συνέχισε τον δρόμο του. Λίγο πιο πάνω συνάντησε έναν γέρο άντρα με λευκή γενιάδα. «Ποιόν ψάχνεις;» ρώτησε ο γέροντας. «Άκουσα στην εκκλησία ότι αν κάνω ελεημοσύνη, θα πάρω εκατονταπλάσια από τον Θεό. Ψάχνω λοιπόν τον Θεό να μου πει πότε θα με ανταμείψει για την ελεημοσύνη μου». «Γύρνα στο σπίτι σου και σκάψε κάτω από το δέντρο στην αυλή σου. Θα βρεις ένα τσουκάλι με λίρες. Μη το πεις πουθενά, μόνο συνέχισε να βοηθάς τον κόσμο και δεν θα στερηθείς τίποτα στη ζωή σου». «Σε ευχαριστώ γέροντα. Και κάτι ακόμα. Ερχόμενος να σε βρω, συνάντησα έναν ασκητή και μου ζήτησε να σε ρωτήσω αν μετά από σαράντα χρόνια πνευματικών αγώνων και άσκησης, κέρδισε τελικά την Βασιλεία των Ουρανών». «Να πεις σε αυτόν τον ασκητή ότι κι άλλα σαράντα χρόνια να κάτσει στο βουνό δεν θα κερδίσει την Βασιλεία των Ουρανών. Τον ασκητή αυτόν του δίνω κάθε μέρα ένα παξιμάδι εδώ και σαράντα χρόνια. Σήμερα , ξέροντας ότι θα έρθεις του έδωσα δύο παξιμάδια , ένα για αυτόν και ένα για σένα. Αυτός όμως αντί να σου δώσει το ένα , τα κράτησε και τα δύο για τον εαυτό του , χωρίς να έχει εμπιστοσύνη σε μένα. Εσύ όμως χωρίς δισταγμό έδωσες το βόδι σου πιστεύοντας σε αυτό που άκουσες στην εκκλησία».

Άγιος Ρηγίνος ο Ιερομάρτυρας επίσκοπος Σκοπέλου

Ο Άγιος Ρηγίνος γεννήθηκε στην Λεβαδιά της Βοιωτίας στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. από ευσεβείς και ενάρετους γονείς, οι οποίοι τον βοήθησαν να λάβει την θύραθεν παιδεία αλλά και την ορθόδοξη αγωγή. Η αγάπη του για τον Κύριο και η πνευματική του πρόοδος τον μεταμόρφωσαν σε σκεύος εκλογής και σε ναό της Αγίας Τριάδας.

Ο Άγιος έζησε την εποχή που βασίλευσαν οι δύο υιοί του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο μεν Κωνστάντιος στην Κωνσταντινούπολη (Ανατολή), ο δε Κώνστας στη Ρώμη (Δύση). Και οι δύο διάδοχοι του Μεγάλου Κωνσταντίνου είχαν ανατραφεί με τις αρχές της χριστιανικής πίστεως, αλλά ο μεν Κωνστάντιος συνειδητά είχε αποδεχθεί τις αρχές του Αρειανισμού, ο δε Κώνστας παρέμεινε πιστός στις δογματικές αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Και οι δύο είχαν ως κοινά χαρακτηριστικά της θρησκευτικής τους πολιτικής, αφ' ενός με την καταπολέμηση της εθνικής θρησκείας, αφ' ετέρου δε την υπεράσπιση της ενότητας της Εκκλησίας.

Η εκκλησιαστική τους πολιτική είχε ως συνέπεια όχι μόνο την συντήρηση, αλλά και την διεύρυνση της εκκλησιαστικής διασπάσεως μεταξύ των οπαδών και των αντιπάλων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Οι συνεχείς παρεμβάσεις, αυθαίρετες ή μη, στα εκκλησιαστικά πράγματα υπήρξαν πηγή εντάσεως στις αρειανικές έριδες του 4ου αιώνος μ.Χ.

Έτσι ο Άγιος απεστάλη στη νήσο Σκόπελο από τον θείο του Αχίλλειο (15 Μαΐου, πολιούχο της πόλεως της Λαρίσης), για να ενισχύσει τους εξορίστους που βρίσκονταν εκεί και να τους στερεώσει στην ορθόδοξη πίστη.

Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες του Συναξαριστή του Αγίου Αχιλλείου, ο Άγιος Ρηγίνος παρακολούθησε τις εργασίες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου το 325 μ.Χ. μαζί με τον Αγιο Αχίλλειο. Όμως, μολονότι καταδικάστηκε ομόφωνα από τους Αγίους Πατέρες η αίρεση του Αρειανισμού, οι οπαδοί του Αρείου δεν εξέλιπαν και συνέχιζαν να διαδίδουν τις αιρετικές κακοδοξίες τους. Επικράτησε εκ νέου μεγάλη αναταραχή στους κόλπους της Εκκλησίας, κρίση και κατά συνέπεια χωρισμός σε δύο παρατάξεις, κάτι που ανησύχησε ιδιαίτερα τους δύο αυτοκράτορες Κωνστάντιο και Κώνστα. Τελικά οι δύο αυτοκράτορες συμφώνησαν να συγκληθεί μια νέα Σύνοδος στη Σαρδική (Σόφια). Πράγματι η Σύνοδος συγκλήθηκε το 343 μ.Χ. Έλαβε μέρος και ο Άγιος Ρηγίνος, ο οποίος ανασκεύασε όλες τις αιρέσεις με τον λόγο και την τόλμη της γνώμης του.

Μετά την λήξη της Συνόδου ο Άγιος Ρηγίνος επέστρεψε στη Σκόπελο. Αλλά και πάλι η Εκκλησία του Χριστού εκλυδωνίσθηκε και ταράχθηκε από τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως Ιουλιανό τον Παραβάτη (361 - 363 μ.Χ.), ο οποίος θέλησε να επαναφέρει την θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων.

Στη διάρκεια των διωγμών που διέταξε ο βασιλέας, έφθασε στην Σκόπελο ο Έπαρχος της Ελλάδος και των Σποράδων. Αμέσως κάλεσε τον ποιμενάρχη της Σκοπέλου και του υπέδειξε να αλλάξει πίστη και να ασπασθεί την ειδωλολατρία. Όμως ο Αγιος περιφρόνησε την υπόδειξή του και ενέμεινε με πνευματική ανδρεία και σταθερότητα στην πατρώα ευσέβεια. Στις 25 Φεβρουαρίου του 362 μ.Χ. οδηγήθηκε για τελευταία φορά ενώπιον του Επάρχου. Στις προτροπές του να αρνηθεί τον Χριστό, ο Άγιος δεν έδωσε καμία απάντηση. Έτσι οδηγήθηκε στο στάδιο της νήσου, όπου υπέστη και άλλα φρικτά βασανιστήρια, και ακολούθως στη θέση «Παλαιό γεφύρι», όπου αποκόπηκε από τον δήμιο η τίμια κεφαλή του. Τη νύχτα οι Χριστιανοί παρέλαβαν το τίμιο σκήνωμα του Αγίου και το ενταφίασαν μέσα στο δάσος του υπερκείμενου λόφου, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα ο τάφος του.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Ταράσιος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινούπολης

Ο Άγιος Ταράσιος γεννήθηκε, ανατράφηκε και εκπαιδεύθηκε στην Κωνσταντινούπολη από γονείς ευσεβείς και ευγενείς, τον Γεώργιο, κριτή και πατρίκιο και την Ευκρατία και ήταν θείος του Αγίου Φωτίου . Λόγω της μεγάλης του μορφώσεως ανυψώθηκε στο αξίωμα του πρωτασηκρίτου.

Οι εκκλησιαστικές περιστάσεις την εποχή εκείνη ήταν αρκετά σοβαρές. Υπήρχε ακόμα ο πόλεμος των εικονομάχων, η δε θέση των Ορθοδόξων έγινε ακόμη πιο δύσκολη διά του θανάτου του Πατριάρχου Παύλου Δ' του Κυπρίου . H βασίλισσα Ειρήνη η Αθηναία, η οποία επιτρόπευε τον ανήλικο υιό της Κωνσταντίνο ΣΤ' (780 - 798 μ.Χ.), κατανόησε, ότι χρειαζόταν εκκλησιαστικός ηγέτης με ευσέβεια, θεολογική κατάρτιση και διοικητική ικανότητα, για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις περιστάσεις και τα προβλήματα. Έτσι εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από τους λαϊκούς ο Άγιος Ταράσιος παρά τις επίμονες αρνήσεις του, αφού έλαβε υπόσχεση από τους βασιλείς, ότι θα συγκληθεί Οικουμενική Σύνοδος που θα αντιμετωπίσει τα διάφορα θεολογικά ζητήματα και τα εκκλησιαστικά θέματα. Η χειροτονία του νέου Πατριάρχου έγινε στις 25 Δεκεμβρίου 784 μ.Χ.

Κατά την διάρκεια της πατριαρχίας του ο Άγιος μερίμνησε για την αποκατάσταση των σχέσεων με την Δυτική Εκκλησία επί Πάπα Αδριανού Α' (771 - 795 μ.Χ.) και την σύγκλιση της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, το έτος 787 μ.Χ., στη Νίκαια, η οποία καταδίκασε τους εικονομάχους και ακύρωσε την εικονομαχική Σύνοδο του έτους 754 μ.Χ. θέτοντας ως βάση του δογματικού καθορισμού τα σχετικά συγγράμματα του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού . Η όγδοη συνεδρία της Συνόδου έγινε στην Κωνσταντινούπολη, στα ανάκτορα, όποι οι βασιλείς Ειρήνη και Κωνσταντίνος υπέγραψαν τους Όρους της Συνόδου.

Στην ευσέβεια και το εκκλησιαστικό ήθος του Αγίου οφείλεται και η μέριμνα που έλαβε η Εκκλησία κατά της σιμωνίας, του χρηματισμού δηλαδή για την απόκτηση εκκλησιαστικών αξιωμάτων και ιδιαίτερα των επισκοπικών θέσεων. Παράλληλα ο Άγιος ανέπτυξε πλούσια φιλανθρωπική και κοινωνική δράση και διακρίθηκε για την ελεημοσύνη του προς τους πτωχούς.

Η αγάπη του προς τον μοναχισμό εκφράστηκε και με την ίδρυση Μονής στο στενό του Βοσπόρου, στην οποία και ενταφιάσθηκε μετά την οσιακή κοίμησή του την Τετάρτη της Α' εβδομάδας των Νηστειών, το έτος 806 μ.Χ. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Α' ο Ραγκαβές (811 - 813 μ.Χ.) τον Μάρτιο του έτους 813 μ.Χ. ενέδυσε τον τάφο του Αγίου με άργυρο, επιδεικνύοντας έτσι και αυτός και η βασίλισσα Προκοπία τον σεβασμό τους προς την μνήμη του Αγίου.

Η Σύναξη του Αγίου Ταρασίου ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Ταράσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Βίου ὀρθότητι, καλλωπιζόμενος, φωστὴρ ὑπέρλαμπρος, ὤφθης τοῦ Πνεύματος, καὶ τὴν Εἰκόνα τοῦ Χρίστου, Συνόδω ἐν τὴ Ἕβδομη, προσκυνεὶν ἐκήρυξας, ὀρθοδόξως μακάριε, στῦλος καὶ ἑδραίωμα, Ἐκκλησίας γενόμενος, διὸ τοὺς σοὺς ἀγῶνας γεραίρει, Πάτερ Ἱεράρχα Ταράσιε.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὥσπερ μέγας ἥλιος, ταῖς τῶν δογμάτων, καὶ θαυμάτων λάμψεσι, φωταγωγεῖς διαπαντός, τῆς οἰκουμένης τὸ πλήρωμα, οὐρανομύστα, παμμάκαρ Ταράσιε.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὀρθοδόξοις δόγμασι, τήν Ἐκκλησίαν φαιδρύνας, καί Χριστοῦ μακάριε, τήν σεβασμίαν Εἰκόνα, σέβεσθαι, καί προσκυνεῖσθαι πᾶσι διδάξας, ἤλεγξας, Εἰκονομάχων ἄθεον δόγμα· διά τοῦτο σοι βοῶμεν, Ὦ Πάτερ χαίροις, σοφέ Ταράσιε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’.Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Κατὰ παθῶν βασιλεύσας τῶν τῆς σαρκός, Ἱεράρχης ἐχρίσθης θεοπρεπῶς, καὶ τὴν βασιλεύουσαν, ὀρθοδόξως ἐποίμανας, ἀπελάσας θῆρας, αἱρέσεων θεόπνευστε, τὴν τῶν σεπτῶν εἰκόνων, τρανώσας προσκύνησιν· ὅθεν μετὰ τέλος, ἀτελεύτητον χάριν, ἀξίως κεκλήρωσαι, Ἱεράρχα Ταράσιε. Διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Τὴν σκοτισθεῖσάν μου ψυχὴν τῷ σκότει τῶν πταισμάτων, φωτὶ τοῦ σοῦ ἐλέους καταύγασον Σωτήρ μου, καὶ λογισμὸν ἐπ' ἀγαθοῖς δώρησαί μοι Χριστέ μου, ἐκκαθάρας τὴν ἀχλὺν τῶν φαύλων ἐνθυμήσεων, ἵν' ὅπως κατ' ἀξίαν ἰσχύσω τὸν σὸν Ἱεράρχην ἀνυμνῆσαι, καὶ φθάσαι τὸν βίον, καὶ τὰς πράξεις τὰς λαμπράς, καὶ τὴν ἔνθεον πίστιν, καὶ τὸν ζῆλον, ὃν ὑπὲρ τῆς σῆς ἐκτήσατο, Ἐκκλησίας, ἥτις κατὰ χρέος αὐτὸν εὐφημοῦσα κραυγάζει· Οὐρανομύστα, παμμάκαρ Ταράσιε.


Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

Τα αποτελέσματα της αμετανοησίας και σκληροκαρδίας

Είναι φοβερό το γεγονός, αλλά αληθινό. Κάποιοι χριστιανοί φοιτητές του Πανεπιστημίου το διηγήθηκαν πολύ εντυπωσιασμένοι, όταν ήρθαν στην Παναγιά για να προσκυνήσουν. Είπαν συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλον:
- Είχαμε έναν καθηγητή, που φαινόταν πολύ καλός και μελιστάλακτος. Επειδή μας φερόταν ήπια, τον συμπαθούσαμε. Τον βλέπαμε δε μερικές φορές να έρχεται και στην Εκκλησία και να κοινωνάει. Μετά από αυτά, πιστεύαμε πως ήταν καλός χριστιανός. Όμως μας περίμενε μεγάλη έκπληξη , για να μην πούμε φρίκη!

Κάποια μέρα μάθαμε ότι αρρώστησε βαριά. Αποφασίσαμε να τον επισκεφτούμε. Πήγαμε σπίτι του σε μια μοναχική βίλλα σε αριστοκρατικό προάστιο, αλλά η γυναίκα του σχεδόν μας έδιωξε , ταραγμένη και ενοχλημένη. Ενώ δε μας μιλούσε από την πόρτα, ακούγονταν μέσα στο σπίτι γαυγίσματα και ουρλιαχτά. Μερικοί το σχολίασαν και είπαν:
- Αυτοί οι πλούσιοι και τρανοί, πολλές φορές τα σκυλιά τους τα βάζουν μέσα στο σπίτι και ζουν μαζί τους. Δεν έχουν καταλάβει ότι τα ζώα πρέπει να ζουν στους κήπους ή στα κτήματα. Αυτός είναι ο προορισμός τους.

Τέλος πάντων , φύγαμε απογοητευμένοι. Όταν όμως μάθαμε ότι τον καθηγητή μας τον πήγαν στο νοσοκομείο ετοιμοθάνατο, αποφασίσαμε να τον επισκεφθούμε εκεί. Αγοράσαμε και λουλούδια και σε λίγο ανεβαίναμε τις σκάλες του νοσοκομείου που οδηγούσαν σε ειδικές σουίτες, ιδιαίτερα πολυτελή δωμάτια για τους οικονομικά ισχυρούς. Καθώς πλησιάζαμε , πάλι σκυλιά ακούγαμε , πάλι ουρλιαχτά. Ένας είπε αγανακτισμένος:
- Κι εδώ σκυλιά; Ούτε στο νοσοκομείο δεν τ’ αποχωρίζονται;

Εκείνη τη στιγμή έβγαινε από ένα διαμέρισμα η προϊσταμένη , η οποία έτυχε να είναι γνωστή ενός φοιτητή της συντροφιάς μας. Μας ρώτησε ποιόν θέλαμε και όταν άκουσε το όνομα, ταράχθηκε και μας λέει:
- Φύγετε! Φύγετε γρήγορα! Αυτά τα γαυγίσματα και τα ουρλιαχτά που ακούτε είναι από αυτόν! Δεν υπάρχουν σκυλιά. Έχει φοβερή αγωνία και επιθετικότητα. Σηκώνεται και παλεύει με αόρατους για μας εχθρούς. Οι νοσοκόμες αρνούνται να μπουν στο δωμάτιό του. Μάθαμε ότι ανήκε σε μια σκοτεινή αίρεση, που είναι αντίχριστη και αντίθεη.

Εκεί θεό έχουν τον μαμωνά (το χρήμα) και την ανθρώπινη δόξα.
- Μα αυτός κοινωνούσε!... , παρατήρησε ένας από μας.
- Ίσως γι’ αυτό η ευθύνη του είναι μεγαλύτερη. Ήθελε να κοροϊδέψει τον Θεό και τους ανθρώπους αλλά «ο Θεός ου μυκτηρίζεται» ,παρατήρησε η προϊσταμένη λυπημένη , και συνέχισε:
- Τώρα , οι δαίμονες , που έχουν δικαιώματα επάνω του, απαιτούν την ψυχή του!... Κάντε του λίγη προσευχή, παιδιά μου, να τον ελεήσει ο Θεός, μας προέτρεψε φιλάνθρωπα.
Φύγαμε από κει πολύ προβληματισμένοι . Καταλάβαμε πολύ καλά όλοι πως δεν πρέπει να παίζουμε με την ψυχή μας και την σωτηρία μας.

Αυτά είπαν τα νιάτα, που μερικές φορές ξεπερνούν σε σύνεση τις μεγαλύτερες ηλικίες, και τα γηρατιά ακόμη. Και πράγματι, δεν είναι φοβερό να φθάνει ο άνθρωπος στο τέλος της ζωής του και να μην αισθάνεται την ανάγκη να πει ένα “Θεέ μου, συγχώρεσε με ” ή “ελέησέ με”; Είναι φοβερή η σκληροκαρδία και η πόρωση. Να μην αισθάνεται την ανάγκη της αφέσεως των αμαρτιών του από τον Θεό μέσω του ιερού Μυστηρίου της Εξομολογήσεως; Ο Θεός ο φιλανθρωπότατος δίνει το έλεος. Έχει πει: “Τον ερχόμενον προς με ου μη εκβάλω έξω”. Όταν ο άνθρωπος όμως αδιαφορεί και αφήνει τον δαίμονα να του νεκρώνει τον σωτήριο αυτό πόθο; Τότε θα δει, μόλις έρθει στις τελευταίες αναπνοές του, τα φοβερά αποτελέσματα, αλλά θα είναι πλέον αργά!
Οι συγγενείς, οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό έχουν ευθύνη και πρέπει να βοηθούν τον ετοιμοθάνατο στο να μετάσχει στα σωτήρια Μυστήρια , έστω και την τελευταία στιγμή.
Το καλύτερο όμως είναι ο άνθρωπος σε όλη του τη ζωή να ετοιμάζεται για την ιερώτατη αυτή στιγμή της γεννήσεώς του στην αιωνιότητα. Τότε θα έχει μια ωραία κατά Θεόν ζωή κι ένα γλυκό ειρηνικό τέλος, μέσα στη Χάρη και την αγάπη του Χριστού και της Παναγίας.
Μια ωραία μέρα έχει και μια ωραία δύση, που πορεύεται για την αιώνια ανατολή στη βασιλεία του Θεού.

Θεέ μου συγχώρεσε με ὅταν κλαίγομαι!

Σήμερα σὲ ἕνα λεωφορεῖο, εἴδα μία ὄμορφη κοπέλα μὲ χρυσαφένια μαλλιά. Τη ζήλεψα…Φαινόταν τόσο χαρούμενῃ…Καὶ εὐχήθηκα να ἤμουν καὶ ἐγὼ τόσο ὄμορφος. Ὅταν σηκώθηκε να κατέβει, τὴν εἴδα να περπατάει κουτσαίνοντας στο διάδρομο, εἶχε ἕνα ποδὶ καὶ περπατοῦσε μὲ δεκανίκι. Ἀλλὰ καθὼς περπατοῦσε…τὶ χαμόγελο!
Θεέ μου συγχώρεσε μὲ ὅταν κλαίγομαι ἐγὼ ἔχω δύο πόδια. Ὁ κόσμος εἶναι δικός μου.
Σταμάτησα να ἀγοράσω καραμέλες. Τὸ παιδί πού τις πουλοῦσε ἤταν τόσο χαριτωμένο. Μίλησα μαζὶ τοῦ καὶ ἤταν πολὺ χαρούμενο. Δεν εἶχε σημασία ἂν θὰ ἀργοῦσα στην δουλεία. Καὶ καθὼς ἔφευγα μου εἶπε: “Σᾶς εὐχαριστῶ. Εἶστε τόσο εὐγενικός. Μοῦ ἀρέσει να μιλὼ μὲ ἀνθρώπους σὰν ἐσάς. Βλέπετε…πρόσθεσε εἶμαι τυφλός”.
Θεέ μου συγχώρεσε μὲ ὅταν κλαίγομαι ἐγὼ ἔχω δύο μάτια .Ὁ κόσμος εἶναι δικός μου.
Ἀργότερα καθὼς περπατούσα στον δρόμο εἴδα ἕνα παιδὶ μὲ γαλανὰ μάτια. Στεκόταν καὶ κοίταζε τὰ ἄλλα παιδιά που ἔπαιζαν .Δεν ἤξερέ τι να κάνει. Σταμάτησα καὶ τοῦ εἶπα: “Γιατὶ δεν πᾶς να παίξεις κι ἐσὺ;”Τὸ παιδὶ συνέχισε να κοιτάζει μπροστὰ τοῦ χωρὶς να μιλήσει καὶ οὔτε κατάλαβα ὅτι δεν ἄκουγε.
Θεέ μου συγχώρεσε μὲ ὅταν κλαίγομαι ἐγὼ ἔχω ἀκούω .Ὁ κόσμος εἶναι δικός μου.
Μὲ πόδια να μὲ πηγαίνουν ὅπου θέλω, με μάτια για να βλέπω τὸ ἠλιοβασίλεμα μὲ αὐτιὰ για να ἀκούω τὰ πάντα .
Θεέ μου συγχώρεσε με ὅταν κλαίγομαι.Εἶμαι πραγματικὰ εὐλογημένος.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Α' και Β' Εύρεση Τιμίας κεφαλής του Αγίου Προφήτου, προδρόμου και βαπτιστού Ιωάννη

Όταν αποκεφαλίσθηκε από τον Ηρώδη ο Αγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, η τιμία κεφαλή αυτού τοποθετήθηκε μέσα σε αγγείο από όστρακο και κρύφθηκε στην κατοικία του Ηρώδη. Μετά από πολλά χρόνια, ο Αγιος Ιωάννης φανερώθηκε στο όνειρο δύο μοναχών, οι οποίοι είχαν αναχωρήσει για τα Ιεροσόλυμα με σκοπό να προσκυνήσουν το τάφο του Κυρίου, αγγέλλοντας σε αυτούς που βρίσκεται η τιμία κεφαλή του. Κι εκείνοι, αφού την βρήκαν, την είχαν με τιμές. Από αυτούς την παρέλαβε κάποιος κεραμεύς και την μετέφερε στην πόλη των Εμεσηνών. Όταν όμως πέθανε την κληροδότησε στην αδελφή του. Και από τότε διαδοχικά περιήλθε σε πολλούς, για να καταλήξει στα χέρια κάποιου ιερομονάχου αρειανού που ονομαζόταν Ευστάθιος και εφύλαξε την τιμία κάρα σε σπήλαιο. Από εκεί, μεταφέρθηκε επί Ουάλεντος (364 - 378 μ.Χ.), στο Παντείχιον της Βιθυνίας μέχρι που ο Θεοδόσιος ο Μέγας (379 - 395 μ.Χ.) ανεκόμισε αυτή στο Έβδομο της Κωνσταντινουπόλεως, όπου ανέγειρε μέγα και περικαλλέστατο ναό.

Βεβαίως, περί της ευρέσεως της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου υπάρχουν και άλλες αντιφατικές παραδόσεις. Κατ' άλλη εκδοχή η τιμία κάρα βρέθηκε στην Έμεσα το 458 μ.Χ., επί βασιλείας Λέοντος Α΄ (457 - 474 μ.Χ.), ενώ άλλοι δέχονται ότι αυτή βρέθηκε το 760 μ.Χ. και μεταφέρθηκε στο ναό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Έμεσα. Από εκεί μετακομίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη, επί βασιλείας Μιχαήλ Γ΄ (842 - 867 μ.Χ.) και πατριαρχίας Ιγνατίου.

Περί των ιερών λειψάνων του Τιμίου Προδρόμου βρίσκουμε ειδήσεις και σε διαφόρους χρονογράφους. Ο Ζωναράς αναφέρει ότι το 968 μ.Χ. ο Νικηφόρος Φωκάς βρήκε στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας «βόστρυχον τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου αἵματι περφυμένον», που μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη. Πέντε δε χρόνια νωρίτερα κόμισε στην Κωνσταντινούπολη από τη Βέροια της Συρίας, περί τον Απρίλιο του 963 μ.Χ., μέρος του ιματίου του Τιμίου Προδρόμου. Σύμφωνα με άλλη μαρτυρία ο Νικηφόρος Φωκάς βρήκε στην Κρήτη «τὸ ἔνδυμα τοῦ Προφήτου ἐκ τριχῶν καμήλου τυγχάνον καὶ περὶ τὸν τράχηλον ἠμαγμένον».

Η Σύναξη της ευρέσεως της Τιμίας Κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου ετελείτο στο Προφητείο του, που βρισκόταν στην τοποθεσία την ονομαζομένη Φωρακίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ἐκ γῆς ἀνατείλασα ἡ τοῦ Προδρόμου κεφαλή, ἀκτῖνας ἀφίησι τῆς ἀφθαρσίας, πιστοῖς τῶν ἰάσεων· ἄνωθεν συναθροίζει, τήν πληθύν τῶν Ἀγγέλων, κάτωθεν συγκαλεῖται, τῶν ἀνθρώπων τό γένος, ὁμόφωνον ἀναπέμψαι, δόξαν Χριστῷ τῷ Θεῷ.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Προφήτα Θεοῦ, καί Πρόδρομε τῆς χάριτος, τήν Κάραν τήν σήν, ὡς ῥόδον Ἱερώτατον, ἐκ τῆς γῆς εὑράμενοι, τάς ἰάσεις πάντοτε λαμβάνομεν· καί γάρ πάλιν ὡς πρότερον, ἐν κόσμῳ κηρύττεις τήν μετάνοιαν.



Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

Ἡ Προσευχή τοῦ Ἰησοῦ

Ἀρχίζοντας νά μιλῶ γιά τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, ἐπικαλοῦμαι τή βοήθεια τοῦ παναγάθου καί παντοδύναμου Ἰησοῦ ἐνάντια στή ραθυμία μου καί ἀναθυμοῦμαι τά λόγια τοῦ δικαίου Συμεών γιά τόν Κύριο: « Ἰδού οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ καί εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λουκ. 2,34). Ἀκριβῶς ὅπως ὁ Κύριος ἦταν καί εἶναι σημεῖον ἀληθείας, ἕνα σημεῖον ἀντιλεγόμενο, ἀντικείμενο ἀμφισβήτησης καί ἀσυμφωνίας μεταξύ ἐκείνων ποὺ Τόν γνωρίζουν καί ἐκείνων ποὺ δέν Τόν γνωρίζουν, ἔτσι καί ἡ προσευχή στό πανάγιο ὄνομά Του, ποὺ εἶναι, μέ τήν πλήρη σημασία τῆς λέξεως, μέγα καί θαυμαστό σημεῖο, ἔχει καταστεῖ θέμα ἀμφισβήτησης καί διχογνωμίας μεταξύ τῶν ὅσων ἀσκοῦνται σ' αὐτήν καί ὅσων δέν τήν ἐφαρμόζουν. Κάποιος ἀπό τούς Πατέρες δίκαια παρατηρεῖ ὅτι αὐτός ὁ τρόπος προσευχῆς ἀπορρίπτεται μόνον ἀπό ἐκείνους ποὺ δέν τόν ξέρουν καί τόν ἀπορρίπτουν αὐτοί ἀπό προκατάληψη καί σφαλερές ἀντιλήψεις ποὺ σχημάτισαν γι' αὐτόν.



Μή δίνοντας προσοχή στήν κατακραυγή ποὺ ἀπορρέει ἀπό προκατάληψη καί ἄγνοια, ἐμπιστευόμενοι στό ἔλεος καί τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, προσφέρουμε στούς ἀγαπητούς πατέρες καί ἀδελφούς τήν ταπεινή μας μελέτη γιά τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ μέ βάση τήν Ἁγία Γραφή, τήν Ἐκκλησιαστική παράδοση καί τά γραπτά κείμενα τῶν Πατέρων, στά ὁποῖα ἐκτίθεται ἡ διδασκαλία γιά τήν παναγία καί παντοδύναμη αὐτὴ προσευχή. «Ἄλαλα γενηθήτω τά χείλη τά δόλια τά λαλοῦντα ἀνομίαν», ἐνάντια στό «δίκαιο» καί μεγαλοπρεπές ὄνομά Του «ἐν ὑπερηφανείᾳ» μέσα στή βαθιά τους ἄγνοια καί μέ περιφρόνηση γιά τά θαυμάσια τοῦ θεοῦ. Ἀναλογιζόμενοι τό μεγαλεῖο του ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ καί τή σώζουσα δύναμη τῆς προσευχῆς ποὺ γίνεται στό ὄνομά Του, ἀναφωνοῦμε μέ πνευματική εὐφροσύνη καί θαυμασμό: «Ὡς πολύ τό πλῆθος τῆς χρηστότητάς σου, Κύριε, ἥς ἔκρυψας τοῖς φοβουμένοις σε, ἐξειργάσω τοῖς ἐλπίζουσιν ἐπί σέ ἐναντίον τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. 30,19-20).



Ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ λέγεται μ' αὐτά τά λόγια: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν». Ἀρχικά λεγόταν χωρίς τήν προσθήκη τῶν λέξεων «τόν ἁμαρτωλόν». Οἱ λέξεις αὐτές προστέθηκαν στά ἄλλα λόγια τῆς προσευχῆς μεταγενέστερα. Οἱ τελευταῖες αὐτές λέξεις, παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Νεῖλος Σόρσκυ, ποὺ ὑποδηλώνουν συνείδηση καί ὁμολογία τῆς πτώσης, εἶναι ταιριαστές γιά μᾶς καί εὐάρεστες στό Θεό, ποὺ μᾶς ἔδωσε ἐντολή νά προσευχόμαστε γιά νά ἀναγνωρίζουμε καί νά ἐξομολογούμαστε τήν ἁμαρτωλότητά μας(1). Οἱ Πατέρες ἐπιτρέπουν στούς ἀρχάριους, ἀπό σεβασμό πρός τήν ἀδυναμία τους, νά χωρίζουν τήν προσευχή σέ δύο μέρη καί νά λέγουν κάποτε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν» καί κάποτε «Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν». Αὐτό, ὅμως, εἶναι ἁπλῶς μία παραχώρηση ἤ ἐπιείκεια, καί καθόλου μία ἐντολή ἤ κανόνας ποὺ ἀπαιτεῖ ἀνελλιπῆ συμμόρφωση. Εἶναι πολύ καλύτερο νά λέγεται ἀδιάλειπτα ἡ ἴδια προσευχή ὁλόκληρη, χωρίς ὁ νοῦς νά περισπᾶται ἤ νά σκοτίζεται μέ ἀλλαγές ἤ μέ ἔγνοια γιά ἀλλαγές. Ἀκόμα κι ἐκεῖνος ποὺ βρίσκει ἀναγκαία κάποια ἀλλαγή ἐξ αἰτίας τῆς ἀδυναμίας του, δέν πρέπει νά ἐπιτρέπει κάτι τέτοιο στόν ἑαυτό του συχνά. Γιά παράδειγμα, τό πρῶτο μισό τῆς προσευχῆς εἶναι δυνατό νά λέγεται ὡς τό ἄλλο μισό ὕστερα ἀπό τό γεῦμα. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναίτης ἀπαγορεύει τίς συχνές ἀλλαγές, λέγοντας: «Οὐ ριζοῦνται τά φυτά συνεχῶς μεταφυτευόμενα».

Αὐτός ὁ τρόπος προσευχῆς, τό νά προσεύχεται δηλαδή κανείς λέγοντας τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, εἶναι θεῖος θεσμός, ποὺ θεσπίστηκε ὄχι μέσω Ἀποστόλου ἤ Ἀγγέλου, ἀλλά ἀπό τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι Θεός ὁ ἴδιος. Μετά τόν μυστικό δεῖπνο, ἀνάμεσα σ' ἄλλες ὑψηλές, ὕστατες ἐντολές καί ὁδηγίες, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός θέσπισε τήν προσευχή στό ὄνομά Του. Ἔδωσε αὐτό τόν τρόπο προσευχῆς σάν μία νέα, ἐξαίρετη καί ἀνεκτίμητη δωρεά. Οἱ Ἀπόστολοι γνώριζαν ἤδη μερικῶς τή δύναμη τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, μ' αὐτό θεράπευσαν ἀνίατες ἀρρώστιες καί ὑπέταξαν δαίμονες, καί μ' αὐτό τούς κατανίκησαν, τούς ἔδεσαν καί τούς ἐξέβαλαν. Αὐτό τό πανίσχυρο καί θαυμαστό ὄνομα ὁ Κύριός μας ἀφήνει ἐντολή νά τό χρησιμοποιοῦμε στήν προσευχή. Ὑποσχέθηκε ὅτι τέτοια προσευχή θά εἶναι ἰδιαίτερα ἀποτελεσματική. «Ὅ,τι ἄν αἰτήσητε τόν πατέρα», εἶπε στούς ἁγίους Ἀποστόλους, «ἐν τῷ ὀνόματί μου, τοῦτο ποιήσω, ἵνα δοξασθῇ ὁ πατήρ ἐν τῷ υἱῷ. Ἐάν τί αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐγώ ποιήσω» (Ἰωαν. 14,13). « Ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι ὅσα ἄν αἰτήσετε τόν πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δώσει ὑμῖν. Ἕως ἄρτι οὐκ ἠτήσατε οὐδέν ἐν τῷ ὀνόματί μου αἰτεῖτε καί λήψεσθε, ἵνα ἡ χαρά ὑμῶν ᾖ πεπληρωμένη» (Ἰωαν. 16,23-24).

Ἅγιος Ἰγνάτιος Brianchaninov

Τὸ ἄναμα τοῦ κεριοῦ στὴν Ἐκκλησία καὶ ἡ σημασία του

Ὁ Συμεὼν Θεσσαλονίκης μᾶς λέγει ὅτι τὸ κερὶ ποὺ ἀνάβουμε ἔχει ἕξι συμβολισμούς:
1. Συμβολίζει τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς μας, γιατί εἶναι κατασκευασμένο ἀπὸ καθαρὸ κερὶ μέλισσας.
2. Ἐπίσης τὴν πλαστικότητα τῆς ψυχῆς μας, μιὰ καὶ εὔκολα πάνω του μποροῦμε νὰ χαράξουμε ὀ,τιδήποτε.
3. Ἀκόμη τὴν Θεία Χάρη, ἐπειδὴ τὸ κερὶ προέρχεται ἀπὸ τὰ ἄνθη ποὺ εὐωδιάζουν.
4. Ἐπιπλέον συμβολίζει τὴν θέωση, στὴν ὁποία πρέπει νὰ φθάσουμε, ἐπειδὴ τὸ κερὶ ἀνακατεύεται μὲ τὴ φωτιὰ καὶ τῆς δίνει τροφή.
5. Καὶ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ ἐπίσης δείχνει, καθὼς καίει καὶ φωτίζει στὸ σκοτάδι.
6. Καὶ τέλος συμβολίζει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εἰρήνη ποὺ πρέπει νὰ χαρακτηρίζουν κάθε χριστιανό, ἐπειδὴ τὸ κερὶ καίγεται ὅταν φωτίζει, ἀλλὰ καὶ παρηγορεῖ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ φῶς τοῦ μέσα στὸ σκοτάδι.

Ἀνάβοντας κερὶ πρέπει νὰ θυμόμαστε ὅτι πρέπει νὰ ζοῦμε μέσα στὸ φῶς ποὺ πήραμε μὲ τὴν βάπτισή μας.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Άγιος Πολύκαρπος Επίσκοπος Σμύρνης

Ο Άγιος Πολύκαρπος γεννήθηκε περί το 80 μ.Χ. από ευσεβείς και φιλόθεους γονείς, τον Παγκράτιο και τη Θεοδώρα, που είχαν εγκλειστεί στη φυλακή για την πίστη του Χριστού, και βαπτίσθηκε Χριστιανός σε νεαρή ηλικία. Υπήρξε μαζί με τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο (βλέπε 20 Δεκεμβρίου) μαθητής του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Λίγο πριν αναχωρήσει από τον πρόσκαιρο αυτό βίο ο Άγιος Βουκόλος, Επίσκοπος Σμύρνης (βλέπε 6 Φεβρουαρίου), χειροτόνησε μετά των Αγίων Αποστόλων, ως διάδοχό του, τον Άγιο Πολύκαρπο και μετά κοιμήθηκε με ειρήνη.

Ο Άγιος παρακολούθησε με αγωνία και προσευχή τη σύλληψη του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, Επισκόπου Αντιοχείας και τα μαρτύρια αυτού. Η αγάπη του προς τον θεοφόρο Πατέρα μαρτυρείται και από την Επιστολή την οποία έγραψε προς τους Φιλιππησίους. Σε αυτή την επιστολή τους συγχαίρει για την φιλοξενία, την οποία παρείχαν στον Άγιο Ιγνάτιο, όταν αυτός διήλθε από την πόλη τους. Το κείμενο αυτό του Αγίου Πολυκάρπου διακρίνεται για τον αποστολικό, θεολογικό και ποιμαντικό χαρακτήρα του.

Ο Άγιος Πολύκαρπος, διακρινόταν για την σωφροσύνη, τη θεολογική κατάρτιση και την αφοσίωση στη διδασκαλία του Ευαγγελίου, καθώς μιλούσε πάντα σύμφωνα με τις Γραφές. Ήταν ο γνησιότατος εκπρόσωπος της αποστολικής διδασκαλίας σε όλες τις Εκκλησίες της Ασίας. Ο Άγιος Ειρηναίος  παρέχει την πληροφορία ότι ο Άγιος Πολύκαρπος μετέστρεψε πολλούς από τις αιρέσεις του Βαλεντίνου και του Μαρκίωνος στην Εκκλησία του Θεού. Διηγείται μάλιστα και ένα επεισόδιο αναφερόμενο στη στάση του Αγίου Πολυκάρπου έναντι του Μαρκίωνος. Όταν ο αιρεσιάρχης αυτός τον πλησίασε κάποτε και του απηύθυνε την παράκληση: «ἐπεγίνωσκε ἠμᾶς», δηλαδή αναγνώρισέ μας, ο Άγιος απάντησε: «ἐπιγινώσκω, ἐπιγινώσκω σὲ τὸν πρωτότοκον τοῦ Σατανᾶ».

Ένα άλλο επεισόδιο ανάγεται στη γεροντική ηλικία του Αγίου Πολυκάρπου. Όπως είναι γνωστό, οι Εκκλησίες της Μικράς Ασίας εόρταζαν το Πάσχα στις 14 του μηνός Νισσάν, σε οποιαδήποτε ημέρα και αν τύχαινε αυτό. Αντίθετα οι άλλες Εκκλησίες δεν εόρταζαν καθόλου το Πάσχα, αλλά αρκούνταν στον εβδομαδιαίο κατά Κυριακή εορτασμό της Αναστάσεως, τονίζοντας ασφαλώς περισσότερο τον εορτασμό της πρώτης Κυριακής μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας. Επειδή λόγω της διαφοράς αυτής η Εκκλησία της Ρώμης τηρούσε αυστηρή στάση έναντι των Μικρασιατών, ο Άγιος Πολύκαρπος αναγκάσθηκε να μεταβεί στη Ρώμη, για να διευθετήσει το ζήτημα και άλλα δευτερεύοντα θέματα, με τον Επίσκοπο Ρώμης Ανίκητο .

Μετά την επιστροφή του από την Ρώμη, υπέργηρος πλέον, συνέχισε την αποστολική δράση του με τόση επιτυχία, ώστε προκάλεσε την οργή των ειδωλολατρών. Αυτή η προδιάθεση ήταν φυσικό να προκαλέσει το μαρτύριό του, που ακολούθησε την εξής πορεία. Ο Κόιντος, ζηλωτής Χριστιανός, ο οποίος ήλθε στη Σμύρνη από τη Φρυγία, παρακίνησε ομάδα Φιλαδελφέων Χριστιανών να προσέλθουν στον ανθύπατο Στάτιο Κοδράτο, για να δηλώσουν σε αυτόν την ιδιότητά τους και την πίστη τους στον Χριστό, πράγμα το οποίο φυσικά προοιώνιζε θάνατο. Τελικά μαρτύρησαν όλοι, εκτός από τον Κόιντο, ο οποίος δειλιάσας την τελευταία στιγμή, θυσίασε στα είδωλα. Ο όχλος, αν και θαύμασε την γενναιότητα των Μαρτύρων, απαιτούσε να εκτελεσθούν οι «άθεοι» και να αναζητηθεί ο Άγιος Πολύκαρπος, ο οποίος πιεζόμενος από τους Χριστιανούς είχε αναχωρήσει σε κάποιο αγρόκτημα. Τελικά ο Άγιος συνελήφθη το έτος 167 μ.Χ. και οδηγήθηκε ενώπιον του ανθυπάτου.

Ο γηραιός Επίσκοπος δεν ταράχθηκε. Το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο και λαμπερό. Ο αστυνόμος Ηρώδης και ο πατέρας του Νικήτας προσπάθησαν να πείσουν τον Άγιο να αρνηθεί τον Χριστό. Ο Άγιος όμως, με πνευματική ανδρεία απάντησε ότι υπηρετεί τον Χριστό επί 86 έτη χωρίς καθόλου να Τον εγκαταλείψει. Πως μπορούσε λοιπόν τώρα να Τον βλασφημήσει και να Τον αρνηθεί; Ο ανθύπατος τότε διέταξε να τον ρίξουν στην φωτιά. Ο Γέρων Πολύκαρπος αποδύθηκε μόνος τα ιμάτιά του και περίμενε προσευχόμενος λέγοντας: «Κύριε, ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ, ὁ τοῦ ἀγαπητοῦ καὶ εὐλογητοῦ παιδός Σου Ἰησοῦ Χριστοῦ Πατήρ, δι’ Οὐ τὴν περὶ Σοῦ ἐπίγνωσιν εἰλήφαμεν, ὁ Θεὸς τῶν ἀγγέλων καὶ δυνάμεων, καὶ πάσης τῆς κτίσεως, καὶ παντὸς τοῦ γένους τῶν δικαίων, οἱ ζώσιν ἐνώπιόν Σου, εὐλογῶ Σε, ὅτι ἠξίωσας μὲ ἧς ἡμέρας καὶ ὥρας ταύτης τοῦ λαβεῖν μὲ μέρος ἐν ἀριθμῷ τῶν μαρτύρων Σου, ἐν τῷ ποτηρίῳ τοῦ Χριστοῦ Σου, εἰς ἀνάστασιν ζωῆς αἰωνίου, ψυχῆς τε καὶ σώματος, ἐν ἀφθαρσίᾳ Πνεύματος Ἁγίου, ἐν οἲς προσδεχθείην ἐνώπιόν Σου σήμερον ἐν θυσίᾳ πίονι καὶ προσδεκτή, καθὼς προητοίμασας καὶ προσεφανέρωσας καὶ ἐπλήρωσας ὁ ἀφευδὴς καὶ ἀληθινὸς Θεός. Διὰ τοῦτο καὶ περὶ πάντων αἰνῶ Σε, εὐλογῶ Σε, δοξάζω Σε, σὺν τῷ αἰωνίῳ καὶ ἐπουρανίω Ἰησοῦ Χριστό....».

Η φωτιά σχημάτισε γύρω από το σώμα του Αγίου Πολυκάρπου καμάρα χωρίς να τον αγγίζει. Τότε στρατιώτης εκτελεστής τελείωσε τον Άγιο Μάρτυρα διά του ξίφους. Έπειτα το Ιερό λείψανο ρίφθηκε στην φωτιά, οι δε πιστοί συνέλεξαν τα ιερά λείψανα αυτού.

Η Σύναξη του Αγίου Πολυκάρπου ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τήν κλῆσιν τοῖς ἔργοις σου, ἐπισφραγίσας σοφέ, ἐλαία κατάκαρπος, ὤφθης ἐν οἴκῳ Θεοῦ, Πολύκαρπε ἔνδοξε∙ σύ γαρ ως Ἱεράρχης, καί στερρός Ἀθλοφόρος, τρέφεις τήν Ἐκκλησίαν, λογικῇ εὐκαρπίᾳ, πρεσβεύων Ἱερομάρτυς, ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Καί τρόπων μέτοχος, καί θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Πολύκαρπε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Καρπούς τούς λογικούς, τῷ Κυρίῳ προσφέρων, Πολύκαρπε σοφέ, ἀρετῶν δι᾽ ἐνθέων, ἐδείχθης ἀξιόθεος, Ἱεράρχα μακάριε· ὅθεν σήμερον, οἱ φωτισθέντες σοῖς λόγοις, ἀνυμνοῦμέν σου, τήν ἀξιέπαινον μνήμην, Θεόν μεγαλύνοντες.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τὸν τῆς χάριτος βότρυν ἐν τῇ ψυχῇ, ἀληθῶς γεωργήσας Πάτερ σοφέ, ὡς οἶνον ἐξέβλυσας, τὸν τῆς πίστεως λόγον, τὸν εὐφραίνοντα πάντων, Πιστῶν τὴν διάνοιαν, καὶ θαυμάτων ὤφθης ἀπέραντον πέλαγος· ὅθεν καὶ Μαρτύρων, καλλονὴ ἀνεδείχθης, πυρὶ τελειούμενος, καὶ φωτὸς ἀξιούμενος, ἀϊδίου Πολύκαρπε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν Μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Τὴν τῆς σοφίας χρηστότητα ἀρυσάμενος, ἐξ αὐτῆς Πάτερ ἔπλησας θεογνωσίᾳ τὴν ποίμνην σου, καὶ τῆς παναγίας καὶ ἀρρήτου Θεότητος τὸ τρισήλιον ἤστραψας, τοῦ Πατρος τὸ ἀγέννητον, Υἱοῦ δὲ τὴν γέννησιν καὶ ἐκπόρευσιν Πνεύματος, μίαν Θεότητα, μίαν δόξαν τρανῶς ἐκδιδάξας, καὶ εἰδώλων ἀθεΐαν ἐκ ποδῶν ἀποποιήσας, καρπούς δὲ ὡρίμους, ψυχὰς πιστευόντων προσάγων τούτῳ ἔνδοξε, ἐν ᾧ βεβαπτίσμεθᾳ, εἰς ὃν καὶ πιστεύομεν, δοξάζοντες Κύριον.