Τον καιρό που είχε τη διεύθυνση της Σχολής ο άγιος Νεκτάριος, για κάποιο διάστημα ο επιστάτης της Σχολής αρρώστησε. Όταν βγήκε από το Νοσοκομείο, οι γιατροί του είπαν να μην εργαστεί, τουλάχιστον για τρεις μήνες γιατί διαφορετικά θα βάλει σε κίνδυνο τη ζωή του. Οι εργαζόμενοι όμως τότε δεν ήταν μόνιμοι και δεν είχαν ασφάλεια, οπότε υπήρχε το ενδεχόμενο να χάσουν τη δουλειά τους. Αυτό φοβήθηκε και ο επιστάτης της Ριζαρείου.
Μια μέρα λοιπόν, μετά από κάποια μικρή ανάρρωση πήγε στη Σχολή και είδε τα πάντα να είναι πεντακάθαρα. Τον έκοψε κρύος ιδρώτας. Θα πήραν άλλον, υπέθεσε. Πήγε και την άλλη μέρα στη Σχολή και διαπίστωσε πάλι το ίδιο. Βέβαιος πια ότι τον απέλυσαν, πήγε να βρει το διευθυντή της Σχολής. Ο Άγιος τον δέχθηκε με πολλή καλοσύνη και του είπε:
– Μην ανησυχείς, παιδί μου, δεν πρόκειται να σε απολύσουν. Να κάνεις ό,τι σου είπαν οι γιατροί.
– Μα ποιος θα καθαρίζει Σεβασμιώτατε τόσον καιρό; Του αποκρίθηκε εκείνος.
- Μην σε απασχολεί παιδί μου, αυτό. Όλα θα είναι καθαρά, σαν να ήσουν εδώ εσύ.
Έφυγε ο επιστάτης γεμάτος χαρά, αλλά και περιέργεια για το ποιος θα καθάριζε τους χώρους της Σχολής τόσους μήνες που θα έλειπε.
Όταν πήγε σπίτι του, του ήλθε η σκέψη να πάει πρωί-πρωί την άλλη μέρα για να δει τι συμβαίνει. Πήγε, αλλά βρήκε πάλι τη Σχολή πεντακάθαρη.
– Αύριο θα πάω πιο πρωί για να δω επιτέλους τι γίνεται, σκέφθηκε.
Πράγματι, μόλις χάραξε, έφθασε στη Σχολή. Και τι να δει! Ο Διευθυντής της Σχολής είχε μαζεμένα τα ράσα του και με μια σκούπα και έναν κουβά στο χέρι καθάριζε τους χώρους και τα αποχωρητήρια! Δεν κρατήθηκε, έτρεξε κοντά του και του είπε:
– Σεβασμιώτατε, εσείς κάνετε αυτή την ταπεινωτική εργασία; Σας παρακαλώ, να μην το ξανακάνετε αυτό. Από αύριο θα έρχομαι εγώ. Αισθάνομαι τώρα καλύτερα αλλά και δεν θέλω να κάνετε εσείς αυτή τη δουλειά που πρέπει να την κάνω εγώ.
Ο άγιος Νεκτάριος τον πήρε τότε από το χέρι, τον οδήγησε στο Γραφείο και του είπε:
– Παιδί μου, καμιά εργασία δεν είναι ταπεινωτική. Ο Θεός ευλόγησε την εργασία και ευλογεί και αυτούς που εργάζονται. Αυτό που είδες δεν θα το πεις σε κανέναν, αν θέλεις να μη σε απολύσει η επιτροπή της Σχολής!
Μια μέρα λοιπόν, μετά από κάποια μικρή ανάρρωση πήγε στη Σχολή και είδε τα πάντα να είναι πεντακάθαρα. Τον έκοψε κρύος ιδρώτας. Θα πήραν άλλον, υπέθεσε. Πήγε και την άλλη μέρα στη Σχολή και διαπίστωσε πάλι το ίδιο. Βέβαιος πια ότι τον απέλυσαν, πήγε να βρει το διευθυντή της Σχολής. Ο Άγιος τον δέχθηκε με πολλή καλοσύνη και του είπε:
– Μην ανησυχείς, παιδί μου, δεν πρόκειται να σε απολύσουν. Να κάνεις ό,τι σου είπαν οι γιατροί.
– Μα ποιος θα καθαρίζει Σεβασμιώτατε τόσον καιρό; Του αποκρίθηκε εκείνος.
- Μην σε απασχολεί παιδί μου, αυτό. Όλα θα είναι καθαρά, σαν να ήσουν εδώ εσύ.
Έφυγε ο επιστάτης γεμάτος χαρά, αλλά και περιέργεια για το ποιος θα καθάριζε τους χώρους της Σχολής τόσους μήνες που θα έλειπε.
Όταν πήγε σπίτι του, του ήλθε η σκέψη να πάει πρωί-πρωί την άλλη μέρα για να δει τι συμβαίνει. Πήγε, αλλά βρήκε πάλι τη Σχολή πεντακάθαρη.
– Αύριο θα πάω πιο πρωί για να δω επιτέλους τι γίνεται, σκέφθηκε.
Πράγματι, μόλις χάραξε, έφθασε στη Σχολή. Και τι να δει! Ο Διευθυντής της Σχολής είχε μαζεμένα τα ράσα του και με μια σκούπα και έναν κουβά στο χέρι καθάριζε τους χώρους και τα αποχωρητήρια! Δεν κρατήθηκε, έτρεξε κοντά του και του είπε:
– Σεβασμιώτατε, εσείς κάνετε αυτή την ταπεινωτική εργασία; Σας παρακαλώ, να μην το ξανακάνετε αυτό. Από αύριο θα έρχομαι εγώ. Αισθάνομαι τώρα καλύτερα αλλά και δεν θέλω να κάνετε εσείς αυτή τη δουλειά που πρέπει να την κάνω εγώ.
Ο άγιος Νεκτάριος τον πήρε τότε από το χέρι, τον οδήγησε στο Γραφείο και του είπε:
– Παιδί μου, καμιά εργασία δεν είναι ταπεινωτική. Ο Θεός ευλόγησε την εργασία και ευλογεί και αυτούς που εργάζονται. Αυτό που είδες δεν θα το πεις σε κανέναν, αν θέλεις να μη σε απολύσει η επιτροπή της Σχολής!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου