Φώτης Κόντογλου - Ὕδωρ Ἀθανασίας. Οἱ Πατέρες τῆς Ὀρθοδοξίας
(Ἰσαὰκ ὁ Σύρος - Ἰωάννης τῆς Κλίμακος - Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)
(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)
Πολλοὶ ἀπὸ κείνους ποὺ δὲ θέλανε νὰ ἀκούσουνε γιὰ θρησκεία, σήμερα ἀλλάξανε, καὶ ζητᾶνε νὰ διαβάσουνε θρησκευτικὰ βιβλία κι᾿ ἄλλα γραψίματα ποὺ ἔχουνε σχέση μὲ τὴ θρησκεία, κ᾿ ἐδῶ καὶ σ᾿ ἄλλες χῶρες.
Σὲ κάμποσους ἀπ᾿ αὐτοὺς ἄνοιξε τὸ δρόμο ποὺ τοὺς πῆγε κοντὰ στὴ θρησκεία, κ᾿ ἰδιαίτερα στὴν Ὀρθοδοξία, ἡ βυζαντινὴ τέχνη τῆς ἁγιογραφίας. Ἀφοῦ εἴδανε πόσο βαθειὰ κι᾿ ἀποκαλυπτικὴ εἶναι αὐτὴ ἡ τέχνη, νοιώσανε καὶ τὴν ἐπιθυμία νὰ γνωρίσουνε καὶ τὴν Ὀρθοδοξία ποὺ βρῆκε ἔκφραση μ᾿ αὐτὴν τὴν τέχνη. Κι᾿ ἀπὸ τὸ πνευματικὸ ὕψος ποὺ ἀνακαλύψανε στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωγραφική της Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, συμπεράνανε καὶ τὸ μεγάλο πνευματικὸ ὕψος τῆς Ὀρθοδοξίας: «Τὸ δένδρον ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ γνωρίζεται».
Στὸν τόπο μας, ἀλλοίμονο! πολὺ λίγοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ καταγίνουνται μὲ τὰ λεγόμενα πνευματικὰ ζητήματα καὶ ποὺ γράφουνε βιβλία, ἔχουνε κάποια σχέση μὲ τὴ θρησκεία, κι᾿ ἀκόμα πιὸ λίγοι μὲ τὴν Ὀρθοδοξία. Οἱ περισσότεροι ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν καταδέχουνται μηδὲ νὰ κοιτάξουνε κατὰ κεῖ. Τὴ χριστιανικὴ θρησκεία κι᾿ ὅ,τι ἔχει σχέση μ᾿ αὐτή, τὴ θεωροῦνε ἀνάξια γιὰ νὰ ἀπασχολήση τὰ σοφὰ κεφάλια τους. Γι᾿ αὐτούς, ὅποιος πιστεύει στὸν Χριστὸ εἶναι θρησκόληπτος, στενόμυαλος κι᾿ ἀνεξέλικτος. Τὸ νἆναι κανένας ἄπιστος, καὶ μάλιστα νὰ κομπάζη γι᾿ αὐτό, εἶναι μεγάλος κ᾿ ὑψηλὸς τίτλος πνευματικῆς σοβαρότητας, ποὺ τὸν ἔχουνε οἱ βαθυστόχαστες διάνοιες. Φόβος καὶ τρόμος τοὺς πιάνει μὴν τύχη καὶ τοὺς πάρουνε γιὰ ἀνθρώπους ποὺ δίνουνε καὶ τὴν παραμικρὴ σημασία στὴ θρησκεία, δηλαδὴ σὲ ἕνα πρᾶγμα ποὺ εἶναι γιὰ τὶς γρηὲς καὶ γιὰ τοὺς φτωχοὺς τῷ πνεύματι. Ἕνας τέτοιος μου εἶπε πὼς μὲ θαυμάζει γιὰ τὸ θάρρος ποὺ ἔχω νὰ λέγω καὶ νὰ γράφω πὼς εἶμαι χριστιανός. Ὑπάρχουνε οἰκογένειες ποὺ ντρέπουνται γιὰ κάποιον ἀπὸ τοὺς δικούς τους ποὺ εἶναι εὐλαβής, καὶ θυμᾶται κανένας τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε πὼς ἦρθε στὸν κόσμο νὰ βάλη φωτιά, καὶ νὰ χωρίση τὰ παιδιὰ ἀπὸ τοὺς γονιοὺς κι᾿ ἀδελφὸ ἀπ᾿ ἀδελφό, καὶ πὼς ὅποιος θἄχη σὲ ντροπή του πὼς πιστεύει σ᾿ Ἐκεῖνον καὶ στὰ λόγια του, θὰ τὸν ἔχη κι᾿ ὁ Χριστὸς σὲ ντροπὴ σὰν θὰ ξανἄρθη μὲ θεϊκὴ δόξα τριγυρισμένος ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους: «Ὃς γὰρ ἂν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτη τὴ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῶ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν, ὅταν ἔλθη ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν Ἀγγέλων τῶν ἁγίων».
Ναί. Ὁ Χριστὸς εἶναι ντροπὴ γιὰ τοὺς ἔξυπνους καὶ πολύξερους ἀνθρώπους τούτου τοῦ κόσμου. Ἡ ἀθεΐα εἶναι τὸ σημεῖο τῆς πνευματικῆς ἀριστοκρατίας. Οἱ βαθυστόχαστες αὐτὲς διάνοιες, ἂν καταδεχτοῦνε καμμιὰ φορὰ νὰ μιλήσουνε γιὰ θρησκεία, τὸ κάνουνε γιὰ νὰ τὴν περιπαίξουνε, ἢ γιὰ νὰ τὴ χτυπήσουνε, παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ κάποια καινούργια φιλοσοφικὴ θεωρία. Ὅλα τὰ ξέρουνε. Τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ γι᾿ αὐτὸ δὲν γνωρίζουνε τίποτα, εἶναι τὸ τί εἶναι αὐτὴ ἡ θρησκεία ποὺ δὲν παραδέχουνται. Ὁ Πασκὰλ λέγει πὼς οἱ περισσότεροι ἀπ᾿ ὅσους πολεμᾶνε τὴ θρησκεία δὲν ξέρουνε τί εἶναι αὐτὸ ποὺ πολεμᾶνε.
Οἱ δικοί μας οἱ γραμματισμένοι, προπάντων οἱ λεγόμενοι «λογοτέχνες», δὲν ἔχουνε ἰδέα γιὰ τὴ θρησκεία μας, ἰδιαίτερα γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, σὲ καιρὸ ποὺ στὴν Εὐρώπη, ποὺ τὴν ἔχουνε γιὰ δασκάλα τους, γίνεται μεγάλη ἀναταραχὴ στὰ πνεύματα, καὶ κάποιες σπουδαῖες ψυχές, σὰν νἆναι ζαρκάδια διψασμένα μέσα στὸν ξέρακα τῆς ὑλιστικῆς γνώσης, τρέχουνε νὰ ξεδιψάσουνε στὶς δροσερὲς βρύσες τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ποιὸς ἀπὸ τοὺς δικούς μας «λογοτέχνες», αἰσθητικοὺς καὶ στοχαστές, ξέρει τίποτα ἀπὸ τούτη τὴν πνευματικὴ ἀναστάτωση ποὺ γίνεται σήμερα, μακρυὰ ἀπὸ «τὶς λογοτεχνίες, κι᾿ ἀπὸ τὶς αἰσθητικές» ποὺ καταγίνουνται; Ποιὸς θέλησε, κἂν ἀπὸ περιέργεια, νὰ διαβάση κάποια πατερικὰ βιβλία καὶ νὰ ξεζέψη τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ μαγκανοπήγαδο ποὺ γυρίζει μὲ δεμένα μάτια; Μὰ κι᾿ ἂν τ᾿ ἀποφασίση κανένας, θὰ δῆ πὼς εἶναι τόσο ἀλλοιώτικα τὰ νοήματα ποὺ θὰ διαβάση, ὥστε δὲν θὰ καταλάβη τίποτα, ὅπως εἶναι μαθημένος στὰ ἀντιπνευματικὰ διαβάσματα, καὶ θὰ τὰ παρατήση. Ἤ, ἂν τύχη νὰ διαβάση κανένα ἁγιωτικὸ βιβλίο, γραμμένο μὲ κείνη τὴ βλογημένη ἁπλότητα ποὺ ἔχουνε τὰ ἀληθινὰ καὶ ἀπροσποίητα πράγματα, θὰ τὸ περιφρονήση, γιατὶ εἶναι συνηθισμένος στὶς πολύπλοκες καὶ μπερδεμένες φιλοσοφίες, κι᾿ ἂς εἶναι σαπουνόφουσκες.
Τὰ βιβλία ποὺ εἶναι γραμμένα ἀπὸ τοὺς Πατέρας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μεταφράζουνται σήμερα σὲ πολλὲς γλῶσσες τῆς Εὐρώπης, καὶ πιὸ πολὺ τὰ πιὸ αὐστηρὰ καὶ τὰ πιὸ μυστικά, ποὺ τὰ γράψανε κάποιοι ἅγιοι ποὺ ζήσανε σὲ ἐρημιές, σὲ σπηλιές, καὶ σὲ μοναστήρια ἀπομοναχιασμένα τῆς Ἀνατολῆς. Ὓστερ᾿ ἀπὸ τόσους αἰῶνες, ἐκεῖνοι οἱ ταπεινοὶ ἐρημίτες ποτίζουνε τὶς διψασμένες ψυχὲς καὶ τὶς δροσίζουνε, χαρίζοντας τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀθανασίας στὴν ἁμαρτωλὴ ἀνθρωπότητα ποὺ κυλίστηκε στὴν ἀκολασία σὰν τὸν ἄσωτο γυιό, ὡς ποὺ κατάντησε νὰ τρώγη ξυλοκέρατα μὲ τοὺς χοίρους. Αὐτὴ ἡ ἀνθρωπότητα, καταματωμένη ἀπὸ τὴν περιπλάνησή της, πεινασμένη, γυμνὴ κι᾿ ἀπελπισμένη, κράζει στοὺς πτωχοὺς τῷ πνεύματι, στοὺς καταφρονεμένους ἀσκητάδες, νὰ τῆς δώσουνε βοήθεια, νὰ τὴν κρατήσουνε ἀπὸ τὸ χέρι γιὰ νὰ μὴ βουλιάξη μέσα στὴν ἀφρισμένη καὶ μελανὴ θάλασσα τῆς ἀπιστίας, σὰν τὸν ἀπόστολο Πέτρο. Κ᾿ οἱ ἅγιοι γέροντες, ποὺ ζήσανε πρὶν ἀπὸ πεντακόσια, χίλια, χίλια πεντακόσια χρόνια, κι᾿ ἀπομείνανε λησμονημένοι ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ μέθυσε ἀπὸ τὰ γεννήματα τοῦ μυαλοῦ του καὶ θέλησε νὰ στήση τὸ θρόνο τοῦ ἀπάνω ἀπὸ τὸ Θεό, βλέποντάς τον, λοιπόν, νὰ παραδέρνη ἐλεεινὸς καὶ ξετραχηλισμένος μέσα στὴν ἀνεμοζάλη τῆς ἀπιστίας καὶ νὰ φωνάζη «βοήθεια!», σκύβουνε πονετικὰ καὶ τὸν τραβᾶνε ἀπὸ τὸ χέρι, ἐκεῖ ποὺ τρέμει σύγκορμος, καὶ τοῦ λένε μὲ τὴ γλυκειὰ μὰ κι᾿ αὐστηρὴ φωνή τους, τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Κύριος στὸν Πέτρο, σὰν τὸν εἶδε νὰ βουλιάζη: «Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;»
Λοιπόν, ἐπειδὴ εἶναι πολλοὶ σήμερα ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουνε ἐπιθυμία νὰ ἀπογευτοῦνε, ἂς εἶναι καὶ λίγο, ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ πνευματικὸ νέκταρ τῶν Πατέρων, καὶ δὲν βρίσκουνε τὰ προσκυνητὰ συγγράμματά τους, θὰ τοὺς προσφέρουμε λιγοστὰ ἄνθη ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ εὐωδιάζει σήμερα τὴν οἰκουμένη, σήμερα, σὲ καιρὸ ποὺ μεριμνοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ τυρβάζουν περὶ πολλά, σφεντονίζοντας λογιῶν-λογιῶν μηχανὲς στὸ φεγγάρι καὶ στὰ ἄστρα, λὲς καὶ κεῖ θὰ βροῦνε τ᾿ ἀθάνατο νερό.
«Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν», εἶπε ὁ Χριστός. Αὐτὴ τὴ βασιλεία ξεσκεπάζουνε οἱ Πατέρες, ποὺ ἤπιανε ἀπὸ «τὸ ὕδωρ τὸ ἀλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον».
Μὲ τὰ λιγοστὰ ψίχουλα ποὺ δίνουμε ἀπὸ τὰ πατερικὰ βιβλία, δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβη ὁ ἀναγνώστης πόσος καὶ τί λογῆς εἶναι ὁ μυστικὸς πλοῦτος ποὺ ὑπάρχει μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ βιβλία. Ἐπειδή, ἐδῶ ὁ τόπος εἶναι στενός, καὶ δὲν χωρᾶ κάποια μεγάλα κεφάλαια ἢ κι᾿ ὁλόκληρους λόγους, ἀπ᾿ ὅπου νὰ νοιώση ὅποιος διαβάζει, τὸ σπουδαῖο νόημα καὶ τὴ βαθειὰ ἀλήθεια ποὺ βρίσκεται μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ κείμενα. Κομματιασμένα, ὅπως τὰ δίνουμε, χάνουνε τὴ λάμψη τους καὶ τὸν παλμὸ ποὺ παίρνει ἡ μιὰ φράση ἀπὸ τὴν ἄλλη. Παρεκτὸς ἀπ᾿ αὐτό, ὅποιος διαβάζει τέτοια γραψίματα, πρέπει νὰ εἶναι εὐλαβής. Πρέπει νὰ ἔχη ἀπὸ πρὶν συνηθίση στὸ νὰ ἀναπνέη ἐκεῖνον τὸν ἀέρα τοῦ μυστηρίου, ποὺ εἶναι ἀλλοιώτικος ἀπὸ τοῦτον ποὺ ἀνασαίνουμε σὰν διαβάζουμε νοήματα, στοχασμοὺς καὶ αἰσθήματα γραμμένα ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ εἶναι βουτηγμένοι στὴν πηχτὴ ὕλη τούτου τοῦ κόσμου.
Μέσα σ᾿ ἕνα βιβλίο μου ἔχω γράψει ἕνα ἐγκώμιο στὸν ἅγιο Ἰσαὰκ τὸν Σύρο, ἕναν Ἄγγελο μὲ κορμὶ ἀνθρώπινο, ποὺ ἀσκήτεψε στὴν ἔρημο, κατὰ τὰ 550 μ.X., κ᾿ ἔγραψε ἕνα βιβλίο μὲ Λόγους Ἀσκητικούς. Βάζω παρακάτω λίγα λόγια ἀπὸ κεῖνο τὸ ἐγκώμιο, ἐπειδὴ ἀπ᾿ αὐτὰ θὰ μπορέσετε νὰ νοιώσετε καλύτερα ὅσα λέγω παραπάνω:
«...Ἂς μὴ σιμώση κανένας σὲ τούτη τὴν ἀτίμητη κιβωτὸ μ᾿ ἐλαφρὺν λογισμό, ἀλλὰ μὲ φόβο καὶ μὲ τρόμο. Γιατὶ ἀλλοιῶς, ἄδικα θὰ θελήσῃ νὰ δροσιστῇ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἁγιασμένη βρύση ὅποιος ἔχει τὴ γέψη του χαλασμένη ἀπὸ τὰ θολὰ καὶ φαρμακερὰ πιοτὰ τοῦ κόσμου.
«Γιὰ τὸν ἅγιο Ἰσαὰκ μπορεῖ νὰ πῆ κανένας πὼς ἡ Σοφία κάθισε σὰν μέλισσα χρυσὴ ἀπάνω στὸ στόμα του. Ὄχι ἡ σοφία τῶν σοφῶν, ἡ μάταια κ᾿ ἡ σαστισμένη, ἀλλ᾿ ἡ ἀμάραντη, ἡ πηγὴ τῆς ἀφθαρσίας, ποὺ ἐλευθερώνει ἀληθινὰ ὅποιον τὴν κατέχει...
«Κ᾿ ἐπειδὴ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο μιλᾶ μὲ τὸ στόμα του, τὰ λόγια τοῦ εἶναι ἐξαίσια στὸ κάλλος, ἀπὸ θεῖον οἶστρον πυρπολημένα. Γιὰ τοῦτο, μ᾿ ὅλο ποὺ γράφει τόσα πολλὰ ὁ τρισμακάριος, ἀπομένει μέσα στὸ πνεῦμα μας μιὰ ἱερὴ σιωπή, σὰν νὰ μὴ μίλησε κανένας, παρὰ σὰν νὰ ἀκοῦμε ἕνα μακρινὸ ἀντιλάλημα κάποιας θάλασσας ποὺ δὲν τὴ βλέπουμε...
«Τὸ μάτι του βλέπει τὸν ἥλιο χωρὶς νὰ θαμπώση. Σὰν ἀητὸς ἐξαίσιος βγαίνει μέσ᾿ ἀπὸ τὰ σύννεφα καὶ πετὰ ἀτάραχος ἀπάνω ἀπὸ τὰ μελανὰ βουνά, ἀγναντεύοντας τὸ βαθὺ πέλαγος, σὲ καιρὸ ποὺ ἐμεῖς καθόμαστε μέσα σ᾿ ἕνα στενοπήγαδο, καὶ κράζουμε νὰ μᾶς ἐλεήση...
«...Φαίνεται πὼς ἤτανε σπουδασμένος στὴν Ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ὅπως δείχνουνε δυὸ-τρία λόγια ποὺ γράφει: «Ἐπειδὴ δέ σου πεπείραμαι τῆς φιλοσοφίας, ὢ ἀγαπητέ, παρακαλῶ σε ἐν ἀγάπῃ παραφυλάττεσθαι ἐκ τῆς ἐπηρείας τοῦ ἐχθροῦ». Καὶ σὲ ἄλλο μέρος γράφει: «Ἡ αἰτία δὲ τῆς φαντασίας τῶν εἰκόνων, ἡ ἀσθένεια καὶ οὐχ ἡ καθαρότης ἐστι τοῦ νοός. Τοῦτο συνέβη ἐν τοῖς ἔξω φιλοσόφοις, ἐπειδὴ ταῦτα ἐνόμισαν εἶναι τὰ πνευματικά, περὶ ὧν διδαχὴν ἀληθινὴν ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐδέξαντο. Ἐκ γὰρ τοῦ σφυγμοῦ καὶ τῆς κινήσεως τοῦ λογιστικοῦ αὐτῶν καὶ ἐκ τοῦ λογισμοῦ τῶν ἐννοιῶν αὐτῶν ἔδοξαν, τὴ οἰήσει αὐτῶν, ὅτι εἰσὶ τί». «Οἱ φιλόσοφοι», λέγει, «νομίσανε πὼς ἀλήθεια εἶναι οἱ φαντασίες τους, ἐπειδὴ δὲν πήρανε ἀληθινὴ διδαχὴ ἀπὸ τὸ Θεό. Γιατὶ ἀπὸ τὴ σαρκικὴ κίνηση τοῦ λογικοῦ τους κι᾿ ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τοὺς νομίσανε, μὲ τὴν περηφάνεια ποὺ εἴχανε, πὼς αὐτὲς οἱ φαντασίες ἤτανε κάποιο πρᾶγμα ἀληθινό».
«Τὸ δυνατὸ μυαλό του καὶ τὴ σαρκικὴ γνώση τὰ πέταξε ἀπὸ πάνω του καὶ τὰ νέκρωσε, κ᾿ ἔγινε σὰν παιδὶ ἁπλὸς κι᾿ ἀπονήρευτος. Μαζὶ μ᾿ αὐτὰ ἔθαψε καὶ τὸν χαλασμένον ἄνθρωπο καὶ τὸν ξέχασε, σὰν μνῆμα γεμάτο ξερὰ κόκκαλα».
Ἂς βάνουμε παρακάτω λίγες ἀράδες ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ, ποὺ εἶναι, ὅπως ἔγραψε ἕνας σοφὸς σημερινός, σὰν τὰ ξωτικὰ λουλούδια ποὺ βγαίνουνε στὰ ψηλὰ χιονισμένα βουνά:
«Ἀρχὴ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, κι᾿ αὐτὸς ὁ φόβος δὲν ἀφήνει τὸ νοῦ του νὰ ταράζεται. Ὅπως τὸ βάρος ποὺ μπαίνει στὴ ζυγαριὰ τὴ στερεώνει καὶ δὲν ταράζεται ἀπὸ τὸν ἄνεμο, ἔτσι κρατᾶ ἀμετακίνητή τὴ διάνοια κι᾿ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, κι᾿ ὅταν αὐτὸς λείψη ἀπὸ τὴν ψυχή, ταράζεται ἡ ζυγαριὰ τῆς διάνοιας».
«Παρακίνησε τὸν ἑαυτό σου νὰ μιμηθῆς τὴν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἀνάψη περισσότερο μέσα σου ἡ φωτιὰ ποὺ ἄναψε ὁ Χριστὸς μέσα σου, καὶ νὰ καοῦν ὅλες οἱ ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου ποὺ θανατώνουνε τὸν καινούργιον ἄνθρωπο καὶ ποὺ μολύνουνε τὶς αὐλὲς τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι ἅγιος καὶ δυνατός. Γιατὶ ἐγὼ παίρνω τὸ θάρρος νὰ πῶ, κατὰ τὰ λόγια του ἁγίου Παύλου, πὼς εἴμαστε ναὸς τοῦ Θεοῦ. Ἂς ἁγνίσουμε λοιπὸν τὸ ναό του, ὅπως εἶναι κι᾿ αὐτὸς ἁγνός, γιὰ νὰ ἐπιθυμήσῃ νὰ κατασκηνώσῃ μέσα σ᾿ αὐτόν. Ἂς τὸν ἁγιάσουμε, ὅπως εἶναι κι᾿ αὐτὸς ἅγιος, κι᾿ ἂς τὸν στολίσουμε μὲ κάθε ἀγαθὸ καὶ τίμιο ἔργο. Ἂς θυμιάσουμε αὐτὸν τὸ ναὸ μὲ τὸ θυμίαμα ποὺ ἀναπαύει τὸ θέλημά Του μὲ καθαρὴ καὶ καρδιακὴ προσευχή. Καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ ρίξη τὸν ἴσκιο της στὴν ψυχή μας ἡ νεφέλη τῆς δόξας του, καὶ θὰ φεγγοβολήση τὸ φῶς τῆς μεγαλωσύνης τοῦ μέσα στὴν καρδιά μας. Καὶ θὰ γεμίσουνε ἀπὸ χαρὰ κι᾿ ἀπὸ εὐφροσύνη ὅλοι ὅσοι κατοικοῦνε μέσα στὴν ἁγιασμένη σκηνὴ τοῦ Θεοῦ, κ᾿ οἱ ἀδιάντροποι θὰ καοῦνε ἀπὸ τὴ φλόγα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
«Ὀνείδιζε τὸν ἑαυτό σου παντοτινά, ἀδελφέ μου, καὶ λέγε: Ἀλλοίμονό μου, ὢ ἄθλια ψυχή, ἔφταξε ἡ ὥρα ποὺ θὰ χωριστῆς ἀπὸ τὸ σῶμα. Γιατὶ εὐχαριστιέσαι μ᾿ αὐτὰ ποὺ θὰ τ᾿ ἀφήσης σήμερα καὶ ποὺ δὲν θὰ τὰ ξαναδῆς πιὰ στοὺς αἰῶνες; Σκέψου ὅσα ἔπραξες καὶ μὲ ποιὰ πράγματα πέρασες τὶς μέρες τῆς ζωῆς σου, ἢ ποιὸς ἐπῆρε τὸν κόπο σου καὶ ποιὸν χαροποίησες μὲ τὸν ἀγώνα σου, γιὰ νὰ ἔλθη νὰ σὲ ὑποδεχτῆ τὴν ὥρα ποὺ θὰ βγαίνης ἀπὸ τὸ σῶμα. Καὶ ποιὸν εὐχαρίστησες στὸ δρόμο τῆς ζωῆς σου, γιὰ νὰ πᾶς νὰ ξεκουραστῆς στὸ λιμάνι του. Καὶ γιὰ χάρη τίνος κακοπάθησες καὶ κοπίασες, γιὰ νὰ πᾶς κοντά του μὲ χαρά. Ποιὸν φίλο ἀπόχτησες γιὰ τὴν ἄλλη ζωή, γιὰ νὰ σὲ προϋπαντήση κατὰ τὴν ὥρα ποὺ φεύγεις ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο. Καὶ σὲ ποιὸ χωράφι δούλεψες, καὶ ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θὰ σοῦ δώση τὸ μεροκάματό σου κατὰ τὴ μέρα ποὺ θὰ βασιλέψη ὁ ἥλιος τοῦ χωρισμοῦ σου.
Κράξε καὶ φώναξε μ᾿ ἀναστεναγμὸ καὶ μὲ θλίψη, γιατὶ αὐτὲς οἱ φωνὲς ἀναπαύουνε τὸ Θεὸ περισσότερο ἀπὸ τὶς θυσίες κι᾿ ἀπὸ τὰ ὁλοκαυτώματα. Ἂς ἀναβρύζη τὸ στόμα σου πονεμένες φωνές, ποὺ τὶς ἀκοῦνε μὲ χαρὰ οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι. Πλύνε τὰ μάγουλά σου μὲ τὰ δάκρυα τῶν ματιῶν σου, γιὰ νὰ ἀναπαυθῆ σὲ σένα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ νὰ σὲ λούση ἀπὸ τὴ βρῶμα τῆς κακίας σου. Ἐξιλέωσε τὸν Κύριο μὲ τὰ δάκρυά σου, γιὰ νὰ ἔλθη νὰ σὲ βοηθήση. Ἐπικαλέσου τὴ Μαρία καὶ τὴ Μάρθα γιὰ νὰ σὲ διδάξουνε λυπηρὲς φωνές. Κράξε στὸν Κύριο.
Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μας, ἐσὺ ποὺ ἔκλαψες γιὰ τὸν Λάζαρο καὶ ποὺ τὰ μάτια σου στάξανε γι᾿ αὐτὸν δάκρυα πονεμένα, δέξου τὰ πικρὰ δάκρυά μου, δῶσε μου καρδιὰ πικραμένη γιὰ νὰ σὲ ζητήσω ὁλόψυχα. Σὲ ἄφησα, μὴ μ᾿ ἀφήσης. Ξεμάκρυνα ἀπὸ σένα, ἔβγα νὰ μὲ ζητήσης καὶ βάλε με στὴ μάντρα σου μαζὶ μὲ τὰ διαλεχτὰ πρόβατά σου, καὶ θρέψε με μὲ τὸ χορτάρι τῶν θείων μυστηρίων σου».
«Θὰ εὐφρανθῆ ἡ καρδιὰ ἐκείνων ποὺ ζητᾶνε τὸν Κύριο. Ζητήσετε τὸν Κύριο, ὢ κατάδικοι, καὶ δυναμωθῆτε μὲ τὴν ἐλπίδα. Ζητήσετε τὸ πρόσωπό του μὲ τὴ μετάνοια, καὶ θ᾿ ἁγιασθῆτε μὲ τὸ ἁγίασμα τοῦ προσώπου του».
«Πρὶν ἀρρωστήσης νὰ ζητήσης τὴ γιατρειά σου, καὶ πρίν σου ἔρθουνε τὰ θλιβερὰ κᾶνε τὴν προσευχή σου, καὶ τότε θὰ βρῆς τὸ Θεὸ στὸν καιρὸ τῆς λύπης σου, καὶ θὰ σὲ ἀκούση. Ἡ κιβωτὸς τοῦ Νῶε ἔγινε κατὰ τὸν καιρὸ τῆς ἡσυχίας (πρὶν ἔρθει ὁ κατακλυσμός), καὶ τὰ ξύλα τῆς φυτευθήκανε πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια».
«Νὰ συναναστρέφεσαι μὲ τοὺς ταπεινούς, καὶ θὰ μάθης τοὺς τρόπους των. Γιατί, ἀφοῦ ἡ θωριὰ τοὺς εἶναι ὠφέλιμη στὴν ψυχή, πόσο περισσότερο ἡ διδασκαλία ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τους; Ἀγάπησε τοὺς φτωχούς, γιὰ νὰ ἐλεηθῆς κ᾿ ἐσύ. Μὴν πᾶς κοντὰ στοὺς φιλόνεικους, γιὰ νὰ μὴ βγῆς ἀπὸ τὴ γαλήνη σου. Ἀγάπησε τοὺς ἁμαρτωλούς, καὶ μίσησε τὰ ἔργα τους, καὶ μὴν τοὺς καταφρονήσης γιὰ τὰ ἐλαττώματά τους, μήπως κ᾿ ἐσὺ πέσης στὰ ἴδια. Νὰ θυμᾶσαι πὼς εἶσαι καμωμένος ἀπὸ χῶμα, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καὶ κᾶνε καλὸ σ᾿ ὅλους. Σὰν συναπαντήσης κάποιον, τίμησε τὸν περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀξία του. Φίλησε τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του, καὶ βάσταξέ τα μὲ πολλὴ τιμή, καὶ βάλε τὰ ἀπάνω στὰ μάτια σου. Καὶ σὰν χωριστῆ ἀπὸ σένα, πὲς γι᾿ αὐτὸν κάθε καλὸν λόγο. Γιατὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν τραβᾶς στὸ καλό, καὶ σπέρνεις σ᾿ αὐτὸν σπόρο καλόν, κι᾿ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ συνήθεια ποὺ συνηθίζεις τὸν ἑαυτό σου, τυπώνεται μέσα σου σφραγίδα ἀγαθή, καὶ θ᾿ ἀποχτήσης πολλὴ ταπείνωση. Σημάδι τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ταπείνωση, ποὺ γεννιέται ἀπὸ συνείδηση ἀγαθή».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος γεννήθηκε κατὰ τὰ 550 μ.X. καὶ φαίνεται πὼς ἤτανε ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη. Καλογέρεψε ἀπὸ μικρὸς κι᾿ ἀσκήτεψε στὴν ἔρημό του Σινᾶ, ζώντας σαράντα χρόνια μέσα σ᾿ ἕνα σπήλαιο. Ὕστερα, τὸν παρακαλέσανε οἱ Πατέρες νὰ ἀναλάβη τὴν ἡγουμενία τῆς Μονῆς.
Ἔγραψε μοναχὰ ἕνα βιβλίο, τὴ φημισμένη «Κλίμακα». Τὰ λόγια του εἶναι σύντομα καὶ πυκνά, σὰν τὸ Νόμο ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν Μωυσῆ, ἀπάνω στὸ βουνὸ Χωρήβ.
Ἰδοὺ μερικὰ λόγια ἀπὸ τὸ ἄφθαρτο αὐτὸ βιβλίο:
«Μετάνοια εἶναι τὸ νὰ στερηθῆ ὁ ἄνθρωπος κάθε σωματικὴ ἀνάπαυση κι᾿ ἀπόλαυση, δίχως νὰ λυπηθῆ ὁλότελα.
Βάστα γερὰ τὴ μακάρια χαρμολύπη καὶ τὴν ἁγιασμένη κατάνυξη, καὶ μὴν πάψεις νὰ τὴν ἐργάζεσαι μέσα σου, ὡς ποὺ νὰ σὲ κάνη νὰ ὑψωθῆς ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο, καὶ νὰ σὲ παραστήση καθαρὸν στὸν Χριστό.
Γίνε σὰν βασιλιᾶς μέσα στὴν καρδιά σου, ὑψηλὰ μὲ ταπείνωση καθισμένος, καὶ προστάζοντας στὸ γέλω: φεῦγα, καὶ φεύγει. Καὶ στὸ γλυκὸ τὸ δάκρυ: ἔλα, κ᾿ ἔρχεται. Καὶ στὸ κορμί μας, ποὺ εἶναι σκλάβος καὶ τύραννος: κᾶνε τοῦτο, καὶ τὸ κάνει.
Εἶδα ἀκάθαρτες ψυχὲς ποὺ ἤτανε παραδομένες μὲ μανία στὸν σαρκικὸν ἔρωτα. Καὶ ὅμως, σὰν μετανοιώσανε καὶ γυρίσανε στὴν εὐσέβεια, ἀπὸ τὴν πείρα ποὺ εἴχανε, μεταστρέψανε τὸν ἔρωτα ποὺ νοιώθανε στὰ σαρκικά, σὲ ἀγάπη γιὰ τὸν Κύριο, καὶ σὰν τὸ μπολιασμένο δέντρο ἀλλάξανε τὸ κακὸ πάθος τους σὲ ἀγάπη ἀχόρταγη γιὰ τὸ Θεό. Γιὰ τοῦτο κι᾿ ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε σὲ κείνη τὴ φρόνιμη τὴν πόρνη πὼς φοβήθηκε, ἀλλὰ πὼς ἀγάπησε πολύ, καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο μπόρεσε νὰ πολεμήση εὔκολα τὸν ἔρωτα μὲ τὸν ἔρωτα.
Πρέπει νὰ τὸ λογαριάζουμε σὰν δῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦτο ποὺ θὰ σᾶς πῶ, μαζὶ μ᾿ ὅλα τ᾿ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς δώρισε, τὸ ὅτι, δηλαδή, πολλὲς φορὲς πᾶμε καὶ βλέπουμε τοὺς πεθαμένους στὰ μνήματα, κι᾿ ὡστόσο στεκόμαστε ἀδάκρυτοι, ἐνῶ συχνὰ ἐρχόμαστε σὲ κατάνυξη χωρὶς νὰ δοῦμε αὐτὸ τὸ πικρὸ θέαμα.
Ὅποιος κλαίγει ἢ πικραίνεται γιὰ τὸ Θεό, αὐτὸς ἀξιώνεται ἀληθινὰ νὰ δὴ στὴν ψυχὴ τοῦ τὴν οὐράνια καὶ θεϊκὴ παρηγοριά. Κι᾿ ὅποιος φυλάγει καθαρὴ τὴν καρδιά του, μπορεῖ νὰ πάρη ἀπὸ τὸ Θεὸ λάμψη καὶ λαμπρότητα.
Τὰ δάκρυα ποὺ χύνουνται ἀπὸ τὴ θύμηση τοῦ θανάτου, γεννᾶνε τὸ φόβο. Κι᾿ ὁ φόβος γεννᾶ πάλι τὴν ἀφοβιὰ καὶ τὸ θάρρος. Κ᾿ ἡ ἀφοβιὰ φέρνει τὴ χαρά. Κι᾿ ἀφοῦ τελειώσει ἐκείνη ἡ ἀκατάπαυστη χαρὰ ποὺ ἔχει μέσα της ἡ ψυχή, προβάλλει τὸ τριαντάφυλλο τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, κι᾿ ἀνεβαίνει στὸ Θεὸ μὲ εὐωδία πολλὴ καὶ πάντερπνη.
Κανένα πρᾶγμα δὲν ταιριάζει τόσο μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη, ὅσο τοῦτο τὸ χαροποιὸ πένθος.
Ὅποια ἐνάρετη ἀρετὴ κι ἂν κάνουμε, ἂν δὲν ἔχουμε καρδιὰ θλιμμένη καὶ πονεμένη, γιὰ μάταιη κι᾿ ἀνώφελη λογαριάζεται.
Ὁ Ἰούδας ἤτανε ἀνάμεσα στοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, κι᾿ ὁ ληστὴς ἀνάμεσα στοὺς φονιάδες. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Πῶς, μέσα σὲ μία στιγμὴ ἀλλάξανε τόπο!
Ἀκτημοσύνη εἶναι ὄχι μοναχὰ νὰ μὴν ἔχη τίποτα ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ τὸ νὰ βγάλη καὶ κάθε φροντίδα ἀποπάνω του. Νὰ γίνη ὁδοιπόρος χωρὶς ἐμπόδια καὶ ξένος ἀπὸ κάθε λύπη ἐγκόσμια. Ἀκτημοσύνη εἶναι ἡ πίστη στὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου.
Τὸ νὰ ὑποφέρνη κανένας μιὰ προσβολὴ μὲ γενναιότητα, εἶναι κατόρθωμα ἐκείνων ποὺ ἔχουνε ὑψωθῆ ἀπᾶν᾿ ἀπὸ τὸν κόσμο. Ἀλλὰ τὸ νὰ περάση κανένας ἀπὸ παινέματα χωρὶς νὰ ζημιώση τὴν ψυχή του, αὐτὸ εἶναι χάρισμα ποὺ τὸ ἔχουνε μοναχὰ οἱ ἅγιοι.
Εἶναι ντροπὴ νὰ περηφανεύεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ ξένα πράγματα. Κ᾿ ἡ χειρότερη ἀνοησία εἶναι τὸ νὰ καυχιέται γιὰ κάποια χαρίσματα ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸ Θεό. Ὅσα κατορθώματα ἔκανες πρὶν ἀπὸ τὴ γέννησή σου, γι᾿ αὐτὰ μοναχὰ νὰ ὑπερηφανεύεσαι. Γιατί, ὅσα σου συμβήκανε ὕστερα ἀπὸ τὴ γέννησή σου, σοῦ τὰ δώρισεν ὁ Θεός, ὅπως σου δώρισε καὶ τὴν ἴδια τὴ γέννηση.
Ἡ πραότητα εἶναι ἕνας βράχος ποὺ στέκεται ψηλότερα ἀπὸ τὸ θυμὸ τῆς θάλασσας καὶ ποὺ λιώνει τὰ κύματα ποὺ τὴ χτυπᾶνε, καὶ δὲν καταλαβαίνει κλονισμὸ καθόλου ὁλότελα.
Ὅποιος ἑνώθηκε μ᾿ αὐτὴ τὴ νύφη ποὺ τὴ λένε ταπείνωση, εἶναι ἥμερος, γλυκόλογος, εὐκολοκατάνυκτος, συμπαθητικός, γαλήνιος, χαροποιός, καλοκάγαθος, ἄλυπος, ἄγρυπνος, ἀκούραστος.
Ὅπως ἡ ἀχτίνα τοῦ ἥλιου μπαίνει ἀπὸ μία τρύπα στὸ σπίτι, καὶ βλέπει κανένας καὶ τὴν πιὸ λεπτὴ σκόνη ποὺ σηκώνεται καὶ πετὰ καὶ μερμιδίζει μέσα σ᾿ αὐτή, ἔτσι κι᾿ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, σὰν φτάξει νὰ κατοικήση στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ δείχνει ὅλες τὶς ἁμαρτίες του, ἀκόμα καὶ τὶς πιὸ μικρότερες.
Ἡ πίστη εἶναι μία σταθερότητα ἀκούνητη κι᾿ ἀσάλευτη, μιὰ κατάσταση τῆς ψυχῆς ἀτράνταχτη, ποὺ δὲν τὴ σαλεύει καμμιὰ δύναμη.
Νὰ φαίνεσαι ὅποιος εἶσαι στ᾿ ἀληθινά, καὶ νὰ μὴ γυρεύεις ἔμορφα λόγια καὶ στολίδια γιὰ νὰ φαίνεσαι καλὸς κι᾿ ἄξιος.
Ἄλλο κανένα πρᾶγμα δὲν ταιριάζει μὲ τὴν ἀληθινὴ ταπείνωση, ὅσο τὰ δάκρυα. Γιὰ τοῦτο, ὅποιος εἶναι ταπεινός, κλαίγει.
Μὴ φοβᾶσαι τίποτα. Ὅποιος ἔχει τὴ μακάρια θλίψη στὴν καρδιά του, δὲν γνωρίζει τί θὰ πῆ φόβος ὁλότελα.
Ὅσοι θέλουμε νὰ τρέξουμε στὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, ἂς σκεφθοῦμε καλὰ πὼς ὁ Κύριος ὅλους ποὺ καταγίνουνται μὲ τὶς φροντίδες τοῦ κόσμου καὶ ποὺ ζοῦνε μ᾿ αὐτές, τοὺς καταδίκασε λογαριάζοντάς τους γιὰ νεκρούς, καὶ λέγοντας: «Ἄφησε τοὺς νεκροὺς νὰ θάψουνε τοὺς νεκρούς».
Ὅποιος μίσησε τὸν κόσμο, αὐτὸς ξέφυγε τὴ λύπη. Κι᾿ ὅποιος ἀπόκτησε κάποιο πρᾶγμα ἀπ᾿ ὅσα βλέπουνται, ποτὲ δὲν γλύτωσε ἀπὸ τὴ λύπη. Γιατί πὼς δὲν θὰ λυπηθῇ σὰν στερηθῇ ἐκεῖνο τὸ πρᾶγμα ποὺ ἀγαπᾶ;
Ἡμεῖς οἱ μοναχοὶ δὲν φεύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο γιατὶ ἀπεχθανόμαστε τοὺς φίλους καὶ τοὺς συγγενεῖς μας, ἢ τὸν τόπο ποὺ γεννηθήκαμε. Μὴ γένοιτο! Ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὴ βλάβη ποὺ κάνουνε στὴν ψυχή μας.
Τὸν καιρὸ ποὺ βρισκόμουνα στὸ μοναστήρι, ὁ Κύριος πῆρε ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο ἕνα γέροντα ποὺ ἤτανε δεύτερος μετὰ τὸν ἡγούμενο, Μηνᾶς τὄνομά του, ἄνθρωπον θαυμαστό, ποὺ εἶχε κάνει στὸ μοναστήρι πενηνταεννιὰ χρόνια, ὑπηρετώντας σὲ κάθε ἐργασία. Τὴν τρίτη λοιπὸν ἡμέρα μετὰ τὴν κοίμησή του, τὴν ὥρα ποὺ κάναμε τὸ συνηθισμένο μνημόσυνο γιὰ τὸν κοιμηθέντα, ἔξαφνα εὐωδίασε ὅλος ὁ τόπος γύρω ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ βρισκότανε ἡ λάρνακά του. Λοιπόν, ὁ μέγας ἡγούμενος εἶπε νὰ ξεσκεπάσουμε τὴ λάρνακα ποὺ εἴχαμε βάλει μέσα τὸν Ὅσιο. Καὶ σὰν τὴν ξεσκεπάσαμε, βλέπουμε ὅλοι νὰ βγαίνη ἀπὸ τὰ τίμια πόδια του, σὰν ἀπὸ δυὸ βρύσες, τὸ μύρο ποὺ εὐωδίαζε. Τότε εἶπε ὁ διδάσκαλος σ᾿ ὅλους μας: Βλέπετε τοὺς ἱδρώτας τῶν ποδιῶν του ποὺ κοπιάσανε καὶ κουρασθήκανε γιὰ νὰ ὑπηρετοῦνε τοὺς ἄλλους; Σὰν τὸ μύρο τοὺς πρόσφερε στὸ Θεό, καὶ σὰν μύρο τοὺς δέχθηκε ὁ Κύριος.
Ἀπόδειξι τῆς ἀληθινῆς μετανοίας εἶναι ἡ ἀμνησικακία. Κ᾿ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἔχθρα στὴν καρδιά του καὶ νομίζει πὼς μετανόησε, εἶναι ὅμοιος μὲ κεῖνον ποὺ θαρρεῖ πὼς τρέχει στὸν ὕπνο του.
Ἡ καταλαλιὰ γεννιέται ἀπὸ τὸ μίσος. Ἡ καταλαλιὰ εἶναι μία λεπτὴ ἀρρώστια, ἀλλὰ ὅμοια μὲ μιὰ χοντρὴ καὶ κρυμμένη βδέλλα, ποὺ ρουφᾶ καὶ καταστρέφει τὸ αἷμα τῆς ἀγάπης. Ἡ καταλαλιὰ ὑποκρίνεται τὴν ἀγάπη, κ᾿ εἶναι ὁ θάνατος τῆς ἁγνότητας.
Ἂν ἡ σάρκα εἶναι θάνατος, ἐκεῖνος ποὺ τὴ νίκησε, σίγουρα δὲν πεθαίνει.
Εἶδα μέσα στὴν ψυχή μου τὸν ἀσεβῆ νὰ ὑπερυψώνεται καὶ νὰ περηφανεύεται καὶ νὰ ταράζεται σὰν τοὺς κέδρους τοῦ Λιβάνου. Κ᾿ ἔζησα μὲ τὴν ἐγκράτεια, καὶ νά, δὲν ἤτανε πιὰ μέσα μου ὁ θυμός του. Καὶ ζήτησα νὰ τὸν εὔρω, ταπεινώνοντας τὸ λογισμό μου, καὶ δὲν βρέθηκε μέσα μου τόπος του, μήτε τὸ σημάδι του.
Φιλαργυρία εἶναι προσκύνηση σὲ εἴδωλα. Θυγατέρα τῆς ἀπιστίας. Προφασίστρια ἀρρώστιας. Παραπονήτρα γιὰ γεράματα. Προμηνύτρα πείνας.
Νὰ μὴ λὲς πὼς μαζεύεις χρήματα γιὰ τοὺς φτωχούς. Γιατὶ μὲ τὰ δυὸ λεπτὰ τῆς χήρας ἀγοράσθηκε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ὅποιος δὲν ἔχει τίποτα, κ᾿ ἔχει τὸ Θεὸ μέσα του, εἶναι κύριος ὅλου τοῦ κόσμου. Δὲν ἔχει φροντίδες. Ζῆ ἀμέριμνος. Εἶναι ὁδοιπόρος χωρὶς ἐμπόδιο. Ξένος ἀπὸ λύπη.
Ὁ πονηρὸς εἶναι σύντροφος συνονόματός του διαβόλου. Γι᾿ αὐτὸ κι᾿ ὁ Κύριος μας δίδαξε νὰ τὸν ὀνομάζουμε μ᾿ αὐτὸ τὸ ὄνομα, λέγοντας «ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ».
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ἔζησε βασιλεύοντας Κωνσταντῖνος ὁ Πωγωνάτος, δηλαδὴ κατὰ τὰ 670 μ.X. Στὸ παλάτι εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ Πρωτασηκρίτη, μὰ παράτησε τὶς δόξες τοῦ κόσμου καὶ πῆγε κ᾿ ἔγινε καλόγερος. Στὴν ἡσυχία τοῦ μοναστηριοῦ ἔγραψε πολλὰ καὶ σπουδαία, κατασταθεῖς ἕνας μεγάλος δάσκαλος τῆς Θεολογίας. Καταδιώχθηκε ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς γιὰ τὴν εὐσέβειά του, καὶ πέρασε μία ζωὴ γεμάτη κακουχίες καὶ μαρτύρια, ὡς ποὺ παράδωσε τὸ πνεῦμα, ἐξόριστος στὸ Λαζιστᾶν.
Ἀπογευθῆτε, λοιπόν, λίγα ψίχουλα ἀπὸ τούτη τὴν πνευματικὴ τράπεζα:
«Σὰν ἀνεβαίνει ὁ νοῦς στὸ Θεό, μὲ τὸν ἔρωτα τῆς ἀγάπης του, τότε δὲν αἰσθάνεται καθόλου κανένα ἄλλο πράγμα. Γιατί, βρισκόμενος μέσα στὴ θεϊκὴ καὶ ἄπειρη λάμψη, γίνεται ἀναίσθητος γιὰ ὅλα ὅσα ἔπλασε ὁ Θεός, σὰν τὸ μάτι ποὺ δὲν βλέπει πιὰ τάστρα, ὅταν ἔβγει ὁ ἥλιος.
«Ἐκεῖνος ποὺ βλέπει μέσα στὴν καρδιά του ἀκόμα κ᾿ ἕνα μικρὸ σημάδι ἀπὸ ἔχθρα γιὰ ὁποιοδήποτε φταίξιμο ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου, αὐτὸς εἶναι ὁλότελα ξένος ἀπὸ ἀγάπη στὸ Θεό. Γιατί, ἡ ἀγάπη στὸ Θεὸ δὲν παραδέχεται μίσος σὲ κανέναν ἄνθρωπο καθόλου ὁλότελα.
«Καλότυχος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ μπορεῖ ν᾿ ἀγαπήση μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη κάθε ἄνθρωπο.
«Ὅπως τὸ φῶς τοῦ ἥλιου τραβᾶ τὸ μάτι ποὺ εἶναι γερό, ἔτσι κ᾿ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ τραβᾶ τὸν καθαρὸ νοῦ μὲ τὴν ἀγάπη.
«Ἀπάθεια εἶναι ἡ εἰρηνικὴ κείνη κατάσταση, ποὺ γίνεται ἡ ψυχὴ δυσκολοκίνητη γιὰ τὴν κακία.
«Ὅποιος δὲν καταφρονᾶ τὴ δόξα καὶ τὴν ἀτίμωση, τὸν πλοῦτο καὶ τὴ φτώχεια, δὲν ἀπόχτησε ἀκόμα τὴν ἀγάπη. Ἐπειδή, ἡ τέλεια ἀγάπη ὄχι μοναχὰ αὐτὰ καταφρονά, ἀλλὰ καὶ τούτη τὴν πρόσκαιρη ζωὴ καὶ τὸ θάνατο.
«Ἂν ἐχθρεύεσαι κάποιους ἀνθρώπους, καὶ κάποιους ἄλλους μήτε τοὺς ἐχθρεύεσαι μήτε τοὺς ἀγαπᾶς, καὶ κάποιους ἄλλους τοὺς ἀγαπᾶς, τὸν ἕναν πολύ, τὸν ἄλλον λιγώτερο, ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἀνισότητα νὰ γνωρίζης πὼς βρίσκεσαι μακριὰ ἀπὸ τὴν τέλεια ἀγάπη. Γιατὶ αὐτὴ ἡ τέλεια ἀγάπη ξεχωρίζει ἀπὸ τὸ ὅτι κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀγαπᾶ ὅλους ἴσια κι᾿ ὅμοια.
«Σὰν διώξη ἡ διάνοια ἀπὸ πάνω τῆς τὶς πολλὲς θεωρίες γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου ποὺ τὴν πλακώνουνε, τότε παρουσιάζεται σ᾿ αὐτὴ καθαρὸς ὁ λόγος τῆς ἀλήθειας, καὶ τῆς δίνει νὰ καταλάβη τὴν ἀληθινὴ γνώση. Τότε ὁ νοῦς βγάζει ἀποπάνω τοῦ τὶς προτερινὲς ψεύτικες ἰδέες, σὰν τὰ λέπια ποὺ πέσανε ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ μεγάλου Παύλου, τὸν καιρὸ ποὺ ξαναβρῆκε τὸ φῶς του, ὕστερα ἀπὸ τὸ ὅραμα ποὺ τὸν τύφλωσε στὸ δρόμο τῆς Δαμασκοῦ.
«Ὅσο ζῆ κανένας σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, κι᾿ ἂν φτάξη στὴν τελειότητα τῆς ἐπίγειας κατάστασης, μὲ τὴν πράξη καὶ μὲ τὴ θεωρία, ἀπόχτησε μοναχὰ ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ γνώση καὶ προφητεία, κ᾿ ἕναν ἀρραβώνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι ὅμως ὁλόκληρο τὸ πλήρωμα τῆς γνώσης. Καὶ σὰν φτάξη, ὕστερα ἀπὸ τὸ τέλος τῶν αἰώνων στὴν τέλεια γνώση, ποὺ θὰ εἶναι πρόσωπο μὲ πρόσωπο, θὰ καταλάβη τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια, ποὺ στέκεται μόνη της καὶ ποὺ δείχνει τὸν ἑαυτό της σὲ κείνους ποὺ θᾶνε ἄξιοι νὰ τὴν καταλάβουνε. Γιατί, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Ἀπόστολος, τότε θὰ καταντήσουνε ὅλοι, ὅσοι θὰ σωθοῦνε, σὲ ἄνδρα τέλειον στὸ μέτρο τῆς ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ σ᾿ Αὐτὸν βρίσκουνται οἱ ἀπόκρυφοι θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσης. Καὶ τότε σὰν φανερωθοῦνε αὐτοὶ οἱ θησαυροί, ποὺ εἶναι τώρα κρυμμένοι, θὰ καταργηθῆ τὸ ἀπὸ μέρος.
«Ἡ πίστη εἶναι μία γνώση ἀναπόδειχτη. Ἂν λοιπὸν εἶναι γνώση ἀναπόδειχτη ἡ πίστη, ἄρα εἶναι μία σχέση ἀπάνω ἀπὸ τὴ φύση, ποὺ μ᾿ αὐτή, δίχως γνώση καὶ δίχως ἀπόδειξη, ἑνωνόμαστε μὲ τὸ Θεό, κατὰ τὴν ἕνωση ποὺ εἶναι ἀπάνω ἀπὸ τὴ νόηση.
«Τόσο βαθειὰ εἶναι ριζωμένη μὲ τὶς αἰσθήσεις στὴν ἀνθρώπινη φύση ἡ δύναμη τοῦ παραλογισμοῦ, ὥστε οἱ περισσότεροι νὰ νομίζουν πὼς δὲν εἶναι τίποτ᾿ ἄλλο, οἱ ἄνθρωποι, παρὰ μοναχὰ σάρκες, ποὺ ἔχουνε τὴ δύναμη νὰ ἀπολαύσουνε τούτη τὴ ζωή.
«Ἡ ἡδονὴ κ᾿ ἡ ὀδύνη δὲν δημιουργηθήκανε μαζὶ μὲ τὴ σάρκα. Ἀλλά, ἡ παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἔκανε ὥστε ἡ μὲν ἡδονὴ νὰ ἐπινοηθῆ γιὰ νὰ χαλάση ἡ προαίρεση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἡ δὲ ὀδύνη ἦρθε σὰν καταδίκη στὸ νὰ διαλυθῆ ἡ σάρκα. Καὶ ἔτσι, ἡ μὲν ἡδονὴ νὰ κάνη τὴν ἁμαρτία θεληματικὸν θάνατο, ἡ δὲ ὀδύνη νὰ ἔχη σὰν ἀποτέλεσμα τὴν καταστροφὴ τῆς σάρκας.
«Δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ γρήγορο ἀπὸ τὴν πίστη, καὶ τίποτα πιὸ εὔκολο ἀπὸ τὸ νὰ ὁμολογήση κανένας τὴ χάρη ποὺ ἐπῆρε ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ πίστεψε. Τὸ ἕνα φανερώνει τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχει ὅποιος πίστεψε σὲ Κεῖνον ποὺ τὸν ἔπλασε, καὶ τὸ ἄλλο φανερώνει τὴ θεάρεστη διάθεση ποὺ ἔχει γιὰ τὸν πλησίον του.
«Ὅποιος ξέπεσε ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔχει μέσα στὴ σάρκα τοῦ τὸ νόμο τῆς ἡδονῆς ποὺ βασιλεύει ἀπάνω του, καὶ δὲν μπορεῖ ἢ δὲν θέλει νὰ φυλάξη καμμιὰ ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ προτίμησε τὴ φιλήδονη ζωὴ ἀπὸ τὴ ζωὴ ποὺ γίνεται κατὰ τὸ θέλημα καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο βυθίστηκε στὸ σκοτάδι τῆς ἀμάθειας, ἀντὶ ν᾿ ἀπολαύση τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ.
«Ἡ ἐρωτικὴ κίνηση τοῦ ἀγαθοῦ, ποὺ προϋπῆρχε μέσα στὸ ἀγαθό, ἐπειδὴ εἶναι ἁπλὴ κι᾿ αὐτοκίνητη, καὶ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀγαθό, γυρίζει πάλι πίσω σ᾿ αὐτό, γιατὶ εἶναι ἀτελεύτητη κι᾿ ἄναρχη. Κι᾿ αὐτὸ ἐξηγεῖ τὸ δικό μας πόθο νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸ Θεό. Γιατὶ ἡ ἕνωση μὲ τὸ Θεὸ ποὺ γίνεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη, εἶναι ὑψηλότερη ἀπὸ κάθε ἕνωση.
«Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι τέλειος στὴν ἀγάπη κ᾿ ἔφταξε στὸ ἔπακρο τῆς ἀπάθειας, δὲν καταλαβαίνει τί διαφορὰ ἔχει τὸ δικό του ἀπὸ τὸ ξένο πράγμα, ἢ ὁ πιστὸς ἀπὸ τὸν ἄπιστο, ἢ ὁ δοῦλος ἀπὸ τὸν ἀφέντη, ἢ τὸ ἀρσενικὸ ἀπὸ τὸ θηλυκό. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἔχει γίνει ἀνώτερος ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν παθῶν, καὶ βλέπει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους σὰν νὰ εἶναι οἱ ἴδιοι, γιὰ ὅλους ἔχει τὰ ἴδια αἰσθήματα.
«Σχεδὸν κάθε ἁμαρτία γίνεται γιὰ τὴν ἡδονή, κ᾿ ἡ τιμωρία της πάλι γίνεται μὲ κακοπάθηση καὶ μὲ θλίψη, ἢ μὲ θεληματικὴ μετάνοια γίνεται ἡ ἀναίρεσή της.
«Ἐκεῖνος ποὺ δὲν φθονεῖ, ποὺ δὲν θυμώνει, ποὺ δὲν μνησικακεῖ καταπάνω σ᾿ ὅποιον τὸν πείραξε, αὐτὸ δὲν σημαίνει πάντα πὼς ἔχει ἀγάπη μέσα γιὰ τὸν ἐχθρό του. Γιατὶ μπορεῖ νὰ μὴν ἀγαπᾶ καὶ ὅμως νὰ μὴν κάνη κακὸ ἀντὶ κακό, ὅπως λέγει ἡ ἐντολή. Ἀλλά, δὲν μπορεῖ νὰ κάνη καλὸ ἀντὶ κακό, δίχως νὰ βιάση τὸν ἑαυτό του. Ἐπειδή, γιὰ νὰ ἔχη κανένας τὴ διάθεση νὰ κάνη καλὸ σὲ κείνους ποὺ τὸν μισοῦν, πρέπει νὰ ἔχη μέσα του τὴν τέλεια ἀγάπη.
«Ὅπως τὸ σῶμα, σὰν πεθάνη χωρίζεται ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο, ἔτσι κι᾿ ἡ ψυχή, σὰν βρεθῆ σὲ κείνη τὴν ὑψηλότατη κατάσταση τῆς προσευχῆς, πεθαίνει καὶ χωρίζεται ἀπὸ τὰ νοήματα τοῦ κόσμου. Γιατί, ἂν δὲν πάθη ἕναν τέτοιον θάνατο, δὲν μπορεῖ νὰ βρεθῆ καὶ νὰ ζήση μὲ τὸ Θεό.
«Καλὴ εἶναι ἡ γνώση καὶ ἡ ὑγεία, ἀλλὰ πολλοὶ ἄνθρωποι ὠφεληθήκανε ἀπὸ τὰ ἐνάντια. Γιατὶ στοὺς κακοὺς ἡ γνώση δὲν συντελεῖ στὸ καλό, τὸ ἴδιο κ᾿ ἡ ὑγεία, μήτε ὁ πλοῦτος, μήτε ἡ χαρά, γιατὶ δὲν τὰ μεταχειρίζουνται γιὰ τὸ ἀληθινὸ συμφέρον τους.
«Ἂν σταθῆς σὲ προσευχὴ καὶ νοιώσης μέσα σου κάποια χαρὰ ποὺ εἶναι πιὸ μεγάλη ἀπὸ κάθε ἄλλη, τότε βρῆκες τὴν ἀληθινὴ τὴν προσευχή.
«Σκιὰ θανάτου εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ζωή.
«Ἂν προσεύχεσαι ἀληθινά, εἶσαι θεολόγος. Κι᾿ ἂν εἶσαι θεολόγος, προσεύχεσαι ἀληθινά.
«Τρία εἶναι τὰ αἴτια ποὺ ἀγαπᾶ τὰ χρήματα ὁ ἄνθρωπος, ἡ φιληδονία, ἡ κενοδοξία κ᾿ ἡ ἀπιστία. Κι᾿ ἀπὸ τἆλλα δυό, ἡ ἀπιστία εἶναι ἡ χειρότερη.
«Πολλὰ πάθη εἶναι κρυμμένα μέσα στὶς ψυχές μας, μὰ φανερώνουνται σὰν παρουσιασθοῦνε κάποιες περιστάσεις.
«Τὸ «ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν», ποὺ ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, δὲν ἔχει, κατὰ τὴ γνώμη μου, χρονικὴ σημασία. Γιατὶ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν ἔρχεται μετὰ παρατηρήσεως, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, οὔτε θὰ ποῦνε: Νά, ἐδῶ εἶναι, ἢ ἐκεῖ. Ἀλλὰ εἶναι σχετικὸ μὲ τὴ διάθεση ἐκείνων ποὺ εἶναι ἄξιοί της. Ἐπειδὴ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται μέσα μας, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο».
(Ἰσαὰκ ὁ Σύρος - Ἰωάννης τῆς Κλίμακος - Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)
(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)
Πολλοὶ ἀπὸ κείνους ποὺ δὲ θέλανε νὰ ἀκούσουνε γιὰ θρησκεία, σήμερα ἀλλάξανε, καὶ ζητᾶνε νὰ διαβάσουνε θρησκευτικὰ βιβλία κι᾿ ἄλλα γραψίματα ποὺ ἔχουνε σχέση μὲ τὴ θρησκεία, κ᾿ ἐδῶ καὶ σ᾿ ἄλλες χῶρες.
Σὲ κάμποσους ἀπ᾿ αὐτοὺς ἄνοιξε τὸ δρόμο ποὺ τοὺς πῆγε κοντὰ στὴ θρησκεία, κ᾿ ἰδιαίτερα στὴν Ὀρθοδοξία, ἡ βυζαντινὴ τέχνη τῆς ἁγιογραφίας. Ἀφοῦ εἴδανε πόσο βαθειὰ κι᾿ ἀποκαλυπτικὴ εἶναι αὐτὴ ἡ τέχνη, νοιώσανε καὶ τὴν ἐπιθυμία νὰ γνωρίσουνε καὶ τὴν Ὀρθοδοξία ποὺ βρῆκε ἔκφραση μ᾿ αὐτὴν τὴν τέχνη. Κι᾿ ἀπὸ τὸ πνευματικὸ ὕψος ποὺ ἀνακαλύψανε στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωγραφική της Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, συμπεράνανε καὶ τὸ μεγάλο πνευματικὸ ὕψος τῆς Ὀρθοδοξίας: «Τὸ δένδρον ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ γνωρίζεται».
Στὸν τόπο μας, ἀλλοίμονο! πολὺ λίγοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ καταγίνουνται μὲ τὰ λεγόμενα πνευματικὰ ζητήματα καὶ ποὺ γράφουνε βιβλία, ἔχουνε κάποια σχέση μὲ τὴ θρησκεία, κι᾿ ἀκόμα πιὸ λίγοι μὲ τὴν Ὀρθοδοξία. Οἱ περισσότεροι ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν καταδέχουνται μηδὲ νὰ κοιτάξουνε κατὰ κεῖ. Τὴ χριστιανικὴ θρησκεία κι᾿ ὅ,τι ἔχει σχέση μ᾿ αὐτή, τὴ θεωροῦνε ἀνάξια γιὰ νὰ ἀπασχολήση τὰ σοφὰ κεφάλια τους. Γι᾿ αὐτούς, ὅποιος πιστεύει στὸν Χριστὸ εἶναι θρησκόληπτος, στενόμυαλος κι᾿ ἀνεξέλικτος. Τὸ νἆναι κανένας ἄπιστος, καὶ μάλιστα νὰ κομπάζη γι᾿ αὐτό, εἶναι μεγάλος κ᾿ ὑψηλὸς τίτλος πνευματικῆς σοβαρότητας, ποὺ τὸν ἔχουνε οἱ βαθυστόχαστες διάνοιες. Φόβος καὶ τρόμος τοὺς πιάνει μὴν τύχη καὶ τοὺς πάρουνε γιὰ ἀνθρώπους ποὺ δίνουνε καὶ τὴν παραμικρὴ σημασία στὴ θρησκεία, δηλαδὴ σὲ ἕνα πρᾶγμα ποὺ εἶναι γιὰ τὶς γρηὲς καὶ γιὰ τοὺς φτωχοὺς τῷ πνεύματι. Ἕνας τέτοιος μου εἶπε πὼς μὲ θαυμάζει γιὰ τὸ θάρρος ποὺ ἔχω νὰ λέγω καὶ νὰ γράφω πὼς εἶμαι χριστιανός. Ὑπάρχουνε οἰκογένειες ποὺ ντρέπουνται γιὰ κάποιον ἀπὸ τοὺς δικούς τους ποὺ εἶναι εὐλαβής, καὶ θυμᾶται κανένας τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε πὼς ἦρθε στὸν κόσμο νὰ βάλη φωτιά, καὶ νὰ χωρίση τὰ παιδιὰ ἀπὸ τοὺς γονιοὺς κι᾿ ἀδελφὸ ἀπ᾿ ἀδελφό, καὶ πὼς ὅποιος θἄχη σὲ ντροπή του πὼς πιστεύει σ᾿ Ἐκεῖνον καὶ στὰ λόγια του, θὰ τὸν ἔχη κι᾿ ὁ Χριστὸς σὲ ντροπὴ σὰν θὰ ξανἄρθη μὲ θεϊκὴ δόξα τριγυρισμένος ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους: «Ὃς γὰρ ἂν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτη τὴ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῶ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν, ὅταν ἔλθη ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν Ἀγγέλων τῶν ἁγίων».
Ναί. Ὁ Χριστὸς εἶναι ντροπὴ γιὰ τοὺς ἔξυπνους καὶ πολύξερους ἀνθρώπους τούτου τοῦ κόσμου. Ἡ ἀθεΐα εἶναι τὸ σημεῖο τῆς πνευματικῆς ἀριστοκρατίας. Οἱ βαθυστόχαστες αὐτὲς διάνοιες, ἂν καταδεχτοῦνε καμμιὰ φορὰ νὰ μιλήσουνε γιὰ θρησκεία, τὸ κάνουνε γιὰ νὰ τὴν περιπαίξουνε, ἢ γιὰ νὰ τὴ χτυπήσουνε, παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ κάποια καινούργια φιλοσοφικὴ θεωρία. Ὅλα τὰ ξέρουνε. Τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ γι᾿ αὐτὸ δὲν γνωρίζουνε τίποτα, εἶναι τὸ τί εἶναι αὐτὴ ἡ θρησκεία ποὺ δὲν παραδέχουνται. Ὁ Πασκὰλ λέγει πὼς οἱ περισσότεροι ἀπ᾿ ὅσους πολεμᾶνε τὴ θρησκεία δὲν ξέρουνε τί εἶναι αὐτὸ ποὺ πολεμᾶνε.
Οἱ δικοί μας οἱ γραμματισμένοι, προπάντων οἱ λεγόμενοι «λογοτέχνες», δὲν ἔχουνε ἰδέα γιὰ τὴ θρησκεία μας, ἰδιαίτερα γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, σὲ καιρὸ ποὺ στὴν Εὐρώπη, ποὺ τὴν ἔχουνε γιὰ δασκάλα τους, γίνεται μεγάλη ἀναταραχὴ στὰ πνεύματα, καὶ κάποιες σπουδαῖες ψυχές, σὰν νἆναι ζαρκάδια διψασμένα μέσα στὸν ξέρακα τῆς ὑλιστικῆς γνώσης, τρέχουνε νὰ ξεδιψάσουνε στὶς δροσερὲς βρύσες τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ποιὸς ἀπὸ τοὺς δικούς μας «λογοτέχνες», αἰσθητικοὺς καὶ στοχαστές, ξέρει τίποτα ἀπὸ τούτη τὴν πνευματικὴ ἀναστάτωση ποὺ γίνεται σήμερα, μακρυὰ ἀπὸ «τὶς λογοτεχνίες, κι᾿ ἀπὸ τὶς αἰσθητικές» ποὺ καταγίνουνται; Ποιὸς θέλησε, κἂν ἀπὸ περιέργεια, νὰ διαβάση κάποια πατερικὰ βιβλία καὶ νὰ ξεζέψη τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ μαγκανοπήγαδο ποὺ γυρίζει μὲ δεμένα μάτια; Μὰ κι᾿ ἂν τ᾿ ἀποφασίση κανένας, θὰ δῆ πὼς εἶναι τόσο ἀλλοιώτικα τὰ νοήματα ποὺ θὰ διαβάση, ὥστε δὲν θὰ καταλάβη τίποτα, ὅπως εἶναι μαθημένος στὰ ἀντιπνευματικὰ διαβάσματα, καὶ θὰ τὰ παρατήση. Ἤ, ἂν τύχη νὰ διαβάση κανένα ἁγιωτικὸ βιβλίο, γραμμένο μὲ κείνη τὴ βλογημένη ἁπλότητα ποὺ ἔχουνε τὰ ἀληθινὰ καὶ ἀπροσποίητα πράγματα, θὰ τὸ περιφρονήση, γιατὶ εἶναι συνηθισμένος στὶς πολύπλοκες καὶ μπερδεμένες φιλοσοφίες, κι᾿ ἂς εἶναι σαπουνόφουσκες.
Τὰ βιβλία ποὺ εἶναι γραμμένα ἀπὸ τοὺς Πατέρας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μεταφράζουνται σήμερα σὲ πολλὲς γλῶσσες τῆς Εὐρώπης, καὶ πιὸ πολὺ τὰ πιὸ αὐστηρὰ καὶ τὰ πιὸ μυστικά, ποὺ τὰ γράψανε κάποιοι ἅγιοι ποὺ ζήσανε σὲ ἐρημιές, σὲ σπηλιές, καὶ σὲ μοναστήρια ἀπομοναχιασμένα τῆς Ἀνατολῆς. Ὓστερ᾿ ἀπὸ τόσους αἰῶνες, ἐκεῖνοι οἱ ταπεινοὶ ἐρημίτες ποτίζουνε τὶς διψασμένες ψυχὲς καὶ τὶς δροσίζουνε, χαρίζοντας τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀθανασίας στὴν ἁμαρτωλὴ ἀνθρωπότητα ποὺ κυλίστηκε στὴν ἀκολασία σὰν τὸν ἄσωτο γυιό, ὡς ποὺ κατάντησε νὰ τρώγη ξυλοκέρατα μὲ τοὺς χοίρους. Αὐτὴ ἡ ἀνθρωπότητα, καταματωμένη ἀπὸ τὴν περιπλάνησή της, πεινασμένη, γυμνὴ κι᾿ ἀπελπισμένη, κράζει στοὺς πτωχοὺς τῷ πνεύματι, στοὺς καταφρονεμένους ἀσκητάδες, νὰ τῆς δώσουνε βοήθεια, νὰ τὴν κρατήσουνε ἀπὸ τὸ χέρι γιὰ νὰ μὴ βουλιάξη μέσα στὴν ἀφρισμένη καὶ μελανὴ θάλασσα τῆς ἀπιστίας, σὰν τὸν ἀπόστολο Πέτρο. Κ᾿ οἱ ἅγιοι γέροντες, ποὺ ζήσανε πρὶν ἀπὸ πεντακόσια, χίλια, χίλια πεντακόσια χρόνια, κι᾿ ἀπομείνανε λησμονημένοι ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ μέθυσε ἀπὸ τὰ γεννήματα τοῦ μυαλοῦ του καὶ θέλησε νὰ στήση τὸ θρόνο τοῦ ἀπάνω ἀπὸ τὸ Θεό, βλέποντάς τον, λοιπόν, νὰ παραδέρνη ἐλεεινὸς καὶ ξετραχηλισμένος μέσα στὴν ἀνεμοζάλη τῆς ἀπιστίας καὶ νὰ φωνάζη «βοήθεια!», σκύβουνε πονετικὰ καὶ τὸν τραβᾶνε ἀπὸ τὸ χέρι, ἐκεῖ ποὺ τρέμει σύγκορμος, καὶ τοῦ λένε μὲ τὴ γλυκειὰ μὰ κι᾿ αὐστηρὴ φωνή τους, τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Κύριος στὸν Πέτρο, σὰν τὸν εἶδε νὰ βουλιάζη: «Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;»
Λοιπόν, ἐπειδὴ εἶναι πολλοὶ σήμερα ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουνε ἐπιθυμία νὰ ἀπογευτοῦνε, ἂς εἶναι καὶ λίγο, ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ πνευματικὸ νέκταρ τῶν Πατέρων, καὶ δὲν βρίσκουνε τὰ προσκυνητὰ συγγράμματά τους, θὰ τοὺς προσφέρουμε λιγοστὰ ἄνθη ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ εὐωδιάζει σήμερα τὴν οἰκουμένη, σήμερα, σὲ καιρὸ ποὺ μεριμνοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ τυρβάζουν περὶ πολλά, σφεντονίζοντας λογιῶν-λογιῶν μηχανὲς στὸ φεγγάρι καὶ στὰ ἄστρα, λὲς καὶ κεῖ θὰ βροῦνε τ᾿ ἀθάνατο νερό.
«Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν», εἶπε ὁ Χριστός. Αὐτὴ τὴ βασιλεία ξεσκεπάζουνε οἱ Πατέρες, ποὺ ἤπιανε ἀπὸ «τὸ ὕδωρ τὸ ἀλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον».
Μὲ τὰ λιγοστὰ ψίχουλα ποὺ δίνουμε ἀπὸ τὰ πατερικὰ βιβλία, δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβη ὁ ἀναγνώστης πόσος καὶ τί λογῆς εἶναι ὁ μυστικὸς πλοῦτος ποὺ ὑπάρχει μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ βιβλία. Ἐπειδή, ἐδῶ ὁ τόπος εἶναι στενός, καὶ δὲν χωρᾶ κάποια μεγάλα κεφάλαια ἢ κι᾿ ὁλόκληρους λόγους, ἀπ᾿ ὅπου νὰ νοιώση ὅποιος διαβάζει, τὸ σπουδαῖο νόημα καὶ τὴ βαθειὰ ἀλήθεια ποὺ βρίσκεται μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ κείμενα. Κομματιασμένα, ὅπως τὰ δίνουμε, χάνουνε τὴ λάμψη τους καὶ τὸν παλμὸ ποὺ παίρνει ἡ μιὰ φράση ἀπὸ τὴν ἄλλη. Παρεκτὸς ἀπ᾿ αὐτό, ὅποιος διαβάζει τέτοια γραψίματα, πρέπει νὰ εἶναι εὐλαβής. Πρέπει νὰ ἔχη ἀπὸ πρὶν συνηθίση στὸ νὰ ἀναπνέη ἐκεῖνον τὸν ἀέρα τοῦ μυστηρίου, ποὺ εἶναι ἀλλοιώτικος ἀπὸ τοῦτον ποὺ ἀνασαίνουμε σὰν διαβάζουμε νοήματα, στοχασμοὺς καὶ αἰσθήματα γραμμένα ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ εἶναι βουτηγμένοι στὴν πηχτὴ ὕλη τούτου τοῦ κόσμου.
Μέσα σ᾿ ἕνα βιβλίο μου ἔχω γράψει ἕνα ἐγκώμιο στὸν ἅγιο Ἰσαὰκ τὸν Σύρο, ἕναν Ἄγγελο μὲ κορμὶ ἀνθρώπινο, ποὺ ἀσκήτεψε στὴν ἔρημο, κατὰ τὰ 550 μ.X., κ᾿ ἔγραψε ἕνα βιβλίο μὲ Λόγους Ἀσκητικούς. Βάζω παρακάτω λίγα λόγια ἀπὸ κεῖνο τὸ ἐγκώμιο, ἐπειδὴ ἀπ᾿ αὐτὰ θὰ μπορέσετε νὰ νοιώσετε καλύτερα ὅσα λέγω παραπάνω:
«...Ἂς μὴ σιμώση κανένας σὲ τούτη τὴν ἀτίμητη κιβωτὸ μ᾿ ἐλαφρὺν λογισμό, ἀλλὰ μὲ φόβο καὶ μὲ τρόμο. Γιατὶ ἀλλοιῶς, ἄδικα θὰ θελήσῃ νὰ δροσιστῇ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἁγιασμένη βρύση ὅποιος ἔχει τὴ γέψη του χαλασμένη ἀπὸ τὰ θολὰ καὶ φαρμακερὰ πιοτὰ τοῦ κόσμου.
«Γιὰ τὸν ἅγιο Ἰσαὰκ μπορεῖ νὰ πῆ κανένας πὼς ἡ Σοφία κάθισε σὰν μέλισσα χρυσὴ ἀπάνω στὸ στόμα του. Ὄχι ἡ σοφία τῶν σοφῶν, ἡ μάταια κ᾿ ἡ σαστισμένη, ἀλλ᾿ ἡ ἀμάραντη, ἡ πηγὴ τῆς ἀφθαρσίας, ποὺ ἐλευθερώνει ἀληθινὰ ὅποιον τὴν κατέχει...
«Κ᾿ ἐπειδὴ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο μιλᾶ μὲ τὸ στόμα του, τὰ λόγια τοῦ εἶναι ἐξαίσια στὸ κάλλος, ἀπὸ θεῖον οἶστρον πυρπολημένα. Γιὰ τοῦτο, μ᾿ ὅλο ποὺ γράφει τόσα πολλὰ ὁ τρισμακάριος, ἀπομένει μέσα στὸ πνεῦμα μας μιὰ ἱερὴ σιωπή, σὰν νὰ μὴ μίλησε κανένας, παρὰ σὰν νὰ ἀκοῦμε ἕνα μακρινὸ ἀντιλάλημα κάποιας θάλασσας ποὺ δὲν τὴ βλέπουμε...
«Τὸ μάτι του βλέπει τὸν ἥλιο χωρὶς νὰ θαμπώση. Σὰν ἀητὸς ἐξαίσιος βγαίνει μέσ᾿ ἀπὸ τὰ σύννεφα καὶ πετὰ ἀτάραχος ἀπάνω ἀπὸ τὰ μελανὰ βουνά, ἀγναντεύοντας τὸ βαθὺ πέλαγος, σὲ καιρὸ ποὺ ἐμεῖς καθόμαστε μέσα σ᾿ ἕνα στενοπήγαδο, καὶ κράζουμε νὰ μᾶς ἐλεήση...
«...Φαίνεται πὼς ἤτανε σπουδασμένος στὴν Ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ὅπως δείχνουνε δυὸ-τρία λόγια ποὺ γράφει: «Ἐπειδὴ δέ σου πεπείραμαι τῆς φιλοσοφίας, ὢ ἀγαπητέ, παρακαλῶ σε ἐν ἀγάπῃ παραφυλάττεσθαι ἐκ τῆς ἐπηρείας τοῦ ἐχθροῦ». Καὶ σὲ ἄλλο μέρος γράφει: «Ἡ αἰτία δὲ τῆς φαντασίας τῶν εἰκόνων, ἡ ἀσθένεια καὶ οὐχ ἡ καθαρότης ἐστι τοῦ νοός. Τοῦτο συνέβη ἐν τοῖς ἔξω φιλοσόφοις, ἐπειδὴ ταῦτα ἐνόμισαν εἶναι τὰ πνευματικά, περὶ ὧν διδαχὴν ἀληθινὴν ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐδέξαντο. Ἐκ γὰρ τοῦ σφυγμοῦ καὶ τῆς κινήσεως τοῦ λογιστικοῦ αὐτῶν καὶ ἐκ τοῦ λογισμοῦ τῶν ἐννοιῶν αὐτῶν ἔδοξαν, τὴ οἰήσει αὐτῶν, ὅτι εἰσὶ τί». «Οἱ φιλόσοφοι», λέγει, «νομίσανε πὼς ἀλήθεια εἶναι οἱ φαντασίες τους, ἐπειδὴ δὲν πήρανε ἀληθινὴ διδαχὴ ἀπὸ τὸ Θεό. Γιατὶ ἀπὸ τὴ σαρκικὴ κίνηση τοῦ λογικοῦ τους κι᾿ ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τοὺς νομίσανε, μὲ τὴν περηφάνεια ποὺ εἴχανε, πὼς αὐτὲς οἱ φαντασίες ἤτανε κάποιο πρᾶγμα ἀληθινό».
«Τὸ δυνατὸ μυαλό του καὶ τὴ σαρκικὴ γνώση τὰ πέταξε ἀπὸ πάνω του καὶ τὰ νέκρωσε, κ᾿ ἔγινε σὰν παιδὶ ἁπλὸς κι᾿ ἀπονήρευτος. Μαζὶ μ᾿ αὐτὰ ἔθαψε καὶ τὸν χαλασμένον ἄνθρωπο καὶ τὸν ξέχασε, σὰν μνῆμα γεμάτο ξερὰ κόκκαλα».
Ἂς βάνουμε παρακάτω λίγες ἀράδες ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ, ποὺ εἶναι, ὅπως ἔγραψε ἕνας σοφὸς σημερινός, σὰν τὰ ξωτικὰ λουλούδια ποὺ βγαίνουνε στὰ ψηλὰ χιονισμένα βουνά:
«Ἀρχὴ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, κι᾿ αὐτὸς ὁ φόβος δὲν ἀφήνει τὸ νοῦ του νὰ ταράζεται. Ὅπως τὸ βάρος ποὺ μπαίνει στὴ ζυγαριὰ τὴ στερεώνει καὶ δὲν ταράζεται ἀπὸ τὸν ἄνεμο, ἔτσι κρατᾶ ἀμετακίνητή τὴ διάνοια κι᾿ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, κι᾿ ὅταν αὐτὸς λείψη ἀπὸ τὴν ψυχή, ταράζεται ἡ ζυγαριὰ τῆς διάνοιας».
«Παρακίνησε τὸν ἑαυτό σου νὰ μιμηθῆς τὴν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἀνάψη περισσότερο μέσα σου ἡ φωτιὰ ποὺ ἄναψε ὁ Χριστὸς μέσα σου, καὶ νὰ καοῦν ὅλες οἱ ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου ποὺ θανατώνουνε τὸν καινούργιον ἄνθρωπο καὶ ποὺ μολύνουνε τὶς αὐλὲς τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι ἅγιος καὶ δυνατός. Γιατὶ ἐγὼ παίρνω τὸ θάρρος νὰ πῶ, κατὰ τὰ λόγια του ἁγίου Παύλου, πὼς εἴμαστε ναὸς τοῦ Θεοῦ. Ἂς ἁγνίσουμε λοιπὸν τὸ ναό του, ὅπως εἶναι κι᾿ αὐτὸς ἁγνός, γιὰ νὰ ἐπιθυμήσῃ νὰ κατασκηνώσῃ μέσα σ᾿ αὐτόν. Ἂς τὸν ἁγιάσουμε, ὅπως εἶναι κι᾿ αὐτὸς ἅγιος, κι᾿ ἂς τὸν στολίσουμε μὲ κάθε ἀγαθὸ καὶ τίμιο ἔργο. Ἂς θυμιάσουμε αὐτὸν τὸ ναὸ μὲ τὸ θυμίαμα ποὺ ἀναπαύει τὸ θέλημά Του μὲ καθαρὴ καὶ καρδιακὴ προσευχή. Καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ ρίξη τὸν ἴσκιο της στὴν ψυχή μας ἡ νεφέλη τῆς δόξας του, καὶ θὰ φεγγοβολήση τὸ φῶς τῆς μεγαλωσύνης τοῦ μέσα στὴν καρδιά μας. Καὶ θὰ γεμίσουνε ἀπὸ χαρὰ κι᾿ ἀπὸ εὐφροσύνη ὅλοι ὅσοι κατοικοῦνε μέσα στὴν ἁγιασμένη σκηνὴ τοῦ Θεοῦ, κ᾿ οἱ ἀδιάντροποι θὰ καοῦνε ἀπὸ τὴ φλόγα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
«Ὀνείδιζε τὸν ἑαυτό σου παντοτινά, ἀδελφέ μου, καὶ λέγε: Ἀλλοίμονό μου, ὢ ἄθλια ψυχή, ἔφταξε ἡ ὥρα ποὺ θὰ χωριστῆς ἀπὸ τὸ σῶμα. Γιατὶ εὐχαριστιέσαι μ᾿ αὐτὰ ποὺ θὰ τ᾿ ἀφήσης σήμερα καὶ ποὺ δὲν θὰ τὰ ξαναδῆς πιὰ στοὺς αἰῶνες; Σκέψου ὅσα ἔπραξες καὶ μὲ ποιὰ πράγματα πέρασες τὶς μέρες τῆς ζωῆς σου, ἢ ποιὸς ἐπῆρε τὸν κόπο σου καὶ ποιὸν χαροποίησες μὲ τὸν ἀγώνα σου, γιὰ νὰ ἔλθη νὰ σὲ ὑποδεχτῆ τὴν ὥρα ποὺ θὰ βγαίνης ἀπὸ τὸ σῶμα. Καὶ ποιὸν εὐχαρίστησες στὸ δρόμο τῆς ζωῆς σου, γιὰ νὰ πᾶς νὰ ξεκουραστῆς στὸ λιμάνι του. Καὶ γιὰ χάρη τίνος κακοπάθησες καὶ κοπίασες, γιὰ νὰ πᾶς κοντά του μὲ χαρά. Ποιὸν φίλο ἀπόχτησες γιὰ τὴν ἄλλη ζωή, γιὰ νὰ σὲ προϋπαντήση κατὰ τὴν ὥρα ποὺ φεύγεις ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο. Καὶ σὲ ποιὸ χωράφι δούλεψες, καὶ ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θὰ σοῦ δώση τὸ μεροκάματό σου κατὰ τὴ μέρα ποὺ θὰ βασιλέψη ὁ ἥλιος τοῦ χωρισμοῦ σου.
Κράξε καὶ φώναξε μ᾿ ἀναστεναγμὸ καὶ μὲ θλίψη, γιατὶ αὐτὲς οἱ φωνὲς ἀναπαύουνε τὸ Θεὸ περισσότερο ἀπὸ τὶς θυσίες κι᾿ ἀπὸ τὰ ὁλοκαυτώματα. Ἂς ἀναβρύζη τὸ στόμα σου πονεμένες φωνές, ποὺ τὶς ἀκοῦνε μὲ χαρὰ οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι. Πλύνε τὰ μάγουλά σου μὲ τὰ δάκρυα τῶν ματιῶν σου, γιὰ νὰ ἀναπαυθῆ σὲ σένα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ νὰ σὲ λούση ἀπὸ τὴ βρῶμα τῆς κακίας σου. Ἐξιλέωσε τὸν Κύριο μὲ τὰ δάκρυά σου, γιὰ νὰ ἔλθη νὰ σὲ βοηθήση. Ἐπικαλέσου τὴ Μαρία καὶ τὴ Μάρθα γιὰ νὰ σὲ διδάξουνε λυπηρὲς φωνές. Κράξε στὸν Κύριο.
Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μας, ἐσὺ ποὺ ἔκλαψες γιὰ τὸν Λάζαρο καὶ ποὺ τὰ μάτια σου στάξανε γι᾿ αὐτὸν δάκρυα πονεμένα, δέξου τὰ πικρὰ δάκρυά μου, δῶσε μου καρδιὰ πικραμένη γιὰ νὰ σὲ ζητήσω ὁλόψυχα. Σὲ ἄφησα, μὴ μ᾿ ἀφήσης. Ξεμάκρυνα ἀπὸ σένα, ἔβγα νὰ μὲ ζητήσης καὶ βάλε με στὴ μάντρα σου μαζὶ μὲ τὰ διαλεχτὰ πρόβατά σου, καὶ θρέψε με μὲ τὸ χορτάρι τῶν θείων μυστηρίων σου».
«Θὰ εὐφρανθῆ ἡ καρδιὰ ἐκείνων ποὺ ζητᾶνε τὸν Κύριο. Ζητήσετε τὸν Κύριο, ὢ κατάδικοι, καὶ δυναμωθῆτε μὲ τὴν ἐλπίδα. Ζητήσετε τὸ πρόσωπό του μὲ τὴ μετάνοια, καὶ θ᾿ ἁγιασθῆτε μὲ τὸ ἁγίασμα τοῦ προσώπου του».
«Πρὶν ἀρρωστήσης νὰ ζητήσης τὴ γιατρειά σου, καὶ πρίν σου ἔρθουνε τὰ θλιβερὰ κᾶνε τὴν προσευχή σου, καὶ τότε θὰ βρῆς τὸ Θεὸ στὸν καιρὸ τῆς λύπης σου, καὶ θὰ σὲ ἀκούση. Ἡ κιβωτὸς τοῦ Νῶε ἔγινε κατὰ τὸν καιρὸ τῆς ἡσυχίας (πρὶν ἔρθει ὁ κατακλυσμός), καὶ τὰ ξύλα τῆς φυτευθήκανε πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια».
«Νὰ συναναστρέφεσαι μὲ τοὺς ταπεινούς, καὶ θὰ μάθης τοὺς τρόπους των. Γιατί, ἀφοῦ ἡ θωριὰ τοὺς εἶναι ὠφέλιμη στὴν ψυχή, πόσο περισσότερο ἡ διδασκαλία ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τους; Ἀγάπησε τοὺς φτωχούς, γιὰ νὰ ἐλεηθῆς κ᾿ ἐσύ. Μὴν πᾶς κοντὰ στοὺς φιλόνεικους, γιὰ νὰ μὴ βγῆς ἀπὸ τὴ γαλήνη σου. Ἀγάπησε τοὺς ἁμαρτωλούς, καὶ μίσησε τὰ ἔργα τους, καὶ μὴν τοὺς καταφρονήσης γιὰ τὰ ἐλαττώματά τους, μήπως κ᾿ ἐσὺ πέσης στὰ ἴδια. Νὰ θυμᾶσαι πὼς εἶσαι καμωμένος ἀπὸ χῶμα, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καὶ κᾶνε καλὸ σ᾿ ὅλους. Σὰν συναπαντήσης κάποιον, τίμησε τὸν περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀξία του. Φίλησε τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του, καὶ βάσταξέ τα μὲ πολλὴ τιμή, καὶ βάλε τὰ ἀπάνω στὰ μάτια σου. Καὶ σὰν χωριστῆ ἀπὸ σένα, πὲς γι᾿ αὐτὸν κάθε καλὸν λόγο. Γιατὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν τραβᾶς στὸ καλό, καὶ σπέρνεις σ᾿ αὐτὸν σπόρο καλόν, κι᾿ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ συνήθεια ποὺ συνηθίζεις τὸν ἑαυτό σου, τυπώνεται μέσα σου σφραγίδα ἀγαθή, καὶ θ᾿ ἀποχτήσης πολλὴ ταπείνωση. Σημάδι τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ταπείνωση, ποὺ γεννιέται ἀπὸ συνείδηση ἀγαθή».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος γεννήθηκε κατὰ τὰ 550 μ.X. καὶ φαίνεται πὼς ἤτανε ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη. Καλογέρεψε ἀπὸ μικρὸς κι᾿ ἀσκήτεψε στὴν ἔρημό του Σινᾶ, ζώντας σαράντα χρόνια μέσα σ᾿ ἕνα σπήλαιο. Ὕστερα, τὸν παρακαλέσανε οἱ Πατέρες νὰ ἀναλάβη τὴν ἡγουμενία τῆς Μονῆς.
Ἔγραψε μοναχὰ ἕνα βιβλίο, τὴ φημισμένη «Κλίμακα». Τὰ λόγια του εἶναι σύντομα καὶ πυκνά, σὰν τὸ Νόμο ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν Μωυσῆ, ἀπάνω στὸ βουνὸ Χωρήβ.
Ἰδοὺ μερικὰ λόγια ἀπὸ τὸ ἄφθαρτο αὐτὸ βιβλίο:
«Μετάνοια εἶναι τὸ νὰ στερηθῆ ὁ ἄνθρωπος κάθε σωματικὴ ἀνάπαυση κι᾿ ἀπόλαυση, δίχως νὰ λυπηθῆ ὁλότελα.
Βάστα γερὰ τὴ μακάρια χαρμολύπη καὶ τὴν ἁγιασμένη κατάνυξη, καὶ μὴν πάψεις νὰ τὴν ἐργάζεσαι μέσα σου, ὡς ποὺ νὰ σὲ κάνη νὰ ὑψωθῆς ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο, καὶ νὰ σὲ παραστήση καθαρὸν στὸν Χριστό.
Γίνε σὰν βασιλιᾶς μέσα στὴν καρδιά σου, ὑψηλὰ μὲ ταπείνωση καθισμένος, καὶ προστάζοντας στὸ γέλω: φεῦγα, καὶ φεύγει. Καὶ στὸ γλυκὸ τὸ δάκρυ: ἔλα, κ᾿ ἔρχεται. Καὶ στὸ κορμί μας, ποὺ εἶναι σκλάβος καὶ τύραννος: κᾶνε τοῦτο, καὶ τὸ κάνει.
Εἶδα ἀκάθαρτες ψυχὲς ποὺ ἤτανε παραδομένες μὲ μανία στὸν σαρκικὸν ἔρωτα. Καὶ ὅμως, σὰν μετανοιώσανε καὶ γυρίσανε στὴν εὐσέβεια, ἀπὸ τὴν πείρα ποὺ εἴχανε, μεταστρέψανε τὸν ἔρωτα ποὺ νοιώθανε στὰ σαρκικά, σὲ ἀγάπη γιὰ τὸν Κύριο, καὶ σὰν τὸ μπολιασμένο δέντρο ἀλλάξανε τὸ κακὸ πάθος τους σὲ ἀγάπη ἀχόρταγη γιὰ τὸ Θεό. Γιὰ τοῦτο κι᾿ ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε σὲ κείνη τὴ φρόνιμη τὴν πόρνη πὼς φοβήθηκε, ἀλλὰ πὼς ἀγάπησε πολύ, καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο μπόρεσε νὰ πολεμήση εὔκολα τὸν ἔρωτα μὲ τὸν ἔρωτα.
Πρέπει νὰ τὸ λογαριάζουμε σὰν δῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦτο ποὺ θὰ σᾶς πῶ, μαζὶ μ᾿ ὅλα τ᾿ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς δώρισε, τὸ ὅτι, δηλαδή, πολλὲς φορὲς πᾶμε καὶ βλέπουμε τοὺς πεθαμένους στὰ μνήματα, κι᾿ ὡστόσο στεκόμαστε ἀδάκρυτοι, ἐνῶ συχνὰ ἐρχόμαστε σὲ κατάνυξη χωρὶς νὰ δοῦμε αὐτὸ τὸ πικρὸ θέαμα.
Ὅποιος κλαίγει ἢ πικραίνεται γιὰ τὸ Θεό, αὐτὸς ἀξιώνεται ἀληθινὰ νὰ δὴ στὴν ψυχὴ τοῦ τὴν οὐράνια καὶ θεϊκὴ παρηγοριά. Κι᾿ ὅποιος φυλάγει καθαρὴ τὴν καρδιά του, μπορεῖ νὰ πάρη ἀπὸ τὸ Θεὸ λάμψη καὶ λαμπρότητα.
Τὰ δάκρυα ποὺ χύνουνται ἀπὸ τὴ θύμηση τοῦ θανάτου, γεννᾶνε τὸ φόβο. Κι᾿ ὁ φόβος γεννᾶ πάλι τὴν ἀφοβιὰ καὶ τὸ θάρρος. Κ᾿ ἡ ἀφοβιὰ φέρνει τὴ χαρά. Κι᾿ ἀφοῦ τελειώσει ἐκείνη ἡ ἀκατάπαυστη χαρὰ ποὺ ἔχει μέσα της ἡ ψυχή, προβάλλει τὸ τριαντάφυλλο τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, κι᾿ ἀνεβαίνει στὸ Θεὸ μὲ εὐωδία πολλὴ καὶ πάντερπνη.
Κανένα πρᾶγμα δὲν ταιριάζει τόσο μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη, ὅσο τοῦτο τὸ χαροποιὸ πένθος.
Ὅποια ἐνάρετη ἀρετὴ κι ἂν κάνουμε, ἂν δὲν ἔχουμε καρδιὰ θλιμμένη καὶ πονεμένη, γιὰ μάταιη κι᾿ ἀνώφελη λογαριάζεται.
Ὁ Ἰούδας ἤτανε ἀνάμεσα στοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, κι᾿ ὁ ληστὴς ἀνάμεσα στοὺς φονιάδες. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Πῶς, μέσα σὲ μία στιγμὴ ἀλλάξανε τόπο!
Ἀκτημοσύνη εἶναι ὄχι μοναχὰ νὰ μὴν ἔχη τίποτα ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ τὸ νὰ βγάλη καὶ κάθε φροντίδα ἀποπάνω του. Νὰ γίνη ὁδοιπόρος χωρὶς ἐμπόδια καὶ ξένος ἀπὸ κάθε λύπη ἐγκόσμια. Ἀκτημοσύνη εἶναι ἡ πίστη στὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου.
Τὸ νὰ ὑποφέρνη κανένας μιὰ προσβολὴ μὲ γενναιότητα, εἶναι κατόρθωμα ἐκείνων ποὺ ἔχουνε ὑψωθῆ ἀπᾶν᾿ ἀπὸ τὸν κόσμο. Ἀλλὰ τὸ νὰ περάση κανένας ἀπὸ παινέματα χωρὶς νὰ ζημιώση τὴν ψυχή του, αὐτὸ εἶναι χάρισμα ποὺ τὸ ἔχουνε μοναχὰ οἱ ἅγιοι.
Εἶναι ντροπὴ νὰ περηφανεύεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ ξένα πράγματα. Κ᾿ ἡ χειρότερη ἀνοησία εἶναι τὸ νὰ καυχιέται γιὰ κάποια χαρίσματα ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸ Θεό. Ὅσα κατορθώματα ἔκανες πρὶν ἀπὸ τὴ γέννησή σου, γι᾿ αὐτὰ μοναχὰ νὰ ὑπερηφανεύεσαι. Γιατί, ὅσα σου συμβήκανε ὕστερα ἀπὸ τὴ γέννησή σου, σοῦ τὰ δώρισεν ὁ Θεός, ὅπως σου δώρισε καὶ τὴν ἴδια τὴ γέννηση.
Ἡ πραότητα εἶναι ἕνας βράχος ποὺ στέκεται ψηλότερα ἀπὸ τὸ θυμὸ τῆς θάλασσας καὶ ποὺ λιώνει τὰ κύματα ποὺ τὴ χτυπᾶνε, καὶ δὲν καταλαβαίνει κλονισμὸ καθόλου ὁλότελα.
Ὅποιος ἑνώθηκε μ᾿ αὐτὴ τὴ νύφη ποὺ τὴ λένε ταπείνωση, εἶναι ἥμερος, γλυκόλογος, εὐκολοκατάνυκτος, συμπαθητικός, γαλήνιος, χαροποιός, καλοκάγαθος, ἄλυπος, ἄγρυπνος, ἀκούραστος.
Ὅπως ἡ ἀχτίνα τοῦ ἥλιου μπαίνει ἀπὸ μία τρύπα στὸ σπίτι, καὶ βλέπει κανένας καὶ τὴν πιὸ λεπτὴ σκόνη ποὺ σηκώνεται καὶ πετὰ καὶ μερμιδίζει μέσα σ᾿ αὐτή, ἔτσι κι᾿ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, σὰν φτάξει νὰ κατοικήση στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ δείχνει ὅλες τὶς ἁμαρτίες του, ἀκόμα καὶ τὶς πιὸ μικρότερες.
Ἡ πίστη εἶναι μία σταθερότητα ἀκούνητη κι᾿ ἀσάλευτη, μιὰ κατάσταση τῆς ψυχῆς ἀτράνταχτη, ποὺ δὲν τὴ σαλεύει καμμιὰ δύναμη.
Νὰ φαίνεσαι ὅποιος εἶσαι στ᾿ ἀληθινά, καὶ νὰ μὴ γυρεύεις ἔμορφα λόγια καὶ στολίδια γιὰ νὰ φαίνεσαι καλὸς κι᾿ ἄξιος.
Ἄλλο κανένα πρᾶγμα δὲν ταιριάζει μὲ τὴν ἀληθινὴ ταπείνωση, ὅσο τὰ δάκρυα. Γιὰ τοῦτο, ὅποιος εἶναι ταπεινός, κλαίγει.
Μὴ φοβᾶσαι τίποτα. Ὅποιος ἔχει τὴ μακάρια θλίψη στὴν καρδιά του, δὲν γνωρίζει τί θὰ πῆ φόβος ὁλότελα.
Ὅσοι θέλουμε νὰ τρέξουμε στὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, ἂς σκεφθοῦμε καλὰ πὼς ὁ Κύριος ὅλους ποὺ καταγίνουνται μὲ τὶς φροντίδες τοῦ κόσμου καὶ ποὺ ζοῦνε μ᾿ αὐτές, τοὺς καταδίκασε λογαριάζοντάς τους γιὰ νεκρούς, καὶ λέγοντας: «Ἄφησε τοὺς νεκροὺς νὰ θάψουνε τοὺς νεκρούς».
Ὅποιος μίσησε τὸν κόσμο, αὐτὸς ξέφυγε τὴ λύπη. Κι᾿ ὅποιος ἀπόκτησε κάποιο πρᾶγμα ἀπ᾿ ὅσα βλέπουνται, ποτὲ δὲν γλύτωσε ἀπὸ τὴ λύπη. Γιατί πὼς δὲν θὰ λυπηθῇ σὰν στερηθῇ ἐκεῖνο τὸ πρᾶγμα ποὺ ἀγαπᾶ;
Ἡμεῖς οἱ μοναχοὶ δὲν φεύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο γιατὶ ἀπεχθανόμαστε τοὺς φίλους καὶ τοὺς συγγενεῖς μας, ἢ τὸν τόπο ποὺ γεννηθήκαμε. Μὴ γένοιτο! Ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὴ βλάβη ποὺ κάνουνε στὴν ψυχή μας.
Τὸν καιρὸ ποὺ βρισκόμουνα στὸ μοναστήρι, ὁ Κύριος πῆρε ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο ἕνα γέροντα ποὺ ἤτανε δεύτερος μετὰ τὸν ἡγούμενο, Μηνᾶς τὄνομά του, ἄνθρωπον θαυμαστό, ποὺ εἶχε κάνει στὸ μοναστήρι πενηνταεννιὰ χρόνια, ὑπηρετώντας σὲ κάθε ἐργασία. Τὴν τρίτη λοιπὸν ἡμέρα μετὰ τὴν κοίμησή του, τὴν ὥρα ποὺ κάναμε τὸ συνηθισμένο μνημόσυνο γιὰ τὸν κοιμηθέντα, ἔξαφνα εὐωδίασε ὅλος ὁ τόπος γύρω ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ βρισκότανε ἡ λάρνακά του. Λοιπόν, ὁ μέγας ἡγούμενος εἶπε νὰ ξεσκεπάσουμε τὴ λάρνακα ποὺ εἴχαμε βάλει μέσα τὸν Ὅσιο. Καὶ σὰν τὴν ξεσκεπάσαμε, βλέπουμε ὅλοι νὰ βγαίνη ἀπὸ τὰ τίμια πόδια του, σὰν ἀπὸ δυὸ βρύσες, τὸ μύρο ποὺ εὐωδίαζε. Τότε εἶπε ὁ διδάσκαλος σ᾿ ὅλους μας: Βλέπετε τοὺς ἱδρώτας τῶν ποδιῶν του ποὺ κοπιάσανε καὶ κουρασθήκανε γιὰ νὰ ὑπηρετοῦνε τοὺς ἄλλους; Σὰν τὸ μύρο τοὺς πρόσφερε στὸ Θεό, καὶ σὰν μύρο τοὺς δέχθηκε ὁ Κύριος.
Ἀπόδειξι τῆς ἀληθινῆς μετανοίας εἶναι ἡ ἀμνησικακία. Κ᾿ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἔχθρα στὴν καρδιά του καὶ νομίζει πὼς μετανόησε, εἶναι ὅμοιος μὲ κεῖνον ποὺ θαρρεῖ πὼς τρέχει στὸν ὕπνο του.
Ἡ καταλαλιὰ γεννιέται ἀπὸ τὸ μίσος. Ἡ καταλαλιὰ εἶναι μία λεπτὴ ἀρρώστια, ἀλλὰ ὅμοια μὲ μιὰ χοντρὴ καὶ κρυμμένη βδέλλα, ποὺ ρουφᾶ καὶ καταστρέφει τὸ αἷμα τῆς ἀγάπης. Ἡ καταλαλιὰ ὑποκρίνεται τὴν ἀγάπη, κ᾿ εἶναι ὁ θάνατος τῆς ἁγνότητας.
Ἂν ἡ σάρκα εἶναι θάνατος, ἐκεῖνος ποὺ τὴ νίκησε, σίγουρα δὲν πεθαίνει.
Εἶδα μέσα στὴν ψυχή μου τὸν ἀσεβῆ νὰ ὑπερυψώνεται καὶ νὰ περηφανεύεται καὶ νὰ ταράζεται σὰν τοὺς κέδρους τοῦ Λιβάνου. Κ᾿ ἔζησα μὲ τὴν ἐγκράτεια, καὶ νά, δὲν ἤτανε πιὰ μέσα μου ὁ θυμός του. Καὶ ζήτησα νὰ τὸν εὔρω, ταπεινώνοντας τὸ λογισμό μου, καὶ δὲν βρέθηκε μέσα μου τόπος του, μήτε τὸ σημάδι του.
Φιλαργυρία εἶναι προσκύνηση σὲ εἴδωλα. Θυγατέρα τῆς ἀπιστίας. Προφασίστρια ἀρρώστιας. Παραπονήτρα γιὰ γεράματα. Προμηνύτρα πείνας.
Νὰ μὴ λὲς πὼς μαζεύεις χρήματα γιὰ τοὺς φτωχούς. Γιατὶ μὲ τὰ δυὸ λεπτὰ τῆς χήρας ἀγοράσθηκε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ὅποιος δὲν ἔχει τίποτα, κ᾿ ἔχει τὸ Θεὸ μέσα του, εἶναι κύριος ὅλου τοῦ κόσμου. Δὲν ἔχει φροντίδες. Ζῆ ἀμέριμνος. Εἶναι ὁδοιπόρος χωρὶς ἐμπόδιο. Ξένος ἀπὸ λύπη.
Ὁ πονηρὸς εἶναι σύντροφος συνονόματός του διαβόλου. Γι᾿ αὐτὸ κι᾿ ὁ Κύριος μας δίδαξε νὰ τὸν ὀνομάζουμε μ᾿ αὐτὸ τὸ ὄνομα, λέγοντας «ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ».
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ἔζησε βασιλεύοντας Κωνσταντῖνος ὁ Πωγωνάτος, δηλαδὴ κατὰ τὰ 670 μ.X. Στὸ παλάτι εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ Πρωτασηκρίτη, μὰ παράτησε τὶς δόξες τοῦ κόσμου καὶ πῆγε κ᾿ ἔγινε καλόγερος. Στὴν ἡσυχία τοῦ μοναστηριοῦ ἔγραψε πολλὰ καὶ σπουδαία, κατασταθεῖς ἕνας μεγάλος δάσκαλος τῆς Θεολογίας. Καταδιώχθηκε ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς γιὰ τὴν εὐσέβειά του, καὶ πέρασε μία ζωὴ γεμάτη κακουχίες καὶ μαρτύρια, ὡς ποὺ παράδωσε τὸ πνεῦμα, ἐξόριστος στὸ Λαζιστᾶν.
Ἀπογευθῆτε, λοιπόν, λίγα ψίχουλα ἀπὸ τούτη τὴν πνευματικὴ τράπεζα:
«Σὰν ἀνεβαίνει ὁ νοῦς στὸ Θεό, μὲ τὸν ἔρωτα τῆς ἀγάπης του, τότε δὲν αἰσθάνεται καθόλου κανένα ἄλλο πράγμα. Γιατί, βρισκόμενος μέσα στὴ θεϊκὴ καὶ ἄπειρη λάμψη, γίνεται ἀναίσθητος γιὰ ὅλα ὅσα ἔπλασε ὁ Θεός, σὰν τὸ μάτι ποὺ δὲν βλέπει πιὰ τάστρα, ὅταν ἔβγει ὁ ἥλιος.
«Ἐκεῖνος ποὺ βλέπει μέσα στὴν καρδιά του ἀκόμα κ᾿ ἕνα μικρὸ σημάδι ἀπὸ ἔχθρα γιὰ ὁποιοδήποτε φταίξιμο ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου, αὐτὸς εἶναι ὁλότελα ξένος ἀπὸ ἀγάπη στὸ Θεό. Γιατί, ἡ ἀγάπη στὸ Θεὸ δὲν παραδέχεται μίσος σὲ κανέναν ἄνθρωπο καθόλου ὁλότελα.
«Καλότυχος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ μπορεῖ ν᾿ ἀγαπήση μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη κάθε ἄνθρωπο.
«Ὅπως τὸ φῶς τοῦ ἥλιου τραβᾶ τὸ μάτι ποὺ εἶναι γερό, ἔτσι κ᾿ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ τραβᾶ τὸν καθαρὸ νοῦ μὲ τὴν ἀγάπη.
«Ἀπάθεια εἶναι ἡ εἰρηνικὴ κείνη κατάσταση, ποὺ γίνεται ἡ ψυχὴ δυσκολοκίνητη γιὰ τὴν κακία.
«Ὅποιος δὲν καταφρονᾶ τὴ δόξα καὶ τὴν ἀτίμωση, τὸν πλοῦτο καὶ τὴ φτώχεια, δὲν ἀπόχτησε ἀκόμα τὴν ἀγάπη. Ἐπειδή, ἡ τέλεια ἀγάπη ὄχι μοναχὰ αὐτὰ καταφρονά, ἀλλὰ καὶ τούτη τὴν πρόσκαιρη ζωὴ καὶ τὸ θάνατο.
«Ἂν ἐχθρεύεσαι κάποιους ἀνθρώπους, καὶ κάποιους ἄλλους μήτε τοὺς ἐχθρεύεσαι μήτε τοὺς ἀγαπᾶς, καὶ κάποιους ἄλλους τοὺς ἀγαπᾶς, τὸν ἕναν πολύ, τὸν ἄλλον λιγώτερο, ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἀνισότητα νὰ γνωρίζης πὼς βρίσκεσαι μακριὰ ἀπὸ τὴν τέλεια ἀγάπη. Γιατὶ αὐτὴ ἡ τέλεια ἀγάπη ξεχωρίζει ἀπὸ τὸ ὅτι κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀγαπᾶ ὅλους ἴσια κι᾿ ὅμοια.
«Σὰν διώξη ἡ διάνοια ἀπὸ πάνω τῆς τὶς πολλὲς θεωρίες γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου ποὺ τὴν πλακώνουνε, τότε παρουσιάζεται σ᾿ αὐτὴ καθαρὸς ὁ λόγος τῆς ἀλήθειας, καὶ τῆς δίνει νὰ καταλάβη τὴν ἀληθινὴ γνώση. Τότε ὁ νοῦς βγάζει ἀποπάνω τοῦ τὶς προτερινὲς ψεύτικες ἰδέες, σὰν τὰ λέπια ποὺ πέσανε ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ μεγάλου Παύλου, τὸν καιρὸ ποὺ ξαναβρῆκε τὸ φῶς του, ὕστερα ἀπὸ τὸ ὅραμα ποὺ τὸν τύφλωσε στὸ δρόμο τῆς Δαμασκοῦ.
«Ὅσο ζῆ κανένας σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, κι᾿ ἂν φτάξη στὴν τελειότητα τῆς ἐπίγειας κατάστασης, μὲ τὴν πράξη καὶ μὲ τὴ θεωρία, ἀπόχτησε μοναχὰ ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ γνώση καὶ προφητεία, κ᾿ ἕναν ἀρραβώνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι ὅμως ὁλόκληρο τὸ πλήρωμα τῆς γνώσης. Καὶ σὰν φτάξη, ὕστερα ἀπὸ τὸ τέλος τῶν αἰώνων στὴν τέλεια γνώση, ποὺ θὰ εἶναι πρόσωπο μὲ πρόσωπο, θὰ καταλάβη τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια, ποὺ στέκεται μόνη της καὶ ποὺ δείχνει τὸν ἑαυτό της σὲ κείνους ποὺ θᾶνε ἄξιοι νὰ τὴν καταλάβουνε. Γιατί, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Ἀπόστολος, τότε θὰ καταντήσουνε ὅλοι, ὅσοι θὰ σωθοῦνε, σὲ ἄνδρα τέλειον στὸ μέτρο τῆς ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ σ᾿ Αὐτὸν βρίσκουνται οἱ ἀπόκρυφοι θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσης. Καὶ τότε σὰν φανερωθοῦνε αὐτοὶ οἱ θησαυροί, ποὺ εἶναι τώρα κρυμμένοι, θὰ καταργηθῆ τὸ ἀπὸ μέρος.
«Ἡ πίστη εἶναι μία γνώση ἀναπόδειχτη. Ἂν λοιπὸν εἶναι γνώση ἀναπόδειχτη ἡ πίστη, ἄρα εἶναι μία σχέση ἀπάνω ἀπὸ τὴ φύση, ποὺ μ᾿ αὐτή, δίχως γνώση καὶ δίχως ἀπόδειξη, ἑνωνόμαστε μὲ τὸ Θεό, κατὰ τὴν ἕνωση ποὺ εἶναι ἀπάνω ἀπὸ τὴ νόηση.
«Τόσο βαθειὰ εἶναι ριζωμένη μὲ τὶς αἰσθήσεις στὴν ἀνθρώπινη φύση ἡ δύναμη τοῦ παραλογισμοῦ, ὥστε οἱ περισσότεροι νὰ νομίζουν πὼς δὲν εἶναι τίποτ᾿ ἄλλο, οἱ ἄνθρωποι, παρὰ μοναχὰ σάρκες, ποὺ ἔχουνε τὴ δύναμη νὰ ἀπολαύσουνε τούτη τὴ ζωή.
«Ἡ ἡδονὴ κ᾿ ἡ ὀδύνη δὲν δημιουργηθήκανε μαζὶ μὲ τὴ σάρκα. Ἀλλά, ἡ παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἔκανε ὥστε ἡ μὲν ἡδονὴ νὰ ἐπινοηθῆ γιὰ νὰ χαλάση ἡ προαίρεση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἡ δὲ ὀδύνη ἦρθε σὰν καταδίκη στὸ νὰ διαλυθῆ ἡ σάρκα. Καὶ ἔτσι, ἡ μὲν ἡδονὴ νὰ κάνη τὴν ἁμαρτία θεληματικὸν θάνατο, ἡ δὲ ὀδύνη νὰ ἔχη σὰν ἀποτέλεσμα τὴν καταστροφὴ τῆς σάρκας.
«Δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ γρήγορο ἀπὸ τὴν πίστη, καὶ τίποτα πιὸ εὔκολο ἀπὸ τὸ νὰ ὁμολογήση κανένας τὴ χάρη ποὺ ἐπῆρε ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ πίστεψε. Τὸ ἕνα φανερώνει τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχει ὅποιος πίστεψε σὲ Κεῖνον ποὺ τὸν ἔπλασε, καὶ τὸ ἄλλο φανερώνει τὴ θεάρεστη διάθεση ποὺ ἔχει γιὰ τὸν πλησίον του.
«Ὅποιος ξέπεσε ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔχει μέσα στὴ σάρκα τοῦ τὸ νόμο τῆς ἡδονῆς ποὺ βασιλεύει ἀπάνω του, καὶ δὲν μπορεῖ ἢ δὲν θέλει νὰ φυλάξη καμμιὰ ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ προτίμησε τὴ φιλήδονη ζωὴ ἀπὸ τὴ ζωὴ ποὺ γίνεται κατὰ τὸ θέλημα καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο βυθίστηκε στὸ σκοτάδι τῆς ἀμάθειας, ἀντὶ ν᾿ ἀπολαύση τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ.
«Ἡ ἐρωτικὴ κίνηση τοῦ ἀγαθοῦ, ποὺ προϋπῆρχε μέσα στὸ ἀγαθό, ἐπειδὴ εἶναι ἁπλὴ κι᾿ αὐτοκίνητη, καὶ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀγαθό, γυρίζει πάλι πίσω σ᾿ αὐτό, γιατὶ εἶναι ἀτελεύτητη κι᾿ ἄναρχη. Κι᾿ αὐτὸ ἐξηγεῖ τὸ δικό μας πόθο νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸ Θεό. Γιατὶ ἡ ἕνωση μὲ τὸ Θεὸ ποὺ γίνεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη, εἶναι ὑψηλότερη ἀπὸ κάθε ἕνωση.
«Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι τέλειος στὴν ἀγάπη κ᾿ ἔφταξε στὸ ἔπακρο τῆς ἀπάθειας, δὲν καταλαβαίνει τί διαφορὰ ἔχει τὸ δικό του ἀπὸ τὸ ξένο πράγμα, ἢ ὁ πιστὸς ἀπὸ τὸν ἄπιστο, ἢ ὁ δοῦλος ἀπὸ τὸν ἀφέντη, ἢ τὸ ἀρσενικὸ ἀπὸ τὸ θηλυκό. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἔχει γίνει ἀνώτερος ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν παθῶν, καὶ βλέπει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους σὰν νὰ εἶναι οἱ ἴδιοι, γιὰ ὅλους ἔχει τὰ ἴδια αἰσθήματα.
«Σχεδὸν κάθε ἁμαρτία γίνεται γιὰ τὴν ἡδονή, κ᾿ ἡ τιμωρία της πάλι γίνεται μὲ κακοπάθηση καὶ μὲ θλίψη, ἢ μὲ θεληματικὴ μετάνοια γίνεται ἡ ἀναίρεσή της.
«Ἐκεῖνος ποὺ δὲν φθονεῖ, ποὺ δὲν θυμώνει, ποὺ δὲν μνησικακεῖ καταπάνω σ᾿ ὅποιον τὸν πείραξε, αὐτὸ δὲν σημαίνει πάντα πὼς ἔχει ἀγάπη μέσα γιὰ τὸν ἐχθρό του. Γιατὶ μπορεῖ νὰ μὴν ἀγαπᾶ καὶ ὅμως νὰ μὴν κάνη κακὸ ἀντὶ κακό, ὅπως λέγει ἡ ἐντολή. Ἀλλά, δὲν μπορεῖ νὰ κάνη καλὸ ἀντὶ κακό, δίχως νὰ βιάση τὸν ἑαυτό του. Ἐπειδή, γιὰ νὰ ἔχη κανένας τὴ διάθεση νὰ κάνη καλὸ σὲ κείνους ποὺ τὸν μισοῦν, πρέπει νὰ ἔχη μέσα του τὴν τέλεια ἀγάπη.
«Ὅπως τὸ σῶμα, σὰν πεθάνη χωρίζεται ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο, ἔτσι κι᾿ ἡ ψυχή, σὰν βρεθῆ σὲ κείνη τὴν ὑψηλότατη κατάσταση τῆς προσευχῆς, πεθαίνει καὶ χωρίζεται ἀπὸ τὰ νοήματα τοῦ κόσμου. Γιατί, ἂν δὲν πάθη ἕναν τέτοιον θάνατο, δὲν μπορεῖ νὰ βρεθῆ καὶ νὰ ζήση μὲ τὸ Θεό.
«Καλὴ εἶναι ἡ γνώση καὶ ἡ ὑγεία, ἀλλὰ πολλοὶ ἄνθρωποι ὠφεληθήκανε ἀπὸ τὰ ἐνάντια. Γιατὶ στοὺς κακοὺς ἡ γνώση δὲν συντελεῖ στὸ καλό, τὸ ἴδιο κ᾿ ἡ ὑγεία, μήτε ὁ πλοῦτος, μήτε ἡ χαρά, γιατὶ δὲν τὰ μεταχειρίζουνται γιὰ τὸ ἀληθινὸ συμφέρον τους.
«Ἂν σταθῆς σὲ προσευχὴ καὶ νοιώσης μέσα σου κάποια χαρὰ ποὺ εἶναι πιὸ μεγάλη ἀπὸ κάθε ἄλλη, τότε βρῆκες τὴν ἀληθινὴ τὴν προσευχή.
«Σκιὰ θανάτου εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ζωή.
«Ἂν προσεύχεσαι ἀληθινά, εἶσαι θεολόγος. Κι᾿ ἂν εἶσαι θεολόγος, προσεύχεσαι ἀληθινά.
«Τρία εἶναι τὰ αἴτια ποὺ ἀγαπᾶ τὰ χρήματα ὁ ἄνθρωπος, ἡ φιληδονία, ἡ κενοδοξία κ᾿ ἡ ἀπιστία. Κι᾿ ἀπὸ τἆλλα δυό, ἡ ἀπιστία εἶναι ἡ χειρότερη.
«Πολλὰ πάθη εἶναι κρυμμένα μέσα στὶς ψυχές μας, μὰ φανερώνουνται σὰν παρουσιασθοῦνε κάποιες περιστάσεις.
«Τὸ «ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν», ποὺ ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, δὲν ἔχει, κατὰ τὴ γνώμη μου, χρονικὴ σημασία. Γιατὶ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν ἔρχεται μετὰ παρατηρήσεως, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, οὔτε θὰ ποῦνε: Νά, ἐδῶ εἶναι, ἢ ἐκεῖ. Ἀλλὰ εἶναι σχετικὸ μὲ τὴ διάθεση ἐκείνων ποὺ εἶναι ἄξιοί της. Ἐπειδὴ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται μέσα μας, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου