Ο Όσιος Σάββας ο Νέος, κατά κόσμο Βασίλειος, γεννήθηκε το έτος 1862 μ.Χ. στην Ηρακλείτσα της περιφέρειας Αβδίμ της Ανατολικής Θράκης από πτωχούς και απλοϊκούς γονείς, τον Κωνσταντίνο και τη Σμαραγδή.
Ο Βασίλειος μεγάλωσε έχοντας βαθιά πίστη και μεγάλη ευσέβεια και προσπαθώντας να μιμηθεί την άσκηση των Αγίων της Εκκλησίας μας. Σε ηλικία δώδεκα ετών ο Βασίλειος διαπίστωνε καθημερινά ότι το επάγγελμα που ασκούσε δεν ήταν στα μέτρα του και ποθούσε μια άλλη ζωή. Ήθελε να ζήσει μόνο για τον Χριστό και να ακολουθήσει την οδό της μοναχικής πολιτείας. Έτσι έλαβε πλέον την αμετάκλητη απόφαση να φύγει, εγκαταλείποντας τα εγκόσμια. Κατευθύνεται στο Άγιον Όρος, στην Ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης, όπου επί δώδεκα έτη ζει πλέον με προσευχή και αυστηρή άσκηση.
Έντονη ήταν και η επιθυμία του Οσίου να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους, την οποία πραγματοποιεί αφού πρώτα διέρχεται από την γενέτειρά του. Δέος τον καταλαμβάνει καθώς αντικρίζει τον Πανάγιο Τάφο. Ελπίζοντας πάντα στην βοήθεια του Θεού, εισέρχεται στην ιερά μονή του Αγίου Γεωργίου Χοζεβά, όπου έπειτα από τριετή ενάρετο βίο κείρεται μοναχός το 1890 μ.Χ. και αργότερα, το έτος 1894 μ.Χ., αποστέλλεται από τον ηγούμενο της μονής, Καλλίνικο, στην Σκήτη της Αγίας Άννης, κοντά στον αρχιμανδρίτη Άνθιμο, για να ασκηθεί στην αγιογραφία. Το 1902 μ.Χ. χειροτονείται διάκονος και το επόμενο έτος πρεσβύτερος. Διακονεί δε μέχρι το έτος 1906 μ.Χ. ως εφημέριος της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, όπου γνωρίζεται με τον αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τον μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, ο οποίος έλεγε για τον Άγιο Σάββα στον Καλύμνιο φίλο του Γεράσιμο Ζερβό, πριν ακόμη ο Άγιος κοιμηθεί: «Να ξέρεις, Γεράσιμε, ότι ο πατήρ Σάββας είναι άγιος άνθρωπος».
Το έτος 1907 μ.Χ. επανέρχεται στη μονή Χοζεβά, όπου διάγει βίο ασκητικό με τέλεια υποταγή στους ασκητικούς κανόνες, άκρα ταπείνωση, χαμαικοιτία, στέρηση παντός υλικού αγαθού, ακολουθώντας το πατερικό «ο ακτήμων μοναχός, υψιπέτης αετός». Η τροφή του ήταν μια κουταλιά βρεγμένο σιτάρι και νερό από τον ποταμό.
Το έτος 1916 μ.Χ. επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα, μεταβαίνει στη νήσο Πάτμο, όπου διαμένει δύο χρόνια και ιστορεί δύο εικόνες στο Καθολικό της μονής. Έπειτα έρχεται στην Αθήνα, όπου πληροφορείται ότι τον αναζητεί ο Άγιος Νεκτάριος, Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Μεταβαίνει στην Αίγινα και διακονεί τον Άγιο μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του. Η συγκαταβίωση με τον Άγιο Νεκτάριο συνέβαλε στην πνευματική του πρόοδο. Γνώρισε την αυστηρή άσκηση του Αγίου Νεκταρίου, την παροιμιώδη ταπείνωσή του, την απλότητά του. Έζησε το πρώτο θαύμα του Αγίου, όταν μετά την κοίμησή του είδε τον Άγιο να κλίνει την κεφαλή του προκειμένου να του φορέσει το πετραχήλι του και να επανέρχεται κατόπιν στην θέση της. Επί τρεις συνεχείς ημέρες οι αδελφές της μονής στην Αίγινα άκουγαν συνομιλίες από τον τάφο του Αγίου, όταν δε πλησίασαν, είδαν εκεί τον Όσιο Σάββα να συνομιλεί με τον Άγιο Νεκτάριο. Ο Όσιος έμεινε έγκλειστος στο κελί του για σαράντα ημέρες. Κατά την τεσσαρακοστή ημέρα εξήλθε κρατώντας μία εικόνα του Αγίου Νεκταρίου, την οποία ενεχείρησε στην ηγουμένη με την εντολή να την τοποθετήσει στο προσκυνητάρι. Η ηγουμένη απάντησε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό να γίνει, διότι ο Άγιος δεν είχε αναγνωρισθεί επίσημα από την Εκκλησία και μια τέτοια ενέργεια ίσως να έθετε τη μονή σε διωγμό. Τότε ο Όσιος Σάββας της είπε επιτακτικά: «Οφείλεις να κάνεις υπακοή. Να πάρεις την εικόνα, να την βάλεις στο προσκυνητάρι και τις βουλές του Θεού να μην τις περιεργάζεσαι».
Στην Αίγινα δεν μπορεί πλέον να μείνει, διότι προσέρχεται πολύς κόσμος και αυτό κουράζει τον φιλήσυχο Όσιο. Μεταβαίνει στην Αθήνα και κατόπιν στην Κάλυμνο, όπου μετά από περιπλάνηση στις μονές και τα ησυχαστήρια του νησιού, καταλήγει στη μονή των Αγίων Πάντων. Εκεί αρχίζει μία έντονη πνευματική ζωή. Αγιογραφεί, τελεί τα Θεία Μυστήρια και τις Ιερές Ακολουθίες, εξομολογεί, διδάσκει διά του στόματος και διά του παραδείγματός του και βοηθάει χήρες, ορφανά και φτωχούς. Ήταν επιεικής και εύσπλαχνος με τις αμαρτίες των άλλων, δεν ανεχόταν όμως την βλασφημία και την κατάκριση. Πολλές φορές δάκρυζε και με πόθο παρακαλούσε για την μετάνοια των πνευματικών του τέκνων, κατά δε τη Θεία Λειτουργία είχε τέλεια προσήλωση στο συντελούμενο μυστήριο. Αξιώθηκε της ευωδίας του σώματός του εν ζωή, καθώς και το πέρασμά του ήταν ευώδες, ευωδία η οποία θα εξέλθει και από το μνήμα του μετά την εκταφή του. Χρήματα δεν κρατούσε ποτέ, η ζωή του ήταν μια συνεχής κατάσταση αγίας υπακοής. Κατ' αυτόν τον τρόπο συμπλήρωσε τις ημέρες της επίγειας ζωής του, με άκρα περισυλλογή και ιερά κατάνυξη, ενώ λίγο πριν το τέλος η τελευταία φράση του ήταν «Ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος». Η ομολογία αυτή ήταν η βεβαίωση της εν Χριστώ πορείας του.
Μετά από δέκα έτη, έγινε η ανακομιδή των αγίων και χαριτόβρυτων λειψάνων του, στις 7 Απριλίου 1957 μ.Χ., προεξάρχοντος του μακαριστού Μητροπολίτου Λέρου, Καλύμνου και Αστυπάλαιας κυρού Ισιδώρου, ενώπιον πλήθους λαού. Ένα πυκνό νέφος θείας ευωδίας κάλυψε ολόκληρη την περιοχή και το νέο για το θεϊκό σημείο έκανε αμέσως το γύρο του νησιού. Το ιερό λείψανο του Οσίου μεταφέρθηκε σε λάρνακα, στο παρεκκλήσι του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου.
Η επίσημη αγιοποίηση του Οσίου Πατρός ημών Σάββα του Νέου έγινε διά Πατριαρχικής Συνοδικής Πράξεως της 19ης Φεβρουαρίου 1992 μ.Χ.
Ο Βασίλειος μεγάλωσε έχοντας βαθιά πίστη και μεγάλη ευσέβεια και προσπαθώντας να μιμηθεί την άσκηση των Αγίων της Εκκλησίας μας. Σε ηλικία δώδεκα ετών ο Βασίλειος διαπίστωνε καθημερινά ότι το επάγγελμα που ασκούσε δεν ήταν στα μέτρα του και ποθούσε μια άλλη ζωή. Ήθελε να ζήσει μόνο για τον Χριστό και να ακολουθήσει την οδό της μοναχικής πολιτείας. Έτσι έλαβε πλέον την αμετάκλητη απόφαση να φύγει, εγκαταλείποντας τα εγκόσμια. Κατευθύνεται στο Άγιον Όρος, στην Ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης, όπου επί δώδεκα έτη ζει πλέον με προσευχή και αυστηρή άσκηση.
Έντονη ήταν και η επιθυμία του Οσίου να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους, την οποία πραγματοποιεί αφού πρώτα διέρχεται από την γενέτειρά του. Δέος τον καταλαμβάνει καθώς αντικρίζει τον Πανάγιο Τάφο. Ελπίζοντας πάντα στην βοήθεια του Θεού, εισέρχεται στην ιερά μονή του Αγίου Γεωργίου Χοζεβά, όπου έπειτα από τριετή ενάρετο βίο κείρεται μοναχός το 1890 μ.Χ. και αργότερα, το έτος 1894 μ.Χ., αποστέλλεται από τον ηγούμενο της μονής, Καλλίνικο, στην Σκήτη της Αγίας Άννης, κοντά στον αρχιμανδρίτη Άνθιμο, για να ασκηθεί στην αγιογραφία. Το 1902 μ.Χ. χειροτονείται διάκονος και το επόμενο έτος πρεσβύτερος. Διακονεί δε μέχρι το έτος 1906 μ.Χ. ως εφημέριος της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, όπου γνωρίζεται με τον αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τον μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, ο οποίος έλεγε για τον Άγιο Σάββα στον Καλύμνιο φίλο του Γεράσιμο Ζερβό, πριν ακόμη ο Άγιος κοιμηθεί: «Να ξέρεις, Γεράσιμε, ότι ο πατήρ Σάββας είναι άγιος άνθρωπος».
Το έτος 1907 μ.Χ. επανέρχεται στη μονή Χοζεβά, όπου διάγει βίο ασκητικό με τέλεια υποταγή στους ασκητικούς κανόνες, άκρα ταπείνωση, χαμαικοιτία, στέρηση παντός υλικού αγαθού, ακολουθώντας το πατερικό «ο ακτήμων μοναχός, υψιπέτης αετός». Η τροφή του ήταν μια κουταλιά βρεγμένο σιτάρι και νερό από τον ποταμό.
Το έτος 1916 μ.Χ. επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα, μεταβαίνει στη νήσο Πάτμο, όπου διαμένει δύο χρόνια και ιστορεί δύο εικόνες στο Καθολικό της μονής. Έπειτα έρχεται στην Αθήνα, όπου πληροφορείται ότι τον αναζητεί ο Άγιος Νεκτάριος, Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Μεταβαίνει στην Αίγινα και διακονεί τον Άγιο μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του. Η συγκαταβίωση με τον Άγιο Νεκτάριο συνέβαλε στην πνευματική του πρόοδο. Γνώρισε την αυστηρή άσκηση του Αγίου Νεκταρίου, την παροιμιώδη ταπείνωσή του, την απλότητά του. Έζησε το πρώτο θαύμα του Αγίου, όταν μετά την κοίμησή του είδε τον Άγιο να κλίνει την κεφαλή του προκειμένου να του φορέσει το πετραχήλι του και να επανέρχεται κατόπιν στην θέση της. Επί τρεις συνεχείς ημέρες οι αδελφές της μονής στην Αίγινα άκουγαν συνομιλίες από τον τάφο του Αγίου, όταν δε πλησίασαν, είδαν εκεί τον Όσιο Σάββα να συνομιλεί με τον Άγιο Νεκτάριο. Ο Όσιος έμεινε έγκλειστος στο κελί του για σαράντα ημέρες. Κατά την τεσσαρακοστή ημέρα εξήλθε κρατώντας μία εικόνα του Αγίου Νεκταρίου, την οποία ενεχείρησε στην ηγουμένη με την εντολή να την τοποθετήσει στο προσκυνητάρι. Η ηγουμένη απάντησε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό να γίνει, διότι ο Άγιος δεν είχε αναγνωρισθεί επίσημα από την Εκκλησία και μια τέτοια ενέργεια ίσως να έθετε τη μονή σε διωγμό. Τότε ο Όσιος Σάββας της είπε επιτακτικά: «Οφείλεις να κάνεις υπακοή. Να πάρεις την εικόνα, να την βάλεις στο προσκυνητάρι και τις βουλές του Θεού να μην τις περιεργάζεσαι».
Στην Αίγινα δεν μπορεί πλέον να μείνει, διότι προσέρχεται πολύς κόσμος και αυτό κουράζει τον φιλήσυχο Όσιο. Μεταβαίνει στην Αθήνα και κατόπιν στην Κάλυμνο, όπου μετά από περιπλάνηση στις μονές και τα ησυχαστήρια του νησιού, καταλήγει στη μονή των Αγίων Πάντων. Εκεί αρχίζει μία έντονη πνευματική ζωή. Αγιογραφεί, τελεί τα Θεία Μυστήρια και τις Ιερές Ακολουθίες, εξομολογεί, διδάσκει διά του στόματος και διά του παραδείγματός του και βοηθάει χήρες, ορφανά και φτωχούς. Ήταν επιεικής και εύσπλαχνος με τις αμαρτίες των άλλων, δεν ανεχόταν όμως την βλασφημία και την κατάκριση. Πολλές φορές δάκρυζε και με πόθο παρακαλούσε για την μετάνοια των πνευματικών του τέκνων, κατά δε τη Θεία Λειτουργία είχε τέλεια προσήλωση στο συντελούμενο μυστήριο. Αξιώθηκε της ευωδίας του σώματός του εν ζωή, καθώς και το πέρασμά του ήταν ευώδες, ευωδία η οποία θα εξέλθει και από το μνήμα του μετά την εκταφή του. Χρήματα δεν κρατούσε ποτέ, η ζωή του ήταν μια συνεχής κατάσταση αγίας υπακοής. Κατ' αυτόν τον τρόπο συμπλήρωσε τις ημέρες της επίγειας ζωής του, με άκρα περισυλλογή και ιερά κατάνυξη, ενώ λίγο πριν το τέλος η τελευταία φράση του ήταν «Ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος». Η ομολογία αυτή ήταν η βεβαίωση της εν Χριστώ πορείας του.
Μετά από δέκα έτη, έγινε η ανακομιδή των αγίων και χαριτόβρυτων λειψάνων του, στις 7 Απριλίου 1957 μ.Χ., προεξάρχοντος του μακαριστού Μητροπολίτου Λέρου, Καλύμνου και Αστυπάλαιας κυρού Ισιδώρου, ενώπιον πλήθους λαού. Ένα πυκνό νέφος θείας ευωδίας κάλυψε ολόκληρη την περιοχή και το νέο για το θεϊκό σημείο έκανε αμέσως το γύρο του νησιού. Το ιερό λείψανο του Οσίου μεταφέρθηκε σε λάρνακα, στο παρεκκλήσι του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου.
Η επίσημη αγιοποίηση του Οσίου Πατρός ημών Σάββα του Νέου έγινε διά Πατριαρχικής Συνοδικής Πράξεως της 19ης Φεβρουαρίου 1992 μ.Χ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου