Συ, βέβαια, τρέχεις σε τραπέζι ετοιμασμένο και δεν μπορείς καθόλου να περιμένεις· ο φτωχός, όμως, περιμένει μέχρι αργά το βράδυ, και ανυπομονεί και επιθυμεί να εξασφαλίσει την ημερήσια τροφή. Και βλέποντας από τη μια μεριά την ημέρα να τελειώνει, από την άλλη μεριά τα χρήματα να μη φθάνουν για την καθημερινή τροφή και να μην έχουν συμπληρωθεί ακόμη, υποφέρει και εξοργίζεται και αναγκάζεται να κάνει πράγματα μεγαλύτερα από τη δύναμή του. Γι’ αυτό και το βράδυ μας επιτίθενται πιο ορμητικά, ορκίζονται, εξορκίζουν άλλους, θρηνούν, οδύρονται, απλώνουν τα χέρια τους, και αναγκάζονται να κάνουν αμέτρητες άλλες αδιάντροπες ενέργειες. Διότι φοβούνται, μήπως, αφού αναχωρήσουν όλοι για τα σπίτια τους, καταντήσουν να περιπλανούνται μέσα στη πόλη, σαν μέσα σε μία ερημιά. Και, όπως ακριβώς εκείνοι, που κατά τη διάρκεια της ημέρας ναυάγησαν, αφού πιαστούν από σανίδι, βιάζονται να φθάσουν στη ξηρά, πριν βραδιάσει, ενώ ακόμη βρίσκονται έξω από το λιμάνι και πάθουν κάποιο ναυάγιο χειρότερο, έτσι και οι φτωχοί, επειδή φοβούνται την πείνα, σαν το ναυάγιο, ανυπομονούν να συγκεντρώσουν τα χρήματα που χρειάζονται για την τροφή τους, πριν βραδιάσει, ώστε να μη συμβώ και μείνουν έξω από το λιμάνι, όταν όλοι μεταβούν στα σπίτια τους. Διότι λιμάνι γι’ αυτούς, είναι τα χέρια εκείνων που τους ελεούν.
Εμείς, όμως, ούτε μέσα στην αγορά συγκινούμαστε από τις συμφορές εκείνων, ούτε όταν μεταβούμε στο σπίτι μας· αλλά και ενώ το τραπέζι βρίσκεται δίπλα μας και πολλές φορές είναι γεμάτο από αμέτρητα αγαθά (εάν, βέβαια, πρέπει να ονομάζουμε αγαθά, εκείνα που τρώμε για κατάκριση της απανθρωπιάς μας), αλλ’ όμως, ενώ το τραπέζι είναι δίπλα μας στρωμένο και ακούμε κάτω εκείνους να βαδίζουν μέσα στα δρομάκια, να φωνάζουν δυνατά μέσα στις συνοικίες, να υποφέρουν μέσα στο βαθύτατο σκοτάδι και να είναι εντελώς έρημοι, ούτε έτσι συγκινούμαστε, αλλά και όταν χορτάσουμε και πηγαίνουμε για να κοιμηθούμε, ακούγοντας πάλι και την ώρα εκείνη να υποφέρουν κάτω φοβερά, σαν να ακούμε όχι ανθρώπινη φωνή, αλλά λυσσασμένου σκύλου, δείχνουμε τόση μεγάλη αδιαφορία. Και ούτε από την ώρα αλλάζουμε στάση απέναντί τους, διότι, ενώ είναι προχωρημένη πολύ η νύκτα και όλοι κοιμούνται, εκείνος μόνον οδύρεται· ούτε από το ελαφρό αίτημά του, διότι δεν μας ζητά τίποτε περισσότερο από ψωμί, ή από λίγα χρήματα· ούτε από το μέγεθος της συμφοράς, διότι παλεύει με συνεχή πείνα· ούτε από την καλωσύνη του ικέτη διότι, αν και βρίσκεται σε τόση μεγάλη ανάγκη, δεν τολμά να έλθει στις πόρτες, ούτε να τις αγγίσει, αλλ’ από μακρυά κάνει την αίτησή του. Και αν πάρει, δίνει αμέτρητες ευχές· αν, πάλι, δεν πάρει, ούτε έτσι βγάζει κακό λόγο από το στόμα του, ούτε βρίζει και βλασφημεί εκείνους, που μπορούν να δώσουν και δεν δίνουν· αλλά σαν κάποιος που οδηγείται από κάποιο δήμιο σε κόλαση ανυπόφορη, και, ενώ παρακαλεί όλους τους περαστικούς και τους ικετεύει, και, χωρίς να πάρει καμμία βοήθεια, οδηγείται στην τιμωρία με μεγάλη απανθρωπιά, έτσι και αυτός, σαν να σύρεται από τον δήμιο της πείνας μέσα στη νύχτα και την ανυπόφορη αγρυπνία, απλώνει μεν τα χέρια του και παρακαλεί με δυνατή φωνή εκείνους που κάθονται πάνω στο σπίτι, μη δεχόμενος, όμως, καμμία φιλανθρωπία, διώχνεται άσπλαχνα και με μεγάλη σκληρότητα. Δεν φοβούμαστε μήπως δούμε τον φτωχό στους κόλπους του Αβραάμ;
Τίποτε, όμως, από αυτά δεν λυγίζει την καρδιά μας, αλλά μετά από τόση μεγάλη απανθρωπιά, τολμούμε να απλώσουμε τα χέρια μας στον ουρανό, να συνομιλήσουμε με το Θεό και να ζητήσουμε συγχώρεση των αμαρτημάτων μας· και δεν φοβούμαστε, μήπως πέσει κεραυνός, μετά την τέτοιου είδους προσευχή, ύστερα από την τόσο μεγάλη σκληρότητα και απανθρωπιά.
Πες μου, πώς μπορούμε να πάμε να κοιμηθούμε και να αναπαυθούμε και δε φοβούμαστε μήπως παρουσιασθεί στον ύπνο μας αυτός ο ίδιος ο φτωχός, αγριωπός, ρυπαρός, ντυμένος με κουρέλια, ξεσπώντας σε οδυρμούς και θρήνους και κατηγορώντας τη σκληρότητά μας; Γιατί άκουσα πολλές φορές να λέγουν, ότι από την ημέρα εκείνη, που ξέχασαν να βοηθήσουν τους φτωχούς, είδαν τους εαυτούς των δεμένους με σχοινιά, να σέρνονται από το χέρι των φτωχών, να κατασπαράσσονται και να παθαίνουν αμέτρητα κακά.
Αυτά, βέβαια, είναι ύπνος και όνειρο και πρόσκαιρη τιμωρία. Πες μου, όμως, εμείς δεν φοβούμαστε, μήπως τον φτωχό αυτόν, που οδύρεται και φωνάζει και θρηνολογεί, τον δούμε στους κόλπους του Αβραάμ, όπως κάποτε είδε το Λάζαρο ο πλούσιος εκείνος; Τα όσα είναι στη συνέχεια, βέβαια, τα αφήνω στη συνείδησή σας, τα φοβερά, δηλαδή, και απαρηγόρητα εκείνα βάσανα, πως ζήτησε νερό, πως δεν έλαβε ούτε σταγόνα, πως η γλωσσά του κατατηγανιζόταν, πως, αν και παρακαλούσε πάρα πολύ, δεν απόλαυσε καμμία συγγνώμη, και πως τιμωρούνταν αιώνια. Εύχομαι, όμως, να μη τα δοκιμάσουμε αυτά στην πράξη, αλλά από τα λόγια που ακούσαμε, να αποφύγουμε την έμπρακτη απειλή, και, αφού αποδειχθούμε άξιοι της φιλοφροσύνης του προπάτορα Αβραάμ, να βρεθούμε στον ίδιο τόπο μ’ εκείνον, με τη χάρι και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού…
(Αγ. Ι. Χρυσοστόμου, Εις την Γένεσιν, Λόγος Ε΄ ΕΠΕ 8,90-96. )
Εμείς, όμως, ούτε μέσα στην αγορά συγκινούμαστε από τις συμφορές εκείνων, ούτε όταν μεταβούμε στο σπίτι μας· αλλά και ενώ το τραπέζι βρίσκεται δίπλα μας και πολλές φορές είναι γεμάτο από αμέτρητα αγαθά (εάν, βέβαια, πρέπει να ονομάζουμε αγαθά, εκείνα που τρώμε για κατάκριση της απανθρωπιάς μας), αλλ’ όμως, ενώ το τραπέζι είναι δίπλα μας στρωμένο και ακούμε κάτω εκείνους να βαδίζουν μέσα στα δρομάκια, να φωνάζουν δυνατά μέσα στις συνοικίες, να υποφέρουν μέσα στο βαθύτατο σκοτάδι και να είναι εντελώς έρημοι, ούτε έτσι συγκινούμαστε, αλλά και όταν χορτάσουμε και πηγαίνουμε για να κοιμηθούμε, ακούγοντας πάλι και την ώρα εκείνη να υποφέρουν κάτω φοβερά, σαν να ακούμε όχι ανθρώπινη φωνή, αλλά λυσσασμένου σκύλου, δείχνουμε τόση μεγάλη αδιαφορία. Και ούτε από την ώρα αλλάζουμε στάση απέναντί τους, διότι, ενώ είναι προχωρημένη πολύ η νύκτα και όλοι κοιμούνται, εκείνος μόνον οδύρεται· ούτε από το ελαφρό αίτημά του, διότι δεν μας ζητά τίποτε περισσότερο από ψωμί, ή από λίγα χρήματα· ούτε από το μέγεθος της συμφοράς, διότι παλεύει με συνεχή πείνα· ούτε από την καλωσύνη του ικέτη διότι, αν και βρίσκεται σε τόση μεγάλη ανάγκη, δεν τολμά να έλθει στις πόρτες, ούτε να τις αγγίσει, αλλ’ από μακρυά κάνει την αίτησή του. Και αν πάρει, δίνει αμέτρητες ευχές· αν, πάλι, δεν πάρει, ούτε έτσι βγάζει κακό λόγο από το στόμα του, ούτε βρίζει και βλασφημεί εκείνους, που μπορούν να δώσουν και δεν δίνουν· αλλά σαν κάποιος που οδηγείται από κάποιο δήμιο σε κόλαση ανυπόφορη, και, ενώ παρακαλεί όλους τους περαστικούς και τους ικετεύει, και, χωρίς να πάρει καμμία βοήθεια, οδηγείται στην τιμωρία με μεγάλη απανθρωπιά, έτσι και αυτός, σαν να σύρεται από τον δήμιο της πείνας μέσα στη νύχτα και την ανυπόφορη αγρυπνία, απλώνει μεν τα χέρια του και παρακαλεί με δυνατή φωνή εκείνους που κάθονται πάνω στο σπίτι, μη δεχόμενος, όμως, καμμία φιλανθρωπία, διώχνεται άσπλαχνα και με μεγάλη σκληρότητα. Δεν φοβούμαστε μήπως δούμε τον φτωχό στους κόλπους του Αβραάμ;
Τίποτε, όμως, από αυτά δεν λυγίζει την καρδιά μας, αλλά μετά από τόση μεγάλη απανθρωπιά, τολμούμε να απλώσουμε τα χέρια μας στον ουρανό, να συνομιλήσουμε με το Θεό και να ζητήσουμε συγχώρεση των αμαρτημάτων μας· και δεν φοβούμαστε, μήπως πέσει κεραυνός, μετά την τέτοιου είδους προσευχή, ύστερα από την τόσο μεγάλη σκληρότητα και απανθρωπιά.
Πες μου, πώς μπορούμε να πάμε να κοιμηθούμε και να αναπαυθούμε και δε φοβούμαστε μήπως παρουσιασθεί στον ύπνο μας αυτός ο ίδιος ο φτωχός, αγριωπός, ρυπαρός, ντυμένος με κουρέλια, ξεσπώντας σε οδυρμούς και θρήνους και κατηγορώντας τη σκληρότητά μας; Γιατί άκουσα πολλές φορές να λέγουν, ότι από την ημέρα εκείνη, που ξέχασαν να βοηθήσουν τους φτωχούς, είδαν τους εαυτούς των δεμένους με σχοινιά, να σέρνονται από το χέρι των φτωχών, να κατασπαράσσονται και να παθαίνουν αμέτρητα κακά.
Αυτά, βέβαια, είναι ύπνος και όνειρο και πρόσκαιρη τιμωρία. Πες μου, όμως, εμείς δεν φοβούμαστε, μήπως τον φτωχό αυτόν, που οδύρεται και φωνάζει και θρηνολογεί, τον δούμε στους κόλπους του Αβραάμ, όπως κάποτε είδε το Λάζαρο ο πλούσιος εκείνος; Τα όσα είναι στη συνέχεια, βέβαια, τα αφήνω στη συνείδησή σας, τα φοβερά, δηλαδή, και απαρηγόρητα εκείνα βάσανα, πως ζήτησε νερό, πως δεν έλαβε ούτε σταγόνα, πως η γλωσσά του κατατηγανιζόταν, πως, αν και παρακαλούσε πάρα πολύ, δεν απόλαυσε καμμία συγγνώμη, και πως τιμωρούνταν αιώνια. Εύχομαι, όμως, να μη τα δοκιμάσουμε αυτά στην πράξη, αλλά από τα λόγια που ακούσαμε, να αποφύγουμε την έμπρακτη απειλή, και, αφού αποδειχθούμε άξιοι της φιλοφροσύνης του προπάτορα Αβραάμ, να βρεθούμε στον ίδιο τόπο μ’ εκείνον, με τη χάρι και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού…
(Αγ. Ι. Χρυσοστόμου, Εις την Γένεσιν, Λόγος Ε΄ ΕΠΕ 8,90-96. )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου