«Καταξίωσον, Κύριε, εν τη ημέρα ταύτη, αναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς».
Η προσευχόμενη ψυχή, αισθανόμενη τις άπειρες δωρεές του Θεού, είναι αποφασισμένη να ευλογεί «καθ’ εκάστην ημέραν» το άγιο Όνομά του. Η απόφασή της είναι δικαιολογημένη. Έτσι οφείλει να ενεργεί. Εν τούτοις, στρέφοντας το βλέμμα της στο εσώτερο βάθος της βλέπει αμαρτίες πολλές. Η καθημερινή αμαρτωλή συγκυρία την πιέζει. Αυτό είναι κάτι το ασυμβίβαστο με το χρέος της. Πώς να δοξολογεί τον Θεό για την αγιότητα και τις άπειρες δωρεές του, και παράλληλα να αμαρτάνει, και με την αμαρτία της να προσβάλλει το τιμημένο Όνομα, που υμνολογεί; Μια τέτοια ανακολουθία είναι φυσικό να τη στενοχωρεί. Θέλει να μην αμαρτάνει, να είναι καθαρή μπροστά στον Κύριό της. Αυτό όμως δεν μπορεί να το κατορθώσει από μόνη της. Η φύση της είναι επικλινής προς την αμαρτία. Έχει πάθη και αδυναμίες πολλές. Έτσι μαζί με τη δοξολογία της προς τον Θεό, συναναβαίνουν σκέψεις ακάθαρτες και λογισμοί πονηροί. Η καρδιά της γεμίζει από βρομερές επιθυμίες. Είναι αφιλάνθρωπη και σκληρή. Λησμονεί εύκολα το χρέος, χαλαρώνει τον αγώνα της. Το πνεύμα της πονηρίας κυριαρχεί επάνω της. Και στην κατάσταση αυτή της αθυμίας της απευθύνεται που άλλου; Πάλι στον Πλάστη της, τον οποίο με τόση θέρμη δοξολογεί.
Καλό είναι να σε δοξολογώ, Κύριε μου, να ψάλλω «τω ονοματί σου Ύψιστε», αλλά βοήθησέ με να εκτελώ το χρέος μου αυτό ακατακρίτως. Αξίωσέ με μέ τη χάρη σου, αυτή την ίδια ημέρα που σε δοξολογώ, να μείνω αναμάρτητη. Να μη λερώσω το εσωτερικό βάθος μου με την παράβαση του νόμου σου. Να μείνω καθαρή και άσπιλη, άψογη στη συμπεριφορά και τις ενέργειές μου.
Το αίτημα βέβαια είναι καλό και λογικό. Αυτό έχει χρέος να επιζητεί ο αμαρτωλός, άσχετο αν η εκπλήρωσή του είναι συνήθως ανέφικτη. Γιατί και μία να είναι όλη η ημέρα της ζωής του πάνω στη γη, δεν μπορεί να αποφύγει την αμαρτία, φυσικά την ελαφρά και συγγνωστή. Τα θανάσιμα αμαρτήματα είναι δυνατό να τα αποφύγει. Ο Θεός άλλωστε έτσι έχει συνηθίσει να μας βλέπει — ας μου επιτραπεί η έκφραση — με τα πάθη και τις αδυναμίες μας. Είναι δε γνωστό ότι η δύναμή του «εν ασθενείαις τελειούται»· εκεί που πλεονάζει η αμαρτία «υπερπερισσεύει» η χάρις του. Αυτό δίνει κουράγιο στον αγώνα του ανθρώπου και δύναμη να αγωνίζεται όσο μπορεί την κακότητα της καθημερινής ζωής. Να δοξολογεί τον Θεό, προσπαθώντας παράλληλα να τελειοποιεί πνευματικά τον εαυτό του.
«Ευλογητός ει, Κύριε, ο Θεός των πατέρων ημών, και αινετόν και δεδοξασμένον το Όνομά σου εις τους αιώνας. Αμήν».
Στο ίδιο δοξολογικό μοτίβο κινείται και ο στίχος αυτός της Δοξολογίας. Ο Κύριος είναι ευλογητός και το Όνομά του αινετό και δοξασμένο στους αιώνες. Εδώ προστίθεται ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του Κυρίου. Είναι «ο Θεός των πατέρων ημών» (φυσικά πρόκειται για τον Θεό του Ισραήλ). Αυτό επιτείνει τον τόνο και τη θέρμη της δοξολογίας. Σε υμνούμε, Κύριε, και δοξολογούμε το άγιο Όνομά σου, γιατί είσαι Θεός δικός μας. Δεν είσαι Θεός αλλότριος. Είσαι ο Θεός των πατέρων μας. Εσύ μας ανέδειξες λαό σου, μίλησες και ευλόγησες τους πατέρες μας, μάς σκέπασες κάτω από την προστασία σου, μας βοήθησες στις δύσκολες στιγμές και στις περιστάσεις μας. Μας γνωρίζεις και μας αγαπάς, όπως και μείς σε γνωρίζουμε και σ’ αγαπάμε. Έναν τέτοιο Θεό, γεμάτο καλοσύνη και στοργή, δεν μπορούμε παρά να τον δοξολογούμε με όλη τη θέρμη της καρδιάς μας, με όλη τη δύναμη του είναι μας, σε κάθε καιρό, σε κάθε ώρα, χωρίς σταμάτημα, και τώρα και πάντοτε και στην ατελεύτητη αιωνιότητα.
Τη δοξολόγηση αυτή μπορεί να την επαναλάβει και κάθε ορθόδοξη ψυχή, πολύ περισσότερο όσο δεν πρόκειται εδώ απλά για τον Θεό των πατέρων μας, αλλά για τον Θεό που για χάρη μας κατέβηκε στη γη, έγινε άνθρωπος, έζησε την ανθρώπινη ζωή και σταυρώθηκε για τη σωτηρία μας. Πρόκειται για το δικό μας Άνθρωπο, για τη δική μας φύση που ένωσε στο θείο του πρόσωπο, τη λάμπρυνε και τη θέωσε και την ανύψωσε στους ουρανούς στους κόλπους της μακαριστής Τριάδος. Πρόκειται για το δικό μας Κύριο, που μας λύτρωσε με το αίμα του από τη φθορά και τον αιώνιο θάνατο, μας έκαμε κληρονόμους Θεού και έχει στήσει για μας βασιλεία, για να ζούμε αιώνια κοντά του, στίλβοντας τη μαρμαρυγή της θείας του ενέργειας.
Αυτόν τον Θεό δοξάζουμε εμείς ακατάπαυστα «εις τους αιώνας». Τον Θεό των αγίων και των δικαίων και των δύο του θείων οικονομιών, της παλαιάς και της καινής. Τον Θεό των αγγέλων και ολόκληρης της κτίσεως, τον παντοδύναμο άρχοντα του ουρανού και της γης, τον εκπορθητή του βασιλείου του θανάτου και των δυνάμεων του σκότους και της ανομίας.
«Γένοιτο, Κύριε, το έλεός σου εφ’ ημάς, καθάπερ ηλπίσαμεν επί σε».
Δοξολογώντας τον πανάγιο Θεό, η πυξίδα της ψυχής μας είναι αδιάκοπα στραμμένη προς το θείο έλεος. Είθε να γίνει, Κύριε, το έλεός σου επάνω μας σύμφωνα με τήν ελπίδα που έχουμε σε σένα. Αυτό είναι πολύ φυσικό. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς το θείο έλεος. Μοιάζει με ύπαρξη χωρίς ρίζα. Μ’ ένα κλαδί που κόπηκε από το δέντρο, έπαψε να τροφοδοτείται από τη ρίζα του, είναι κατάξηρο και νεκρωμένο. Το έλεος του Κυρίου, η συμπάθειά του, η αγάπη του, η προστασία του, η βοήθειά του είναι πηγή ζωής για τη ψυχή. Χωρίς αυτά δεν μπορεί να ζήσει, πεθαίνει.
Παράλληλα δεν μπορεί να δοξολογήσει σωστά τον Κύριο, αν δεν συνέχεται από τη χάρη του, αν δεν ζωογονείται από τη θεία του ενέργεια. Μήπως οι νεκροί μπορούν να αινέσουν τον Κύριο; Οι τυφλοί να δοξολογήσουν το φως; Έτσι και η ψυχή, όταν πραγματικά ζει στο Θεό, έχει τη δύναμη να υμνολογήσει πρεπόντως το Όνομά του, να δοξολογήσει εκείνο που αγαπά, γνωρίζει και νιώθει βαθιά μέσα της. Αλλιώτικα οι φωνές της θα είναι φωνές σβησμένες, χωρίς νόημα και ευσυνείδητο προσανατολισμό.
Ο πιστός ελπίζει στο έλεος του Θεού. Ελπίζει ότι ο αγαθός πατέρας ουδέποτε θα τον εγκαταλείψει, δεν θα άρει το πρόσωπό του απ’ αυτόν, δεν θα παύσει να τον ελεεί σε ολόκληρη τη ζωή του. Υπό τον όρο βέβαια, ότι και αυτός θα προσπαθεί να είναι άξιος του θείου ελέους. Εδώ όμως έγκειται η δυσκολία, δεδομένης της ανθρώπινης αδυναμίας. Στο σημείο αυτό επικεντρώνεται το νεύρο της δοξολογικής προσευχής. Εμείς θέλουμε, Κύριε, να σε δοξάζουμε ανελλιπώς και πάντοτε. Είμαστε όμως πλάσματα ατελή και αδύνατα. Ενώ έχουμε την καλή θέληση, πολλές φορές εμποδιζόμαστε από την φθαρτή φύση μας. Γι’ αυτό είναι απόλυτα επιτακτική η ανάγκη για μας να έχουμε μαζί μας το θείο σου έλεος. Με αυτό ελπίζουμε να νικάμε πάντα τις αδυναμίες και τις ελλείψεις μας. Με αυτό να μπορούμε να σε δοξάζουμε σωστά και αληθινά. Μη στερήσεις από μας το έλεός σου, Κύριε, γιατί θα μοιάσουμε μ’ αυτούς που κατεβαίνουν σε λάκκο. Σήκωσέ μας με τα φτερά της χάριτός σου στο ύψος σου, για να σε βλέπουμε καθαρά, να σε δοξάζουμε σωστά και να σ’ ευχαριστούμε για την αλήθεια και την αγάπη σου.
«Ευλογητός ει, Κύριε· δίδαξόν με τα δικαιώματά σου».
Άλλο ένα αίτημα διατυπώνει στο στίχο αυτό η προσευχόμενη ψυχή. Είσαι ευλογητός Κύριε, δίδαξέ μου τα δικαιώματά σου. Ποιά είναι τα δικαιώματα αυτά του Κυρίου; Είναι οι εντολές, τα προστάγματα, ο νόμος του, που εκφράζουν το πανάγιο θέλημά του, την τήρηση των οποίων δικαιούται ο Θεός ν’ απαιτεί από τα λογικά πλάσματά του, τα οποία τόσο απλόχερα ευεργετεί. Η ψυχή ομολογεί την άγνοιά της και θέλει να μάθει από τον Κύριο, να μαθητεύσει κοντά του, στο διδασκαλείο της σοφίας του. Θέλει να μάθει τα δικαιώματα του Κυρίου όχι από απλή περιέργεια, αλλά από πιεστική ανάγκη, για να μπορέσει να ζήσει σ’ αυτά. Διότι ο νόμος του Κυρίου είναι γι’ αυτή το καθοδηγητικό λυχνάρι στην πορεία της ζωής.
Και είναι ανάγκη να έχει το φως αυτό, γιατί μόνη της πορεύεται στο σκοτάδι της απελπισίας και του θανάτου. Ζει στο ψέμα και την αναλήθεια. Ζει στην πλάνη του διαβόλου, του πατέρα του ψεύδους και της αμαρτίας. Και σκοντάφτει σε κάθε βήμα της, παραβαίνοντας το θέλημα του Θεού και καταπατώντας τις θείες εντολές του. Αμαρτάνει, προσβάλλοντας τον ευεργέτη της. Και οι ενοχές την πνίγουν. Δεν μπορεί να ηρεμήσει στο καμίνι των τύψεων. Είναι ανήσυχη και αγριεμένη. Η προοπτική της είναι σκοτεινή και αβέβαιη. Και φοβάται την κόλαση, να χάσει μια για πάντα το νόημα και την υπόθεση της ζωής της, να καταποντισθεί στην αιώνια απώλεια. Γι’ αυτό φωνάζει δυνατά προς τον Κύριο· «δίδαξόν με τα δικαιώματα σου». Εσύ ο μέγας διδάσκαλος του κόσμου, ο φωτιστής των ανθρώπων, η αυτοαλήθεια, στον οποίον υπάρχουν οι θησαυροί της σοφίας οι απόκρυφοι. Ο οποίος ήλθες να φανερώσεις την αλήθειά σου στον παραπλανημένο άνθρωπο, να τον οδηγήσεις στη ζωή και το φως, στην ανάπαυση και τη χαρά. Συ, Κύριε, κάνε με μαθητή της βασιλείας σου, αξίωσέ με να κάθομαι ήρεμος «παρά τους πόδας σου» και ν’ ακούω το λόγο σου το ζωοποιό και σωτήριο. Και να εκλέγω την αγαθή μερίδα, η οποία δεν θ’ αφαιρεθεί ποτέ από την καρδιά μου. Δίδαξέ με εσύ, γιατί εγώ μονάχη αδυνατώ να φθάσω στην άρρητη σοφία σου, αδυνατώ να δω το μακάριο φως σου. Ό,τι δε καλό και άξιο μπορέσω ν’ αποκτήσω με τις δικές μου δυνάμεις, δεν μπορεί να μου δώσει αυτό που ζητώ, αυτό για το οποίο καίγεται η καρδιά μου, φλογίζεται η ύπαρξή μου. Το δικό μου επίτευγμα είναι μηδαμινό και ανάξιο μπροστά στην απειρία της σοφίας σου και τον απύθμενο ωκεανό του ελέους σου. Αυτό που θέλω είναι μονάχα η δική σου αλήθεια, για ν’ ασφαλιστώ στη ζωή μου, να νιώσω τη χαρά του σωτηρίου σου, να ριζώσω στην αγάπη και την ελπίδα σου. Δίδαξέ με, Κύριε, τα δικαιώματά σου, ενόσω ακόμα έχω καιρό να ζω και να εργάζομαι, ότι «ευλογητός ει».
(Ανδρέα Θεοδώρου, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Η Μεγάλη Δοξολογία»(Θεολογικό σχόλιο). Εκδ. Αποστ. Διακονία, σ. 32-40)
Η προσευχόμενη ψυχή, αισθανόμενη τις άπειρες δωρεές του Θεού, είναι αποφασισμένη να ευλογεί «καθ’ εκάστην ημέραν» το άγιο Όνομά του. Η απόφασή της είναι δικαιολογημένη. Έτσι οφείλει να ενεργεί. Εν τούτοις, στρέφοντας το βλέμμα της στο εσώτερο βάθος της βλέπει αμαρτίες πολλές. Η καθημερινή αμαρτωλή συγκυρία την πιέζει. Αυτό είναι κάτι το ασυμβίβαστο με το χρέος της. Πώς να δοξολογεί τον Θεό για την αγιότητα και τις άπειρες δωρεές του, και παράλληλα να αμαρτάνει, και με την αμαρτία της να προσβάλλει το τιμημένο Όνομα, που υμνολογεί; Μια τέτοια ανακολουθία είναι φυσικό να τη στενοχωρεί. Θέλει να μην αμαρτάνει, να είναι καθαρή μπροστά στον Κύριό της. Αυτό όμως δεν μπορεί να το κατορθώσει από μόνη της. Η φύση της είναι επικλινής προς την αμαρτία. Έχει πάθη και αδυναμίες πολλές. Έτσι μαζί με τη δοξολογία της προς τον Θεό, συναναβαίνουν σκέψεις ακάθαρτες και λογισμοί πονηροί. Η καρδιά της γεμίζει από βρομερές επιθυμίες. Είναι αφιλάνθρωπη και σκληρή. Λησμονεί εύκολα το χρέος, χαλαρώνει τον αγώνα της. Το πνεύμα της πονηρίας κυριαρχεί επάνω της. Και στην κατάσταση αυτή της αθυμίας της απευθύνεται που άλλου; Πάλι στον Πλάστη της, τον οποίο με τόση θέρμη δοξολογεί.
Καλό είναι να σε δοξολογώ, Κύριε μου, να ψάλλω «τω ονοματί σου Ύψιστε», αλλά βοήθησέ με να εκτελώ το χρέος μου αυτό ακατακρίτως. Αξίωσέ με μέ τη χάρη σου, αυτή την ίδια ημέρα που σε δοξολογώ, να μείνω αναμάρτητη. Να μη λερώσω το εσωτερικό βάθος μου με την παράβαση του νόμου σου. Να μείνω καθαρή και άσπιλη, άψογη στη συμπεριφορά και τις ενέργειές μου.
Το αίτημα βέβαια είναι καλό και λογικό. Αυτό έχει χρέος να επιζητεί ο αμαρτωλός, άσχετο αν η εκπλήρωσή του είναι συνήθως ανέφικτη. Γιατί και μία να είναι όλη η ημέρα της ζωής του πάνω στη γη, δεν μπορεί να αποφύγει την αμαρτία, φυσικά την ελαφρά και συγγνωστή. Τα θανάσιμα αμαρτήματα είναι δυνατό να τα αποφύγει. Ο Θεός άλλωστε έτσι έχει συνηθίσει να μας βλέπει — ας μου επιτραπεί η έκφραση — με τα πάθη και τις αδυναμίες μας. Είναι δε γνωστό ότι η δύναμή του «εν ασθενείαις τελειούται»· εκεί που πλεονάζει η αμαρτία «υπερπερισσεύει» η χάρις του. Αυτό δίνει κουράγιο στον αγώνα του ανθρώπου και δύναμη να αγωνίζεται όσο μπορεί την κακότητα της καθημερινής ζωής. Να δοξολογεί τον Θεό, προσπαθώντας παράλληλα να τελειοποιεί πνευματικά τον εαυτό του.
«Ευλογητός ει, Κύριε, ο Θεός των πατέρων ημών, και αινετόν και δεδοξασμένον το Όνομά σου εις τους αιώνας. Αμήν».
Στο ίδιο δοξολογικό μοτίβο κινείται και ο στίχος αυτός της Δοξολογίας. Ο Κύριος είναι ευλογητός και το Όνομά του αινετό και δοξασμένο στους αιώνες. Εδώ προστίθεται ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του Κυρίου. Είναι «ο Θεός των πατέρων ημών» (φυσικά πρόκειται για τον Θεό του Ισραήλ). Αυτό επιτείνει τον τόνο και τη θέρμη της δοξολογίας. Σε υμνούμε, Κύριε, και δοξολογούμε το άγιο Όνομά σου, γιατί είσαι Θεός δικός μας. Δεν είσαι Θεός αλλότριος. Είσαι ο Θεός των πατέρων μας. Εσύ μας ανέδειξες λαό σου, μίλησες και ευλόγησες τους πατέρες μας, μάς σκέπασες κάτω από την προστασία σου, μας βοήθησες στις δύσκολες στιγμές και στις περιστάσεις μας. Μας γνωρίζεις και μας αγαπάς, όπως και μείς σε γνωρίζουμε και σ’ αγαπάμε. Έναν τέτοιο Θεό, γεμάτο καλοσύνη και στοργή, δεν μπορούμε παρά να τον δοξολογούμε με όλη τη θέρμη της καρδιάς μας, με όλη τη δύναμη του είναι μας, σε κάθε καιρό, σε κάθε ώρα, χωρίς σταμάτημα, και τώρα και πάντοτε και στην ατελεύτητη αιωνιότητα.
Τη δοξολόγηση αυτή μπορεί να την επαναλάβει και κάθε ορθόδοξη ψυχή, πολύ περισσότερο όσο δεν πρόκειται εδώ απλά για τον Θεό των πατέρων μας, αλλά για τον Θεό που για χάρη μας κατέβηκε στη γη, έγινε άνθρωπος, έζησε την ανθρώπινη ζωή και σταυρώθηκε για τη σωτηρία μας. Πρόκειται για το δικό μας Άνθρωπο, για τη δική μας φύση που ένωσε στο θείο του πρόσωπο, τη λάμπρυνε και τη θέωσε και την ανύψωσε στους ουρανούς στους κόλπους της μακαριστής Τριάδος. Πρόκειται για το δικό μας Κύριο, που μας λύτρωσε με το αίμα του από τη φθορά και τον αιώνιο θάνατο, μας έκαμε κληρονόμους Θεού και έχει στήσει για μας βασιλεία, για να ζούμε αιώνια κοντά του, στίλβοντας τη μαρμαρυγή της θείας του ενέργειας.
Αυτόν τον Θεό δοξάζουμε εμείς ακατάπαυστα «εις τους αιώνας». Τον Θεό των αγίων και των δικαίων και των δύο του θείων οικονομιών, της παλαιάς και της καινής. Τον Θεό των αγγέλων και ολόκληρης της κτίσεως, τον παντοδύναμο άρχοντα του ουρανού και της γης, τον εκπορθητή του βασιλείου του θανάτου και των δυνάμεων του σκότους και της ανομίας.
«Γένοιτο, Κύριε, το έλεός σου εφ’ ημάς, καθάπερ ηλπίσαμεν επί σε».
Δοξολογώντας τον πανάγιο Θεό, η πυξίδα της ψυχής μας είναι αδιάκοπα στραμμένη προς το θείο έλεος. Είθε να γίνει, Κύριε, το έλεός σου επάνω μας σύμφωνα με τήν ελπίδα που έχουμε σε σένα. Αυτό είναι πολύ φυσικό. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς το θείο έλεος. Μοιάζει με ύπαρξη χωρίς ρίζα. Μ’ ένα κλαδί που κόπηκε από το δέντρο, έπαψε να τροφοδοτείται από τη ρίζα του, είναι κατάξηρο και νεκρωμένο. Το έλεος του Κυρίου, η συμπάθειά του, η αγάπη του, η προστασία του, η βοήθειά του είναι πηγή ζωής για τη ψυχή. Χωρίς αυτά δεν μπορεί να ζήσει, πεθαίνει.
Παράλληλα δεν μπορεί να δοξολογήσει σωστά τον Κύριο, αν δεν συνέχεται από τη χάρη του, αν δεν ζωογονείται από τη θεία του ενέργεια. Μήπως οι νεκροί μπορούν να αινέσουν τον Κύριο; Οι τυφλοί να δοξολογήσουν το φως; Έτσι και η ψυχή, όταν πραγματικά ζει στο Θεό, έχει τη δύναμη να υμνολογήσει πρεπόντως το Όνομά του, να δοξολογήσει εκείνο που αγαπά, γνωρίζει και νιώθει βαθιά μέσα της. Αλλιώτικα οι φωνές της θα είναι φωνές σβησμένες, χωρίς νόημα και ευσυνείδητο προσανατολισμό.
Ο πιστός ελπίζει στο έλεος του Θεού. Ελπίζει ότι ο αγαθός πατέρας ουδέποτε θα τον εγκαταλείψει, δεν θα άρει το πρόσωπό του απ’ αυτόν, δεν θα παύσει να τον ελεεί σε ολόκληρη τη ζωή του. Υπό τον όρο βέβαια, ότι και αυτός θα προσπαθεί να είναι άξιος του θείου ελέους. Εδώ όμως έγκειται η δυσκολία, δεδομένης της ανθρώπινης αδυναμίας. Στο σημείο αυτό επικεντρώνεται το νεύρο της δοξολογικής προσευχής. Εμείς θέλουμε, Κύριε, να σε δοξάζουμε ανελλιπώς και πάντοτε. Είμαστε όμως πλάσματα ατελή και αδύνατα. Ενώ έχουμε την καλή θέληση, πολλές φορές εμποδιζόμαστε από την φθαρτή φύση μας. Γι’ αυτό είναι απόλυτα επιτακτική η ανάγκη για μας να έχουμε μαζί μας το θείο σου έλεος. Με αυτό ελπίζουμε να νικάμε πάντα τις αδυναμίες και τις ελλείψεις μας. Με αυτό να μπορούμε να σε δοξάζουμε σωστά και αληθινά. Μη στερήσεις από μας το έλεός σου, Κύριε, γιατί θα μοιάσουμε μ’ αυτούς που κατεβαίνουν σε λάκκο. Σήκωσέ μας με τα φτερά της χάριτός σου στο ύψος σου, για να σε βλέπουμε καθαρά, να σε δοξάζουμε σωστά και να σ’ ευχαριστούμε για την αλήθεια και την αγάπη σου.
«Ευλογητός ει, Κύριε· δίδαξόν με τα δικαιώματά σου».
Άλλο ένα αίτημα διατυπώνει στο στίχο αυτό η προσευχόμενη ψυχή. Είσαι ευλογητός Κύριε, δίδαξέ μου τα δικαιώματά σου. Ποιά είναι τα δικαιώματα αυτά του Κυρίου; Είναι οι εντολές, τα προστάγματα, ο νόμος του, που εκφράζουν το πανάγιο θέλημά του, την τήρηση των οποίων δικαιούται ο Θεός ν’ απαιτεί από τα λογικά πλάσματά του, τα οποία τόσο απλόχερα ευεργετεί. Η ψυχή ομολογεί την άγνοιά της και θέλει να μάθει από τον Κύριο, να μαθητεύσει κοντά του, στο διδασκαλείο της σοφίας του. Θέλει να μάθει τα δικαιώματα του Κυρίου όχι από απλή περιέργεια, αλλά από πιεστική ανάγκη, για να μπορέσει να ζήσει σ’ αυτά. Διότι ο νόμος του Κυρίου είναι γι’ αυτή το καθοδηγητικό λυχνάρι στην πορεία της ζωής.
Και είναι ανάγκη να έχει το φως αυτό, γιατί μόνη της πορεύεται στο σκοτάδι της απελπισίας και του θανάτου. Ζει στο ψέμα και την αναλήθεια. Ζει στην πλάνη του διαβόλου, του πατέρα του ψεύδους και της αμαρτίας. Και σκοντάφτει σε κάθε βήμα της, παραβαίνοντας το θέλημα του Θεού και καταπατώντας τις θείες εντολές του. Αμαρτάνει, προσβάλλοντας τον ευεργέτη της. Και οι ενοχές την πνίγουν. Δεν μπορεί να ηρεμήσει στο καμίνι των τύψεων. Είναι ανήσυχη και αγριεμένη. Η προοπτική της είναι σκοτεινή και αβέβαιη. Και φοβάται την κόλαση, να χάσει μια για πάντα το νόημα και την υπόθεση της ζωής της, να καταποντισθεί στην αιώνια απώλεια. Γι’ αυτό φωνάζει δυνατά προς τον Κύριο· «δίδαξόν με τα δικαιώματα σου». Εσύ ο μέγας διδάσκαλος του κόσμου, ο φωτιστής των ανθρώπων, η αυτοαλήθεια, στον οποίον υπάρχουν οι θησαυροί της σοφίας οι απόκρυφοι. Ο οποίος ήλθες να φανερώσεις την αλήθειά σου στον παραπλανημένο άνθρωπο, να τον οδηγήσεις στη ζωή και το φως, στην ανάπαυση και τη χαρά. Συ, Κύριε, κάνε με μαθητή της βασιλείας σου, αξίωσέ με να κάθομαι ήρεμος «παρά τους πόδας σου» και ν’ ακούω το λόγο σου το ζωοποιό και σωτήριο. Και να εκλέγω την αγαθή μερίδα, η οποία δεν θ’ αφαιρεθεί ποτέ από την καρδιά μου. Δίδαξέ με εσύ, γιατί εγώ μονάχη αδυνατώ να φθάσω στην άρρητη σοφία σου, αδυνατώ να δω το μακάριο φως σου. Ό,τι δε καλό και άξιο μπορέσω ν’ αποκτήσω με τις δικές μου δυνάμεις, δεν μπορεί να μου δώσει αυτό που ζητώ, αυτό για το οποίο καίγεται η καρδιά μου, φλογίζεται η ύπαρξή μου. Το δικό μου επίτευγμα είναι μηδαμινό και ανάξιο μπροστά στην απειρία της σοφίας σου και τον απύθμενο ωκεανό του ελέους σου. Αυτό που θέλω είναι μονάχα η δική σου αλήθεια, για ν’ ασφαλιστώ στη ζωή μου, να νιώσω τη χαρά του σωτηρίου σου, να ριζώσω στην αγάπη και την ελπίδα σου. Δίδαξέ με, Κύριε, τα δικαιώματά σου, ενόσω ακόμα έχω καιρό να ζω και να εργάζομαι, ότι «ευλογητός ει».
(Ανδρέα Θεοδώρου, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Η Μεγάλη Δοξολογία»(Θεολογικό σχόλιο). Εκδ. Αποστ. Διακονία, σ. 32-40)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου