Η κατανυκτική ακολουθία του όρθρου, στο Καθολικό της Ι. Μονής Οσίου Διονυσίου του εν Ολύμπω, είχε τελειώσει· ήταν, άλλωστε, η εισαγωγή για την μεγαλοπρεπή θ. Λειτουργία. Το φως της ημέρας υπερνικούσε σιγά σιγά το αχνό φως των κεριών και των κανδηλιών. Ο ιερός ναός γέμισε πιστούς, πολλοί εκ των οποίων στέκονταν ήδη όρθιοι από τον όρθρο, και επρόκειτο να παραμείνουν όρθιοι μέχρι το τέλος της θ. Λειτουργίας, όχι πριν τις 12.00 το μεσημέρι.
Άρχισαν να καταφθάνουν οι επίσημοι: βουλευτές, τοπικοί άρχοντες και αξιωματικοί με τις κυρίες τους. Ήταν και δύο που απαθανάτιζαν την Λειτουργία με την κάμερά τους, καθώς και δυό-τρείς φωτογράφοι. Δημιουργήθηκε, οπωσδήποτε, κάποια κινητικότητα ξένη προς την ως τότε ατμόσφαιρα του μοναστικού καθολικού. Εγώ στεκόμουν σε θέση πλεονεκτική για κάθε φιλοθεάμονα, καί, ως γνήσιος κοσμικός, απέσπασα την προσοχή μου από τα τελούμενα, και την έστρεψα στους επισήμους, που μόλις κατέφθαναν, και την αναταραχή που δημιουργιόταν, παρατηρώντας ότι νά, δεν ταίριαζαν ίσως με την όλη ατμόσφαιρα και το σκηνικό, ιδίως όταν έπεφτε το σκοτινό μάτι της κάμερας πάνω τους. Και αυτή η κάμερα, σκεφτόμουν, τί δουλειά είχε εκεί μέσα;
Καθώς το μάτι μου, πιο περίεργο και από αυτό της κάμερας, περιστρεφόταν στα πρόσωπα των επισήμων, στάθηκε για μια στιγμή στο πρόσωπο μιας γυναίκας, που μόλις αχνοφαινόταν, καθώς έπεφτε πάνω της μόνο το φως των κεριών, τρεις – τέσσερις σειρές πιο πίσω. Τα μάτια και τα μάγουλά της γυάλιζαν από τα δάκρυα που πήγαζαν άφθονα και έτρεχαν ελεύθερα.
Κοιτούσε ίσια μπροστά της, κατά την Ωραία Πύλη, ίσως κατά το τέμπλο με τις ιερές εικόνες. Δεν φαινόταν να δίδη σημασία στους επισήμους ή τους φωτογράφους, που κυνηγούσαν οι καϋμένοι να συλλάβουν τις στιγμές. Στο επισκύνιο του προσώπου της διακρινόταν μια αδιόρατη σύσπαση, σαν ικεσία, ή και ευχαριστία.
Κοκκίνησα. Χαμήλωσα τα μάτια μου και δεν τα ξανασήκωσα να παρατηρήσω κανέναν σ’ όλη την διάρκεια της θ. Λειτουργίας. Ντρεπόμουν ακόμη και να σκεφθώ σε ποιόν άγιο να απευθυνόταν η γυναίκα εκείνη, αλλά και οι άλλοι πιστοί που στέκονταν παράμερα και δεν φαίνονταν, ή και μπροστά μου, στους επισήμους, και δεν τους καταλάβαινα.
Ν.Γ.
Πηγή: http://www.parembasis.gr
Άρχισαν να καταφθάνουν οι επίσημοι: βουλευτές, τοπικοί άρχοντες και αξιωματικοί με τις κυρίες τους. Ήταν και δύο που απαθανάτιζαν την Λειτουργία με την κάμερά τους, καθώς και δυό-τρείς φωτογράφοι. Δημιουργήθηκε, οπωσδήποτε, κάποια κινητικότητα ξένη προς την ως τότε ατμόσφαιρα του μοναστικού καθολικού. Εγώ στεκόμουν σε θέση πλεονεκτική για κάθε φιλοθεάμονα, καί, ως γνήσιος κοσμικός, απέσπασα την προσοχή μου από τα τελούμενα, και την έστρεψα στους επισήμους, που μόλις κατέφθαναν, και την αναταραχή που δημιουργιόταν, παρατηρώντας ότι νά, δεν ταίριαζαν ίσως με την όλη ατμόσφαιρα και το σκηνικό, ιδίως όταν έπεφτε το σκοτινό μάτι της κάμερας πάνω τους. Και αυτή η κάμερα, σκεφτόμουν, τί δουλειά είχε εκεί μέσα;
Καθώς το μάτι μου, πιο περίεργο και από αυτό της κάμερας, περιστρεφόταν στα πρόσωπα των επισήμων, στάθηκε για μια στιγμή στο πρόσωπο μιας γυναίκας, που μόλις αχνοφαινόταν, καθώς έπεφτε πάνω της μόνο το φως των κεριών, τρεις – τέσσερις σειρές πιο πίσω. Τα μάτια και τα μάγουλά της γυάλιζαν από τα δάκρυα που πήγαζαν άφθονα και έτρεχαν ελεύθερα.
Κοιτούσε ίσια μπροστά της, κατά την Ωραία Πύλη, ίσως κατά το τέμπλο με τις ιερές εικόνες. Δεν φαινόταν να δίδη σημασία στους επισήμους ή τους φωτογράφους, που κυνηγούσαν οι καϋμένοι να συλλάβουν τις στιγμές. Στο επισκύνιο του προσώπου της διακρινόταν μια αδιόρατη σύσπαση, σαν ικεσία, ή και ευχαριστία.
Κοκκίνησα. Χαμήλωσα τα μάτια μου και δεν τα ξανασήκωσα να παρατηρήσω κανέναν σ’ όλη την διάρκεια της θ. Λειτουργίας. Ντρεπόμουν ακόμη και να σκεφθώ σε ποιόν άγιο να απευθυνόταν η γυναίκα εκείνη, αλλά και οι άλλοι πιστοί που στέκονταν παράμερα και δεν φαίνονταν, ή και μπροστά μου, στους επισήμους, και δεν τους καταλάβαινα.
Ν.Γ.
Πηγή: http://www.parembasis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου