Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Τα γεγονότα της Μεγάλης Πέμπτης (Ιωσήφ,Μητροπολίτου Προικοννήσου)

Μας αξίωσε ο Θεός να φθάσουμε στην Άγια και Μεγάλη Πέμπτη, την μακρά Πέμπτη, όπως την λέει η υμνολογία. Αν πάρουμε την ακροστοιχίδα του Κανόνος ο οποίος ψάλλεται, λέει: «Τη μακρά Πέμπτη, μακρόν ύμνον εξάδω». Είναι ο μεγαλύτερος Κανόνας που έχουμε ψάλει μέχρι στιγμής, την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα. Ο άλλος τόσο μεγάλος θα είναι του Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου.
Ημέρα πανσεβάσμια, στην οποία η Εκκλησία προβάλλει ενώπιον μας τέσσερα πράγματα: Το ένα είναι ο Μυστικός Δείπνος. Το δεύτερο είναι ο Ιερός Νιπτήρας. Το τρίτο είναι η προδοσία του Ιούδα και το τέταρτο είναι η υπερφυής προσευχή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Το θέμα της προδοσίας αρχίσαμε από χθες να το ακούμε από μακρυά λίγο. Την ώρα που η πόρνη άπλωνε τους πλοκάμους της να σκουπίσει τα πόδια του Χριστού, τα όποια είχε πλύνει πρωτίστως με τα δάκρυα της και δευτερευόντως με το πολύτιμο μύρο που είχε αγοράσει, ο μαθητής ο αγαπημένος, ο ευνοημένος, ο τιμημένος ιδιαίτερα με υπεύθυνο υπούργημα μέσα στην ιερή δωδεκάδα, άπλωνε τα χέρια του να λάβει αργύρια, με τα οποία θα πωλούσε τον «Ατίμητον». Η ειδωλολατρία της πλεονεξίας τον οδήγησε στο να αποπτύσει, να απεμπολήσει τον ίδιο τον Διδάσκαλό του, τον Πατέρα του, τον Κύριο και Θεό του. Η μία φωτιζότανε, ετούτος σκοτιζότανε. Και το δυστύχημα είναι ότι μετά από μία τέτοια πτώση, δεν ακολούθησε μετάνοια! Και ο Πέτρος έπεσε. Αρνήθηκε τρεις φορές το Χριστό: Δεν Τον ξέρω! Δεν Τον άκουσα! Το ορκίζομαι! Ανάθεμά μου, αν σας λέω ψέματα. Ούτε που Τον άκουσα τον άνθρωπο!. Μεγάλη πτώση! Αλλά στην περίπτωση του Πέτρου ακολούθησε το: «και εξελθών έξω, έκλαυσε πικρώς»! Ακολούθησε η μετάνοια, η οποία αποκατέστησε τα πράγματα, όχι απλώς όπως ήταν προηγουμένως, αλλά η αγάπη του Θεού και η φιλανθρωπία Του είναι τέτοια, που έδωσε ακόμη περισσότερες ευλογίες και περισσότερες χάρες στον προς στιγμήν εκπεσόντα Απόστολο.
Στην περίπτωση του Ιούδα όμως είχαμε τα χειρότερα. Απλώς «μετεμελήθη», λέει το ιερό Ευαγγέλιο. Είπε: “Βρε τον ηλίθιο! Τί έκανα!” Όχι με την έννοια ότι πόνεσε η “ψυχή του γι αυτό που έκανε, αλλά ότι δεν είχε κάτι καλύτερο αποτέλεσμα, δηλαδή κάποιο διάφορο καλύτερο, φαντάζομαι. Τον έκαιγε από την μια μεριά η συνείδηση, αλλά δεν μπορούσε να πει και το συγγνώμη. Δεν εννοούσε να πει το «ευλόγησον!». Εδώ είναι η μεγάλη κατεργαριά του διαβόλου. Όταν μας βάζει και κάνουμε οποιαδήποτε αμαρτία, μέχρις εδώ είναι ανθρώπινο.


Όμως το να επιμένουμε εκεί και να μη λέμε το «ευλόγησον!», να μη λέμε το “συγγνώμη, ήμαρτον, ελέησέ με Θεέ μου!” είναι δαιμονικό. Και μείς οι κληρικοί στην Εκκλησία και οι μοναχοί στον Γέροντα. Και μεταξύ μας, αυτό το «ευλόγησον» είναι το μόνο που δεν μπορεί να πει ο διάβολος. Το «συγγνώμη» είναι το μόνο που δεν διανοείται να βγει ποτέ από το στόμα του. Και ο Ιούδας ταυτίστηκε με τον διάβολο. Ούτε καν πέρασε από το μυαλό του λογισμός πραγματικής μετανοίας, να πάει να πει: “Κύριε, ήμαρτον. Τα έκανα θάλασσα. Περισσότερο από κει που πήγα, δεν μπορεί να πάει κανείς!” Αντ’ αυτού, έκανε την ακόμη μεγαλύτερη αμαρτία. Την βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος. Την αυτοκτονία! Διότι η αυτοκτονία είναι μία βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος. Όποιος αυτοκτονεί λέει μέσα του: “δεν πιστεύω ότι με περιμένει κόλαση- δεν πιστεύω ότι υπάρχει έλεος για μένα· διαγράφω τα πάντα μετά το θάνατο και πάω και δίνω τη ψυχή μου στον σατανά”. Αυτό έκανε ο Ιούδας. Το ακόμη χειρότερο.
Να παρακαλούμε και να δεόμεθα του Κυρίου, ούτε από μακρυά να μην είναι η μερίδα μας μετά του προδότη Ιούδα. Αλλά για να γίνει αυτό, δεν φθάνει μόνον η Χάρις του Θεού, χρειάζεται και ο αγώνας ο δικός μας. Πρώτον μεν να αποβάλουμε το πάθος της πλεονεξίας, ή μάλλον να το μεταμορφώσουμε σε πλεονεξία της αρετής, πλεονεξία των δακρύων της μετανοίας, πλεονεξία της καθαρής προσευχής! Να φύγουμε από την πλεονεξία στα υλικά αγαθά, να μην υπάρχει ούτε από μακρυά ο κίνδυνος αυτά να γίνουν είδωλο και να μας κρύψουν το Χριστό από μπροστά μας. Και το δεύτερο, να ασκούμεθα καθημερινώς στο «ευλόγησον!», στην διαρκή μετάνοια, στην εκζήτηση της συγγνώμης.
Φιλάνθρωπος ο Θεός! Τόβαζε κανενός ο νους ότι ο Πέτρος, ο αγαπημένος, ο κορυφαίος, που τον ανέβασε μέχρι το Θαβώρ και είδε το άκτιστο Φως της Μεταμορ­φώσεως, είδε τη δόξα του Αγίου Πνεύματος, άκουσε τη φωνή του Πατρός, τα έζησε όλα, θάλεγε: Ούτε που Τον ξέρω; Και όμως, πόση αγάπη! Και στο τέλος μετά την Ανάσταση τον ρώτησε τρεις φορές εάν Τον αγαπά. Όχι γιατί δεν ήξερε εάν τον αγαπά, αλλά για να κλείσει τα στόματα οποιουδήποτε άλλου στο μέλλον θα αμφισβητούσε ενδεχομένως τα αισθήματα του Πέτρου απέναντι στο Χριστό, και του έδωσε, τί μεγαλύτερο δώρο! «βόσκε τα πρόβατά μου», «ποίμαινε τα αρνία μου». Του έδωσε την διαποίμανση την αποστολική.
Και εμείς λοιπόν μακρυά από την πλεονεξία, γαντζωμένοι από το “ευλόγησον”, το “συγγνώμη”, το “ήμαρτον”.

( Περιοδικό «Ο Οσιος Γρηγόριος», αριθ. 34)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου