Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011

Η Ταυτότητα της Εκκλησίας, του Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου,

Η Ταυτότητα της Εκκλησίας
του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου

Από το έντυπο της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου «Εκκλησιαστική Παρέμβαση»,
τεύχος 57, Οκτώβριος 2000
Ο λόγος για τα Δελτία Ταυτοτήτων οδηγεί στην αντιμετώπιση του θέματος ποιά είναι η ταυτότητα των Χριστιανών. Πράγματι πολλές φορές διδάσκουμε ότι δεν αρκεί να είμαστε Χριστιανοί της (αστυνομικής) ταυτότητος, αλλά πρέπει να γίνουμε Χριστιανοί στην αλήθεια και την ζωή.
Α’
Η λέξη ταυτότητα δηλώνει την ομοιότητα και την ταύτιση του σημαινομένου με το σημαίνον, “τό είναί τι ταυτόν το ίδιον”, κατά τον Αριστοτέλη. Δηλαδή, ο Χριστιανός που είναι βαπτισμένος στο Όνομα του Τριαδικού Θεού πρέπει να είναι πραγματικό μέλος της Εκκλησίας και να ανταποκρίνεται στον σκοπό της εκκλησιαστικής ζωής. Ταυτότητα σημαίνει ακόμη και το ιδιαίτερο σε σχέση με κάποιον άλλο, φανερώνει, δηλαδή, την ετερότητα του κάθε προσώπου.
Ο Σεβ. Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης μιλώντας για την σημασία της ταυτότητος γράφει χαρακτηριστικά:
“Όταν λέμε ότι ταυτίζουμε κάποιο όν εννοούμε ότι επισημαίνουμε την ιδιαιτερότητά του, ότι δηλ. καθορίζουμε τα στοιχεία εκείνα τα οποία δεν μας επιτρέπουν να κάνουμε σύγχυση μεταξύ αυτού του όντος και κάποιου άλλου. Όταν λέμε π.χ. ότι έχουμε την αστυνομική μας ταυτότητα ο καθένας, αυτό σημαίνει ότι η Πολιτεία κάνει μια προσπάθεια να επισημάνει την ιδιαιτερότητα του καθενός μας. Με σκοπό να μη γίνει σύγχυση μεταξύ των πολιτών, σημειώνει το όνομα, το επώνυμο κλπ., και ακόμη βάζει τα δακτυλικά αποτυπώματα. Όλα αυτά αποβλέπουν στο να αποφευχθεί η σύγχυση ενός προσώπου με κάποιο άλλο. Η ταυτότητα λοιπόν αποβλέπει στην ιδιαιτερότητα, αλλά η ταύτιση αυτή, αυτή η ιδιαιτερότητα δεν μπορεί να είναι ποτέ απόλυτη, και αυτό δημιουργεί δυσκολία στο να κάνουμε λόγο για ταυτότητα. Όλα τα ονόματα ή και οι ιδιότητες που έχουμε στις ταυτότητές μας (τό επάγγελμα, το ύψος κλπ.) μπορούν να εφαρμοστούν σε περισσότερα από ένα όντα, σήμερα μάλιστα με την γενετική μηχανική –ακούμε πολύ τον τελευταίο καιρό αυτή την περίφημη κλωνοποίηση– αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Ακόμη και τα δακτυλικά αποτυπώματα δεν θα εξασφαλίζουν πλέον την ιδιαιτερότητα ενός όντος. Σε απόλυτο βαθμό είναι πάρα πολύ δύσκολο να επισημάνει κανείς την ιδιαιτερότητα και την ταυτότητα ενός όντος. Αυτό που αναζητούμε όταν ταυτίζουμε κάτι, είναι αυτό που λέμε “η ειδοποιός διαφορά”, είναι κάποιο στοιχείο που να αφορά μόνο σε ένα συγκεκριμένο όν και όχι σε άλλα”.
Για την ταυτότητα της Εκκλησίας ο Σεβασμιώτατος παρατηρεί:
“Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι και ζεί μέσα στην ιστορία, πορεύεται μέσα στην ιστορία χωρίς να χάνει την ταυτότητά της. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό αλλά δεν είναι εξασφαλισμένο εκ των προτέρων. Χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή, διότι είδαμε ότι χριστιανικές εκκλησίες στην ιστορία που ξεκίνησαν με την σωστή ταυτότητα κατέληξαν να αλλοιώσουν την ταυτότητά τους και να διερωτάται κανείς σήμερα εάν είναι εκκλησίες ή όχι.
Αυτό είναι ένα μήνυμα το οποίο πρέπει να το πάρουμε στα σοβαρά εμείς οι ορθόδοξοι, διότι είναι πράγματι και για μας ο κίνδυνος μεγάλος μέσα σε όλη την δραστηριότητα μας, η οποία καμιά φορά μας κάνει να αισθανόμαστε αυτοϊκανοποίηση, να εκτραπούμε από την ταυτότητα της εκκλησίας και να μην είμαστε στην ουσία εκκλησία, αλλά κάτι άλλο, ένας άλλος οργανισμός”.
Υπάρχει μεγάλο πρόβλημα όταν η Εκκλησία ταυτίζεται με την ιστορία, τον χρόνο και την κοινωνία, όταν χάνη την εσχατολογική της διάσταση, όταν συγχέεται η εκκλησιολογία με την κοινωνιολογία. Γράφει και πάλι ο Σεβασμιώτατος:
“Με αυτή την μικρή εισαγωγή θέλω να δείξω πόσο δύσκολο είναι να ταυτίσουμε την εκκλησία μέσα στην ιστορία και μέσα στην κοινωνία. Το πρόβλημα στην εκκλησιολογία έγκειται στο ότι η εκκλησία αποτελεί και αυτή μια κοινότητα μεταξύ πολλών μέσα στην ιστορία. Για τον θεατή, ας πούμε, τον μη πιστό, είναι και αυτή μια κοινότητα μεταξύ πολλών άλλων μέσα στην κοινωνία. Έτσι υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να γίνει σύγχυση μεταξύ εκκλησιολογίας και κοινωνιολογίας. Ο κίνδυνος αυτός παρουσιάστηκε, και είναι ιδιαιτέρως εμφανής, στο Δυτικό Χριστιανικό κόσμο, τόσο στον Ρωμαιοκαθολικό όσο και στον Προτεσταντικό” (“Διάβαση”, τεύχος 7, Μάϊος – Ιούνιος 1997, σελ. 6).
Τελευταία λέγεται ότι η Εκκλησία πρέπει να βρη την ταυτότητά της. Όμως πιστεύω ότι κατά τους λόγους του Αποστόλου Παύλου η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού και κατά την διδασκαλία των αγίων Πατέρων είναι “κοινωνία θεώσεως”. Το Θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού παραμένει στους αιώνες ενωμένο με την κεφαλή, αφού στο πρόσωπο του Χριστού είναι ενωμένες οι δύο φύσεις “ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως”. Η αλήθεια είναι ότι όχι η Εκκλησία, αλλά πολλές φορές οι Χριστιανοί, τα βαπτισμένα μέλη της Εκκλησίας χάνουν την ταυτότητά τους, τον προσανατολισμό τους. Ακόμη δε και η Εκκλησία ως διοικητικός οργανισμός μπορεί για ένα χρονικό διάστημα να μη συντονίζεται στον σκοπό και το νόημα της αληθινής Εκκλησίας. Αυτό θέλει μια μικρή ανάλυση για να διασαφηνισθή ακόμη περισσότερο.
Β’
Στην όλη εκκλησιαστική παράδοση υπάρχει στενή σχέση μεταξύ Ορθοδοξίας, Εκκλησίας και θείας Ευχαριστίας. Όταν ένα από αυτά τα πνευματικά μεγέθη αποδεσμεύεται από τα άλλα δύο, τότε αλλοιώνεται η ταυτότητά του.
Η Ορθοδοξία είναι η αληθινή πίστη, που συνδέεται με την αποκαλυπτική αλήθεια. Ο Θεός απεκάλυψε τον εαυτό Του στους αγίους και εκείνοι αλλοιώθηκαν από την αποκαλυπτική αυτή αλήθεια. Η πίστη δεν είναι μια θεωρητική διδασκαλία, αλλά εμπειρική ζωή και μεταμορφωτική δύναμη.
Η Εκκλησία είναι η κοινωνία των αγίων. Δηλαδή, τα μέλη της Εκκλησίας με το βάπτισμα και την εν γένει εκκλησιαστική ζωή, με την πράξη και την θεωρία, ενώθηκαν με τον Χριστό, που είναι η Κεφαλή του Σώματος της Εκκλησίας και αποτελούν τα ένδοξα μέλη Του. Έτσι κάνουμε λόγο για την Εκκλησία των Προφητών, των Αποστόλων, των Μαρτύρων και Ομολογητών, των Οσίων και Ασκητών, των Αγίων, που ζουν και τρέφονται οργανικά από το Θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού. Όλη η εκκλησιαστική ζωή, ακόμη και η διοίκηση πρέπει να εμπνέεται και να εμποτίζεται από την διδασκαλία και την παράδοση των Προφητών, Αποστόλων, Μαρτύρων και Αγίων. Με αυτήν την προοπτική λέμε ότι μπορεί να είναι άλλο η διδάσκουσα Εκκλησία που είναι οι άγιοι, οι οποίοι είναι φορείς της θείας αποκαλύψεως, και άλλο η διοικούσα και ποιμαίνουσα Εκκλησία. Όταν η διοικούσα και ποιμαίνουσα Εκκλησία εκφράζει την διδάσκουσα Εκκλησία, τότε βρίσκεται μέσα στον προορισμό της, διαφορετικά βρίσκεται εκτός του προορισμού και του σκοπού της.
Η θεία Ευχαριστία είναι το Δείπνο της αγάπης, ο “μυστικός δείπνος”, είναι το μυστήριο στο οποίο τα μέλη της Εκκλησίας συνέρχονται για να κοινωνήσουν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, και να ζήσουν την κοινωνία και ενότητα με τον Χριστό. Η θεία Ευχαριστία είναι το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής, το μυστήριο των μυστηρίων, ο σκοπός όλης της πνευματικής ζωής. Και φυσικά η μέθεξη και κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού δεν γίνεται απροϋπόθετα, αφού συνδέεται με την όλη προετοιμασία του Χριστιανού, ώστε η θεία Κοινωνία να ενεργήση καθαρτικά, φωτιστικά και θεωτικά, και όχι κολαστικά.
Η συνύπαρξη και ο συντονισμός των τριών αυτών παραγόντων, ήτοι της Ορθοδοξίας, της Εκκλησίας και της θείας Ευχαριστίας, στην αληθινή τους έκφραση, συνιστά το ορθόδοξο εκκλησιαστικό φρόνημα, διαφορετικά γίνεται λόγος για απώλεια της ταυτότητος. Ο Χριστιανός γίνεται μέλος της Εκκλησίας με το άγιο Βάπτισμα, που λέγεται εισαγωγικό μυστήριο, ώστε να φθάση στην θέωση η οποία είναι ο βαθύτερος σκοπός της υπάρξεως του ανθρώπου, αφού κάθε άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού. Πρόκειται για μια διαρκή πορεία έως ότου φθάση ο άνθρωπος στην δική του Μεταμόρφωση και την δική του Πεντηκοστή. Χριστιανική ταυτότητα έχει εκείνος που ζη στην Εκκλησία, η οποία είναι το Σώμα του Χριστού, αλλοιώνεται από την Ορθόδοξη Θεολογία που είναι η πίστη της Εκκλησίας και συμμετέχει με τις Ορθόδοξες προϋποθέσεις στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, που είναι η αληθινή πράξη της Εκκλησίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου