Στή σημερινή ἀποστολική περικοπή, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁμολογεῖ πώς κατεδίωκε τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι ἦταν ζηλωτής «τῶν πατρικῶν παραδόσεων». Πρίν γνωρίσει τόν Χριστό ἦταν ἄνθρωπος πού τηροῦσε σχολαστικά τίς παραδόσεις. Σέ ὅλη τή χώρα τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ ἦταν ἄνθρωποι Φαρισαῖοι, ὅπως Φαρισαῖος ἦταν καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρίν τοῦ ἀποκαλυφθεῖ ὁ Χριστός. Ἀνδρώθηκε πνευματικά ἀνάμεσα στούς πονηρούς καί ὑπερήφανους Φαρισαίους τῶν Ἱεροσολύμων. Αὐτοί εἶχαν δημιουργήσει μιά παράδοση ἀνθρωπίνων ἐνταλμάτων καί ὁδηγιῶν καί καλοῦσαν τούς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ νά τίς ἐφαρμόσουν.
Ἄς ἀναφέρουμε μερικές τέτοιου εἴδους παραδόσεις: Ράντιζαν τά ποτήρια, τά χάλκινα σκεύη καί τίς κλίνες μέ νερό «ἁγιάζειν οὕτω δοκοῦντες» (Ζιγαβινός). Ἀκόμη, ὅταν γύριζαν ἀπό τήν ἀγορά, ἔπρεπε νά πληθοῦν, γιατί ἦλθαν σέ ἐπαφή μέ μολυσμένους ἀνθρώπους. Ἐπίσης, θεωροῦσαν σπουδαία παράδοση νά πλύνουν τά χέρια τους πρίν τό φαγητό. Κάποτε ἤλεγξαν τόν Χριστό γιά τούς μαθητές Του λέγοντες «διατί οἱ μαθητές σου παραβαίνουν τήν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων; οὐ γάρ νίπτονται τάς χείρας αὐτῶν, ὅταν ἄρτον ἐσθίωσιν» (Ματθ. 15, 2). Ἀντίθετα, ἐνῶ τηροῦσαν τίς ἀνόητες αὐτές παραδόσεις μέ σχολαστικότητα, παρέβαιναν συστηματικά τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ὅπως τήν περιποίηση τῶν γονέων τους, τήν ἐξάσκηση τῆς ἀγάπης σέ ἔργα ἀγαθοεργίας κ. ἄ. Αὐτά εἶχε ὑπ’ ὄψη του ὁ Ἠσαΐας, ὅταν ἔλεγε πώς ὁ λαός τιμᾶ τόν Θεό μέ τά χείλη του, ἐνῶ ἡ καρδιά του ἀπέχει ἀπ’ αὐτόν. Ὅταν παραδέχονται τίς ἐντολές τῶν ἀνθρώπων, ματαίως σέβονται τόν Θεό (29,13). Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θά ἀπαντήσει στούς Φαρισαίους: «διατί καί ὑμεῖς παραβαίνετε τήν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ διά τήν παράδοσιν ὑμῶν;» (Ματθ. 15, 13). Ὁ Παῦλος, φύση προικισμένη μέ ἐξαιρετικά προσόντα, διακρινόταν γιά τό ζῆλο καί τήν ἀφοσίωσή του στίς πατρῶες παραδόσεις του. Ἔτσι ἐξηγεῖται καί ἡ στάση του ἀπέναντι στό Χριστό, ὅτι δηλαδή ὑπῆρξε ἕνας φανατικός διώκτης τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Κύριος διακρίνοντας αὐτή τήν ὑπερβάλουσα δράση του, ἡ ὁποία, ὅπως εἴδαμε, δέν ἔχει ὑγιῆ κριτήρια, διότι βασιζόταν σέ λανθασμένες παραδόσεις, τόν διάλεξε, τόν ἐπέλεξε. Καί ἀπό ἐχθρός καί διώκτης τοῦ Εὐαγγελίου μεταβάλεται σέ διαπρύσιο κήρυκα τοῦ χριστιανισμοῦ καί ἀκατάβλητο ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἄς ἔλθουμε τώρα στή δική μας πραγματικότητα. Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός! Ἡ Ἐκκλησία, μέ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, μεταδίδει τό Χριστό ἀπό γενεά σέ γενεά. Μετά τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων Δώρων στήν Χειροτονία τοῦ Πρεσβυτέρου, ὁ ἐπίσκοπος παραδίδει στόν χειροτονούμενο τόν καθηγιασμένο «Ἅγιο Ἅρτο» καί τοῦ λέγει «Λάβε τήν παρακαταθήκην ταύτην καί φύλαξον αὐτήν, ἔως τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου, ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ὅτε παρ’ αὐτοῦ μέλλεις ἀπαιτεῖσθαι αὐτήν». Εὐγλωτότερη ἡ ἔκφραση τοῦ γεγονότος τῆς παραδόσεως δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει. Ὁ Χριστός, σάν πίστη - λατρεία - ζωή μεταδίδεται ἀπό ἄνθρωπο σέ ἄνθρωπο καί ἀπό γενεά σέ γενεά γιά νά σώζεται μέσα στήν Ἐκκλησία ὁ κόσμος. Ὁ Χριστός παρέδωσε τό μυστήριο τῆς ζωῆς στούς Ἀποστόλους, οἱ Ἀπόστολοι στήν Ἐκκλησία, ἡ Ἐκκλησία στό λαό. Ὁ Ἐπίσκοπος στούς Ἱερεῖς, ὁ Πνευματικός στούς ἐξομολογουμένους, ὁ Γέροντας στούς ὑποτακτικούς μεταδίδει τό Χριστό. Αὐτός εἶναι ἡ παράδοσή μας. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τό λέγει καθαρά: «Ἐγώ γάρ παρέλαβον ἀπό τοῦ Κυρίου, ὅ καί παρέδωκα ὑμῖν» (Α΄Κορ. 11,23). Αὐτό πού παρέλαβε ὁ Παῦλος τό παρέδωκε καί στούς ἀνθρώπους. Παρέλαβε τό Χριστό καί Αὐτόν παρέδωσε στούς μαθητές του.
Ὅπως ἡ Θεία Ἀποκάλυψη δέν εἶναι μερικά κείμενα, ἀλλά τό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ Θείου Λόγου, πού ἐνανθρώπησε, ἔτσι καί ἡ συνέχεια τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἐμφανίζεται ὡς προσωπικό γεγονός στήν ἱστορία (π. Γεώργιος Μεταλληνός). Πραγματοποιεῖται στό λόγο καί τόν βίο τοῦ Παύλου καί ὅλων τῶν Ἁγίων μας. Οἱ Ἅγιοι εἶναι οἱ γνήσιοι μαθητές τοῦ Χριστοῦ, τά πιστά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ζωή τῶν Ἁγίων, σέ ὅλο τό πλήρωμά της, «ὁ βίος καί ἡ πολιτεία τους», συνιστᾶ τήν εὐθεία γραμμή τῆς παραδόσεως μέσα στό χρόνο. Γι’αὐτό καί ἡ Ὀρθοδοξία χωρίς Ἁγίους εἶναι ἀδιανόητη. Τά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης ἄρχισαν νά γράφονται εἴκοσι περίπου χρόνια μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας. Ὅπως γράφει ὁ Εὐαγγγελιστής Ἰωάννης ὑπάρχουν ἀκόμη «καί ἄλλα πολλά ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐάν γράφηται καθ’ ἕν, οὐδέ αὐτόν οἶμαι τόν κόσμον χωρῆσαι τά γραφόμενα βιβλία» (Ἰω. 21, 25), (ὅλες οἱ βιβλιοθῆκες δέν θά μποροῦσαν νά χωρέσουν τά βιβλία αὐτά). Προφορικά, λοιπόν, παραδόθηκαν αὐτά ἀπό τούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς διαδόχους τους καί ἔφθασαν μέχρι σέ ἐμᾶς. Κάθε διδασκαλία πού δέν ἦταν σύμφωνη μέ τήν διδασκαλία τῶν ἱερῶν παραδόσεων ἀπορρίπτονταν ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους.
Ἡ Ἱερά Παράδοση περιέχει ὅ,τι διαλαμβάνει καί διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφή. Νά ἀναφέρουμε ὁρισμένα: Τό νά κτίζουμε τίς Ἐκκλησίες μας καί νά προσευχόμαστε στραμμένοι στήν Ἀνατολή δέν τό λέει ἡ Γραφή, εἶναι τῆς παραδόσεως. Παρόμοια τό νά κάνουμε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, καί αὐτό εἶναι ἔργο τῆς Παραδόσεως. Ἡ Τέλεση τοῦ Βαπτίσματος, ὅπως γίνεται, ἡ εὐλογία τοῦ ὕδατος, ὁ νηπιοβαπτισμός, ἡ χρήση τοῦ Ἁγίου Μύρου, τῆς Παραδόσεως εἶναι κι αὐτά. Ἀπό τήν Παράδοση ἐπίσης εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία, οἱ εὐχές τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς, ὁ τρόπος τῆς Κοινωνίας τῶν πιστῶν. Ἀκόμη οἱ νεκρώσιμες Ἀκολουθίες, τά μνημονεύματα «ζώντων καί τεθνεώτων» καί ἄλλα. Ὄλα αὐτά τά διδασκόμαστε ἀπό τήν ἄγραφη, ὅπως ἦταν στήν ἀρχή παράδοση.
Ἄς ἀκούσουμε τόν Μέγα Βασίλειο πῶς ἀκριβῶς τά λέει αὐτά: Ἀπό τά δόγματα καί τίς ἀλήθειες πού φυλάσσει ἡ Ἐκκλησία, ἄλλα τά ἔχουμε πάρει ἀπό τή γραπτή διδασκαλία καί ἄλλα τά κάναμε δεκτά, διότι ἔφθασαν μέχρι σ’ ἐμᾶς μυστικῶς ἀπό τήν Παράδοση τῶν Ἀποστόλων. Καί τά δύο στοιχεῖα, καί ἡ γραπτή καί ἡ ἄγραφη Παράδοση, ἔχουν τήν ἴδια σημασία γιά τήν πίστη. Διότι, ἄν ἐπιχειρούσαμε νά ἐγκαταλείψουμε ὅσα ἀπό τά ἔθη εἶναι ἄγραφα, διότι δῆθεν δέν ἔχουν μεγάλη σημασία, χωρίς νά τό καταλάβουμε, θά ζημιώναμε τό Εὐαγγέλιο στήν οὐσία του.
Ποιός δίδαξε γραπτῶς ὅτι αὐτοί πού ἐλπίζουν στό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας φανερώνουν αὐτή τή πίστη τους μέ τό νά κάνουν τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ; Νά βαπτίζομε τρεῖς φορές, νά ἐπιτελοῦμε τήν ἀποκήρυξη τοῦ σατανᾶ καί τόσα ἄλλα. Ὅλα αὐτά προέρχονται ἀπό αὐτή τή μυστική διδασκαλία πού δέν δημοσιεύθηκε καί τή διατήρησαν οἱ Πατέρες μας μέ σιγή, χωρίς νά τήν πολυερευνοῦν καί νά τήν περιεργάζονται, ἐπειδή ὀρθά εἶχαν μάθει, ὅτι πρέπει μέ τή σιωπή νά προστατεύουμε τή σεμνότητα τῶν Μυστηρίων.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θά καταθέσει: Τά δικά μου πρόβατα τή φωνή μου ἀκοῦνε, τήν ὁποία ἄκουσα καί ἐγώ ἀπό τά θεῖα λόγια, ἐδιδάχθηκα ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες, αὐτά καί ἐδίδαξα «οὐ συμμορφούμενος τοῖς καιροῖς» καί δέν θά παύσω νά διδάσκω, μαζί μέ αὐτές (τίς διδασκαλίες) γεννήθηκα καί συμπορεύομαι» (Λόγος πρός Ἀρειανούς).
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος θά πεῖ: Θά ἔπρεπε νά μήν ἔχωμε ἀνάγκη ἀπό τή βοήθεια τῶν γραπτῶν κειμένων (παραδόσεων), ἀλλά νά ἐμφανίζουμε τόσο καθαρό βίο, ὥστε νά ἐνεργεῖ ἀπ’ εὐθείας στίς καρδιές μας ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Θεός δέν ἀπευθυνόταν στούς Προφῆτες καί Πατριάρχες μέ γραπτά κείμενα, γιατί εὕρισκε τή καρδιά τους καθαρή. Ἀλλά οἱ Ἑβραῖοι, ἐπειδή ἔπεσαν σέ βυθό κακίας, χρειάστηκαν τά γραπτά κείμενα καί τίς πλάκες. Τό ἴδιο συνέβη καί στήν ἐποχή τῆς Καινῆς Διαθήκης. Οὔτε στούς Ἀποστόλους ἔδωσε κάτι γραπτό ὁ Θεός, ἀλλά ὑποσχέθηκε νά τούς δώσει, ἀντί γιά κείμενο, τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «Ἐκεῖνος ὑμᾶς– ὁ Παράκλητος – διδάξει πάντα καί ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἅ εἶπον ὑμῖν» (Ἰω. 14, 26). Ὁ Θεῖος Παῦλος, ἐπίσης, ἔλεγε ὅτι ἔχω πάρει νόμον «οὐκ ἐν πλαξί λιθίναις, ἀλλ’ ἐν πλαξί καρδίας σαρκίναις» (Β΄ Κορ. 3, 3). Καί θά καταλήξει ὁ Χρυσολόγος Ἐπίσκοπος λέγοντας: Ἐννόησε, λοιπόν, πόσο μεγάλο κακό εἶναι νά μή χρησιμοποιοῦμε αὐτό τό δεύτερο φάρμακο, τήν Ἱερά Παράδοση. Ποιοί; ἐμεῖς πού ὀφείλουμε νά ἔχουμε τόσο καθαρή ζωή, ὥστε νά μήν ἔχουμε ἀνάγκη γραπτῶν κειμένων.
Ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς θά σημειώσει: Τό γραπτόν Εὐαγγέλιον συμπληρώνεται μέ τό ἄγραφον Εὐαγγέλιον τῆς Ἐκκλησίας καί ὑπ’αὐτοῦ ἑρμηνεύεται διά τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ κατοικοῦντος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. «Ὅντως, ὅλα αὐτά ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀποτελοῦν μίαν ὁλότητα εἰς τό πνευματικό σῶμα, ἡ γραπτή δηλαδή καί ἡ ἄγραφος Παράδοσις».
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος θά διδάξει:Ἡ κληρονομία, τήν ὁποίαν ἔχει ὁ ἐπουράνιός μας Πατήρ, εἶναι ἡ βασιλεία του ἡ αἰώνιος̇ καί τήν ἔχει δι’ ἡμᾶς̇ διά τά τέκνα του. Μόνο θέλει νά ἀφήσωμεν τά γήινα, νά βάλωμεν τήν προσοχήν μας ὅλην ἐπάνω πού ἐκεῖ κατοικεῖ ἐκεῖνος.
Ὁ Ἅγιος Παΐσιος θά ὑπογραμμίσει: Σήμερα, ἄν κανείς προσπαθεῖ νά κρατήσει λίγο τήν παράδοση, νά τηρεῖ τίς νηστεῖες, νά μή δουλεύει τίς γιορτές, νά εἶναι εὐλαβής, λένε μερικοί: «Ποῦ βρίσκεται αὐτός; Πᾶνε αὐτά τά πράγματα! Αὐτά δέν γίνονται τώρα!». Σιγά – σιγά τά παίρνουν γιά παραμύθια. Τί λέει ὅμως; «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας». Τοὐλάχιστον, ἄν κανείς δέν μπορεῖ νά τά τηρήσει ἄς πεῖ: «Θεέ μου, ἥμαρτον!» Τότε ὁ Θεός θά τόν ἐλεήσει. Καί συμπεραίνει ὁ Ἅγιος Παΐσιος: Ἀργότερα οἱ ἄνθρωποι θά ἐκτιμήσουν πού κρατοῦν σήμερα οἱ χριστιανοί τήν τιμή, τήν πίστη, τίς παραδόσεις καί ὅλο τό μεγαλεῖο τῆς Ἐκκλησίας. Καί νά δεῖτε θά γυρίσουν πάλι στά παλαιά.
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Χίου κ. Μᾶρκος θά διατυπώσει: Ἡ Ὀρθοδοξία τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει χωρίς τήν Παράδοσή Της. Ἡ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας συνεχίζει συμφώνως πρός τήν αὐτοσυνειδησία καί τήν μαρτυρία τῆς ὅλης Ἐκκλησίας τήν πρός αὐτῆς Πατερική Παράδοση, τήν ὁποία ἰδιαιτέρως ἐξαίρει. Ἡ προγενεστέρα κάθε ἐποχῆς Παράδοση, ἐπί τά ἴχνη τῆς ὁποίας ἡ Ἐκκλησία βαδίζει, παρέχει τήν ἐγγύηση τῆς πιστότητος στήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ καθολικότης τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐγγυᾶται τήν Ὀρθοδοξία, δηλαδή τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πιστότης στήν Παράδοση καί ἡ Ὀρθοδοξία τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν ἀδιάσπαστη ἑνότητα. Στό πλαίσιο αὐτῆς τῆς ἑνότητας ὁ πιστός πορεύεται στόν ἁγιασμό καί τήν σωτηρία του.
Ὁ ἀείμνηστος Φώτης Κόντογλου, μέ τό δικό του γλαφυρό τρόπο, θά τονίσει: Φυλάξτε τά ὀρθόδοξα ἑλληνικά συνήθειά μας, γιορτάστε ὅπως γιορτάζανε οἱ πατεράδες σας, καί μή ξεγελιώσαστε μέ τά ξένα καί ἄνοστα πυροτεχνήματα.
Ἀδελφοί μου,
ἡ Παράδοσις δέν εἶναι κάποιο ὑλικό πού διαφυλάσσεται σέ ἕνα «ἱερό μουσεῖο». Γιά ἐμᾶς τούς σεσωσμένους χριστιανούς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, τό θεῖο καί ζωοποιό Τίμιο Σῶμα καί Αἷμά Του, τό ὁποῖο μᾶς παρέχει σέ κάθε εὐχαριστηριακή σύναξη. Ἄς παραμείνουμε ἑδραῖοι καί ἀμετακίνητοι, φυλάσσοντας τήν παρακαταθήκην, τόν θησαυρόν τοῦτον «ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν» (Β΄ Κορ. 9,7). Ἄς παρακαλοῦμε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί ὅλους τούς Ἁγίους νά μᾶς εὐλογοῦν, ὥστε νά ζοῦμε ὄντως τόν Χριστόν, ὅπως ἐκεῖνοι τόν ἔζησαν. Τά ξένα ρεύματα τῆς ἀθεΐας καί τοῦ ὑλισμοῦ οὐδέποτε νά μᾶς ἀγγίξουν, διότι εἴμαστε σφιχταγκαλιασμένοι μέ τίς ἅγιες Παραδόσεις τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας. Ὁ Παύλειος λόγος ἄς ἠχεῖ στά αὐτιά μας «Ἄρα οὖν, ἀδελφοί, στήκετε καί κρατῆτε τάς παραδόσεις ἅς ἐδιδάχθητε» (Β΄Θεσ. 2, 15), μαζί μέ τήν παναρμόνιο λύρα τοῦ μουσουργοῦ Γ. Βερίτη: «Χαρά σ’ἐκεῖνες τίς ψυχές π’ἀκοῦνε τή φωνή Σου κι ἀκολουθοῦν τό Νόμο Σου, καί τά προστάγματά Σου, χαρά σ’ἐκεῖνες τίς ψυχές πού ζοῦν τήν ἀρετή Σου, καί προσκυνοῦν εὐλαβικά, Χριστέ μου, τ’ νομά Σου». ΑΜΗΝ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου