Στην υμνογραφία της Κυριακής της Τυροφάγου ή Τυρινής που είναι ένα είδος απαρχής των εορτών για το χριστιανό, μια που αναφέρεται στο πρώτο γεγονός έγινεν όταν άρχισε η ζωή στη γη, με την έξωση, των πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο και την εξορία τους στη γη, περιγράφεται με τα κατανυκτικότερα τροπάρια το δράμα όλων των ανθρώπων της γης. Γιατί ο χωρισμός του Αδάμ από το Θεό και από τον Παράδεισο δεν τελειώνει σ’ εκείνον. Η πτώση και η Εξορία του Αδάμ μας έριξε -όλους τους απογόνους του- στη γη των κόπων και των δακρύων, στην κοιλάδα της λύπης και του κλαυθμώνος, στη χώρα όπου το βεβαιότερο και χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της είναι ο θάνατος. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε γνήσιοι κληρονόμοι όλων των συνεπειών της παραβάσεως και της παρακοής του Γενάρχου μας Αδάμ. Γι’ αυτό και στο δίστιχο που βρίσκεται γραμμένο στο συναξάρι « τῆς ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ πρωτοπλάστου Ἀδάμ» τονίζεται, πως πρέπει όλος ο κόσμος να θρηνήσει πικρά για την πτώση που έπαθαν οι γενάρχαι, γιατί μαζί τους πέσαμε αλίμονο, κ’εμείς:
Κόσμος γενάρχαις πικρὰ συνθρηνησάτω
βρώσει γλυκείᾳ συμπεσὼν πεπτωκόσι.
Έφθασε καιρός
***
Για τη συνειδητοποίηση αυτού του δράματος, που παίζεται μέσα μας, σαν μια απήχηση αιώνια της πικρής εξορίας του Αδάμ απ’ τον Παράδεισο της τρυφής χρειάζεται, όχι απλώς να πάμε στην εκκλησία αυτές τις μέρες, μα να θρηνήσουμε με τα ίδια λόγια που βάζουν οι ιεροί υμνογράφοι στο στόμα του Αδάμ: «Ἐκάθισεν Ἀδάμ, ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου καὶ τὴν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο. Οἴμοι, τὸν ἀπάτη πονηρὰ πεισθέντα καὶ κλαπέντα, καὶ δόξης μακρυνθέντα! Οἴμοι, τὸν ἁπλότητι γυμνόν, νῦν δὲ ἠπορημένον! Ἀλλ᾽ ὦ Παράδεισε, οὐκέτι σου τῆς τρυφῆς ἀπολαύσω, οὐκέτι ὄψομαι τὸν Κύριον καὶ Θεόν μου καὶ Πλάστην· εἰς γὴν γάρ ἀπελεύσομαι, ἐξ ἧς καὶ προσελήφθην. Ἐλεῆμον Οἰκτίρμον βοῶ Σοι· ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα». Αυτό το τροπάριο, που είναι το δοξαστικό του Εσπερινού και ψάλλεται στον θρηνητικό πλάγιο δεύτερον ήχο, μας θυμίζει ένα άλλο ομοιοτέλευτον, που λέγεται μετά το κοντάκιο -την ώρα που διαβάζεται το Συναξάρι- και ονομάζεται «Οίκος»: «Ἐκάθισεν Ἀδὰμ τότε, καὶ ἔκλαυσεν ἀπέναντι τῆς τρυφῆς τοῦ Παραδείσου, χερσὶ τύπτων τὰς ὄψεις, καὶ ἔλεγεν· Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα». Στη συνέχεια του ίδιου Οίκου, ο υμνογράφος βλέπει τον Αδάμ, που αναστενάζει με φωνή μεγάλη, γιατί ο άγγελος του κλείνει -για πάντα, αλίμονο- την πόρτα του θείου κήπου της Εδέμ: «Ἰδὼν Ἀδὰμ τὸν ἄγγελον, ὠθήσαντα, καὶ κλείσαντα τὴν τοῦ θείου κήπου θύραν, ἀνεστέναξε μέγα, καὶ ἔλεγεν· Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα». Οι δύο τελευταίες στροφές αυτού του «οίκου», που θα τις ζήλευε και η πιο δύστροπη κριτική για μια αριστουργηματική ποιητική ανθολογία, παρουσιάζουν τον Αδάμ να παρακαλεί και να ικετεύει τον ίδιο τον παράδεισο να μεσιτεύσει στο Θεό, για να μην κλείσει για πάντα η θύρα του, χρησιμοποιώντας ως γλώσσα (ο παράδεισος) τον ήχο που κάνουν τα φύλλα όταν τα κουνάει αγέρας, το λεπτό θρόισμα των φύλλων: «Συνάλγησον Παράδεισε, τῷ κτήτορι πτωχεύσαντι, καὶ τῷ ἤχῳ σου τῶν φύλλων, ἱκέτευσον τὸν Πλάστην, μὴ κλείσῃ σε… Παράδεισε πανάρετε, πανάγιε, πανόλβιε, ὁ δι᾿ Ἀδὰμ πεφυτευμένος, καὶ διὰ τὴν Εὔαν κεκλεισμένος, ἱκέτευσον Θεὸν διὰ τὸν παραπεσόντα. Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα.
***
Δεν είναι ο τόπος να αναλύσουμε πλατύτερα την αμαρτία της παρακοής του Αδάμ στην εντολή του Θεού, που τους είπε να φάνε απ’ όλους τους καρπούς όλων των δέντρων, έξω από δύο: του δέντρου της ζωής και του δέντρου της γνώσεως του καλού και του κακού. Ούτε μπορούμε τώρα να καταπιαστούμε με τα θέματα: πού βρισκότανε ο παράδεισος, ποιο ακριβώς ήταν το δέντρο κ.λπ. Σημασία έχει για μας, πως ο Αδάμ δεν άκουσε την εντολή του Θεού, κι ακούγοντας την προτροπή του σατανά, έπεσε στον πειρασμό και την αμαρτία, τρώγοντας τον καρπό απ’ το απαγορευμένο δέντρο του Παραδείσου. Κι ευθύς αμέσως μετά την αμαρτία, έλαβε συναίσθηση της γυμνότητός του. Ενώ πρώτα, ούτε εκείνος ούτε η Εύα ένιωθαν τη γυμνότητά τους. Ούτε -αυτό είναι το φοβερό στη συνέχεια- μετανόησαν, όταν τους το ζήτησε ο Θεός, δίνοντάς τους την ευκαιρία να ομολογήσουν την αμαρτία της παρακοής. Μα για να κρύψουν τη σωματική γύμνια τους, σκεπάστηκαν με φύλλα συκής και παρουσιάστηκαν τρέμοντας εμπρός στον Πλάστη τους. Αυτή η συναίσθηση της γύμνιας και της αμαρτίας, συνεχίζει να δέρνει όλους μας, ύστερα από κάθε παράβαση των εντολών του Θεού. Έχουμε κατασπιλώσει όλοι μας τη στολή του Θεού και τη έχουμε ξεσκίσει, διαβαίνοντας συνέχεια μέσα από τα αγκάθια της αμαρτίας. Γι’ αυτό σκεπάζουμε κ’ εμείς, όπως ο Αδάμ, τη γύμνια μας, με τα ενδύματά μας. Οι πολλοί, βέβαια, δεν εμβαθύνουν στην υπόθεση των ενδυμάτων. Οι περισσότεροι μάλιστα φροντίζουν να ’ναι τα ρούχα τους ακριβά, καινούργια, φανταχτερά. Όμως για τον ωριμασμένο –στο δράμα της εξώσεως του Αδάμ απ’ τον Παράδεισο- χριστιανό, δεν είναι τίποτε απλούστερο απ’ αυτό: βλέποντας τα ρούχα, που φορεί, να θυμάται τον Παράδεισο που έχασε. Γι’ αυτό λέει κι ο ιερός Χρυσόστομος: «ἡ τῶν ἱματίων περιβολή, ὑπόμνησις ἡμῖν γενέσθω διηνεκής, τῆς τε τῶν ἀγαθῶν ἐκπτώσεως, καὶ τῆς τιμωρίας διδασκαλία, ἣν διὰ τὴν παρακοὴν τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος ἐδέξατο».
***
Οι άγιοι Πατέρες με πολλή κ’ εδώ σοφία, έβαλαν μπροστά στη θύρα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, την ανάμνηση της εξορίας του Αδάμ απ’ τον Παράδεισο. Πριν αρχίσει η νηστεία, η Ορθόδοξος Εκκλησία μας δείχνει την εικόνα του Αδάμ, που επειδή παρέβει τη θεία εντολή της νηστείας, διώχτηκε απ’ τον κήπο της Εδέμ: «Ἐξεβλήθη Ἀδάμ τοῦ Παραδείσου, διὰ τῆς βρώσεως· διὸ καὶ καθεζόμενος ἀπέναντι τούτου, ὠδύρετο ὀλολύζων, ἐλεεινῇ τῇ φωνῇ, καὶ ἔλεγεν· Οἴμοι, τι πέπονθα ὁ τάλας ἐγώ! Μίαν ἐντολὴν παρέβην, τὴν τοῦ Δεσπότου, καὶ τῶν ἀγαθῶν παντοίων ἐστέρημαι!» Ιδού η αιτία του δράματος της εξορίας του Αδάμ: η παράβαση της εντολής της νηστείας. Κι αν η παράβαση της εντολής της νηστείας έβγαλε τον Αδάμ απ’ τον Παράδεισο, σήμερα είναι σίγουρο πως η παράβαση της νηστείας -με όλα, φυσικά, τα επακόλουθα-μας ανοίγει την πόρτα της αιώνιας κολάσεως. Γι’ αυτό τα δάκρυα του Αδάμ μπορούν να γίνουν αιτία σωτηρίας για μας, όταν η αιτία της εξορίας του αντιμετωπισθεί από μας με θεοσέβεια και υπακοή στην εντολή της νηστείας. «Ἐπεὶ γοῦν –λέγει ὁ ἅγιος Νικηφόρος Κάλλιστος ο Ξανθόπουλος- διὰ τὸ μὴ ἅπαξ τὸν Ἀδάμ νηστεῦσαι τοσαῦτα πεπόνθαμεν, προτίθεται νῦν ἡ τούτου ἀνάμνησις εἰς τὴν εἴσοδον τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς.Ἵνα, μεμνημένοι,ὅσον κακὸν τὸ μὴ νηστεῦσαι ἐπήγαγε, σπουδάσωμεν τὴν νηστείαν περιχαρῶς ὑποδέξασθαι καὶ παραφυλάττειν, ὡς ἄν, οὗ ἠστόχησεν ὁ Ἀδάμ, τῆς θεώσεως δηλαδή, ἡμείς δι᾿ αὐτῆς ἐπιτύχωμεν ὀδυρόμενοι καὶ νηστεύοντες καὶ ταπεινούμενοι, ἕως οὗ ὁ Θεὸς ἡμᾶς ἐπισκέψηται· τούτων γὰρ ἄνευ, οὐ ράδιον λαβεῖν ὃ ἀπωλέσαμεν».
***
Μα η νηστεία δεν είναι ένας τύπος μόνον, που πρέπει αδιάφορα να τηρούν οι χριστιανοί. Είναι ένας θεοσύστατος θεσμός -όπως πολύ καθαρά φαίνεται στην εξορία των πρωτόπλαστων- πολύ ωφέλιμος κι αναγκαίος για τη σωτηρία μας. Πολλοί λόγοι είναι εκείνοι, που ακόμα και για τους αδιάφορους θρησκευτικά ανθρώπους, επιβάλλουν τη νηστεία ως απαραίτητη στον κάθε άνθρωπο. Αφήνουμε τους παιδαγωγικούς, οικονομικούς, υγιεινούς, κοινωνικούς και λοιπούς λόγους, για να πούμε δυο λόγια για τους πνευματικούς λόγους που επιβάλλουν την πραγματική νηστεία. Κι αυτό πρέπει να το έχει κάθε χριστιανός υπ’ όψη του, πως η νηστεία δεν πρέπει να είναι μόνο σωματική, μα και πνευματική: «νηστεύοντες, ἀδελφοί, σωματικῶς νηστεύσωμεν καὶ πνευματικῶς· λύσωμεν πάντα σύνδεσμον ἀδικίας». Η νηστεία έτσι, γίνεται ένας χαλινός που μας συγκρατεί από κάθε αμαρτία: όχι μόνο σωματική, μα και πνευματική. Και είναι χαρακτηριστική η έξαρση, την οποίαν δίνουν οι άγιοι Πατέρες στην πνευματική νηστεία, χωρίς την οποία η σωματική νηστεία δεν έχει καμία απολύτως αξία και μένει ένα υποκριτικός και φαρισαϊκός τύπος. Είναι επιγραμματική η φράση του αββά Υπερεχίου: «καλὸν φαγεῖν κρέα καὶ πιεῖν οἶνον, καὶ μὴ φαγεῖν ἐν καταλαλιαῖς σάρκας ἀδελφῶν». Η νηστεία -και αυτό τονίζουν μαζί οι άγιοι Πατέρες και η κατανυκτική υμνογραφία των ημερών αυτών- είναι η ατμόσφαιρα με το κατάλληλο κλίμα, όπου μπορούν να γίνουν πιο συστηματικά οι πνευματικοί αγώνες του χριστιανού, για την κάθαρση των παθών και την απόκτηση αρετών. «Τὸν τῆς νηστείας καιρὸν φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα, πρὸς αγῶνας πνευματικούς ἑαυτοὺς ὑποβάλλοντες».«Ἔφθασε καιρός, ἡ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ἀρχή, ἡ κατὰ τῶν δαιμόνων νίκη, ἡ πάνοπλος ἐγκράτεια, ἡ τῶν ἀγγέλων εὐπρέπεια, ἡ πρὸς Θεὸν παρρησία».
Τεράστιοι και φρικαλέοι φαίνονται οι λάκκοι, που ανοίγονται για όσους δεν νηστεύουν και που, με τη βοήθεια της πολυφαγίας και του σατανά, πέφτουν καθημερινά μέσα σ’ αυτούς δίχως να το καταλαβαίνουν οι άνθρωποι της πολυφαγίας. Όποιος δεν νηστεύει, γεμίζει την καρδιά του με πορνικούς λογισμούς, που σε λίγο θα τον οδηγήσουν στην ίδια την πορνεία· γίνεται σκληρόκαρδος· κοιμάται αχόρταγα, κ᾿ εκεί τον βρίσκουν σίγουρα οι γνωστές θυγατέρες της πολυφαγίας, όπως είναι η οκνηρία, η πολυλογία, η ξετσιπωσιά, η ασχημολογία, η φλυαρία, η αντιλογία, η κακότης, η υπεροψία, η αγριότης, η φιλονεικία, η τύφλωση και πολλά άλλα, Σ’ αυτούς τους λάκκους, όμως, δεν αφήνει η νηστεία να πέσει ο χριστιανός που νηστεύει τέλεια, δηλ. σωματικά και πνευματικά. «Ἡ νηστεία», λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, «εἶναι μία βία, ὀποὺ τὴν κάνει ὁ ἄνθρωπος θεληματικῶς του, καὶ στενοχωρᾶ τὴν φύσιν του καὶ νὰ πεινᾷ καὶ νὰ διψᾷ μὲ κόπον στανικῶς της, διὰ νὰ καθαρισθῇ ἀπὸ ταῖς κακογνωμίαις της, καὶ ἕνα σπαθί ὁπού κόπτει καὶ ἐμποδίζει τὸν λαιμὸν ἀπὸ τὰ γλυκὰ καὶ νόστιμα φαγιά· ἕνα βότανον ὁποὺ σβήνει τὴν σαρκικὴν πύρωσιν καὶ ἐπιθυμίαν· ὁποὺ διώχνει τοὺς κακοὺς λογισμοὺς ἀπὸ τὴν ψυχὴν καὶ τὴν ἐλευθερώνει ἀπὸ τὰ σιχαμερὰ ὄνειρα καὶ μολυσμένα φαντάσματα· καὶ τὴν κάνει νὰ στέκεται ἥσυχη καὶ ἀσύγχυστη εἰς τὴν προσευχήν, καὶ νὰ φωτίζεται ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ νὰ φυλάσσῃ τὸν νοῦν της· καὶ νὰ ἔχῃ ἀνοικτὰ τὰ μάτια της καὶ νὰ κατανύγεται, καὶ νὰ ἀναστενάζῃ καὶ νὰ κλαίῃ μὲ δάκρυα καὶ ταπείνωσιν· καὶ νὰ συντρίβῃ πασίχαρη τὴν καρδίαν, καὶ νὰ παύγῃ τὴν πολυλογίαν, καὶ νὰ ἡσυχάζῃ μὲ σιωπήν, καὶ νὰ φυλάσσῃ τὴν ὑπακοήν, καὶ νὰ μὴν πολυκοιμᾶται· καὶ νὰ κρατῇ ὕγειον τὸ κορμί, διατὶ (καθὼς τὸ βεβαιώνουν οἱ ἰατροὶ) ἡ νηστεία εἶναι μητέρα ὑγείας· προξενᾶ τὴν καθαρότητα, καὶ διώχνει τὰς ἁμαρτίας καὶ ἀνοίγει τὴν πόρταν τοῦ Παραδείσου», απ’ τον οποίον «ἐξεβλήθη» ο Αδάμ, που δεν νήστεψε.
Π.Β. Πάσχος, Έρως Ορθοδοξίας, εκδ. Ε΄ Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου