Δὲν ἠξεύρω ποῖος περιπλανώμενος ραψῳδὸς συνέθηκε τὰ νῦν συνήθως ὑπὸ τῶν παίδων ᾀδόμενα ᾄσματα τῶν Χριστουγέννων, τοῦ Ἁγ. Βασιλείου καὶ τῶν Φώτων, τὰ ὁποῖα ἀκολουθοῦσι δῆθεν κατὰ γράμμα τὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν, βρίθουσιν ὅμως κακοζήλων στίχων, οἷοι οἱ ἑξῆς:
Καὶ ἐπληρώθη τὸ ρηθὲν προφήτου Ἡσαΐου
μετὰ τῶν ἄλλων προφητῶν καὶ τοῦ Ἱερεμίου.
Ὁ δεύτερος οὗτος στίχος εἶναι προδήλως διὰ τὸ κεχηνὸς τοῦ ρυθμοῦ.
Φωνὴ ἠκούσθη ἐν Ραμᾷ, Ραχὴλ τὰ τέκνα κλαίει,
παραμυθῆν(!) οὐκ ἤθελεν ὅτι αὐτὰ οὐκ ἔχει(!!)
Ἢ ἐν τῷ ᾄσματι τῆς α´ τοῦ ἔτους:
Σήμερον εἶν᾿ Περιτομὴ κ᾿ ὑμνεῖ ἡ Ἐκκλησία,
καὶ προσκαλεῖσθε, ἄρχοντες, γυναῖκες καὶ παιδία.
Τόσον ἀληθεύει ὅτι ὑμνεῖ ἡ Ἐκκλησία, ὥστε ἕνα ἢ δύο ὕμνους μόνον ἔχει εἰς μνήμην τῆς Περιτομῆς, τοὺς λοιποὺς ἀφιεροῖ εἰς τὸν Μ. Βασίλειον.
Ἐννοεῖ ὁ ἀναγνώστης ὅτι, θέλων ἐνταῦθα νὰ ἐκφράσω λύπην ἐπὶ τῇ ἐκθρονίσει τῶν γνησίων ᾀσμάτων τοῦ λαοῦ, ἣν κατώρθωσαν τὰ κακόφωνα ταῦτα ραψῳδήματα, πολὺ ἀπέχω ἄλλως τοῦ νὰ θαυμάσω τὰ ἐν Ἀθήναις ἀκουόμενα δημώδη ᾄσματα:
Ἀρχιμηνιὰ κι ἀρχιχρονιά,
ψηλή μου δενδρολιβανιὰ (;)
κι ἀρχι – καλός σας χρόνος
ἐκκλησιὰ μὲ τ᾿ ἅγιο θρόνος (!!)
Ἅις – Βασίλης ἔρχεται
καὶ δὲ μᾶς καταδέχεται (;!!)
ἢ τὸ ᾀδόμενον τῇ παραμονῇ τῶν Φώτων:
Ἀφέντη μου, πεντάφεντε, πέντε φορὲς ἀφέντη,
ἔχεις καὶ γυιὸ στὰ γράμματα καὶ γυιὸ στὸ ψαλιτήρι (sic).
Ἀλλ᾿ ὑπάρχουσιν, ἰδίως εἰς τὰς νήσους, ἄλλα κάλλιστα ᾄσματα τοῦ λαοῦ, καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν θέλω νὰ ἐνδιατρίψω ὀλίγον. Τινὰ τούτων ἔχουσιν ὑπόθεσιν ἀποκλειστικῶς τὴν ἑορτὴν τῆς ἡμέρας, ἀλλά, χωρὶς νὰ παρακολουθῶσι τὰ ἱερὰ κείμενα, διεξέρχονται τὸ θέμα μὲ ποιητικὰ χρώματα, καὶ βοηθείᾳ τῆς δημώδους légende. Ἐννοεῖται ὅτι τὰ κατωτέρω παρατιθέμενα εἶναι ἁπλᾶ ἀποσπάσματα, διότι τὰ τοιαῦτα ἄλλως ἀλλαχοῦ ᾄδονται, καὶ πολλαχῶς ἀλλοιοῦται ἀπὸ στόματος εἰς στόμα ἡ ἔννοια καὶ ἡ λέξις. Τὸ τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων ἔχει ὡς ἑξῆς:
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτὴ τοῦ χρόνου,
ἐβγᾶτ᾿, ἀκοῦστε, μάθετε, τώρα Χριστὸς γεννιέται·
γεννιέται κι ἀνατρέφεται στὸ μέλι καὶ στὸ γάλα·
τὸ μέλι τρῶν οἱ ἄρχοντες, τὸ γάλα οἱ ἀνδρειωμένοι.
Τὸ τῆς ἑορτῆς τῶν Φώτων:
Σήμερα τὰ Φῶτα κι ὁ φωτισμὸς
καὶ τοῦ Ἰησοῦ μας ὁ βαπτισμός.
Σήμερα ἡ κυρά μας ἡ Παναγιὰ
σπάργανα στὰ τίμια χέρια κρατεῖ
καὶ τὸν Ἁι – Γιάννη παρακαλεῖ:
«Δύνεσ᾿, Ἁι – Γιάννη <καὶ> Πρόδρομε,
γιὰ νὰ μοῦ βαφτίσῃς Θεοῦ παιδί;»
«Δύνομαι καὶ σώνω καὶ προσκυνῶ,
γιά κοντοκαρτέρει ὣς τὸ πουρνό,
γιὰ ν᾿ ἀνέβω ἀπάνου στοὺς οὐρανούς,
γιὰ νὰ ρίξω δρόσο καὶ λίβανο·
ν᾿ ἁγιασθοῦν οἱ βρύσες καὶ τὰ νερά,
ν᾿ ἁγιασθῇ κι ἀφέντης μὲ τὴν κυρά».
Ἄλλα τῶν ᾀσμάτων ἐκφράζουσιν ἐπὶ τῇ ἑορτῇ ἐπαίνους καὶ προσρήσεις. Τὸ ἑπόμενον τεμάχιον ἐκρίθη ὑπὸ πολλῶν ἀπαράμιλλον τὸ ὕψος:
Σήκω, κυρά μ᾿, νὰ στολισθῇς, νὰ πᾷς ταχιὰ στὰ Φῶτα,
στὰ Φῶτα καὶ στὸν ἁγιασμὸ καὶ στὸν καλὸν τὸ χρόνο.
Βάλε τὸν ἥλιο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρι ἀστήθι,
καὶ τοῦ κοράκου τὸ φτερὸ βάλ᾿ το καμαροφρύδι.
Ἐπανερχόμενοι εἰς τὴν ἑορτὴν τοῦ Ἁγ. Βασιλείου (τὴν Περιτομὴν ἀγνοεῖ ὁ λαός, καὶ εὐλόγως) παραθέτομεν τὸ κύριον τῆς ἡμέρας ᾆσμα:
Ἅις – Βασίλης ἔρχεται ἀπὸ τὴν Καισαρίτσα,
βαστάει κόλλα καὶ χαρτί, χαρτὶ καὶ καλαμάρι·
«Βασίλη μ᾿, ποῦθεν ἔρχεσαι καὶ ποῦθε κατεβαίνεις;»
«Ἀπὸ τὴ μάννα μ᾿ ἔρχομαι καὶ στὸ σχολειὸ πηγαίνω,
πάω νὰ μάθω γράμματα, νὰ πῶ τὴν ἄλφα – βῆτα».
Καὶ στὸ ραβδί του ἀκούμπησε νὰ πῇ τὴν ἄλφα – βῆτα,
καὶ τὸ ραβδὶ ποὺ ἦταν ξερό, χλωρὰ βλαστάρια πέταε
κι ἀπάνου στὰ ξεβλάσταρα περδίκια κελαηδοῦσαν,
ὄχι περδίκια μοναχά, μόνε καὶ περιστέρια.
Τὸ ᾆσμα τοῦτο μᾶς φαίνεται θαυμάσιον ἐν τῇ ἀφελείᾳ αὐτοῦ. Ἡ ἕμφυτος φιλομάθεια τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους, ἐν μέσῳ τοσούτων διωγμῶν καὶ θλίψεων ἐπιζήσασα, μετεχειρίσθη τὴν ἐπὶ παιδείᾳ φήμην τοῦ ἑλληνικωτάτου Ἁγίου ὡς προτροπὴν πρὸς τοὺς νέους πρὸς τὴν σπουδὴν καὶ μάθησιν, οὕτω δὲ καὶ μετὰ πολλοὺς αἰῶνας ὁ μέγας τῆς Καισαρείας φωστὴρ παρίσταται οἱονεὶ συγγράφων δευτέραν «Πρὸς τοὺς νέους Παραίνεσιν».
Τὰ ἄλλα ᾄσματα τῆς ἡμέρας, ἀποτελοῦντα ὁρμαθὸν εὐχῶν καὶ ἐγκωμίων διὰ τὰ μέλη ἑκάστης οἰκογενείας, εἶναι οἱονεὶ συνέχεια τοῦ πρώτου ἐξαρτωμένη ἐκ τοῦ ἐν τῷ προτελευταίῳ στίχου, ὅτι τὰ «περδίκια κελαηδοῦσαν», καὶ ἰδοὺ τί κελαηδοῦσαν:
Γιὰ βάλε τὸ χεράκι σου,
τοῦτο ἀποτείνεται πρὸς τὸν οἰκογενειάρχην:
στὴν ἀργυρῆ σου τσέπη,
κι ἂν εὕρῃς γρόσα δῶσ᾿ μας τα, φλωριὰ μὴ τὰ λυπᾶσαι,
κι ἂν εὕρῃς καὶ μισὸ φλωρί, κέρνα τὰ παλληκάρια,
κέρνα τ᾿, ἀφέντη μ᾿, κέρνα τα, νὰ πιοῦνε στὴν ὑγειά σου,
καὶ στὴν ὑγειά σου, ἀφέντη μου, καὶ στὴν καλὴ χρονιά σου.
Νὰ ζήσῃς χρόνια ἑκατό, διακόσα, παραπάνου,
κι ἀπ᾿ τὰ διακόσα κ᾿ ὕστερα, ν᾿ ἀσπρίσῃς, νὰ γεράσῃς,
ν᾿ ἀσπρίσῃς σὰν τὸν Ἔλυμπο, σὰν τ᾿ ἄσπρο περιστέρι,
σὰν τ᾿ ἀηδονάκι ποὺ λαλεῖ, τὸ Μάη, τὸ καλοκαίρι.
Καὶ τί λαλεῖ τὸ ἀηδονάκι τοῦτο; Ἰδού, ἀκούσατε· λαλεῖ εὐχὰς διὰ τὰ ἄλλα μέλη τῆς οἰκογενείας:
Κυρά μου, τὸν ὑγιόκα σου, κυρά μ᾿, τὸν ἀκριβό σου,
τὸν ἔλουζες, τὸν χτένιζες, στὸ δάσκαλο τὸν πάινες,
κι ὁ δάσκαλος τὸν ἔδερνε μὲ δυὸ κλωνάρια μόσκο,
μὲ τέσσερα βασιλικό, μὲ πέντε μαντζουράνα, κτλ.
Τοσαῦτα περὶ τοῦ υἱοῦ. Ἰδοὺ τώρα καὶ περὶ τῆς θυγατρός:
Κυρά μ᾿, τὴ δυχατέρα σου, κυρά μ᾿, τὴν ἀκριβή σου,
γραμματικὸς τὴν ἀγαπᾷ, πραματευτὴς τὴν θέλει·
κι ὁ δάσκαλος ἀπ᾿ τὸ σχολειὸ γυρεύοντάς την στέλλει.
Δὲν ἐνθυμοῦμαι δυστυχῶς τὴν συνέχειαν τοῦ ᾄσματος τούτου, τὸ ὁποῖον ἤρχισε νὰ γίνεται περίεργον, χάρις εἰς τὰ τολμηρὰ διαβήματα τοῦ δασκάλου· ἀλλ᾿ εἰς τὸ μέλλον ἴσως δυνηθῶ νὰ συλλέξω πλείονα· ἐπὶ τοῦ παρόντος εὔχομαι εἰς τὸν ἀναγνώστην ἐν ὑγείᾳ καὶ εὐτυχίᾳ τὸ Νέον Ἔτος.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ
(«Ἐφημερίς», 1 Ἰανουαρίου 1888, σελ. 6 β-γ.)
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα Τόμος Πέμπτος,
Κριτική Έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Εκδόσεις Δομός, Αθήνα 1984, σελ. 136-139
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου