Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2023

«Ὦ γύναι, μεγάλη σου, ἡ πίστις!...»

 †) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας


Μὲ τὸ βαθὺ τραῦμα στὴν καρδιά της ἡ δυστυχισμένη γυναίκα τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, ἔρχεται, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, εἰς τὸν Κύριον.  Δὲν εἶναι Ἰουδαία.  Εἶναι ἀλλόθρησκος. Εἰδωλολάτρις.  Καὶ ἀλλόφυλος. Συροφοινίκισσα. Ἕμαθε ὅτι κάπου ἐκεῖ ἦτο ὁ Χριστός. Εἶχεν ἀκούσει, φαίνεται, διὰ τὰ θαύματά Του.


Ὅταν, λοιπόν, Τὸν εἶδεν, ἤρχισεν ἀπὸ μακρυὰ νὰ Τὸν παρακαλῇ: «Ἰησοῦ, ἐλέησέ με.  Τὸ κοριτσάκι μου ὑποφέρει ἀπὸ δαιμόνια. Τὸ βλέπω καὶ λυώνει ἡ καρδιά μου. Ἐλέησέ με».

Ὁ Κύριος δὲν ἀπαντᾷ. Αὐτὴ ὅμως συνεχίζει τὰς ἱκεσίας της. Οἱ μαθηταὶ δυσανασχετοῦν.  Τὸν παρακαλοῦν νὰ τῆς δώσῃ αὐτὸ ποὺ ζητεῖ, διὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὶς φωνές της.  Καὶ εἰς μίαν στιγμήν, ποὺ ἡ γυναίκα ἦτο κοντά τους, στρέφεται ὁ Κύριος καὶ μὲ σοβαρὸν ὕφος τῆς λέγει: «Δὲν ἀπεστάλην ἀπὸ τὸν Πατέρα μου παρὰ διὰ τὰ χαμένα πρόβατα τοῦ Ἰσραλήλ».


Ἡ Χαναναία ὅμως δὲν ἀποθαρρύνεται. Συνεχίζει καὶ παρακαλεῖ.

Ὁ Χριστὸς καὶ πάλιν ἀρνεῖται.  Μάλιστα τώρα μὲ μίαν πολὺ βαρεῖαν φράσιν: «Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ πάρῃ κανεὶς τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν του καὶ νὰ τὸ ρίψῃ στὰ σκυλάκια».

Σκληρὸς λόγος. Θέλει νὰ τὴν δοκιμάσῃ. Ἀλλὰ καὶ ἡ πονεμένη μητέρα δὲν ὑποχωρεῖ. «Ναὶ, Κύριε, δέχομαι ὅτι εἶμαι σκυλάκι.  Καὶ τὰ σκυλάκια ὅμως ἀποζοῦν ἀπὸ τὰ ψίχουλα, ποὺ πίπτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν κυρίων των». Αὐτὸ ἦτο... Ἡ γυναίκα εἶχε νικήσει.

Ὁ Κύριος, κατάπληκτος ἀπὸ τὴν σταθερότητα τῆς πίστεως τῆς Χαναναίας, τῆς λέγει: «Ὦ γυναίκα, μεγάλη σου ἡ πίστις! Ἄς γίνῃ ὅπως θέλεις».  Καὶ τὸ Εὐαγγέλιον σημειώνει, ὅτι ἐθεραπεύθη ἡ θυγατέρα της ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνην.

Ἀλήθεια! Ὁμολογοῦμεν, ὅτι μᾶς κάμνει ἰδιαιτέραν ἐντύπωσιν ἡ φλογερὰ αὐτὴ πίστις.

Διὰ τὴν πίστιν αὐτὴν γενικώτερον θὰ ἠθέλαμεν νὰ γίνῃ λόγος εἰς τὸ σημερινὸν μας κήρυγμα.

Δ ι ὰ  τ ὰ  ε ὐ ε ρ γ ε τ ι κ ὰ  κ α ὶ  σ ω τ ή ρ ι α  ἀ π ο τ ε λ έ σ μ α τ α  τ ῆ ς  π ί σ τ ε ω ς  ε ἰ ς  τ ὴ ν  ζ ω ή ν  μ α ς.

1.Ἡ  πίστις ἀπαντᾶ εἰς ὅλα τὰ μεγάλα θέματα τῆς ζωῆς.

Ἀπὸ τότε ποὺ ἀρχίζει νὰ ἀντιλαμβάνεται ὁ ἄνθρωπος, τοῦ δημιουργοῦνται προβλήματα καὶ αἰνίγματα. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅλων τῶν ἐποχῶν, τὰ ἀντιμετώπισαν. Λ.χ. πόθεν ἐρχόμεθα· ποῦ πηγαίνομεν· ποῖος ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας· τί ὑπάρχει μετὰ θάνατον· πῶς ἐδημιουργήθη ὁ κόσμος κλπ.  Ποιός ὅμως θὰ μᾶς ἀπαντήσῃ ὑπευθύνως καὶ ἱκανοποιητικῶς εἰς τὰ ἐρωτήματα αὐτά;

Ὁ ἄνθρωπος προσεπάθησε. Ἕκαμε συλλογισμούς. Διετύπωσε θεωρίας. Ἔγραψεν, ἐδίδαξεν. Ἐδημιούργησε σχολάς. Λυχνάρι ὅμως στὸ βαθὺ σκοτάδι. Κάτι βρῆκε. Ἀλλὰ τόσο λίγο, τόσο φτωχό.  Μόνον ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτει τὴν ἀλήθειαν. Ἁπλᾶ.  Θετικά.

Ἀλλὰ χρειάζεται κάτι ὡς προϋποθέσεις: Ἡ πίστις.  Μόλις ὁ ἄνθρωπος πιστεύσῃ, τότε πλέον ἡ ψυχὴ μὲ τὰ ἐρωτιματικά της εἰρηνεύει. Ἀναπαύεται.  Καὶ ἔτσι, ὅ,τι οἱ σοφοὶ καὶ οἱ γίγαντες τῆς σκέψεως δὲν ἠμποροῦν νὰ ἑρμηνεύσουν, τὸ ἐπιτυγχάνει ὁ ἁπλοῦς καὶ κοινὸς ἄνθρωπος μὲ τὸ μέγα ἐφόδιον τῆς πίστεως εἰς τὰς βεβαιώσεις τοῦ Θεοῦ.  Καὶ δὲν εἶναι ἡ πίστις αὐτὴ μία ἀνόητος καὶ τυφλὴ παραδοχὴ μυθικῶν πραγμάτων.

Εἶναι μία φωτισμένη καὶ μεθοδικὴ ἀποδοχὴ ἀληθειῶν, ποὺ διετύπωσε τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ παρεδέχθη μὲ ἀνεπιφύλακτον ἐμπιστοσύνην ἀτελεύτητος σειρὰ εἰλικρινῶν ἀνθρώπων διὰ μέσου τῶν αἰώνων.  Καὶ εὗρον εἰς τὴν πίστιν αὐτὴν τὸ μυστικὸ κλειδὶ τῆς λύσεως ὅλων τῶν ἀγωνιωδῶν προβλημάτων τῆς ζωῆς.

Ἀληθῶς! Εὐτυχισμένη ἡ ψυχή, πού πιστεύει....

2. Σωσίβιον εἰς τὰς τρικυμίας τοῦ βίου.

Ἀλλ’ ἡ πίστις δίδει κάτι περισσότερον. Εἶπαν, ὅτι ἡ ζωὴ ὁμοιάζει μὲ θάλασσαν. Τὴν γαλήνην ἀποτόμως τὴν διαδέχεται ἡ τρικυμία.  Κύματα ἀπειλοῦν τὴν εὐτυχίαν μας. Ἀτυχήματα καὶ ἀσθένειαι, θάνατοι καὶ πτωχεία, κατατρεγμοὶ καὶ συκοφαντίαι, πικρίαι καὶ ἀφόρητα οἰκογενειακὰ δράματα.  Καὶ ὁ ἄνθρωπος, σὰν τὸν ναυαγόν, στὴν ἀφρισμένη θάλασσα, ποῦ θὰ εὑρῇ τὸ σωσίβιο, διὰ νὰ μὴ πνιγῇ;

Ποῦ ἀλλοῦ ἀπὸ τὴν  πίστιν; Ἀπὸ τὴν πίστιν εἰς τὸν Θεόν, τὸν μόνον μέγαν καὶ δυνατὸν προστάτην, τὸ μοναδικὸν καταφύγιον;

Οἱ ἄνθρωποι συνήθως δὲν ἐνδιαφέρονται.  Δὲν θέλουν. Ἀλλὰ καὶ νὰ θέλουν, τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς δὲν ἠμποροῦν.  Μένομεν τότε ἀβοήθητοι.  Καὶ πολλοὶ ἀπογοητεύονται καὶ τὰ χάνουν. Εἰς τὰς ὥρας αὐτὰς λύσις δὲν εἶναι τὸ περίστροφον καὶ ἡ αὐτοκτονία. Ἄνθρωπε, ποὺ πονᾶς, ψηλὰ τὰ μάτια! Εἰς τὸν Θεόν.  Κοίτα.  Τὸ χέρι Του εἶναι ἕτοιμον νὰ σὲ βοηθήσῃ.

Ἀρκεῖ νὰ πιστεύσῃς ἀπόλυτα εἰς τὴν ἀγάπην Του καὶ τὴν δύναμίν Του. Ὅπως ἡ Χαναναία.  Φώναξε καὶ σύ: «Κύριε, ἐλέησόν με».  Καὶ θὰ ἔλθῃ ὁ Θεός.

Πόσοι ἀπηλπισμένοι ἀπὸ τὰ συνεχῆ κτυπήματα καὶ τὰ συμφορὰς δὲν εὗρον εἰς τὴν πίστιν αὐτὴν παρηγορίαν καὶ δύναμιν, διὰ νὰ μὴ λυγίσουν!  Καί, ἐνῷ ὅλα γύρω των ἐκλονίζοντο, αὐτοὶ ἔμενον σταθεροί.  Βράχοι ἀμετακίνητοι!

Γιὰ ἐνθυμηθῆτε τὸν Ἰώβ; Ἄρχων, πλούσιος, εὐτυχής.  Σὲ μιὰ στιγμὴ τὰ ἔχασεν ὅλα.  Περιουσίαν, παιδιά, ὑγείαν. Ἀλλὰ τοῦ ἔμεινε τὸ σπουδαιότερο. Ἡ πίστις καὶ ἡ ἐλπὶς πρὸς τὸν Θεὸν. Αὐτὸ του ἔφθασε. Δὲν ἐλύγισε.  Καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἤμειψε. Τοῦ ἔδωσε περισσότερα, ἀπ’ ὅσα εἶχε χάσει.

Χιλιάδες παλαιῶν καὶ συγχρόνων Ἰὼβ ἐπέρασαν ἀπ’ αὐτὴν τὴν κατάστασιν. Ἀλλὰ δὲν ἐκάμφθησαν. Ἐνίκησαν. Οἱ πιστεύοντες δὲν φοβοῦνται. Εἶναι ἀσφαλισμένοι. Ἀνήκουν εἰς τὸν Θεόν.

Θὰ ἔχῃς ἀκούσει διὰ τὸν Ρωμαῖον ἐκεῖνον αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἕνα ἐλάφι, ἐλάφι, ποὺ τὸ ἀγαποῦσε πολύ.  Γιὰ νὰ εἶναι βέβαιος, ὅτι κανένας δὲν θὰ τὸ κακοποιήσῃ, ἐπέρασεν εἰς τὸν λαιμόν του μιὰ χρυσῆ ἁλυσίδα μὲ τὴν  ἐπιγραφήν: «Μὴ μὲ ἐγγιζῃς ἀνήκω εἰς τὸν Καίσαρα». Ἔτσι καὶ ὁ πιστεύων. Ἀνήκει εἰς τὸν Θεόν.  Καὶ εἶναι ἀσφαλισμένος.  Διατί νὰ ἀνησυχῇ;

3. Μία ἀπορία.

Ἀκούω ὅμως μίαν ἀπορίαν σου. «Ναί, ἀλλ’ ἐνῷ ἐγὼ πιστεύω καὶ παρακαλῶ, ὑποφέρω συνεχῶς. Ὁ Θεὸς δὲν μὲ ἀκούει».  Φίλε μου, δοκιμάζει ὁ Θεός.  Δὲν εἶδες τὴν Χαναναία; Τὴν ἐδοκίμασεν ὁ Χριστός. Ἐφαίνετο ὅτι δὲν τὴν ἤκουε· ὅτι τὴν περιφρονοῦσε. Ἐκείνη ὅμως τόσον περισσότερον ἐφώναξεν. Ἐπέμεινεν. Ἐπολέμησεν ἀκούραστα. Καὶ ἐνίκησεν εἰς τὸ τέλος πανηγυρικά. Ἔτσι καὶ μὲ ἡμᾶς.

Θὰ χρειασθῇ ὑπομονὴ καὶ ὑποταγή. Ὁ Θεὸς οὔτε ἄδικος εἶναι, οὔτε ἀσυγκίνητος. Ἀγαπᾷ. Καὶ ἄν εἶναι συμφέρον μας, θὰ μᾶς δώσῃ αὐτό, ποὺ τοῦ ζητᾶμε. Εἶναι ἀδύνατον νὰ γίνῃ διαφορετικά.  Τὸ ἰδικόν μας καθῆκον εἶναι νὰ μὴν ἀνησυχοῦμε. Νὰ μὴ χάνωμεν τὴν πίστιν. Ἔλεγεν ἕνας ἱερεὺς σὲ κάποιον πονεμένον, ποὺ εἶχε χάσει τὴν πίστιν του: «Ὁ σταυρός σου εἶναι ξύλινος.  Χωρὶς ὅμως τὴν πίστιν γίνεται βαρύς. Εἶναι σἄν νὰ προσθέτῃς μίαν ἐπένδυσιν ἀπὸ μολύβι».

Ἔτσι εἶναι. Ὅσοι βαδίζουν στὴ ζωή τους χωρὶς τὴν πίστιν, χωρὶς ἐλπίδα, λυγίζουν. Εἶναι ἐκεῖνο τὸ μολύβι....τὸ βαρύ.

4.Ἀναδεικνύει ἥρωας.

Ἔτσι ἀναδεικνύονται οἱ ἥρωες. Οἱ ἥρωες εἰς τὴν μάχην τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, «οἵ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρὸς, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας...»(Ἕβρ. ια΄, 33-34), ἦσαν ἀληθινοὶ ἥρωες.  Κατέπληξαν τοὺς δημίους των, τοὺς ἐχθρούς των μὲ τὴν ἀνδρείαν των.

Καὶ ὄχι μόνον ἄτομα, ἀλλὰ καὶ λαοὺς ἀναδεικνύει ἡρωϊκοὺς ἡ πίστις. Τὸ ἰδικόν μας ἰδίως Ἔθνος ἔχει μίαν ἱστορίαν, ὅπου ἡ πίστις κατήγαγε θριάμβους. Ὑπῆρξε ὅπλον ἀκατανίκητον.  Διότι ἡ πίστις πυρώνει τὰ στήθη· θερμαίνει τὴν ψυχή· χαλυβδώνει τὴν θέλησιν· ἀνοίγει δρόμους ζωῆς. Τί χάνουν ἐκεῖνοι, ποὺ προχωροῦν χωρὶς πίστιν!... Τί χάνουν! .....

Ἀγαπητοί,

Πρὸ ἐτῶν ἡ καταιγὶς κατέστρεψεν ἕνα μικρὸ ναό, χτισμένο στὰ παράλια κάποιας χώρας. Ὁ λαὸς δὲν μπόρεσε νὰ τὸν ἀνοικοδομήσῃ. Ἦταν πτωχός.  Μιὰν ἡμέραν ἕνας ἀντιπρόσωπος τοῦ Ναυαρχείου ἦλθε στὸ Ἐφημέριο, διὰ νὰ ἐρωτήσῃ, ἄν σκέπτωνται νὰ ἀνοικοδομήσουν τὸν ναόν. Ὁ Ἐφημέριος εἶπεν, ὅτι ἡ φτώχεια τοῦ λαοῦ εἶναι μεγάλη. «Τότε, ἀπήντησεν ὁ ἀξιωματικός, ἀφοῦ δὲν μπορεῖτε σεῖς, θὰ τὸν ἀνοικοδομήσουμε ἐμεῖς. Ἐκεῖνο τὸ κωδωνοστάσιον εἶναι στοὺς χάρτας μας ἐπάνω χαραγμένο. Τὰ πλοῖά μας καθορίζουν ἔτσι τὴν πορείαν των.  Μᾶς εἶναι, λοιπόν, ἀπαραίτητο».

Ἕνας λαὸς πονεμένος, ναυαγισμένος, τώρα, τελευταῖα, ἔρχεται πάλιν πίσω στὴν Ἐκκλησία του, τὴν εὐλογημένην αὐτὴν κιβωτὸν τῆς σωτηρίας, καὶ λέγει:

-«Θέλω νὰ μοῦ στερεώσετε καὶ πάλιν τὸ καμπαναριό. Ἔφταιξα. Ἐγὼ τὸ ἐγκρέμισα στὸ βάθος τῆς ψυχῆς μου».

Κι’ εἶναι γεμάτη πόνο καὶ ἐλπίδα αὐτή του ἡ φωνή:

Στῆστε καὶ πάλιν μέσα μου τῆς πίστεως τὸ ποθητὸ καμπαναριό! 

Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου

Μητροπολίτου Νικαίας

Λύχνος τοῖς ποσί μου

Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν

Ἐκδόσεις Β΄

Ἀποστολική διακονία

τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου