«Τοῦτο γὰρ φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὁ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ’ ἑαυτὸν ἐκένωσεν μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος».
Φιλ. 2, 5-7
Εάν κατά τη ρήση του Σολομώντα, «τοῖς πᾶσι χρόνος καὶ καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι ὑπὸ τὸν οὐρανόν» (Εκκλησιαστής 3, 1), δεν είναι η ώρα σήμερα να μελετήσουμε με τον Απόστολο την θεία κένωση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, καθώς Τον βλέπουμε να ταπεινώνει τον εαυτό Του στο μέγεθος του παιδιού, να κενούται ως τη φάτνη;
Περί της του Χριστού Γεννήσεως
Οι άνθρωποι, παρασυρμένοι από τα πάθη τους προς τα ανθρώπινα επιτεύγματα, συχνά σκανδαλίζονται από την ταπείνωση του Χριστού. Αφ’ ότου όμως η εμπειρία τόσων αιώνων κατέδειξε ότι «ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων» (Φιλιππησίους 2, 9, 10), επειδή από την ημέρα της Ανάστασής Του και της Ανάληψής Του αναρίθμητοι μάρτυρες αντίκρισαν τις δυνάμεις των επουρανίων να εκπληρώνουν υποτακτικά κάθε Του θέλημα, ενώ απεναντίας τις καταχθόνιες να απωθούνται, εν τω Ονόματί Του, στο βάθος των αβύσσων, και χιλιάδες άνθρωποι βρήκαν την μακαριότητά τους λατρεύοντας το ίδιο αυτό Όνομα. Επομένως, όταν μιλούμε σε ανθρώπους συναγμένους για να γονυπετήσουν ενώπιον του ονόματος του Χριστού, μπορούμε να απαλλαγούμε από τη φροντίδα να υπερασπιστούμε και να δικαιολογήσουμε την ταπείνωσή Του. Τίποτε δε μας εμποδίζει να θεωρήσουμε αυτή την ταπείνωση με την ευλάβεια που θεωρούμε τη μεγαλοσύνη Του.
Πόσο, αλήθεια, ο Υιός του Θεού ταπεινώθηκε κατά την ενσάρκωσή Του! Και αυτή η ταπείνωση μας παραξενεύει ακόμη περισσότερο καθώς ενεργείται μέσα από ένα είδος αντιφατικής συμμόρφωσης με το αρχικό μεγαλείο του ίδιου του ανθρώπου. Όντως, δεν είναι άσκοπα που η θεϊκή γλώσσα χρησιμοποιεί, για να περιγράψει αυτές τις αντίθετες καταστάσεις, την ίδια και μοναδική έκφραση: εικόνα και ομοίωσις. «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον», λέει ο Θεός Δημιουργός, «κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν». Και ο Απόστολος λέει, μιλώντας για την ενσάρκωση του Υιού του Θεού: «μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος». Ένας επιφανής άνθρωπος στη γη, όποιος κι αν ήταν, δεν θα χρειαζόταν να ταπεινωθεί πολύ για να μοιάσει με δούλο. Όταν όμως ο μέγας και δυνατός Θεός, που κάνει ακόμη και τους δούλους Του μεγάλα πρόσωπα, μεταμορφώνεται ο ίδιος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του δούλου, αντικρίζοντας το ύψιστο μεγαλείο να υφίσταται μία τέτοια αμέτρητη ταπείνωση, είναι αδύνατο να μη δοκιμάσουμε ένα αίσθημα ιδιαίτερου θαυμασμού που φτάνει ως την συγκίνηση η ως τη φρικίαση. Σε τέτοιο βαθμό ταπεινώθηκε ο Υιός του Θεού κατά την ενσάρκωσή Του.
Μα πόσο ακόμη περισσότερο ταπεινώθηκε από τις περιστάσεις της επίγειας γέννησής Του! Έπρεπε να επιλέξει το λαό ανάμεσα στον οποίο θα γεννιόταν, και επέλεξε τον κατώτερο λαό της γης, ένα λαό που δεν είχε καλά-καλά δική του κυβέρνηση, που ήταν συχνά υποδουλωμένος και κοντεύει να είναι ακόμη, που άλλοτε είχε ευλογηθεί αλλά είναι πολύ κοντά στην απόρριψη. Έπρεπε να επιλέξει μία πόλη και επέλεξε τη Βηθλεέμ, τόσο μικρή που ένας προφήτης θέλοντας να την επαινέσει, δεν μπορεί να αποσιωπήσει την κατηγορία που της αξίζει, και δε βρίσκει για να την εκφράσει παρά το όνομα του Ιησού, του ταπεινωμένου Θεού που θα γεννιόταν εκεί. «Καὶ σύ, Βηθλεὲμ οἶκος τοῦ Ἐφραθᾶ, ὀλιγοστὸς εἶ τοῦ εἶναι ἐν χιλιάσιν Ἰούδα ἐκ σοῦ μοὶ ἐξελεύσεται τοῦ εἶναι εἰς ἄρχοντα ἐν τῷ Ἰσραήλ, καὶ αἱ ἔξοδοι αὐτοῦ ἀπ’ ἀρχῆς ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος» (Μιχαίας 5, 1). Έπρεπε να επιλέξει μία μητέρα και για να κρύψει για ένα ακόμη διάστημα από τους άπιστους το μυστήριο της σαρκώσεως, έπρεπε να της επισυνάψει με νομικά δεσμά και όχι σαρκικά έναν υποτιθέμενο πατέρα, και επέλεξε –καταγόμενο, είναι αλήθεια, από βασιλικό γένος, για να πληρωθούν οι υποσχέσεις και οι προφητείες– έναν ξυλουργό και μία φτωχή παρθένο που είχε απομείνει ορφανή. Μα δεν αρκούσαν αυτά. Εάν ο Κύριος του κόσμου είχε γεννηθεί σε ένα φτωχικό κατάλυμα που ανήκε στον Ιωσήφ, ή τουλάχιστον νοικιαζόταν από αυτόν. Εάν η Μαρία τον είχε γεννήσει σε ένα φτωχικό λίκνο, η μορφή του δούλου, που λάμβανε, δεν θα είχε ίσως όλα τα χαρακτηριστικά που την συνιστούν, επειδή θα μπορούσε να βρεθεί υποδεέστερος δούλος, ακόμη κατώτερος του Ιωσήφ και ένα λίκνο ταπεινότερο από αυτό της Μαρίας. Τι συνέλαβε λοιπόν η φαντασία του άπειρα Μεγάλου αναζητώντας μία ατέλειωτη ταπείνωση; Ένα αυτοκρατορικό διάταγμα που διέταζε «ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην» (Λουκάς 2,1) κινητοποίησε ολόκληρο τον πληθυσμό της Ιουδαίας, ώστε ο Ιωσήφ να μην μπορέσει να μείνει στην οικία του της Ναζαρέτ, ούτε να βρει ένα κονάκι να νοικιάσει στη Βηθλεέμ, όταν θα έρθει η μέρα να γεννηθεί ο αληθινός Βασιλέας της γης. Έτσι, ταπεινούμενος ως το μέγεθος του παιδιού, ο Κύριος ταπεινώνεται ακόμη ως το σημείο να έχει μία φάτνη για λίκνο. «Καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (Λουκάς 2, 7).
Εάν, από αυτό τον ταπεινωμένο Θεό, φέρουμε το βλέμμα μας σε όλη την έκταση του κόσμου μέσα στον οποίο και για τον οποίο ταπεινώνεται, αυτή η τερατώδης ταπείνωση παρουσιάζεται με νέες όψεις όχι λιγότερο εκπληκτικές. Εδώ μου έρχεται στη σκέψη η εικόνα του Λόγου του Θεού κατερχόμενου από τον ουρανό στη γη της Αιγύπτου, αυτήν που αποτυπώνει ο συγγραφέας του βιβλίου της Σοφίας: «ἡσύχου γὰρ σιγῆς περιεχούσης τὰ πάντα καὶ νυκτὸς ἐν ἰδίῳ τάχει μεσαζούσης, ὁ παντοδύναμός σου λόγος ἀπ’ οὐρανῶν ἐκ θρόνων βασιλείων ἀπότομος πολεμιστὴς εἰς μέσον τῆς ὀλεθρίας ἤλατο γῆς» (Σοφία Σολομώντος 18, 14-15). Και στην κάθοδο όμως του Σαρκωμένου Λόγου του Θεού στη γη του Ισραήλ, δεν βασίλευε η νύχτα, αφού, την ίδια τη στιγμή της γέννησής Του, «ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ τῇ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες καὶ φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν» (Λουκάς 2, 8); Βαθειά σιγή δεν επικρατούσε πάνω στη γη, αφού μία μονάχα φωνή βοσκού ακούστηκε, και την άκουσαν βοσκοί στην ερημιά; Τι φρικτός αιφνιδιασμός του εκδικητή Λόγου του Θεού, κατερχόμενου στην ολέθρια γη της Αιγύπτου για να πληρώσει «τὰ πάντα θανάτου» (Σοφία Σολομώντος 18, 16), χτυπώντας όλα τα πρωτότοκα της Αιγύπτου! Ωστόσο, όχι μόνο αυτό το απρόσμενο χτύπημα δεν ελάττωσε, αλλά μάλλον αύξησε τη δόξα του εκδικητή του Θεού που, χωρίς κανένα αισθητό μέσο, χωρίς καμμιά πράξη συλλαμβανόμενη με τις αισθήσεις, με μόνη τη δύναμη μιας σιωπηλής διαταγής, η ακόμη, θα λέγαμε, με μόνη την παύση του λόγου Του που δίνει ζωή σε κάθε δημιούργημα, ολοκληρώνει την τιμωρία της ασέβειας. Διαφορετικά, αλλά όχι λιγότερο φρικτός είναι ο αιφνιδιασμός με τον οποίο ο απελευθερωτικός Λόγος του Θεού, με την ἐν σαρκὶ γέννησή Του, έρχεται να επισκεφτεί ολόκληρη τη γη, γη ολέθρια επειδή «πάντες οἱ κάτοικοί της ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμαίους 3, 24). Έρχεται, όχι πια σαν ένας φοβερός πολεμιστής απειλώντας με θάνατο κάθε ζώσα ύπαρξη, αλλά ως νεογέννητο, φέροντας σε ολόκληρη την αυτοκρατορία του θανάτου την ελπίδα για μία αναγεννημένη ζωή. Έρχεται, όμως αυτή η γη δεν πηγαίνει να Τον προϋπαντήσει, δεν Τον περιβάλλει, δεν Του αποδίδει τιμές, δεν αντιλαμβάνεται καν το Σωτήρα της, δεν ακούει το σιωπηλό Ρήμα του Θεού μέσα από τη φάτνη. Μάταια σχεδόν η δόξα που είχε «παρὰ τῷ Πατρί, πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοῖ» (Ιωάννης 17, 5), τον συνοδεύει δια στόματος αγγέλων, κατά την είσοδό Του στον κόσμο, και φθάνει μαζί Του -ακόμη και ως τη γη: σε αυτή την ολέθρια γη, όπου σχεδόν δεν υπάρχουν αυτιά που να μην είναι κουφά από τις έγνοιες της ζωής, ανίκανα να Τον ακούσουν. Το ίδιο μάταια σχεδόν ο πιο θεόπνευστος και λαμπερός αστέρας πραγματοποίησε ένα ασυνήθιστο ταξίδι για να σημάνει την ανατολή, καταμεσής βαθειάς νύχτας, του Ήλιου της Αληθείας. Και μόλις που βρέθηκαν δυο-τρεις άνθρωποι ικανοί να κατανοήσουν αυτή την ένδειξη και έτοιμοι να την ακολουθήσουν, ενώ μάλιστα αυτό έγινε εν μέσω εθνών καθημένων εν σκότει και εν τη θανάσιμη σκιά του παγανισμού, και ανάμεσα σε λάτρεις των αστεριών. Και η Ιουδαία, όπου «Γνωστὸς ὁ Θεός» (Ψαλμός 75, 2); Ούτε καν υποψιάζεται ότι «Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Τιμόθεον Α΄ 3, 16). Και η Ιερουσαλήμ, «ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ» (Ψαλμός 86, 3); Δεν χαίρει μαζί με το Χριστό που έρχεται να τη σώσει, αλλά ταράζεται με τον Ηρώδη που ετοιμάζει τη σφαγή. Και οι αρχιερείς, οι διδάσκαλοι, που αρμόζει ιδιαίτερα σε αυτούς να είναι πιο κοντά στο Θεό και τα μυστήριά του, προσευχόμενοι και ερμηνεύοντες τον νόμο; Απαντούν θαυμάσια στο φιλοσοφικό ερώτημα: «ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται;» (Ματθαίος 2, 4) Και πάνω σε αυτό τους ικανοποιεί ότι δεν κρίνουν απαραίτητο να νοιαστούν περισσότερο για να μάθουν μήπως δε γεννηθεί πραγματικά. Έτσι, όχι μόνο μέσα στη σκοτεινιά της φυσικής νύχτας, αλλά ακόμη και μέσα στα σκοτάδια, εξίσου βαθιά, της άγνοιας και της λήθης, στα οποία ζουν οι άνθρωποι, για Εσένα και τις βουλές Σου, «ὁ παντοδύναμός σου λόγος ἀπ’ οὐρανῶν ἐκ θρόνων βασιλειῶν, εἰς μέσον τῆς ὀλέθριας ἤλατο γῆς», και χωρίς να δώσει σημασία στο γεγονός ότι κανένας σχεδόν δεν Τον τιμούσε, κανένας δεν Τον αναγνώριζε, ούτε ζητούσε να Τον αναγνωρίσει, αντί να εξαπολύσει τη φοβερά Του κρίση, σιωπά εν μακροθυμία, όπου μέσα της βρίσκουν τη σωτηρία τους οι χαμένοι. Κατ’ αυτό τον τρόπο δεν ταπεινώθηκε μόνο όντας κατ’ εικόνα του Θεού και ισόθεος, και όντας Θεός, αλλά πρόσθεσε ένα ακόμη βαθμό ταπείνωσης από την άγνοια και τη λήθη εκείνων για την αγάπη των οποίων ταπεινώθηκε!
Ας αποθαυμάσουμε, χριστιανοί, την εκούσια ταπείνωση στην οποία υποβιβάστηκε για μας ο μέγας Θεός μας και Σωτήρας μας. Κι αυτό λίγο είναι. Ας γονυπετήσουμε μπροστά σε αυτή την ταπείνωση. Μα ούτε αυτό αρκεί. «Τοῦτο γὰρ φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὃ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», μας λέει ο Απόστολος. Να έχετε τα ίδια αισθήματα που είχε ο Χριστός, την ίδια προδιάθεση με Κείνον. Τι σημαίνει αυτό; Ο Απόστολος μας το εξηγεί ο ίδιος με τούτα τα λόγια που προηγούνται των άλλων: «μηδὲν κατὰ ἐρίθειαν ἢ κενοδοξίαν, ἀλλὰ τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν» (Φιλιππησίους 2, 3). Είναι ολοφάνερο ότι μας διδάσκει εδώ, κατά το παράδειγμα του Ιησού Χριστού, να μη σηκώνουμε το ανάστημά μας, να μην υπερηφανευόμαστε για τα προνόμιά μας, όποια κι αν είναι αυτά, αλλά να ταπεινωνόμαστε και μέσα μας και ενώπιον των άλλων.
Αυτός που έχει δούλους, ας αναθυμάται Αυτόν που έλαβε σχήμα δούλου, και ας μη ταπεινώνει πια αυτούς που ταπεινώθηκαν από τη μοίρα τους, και όπως Εκείνος υψώθηκε από το Θεό πάνω από αυτούς, ας μη γυρεύει να υψωθεί ακόμη ο ίδιος με την αλαζονεία του.
Αυτός που κατοικεί σ’ ένα υπέροχο σπίτι, που κοιμάται στα πούπουλα, που είναι ντυμένος στα μετάξια, ας τα συγκρίνει αναθυμούμενος το στάβλο με τη φάτνη και τα κακότεχνα σπάργανα, και ας μη περιφρονεί πια αυτούς που μένουν σε χαμόσπιτα, που κοιμούνται πάνω σε άχυρα, που ντύνονται με κουρέλια και που ίσως, όχι μόνο με την εξωτερική τους εμφάνιση, αλλά ακόμη και με την εσωτερική τους κατάσταση, μοιάζουν στο Χριστό πιο πολύ από αυτόν. Ο πλούσιος ας περηφανεύεται, λέει ο απόστολος Ιάκωβος – «ὁ δὲ πλούσιος καυχάσθω ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ» (Ιακώβου 1, 10).
Όσο για σένα που, κατά την έκφραση του Αποστόλου, «ἐπαναπαύῃ τῷ νόμῳ καὶ καυχᾶσαι ἐν Θεῷ, καὶ γινώσκεις τὸ θέλημα, καὶ δοκιμάζεις τὰ διαφέροντα, κατηχούμενος ἐκ τοῦ νόμου» (Ρωμαίους 2, 17-18) – ε! εσύ, «ὁ καυχώμενος ἐν Κυρίῳ καυχάσθω» (Κορινθίους Α΄ 1, 31)! Όμως, «ὁ δοκῶν ἐστάναι βλεπέτω μὴ πέσῃ (Κορινθίους Α΄ 10, 12)! Προπαντώς ας μη καταδικάζει τους αδαείς, ας μη κοροϊδεύει αυτούς που πέφτουν. Ο Χριστός είναι το φως «ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον, ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ιωάννης 1, 9): ίσως αυτοί που βλέπετε καθισμένους εν σκότει και σκιά θανάτου, γρήγορα θα φωτιστούν από αυτό το φως πολύ καλύτερα από σας, η ίσως να φέγγει μέσα τους από τώρα κιόλας, μέσα στην ψυχή τους. Κι ίσως οι μάγοι της παγανιστικής Ανατολής να βιάζονταν περισσότερο από σας στην αναζήτηση του Χριστού και να προηγηθούν από σας στο πλησίασμά Του. Ίσως «οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ματθαίος 21, 31).
Η γλυκύτητα, η απλότητα, η ταπεινότητα, η επιείκεια ισούνται με τον τελευταίο των αδυνάτων, η εν ταπεινώσει ηρεμία, μια υπομονή που δοκιμάζεται από κάθε προσβολή – «ἰδοὺ τὸ φρόνημα τὸ ἐν ὑμῖν ὃ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» – Ἀμήν.
Αγ. Φιλάρετος Μόσχας, Η Θεολογία της καρδιάς – Άγιος Φιλάρετος Μόσχας – Κηρύγματα και ομιλίες,
Εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα, 2008, σ. 77-84
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου