1. Ο Θεός είναι αγαθός και παρέχει αγαθά εις τους αξίους. Ο διάβολος είναι πονηρός και δημιουργός κάθε κακίας. Και όπως εις τον αγαθόν ακολουθεί η έλλειψις φθόνου, έτσι εις τον διάβολον ακολουθεί ο φθόνος.
Ας φυλαχθούμεν λοιπόν, αδελφοί, από το πάθος του φθόνου διά να μη γίνωμεν κοινωνοί των έργων του διαβόλου και ευρεθούμεν να καταδικαζώμεθα συγχρόνως με την ιδίαν καταδίκην. Διότι εάν αυτός που έχει αλαζονευθή ευρίσκεται εις το κρίμα του διαβόλου, τότε πώς ο φθονερός θα ξεφύγη την τιμωρίαν που έχει ετοιμασθή διά τον διάβολον;
Διότι εις τας ψυχάς των ανθρώπων δεν φυτρώνει κανένα πάθος ολεθριώτερον από τον φθόνον. Αυτό που ελάχιστα λυπεί τους έξω, είναι το πρώτον και συγγενές κακόν εις τον κάτοχον. Διότι όπως η σκωρίασις φθείρει τον σίδηρον, έτσι ο φθόνος φθείρει την ψυχήν που την κατέχει. Ή καλύτερα όπως οι οχιές λέγουν ότι γεννώνται με το να τρώγουν εσωτερικά την κοιλίαν που τας εκυοφόρησεν*, έτσι και ο φθόνος φυσικά κατατρώγει την ψυχήν που τον εγκυμονεί.
Ο φθόνος είναι λύπη διά την ευτυχίαν του πλησίον. Διά τούτο από τον φθονερόν ουδέποτε λείπουν αθυμίαι, ουδέποτε αι κακοκεφιές. Έκαμε πολλά γεννήματα το χωράφι του πλησίον; Έχει επάρκεια το σπίτι από όλα τα αγαθά της ζωής; Πάντοτε είναι χαρούμενος ο άνθρωπος; Όλα αυτά είναι τροφή διά την αρρώστιαν και πρόσθετος πόνος διά τον φθονερόν. Ώστε κατά τίποτε να μη διαφέρη από τον γυμνόν άνθρωπον που από όλους πληγώνεται.
Είναι κάποιος γενναίος; Έχει καλήν υγείαν; Αυτά πληγώνουν τον φθονερόν. Άλλος είναι πιο όμορφος; Τούτο είναι άλλη πληγή διά τον φθονερόν. Υπερέχει κάποιος ως προς τα προτερήματα της ψυχής από τους πολλούς; Είναι περίβλεττος και ζηλεύεται διά την σύνεσιν και την δύναμιν του λόγου;
Άλλος είναι πλούσιος και επιδίδεται λαμπρά εις δοσίματα και εις κοινωνίαν προς τους πτωχούς και επαινείται πολύ από τους ευεργετουμένους; Όλα αυτά είναι πληγαί και τραύματα που του κτυπούν κατάμεσα την καρδίαν. Και η δυσκολία της ασθενείας είναι ότι δεν ημπορεί ούτε καν να την ονομάση. Αλλ’ όμως σκύβει, και είναι κατηφής, τα έχει χαμένα, κλαίει μεγαλόφωνα και από το κακόν είναι χαμένος.
Όταν δε ερωτάται διά το πάθος, εντρέπεται να ομολογήση την συμφοράν· ότι είμαι φθονερός και πικρός και με συντρίβουν τα καλά του φίλου, οδύρομαι διά τον χαράν του αδελφού και δεν υποφέρω να βλέπω τα ξένα καλά, αλλά θεωρώ συμφοράν την ευτυχίαν του πλησίον μου. Πράγματι αυτά θα ημπορούσε να ειπή, εάν θα ήθελε να ομολογήση την αλήθειαν.
Επειδή τίποτε από αυτά δεν θέλει να εξομολογηθή, κρατά κατάβαθα την ασθένειαν, η οποία του σιγολυώνει και κατατρώγει τα σπλάγχνα.
Από τον τόμο «Βασιλείου Καισαρείας του Μεγάλου, Άπαντα τα έργα, τόμος 6, Ομιλίαι και λόγοι», της σειράς Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, των Πατερικών Εκδόσεων «Γρηγόριος ο Παλαμάς»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου