1. Οἱ τολμήσαντες
Μεγάλη Παρασκευὴ ἀπόγευμα. Σκοτάδι πυκνὸ καλύπτει τὰ πάντα. Ὅλα ἔ-χουν τελειώσει. Στὸ Γολγοθᾶ ἔχει μείνει ἡ Παναγία μας, ὁ Ἰωάννης καὶ κάποιες ἀφωσιωμένες μαθήτριες τοῦ Κυρίου, μ’ ἕναν φόβο νὰ πλανᾶται στὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά τους, τὸν φόβο μήπως μείνῃ τὸ πανάχραντο σῶμα τοῦ Κυρίου ἐπάνω στὸν Σταυρὸ ἄταφο, ἐκτεθειμένο σὲ μύριες προσβολές. Ὁ Πιλᾶτος ἦταν ὁ μόνος ἁρμόδιος νὰ ἐπιτρέψῃ τὴν τα-φὴ τοῦ ἀχράντου σώματος. Ποιὸς ὅμως θὰ τολμοῦσε μέσα στὴν ἠλεκτρισμένη ἀτμόσφαιρα τῆς ἡμέρας νὰ τὸ ζητήσῃ αὐτό; Κι ἂν μάλιστα πρῶτοι τὸ ζητοῦσαν οἱ ἀρχιερεῖς γιὰ νὰ τὸ βεβηλώσουν; Ἐκείνη τὴν κρίσιμη ὥρα ποὺ δὲν φαινόταν καμμία διέξοδος, ἀναπάντεχα παρουσιάζονται δύο πρόσωπα οὐρανόσταλτα γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό. Δύο κρυφοὶ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας καὶ ὁ Νικόδημος. Καὶ οἱ δύο ἔντιμα μέλη τοῦ ἰουδαϊκοῦ Συνεδρίου, ἑρμηνευταὶ τοῦ Νόμου, ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ. Διακεκριμένοι λόγῳ τοῦ ἀξιώματος ποὺ εἶχαν ἀλλὰ καὶ τῆς γενικώτερης ὑπολήψεώς τους. Κι ἐνῶ ἦσαν κρυφοὶ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ, τώρα ἀποκαλύφθηκαν. Δὲν ὑπολόγισαν τοὺς κινδύνους τῆς παράτολμης αὐτῆς ἐνέργειάς τους. Δὲν σκέφθηκαν μήπως χάσουν τὴ θέσι τους, τὸ ἀξίωμά τους, τὸν πλοῦτο τους, τὴν κοινωνική τους καταξίωσι καὶ τὸ χειρότερο, μήπως γίνουν ἀποσυνάγωγοι, ἀφωρισμένοι. Δὲν ὑπολόγισαν τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτά. Διότι ἀγαποῦσαν πολὺ τὸν Κύριο καὶ περίμεναν μὲ πόθο ἱερὸ τὴ βασιλεία του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος τοὺς ἀξιώνει νὰ γίνουν οἱ μυροφόροι καὶ ἐνταφιασταὶ τοῦ ἁγίου σώματός του. Μὲ σφιγμένες τὶς καρδιές τους, συγκλονισμένοι, ἀγγίζουν τὸ πανάσπιλο σῶμα τοῦ Σταυρωθέντος, τὸ ἀποκαθηλώνουν καὶ τοῦ ἀποδίδουν τὸ σεβασμὸ καὶ τὴ νεκρικὴ τιμή. Ὁ Νικόδημος μάλιστα εἶχε φέρει γιὰ τὴν ταφὴ ἑκατὸ λίτρα σμύρνας καὶ ἀλόης.
Ἔχει λοιπὸν τοὺς ἀνθρώπους του ὁ Θεός. Ἀκόμη κι αὐτοὺς ποὺ ἐμεῖς δὲν ὑπολογίζουμε, δὲν περιμένουμε. Αὐτοὶ κάποτε παρουσιάζονται σὲ δύσκολες στιγμὲς καὶ ἐποχὲς καὶ γίνονται οἱ πλέον δυνατοὶ καὶ ἀμετακίνητοι κήρυκες τῆς πίστεως καὶ ἀποδεικνύουν σὲ ὅλους μας ὅτι ζῇ Κύριος ὁ Θεός. Εἶναι ὁ Νικητὴς τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, τῆς ἱστορίας καὶ τῆς ζωῆς μας, εἶναι Αὐτὸς ποὺ «ἐξῆλθε νικῶν καὶ ἵνα νικήσῃ» (Ἀποκ. ς΄ 2).
2. Οἱ Μυροφόρες
Κοντὰ στὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου οἱ ἀφωσιωμένες μαθήτριές του μὲ σπαραγμὸ καρδίας βλέπουν τὴν ὅλη ἀποκα-θήλωσι καὶ τὴν ταφή. Πῶς νὰ ἀντέξουν νὰ βλέπουν Αὐτὸν ποὺ σαγήνευε τὰ πλήθη, τώρα νὰ κείτεται νεκρός! Πῶς νὰ ἀντικρύσουν ἄψυχον Αὐτὸν ποὺ ἔδινε ζωή! Πῶς νὰ μπορέσουν νὰ βαστάξουν τὸν πόνο τῆς θανῆς τοῦ πλέον ἀγαπημένου τους προσώπου; Κι ἀφοῦ ἔχυσαν τὰ καυτά τους δάκρυα δίπλα στὸ μνημεῖον, ὅταν τελείωσε ὁ ἐνταφιασμός, ἔφυγαν μὲ στεναγμοὺς καὶ ὀδυρμοὺς γιὰ τὰ σπίτια τους.
Ὁ χρόνος τώρα ἄρχισε νὰ μετράῃ διαφορετικά. Οἱ ὧρες ἀτελείωτες. Κι αὐτὲς ἀνυπομονοῦσαν νὰ παρέλθῃ τὸ Σάββατο γιὰ νὰ τρέξουν καὶ πάλι στὸ μνημεῖο νὰ ἐκδηλώσουν μὲ τὰ μύρα καὶ τὰ δάκρυά τους τὸν πόνο τους καὶ τὴν ἀγάπη τους. Εἶχαν δεῖ βέβαια ὅτι οἱ δύο μαθηταὶ ἐμύρωσαν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ αὐτὲς δὲν τὸ θεωροῦν ἀρκετό. Ἀγοράζουν κι ἄλλα ἀρώματα, πολλά, διαφορετικὰ ἴσως. Σκέπτονται πὼς ὅ,τι κι ἂν κάνουν γιὰ τὸν Ἰησοῦ δὲν εἶναι ποτὲ ἀρκετὸ καὶ ἀντάξιο τῆς ἀγάπης του. Ἴσως ἀκόμη πολυτιμότερα ἦταν τὰ καυτά τους δάκρυα ποὺ ἔχυσαν γι’ Αὐτόν. Πόσο πολὺ ἀγαποῦσαν οἱ μαθήτριες τοῦ Κυρίου τὸν Διδάσκαλό τους. Δὲν ἔκλεισαν ἴσως μάτι ὅλη τὴ νύχτα. Καὶ τώρα, πρὶν καλά – καλὰ ξημερώσῃ, τρέχουν μὲ τὰ μάτια κατακόκκινα ἀπὸ τὸ κλάμα καὶ τὴν καρδιὰ νὰ γοργοχτυπᾷ ἀπὸ τὸν πόθο νὰ δοῦν καὶ πάλι ἔστω καὶ νεκρὸ τὸν ἀγαπημένο τους Ραββί, τὸν Χριστό. Κι ἐπειδὴ ἀγαποῦν, δὲν ὑπολογίζουν κανένα ἐμπόδιο στὸν δρόμο τους. Οὔτε τὸν φόβο τῆς νύχτας οὔτε τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίων οὔτε τὸν φό-βο τῶν Ρωμαίων στρατιωτῶν οὔτε τὸν φόβο τῶν ληστῶν. Κι ἐνῶ ἤξεραν ὅτι πελώριος λίθος ἐσφράγιζε τὸ μνῆμα, κι αὐτὸ ἀκόμη δὲν ἀνέκοψε τὴν πορεία τους. Ἡ καρδιά τους κτυποῦσε γιὰ τὸν Χριστό. Τρέχουν στὸν τάφο, ἐνῶ κανεὶς ἀπὸ τοὺς μαθητὰς δὲν τόλμησε νὰ ἔλθῃ ἐκεῖ πρὶν ἀπὸ αὐτές.
Μόλις ὅμως πλησίασαν ἐκεῖ, συνειδητοποίησαν πὼς ὅλα τὰ ἐμπόδια εἶχαν ξεπεραστῆ. Οἱ φρουροὶ ἄφαντοι, ὁ λίθος εἶχε ἀποκυλισθῆ μακριὰ ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ μνημείου, ὁ δρόμος πρὸς τὸν Χριστὸ ἀνοικτός, καὶ μπροστά τους ἄγγελοι φωτεινοί, ἀκτινοβόλοι, κήρυκες τῆς Ἀναστάσεως. Πῶς ἄλλαξαν τόσο ἀστραπιαῖα ὅλα γύρω τους καὶ μέσα τους; Πῶς ἄντεξαν αὐτὴ τὴν ξαφνικὴ μεταβολὴ τῶν γεγονότων καὶ τῶν συναισθημάτων τους; Πῶς τὸ σκοτάδι ἔγινε φῶς καὶ ἡ μαύρη ἀπελπισία χρυσῆ ἐλπίδα; Πῶς τόσο ξαφνικὰ ἡ ἀπογοήτευσι ἔγινε ξέφρενη χαρά, ὁ πόνος ἐνθουσιασμός, ἔκστασι καὶ θαυμασμός;
Καὶ ἔγιναν οἱ γυναῖκες αὐτὲς ὄχι μόνον εὐαγγελίστριαι τῆς Ἀναστάσεως στοὺς Ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀγγελιοφόροι, σ’ ὅλες τὶς ἐποχές, τοῦ μεγάλου διδάγματος: Ὅσοι ζητοῦν μὲ πόθο τὸν Κύριο καὶ πορεύονται μὲ ἅγιο ζῆλο στὸν δρόμο του, θὰ βροῦν τὶς δυσκολίες ποὺ παρεμβάλλονται στὴν πορεία τους νὰ ἐκμηδενίζωνται μὲ θαυμαστὸ τρόπο. Θὰ βλέπουν τὴν παρουσία τοῦ Ἀναστάντος νὰ ἐκδηλώνεται ἄμεσα καὶ κυριαρχικὰ πάνω ἀπὸ κάθε προσδοκία. Καὶ θὰ διαλαλοῦν μὲ ὅλη τους τὴ δύναμι: Χριστὸς ἀνέστη!
Μεγάλη Παρασκευὴ ἀπόγευμα. Σκοτάδι πυκνὸ καλύπτει τὰ πάντα. Ὅλα ἔ-χουν τελειώσει. Στὸ Γολγοθᾶ ἔχει μείνει ἡ Παναγία μας, ὁ Ἰωάννης καὶ κάποιες ἀφωσιωμένες μαθήτριες τοῦ Κυρίου, μ’ ἕναν φόβο νὰ πλανᾶται στὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά τους, τὸν φόβο μήπως μείνῃ τὸ πανάχραντο σῶμα τοῦ Κυρίου ἐπάνω στὸν Σταυρὸ ἄταφο, ἐκτεθειμένο σὲ μύριες προσβολές. Ὁ Πιλᾶτος ἦταν ὁ μόνος ἁρμόδιος νὰ ἐπιτρέψῃ τὴν τα-φὴ τοῦ ἀχράντου σώματος. Ποιὸς ὅμως θὰ τολμοῦσε μέσα στὴν ἠλεκτρισμένη ἀτμόσφαιρα τῆς ἡμέρας νὰ τὸ ζητήσῃ αὐτό; Κι ἂν μάλιστα πρῶτοι τὸ ζητοῦσαν οἱ ἀρχιερεῖς γιὰ νὰ τὸ βεβηλώσουν; Ἐκείνη τὴν κρίσιμη ὥρα ποὺ δὲν φαινόταν καμμία διέξοδος, ἀναπάντεχα παρουσιάζονται δύο πρόσωπα οὐρανόσταλτα γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό. Δύο κρυφοὶ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας καὶ ὁ Νικόδημος. Καὶ οἱ δύο ἔντιμα μέλη τοῦ ἰουδαϊκοῦ Συνεδρίου, ἑρμηνευταὶ τοῦ Νόμου, ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ. Διακεκριμένοι λόγῳ τοῦ ἀξιώματος ποὺ εἶχαν ἀλλὰ καὶ τῆς γενικώτερης ὑπολήψεώς τους. Κι ἐνῶ ἦσαν κρυφοὶ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ, τώρα ἀποκαλύφθηκαν. Δὲν ὑπολόγισαν τοὺς κινδύνους τῆς παράτολμης αὐτῆς ἐνέργειάς τους. Δὲν σκέφθηκαν μήπως χάσουν τὴ θέσι τους, τὸ ἀξίωμά τους, τὸν πλοῦτο τους, τὴν κοινωνική τους καταξίωσι καὶ τὸ χειρότερο, μήπως γίνουν ἀποσυνάγωγοι, ἀφωρισμένοι. Δὲν ὑπολόγισαν τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτά. Διότι ἀγαποῦσαν πολὺ τὸν Κύριο καὶ περίμεναν μὲ πόθο ἱερὸ τὴ βασιλεία του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος τοὺς ἀξιώνει νὰ γίνουν οἱ μυροφόροι καὶ ἐνταφιασταὶ τοῦ ἁγίου σώματός του. Μὲ σφιγμένες τὶς καρδιές τους, συγκλονισμένοι, ἀγγίζουν τὸ πανάσπιλο σῶμα τοῦ Σταυρωθέντος, τὸ ἀποκαθηλώνουν καὶ τοῦ ἀποδίδουν τὸ σεβασμὸ καὶ τὴ νεκρικὴ τιμή. Ὁ Νικόδημος μάλιστα εἶχε φέρει γιὰ τὴν ταφὴ ἑκατὸ λίτρα σμύρνας καὶ ἀλόης.
Ἔχει λοιπὸν τοὺς ἀνθρώπους του ὁ Θεός. Ἀκόμη κι αὐτοὺς ποὺ ἐμεῖς δὲν ὑπολογίζουμε, δὲν περιμένουμε. Αὐτοὶ κάποτε παρουσιάζονται σὲ δύσκολες στιγμὲς καὶ ἐποχὲς καὶ γίνονται οἱ πλέον δυνατοὶ καὶ ἀμετακίνητοι κήρυκες τῆς πίστεως καὶ ἀποδεικνύουν σὲ ὅλους μας ὅτι ζῇ Κύριος ὁ Θεός. Εἶναι ὁ Νικητὴς τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, τῆς ἱστορίας καὶ τῆς ζωῆς μας, εἶναι Αὐτὸς ποὺ «ἐξῆλθε νικῶν καὶ ἵνα νικήσῃ» (Ἀποκ. ς΄ 2).
2. Οἱ Μυροφόρες
Κοντὰ στὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου οἱ ἀφωσιωμένες μαθήτριές του μὲ σπαραγμὸ καρδίας βλέπουν τὴν ὅλη ἀποκα-θήλωσι καὶ τὴν ταφή. Πῶς νὰ ἀντέξουν νὰ βλέπουν Αὐτὸν ποὺ σαγήνευε τὰ πλήθη, τώρα νὰ κείτεται νεκρός! Πῶς νὰ ἀντικρύσουν ἄψυχον Αὐτὸν ποὺ ἔδινε ζωή! Πῶς νὰ μπορέσουν νὰ βαστάξουν τὸν πόνο τῆς θανῆς τοῦ πλέον ἀγαπημένου τους προσώπου; Κι ἀφοῦ ἔχυσαν τὰ καυτά τους δάκρυα δίπλα στὸ μνημεῖον, ὅταν τελείωσε ὁ ἐνταφιασμός, ἔφυγαν μὲ στεναγμοὺς καὶ ὀδυρμοὺς γιὰ τὰ σπίτια τους.
Ὁ χρόνος τώρα ἄρχισε νὰ μετράῃ διαφορετικά. Οἱ ὧρες ἀτελείωτες. Κι αὐτὲς ἀνυπομονοῦσαν νὰ παρέλθῃ τὸ Σάββατο γιὰ νὰ τρέξουν καὶ πάλι στὸ μνημεῖο νὰ ἐκδηλώσουν μὲ τὰ μύρα καὶ τὰ δάκρυά τους τὸν πόνο τους καὶ τὴν ἀγάπη τους. Εἶχαν δεῖ βέβαια ὅτι οἱ δύο μαθηταὶ ἐμύρωσαν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ αὐτὲς δὲν τὸ θεωροῦν ἀρκετό. Ἀγοράζουν κι ἄλλα ἀρώματα, πολλά, διαφορετικὰ ἴσως. Σκέπτονται πὼς ὅ,τι κι ἂν κάνουν γιὰ τὸν Ἰησοῦ δὲν εἶναι ποτὲ ἀρκετὸ καὶ ἀντάξιο τῆς ἀγάπης του. Ἴσως ἀκόμη πολυτιμότερα ἦταν τὰ καυτά τους δάκρυα ποὺ ἔχυσαν γι’ Αὐτόν. Πόσο πολὺ ἀγαποῦσαν οἱ μαθήτριες τοῦ Κυρίου τὸν Διδάσκαλό τους. Δὲν ἔκλεισαν ἴσως μάτι ὅλη τὴ νύχτα. Καὶ τώρα, πρὶν καλά – καλὰ ξημερώσῃ, τρέχουν μὲ τὰ μάτια κατακόκκινα ἀπὸ τὸ κλάμα καὶ τὴν καρδιὰ νὰ γοργοχτυπᾷ ἀπὸ τὸν πόθο νὰ δοῦν καὶ πάλι ἔστω καὶ νεκρὸ τὸν ἀγαπημένο τους Ραββί, τὸν Χριστό. Κι ἐπειδὴ ἀγαποῦν, δὲν ὑπολογίζουν κανένα ἐμπόδιο στὸν δρόμο τους. Οὔτε τὸν φόβο τῆς νύχτας οὔτε τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίων οὔτε τὸν φό-βο τῶν Ρωμαίων στρατιωτῶν οὔτε τὸν φόβο τῶν ληστῶν. Κι ἐνῶ ἤξεραν ὅτι πελώριος λίθος ἐσφράγιζε τὸ μνῆμα, κι αὐτὸ ἀκόμη δὲν ἀνέκοψε τὴν πορεία τους. Ἡ καρδιά τους κτυποῦσε γιὰ τὸν Χριστό. Τρέχουν στὸν τάφο, ἐνῶ κανεὶς ἀπὸ τοὺς μαθητὰς δὲν τόλμησε νὰ ἔλθῃ ἐκεῖ πρὶν ἀπὸ αὐτές.
Μόλις ὅμως πλησίασαν ἐκεῖ, συνειδητοποίησαν πὼς ὅλα τὰ ἐμπόδια εἶχαν ξεπεραστῆ. Οἱ φρουροὶ ἄφαντοι, ὁ λίθος εἶχε ἀποκυλισθῆ μακριὰ ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ μνημείου, ὁ δρόμος πρὸς τὸν Χριστὸ ἀνοικτός, καὶ μπροστά τους ἄγγελοι φωτεινοί, ἀκτινοβόλοι, κήρυκες τῆς Ἀναστάσεως. Πῶς ἄλλαξαν τόσο ἀστραπιαῖα ὅλα γύρω τους καὶ μέσα τους; Πῶς ἄντεξαν αὐτὴ τὴν ξαφνικὴ μεταβολὴ τῶν γεγονότων καὶ τῶν συναισθημάτων τους; Πῶς τὸ σκοτάδι ἔγινε φῶς καὶ ἡ μαύρη ἀπελπισία χρυσῆ ἐλπίδα; Πῶς τόσο ξαφνικὰ ἡ ἀπογοήτευσι ἔγινε ξέφρενη χαρά, ὁ πόνος ἐνθουσιασμός, ἔκστασι καὶ θαυμασμός;
Καὶ ἔγιναν οἱ γυναῖκες αὐτὲς ὄχι μόνον εὐαγγελίστριαι τῆς Ἀναστάσεως στοὺς Ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀγγελιοφόροι, σ’ ὅλες τὶς ἐποχές, τοῦ μεγάλου διδάγματος: Ὅσοι ζητοῦν μὲ πόθο τὸν Κύριο καὶ πορεύονται μὲ ἅγιο ζῆλο στὸν δρόμο του, θὰ βροῦν τὶς δυσκολίες ποὺ παρεμβάλλονται στὴν πορεία τους νὰ ἐκμηδενίζωνται μὲ θαυμαστὸ τρόπο. Θὰ βλέπουν τὴν παρουσία τοῦ Ἀναστάντος νὰ ἐκδηλώνεται ἄμεσα καὶ κυριαρχικὰ πάνω ἀπὸ κάθε προσδοκία. Καὶ θὰ διαλαλοῦν μὲ ὅλη τους τὴ δύναμι: Χριστὸς ἀνέστη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου