Το διορατικό χάρισμα είναι ή δυνατότητα πού δίνει ο Θεός σε ορισμένους ανθρώπους είτε να βλέπουν τον εσωτερικό κόσμο των άλλων είτε να βλέπουν σε απόσταση αντικείμενα ή γεγονότα, να βλέπουν τι γίνεται πίσω από τον τοίχο ή πίσω άπ’ το βουνό.
Και αυτό όχι μόνο επί γης σε οποιαδήποτε απόσταση, Και στην πιο μακρινή, αλλά και σε άλλον πλανήτη. Τα περιστατικά πού ακολουθούν φανερώνουν ότι ο Θεός είχε δώσει αυτό το χάρισμα στον Γέροντα Αμβρόσιο.
Μια μέρα, ξεκίνησαν για το Μοναστήρι από την Αθήνα δύο γυναίκες. Ή μία γνώριζε τον Γέροντα. Ή άλλη τον επισκεπτόταν για πρώτη φορά Και είχε στο πορτοφόλι τις φωτογραφίες των δύο αγοριών της. Είχε τη μεγάλη επιθυμία να τις ευλογήσει ο Γέροντας. Μόλις μπήκαν στο κελί του, μετά τον χαιρετισμό γύρισε Και της είπε, χωρίς άλλη κουβέντα:
– Δώσε μου, να σου σταυρώσω τα κλαδάκια σου! …
Μια Κυριακή, ο Γέροντας ήταν στο Μοναστήρι Και λειτουργούσε. Από το μέρος αυτό έβλεπε τη χειροτονία σε διάκονο ενός πνευματικού του παιδιού στην Κρήτη. Και την ώρα πού τελείωνε ή χειροτονία Και φώναξε ο Επίσκοπος «Άξιος!», βγήκε ο Γέροντας από το Ιερό, στάθηκε μπροστά στην Ωραία Πύλη Και είπε δυνατά:
– Άξιος! Άξιος! Άξιος! Οι άνθρωποι στο εκκλησίασμα ξαφνιάστηκαν, δεν ήξεραν τι να υποθέσουν, αλλά εκείνος μετά τους καθησύχασε:
Αυτή την ώρα χειροτονείται ένα δικό μου παιδί Και φώναξα κι εγώ, ήταν τα λόγια του.
Ένας άνδρας από τη Ρόδο συνήθιζε να γονατίζει από σεβασμό, όταν επικοινωνούσε τηλεφωνικώς με τον Γέροντα. Άλλα μια μέρα πού τον είχε πάρει να ζητήσει ευχή για τον ίδιο Και για το παιδί του, τον άκουσε να ρωτά:
– Δεν μου λες, ποιος είναι πίσω σου, στο δεξιό μέρος;Ό άνθρωπος κοίταξε, αλλά δεν είδε κάποιον.
– Κανένας, Γέροντα.
– Κανένας, ε; Δεν είναι ο Κύριος;
Ό άλλος τότε πρόσεξε. Υπήρχε όντως στον τοίχο μία εικόνα του Κυρίου εσταυρωμένου.
– Ναι, Γέροντα, ψέλλισε.
-Ε, άπ’ Αυτόν να ζητάς την ευχή Και την προστασία Και σ’ Αυτόν να γονατίζεις Και να προσεύχεσαι, του απάντησε από το Δαδί εκείνος, πού, εννοείται, δεν ήξερε τίποτε για το πώς συμπεριφέρεται ο άνθρωπος ή για το πως είναι διαμορφωμένο το εσωτερικό του σπιτιού του.Κάποτε επισκέφτηκε το Μοναστήρι μια συντροφιά από τη Χαλκίδα. Μεταξύ αυτών ήταν Και μία γυναίκα, ή οποία πολύ ευλαβείτο τον Γέροντα. Κάποια στιγμή μπήκαν στο κελί του, περιγελώντας Και αμφισβητώντας τον, ο άνδρας της κι ένας φίλος του. Ή γυναίκα περίμενε άπ’ έξω με μεγάλη ανυπομονησία. Όπως μπήκαν, έτσι Και βγήκαν γελούσαν Και ειρωνεύονταν.
Αυτή απόρησε. Και μπήκε μέσα, να δείτε είχε συμβεί. Ό Γέροντας της είπε:
– Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου. Ήρθαν χωρίς διάθεση. Κούτσουρα ήρθαν Και κούτσουρα έφυγαν.
– Μια μέρα τον επισκέφθηκαν τέσσερις νέοι, τρεις Έλληνες Και ένας κατά το ήμισυ Έλληνας Και κατά το άλλο ήμισυ Γάλλος. Μπήκε πρώτος στο κελί του ο ένας Έλληνας, στον όποιο ο Γέροντας είχε μεγάλη αγάπη.- Γέροντα, ευλογείτε. Έχω έλθει με κάποιους φίλους μου. Μα περάσουν;
– Όχι. Μα φέρεις τον Στέφανο πρώτα.
-Ποιόν Στέφανο; είπε ο άνθρωπος απορώντας Και βγήκε να βεβαιωθεί. Επέστρεψε σε λίγο.
Δεν υπάρχει Στέφανος, Γέροντα.
Βρε, φέρε τον Στέφανο μέσα, έκανε χαμογελώντας ο παππούς,Και μπήκε τελικά ο Έτιέν (έτσι λέγεται ο Στέφανος στα γαλλικά), έμεινε για ώρα μόνος του με τον Γέροντα Και βγήκε έπειτα κλαίγοντας.
– Μου ανέλυσε όλη μου τη ζωή, από τότε πού γεννήθηκα μέχρι τώρα, πρόλαβε να πει ο άνθρωπος κι απομακρύνθηκε να μείνει μόνος με τις αποκαλύψεις πού του είχαν γίνει.
Ήταν κάποια γυναίκα πάμφτωχη σ’ ένα μικρό χωριό της Αιτωλοακαρνανίας Και είχε τρία παιδιά. Κατάφερε να τα μεγαλώσει με απίστευτες στερήσεις Και δυσκολίες, όμως με μια μοναδική αξιοπρέπεια. Ή κυρα-Βασιλική.
Πέθανε παραμονή της Παναγίας του 1998. Την επόμενη μέρα, 15 Αυγούστου, το φτηνό φέρετρο με τη σορό της ήταν πάνω στην καρότσα του μικρού αγροτικού ημιφορτηγού του ιερέα Και κατευθυνόταν προς το κοιμητήριο. Ακολουθούσαν μερικοί συγχωριανοί της Και συζητούσαν για τα βάσανα πού είχε περάσει, όταν ξάφνου ευωδίασε ο τόπος· χιλιάδες άνθη Και λουλούδια να υπήρχαν, δεν θα μύριζαν τόσο. Παραξενεύτηκαν Και απόρησαν. Δεν είχαν εξήγηση.
Ανάμεσα σ’ εκείνους πού τη συνόδευαν ήταν κι ένα πνευματικό παιδί του Γέροντα Αμβρόσιου, πού λίγες μέρες μετά πήγε Και του ανέφερε το γεγονός. Του είπε μόνο πώς μια γυναίκα πέθανε Και ευωδίασε ο τόπος. Εκείνος στην αρχή έμεινε σιωπηλός. Έπειτα μπήκε στο δωμάτιο του, έμεινε για λίγο Και επέστρεψε.
– Αυτή αγίασε, απάντησε. Και ξέρεις τον λόγο; Γιατί ποτέ στη ζωή της δεν παραπονέθηκε. Τέτοιους ανθρώπους θέλει ο θεός, για να γεμίσει τον Παράδεισο Και να κάνει τη Δευτέρα Παρουσία. Κατάλαβες;Ένας γιατρός, μετά από κάποια επίσκεψη του στο Μοναστήρι, όπου είχε ακούσει τον Γέροντα να του λέει πολλά για τη ζωή του, αναρωτιόταν αν αυτά ήταν αληθινά ή του τα έλεγε για ευχές. Βγήκε έξω ζαλισμένος. Συνάντησε μια μοναχή Και της εξέφρασε ψιθυριστά την αμφιβολία του:
– Αδελφή, ο Γέροντας τα λέει αυτά προφητικά ή τα λέει για να τα πει;
– Μα, τι είναι αυτά πού ακούω; αναπήδησε ξαφνιασμένη ή μοναχή.
– Συγγνώμη, αλλά καμιά φορά μπαίνει μέσα μας ή αμφιβολία, είπε αυτός Και επέστρεψε σε λίγο να πάρει την ευχή του πριν φύγει.
– Γεια σου, Γέροντα, ήρθα να σε χαιρετίσω Και να φύγω.
– Ποιος είσαι εσύ; τον άκουσε τότε να του λέει.
– τι ποιος είμαι, Γέροντα; Ό γιατρός είμαι, πού μιλάγαμε πριν απόλίγο, είπε ο άνθρωπος Και σκέφτηκε πώς ο παππούς είναι κουρασμένος
ή πώς άρχισε να «πέφτει» Και δεν θυμάται.
– Και τι ήρθες να κάνεις εδώ; επέμενε ο Γέροντας.
– Να πάρω την ευχή σου.
-Όμως γιατί ήρθες σ’ ένα Γέροντα πού τα λέει στην τύχη; είπε κοιτάζοντας τον κατευθείαν στα μάτια. Μα ξέρεις πώς όσα λέω δεν είναι δικά μου. Αυτός τα λέει. (Και του έδειξε την εικόνα του Κυρίου.) Δεν τα λέω εγώ. Ό Γέροντας αγαπούσε πολύ τα παιδιά Και λυπόταν, εάν κάποιο πονούσε ή υπήρχε περίπτωση να χαθεί.
Έτσι, όταν τον επισκέφθηκε κάποτε μια οικογένεια, γύρισε στον 1 2χρονο γιο Και του είπε:
– Καλός είσαι. Πας στην εκκλησία;
– Πάω.
– Εξομολογείσαι;
– Εξομολογούμαι.
– Ά, καλά. ‘Αλλά στα μπαράκια μην ξαναπάς. Πώς δεν πάει; επέμενε ο Γέροντας.
– Έχει πάει δύο φορές κι ετοιμάζεται ΝΑ ξαναπάει. Κι όπως στράφηκε προς το παιδί, εκείνο είπε με συστολή:
-Έ… Γέροντα, με πήγαν, εγώ δεν…
– Όποτε άρχισε αυτός να τους νουθετεί Και να λέει για τα νυχτερινά κέντρα πώς είναι ο τόπος ταφής των νέων.
«Εκεί ο διάολος είναι ακράτητος Και σκορπά θάνατο», τόνισε χαρακτηριστικά
Κάποια γυναίκα στο Ηράκλειο της Κρήτης εξομολογείτο στον Πνευματικό της Και συχνά του εξέφραζε μια μεγάλη επιθυμία:
– Πώς θα γίνει, πάτερ, ν’ αγαπήσω τον πλησίον μου, όπως τον εαυτό μου; Αυτό είναι δύσκολο πράγμα. Προσπαθώ, αλλά δεν τα καταφέρνω.
Και εκείνος τη συμβούλευε σχετικά για τον τρόπο πού έπρεπε ν’ ακολουθήσει, ώστε να φτάσει σ’ αυτό το σημείο.
Άλλα μια φορά, πού είχε πάει με τον άντρα της Και τον αδελφό της στο Δαδί, αφού είδαν τον Γέροντα, μίλησαν αρκετά Και ήρθε η ώρα να φύγουν, τον άκουσε να την αποχαιρετά, σχεδόν στο αυτί, με τα έξης λόγια:
– Άντε, Και σου εύχομαι ο Θεός να σε βοηθήσει ν’ αγαπήσεις τον πλησίον σου, όπως τον εαυτό σου.
Ένα πούλμαν με εκδρομείς κατευθυνόταν προς τις κατασκηνώσεις του Παρνασσού.
Περνώντας από τη Μονή Δαδιού, έκαναν μια σύντομη στάση Και εκεί συνάντησαν τον Γέροντα.
Αφού προσκύνησαν την Παναγία, τον πλησίασαν κι εκείνος τους μίλησε.
Επέμενε πολύ στη μετάνοια, στην εξομολόγηση Και στη θεία Κοινωνία.
Κάποιος όμως άπ’ τους επισκέπτες άρχισε να βρίζει τους Ιερείς Και να λέει μεταξύ άλλων:
– Εσείς οι παπάδες πρέπει να εξομολογείστε Και να μετανοείτε, πού κάνετε τόσα.
Αλλά τότε ο Γέροντας γύρισε προς το μέρος του, χτύπησε τη μαγκούρα που κρατούσε στο έδαφος και του είπε έντονα:
– Εσύ τολμάς να μιλάς έτσι για τους παπάδες, πού πέθανε ο αδελφός σου Και αδίκησες την οικογένεια του;
Ό άνθρωπος ταράχτηκε, κοκκίνισε, δεν άνοιξε πάλι το στόμα του Και βγαίνοντας άπ’ το Μοναστήρι πήγε στην πηγή με το κρύο νερό πού τρέχει Και δροσίζει τους περαστικούς, για να βρέξει το πρόσωπο του Και να συνέλθει.
Στο μεταξύ, ο Γέροντας πλησίασε κάποιον άλλον επισκέπτη, τον αγκάλιασε Και του είπε:
-Εσύ είσαι καλός άνθρωπος. Έλα όμως να σου πω κάτι, να το διορθώσεις. Και τον πήρε παράμερα Και τον συμβούλεψε.Πήγε ο Γέροντας σε κάποιο Μοναστήρι μ’ ένα νέο ιερέα, πνευματικό του παιδί, για να προσκυνήσουν.
Στο αρχονταρίκι πού κάθισαν, υπήρχε μία παλιά φωτογραφία μοναχών της Μονής.
Την ώρα πού έπιναν τον καφέ έπιασε τη φωτογραφία και του είπε στο αυτί, δείχνοντας ένα μοναχό από τους 20 περίπου πού εικονίζονταν:
– Τους βλέπεις; Μόνο αυτός σώθηκε.Ένας άνδρας έκανε στη γυναίκα του για κάποια περίοδο μια ιδιαίτερη γκριμάτσα, κοροϊδευτική, πού πολλές φορές μετά το ξεχνούσε. Φθάνοντας μια μέρα στο Μοναστήρι, πήγε μπροστά του ο Γέροντας Και άρχισε συνέχεια να του κάνει την ίδια γκριμάτσα, την οποία έκανε αυτός στη γυναίκα του.
– Σου αρέσει; τον ρώτησε μετά γελώντας.Το 1990, στη διάρκεια μιας θείας Λειτουργίας ζήτησε από ένα πνευματικό του παιδί πού τον είχε επισκεφθεί στο Μοναστήρι να διαβάσει κατά την ώρα της Προθέσεως τα ονόματα των ανθρώπων, τους οποίους ο συγκεκριμένος νέος (μετέπειτα κληρικός) είχε φέρει να διαβαστούν Και ευλογηθούν – τους γνώριζε προσωπικά, «Άρχισε, λοιπόν, αυτός να τα διαβάζει.
Μόλις όμως έφτασε σε μια οικογένεια πού είχε 4 παιδιά Και περνούσε δυσκολίες, ο Γέροντας, χωρίς κανείς να τον έχει πληροφορήσει σχετικά, είπε ξαφνικά:
– Τώρα εδώ σταματάμε. Αυτός ο πατέρας Και αυτή ή μάνα έχουν μεγάλη ανάγκη. Πρέπει να κάνουμε πολλή προσευχή. ‘Ά, μεγάλη ανάγκη εδώ!
Κάποτε, ένα άλλο πνευματικό του παιδί είχε τα ονόματα πού επρόκειτο να διαβαστούν γραμμένα σ’ ένα χαρτί, ζώντες Και κεκοιμημένους. Όταν βγήκε ο Γέροντας στην Ωραία Πύλη, επειδή δεν έβλεπε καλά, του έδωσε το χαρτί να διαβάσει. Εκείνος ξεκίνησε με τους ζώντες. Όταν όμως τελείωσαν Οι ζώντες, δεν έκανε μια παύση, ώστε να πει ο Ιερέας «έτι δεόμεθα υπέρ των κεκοιμημένων αδελφών…», αλλά πήγε αμέσως στους κεκοιμημένους.
– Στοπ! του φώναξε τότε ο Γέροντας, πού Και δεν έβλεπε το χαρτί, ώστε να τους ξεχωρίζει, Και δεν γνώριζε κάτι για την κατάσταση του καθενός.
Κι αφού διάβασε τη δέηση υπέρ των κεκοιμημένων, έκανε νόημα στο πνευματικό του παιδί ν’ αρχίσει να διαβάζει τα ονόματα τους.Μια φορά, ένας νέος επιστήμονας έδωσε χρήματα από τον μισθό του, πού μόλις είχε πάρει, σε κάποιον ο όποιος είχε ανάγκη. Δεν είπε πουθενά το παραμικρό για την ενέργεια του Και ξεκίνησε για το Μοναστήρι. Εκεί ο Γέροντας, μόλις τον είδε, του είπε:
– Αυτά πού έδωσες ή Παναγία θα στα δώσει πίσω. Ή Παναγία χαίρεται Και ότι δίνεις θα στο επιστρέφει. Αυτό να ξέρεις στη ζωή σου.
Και πράγματι, το ίδιο ακριβώς ποσόν πού είχε προσφέρει ο άνθρωπος το έλαβε πίσω μετά από δύο μέρες μ’ έναν εντελώς αναπάντεχο τρόπο από ένα «τυχαίο» κέρδος.Όταν νοσηλευόταν στον «Ευαγγελισμό», ένα πρωί ή νοσηλεύτρια του έφερε τα φάρμακα του. Όμως εκείνος έβρισκε αφορμή Και καθυστερούσε να τα πάρει. Δεν έδειχνε απροθυμία, αλλά με γλυκό τρόπο το απέφευγε.
Αφού πέρασε μισή ώρα περίπου, έφθασε ή ίδια νοσηλεύτρια σε κατάσταση πανικού Και ρώτησε το πνευματικό του παιδί, το όποιο βοηθούσε τον Γέροντα, αν πήρε τα χάπια του. Όταν πήρε αρνητική απάντηση, είπε ανακουφισμένη:
– Ευτυχώς, γιατί ήταν άλλου ασθενούς. Έκανα λάθος Και αυτά πού του είχα φέρει ήταν βαριά φάρμακα. Τους έδωσε τα δικά του, Και αυτή τη φορά ο Γέροντας τα πήρε αμέσως, χωρίς να φέρει εμπόδιο
Κάποια φορά, εξηγούσε σε μια συντροφιά το σημείο στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο, οπού αναφέρει ότι «είναι αδύνατον, μέσα στον διεφθαρμένο Και πονηρό αυτό κόσμο, να μην έρθουν τα σκάνδαλα Και Οι πειρασμοί» (Κεφ. 12 ‘ ). Με το πού το άκουσε αυτό ένα πνευματικό του παιδί, του γεννήθηκε στο μυαλό ή απορία «γιατί είναι ανάγκη να έρθουν τα σκάνδαλα». Και μάλιστα τόσο έντονα το σκεφτόταν, ώστε έπαψε να παρακολουθεί την εξήγηση του Ευαγγελίου. Άλλα τότε ο Γέροντας σταμάτησε ξαφνικά τον λόγο, γύρισε προς το μέρος του Και του είπε με έμφαση, αφού είχε διαβάσει τη σκέψη του:
– Είναι ανάγκη να έρθουν τα σκάνδαλα γι’ αυτούς τους λόγους.
Τους οποίους λόγους εξήγησε, λύνοντας έτσι την απορία του, Και μετά συνέχισε την ερμηνεία του Ευαγγελίου.Στο ίδιο Μοναστήρι, λίγο νωρίτερα είχαν συναντήσει την ώρα πού πήγαν να μπουν έναν άντρα γύρω στα 65 με 70, ο όποιος με το πού τον είδε του είπε:
– Την ευχή σου, Γέροντα.
– Εσύ τι κάνεις; τι είσαι εσύ εδώ; γύρισε αμέσως Και τον ρώτησεεκείνος.
– Εγώ βοηθάω το Μοναστήρι Και μένω εδώ, αλλά δεν είμαι μοναχός.
– Όχι, να γίνεις μοναχός. Να βάλεις το ράσο, για να σωθείς.
– Γέροντα, εγώ τι να σωθώ; Εντάξει είμαι εδώ πέρα, βοηθάω τουςΠατέρες κ.λπ.
– Ακούς τι σου λέω; Να βάλεις το ράσο σου, να μπεις στο Μοναστήρι, για να σωθείς.
-Έ, τι να βάλω εγώ σε τέτοια ηλικία; επέμενε ο άλλος.
Όποτε τον πλησίασε Και του είπε κάνοντας την κίνηση με την παλάμη, βάζοντας την στον λαιμό του:
– Δεν μου λες, πόσους έσφαξες στην Κατοχή;
Ό άλλος κοκάλωσε. Άρχισε ν’ αλλάζει χρώματα. Έσκυψε το κεφάλι Και ‘ίσα πού μπόρεσε ν’ αρθρώσει:
– Καλά, Γέροντα, ευλόγησαν.
Μετά πήγε πίσω από τον ιερέα πού συνόδευε τον Γέροντα Και κάποια στιγμή τον ρώτησε με αγωνία:
– Ποιος είναι αυτός;
– Άστο τώρα. Κάνε ό,τι σου είπε Και άστο. Μη μιλάς καθόλου, του είπε εκείνος.
Και αυτό όχι μόνο επί γης σε οποιαδήποτε απόσταση, Και στην πιο μακρινή, αλλά και σε άλλον πλανήτη. Τα περιστατικά πού ακολουθούν φανερώνουν ότι ο Θεός είχε δώσει αυτό το χάρισμα στον Γέροντα Αμβρόσιο.
Μια μέρα, ξεκίνησαν για το Μοναστήρι από την Αθήνα δύο γυναίκες. Ή μία γνώριζε τον Γέροντα. Ή άλλη τον επισκεπτόταν για πρώτη φορά Και είχε στο πορτοφόλι τις φωτογραφίες των δύο αγοριών της. Είχε τη μεγάλη επιθυμία να τις ευλογήσει ο Γέροντας. Μόλις μπήκαν στο κελί του, μετά τον χαιρετισμό γύρισε Και της είπε, χωρίς άλλη κουβέντα:
– Δώσε μου, να σου σταυρώσω τα κλαδάκια σου! …
Μια Κυριακή, ο Γέροντας ήταν στο Μοναστήρι Και λειτουργούσε. Από το μέρος αυτό έβλεπε τη χειροτονία σε διάκονο ενός πνευματικού του παιδιού στην Κρήτη. Και την ώρα πού τελείωνε ή χειροτονία Και φώναξε ο Επίσκοπος «Άξιος!», βγήκε ο Γέροντας από το Ιερό, στάθηκε μπροστά στην Ωραία Πύλη Και είπε δυνατά:
– Άξιος! Άξιος! Άξιος! Οι άνθρωποι στο εκκλησίασμα ξαφνιάστηκαν, δεν ήξεραν τι να υποθέσουν, αλλά εκείνος μετά τους καθησύχασε:
Αυτή την ώρα χειροτονείται ένα δικό μου παιδί Και φώναξα κι εγώ, ήταν τα λόγια του.
Ένας άνδρας από τη Ρόδο συνήθιζε να γονατίζει από σεβασμό, όταν επικοινωνούσε τηλεφωνικώς με τον Γέροντα. Άλλα μια μέρα πού τον είχε πάρει να ζητήσει ευχή για τον ίδιο Και για το παιδί του, τον άκουσε να ρωτά:
– Δεν μου λες, ποιος είναι πίσω σου, στο δεξιό μέρος;Ό άνθρωπος κοίταξε, αλλά δεν είδε κάποιον.
– Κανένας, Γέροντα.
– Κανένας, ε; Δεν είναι ο Κύριος;
Ό άλλος τότε πρόσεξε. Υπήρχε όντως στον τοίχο μία εικόνα του Κυρίου εσταυρωμένου.
– Ναι, Γέροντα, ψέλλισε.
-Ε, άπ’ Αυτόν να ζητάς την ευχή Και την προστασία Και σ’ Αυτόν να γονατίζεις Και να προσεύχεσαι, του απάντησε από το Δαδί εκείνος, πού, εννοείται, δεν ήξερε τίποτε για το πώς συμπεριφέρεται ο άνθρωπος ή για το πως είναι διαμορφωμένο το εσωτερικό του σπιτιού του.Κάποτε επισκέφτηκε το Μοναστήρι μια συντροφιά από τη Χαλκίδα. Μεταξύ αυτών ήταν Και μία γυναίκα, ή οποία πολύ ευλαβείτο τον Γέροντα. Κάποια στιγμή μπήκαν στο κελί του, περιγελώντας Και αμφισβητώντας τον, ο άνδρας της κι ένας φίλος του. Ή γυναίκα περίμενε άπ’ έξω με μεγάλη ανυπομονησία. Όπως μπήκαν, έτσι Και βγήκαν γελούσαν Και ειρωνεύονταν.
Αυτή απόρησε. Και μπήκε μέσα, να δείτε είχε συμβεί. Ό Γέροντας της είπε:
– Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου. Ήρθαν χωρίς διάθεση. Κούτσουρα ήρθαν Και κούτσουρα έφυγαν.
– Μια μέρα τον επισκέφθηκαν τέσσερις νέοι, τρεις Έλληνες Και ένας κατά το ήμισυ Έλληνας Και κατά το άλλο ήμισυ Γάλλος. Μπήκε πρώτος στο κελί του ο ένας Έλληνας, στον όποιο ο Γέροντας είχε μεγάλη αγάπη.- Γέροντα, ευλογείτε. Έχω έλθει με κάποιους φίλους μου. Μα περάσουν;
– Όχι. Μα φέρεις τον Στέφανο πρώτα.
-Ποιόν Στέφανο; είπε ο άνθρωπος απορώντας Και βγήκε να βεβαιωθεί. Επέστρεψε σε λίγο.
Δεν υπάρχει Στέφανος, Γέροντα.
Βρε, φέρε τον Στέφανο μέσα, έκανε χαμογελώντας ο παππούς,Και μπήκε τελικά ο Έτιέν (έτσι λέγεται ο Στέφανος στα γαλλικά), έμεινε για ώρα μόνος του με τον Γέροντα Και βγήκε έπειτα κλαίγοντας.
– Μου ανέλυσε όλη μου τη ζωή, από τότε πού γεννήθηκα μέχρι τώρα, πρόλαβε να πει ο άνθρωπος κι απομακρύνθηκε να μείνει μόνος με τις αποκαλύψεις πού του είχαν γίνει.
Ήταν κάποια γυναίκα πάμφτωχη σ’ ένα μικρό χωριό της Αιτωλοακαρνανίας Και είχε τρία παιδιά. Κατάφερε να τα μεγαλώσει με απίστευτες στερήσεις Και δυσκολίες, όμως με μια μοναδική αξιοπρέπεια. Ή κυρα-Βασιλική.
Πέθανε παραμονή της Παναγίας του 1998. Την επόμενη μέρα, 15 Αυγούστου, το φτηνό φέρετρο με τη σορό της ήταν πάνω στην καρότσα του μικρού αγροτικού ημιφορτηγού του ιερέα Και κατευθυνόταν προς το κοιμητήριο. Ακολουθούσαν μερικοί συγχωριανοί της Και συζητούσαν για τα βάσανα πού είχε περάσει, όταν ξάφνου ευωδίασε ο τόπος· χιλιάδες άνθη Και λουλούδια να υπήρχαν, δεν θα μύριζαν τόσο. Παραξενεύτηκαν Και απόρησαν. Δεν είχαν εξήγηση.
Ανάμεσα σ’ εκείνους πού τη συνόδευαν ήταν κι ένα πνευματικό παιδί του Γέροντα Αμβρόσιου, πού λίγες μέρες μετά πήγε Και του ανέφερε το γεγονός. Του είπε μόνο πώς μια γυναίκα πέθανε Και ευωδίασε ο τόπος. Εκείνος στην αρχή έμεινε σιωπηλός. Έπειτα μπήκε στο δωμάτιο του, έμεινε για λίγο Και επέστρεψε.
– Αυτή αγίασε, απάντησε. Και ξέρεις τον λόγο; Γιατί ποτέ στη ζωή της δεν παραπονέθηκε. Τέτοιους ανθρώπους θέλει ο θεός, για να γεμίσει τον Παράδεισο Και να κάνει τη Δευτέρα Παρουσία. Κατάλαβες;Ένας γιατρός, μετά από κάποια επίσκεψη του στο Μοναστήρι, όπου είχε ακούσει τον Γέροντα να του λέει πολλά για τη ζωή του, αναρωτιόταν αν αυτά ήταν αληθινά ή του τα έλεγε για ευχές. Βγήκε έξω ζαλισμένος. Συνάντησε μια μοναχή Και της εξέφρασε ψιθυριστά την αμφιβολία του:
– Αδελφή, ο Γέροντας τα λέει αυτά προφητικά ή τα λέει για να τα πει;
– Μα, τι είναι αυτά πού ακούω; αναπήδησε ξαφνιασμένη ή μοναχή.
– Συγγνώμη, αλλά καμιά φορά μπαίνει μέσα μας ή αμφιβολία, είπε αυτός Και επέστρεψε σε λίγο να πάρει την ευχή του πριν φύγει.
– Γεια σου, Γέροντα, ήρθα να σε χαιρετίσω Και να φύγω.
– Ποιος είσαι εσύ; τον άκουσε τότε να του λέει.
– τι ποιος είμαι, Γέροντα; Ό γιατρός είμαι, πού μιλάγαμε πριν απόλίγο, είπε ο άνθρωπος Και σκέφτηκε πώς ο παππούς είναι κουρασμένος
ή πώς άρχισε να «πέφτει» Και δεν θυμάται.
– Και τι ήρθες να κάνεις εδώ; επέμενε ο Γέροντας.
– Να πάρω την ευχή σου.
-Όμως γιατί ήρθες σ’ ένα Γέροντα πού τα λέει στην τύχη; είπε κοιτάζοντας τον κατευθείαν στα μάτια. Μα ξέρεις πώς όσα λέω δεν είναι δικά μου. Αυτός τα λέει. (Και του έδειξε την εικόνα του Κυρίου.) Δεν τα λέω εγώ. Ό Γέροντας αγαπούσε πολύ τα παιδιά Και λυπόταν, εάν κάποιο πονούσε ή υπήρχε περίπτωση να χαθεί.
Έτσι, όταν τον επισκέφθηκε κάποτε μια οικογένεια, γύρισε στον 1 2χρονο γιο Και του είπε:
– Καλός είσαι. Πας στην εκκλησία;
– Πάω.
– Εξομολογείσαι;
– Εξομολογούμαι.
– Ά, καλά. ‘Αλλά στα μπαράκια μην ξαναπάς. Πώς δεν πάει; επέμενε ο Γέροντας.
– Έχει πάει δύο φορές κι ετοιμάζεται ΝΑ ξαναπάει. Κι όπως στράφηκε προς το παιδί, εκείνο είπε με συστολή:
-Έ… Γέροντα, με πήγαν, εγώ δεν…
– Όποτε άρχισε αυτός να τους νουθετεί Και να λέει για τα νυχτερινά κέντρα πώς είναι ο τόπος ταφής των νέων.
«Εκεί ο διάολος είναι ακράτητος Και σκορπά θάνατο», τόνισε χαρακτηριστικά
Κάποια γυναίκα στο Ηράκλειο της Κρήτης εξομολογείτο στον Πνευματικό της Και συχνά του εξέφραζε μια μεγάλη επιθυμία:
– Πώς θα γίνει, πάτερ, ν’ αγαπήσω τον πλησίον μου, όπως τον εαυτό μου; Αυτό είναι δύσκολο πράγμα. Προσπαθώ, αλλά δεν τα καταφέρνω.
Και εκείνος τη συμβούλευε σχετικά για τον τρόπο πού έπρεπε ν’ ακολουθήσει, ώστε να φτάσει σ’ αυτό το σημείο.
Άλλα μια φορά, πού είχε πάει με τον άντρα της Και τον αδελφό της στο Δαδί, αφού είδαν τον Γέροντα, μίλησαν αρκετά Και ήρθε η ώρα να φύγουν, τον άκουσε να την αποχαιρετά, σχεδόν στο αυτί, με τα έξης λόγια:
– Άντε, Και σου εύχομαι ο Θεός να σε βοηθήσει ν’ αγαπήσεις τον πλησίον σου, όπως τον εαυτό σου.
Ένα πούλμαν με εκδρομείς κατευθυνόταν προς τις κατασκηνώσεις του Παρνασσού.
Περνώντας από τη Μονή Δαδιού, έκαναν μια σύντομη στάση Και εκεί συνάντησαν τον Γέροντα.
Αφού προσκύνησαν την Παναγία, τον πλησίασαν κι εκείνος τους μίλησε.
Επέμενε πολύ στη μετάνοια, στην εξομολόγηση Και στη θεία Κοινωνία.
Κάποιος όμως άπ’ τους επισκέπτες άρχισε να βρίζει τους Ιερείς Και να λέει μεταξύ άλλων:
– Εσείς οι παπάδες πρέπει να εξομολογείστε Και να μετανοείτε, πού κάνετε τόσα.
Αλλά τότε ο Γέροντας γύρισε προς το μέρος του, χτύπησε τη μαγκούρα που κρατούσε στο έδαφος και του είπε έντονα:
– Εσύ τολμάς να μιλάς έτσι για τους παπάδες, πού πέθανε ο αδελφός σου Και αδίκησες την οικογένεια του;
Ό άνθρωπος ταράχτηκε, κοκκίνισε, δεν άνοιξε πάλι το στόμα του Και βγαίνοντας άπ’ το Μοναστήρι πήγε στην πηγή με το κρύο νερό πού τρέχει Και δροσίζει τους περαστικούς, για να βρέξει το πρόσωπο του Και να συνέλθει.
Στο μεταξύ, ο Γέροντας πλησίασε κάποιον άλλον επισκέπτη, τον αγκάλιασε Και του είπε:
-Εσύ είσαι καλός άνθρωπος. Έλα όμως να σου πω κάτι, να το διορθώσεις. Και τον πήρε παράμερα Και τον συμβούλεψε.Πήγε ο Γέροντας σε κάποιο Μοναστήρι μ’ ένα νέο ιερέα, πνευματικό του παιδί, για να προσκυνήσουν.
Στο αρχονταρίκι πού κάθισαν, υπήρχε μία παλιά φωτογραφία μοναχών της Μονής.
Την ώρα πού έπιναν τον καφέ έπιασε τη φωτογραφία και του είπε στο αυτί, δείχνοντας ένα μοναχό από τους 20 περίπου πού εικονίζονταν:
– Τους βλέπεις; Μόνο αυτός σώθηκε.Ένας άνδρας έκανε στη γυναίκα του για κάποια περίοδο μια ιδιαίτερη γκριμάτσα, κοροϊδευτική, πού πολλές φορές μετά το ξεχνούσε. Φθάνοντας μια μέρα στο Μοναστήρι, πήγε μπροστά του ο Γέροντας Και άρχισε συνέχεια να του κάνει την ίδια γκριμάτσα, την οποία έκανε αυτός στη γυναίκα του.
– Σου αρέσει; τον ρώτησε μετά γελώντας.Το 1990, στη διάρκεια μιας θείας Λειτουργίας ζήτησε από ένα πνευματικό του παιδί πού τον είχε επισκεφθεί στο Μοναστήρι να διαβάσει κατά την ώρα της Προθέσεως τα ονόματα των ανθρώπων, τους οποίους ο συγκεκριμένος νέος (μετέπειτα κληρικός) είχε φέρει να διαβαστούν Και ευλογηθούν – τους γνώριζε προσωπικά, «Άρχισε, λοιπόν, αυτός να τα διαβάζει.
Μόλις όμως έφτασε σε μια οικογένεια πού είχε 4 παιδιά Και περνούσε δυσκολίες, ο Γέροντας, χωρίς κανείς να τον έχει πληροφορήσει σχετικά, είπε ξαφνικά:
– Τώρα εδώ σταματάμε. Αυτός ο πατέρας Και αυτή ή μάνα έχουν μεγάλη ανάγκη. Πρέπει να κάνουμε πολλή προσευχή. ‘Ά, μεγάλη ανάγκη εδώ!
Κάποτε, ένα άλλο πνευματικό του παιδί είχε τα ονόματα πού επρόκειτο να διαβαστούν γραμμένα σ’ ένα χαρτί, ζώντες Και κεκοιμημένους. Όταν βγήκε ο Γέροντας στην Ωραία Πύλη, επειδή δεν έβλεπε καλά, του έδωσε το χαρτί να διαβάσει. Εκείνος ξεκίνησε με τους ζώντες. Όταν όμως τελείωσαν Οι ζώντες, δεν έκανε μια παύση, ώστε να πει ο Ιερέας «έτι δεόμεθα υπέρ των κεκοιμημένων αδελφών…», αλλά πήγε αμέσως στους κεκοιμημένους.
– Στοπ! του φώναξε τότε ο Γέροντας, πού Και δεν έβλεπε το χαρτί, ώστε να τους ξεχωρίζει, Και δεν γνώριζε κάτι για την κατάσταση του καθενός.
Κι αφού διάβασε τη δέηση υπέρ των κεκοιμημένων, έκανε νόημα στο πνευματικό του παιδί ν’ αρχίσει να διαβάζει τα ονόματα τους.Μια φορά, ένας νέος επιστήμονας έδωσε χρήματα από τον μισθό του, πού μόλις είχε πάρει, σε κάποιον ο όποιος είχε ανάγκη. Δεν είπε πουθενά το παραμικρό για την ενέργεια του Και ξεκίνησε για το Μοναστήρι. Εκεί ο Γέροντας, μόλις τον είδε, του είπε:
– Αυτά πού έδωσες ή Παναγία θα στα δώσει πίσω. Ή Παναγία χαίρεται Και ότι δίνεις θα στο επιστρέφει. Αυτό να ξέρεις στη ζωή σου.
Και πράγματι, το ίδιο ακριβώς ποσόν πού είχε προσφέρει ο άνθρωπος το έλαβε πίσω μετά από δύο μέρες μ’ έναν εντελώς αναπάντεχο τρόπο από ένα «τυχαίο» κέρδος.Όταν νοσηλευόταν στον «Ευαγγελισμό», ένα πρωί ή νοσηλεύτρια του έφερε τα φάρμακα του. Όμως εκείνος έβρισκε αφορμή Και καθυστερούσε να τα πάρει. Δεν έδειχνε απροθυμία, αλλά με γλυκό τρόπο το απέφευγε.
Αφού πέρασε μισή ώρα περίπου, έφθασε ή ίδια νοσηλεύτρια σε κατάσταση πανικού Και ρώτησε το πνευματικό του παιδί, το όποιο βοηθούσε τον Γέροντα, αν πήρε τα χάπια του. Όταν πήρε αρνητική απάντηση, είπε ανακουφισμένη:
– Ευτυχώς, γιατί ήταν άλλου ασθενούς. Έκανα λάθος Και αυτά πού του είχα φέρει ήταν βαριά φάρμακα. Τους έδωσε τα δικά του, Και αυτή τη φορά ο Γέροντας τα πήρε αμέσως, χωρίς να φέρει εμπόδιο
Κάποια φορά, εξηγούσε σε μια συντροφιά το σημείο στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο, οπού αναφέρει ότι «είναι αδύνατον, μέσα στον διεφθαρμένο Και πονηρό αυτό κόσμο, να μην έρθουν τα σκάνδαλα Και Οι πειρασμοί» (Κεφ. 12 ‘ ). Με το πού το άκουσε αυτό ένα πνευματικό του παιδί, του γεννήθηκε στο μυαλό ή απορία «γιατί είναι ανάγκη να έρθουν τα σκάνδαλα». Και μάλιστα τόσο έντονα το σκεφτόταν, ώστε έπαψε να παρακολουθεί την εξήγηση του Ευαγγελίου. Άλλα τότε ο Γέροντας σταμάτησε ξαφνικά τον λόγο, γύρισε προς το μέρος του Και του είπε με έμφαση, αφού είχε διαβάσει τη σκέψη του:
– Είναι ανάγκη να έρθουν τα σκάνδαλα γι’ αυτούς τους λόγους.
Τους οποίους λόγους εξήγησε, λύνοντας έτσι την απορία του, Και μετά συνέχισε την ερμηνεία του Ευαγγελίου.Στο ίδιο Μοναστήρι, λίγο νωρίτερα είχαν συναντήσει την ώρα πού πήγαν να μπουν έναν άντρα γύρω στα 65 με 70, ο όποιος με το πού τον είδε του είπε:
– Την ευχή σου, Γέροντα.
– Εσύ τι κάνεις; τι είσαι εσύ εδώ; γύρισε αμέσως Και τον ρώτησεεκείνος.
– Εγώ βοηθάω το Μοναστήρι Και μένω εδώ, αλλά δεν είμαι μοναχός.
– Όχι, να γίνεις μοναχός. Να βάλεις το ράσο, για να σωθείς.
– Γέροντα, εγώ τι να σωθώ; Εντάξει είμαι εδώ πέρα, βοηθάω τουςΠατέρες κ.λπ.
– Ακούς τι σου λέω; Να βάλεις το ράσο σου, να μπεις στο Μοναστήρι, για να σωθείς.
-Έ, τι να βάλω εγώ σε τέτοια ηλικία; επέμενε ο άλλος.
Όποτε τον πλησίασε Και του είπε κάνοντας την κίνηση με την παλάμη, βάζοντας την στον λαιμό του:
– Δεν μου λες, πόσους έσφαξες στην Κατοχή;
Ό άλλος κοκάλωσε. Άρχισε ν’ αλλάζει χρώματα. Έσκυψε το κεφάλι Και ‘ίσα πού μπόρεσε ν’ αρθρώσει:
– Καλά, Γέροντα, ευλόγησαν.
Μετά πήγε πίσω από τον ιερέα πού συνόδευε τον Γέροντα Και κάποια στιγμή τον ρώτησε με αγωνία:
– Ποιος είναι αυτός;
– Άστο τώρα. Κάνε ό,τι σου είπε Και άστο. Μη μιλάς καθόλου, του είπε εκείνος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου