Γεωργίου Μπαμπινιώτη, Πρυτάνεως Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Ἔχουμε, ἀλήθεια, σκεφτεῖ γιατί μιά γιορτή Παιδείας, ἕνας κατ' ἐξοχήν ἑορτασμός τοῦ πνεύματος, τῆς γνώσης καί τῆς καλλιέργειας ταυτίζεται στήν Ἑλλάδα μέ μιά γιορτή θρησκευτική, μιά γιορτή τιμῆς πρός τούς θεμελιωτές τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστης; Γιατί συνεορτάζονται Παιδεία καί Τρεῖς Ἱεράρχες καί ὄχι λ.χ. Παιδεία καί πατριάρχης Φώτιος, μιά μεγάλη παιδευτική μορφή τοῦ Βυζαντίου, ἤ Παιδεία καί Εὐστάθιος ἤ Παιδεία καί Εὐγένιος Βούλγαρης; Εἶναι σύμπτωση; Εἶναι συμβολισμός; Εἶναι ἰδεολόγημα; Ἡ δική μου ἐκτίμηση εἶναι ὅτι ὁ συνεορτασμός αὐτός ὄχι μόνον δέν εἶναι συμπτωματικός ἤ προϊόν ἰδεολογήματος, ἀλλά εἶναι συσχετισμός οὐσίας, ἀπόρροια βαθύτερης πνευματικῆς καί πολιτισμικῆς σχέσης ταυτότητας καί ἱστορικῆς συνείδησης αὐτῆς τῆς χώρας.
Θεωρῶ ὅτι ὁ συνεορτασμός πηγάζει ἀπό μιά σαφή πολιτισμική παραδοχή καί ἐκδοχή τῆς Παιδείας μας: ὅτι ἡ ἑλληνική Παιδεία στηρίχτηκε σέ δύο παιδευτικούς ἄξονες, στόν ὀρθολογισμό καί στήν ὀρθοδοξία. Μέ ἄλλους ὅρους, στηρίχτηκε: στή σπουδή τῆς ἑλληνικῆς ὀρθολογικῆς σκέψης, ὅπως θεμελιώθηκε στά μεγάλα κείμενα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς διανόησης, καί στή σπουδή τῆς χριστιανικῆς ὀρθόδοξης πίστης, ὅπως θεμελιώνεται στή διδασκαλία τῆς Κ. Διαθήκης καί ἑρμηνεύεται στά μεγάλα κείμενα τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, στά κείμενα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἡ ἑλληνική σύλληψη τῆς Σχολικῆς Ἐκπαίδευσης συνδυάζει ἀπό παλιά δύο παιδευτικές ἀρχές: τήν ἑλληνικότητα καί τή χριστιανική πίστη, ὅ,τι ὀνομάσθηκε ἑλληνοχριστιανικό ἰδεῶδες. Πρόκειται γιά ἕνα ἰδεῶδες, πού δέν ἀμφισβητήθηκε βεβαίως, ὅταν τό ὑποστήριζε ὁ Νεοελληνικός Διαφωτισμός μέ ἐπικεφαλῆς τόν Κοραή καί τούς Διδασκάλους τοῦ Γένους, ἱερωμένους τούς περισσότερους (τόν Εὐγένιο Βούλγαρη, τόν Νεόφυτο Δούκα, τόν Ἄνθιμο Γαζῆ, τόν Κωνσταντῖνο Οἰκονόμο, τόν Νεόφυτο Βάμβα κ.ἄ.), οὔτε ὅταν τό ὑποστήριξαν ὁ Μακρυγιάννης, ὁ Κολοκοτρώνης καί ἄλλοι ἀγωνιστές. Ἀμφισβητήθηκε ἀργότερα, ὅταν παρασυνδέθηκε μ' ἕναν ἔντονο συντηρησμό στήν ἐκπαιδευτική πράξη, καί ὡς ὅρος ἀπαξιώθηκε συγκυριακά ὅταν χρησιμοποιήθηκε προπαγανδιστικά στή δικτατορία τοῦ Παπαδόπουλου ὡς ἐθνικιστικό σύνθημα. Τά πάντα, εἶναι γνωστό, μποροῦν νά στρεβλωθοῦν καί νά ἀπαξιωθοῦν, ἄν ἀποτελέσουν ἀντικείμενο σκοπιμοτήτων καί προκάλυμμα διαφορετικῶν προθέσεων. Σήμερα εἶναι, νομίζω, πλέον καιρός ἡ λέξη ἑλληνοχριστιανικός νά "ἀποχαρακτηρισθεῖ" πολιτικά καί ἰδεολογικά, μέ ἐξαίρεση τίς ἱστορικές ἀναφορές στήν περίοδο τῆς Ἑπταετίας, καί νά ἐπανακτήσει τό πρωτογενές καί οὐσιαστικό ἐννοιολογικό καί σημασιολογικό περιεχόμενό της, πού εἶναι ἡ ἀναφορά στό δίπολο ἑλληνικότητας καί χριστιανισμοῦ, κλασικοῦ ἑλληνικοῦ ὀρθολογισμοῦ καί χριστιανικῆς ὀρθοδοξίας.
Κι αὐτό γιατί οἱ τρεῖς αὐτοί γίγαντες τῆς πατερικῆς θεολογίας μέσα ἀπό τή βαθιά χριστιανική τους πίστη καί τό θεϊκό χάρισμα, "τή θεία χάρη" νά ἀποτελέσουν τούς κύριους καί αὐθεντικούς (μετά τόν Παῦλο) ἑρμηνευτές τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, νά ὁρίσουν τήν ὀρθόδοξη διάσταση τοῦ Χριστιανισμοῦ, εἶχαν τό πρόσθετο προνόμιο νά ἀκονήσουν τό πνεῦμα τους στά μεγάλα κείμενα τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί τῆς ρητορικῆς, σέ γλώσσα ἑλληνική καί σέ μεγάλες Σχολές τοῦ Ἑλληνισμοῦ, στή Φιλοσοφική Σχολή τῶν Ἀθηνῶν ὁ Βασίλειος καί ὁ Γρηγόριος, στήν Ἀντιόχεια κοντά στόν Λιβάνιο ὁ Ἰωάννης. Ἔτσι, ἦταν λογικό νά γίνουν καί οἱ φυσικοί ὑποστηρικτές τῆς παιδευτικῆς σύζευξης τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων μέ τά χριστιανικά διδάγματα τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Μέ τή θητεία τους στά ἑλληνικά γράμματα δέν ἀπαρνήθηκαν τήν ἴδια τους τήν ὕπαρξη, τή χριστιανική πίστη, μέ τήν ὁποία ταυτίστηκαν καί τήν ὁποία ὑπερασπίστηκαν καί στερέωσαν μέ τήν ἴδια τή ζωή καί τό ἔργο τους. Οὔτε ὅμως πρόδωσαν τήν καλλιέργεια πού ἀπέκτησαν ἀπό τήν ἀναστροφή τους μέ τόν ἑλληνικό στοχασμό. Αὐτοί ἦταν πού τόλμησαν νά ὑποστηρίξουν τήν ἀνάγκη ἐπαφῆς τοῦ Χριστιανοῦ, ἰδίως τῶν νέων, μέ τήν ἑλληνική παιδεία, μέ τά ἑλληνικά κείμενα: "καί ποιηταῖς καί λογοποιοῖς καί ρήτορσι καί πᾶσιν ἀνθρώποις ὁμιλητέον, ὅθεν ἄν μέλλη πρός τήν τῆς ψυχῆς ἐπιμέλειαν ὠφέλειάν τις ἔσεσθαι". Ὁ Μ. Βασίλειος δέν διστάζει νά πεῖ γιά τόν Ὅμηρο: "πᾶσα μέν ἡ ποίησις τῷ Ὁμήρῳ ἀρετῆς ἐστιν ἔπαινος, καί πάντα αὐτῷ πρός τοῦτο φέρει". Καί χρειάζεται θάρρος γιά νά χαρακτηρίσει κανείς ὡς ἀπληροφόρητους, ὡς "κακῶς εἰδότες", ὅσους θεωροῦν "τήν ἔξωθεν (παιδείαν, δηλ. τήν θύραθεν, τήν ἑλληνική) ὡς ἐπίβουλον καί σφαλεράν καί Θεοῦ πόρρω βάλλουσαν" καί νά λέει ἀπαξιωτικά "οὔκουν ἀτιμαστέον τήν παίδευσιν (ἐννοεῖ τήν ἑλληνικήν), ὅτι τοῦτο δοκεῖ τισιν".
Ἄν γεφυρώθηκε τό χάσμα ἀνάμεσα στήν ἀπέχθεια τῶν νεοφώτιστων Χριστιανῶν πρός τήν εἰδωλολατρία τῶν Ἑλλήνων καί τά ἀσεβῆ ἑλληνικά γράμματα (Ἕλλην, μή τό ξεχνᾶμε σήμαινε "εἰδωλολάτρης", τό ἴδιο ὅπως καί ἡ λέξη ἐθνικός) καί στήν, ἀπό τήν ἄλλη μεριά, περιφρόνηση τῶν Ἑλλήνων γιά τούς ἀπαίδευτους Χριστιανούς, αὐτό ἔγινε μόνο χάρις στή σθεναρή στάση, τό κύρος καί τήν πρακτική τῶν τριῶν Μεγάλων ἑλληνοσπουδασμένων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Στήν προσέγγιση μάλιστα πρός τά ἀρχαῖα ἑλληνικά κείμενα συνέβαλε καί ἡ υἱοθέτηση καί καθιέρωση τῆς ἀττικιστικῆς μορφῆς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας (ἀντίθετα πρός τήν ἁπλούστερη ἑλληνιστική Κοινή, στήν ὁποία εἶναι γραμμένο τό Εὐαγγέλιο). Μέσα ἀπό αὐτήν ἡ πρόσβαση πρός τά ἀρχαῖα ἑλληνικά κείμενα ἔγινε εὐκολότερη.
Ἡ θέση τῶν τριῶν μεγάλων πνευματικῶν μορφῶν καί διδασκάλων τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας ἦταν προϊόν μιᾶς βαθύτερης εἰλικρινοῦς βιωματικῆς κατάφασης πρός τόν Θεό, πρῶτα καί πάνω ἀπ' ὅλα, μέ τήν τριαδική χριστιανική του σύλληψη, πρός τόν ἄνθρωπο, τό τέλειο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, πρός τό πνεῦμα, πού κατ' ἐξοχήν συνδέει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Δημιουργό του, καί πρός τήν καλλιέργεια του πνεύματος μέσα ἀπό τά διδάγματα τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστης, ἀλλά καί μέ τήν κατάκτηση τῆς γνώσης καί τήν ἄσκηση τῆς κρίσης καί τῆς γλωσσικῆς ἔκφρασης ἀκόμη, ἡ ὁποία - γιά τούς τρεῖς μεγάλους διανοητές Χριστιανούς - περνάει μέσα ἀπό τήν ἑλληνική παιδεία καί τά ἑλληνικά κείμενα. Ἔτσι, στή διδασκαλία τῶν Μεγάλων αὐτῶν Πατέρων ἡ ὀρθολογική σκέψη τῆς Δύσης συνδυάσθηκε καί συμφιλιώθηκε μέ τήν ὀρθοδοξία τῆς Ἀνατολῆς, μέ τήν ἀποκάλυψη τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας στόν ἀνατολικό χῶρο, ἐνῶ ὁ οἰκουμενικός χαρακτήρας τῆς χριστιανικῆς πίστης κάλυψε καί καλύπτει Ἀνατολή καί Δύση.
Μπορῶ μετά ἀπό αὐτές τίς σκέψεις νά μήν ἐπαναλάβω, ἔστω καί ὡς φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὅτι εἶναι τραγικό σφάλμα νά μή διδάσκονται στά σχολεῖα μας ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα κειμένων τῶν μεγάλων αὐτῶν μυσταγωγῶν τῆς Παιδείας μας.
Ἔχουμε, ἀλήθεια, σκεφτεῖ γιατί μιά γιορτή Παιδείας, ἕνας κατ' ἐξοχήν ἑορτασμός τοῦ πνεύματος, τῆς γνώσης καί τῆς καλλιέργειας ταυτίζεται στήν Ἑλλάδα μέ μιά γιορτή θρησκευτική, μιά γιορτή τιμῆς πρός τούς θεμελιωτές τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστης; Γιατί συνεορτάζονται Παιδεία καί Τρεῖς Ἱεράρχες καί ὄχι λ.χ. Παιδεία καί πατριάρχης Φώτιος, μιά μεγάλη παιδευτική μορφή τοῦ Βυζαντίου, ἤ Παιδεία καί Εὐστάθιος ἤ Παιδεία καί Εὐγένιος Βούλγαρης; Εἶναι σύμπτωση; Εἶναι συμβολισμός; Εἶναι ἰδεολόγημα; Ἡ δική μου ἐκτίμηση εἶναι ὅτι ὁ συνεορτασμός αὐτός ὄχι μόνον δέν εἶναι συμπτωματικός ἤ προϊόν ἰδεολογήματος, ἀλλά εἶναι συσχετισμός οὐσίας, ἀπόρροια βαθύτερης πνευματικῆς καί πολιτισμικῆς σχέσης ταυτότητας καί ἱστορικῆς συνείδησης αὐτῆς τῆς χώρας.
Θεωρῶ ὅτι ὁ συνεορτασμός πηγάζει ἀπό μιά σαφή πολιτισμική παραδοχή καί ἐκδοχή τῆς Παιδείας μας: ὅτι ἡ ἑλληνική Παιδεία στηρίχτηκε σέ δύο παιδευτικούς ἄξονες, στόν ὀρθολογισμό καί στήν ὀρθοδοξία. Μέ ἄλλους ὅρους, στηρίχτηκε: στή σπουδή τῆς ἑλληνικῆς ὀρθολογικῆς σκέψης, ὅπως θεμελιώθηκε στά μεγάλα κείμενα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς διανόησης, καί στή σπουδή τῆς χριστιανικῆς ὀρθόδοξης πίστης, ὅπως θεμελιώνεται στή διδασκαλία τῆς Κ. Διαθήκης καί ἑρμηνεύεται στά μεγάλα κείμενα τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, στά κείμενα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἡ ἑλληνική σύλληψη τῆς Σχολικῆς Ἐκπαίδευσης συνδυάζει ἀπό παλιά δύο παιδευτικές ἀρχές: τήν ἑλληνικότητα καί τή χριστιανική πίστη, ὅ,τι ὀνομάσθηκε ἑλληνοχριστιανικό ἰδεῶδες. Πρόκειται γιά ἕνα ἰδεῶδες, πού δέν ἀμφισβητήθηκε βεβαίως, ὅταν τό ὑποστήριζε ὁ Νεοελληνικός Διαφωτισμός μέ ἐπικεφαλῆς τόν Κοραή καί τούς Διδασκάλους τοῦ Γένους, ἱερωμένους τούς περισσότερους (τόν Εὐγένιο Βούλγαρη, τόν Νεόφυτο Δούκα, τόν Ἄνθιμο Γαζῆ, τόν Κωνσταντῖνο Οἰκονόμο, τόν Νεόφυτο Βάμβα κ.ἄ.), οὔτε ὅταν τό ὑποστήριξαν ὁ Μακρυγιάννης, ὁ Κολοκοτρώνης καί ἄλλοι ἀγωνιστές. Ἀμφισβητήθηκε ἀργότερα, ὅταν παρασυνδέθηκε μ' ἕναν ἔντονο συντηρησμό στήν ἐκπαιδευτική πράξη, καί ὡς ὅρος ἀπαξιώθηκε συγκυριακά ὅταν χρησιμοποιήθηκε προπαγανδιστικά στή δικτατορία τοῦ Παπαδόπουλου ὡς ἐθνικιστικό σύνθημα. Τά πάντα, εἶναι γνωστό, μποροῦν νά στρεβλωθοῦν καί νά ἀπαξιωθοῦν, ἄν ἀποτελέσουν ἀντικείμενο σκοπιμοτήτων καί προκάλυμμα διαφορετικῶν προθέσεων. Σήμερα εἶναι, νομίζω, πλέον καιρός ἡ λέξη ἑλληνοχριστιανικός νά "ἀποχαρακτηρισθεῖ" πολιτικά καί ἰδεολογικά, μέ ἐξαίρεση τίς ἱστορικές ἀναφορές στήν περίοδο τῆς Ἑπταετίας, καί νά ἐπανακτήσει τό πρωτογενές καί οὐσιαστικό ἐννοιολογικό καί σημασιολογικό περιεχόμενό της, πού εἶναι ἡ ἀναφορά στό δίπολο ἑλληνικότητας καί χριστιανισμοῦ, κλασικοῦ ἑλληνικοῦ ὀρθολογισμοῦ καί χριστιανικῆς ὀρθοδοξίας.
Κι αὐτό γιατί οἱ τρεῖς αὐτοί γίγαντες τῆς πατερικῆς θεολογίας μέσα ἀπό τή βαθιά χριστιανική τους πίστη καί τό θεϊκό χάρισμα, "τή θεία χάρη" νά ἀποτελέσουν τούς κύριους καί αὐθεντικούς (μετά τόν Παῦλο) ἑρμηνευτές τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, νά ὁρίσουν τήν ὀρθόδοξη διάσταση τοῦ Χριστιανισμοῦ, εἶχαν τό πρόσθετο προνόμιο νά ἀκονήσουν τό πνεῦμα τους στά μεγάλα κείμενα τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί τῆς ρητορικῆς, σέ γλώσσα ἑλληνική καί σέ μεγάλες Σχολές τοῦ Ἑλληνισμοῦ, στή Φιλοσοφική Σχολή τῶν Ἀθηνῶν ὁ Βασίλειος καί ὁ Γρηγόριος, στήν Ἀντιόχεια κοντά στόν Λιβάνιο ὁ Ἰωάννης. Ἔτσι, ἦταν λογικό νά γίνουν καί οἱ φυσικοί ὑποστηρικτές τῆς παιδευτικῆς σύζευξης τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων μέ τά χριστιανικά διδάγματα τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Μέ τή θητεία τους στά ἑλληνικά γράμματα δέν ἀπαρνήθηκαν τήν ἴδια τους τήν ὕπαρξη, τή χριστιανική πίστη, μέ τήν ὁποία ταυτίστηκαν καί τήν ὁποία ὑπερασπίστηκαν καί στερέωσαν μέ τήν ἴδια τή ζωή καί τό ἔργο τους. Οὔτε ὅμως πρόδωσαν τήν καλλιέργεια πού ἀπέκτησαν ἀπό τήν ἀναστροφή τους μέ τόν ἑλληνικό στοχασμό. Αὐτοί ἦταν πού τόλμησαν νά ὑποστηρίξουν τήν ἀνάγκη ἐπαφῆς τοῦ Χριστιανοῦ, ἰδίως τῶν νέων, μέ τήν ἑλληνική παιδεία, μέ τά ἑλληνικά κείμενα: "καί ποιηταῖς καί λογοποιοῖς καί ρήτορσι καί πᾶσιν ἀνθρώποις ὁμιλητέον, ὅθεν ἄν μέλλη πρός τήν τῆς ψυχῆς ἐπιμέλειαν ὠφέλειάν τις ἔσεσθαι". Ὁ Μ. Βασίλειος δέν διστάζει νά πεῖ γιά τόν Ὅμηρο: "πᾶσα μέν ἡ ποίησις τῷ Ὁμήρῳ ἀρετῆς ἐστιν ἔπαινος, καί πάντα αὐτῷ πρός τοῦτο φέρει". Καί χρειάζεται θάρρος γιά νά χαρακτηρίσει κανείς ὡς ἀπληροφόρητους, ὡς "κακῶς εἰδότες", ὅσους θεωροῦν "τήν ἔξωθεν (παιδείαν, δηλ. τήν θύραθεν, τήν ἑλληνική) ὡς ἐπίβουλον καί σφαλεράν καί Θεοῦ πόρρω βάλλουσαν" καί νά λέει ἀπαξιωτικά "οὔκουν ἀτιμαστέον τήν παίδευσιν (ἐννοεῖ τήν ἑλληνικήν), ὅτι τοῦτο δοκεῖ τισιν".
Ἄν γεφυρώθηκε τό χάσμα ἀνάμεσα στήν ἀπέχθεια τῶν νεοφώτιστων Χριστιανῶν πρός τήν εἰδωλολατρία τῶν Ἑλλήνων καί τά ἀσεβῆ ἑλληνικά γράμματα (Ἕλλην, μή τό ξεχνᾶμε σήμαινε "εἰδωλολάτρης", τό ἴδιο ὅπως καί ἡ λέξη ἐθνικός) καί στήν, ἀπό τήν ἄλλη μεριά, περιφρόνηση τῶν Ἑλλήνων γιά τούς ἀπαίδευτους Χριστιανούς, αὐτό ἔγινε μόνο χάρις στή σθεναρή στάση, τό κύρος καί τήν πρακτική τῶν τριῶν Μεγάλων ἑλληνοσπουδασμένων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Στήν προσέγγιση μάλιστα πρός τά ἀρχαῖα ἑλληνικά κείμενα συνέβαλε καί ἡ υἱοθέτηση καί καθιέρωση τῆς ἀττικιστικῆς μορφῆς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας (ἀντίθετα πρός τήν ἁπλούστερη ἑλληνιστική Κοινή, στήν ὁποία εἶναι γραμμένο τό Εὐαγγέλιο). Μέσα ἀπό αὐτήν ἡ πρόσβαση πρός τά ἀρχαῖα ἑλληνικά κείμενα ἔγινε εὐκολότερη.
Ἡ θέση τῶν τριῶν μεγάλων πνευματικῶν μορφῶν καί διδασκάλων τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας ἦταν προϊόν μιᾶς βαθύτερης εἰλικρινοῦς βιωματικῆς κατάφασης πρός τόν Θεό, πρῶτα καί πάνω ἀπ' ὅλα, μέ τήν τριαδική χριστιανική του σύλληψη, πρός τόν ἄνθρωπο, τό τέλειο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, πρός τό πνεῦμα, πού κατ' ἐξοχήν συνδέει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Δημιουργό του, καί πρός τήν καλλιέργεια του πνεύματος μέσα ἀπό τά διδάγματα τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστης, ἀλλά καί μέ τήν κατάκτηση τῆς γνώσης καί τήν ἄσκηση τῆς κρίσης καί τῆς γλωσσικῆς ἔκφρασης ἀκόμη, ἡ ὁποία - γιά τούς τρεῖς μεγάλους διανοητές Χριστιανούς - περνάει μέσα ἀπό τήν ἑλληνική παιδεία καί τά ἑλληνικά κείμενα. Ἔτσι, στή διδασκαλία τῶν Μεγάλων αὐτῶν Πατέρων ἡ ὀρθολογική σκέψη τῆς Δύσης συνδυάσθηκε καί συμφιλιώθηκε μέ τήν ὀρθοδοξία τῆς Ἀνατολῆς, μέ τήν ἀποκάλυψη τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας στόν ἀνατολικό χῶρο, ἐνῶ ὁ οἰκουμενικός χαρακτήρας τῆς χριστιανικῆς πίστης κάλυψε καί καλύπτει Ἀνατολή καί Δύση.
Μπορῶ μετά ἀπό αὐτές τίς σκέψεις νά μήν ἐπαναλάβω, ἔστω καί ὡς φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὅτι εἶναι τραγικό σφάλμα νά μή διδάσκονται στά σχολεῖα μας ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα κειμένων τῶν μεγάλων αὐτῶν μυσταγωγῶν τῆς Παιδείας μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου