Κάθε πού θ’ άνέβαινε γιά διακοπές στό χωριό τού παππού ή Ελένη, θά περνούσε πάντα κι' άπό τό άρχοντόσπιτο τής θείας-Κωνσταντίας. Ποιος δέν τήν ήξερε έκεϊ έπάνω τήν παλιά άρχόντισσα, μέ τό προγονικό καπετανόσπιτο, τό πάντοτε άνοιχτό γιά περαστικό καί γιά φτωχό καί γιά ξένο!...
Ετούτο τό πυργόσπιτο, ήτανε κάτι άλλο! Μιά ιστορία ολοζώντανη, άληθινή! Μ’ όλα τά παλιά καί τά περασμένα, χρυσογραμμένα στήν καρδιά τής Θείτσας, πού στεκε εκεί, φυλαχτής σέ τούτο, τό σωστό Μουσείο, σπιτικό της! Κι ήξερε τήν ιστορία γιά τό κάθε τί κι είχε νά διηγιέται γιά όλα: Τίς παλιές τις φορεσιές, τά σπαθιά καί τά γιαταγάνια τά κρεμασμένα ολόγυρα στούς τοίχους, χίλια-δυό άσημοσκάλιστα τού σπιτικού στολίδια, κορνιζομένα μετάλλια καί παράσημα, φωτογραφίες σέ βαριές κορνίζες άρχοντοπαππούδων, άρχοντογιαγιάδων... Καπετάνιους μέ τίς σπάθες, κάποιους τής γενιάς σεβάσμιους παπάδες,... δόξες περασμένες- μνήμες άγαπητές!
Ανάμεσα σέ όλ’ αύτά, έχει ξεχωρίσει ή Λένα μιά φωτογραφία, πού δέν έτυχε ποτέ ως τώρα ν’ άκούσει τήν ιστορία της. Κι όλο άναρωτιέται:
-Ποιά νά ναι τάχα αύτή ή όμορφη κοπέλλα, μέ τίς καταστανό-ξανθες πλεξούδες, στεφάνι γύρω στό κεφάλι της, τ’ ώραϊο, σεμνό φουστάνι καί τό χρυσό της σκαλιστό σταυρό, μοναδικό της στόλισμα;
Ποιά νά ναι;... Άχ, αύτή ή γλύκα ή χυμένη στή θωριά της! Ή ματιά της ή άστραφτερή, ή λεβεντοσύνη, ή άρχοντιά πού λάμπει στά σεμνά της χείλη!... Σήμερα δέν κρατιέται! θά ρωτήσει!
Καί νά! Ή καλή γερόντισσα, παίρνει στά χέρια τή φωτογραφία, τή φιλεί, καί καθιστή στήν πολυθρόνα άρχινά τήν πικρή ιστορία:
-Χρόνια καί χρόνια πάνε τώρα. Ή κόρη ή λεβεντοπούλα ή ακριβή μου, ή Αρετή, ήτανε είκοσι χρονώ δασκάλα νιόβγαλτη. -”Ω, άγγελος στή θωριά ήτανε καί στήν καρδιά της!... -Κι ήτανε τά χρόνια έκεϊνα μαύρα καί πικρά στήν Ελλάδα! Συγνεφιά,... κλουβιά, άγχόνες! Θεριά άρπάζανε άθώα παιδιά σάν καί τήν κόρη - μνήμη της αγία - τήν Άρετούλα μου! Κι ήρθανε μιά νύχτα τού Δεκέμβρη, πού στάζε τρομάρα κι άπειλή, νά μοΰ τήν πάρουνε!...
-Άχ!... Γιατί;... Τούς ρωτώ, δαρμένη, ξεσχισμένη άπό τού πόνου τίς νυχιές, τίς δαγκωματιές τίς κοφτερές!... Γιατί; τήν άκριβοκόρη μου μοϋ παίρνετε;... τήν Αρετή;... Πάρτε έμένα, πάρτε τό βιός μου!... Έτσι, νά σάς δώσει ό Θεός χίλια-δυό καλά!...
-Ποιος Θεός!... μ’ άπαντοΰν έκεϊνοι λυσσασμένοι. Καί μ άρπάζουνε καί μένα, μέ τήν Αρετή μαζί, δεμένες, καί μάς πάνε καί τίς δυό, πέρα στό βουνό! Κλωτσιά στό δρόμο! Βουρδουλιά!... Φτάσαμε!... Νά μή στ’ ομολογώ, παιδάκι μου, τί έγινε, κεϊ πέρα!
Σάν μεγαλώσεις καί μεστώσει ή καρδούλα σου, ρώτησε νά τά μάθεις!...
—Πες μου, θείτσα- πές μου!...
-Δέ βαστώ, καρδούλα μου!...
-Θείτσα!...
-...'Ακοΰς;... -«Άθλια! ποιος σοΰ πε νά μαζώνεις τά παιδιά γιά «κατήχηση»!... Ποιος σοϋ ’δωκε τό δίπλωμα νά γενεϊς δασκάλα!... Προδότρα!... Έλα μαζί μας, ειδεμή!...»
Λόγος καί βουρδουλιά, παιδάκι μου!... Ξεσκλίδια έγίνανε τά ρουχαλάκια τού κοριτσιού!... Αίματα, άπό τή μύτη, άπ’ τό κορμάκι του όλο!... Γύρισε καί μέ κοίταξε γλυκά! -Μάρτυρες τού παλιού καιρού, πώς είχε άπ' τή θωριά σας!
Κι είπε: -«Ή Πατρίδα μοϋ δωκε τό δίπλωμα γιά νά γενώ δασκάλα!... Μά, τήν Ελλάδα κυβερνά ό Θεός! Καί θά συντρίψει κάθε άπιστου τά βέλη!...»
Λυσσοΰν αύτοί!... Ω Παναγιά!... Καρδιά μου, πώς έβάσταξες!... Στά μάτια μου μπροστά, άπόμεινε κουφάρι μόνο, ή θυγατέρα μου, ξεψυχισμένο!...
Θαρρώ, - «Μανούλα - έλέγανε τά λόγια τά στερνά της - Πατρίδα μου γλυκιά!... Χριστέ μου! Παναγιά!... Παιδιά μου Ελληνόπουλα!... Ελληνόπουλά μου!...».
Καί ή ψυχή φτερούγισε ψηλά! Αγγελικά τή σήκωσαν φτερά!...
Σκούπισε τά δάκρυα άπό τά μάτια της ή πικραμένη γερόντισσα καί είπε πάλι:
-Αύτή είναι, Λένη μου, ή θυγατέρα ή ακριβή μου, ή λεβεντοκόρη μου, ή Αρετή!...
Νάτη! Τό «Δίπλωμα» κρατεί στό χέρι όπου τής έδωσε ή Πατρίδα! Καί τό τίμησε! Έμεινε σά Δασκάλα Έλληνίδα, στόν όρκο της πιστή!... Σέ μιά γενιά ηρώων κί αύτή νεώτερη ήρωίδα!...
Ξανασκούπισε τά δάκρυα, ή Μάνα-Κωνσταντία, χάιδεψε τήν Έλενίτσα στά μαλλιά, καί πρόστεσε!
-Η πιό άκριβή χαρά μου είναι, παιδί μου, τούτη ή φωτογραφία!... Μιά ιστορία άληθινή, όπου θά έξηγάει πάντα στά Ελληνόπουλα, «γιατί», ή Ελλάδα, ποτέ της δέν πεθαίνει!...
Ή Ελένη έφυγε. Καί, ήθελε νά γίνει δασκάλα!.....
Ετούτο τό πυργόσπιτο, ήτανε κάτι άλλο! Μιά ιστορία ολοζώντανη, άληθινή! Μ’ όλα τά παλιά καί τά περασμένα, χρυσογραμμένα στήν καρδιά τής Θείτσας, πού στεκε εκεί, φυλαχτής σέ τούτο, τό σωστό Μουσείο, σπιτικό της! Κι ήξερε τήν ιστορία γιά τό κάθε τί κι είχε νά διηγιέται γιά όλα: Τίς παλιές τις φορεσιές, τά σπαθιά καί τά γιαταγάνια τά κρεμασμένα ολόγυρα στούς τοίχους, χίλια-δυό άσημοσκάλιστα τού σπιτικού στολίδια, κορνιζομένα μετάλλια καί παράσημα, φωτογραφίες σέ βαριές κορνίζες άρχοντοπαππούδων, άρχοντογιαγιάδων... Καπετάνιους μέ τίς σπάθες, κάποιους τής γενιάς σεβάσμιους παπάδες,... δόξες περασμένες- μνήμες άγαπητές!
Ανάμεσα σέ όλ’ αύτά, έχει ξεχωρίσει ή Λένα μιά φωτογραφία, πού δέν έτυχε ποτέ ως τώρα ν’ άκούσει τήν ιστορία της. Κι όλο άναρωτιέται:
-Ποιά νά ναι τάχα αύτή ή όμορφη κοπέλλα, μέ τίς καταστανό-ξανθες πλεξούδες, στεφάνι γύρω στό κεφάλι της, τ’ ώραϊο, σεμνό φουστάνι καί τό χρυσό της σκαλιστό σταυρό, μοναδικό της στόλισμα;
Ποιά νά ναι;... Άχ, αύτή ή γλύκα ή χυμένη στή θωριά της! Ή ματιά της ή άστραφτερή, ή λεβεντοσύνη, ή άρχοντιά πού λάμπει στά σεμνά της χείλη!... Σήμερα δέν κρατιέται! θά ρωτήσει!
Καί νά! Ή καλή γερόντισσα, παίρνει στά χέρια τή φωτογραφία, τή φιλεί, καί καθιστή στήν πολυθρόνα άρχινά τήν πικρή ιστορία:
-Χρόνια καί χρόνια πάνε τώρα. Ή κόρη ή λεβεντοπούλα ή ακριβή μου, ή Αρετή, ήτανε είκοσι χρονώ δασκάλα νιόβγαλτη. -”Ω, άγγελος στή θωριά ήτανε καί στήν καρδιά της!... -Κι ήτανε τά χρόνια έκεϊνα μαύρα καί πικρά στήν Ελλάδα! Συγνεφιά,... κλουβιά, άγχόνες! Θεριά άρπάζανε άθώα παιδιά σάν καί τήν κόρη - μνήμη της αγία - τήν Άρετούλα μου! Κι ήρθανε μιά νύχτα τού Δεκέμβρη, πού στάζε τρομάρα κι άπειλή, νά μοΰ τήν πάρουνε!...
-Άχ!... Γιατί;... Τούς ρωτώ, δαρμένη, ξεσχισμένη άπό τού πόνου τίς νυχιές, τίς δαγκωματιές τίς κοφτερές!... Γιατί; τήν άκριβοκόρη μου μοϋ παίρνετε;... τήν Αρετή;... Πάρτε έμένα, πάρτε τό βιός μου!... Έτσι, νά σάς δώσει ό Θεός χίλια-δυό καλά!...
-Ποιος Θεός!... μ’ άπαντοΰν έκεϊνοι λυσσασμένοι. Καί μ άρπάζουνε καί μένα, μέ τήν Αρετή μαζί, δεμένες, καί μάς πάνε καί τίς δυό, πέρα στό βουνό! Κλωτσιά στό δρόμο! Βουρδουλιά!... Φτάσαμε!... Νά μή στ’ ομολογώ, παιδάκι μου, τί έγινε, κεϊ πέρα!
Σάν μεγαλώσεις καί μεστώσει ή καρδούλα σου, ρώτησε νά τά μάθεις!...
—Πες μου, θείτσα- πές μου!...
-Δέ βαστώ, καρδούλα μου!...
-Θείτσα!...
-...'Ακοΰς;... -«Άθλια! ποιος σοΰ πε νά μαζώνεις τά παιδιά γιά «κατήχηση»!... Ποιος σοϋ ’δωκε τό δίπλωμα νά γενεϊς δασκάλα!... Προδότρα!... Έλα μαζί μας, ειδεμή!...»
Λόγος καί βουρδουλιά, παιδάκι μου!... Ξεσκλίδια έγίνανε τά ρουχαλάκια τού κοριτσιού!... Αίματα, άπό τή μύτη, άπ’ τό κορμάκι του όλο!... Γύρισε καί μέ κοίταξε γλυκά! -Μάρτυρες τού παλιού καιρού, πώς είχε άπ' τή θωριά σας!
Κι είπε: -«Ή Πατρίδα μοϋ δωκε τό δίπλωμα γιά νά γενώ δασκάλα!... Μά, τήν Ελλάδα κυβερνά ό Θεός! Καί θά συντρίψει κάθε άπιστου τά βέλη!...»
Λυσσοΰν αύτοί!... Ω Παναγιά!... Καρδιά μου, πώς έβάσταξες!... Στά μάτια μου μπροστά, άπόμεινε κουφάρι μόνο, ή θυγατέρα μου, ξεψυχισμένο!...
Θαρρώ, - «Μανούλα - έλέγανε τά λόγια τά στερνά της - Πατρίδα μου γλυκιά!... Χριστέ μου! Παναγιά!... Παιδιά μου Ελληνόπουλα!... Ελληνόπουλά μου!...».
Καί ή ψυχή φτερούγισε ψηλά! Αγγελικά τή σήκωσαν φτερά!...
Σκούπισε τά δάκρυα άπό τά μάτια της ή πικραμένη γερόντισσα καί είπε πάλι:
-Αύτή είναι, Λένη μου, ή θυγατέρα ή ακριβή μου, ή λεβεντοκόρη μου, ή Αρετή!...
Νάτη! Τό «Δίπλωμα» κρατεί στό χέρι όπου τής έδωσε ή Πατρίδα! Καί τό τίμησε! Έμεινε σά Δασκάλα Έλληνίδα, στόν όρκο της πιστή!... Σέ μιά γενιά ηρώων κί αύτή νεώτερη ήρωίδα!...
Ξανασκούπισε τά δάκρυα, ή Μάνα-Κωνσταντία, χάιδεψε τήν Έλενίτσα στά μαλλιά, καί πρόστεσε!
-Η πιό άκριβή χαρά μου είναι, παιδί μου, τούτη ή φωτογραφία!... Μιά ιστορία άληθινή, όπου θά έξηγάει πάντα στά Ελληνόπουλα, «γιατί», ή Ελλάδα, ποτέ της δέν πεθαίνει!...
Ή Ελένη έφυγε. Καί, ήθελε νά γίνει δασκάλα!.....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου