Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

«Παρατηρήσεις στὸ βίο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Χοζεβίτη»

Μακαριώτατε, σεβαστό Ιερατείο,

Εντιμότατε κύριε Κυριακίδη, κύριε Πρόεδρε,



Τα παλαιολογικού περιεχομένου κείμενα του βίου  και της πολιτείας αγίων ανδρών των πρώτων Χριστιανικών αιώνων, όπως  παρατήρησε ήδη ο μακαρίτης δάσκαλός μου Δημήτριος Λουκάτος, με τον καιρό ήταν φυσικό να γίνονται εκλαϊκευτικότερες και να δίνουν στοιχεία από τη ζωή των χρόνων εκείνων, να αναφέρουν παλαιότερα κείμενα, παροιμίες και παραδόσεις, ή να ανακατέψουν αρχαίους θρύλους με τα θαύματα των Αγίων. Τα κείμενα αυτά είχαν εξελιχθεί σε μυθιστορηματικά και ευχάριστα και επαγωγά  για τη χριστιανική πίστη και ενθάρρυνση, όσο και αν διαφέρουν για τη γλώσσα και το χρονογραφικό τους περιεχόμενο.

Ένα τέτοιο κείμενο είναι ο βίος του Οσίου Γεωργίου του Χοζεβίτη, για τον οποίο η έρευνα, τόσο η ιστορική όσο και η εννοιολογική,  ελάχιστα ως τώρα έχει ασχοληθεί, παρά το γεγονός ότι κατά τον Πατρολόγο Στυλιανό Παπαδόπουλο «μακράν να είναι τόσον ρητορικόν κατασκεύασμα, αποτελεί σπουδαιοτάτην πηγήν όχι μόνο δια τας κατά Ιωάννου και Γεώργιον Χοζεβίτας, αλλά και δια τον Μοναχισμόν καθ’ όλης της Παλαιστίνης κατά το δεύτερον ήμισυ του  6ου αιώνος και τας πρώτας δεκαετίας του 7ου». Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνος οι Βυζαντινολόγοι έχουν βεβαίως στραφεί προς τα οντολογικά κείμενα, είτε για να εκμεταλλευτούν τις όποιες ιστορικές πληροφορίες που αυτά παρέχουν, είτε να εξετάσουν το πολυποίκιλο θεματολόγιο, τη γλώσσα και τη λογοτεχνικότητα του είδους, το οποίο φαίνεται ότι συγκινούσε ιδιαίτερα τους πιστούς λαϊκούς αναγνώστες.

Γι’ αυτό και η αγιολογική φιλολογία πραγματοποίησε προσφάτως τεράστια άλματα. Μολαταύτα το κείμενο του βιβλίου του Οσίου Γεωργίου του Χοζεβίτη δεν φαίνεται να γνώρισε ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον. Πέρα από την πρώτη έκδοση που πραγματοποίησε το 1888-89 ο Κάρολος Χόουσιτ στα λατινικά και απέδωσε μετά και την ελληνική μετάφραση και την ανατύπωσή της δύο χρόνια αργότερα από τον Κοικυλίδη στα Ιεροσόλυμα το 1901, δεν διαθέτουμε καμιά φιλολογική κριτική έκδοση του κειμένου, παρά το γεγονός ότι στο διαδίκτυο κυκλοφορούν μεταφράσεις ή περιλήψεις του κειμένου και μάλιστα τελευταία και στη ρωσική γλώσσα.

Μια πρώτη συνεπώς παρατήρηση-διαπίστωση  αφορά στην απουσία μιας κριτικής έκδοσης του κειμένου και επειδή τα λάθη είναι πάρα πολλά και απαιτείται αυστηρός έλεγχος τόσο των γραφτών, όσο και των λαϊκότροπων εκφορών του κειμένου. Ωστόσο και οι διαθέσιμες εκδόσεις βοηθούν στην προσέγγιση ενός αγιολογικού κειμένου, που παρουσιάζει σε κάποια σημεία μοναδικές πληροφορίες τόσο για την καθημερινή ζωή της εποχής, όσο και για τα φαινόμενα λαϊκών δοξασιών και αντιλήψεων. Ο βίος και η πολιτεία του εν αγίοις Πατρός ημών Γεωργίου του Κυπρίου το Χοζιβά που γράφτηκε από το μαθητή του Αντώνιο, μετά το θάνατο του διδασκάλου του και έγραψε ποίηση αναφέρεται στη ζωή, την άσκηση, τη διδασκαλία και τα θαύματα του Οσίου Γεωργίου του Χοζεβίτη, με μια γλώσσα που πλησιάζει τη γλώσσα της σύγχρονης χρονογραφίας και με μια αμεσότητα του κειμένου που μαγνητίζει τον αναγνώστη.

Στο πέντε κεφάλαιο του κυρίως κειμένου και στον επίλογο που συνοδεύει το σύνολο, στο δέκατο κεφάλαιο, αναπτύσσεται η διήγηση για την πατρίδα του Γεωργίου, τους γονείς και τη στροφή του προς το Μοναχισμό, τη συνάντησή του στη Μονή Καλαμών με τον αδερφό του Ηρακλή, τους σωτήρες του Χοζεβά, του Γεωργίου τις αρετές και τις προσπάθειες, τη συνάντηση με τον παλαιστή και την πάλη για τη ζωή του στο Κοινόβιο, το κατανικημένο κακό πνεύμα από το Γεώργιο, τα θαύματα της Θεοτόκου στη Μονή Χοζεβά, την εισβολή των Περσών και των Σαρακηνών και την αιχμαλωσία του Αγίου, δίνει διήγηση για τη συνάντηση με τον Όσιο του Μοναχού Αντωνίου του μαθητή του που έγραψε και το βίο του, τη διδασκαλία του Γεωργίου προς τους μαθητάς και τις αρετές του Μοναχού και τέλος ο Γεώργιος διηγείται στον Αντώνιο ποικίλα πνευματικά παραγγέλματα και ακολουθεί ένα κείμενο του Αντωνίου που απαριθμεί επτά διηγήσεις θαυμάτων στη Μονή Χοζεβά με τίτλο: «Του αυτού του θείου των θαυμάτων της Υπεραγίας Θεοτόκου της εν τη Μονή αφιερωμένη Χοζεβά». Η Μονή ως αφιερωμένη στη Θεοτόκο συνδέει τα εν εκεί τελεσθέντα θαύματα με τη θαυματουργική επενέργεια ή παρουσία της Παναγίας. Ας δούμε όμως περιληπτικά το περιεχόμενο της βιογραφίας του.

Ο Γεώργιος Κύπριος, η Κύπρος ως προς την καταγωγή  και από πλούσιους γονείς μετά το θάνατο των γονέων του αναχώρησε για τη Μονή του Καλαμώνος στην Παλαιστίνη, τη σημερινή Μονή του Αββά Γερασίμου στον Ιορδάνη, όπου ήταν Μοναχός ο μεγαλύτερος αδερφός του, Ηρακλής και επειδή ήταν ακόμα αγένειο παιδί ο αδερφός του φοβήθηκε να τον κρατήσει και  τον εμπιστεύτηκε στο φίλο του, Ηγούμενο της Μονής της Παναγίας του Χοζεβά, ο οποίος τον έκαρε Μοναχό και του ανέθεσε το διακόνημα του βοηθού σε ένα Γέροντα που φρόντιζε τον κήπο, τον Εγκήπιο.  Ο Γέροντάς του  όμως ήταν απότομος και σκληρός και τον υπέβαλλε σε διάφορες δοκιμασίες, κάποτε ραπίζοντάς τον με θυμό. Με το ράπισμα, το χέρι του Γέροντα ξεράθηκε και με τη μεσολάβηση του Γεωργίου  θεραπεύτηκε. Έτσι ο Γέροντας μετεστράφη από τη βιαιότητα στην πραότητα. Το θαύμα έγινε γνωστό και ο Γεώργιος για να μην περιπέσει στο αμάρτημα της υπερηφανείας έφυγε από τη Μονή και γύρισε κοντά στον αδερφό του. Εδώ αφιερώνεται στην άσκηση και άρχισε να κάνει θαύματα. Παραδείγματος χάρη: ένας γεωργός από την Ιεριχώ παρουσιάστηκε στο Μοναστήρι με ένα καλάθι καρπούς για να ευλογηθούν, αλλά επίσης έφερε το νεκρό βρέφος, που κατατρόμαξε τους Μοναχούς και τον Αββά Ηρακλή. Τότε ο Γεώργιος τους παρότρυνε να προσευχηθούν και το παιδί αναστήθηκε.

Όταν ο Αββάς Ηρακλής κοιμήθηκε στα εβδομήντα του χρόνια, ο αδερφός του Γεώργιος ξαναγύρισε στη Μονή του Χοζεβά και η φήμη του ήταν μεγάλη. Διέθετε προφητικό χάρισμα και προέβλεψε την καταστροφή, που θα επέφεραν οι Πέρσες στην περιοχή όταν το 614 μ.Χ. κυρίευσαν τα Ιεροσόλυμα και άρπαξαν τον Τίμιο Σταυρό. Τότε οι Μοναχοί εγκατέλειψαν το Μοναστήρι και έφυγαν στην Αραβία και άλλοι κρύφτηκαν σε σπηλιές και κρησφύγετα του Καλαμώνα. Μαζί τους κατέφυγε σε σπηλιά και ο Γεώργιος. Οι Πέρσες τον βρήκαν, αλλά τον σεβάστηκαν. Ο Άγιος τότε κατέβηκε στον Ιορδάνη, ώσπου οι Πέρσες στράφηκαν προς τη Δαμασκό.  Ο Γεώργιος γύρισε στη Μονή του Χοζεβά, όπου έμεινε ως το τέλος της ζωής του, διδάσκοντας τους Μοναχούς και τους προσκυνητές και πραγματοποιώντας πολλά και διάφορα θαύματα.

Ο μαθητής του Αντώνιος, που συνέγραψε τα του βίου του, μας διέδωσε με την περιγραφή τις τελευταίες στιγμές και τα θαυμαστά έργα του. Η βιογραφία του Αγίου Γεωργίου του Χοζεβίτη δεν είναι παρά ένα τυπικό παράδειγμα συγγραφής βίου Αγίου. Τονίζεται η έξις και η διάκρισίς του για την κρίση για το αγγελικό σχήμα, από μικρός διακρίνεται για την άμεμπτη διαγωγή της υπακοής και της προσήλωσης στους βασικούς μοναστικούς κανόνες της νηστείας, της προσευχής με ξεχωριστό ζήλο, αποφεύγει τα θανάσιμα για το Μοναχό αμαρτήματα και διατηρεί όλες τις αρετές του Μοναχικού βίου σε τέτοιο βαθμό που φτάνει μέχρι την απόκτηση του χαρίσματος της προορατικότητας και του ποιείν θαύματα. Σε μια τέτοια λογοτεχνική γραφή με τυποποιημένα σχήματα τι θα είχε ο φιλόλογος να παρατηρήσει πέρα από την αξία της ψυχωφελούς διηγήσεως, που αποσκοπεί στο να ενισχύσει την πίστη των ανθρώπων προς το Θεό και την πατερική διδαχή και τη χριστιανική ηθική τους; Μια προσεκτική ανάγνωση του κειμένου καταδεικνύει την ποιότητα του ανεπίδεκτου λόγου που διαθέτουν τα πρώιμα αγιολογικά έργα με ένα σύνολο εικόνων που υποβάλλουν στον αναγνώστη μια παραστατική ανάκληση λησμονημένων πια στις μέρες μας τρόπων ηθικής, που μπορεί και να στηρίζεται τόσο στην άτριφτη λέξη ή φράση, όσο και στην ολοζώντανη εικόνα με το στοιχείο της αμεσότητάς της στην υποβολή και τα αισθητικά ηχοχρώματα στην ολοκλήρωσή της.

Να ένα παράδειγμα: στο κεφάλαιο τρία στην παράγραφο δ΄ ο βιογράφος αφηγείται τα καμώματα ενός ευτράπελου Μοναχού, που καταφέρνει να τους κάνει να γελούν και με τον τρόπο του τους κλέβει τα φαγώσιμα. «Τότε ο Γέροντας διακαρτερήσας άπαξ και δις ως εθεάσατο τον αδερφόν ισχυρώς βιαζόμενον, διατείνας τον τράχηλον συν τι έξει τον οφθαλμόν τω προσώπω του αδερφού σοβαριτική τη φωνή λέγει προς αυτόν: Μαλακίευνε Αββά, υπερηφανεύει τέκνον και αλαζονεύει θρασέως, μη λογιζόμενος ότι ο Μοναχός  όλως ευλαβεί εις την πάσιν και όφειλεν ως το Χερουβείμ είναι ως οφθαλμός και μη μετεωρίζεσθε παντελώς. Μα το λέγος τέκνον μου τον ειρμίκιν ανέρχεται, πρόγγιξε και την αλαζονείαν σου ταπεινή». Ο Μοναχός όμως δε συνετίζεται και περιγελά τον Γέροντα. Και μετά το μεσημεριανό, όταν οι Μοναχοί που εργάζονται κόβοντας ξύλα, σκόρπισαν για να αναπαυθούν για λίγο, «έως αν παρέλθη η άκρη του ηλίου, ο άτακτος Μοναχός υπό σκέπη του τινά πέτρας ανεπάλει βαρέως την όψασιν, ην γαρ δις αξίνου εφραγμένος, μάλλον δε είναι και ο λόγος του Γέροντός του ειωθεί. Και δη ως συμβαίνει εις  κόπτουσιν ξύλα υπό μανθίου, μιας κρύπτης δηλαδή, μικρόν τι γένηται επί κνημίδα, εξήλθεν ρανίς αίματος, φορεάν νυν παρέρχετο την πέτραν μυρμήγκων, ήτις αποστραφείσατο του τραύματος μάλλον και του αίματος, ούτος περιέφραγεν ως και σιχανών την σάρκαν γυμνώσας και τραύμα σχεδόν παλαιστιαίον ποιήσαι. Ο δε αδερφός ρυθμιστής και αισθητής της δριμείξεως του ποδός και χειρί διατρίψας και διασταύρωσον οργήν εκείνη ως δύο φούκτας μυρμήγκων εκ των πόνων αυτού και της φυγής την απειλήν ήλξαν το καράβιν» και λοιπά και λοιπά.

Με αυτόν τον τρόπο αρχιτεκτονείται ο λόγος της αφήγησης και εφαρμόζεται μετά την δομή, την υποδομή, στην κυριολεξία του επεισοδίου, η αρχή της εντάσεως, η λεπτομέρεια, η βασική αφήγηση πρόκρισης για το συνεχές ενδιαφέρον του συγγραφέα προς τον αναγνώστη ή το κοινό του. Αυτού του τύπου τα θέματα ή μοτίβα, όπως τα λέμε στη φιλολογία, παρακολουθεί κανείς συχνά στο κείμενο. Στην αφήγηση του νεαρού νηπίου που ακούσαμε παραπάνω, στο μεγαπτέρυγο επ’ όπλων που εμφανίζεται στο κελί του Αγίου, στο συναπάντημα με τη λεοπάρδαλη, στην ενθάρρυνση του φιδιού στον κήπο, στην εικόνα πυρκαγιάς, στο γκρέμισμα των Μοναχών, στην εμφάνιση πιστών στο Μοναστήρι, στο γυρισμό της γυναικός στο ξενοδοχείο εν Ιεριχώ, στην εικόνα των παιδιών που πετροβολούν τις ξυλοπεριοχές, όλα τούτα, οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις και οι παγιωμένες φράσεις της καθημερινής έκφρασης του λόγου αποτελούν ενότητες που συνθέτουν ένα ψηφιδωτό, στο οποίο η λογοτεχνικότητα της μορφής αντιπροσωπεύει τα χρώματα. Ψηφίδες σε αυτή τη σύνθεση αποτελούν οι άτριφτες λέξεις, ο τόνος που διέκρινε ορισμένες εξ αυτών και τις χαρακτήρισε  λέξεις άπαξ και αυτό το υλικό δομής του λόγου για τους φιλολόγους αποτελεί στοιχείο ύφους.

Συμπέρασμα: ο βίος του Αγίου Γεωργίου του Χοζεβίτη εμφανίζει στοιχεία λογοτεχνικών αρετών που μπορούν και πρέπει να αναδειχθούν σε μια συνολική εκτίμηση του έργου. Αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη παρουσιάζει επίσης μεγάλο ενδιαφέρον. Πρόκειται για εκείνα τα σημεία του βίου που μας εισάγουν σε ένα σύγχρονο προβληματισμό των βυζαντινολόγων, που υπεισέρχονται και μελετούν αντιλήψεις και ιδεολογικής σφαίρας κοινωνικές συμπεριφορές και από αυτήν την οπτική ο βίος του Αγίου Γεωργίου του Χοζεβίτη παρέμεινε, όσο μπορώ να ξέρω, ανεκμετάλλευτη πηγή τέτοιων πληροφοριών. Εξηγούμε: στο τέταρτο Κεφάλαιο γίνεται λόγος για κάποιον λουκτάτορα Επιφάνιο, (λατινικός όρος luctator: ο παλαιστής), του οποίου η ιστορία είναι ομολογουμένως μοναδική. Ο παλαιστής αυτός ήταν ανίκητος στους αγώνες του εν Βυζαντίω, δηλαδή στην Κωνσταντινούπολη. Οι αντίπαλοί του, επειδή δεν μπορούσαν να τον νικήσουν με την τέχνη τους, εφαρμάκευσαν αυτόν και νυν πάσχων. Αυτό το εφαρμάκευσαν μπορεί να το ερμηνεύσει κανείς διττά. Τον φαρμάκωσαν, του έβαλαν δηλητήριο  ή φαρμάκι στο φαγητό του, στο ποτό  του και τα λοιπά. Αλλά μπορεί να το δει και διαφορετικά. Οι φίλοι του τον γύρισαν από Μοναστήρι σε Μοναστήρι μήπως βρει γιατρειά. Και  έκτοτε εκ χωρίς ανίας μάλλον τε μανίας, λέει το κείμενο, οι λεγόμενοι Χριστιανοί προς μάγους απήγαγον αυτόν αλισάμενοι τους Αγίους διά τα παίγνια αυτών. Οι δε μάγοι εδήσαντο επ’ αυτόν    πνεύμα πονηρόν επί έτη δύο. Και ην ακράτητος λοιπόν εν τη τέχνη αυτού από τε της ρώμης του σώματος αυτού, από τε της ενεργείας του πνεύματος. Πληροφορηθέντος δε του διετούς χρόνου παύει νυν πάσχων την νεοτέρως καθότι λοιπόν οι διαγωνισταί αισχυνόμενοι και ονειδιζόμενοι των αντιδίκων δι’ αυτών εφοδιάσαντες ικανώς απέλυσαν εις την Αγίαν Πόλιν, τον έστειλαν προς τα Ιεροσόλυμα.  Έτσι έφτασε στο Κοινόβιο της Μονής του Χοζεβά, όπου ο Αββάς και μετέπειτα Σκευοφύλαξ (Σκευοφύλαξ είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται στο Άγιο Όρος και στη βόρεια Ελλάδα, για να ορίσει τον Ηγούμενο και στην ύστερη περίοδο τον βρίσκουμε, σε πρώιμη περίοδο αυτόν τον όρο ίσως), ο Ηγούμενος λοιπόν Δωρόθεος τον έφερε ενώπιον του Αγίου Γεωργίου. Ο Επιφάνιος τότε του είπε:  «Θέλεις πάτερ επερωτήσει κατά μόνας;» Ο δε Γέρων λέγει αυτώ: «Τι θέλεις επερωτήσει τέκνον; Και έστι αδύνατον ως γης.» Παιδεύουσι δια τι τοίνυν πάτερ; Και λέγει αυτώ. Διότι κατέλειπες τους Αγίους και προσβάλλους αφήκες». Ένας διάλογος που κάποιοι τείνουν να αποδίδουν ως εντελώς δραματικό, αλλά και πάρα πολύ ζωντανό μέσα στην αισθητική αποτίμηση. «Χριστιανοί δήθεν λεγόμενοι και το ερυθρόν του Χριστού υποκύπτομεν, οι μεν δεινόμενοι μάγοι, οι δε  παρ΄ αυτόν βοήθειαν επιζητούσιν». Ο Άγιος αναπτύσσει την αντι-οντολογική του θέση και προτρέπει τον αθλητή: «Σύρε τέκνον Επιφάνιε και αν τούτης βραχύτητος ακούσης και μείνης εν τω τόπω τούτω και αποτάξη του κόσμου και μεν δαιμονικού καταζητήσεως μιας ημέρας αν άκουσαι δια το εγκαταλείψαι τους Αγίους και υποταγείν τοις μάγοις και παρ΄ αυτών βοήθειαν λαβείν και την πίστιν σου παραδειγματίσαι». Και ο Επιφάνιος έγινε Μοναχός και έλαβεν το χάρισμα και θεώρει το πνεύμα το τολμηρόν και πολλάκις αυτός ετόλμη το μην αγγίξαι αυτώ».

Στο χώρο των δεισιδαιμονιών και των προλήψεων που οδηγούν στους αποδαιμόνιους φόβους και στις εκδηλώσεις που ρέπουν προς τη μαγεία, τι πιστεύει το κείμενο του βίου. Η μαγεία, γράφει ο δάσκαλός μου ο Λουκάτος, για τον οποίο σας έκανα μια εισαγωγή, είναι ενέργεια που γίνεται με σχετικά συμβολικά μέσα, θα λέγαμε πρωτόγονες συναπτές  επινοήσεις και με έναν χάρτη τραγουδιστά λόγια, ξόρκια, σολομωνικές και που έχουν σκοπό την εξασφάλιση της συνεδρίας των δαιμονικών για το ατομικό καλό ή το κακό  που επιβάλλεται. Οι μάγοι και οι μάγισσες, συνεχίζει, είναι άνθρωποι με υπερφυσικές, διαβολικές ιδιότητες, που ξέρουν τα μυστικά της φυσικής και μεταφυσικής και συνεργάζονται με τους δαίμονες, κάποτε μάλιστα και τους υποτάσσουν. Ενικήθηκαν όμως από τη διεθνή εκκλησία για την ανεπίσημη μεταφυσική συνεργασία τους με οποιονδήποτε δαίμονα.

Κάτω από αυτό το πρίσμα εύκολα κανείς μπορεί να διακρίνει τις κατηγορίες των ανθρώπων που ενεργούν με τρόπους μαγείας στην παράγραφο 50 του Κεφαλαίου του βίου. Εδώ το κείμενο αναφέρει τέσσερις χαρακτηριστικούς τύπους που είναι ανελέητοι με τους αντίστοιχους ορισμούς τους. Ο οφιόδεικτος. «Ο οφιόδεικτος δε λέγεται  όπως ούτων υπο του ομαδικού ώφελους δειχθείς και του Υιού αυτού εκπορευθείς, ως και αυτών ισχύει τιτρώσκειν τον πλησίον προς τα μέλεσι». Ο επαϊδώς. «Ο επαϊδώς δε προς τον Θεόν παριστάμενος και απεχθείς υπέρ οικείων αμαρτημάτων εν τη αμνηστία τον πλησίον επάγων δια τε σχημάτων και λόγων προς αποκλεισμόν της οικείας θύρας προς ό,τι ουν βούλεται επ΄αυτών, ώσπερ οι τους όφις εκ των αδύτων δι’ εμποδίοις ανακαλούμενοι προς άγαν». Είναι σημαντικότατα χωρία που πραγματικά μας δίνουν πληροφορίες για τους τρόπους με τους οποίους προσπαθούσαν να εξορκίσουν ή να προκαλέσουν το φίδι να βγει από την τρύπα. Ο φαρμακός ή φάρμακος, όπως το έχει το κείμενο. «Φαρμακός δε λέγεται ότε νουν θράσσειν το πλησίον και διακόπτων εν προσευχή και λυμαινόμενος αυτόν πάσχειν κατά Θεόν βιοτεύσι, ως η τα σώματα του δηλητηρίου του φαρμάκου διασήκοντας τον προς θανατηφόρον αναίρεσιν». Είναι ακριβώς αυτό που εφαρμόζεται στον Επιφάνιο στο ίδιο το κείμενο, με το ρήμα φαρμακεύσαι.  Για τους ανθρώπους αυτούς που δήθεν κατέχουν τα μυστικά της μαγείας, που ξέρουν συμβολικά ονόματα και χρησιμοποιούν ειδικά εντυπωσιακά όργανα και ουσίες, ο βίος τους κατακεραυνώνεται «ότι άνθρωποι ούτοι ουκ εφοβήθησαν τον Θεόν, αλλά έθετον τα διαβούλη αυτόν εν εαυτοίς και έκρινον μάλλον τι λειτουργία επιτελούσι».

Αλλά και για τη μαντική που ασκούν άνθρωποι με επίκληση των δαιμονικών δυνάμεων τάχα με νόμιμο πόθο, το καλό, γίνεται λόγος στο βίο του. «Ληοί του λαού σου τερατοσκόποι εισί». Από την Παλαιά Διαθήκη παίρνει τον όρο. «Τούτο γαρ το πνεύμα τοιούτου πάθους εστίν. Εκάμφθη πρωτύτερα συν και το κρανίον του ανθρώπου και την πνευματικήν αυτού όρασιν, την σωματικήν τε και ψυχικήν διανοίαν των προς θεωρίας τετραβηγμένας και βλαβεράς, ως εάν βούληται. Κι εγώ άρτι διαρρήδην την χείραν αυτήν περί ταύτης της τεχνικής θεωρίοις. Διότι ψευδοπροφήτη με έλεγον. Κι εγώ α ο προφήτης εν τοις σπηλαίοις και τοις μνήμασι   τιμώντων και την νυκτερίδα και των νυν ανήλισκον ίνα θεωρήσωσι μαντείας ψευδείς. Εκ τούτου γαρ θεωρητικού πνεύματος της πλάνης, οι εωλισμοί, οι κλεηδωνισμοί, οι κλείδωνες δηλαδή, και μαντείες επέτρεπε, καθώς ο Θεός λέγει προς επιχειρείν του Προφήτου Υιέ ανθρώπου, Υιοί του λαού σου άνδρες τερατοσκόποι εισίν».

Τέλος στον ίδιο τίτλο μπορεί να ενταχθεί το πάθος της βασκανείας, «ήπερ το κεκτημένον ου φροντίζει και ότι έναν  υπακούμεν και αστειευόμενον και κόσμον όλον μη δύνασθε ει και δυνήσετε αυτόν αδικείσαι».

Μακαριώτατε, κυρίες και κύριοι, στον κόσμο της επιστήμης τα  θέματα αυτά έχουν συζητηθεί πάρα πολύ και η σχετική βιβλιογραφία αναπτύχθηκε διεθνώς. Σε αυτήν την προσπάθεια συνέβαλαν τελευταία και Έλληνες επιστήμονες, λαογράφοι, ιστορικοί, ιστορικοί του δικαίου, Τσανταλάς, Βαρβούνης, Καπελούδη, Χωριάνος, τους Έλληνες πρώτα αναφέρω. Δεν απομένει παρά να ενταχθεί το κείμενο του βίου στον κύκλο αυτών των κειμένων σε μια σύγχρονη κριτική και σχολιασμένη έκδοση.

Σας ευχαριστώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου