Του Γ. Μ. Βαρδαβά
Την 30η Ιανουαρίου η εκκλησία μας τιμά τους «τρεις μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου θεότητος» Βασίλειο το Μέγα, Γρηγόριο το Θεολόγο και Ιωάννη το Χρυσόστομο. Πρότυπα αγιότητας, ασκητικότητας, παιδείας αλλά και κοινωνικοκεντρικού βίου οι Τρεις τους συνέζευξαν αρμονικά το αρχαίο ελληνικό πνεύμα με τη χριστιανική διδασκαλία γι’ αυτό και δικαίως έχουν χαρακτηριστεί ως προστάτες των γραμμάτων και της παιδείας.
Σε μια εποχή έντονης σύγχυσης και προβολής του νεωτερικού προτύπου ως δογματικώς αυταποδείκτου προτάγματος καθολικής αξίας πολλές είναι οι «φωνές» που «εις μάτην» προσπαθούν να σχετικοποιήσουν την αξία του βίου και του έργου τους.
Σε αυτά προστίθενται οι γνωστές δήθεν (νέο-)«φωταδιστικές» προσπάθειες αποδόμησης τους, που εδράζονται στην επαρχιώτικη απομίμηση –ούτε καν αντιγραφή- ξένων πολιτιστικών προτύπων και παραδόσεων. Η μεταμοντερνιστική –μηδενιστική μόδα, που τόσο όψιμα έφτασε στη χώρα μας, και που βασικό της πρόταγμα έχει την απαξίωση όλων των αξιών, με ειρωνικό τρόπο καταδυναστεύει κάθε υπερατομική αξία και καθιστά τον άνθρωπο «άτομο», υποκείμενο στη συστημική απροσωπία. Κάθε έννοια κοινωνικότητας, συλλογικότητας, προσωπικής ή συμβολικής ετερότητας καταλύεται και λοιδορείται. Σημασία έχει «να είσαι ο εαυτός σου», ήτοι μόνον ό,τι προτάσσει το συμφέρον σου.
Αυτή η αποθέωση της ατομικότητας, όχι μόνο εξαίρεται, αλλά θεωρείται από κάποιους διανοούμενους ως η λύση στην κρίση των καιρών μας. Το πρόβλημα -κατ’ αυτούς- εστιάζεται στην κρίση της εξατομίκευσης. Είμαστε «πίσω» οντολογικά και υπαρξιακά. Για να πάμε λοιπόν «μπροστά» θα πρέπει να καταστούμε «άτομα», έρμαια της απροσωπίας των νεωτερικών συστημάτων και της κερδοσκοπίας των «εχόντων και κατεχόντων» ελίτ. Αυτή η λογική του νεωτερικού μονόδρομου απαξιώνει κάθε έννοια πολιτιστικής ιδιοπροσωπίας και ετερότητας. Με τον τρόπο όμως αυτό ό,τιδήποτε προ-νεωτερικό απαξιώνεται, θεωρείται «γραφικό», ενώ παράλληλα καταδυναστεύονται και τα κοινωνικά προτάγματα, οι κοινωνικοί αγώνες, τα σύμβολα του λαού μας, η συλλογική ετερότητα.
Φυσικά οι φωνές αυτές αγνοούν (ή καλύτερα: τους συμφέρει να αγνοούν) ότι κάτι τέτοιο αντίκειται στην παράδοση και την ιδιοπροσωπία μας, που συνδέεται με το κοινοτικό πνεύμα και την οντολογική προτεραιότητα των σχέσεων κοινωνίας. Δεν κατανοούν ότι «άλλο ανατολή και άλλο δύση», αλλά προσπαθούν με κάθε τρόπο να μας καταστήσουν καταναλωτές υπακούοντας στις ορέξεις των ολίγων, που τόσο άνετα υπηρετούν, «οργανικοί» όντες. Δεν νομίζω ότι υπάρχει αμφιβολία ότι η πνευματική μας ηγεσία περνά κρίση ταυτότητας και ότι ποδηγετείται (για να μην πω «εξαγοράζεται») από συγκεκριμένες «ομάδες συμφερόντων». Φυσικά υπάρχουν πολλές εξαιρέσεις. Αλλά ας μην μακρηγορούμε άλλο κι ας επανέλθουμε στο προκείμενο.
Ο Μέγας Βασίλειος (330 – 379) γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Βασίλειος και ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου. Η μητέρα του ονομαζόταν Εμμέλεια και έδωσε πολύ επιμελημένη αγωγή στο γιο της. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε από τον πατέρα του και μετά φοίτησε σε διάφορα σχολεία της πατρίδας του και του Βυζαντίου. Όταν έγινε 20 χρονών πήγε στην Αθήνα, όπου δίδασκαν διαπρεπείς δάσκαλοι τα ελληνικά γράμματα, τη φιλοσοφία, τη ρητορική κ.λπ. Εκεί συναντήθηκε με το Γρηγόριο το Ναζιανζηνό, που τον γνώριζε από την Καισάρεια, και συνδέθηκαν με μια σπάνια φιλία. Ο Βασίλειος έμεινε στην Αθήνα 4 χρόνια και σπούδασε ελληνική φιλολογία, φιλοσοφία, ρητορική, γεωμετρία, αστρονομία και ιατρική.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος(328-391) γεννήθηκε στην Αριανζό, ένα χωριό κοντά στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας. Ανατράφηκε με ιδιαίτερη φροντίδα από τη χριστιανή μητέρα του Νόννα. Έκανε ανώτερες σπουδές στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου γνώρισε το Βασίλειο και συνδέθηκε μαζί του με στενή φιλία. Συνέχισε τις σπουδές του στις φιλοσοφικές σχολές της Καισάρειας, της Παλαιστίνης, της Αλεξάνδρειας και της Αθήνας. Εκεί ξαναβρέθηκε με το Βασίλειο και η φιλία τους έγινε πιο μεγάλη.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (354 – 407) γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας. Ο πατέρας του Σεκούνδος ήταν ανώτερος αξιωματικός του συριακού στρατού. Η μητέρα του Ανθούσα έμεινε χήρα σε ηλικία 20 χρονών. Κύριο έργο της ήταν η ανατροφή και η μόρφωση του γιου της. Ο Ιωάννης είχε δάσκαλο στη ρητορική το Λιβάνιο και στη φιλοσοφία τον Ανδραγάθιο. Άσκησε για ένα διάστημα το επάγγελμα του δικηγόρου ή του ρητοροδιδάσκαλου. Βλέποντας όμως τις αδικίες των δικαστηρίων ακολούθησε θεολογικές σπουδές στην ακμάζουσα Θεολογική Σχολή της Αντιόχειας και κατόπιν στην Αλεξάνδρεια. Το όνομά του συνδεόταν με την έμφυτη ρητορική δεινότητα και ευγλωττία, εξ’ ου και το Χρυσόστομος, αλλά και με τη θεολογική, ψυχολογική και κοινωνική κατάρτιση και δράση. Ήταν λεπτή και πολυδιάστατη φύση. Διακρινόταν για τον ευθύ και ορμητικό του χαρακτήρα. Φερόταν με θάρρος προς τους ισχυρούς και με ηπιότητα προς τους αδυνάτους. Δεν ήταν λιγότερο σοφός από τους άλλους δύο ιεράρχες, απλά δε συστηματοποιούσε τις φιλοσοφικές του γνώσεις, τις παρουσίαζε με φυσικότητα, ζωντάνια και πάθος στα πλαίσια των έργων του. Αντιπροσωπευτικός για όλες τις εποχές ιεροκήρυκας, που μαστίγωνε με δριμύτητα τις δεισιδαιμονίες, την κοινωνική αδικία και την αθλιότητα.
Από το τεράστιο έργο τους θα σταχυολογήσουμε ελάχιστες μόνο αναφορές τους περί αγωγής και παιδείας:
α. Για την αγωγή και την εν γένει συμπεριφορά των νέων ο Μ. Βασίλειος τονίζει: «Χρειάζεται ὁ νέος νά μάθει νά ἐρωτᾶ χωρίς ἐριστικότητα καί νά ἀπαντᾶ χωρίς ὑπεροψία. Νά μή διακόπτει τόν συνομιλητή του, οὔτε νά παρεμβάλλει τά δικά του λόγια ἐπιδεικτικά. Ἄν ἔχει διδαχθῆ κάτι ἀπό ἄλλον νά μήν τό κρύβει σά νά ἦταν δική του σκέψη, ἀλλά νά φανερώνει τίνος εἶναι».
β. Ποιος είναι ο καλός δάσκαλος;
Σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο:«Ὁ καλός δάσκαλος εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπό φθόνο καί ἔπαρση. Θέλει οἱ ἀρετές νά γίνουν κοινό κτῆμα τῶν μαθητῶν του, θέλει μόνο νά τούς ἐξισώσει σέ ὅλα μέ τόν ἑαυτό του» (Περί Παρθενίας).Κι αλλού: «Γιατί αὐτό κυρίως εἶναι τό γνώρισμα τοῦ πραγματικοῦ δασκάλου, τό νά συμπάσχει στίς συμφορές τῶν μαθητῶν του, τό νά θρηνεῖ καί νά πενθεῖ γιά τά τραύματα αὐτῶν πού ἔχει στήν εὐθύνη του» (ομιλία 28). Σωστός δάσκαλος λέει ο Χρυσόστομος στην 30η ομιλία του είναι αυτός «που διδάσκει μᾶλλον παρά πού ἐλέγχει, που παιδαγωγεῖ παρά πού τιμωρεῖ, που βάζει τάξη παρά πού διαπομπεύει».
γ. Ποιος είναι αληθινά μορφωμένος;
Ας ακούσουμε την άποψη του αγίου Γρηγορίου: «Γιά μένα δέν εἶναι σοφός ἐκεῖνος πού ἔχει σοφία λόγου, οὔτε ἐκεῖνος πού παρουσιάζει μέν εὐφράδεια ἀλλά ἔχει ἄστατη καί ἀδιαμόρφωτη ψυχή, σάν τούς τάφους οἱ ὁποῖοι ἐξωτερικά μέν εἶναι ἐμφανίσιμοι καί ὡραῖοι ἐνῶ ἐσωτερικά κρύβουν πτώματα καί δυσωδία. Σοφό θεωρῶ ἐκεῖνον πού λέει μέν λίγα περί ἀρετῆς, ἀλλά παρουσιάζει πολλά μέ τή ζωή του καί ἐπιβεβαιώνει μέ τήν πράξη τήν ἀξιοπιστία τοῦ λόγου του. (Λόγος 16)».
Κι αλλού: «Σοφία εἶναι τό νά γνωρίζει κανείς τόν ἑαυτό του καί νά μήν ὑπερηφανεύεται». (Λόγος 32)».
δ. Η ευρύτητα της σκέψης των τριών Ιεραρχών φαίνεται από την θετική αξιολόγηση της τεχνικής παιδείας, της οποίας δέχονται την χρησιμότητα και σπουδαιότητα. Σε μια εποχή που οι χειρωνακτικές τέχνες θεωρούνταν ακόμα «βάναυσοι» (πρβλ. π.χ. τις αναφορές του Λουκιανού) , θα πει ο Χρυσόστομος: «Μη καταφρονώμεν των από χειρών τρεφομένων, αλ¬λά μάλλον αυτούς μακαρίσωμεν δια τούτο» (ΡG 51, 193).
Η κοινωνική τους διδασκαλία αξίζει να τονιστεί, γιατί εδράζεται στην ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, κατά το πρότυπο της πρώτης χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων, την αγάπη και την κοινοχρησία.
Περιττό είναι να ειπωθεί ότι ενώ και οι τρεις προερχόταν από πάμπλουτες οικογένειες και θα μπορούσαν να κάνουν αυτό που λέμε «άνετη ζωή» μένοντας σε μια θεωρητική διδασκαλία του «σαλονιού», προτίμησαν να κάνουν τη θεωρία πράξη (η γνωστή Βασιλειάδα του Μεγάλου Βασιλείου που περιλάμβανε συγκρότημα ευαγών ιδρυμάτων είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα) και να μοιράσουν ολόκληρη την τεράστια περιουσία τους στους άπορους.
Η κοινωνιοκενρική τους διδασκαλία με άλλα λόγια δεν είναι ένα θεωρητικό ιδεολόγημα, αλλά θυσιαστική και αγαπητική πράξη.
Τελείως τηλεγραφικά σταχυολογώ τα εξής:
Ο Χρυσόστομος αναφέρει:«όπου γαρ το εμόν και το σον εκεί πάσα μάχης ιδέα και φιλονικίας υπόθεσις». Ο Μέγας Βασίλειος συμπληρώνει: «αν αυτός που απογυμνώνει το ντυμένο ονομάζεται λωποδύτης, αυτός που δεν ντύνει το γυμνό, αν και μπορεί να το κάνει, δεν είναι το ίδιο;». Και ο Γρηγόριος τονίζει: «Μην τεντώνεις τα χέρια σου στον ουρανό αλλά στα χέρια των φτωχών. Αν εκτείνεις τα χέρια σου στα χέρια των φτωχών έπιασες την κορυφή του ουρανού».
Η απάντηση τους στο κοινωνικό πρόβλημα που ακόμα σοβεί, είναι απάντηση της πράξης.
Δείγμα του ρηξικέλευθου αλλά και βαθιά ανθρωπιστικού πνεύματος που διακατείχε το Χρυσόστομο αποτελεί το γεγονός ότι και αυτή ακόμα η ύπαρξη εκκλησιαστικής περιουσίας τον ενοχλούσε, αν και τα εισοδήματα της δεν ήταν υπέρμετρα. Τον ενοχλούσε μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε συνιστούσε στους πιστούς αντί να δίνουν χρήματα για τη διακόσμηση των ναών να τα δίνουν αυτοπροσώπως στους φτωχούς. Έτσι εξυψώνεται το ανθρώπινο πρόσωπο και προάγεται η κοινωνικότητα.
Η ύπαρξη περιουσίας δικαιολογείται ωστόσο -κατά το Χρυσόστομο- εξαιτίας της απανθρωπίας εκείνων των χριστιανών, που δεν συνέβαλαν αποφασιστικά, ενώ είχαν τη δυνατότητα, στην καταπολέμηση των κοινωνικών διακρίσεων: «Σήμερα η εκκλησία έχει αγρούς, οικοδομές και εισπράξεις από νοίκια(…).Κι όλα αυτά τα έχει εξαιτίας της απανθρωπίας σας. Όλος αυτός ο πλούτος έπρεπε να βρίσκεται στα χέρια σας και τα έσοδα της εκκλησίας έπρεπε να προέρχονται από τη γενναιοδωρία σας. Τώρα όμως (…)εσείς δεν καρποφορείτε με προσφορές στην εκκλησία και οι ιερείς δεν μπορούν να προσφέρουν όσα πρέπει».
Και αλλού (PG 48, 656B) αναφέρει: «Πολλή φροντίδα πρέπει να έχει η εκκλησία ώστε ούτε να της περισσεύει, αλλ’ ούτε να της λείπει τίποτα, άλλα όσα εισπράττει να τα σκορπίζει γρήγορα σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη».
Η γλώσσα του Χρυσοστόμου ξαφνιάζει. Είναι σκληρή, αλλά συνάμα τίμια και ρεαλιστική: «Καθημερινά βλασφημείται ο θεός από μας εξαιτίας των αρπαγών και της πλεονεξίας μας. Η αρρώστια αυτή κατάλαβε όλη την οικουμένη και τις ψυχές όλων. Κηρύττουμε το Χριστό και υπηρετούμε το χρυσό»(PG 59,413B-414B).
Η αναφορά μας αυτή δεν είναι απαραίτητο να συνδεθεί με τη θλιβερή επικαιρότητα. Σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι άλλο ορθοδοξία και άλλο σχολαστικισμός ή πιετισμός ή φονταμενταλιστικός«ταλιμπανισμός», όπως επίσης άλλο αυθεντική διδασκαλία και άλλο σύγχρονη «εκκοσμικευμένη» παραφθορά.
Οι Τρεις Ιεράρχες έλαμψαν ως ασκητές, μεγαλούργησαν ως θεολόγοι, συνέδεσαν το αρχαίο ελληνικό πνεύμα με τη χριστιανική διδασκαλία, άφησαν σε όλους μας παρακαταθήκη αξιών σε κοινωνικό, παιδαγωγικό, φιλοσοφικό επίπεδο. Πνεύματα φωτεινά με απέραντη αγάπη στον άνθρωπο και στην εκκλησία άνοιξαν νέους ορίζοντες στην ελληνική παιδεία και έκαναν τη χριστιανική διδασκαλία επίκαιρη σε κάθε εποχή. Αληθινοί φάροι ορθοδοξίας, πίστης και ζωής ας αποτελέσουν παράδειγμα για όλους μας στους καιρούς της κρίσεως που βιώνουμε.
Η σύγχρονη εκπαιδευτική κοινότητα ας εμπνευστεί από το ήθος των Τριών Ιεραρχών και ας αντλήσει από την πολυποίκιλη διδασκαλία τους στοιχεία που θα βοηθήσουν στην ουσιαστική ανανέωση της παρεχόμενης παιδείας με κεντρικά σημεία προσανατολισμού τον άνθρωπο, τη μόρφωση, τη διαμόρφωση στοιχειώδους καλλιέργειας, το σεβασμό της ετερότητας, το κοινοτικό πνεύμα, την καταπολέμηση κάθε είδους «αποκλειστικότητας» ρατσισμού και ξενοφοβίας και την ειρήνη.
Την 30η Ιανουαρίου η εκκλησία μας τιμά τους «τρεις μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου θεότητος» Βασίλειο το Μέγα, Γρηγόριο το Θεολόγο και Ιωάννη το Χρυσόστομο. Πρότυπα αγιότητας, ασκητικότητας, παιδείας αλλά και κοινωνικοκεντρικού βίου οι Τρεις τους συνέζευξαν αρμονικά το αρχαίο ελληνικό πνεύμα με τη χριστιανική διδασκαλία γι’ αυτό και δικαίως έχουν χαρακτηριστεί ως προστάτες των γραμμάτων και της παιδείας.
Σε μια εποχή έντονης σύγχυσης και προβολής του νεωτερικού προτύπου ως δογματικώς αυταποδείκτου προτάγματος καθολικής αξίας πολλές είναι οι «φωνές» που «εις μάτην» προσπαθούν να σχετικοποιήσουν την αξία του βίου και του έργου τους.
Σε αυτά προστίθενται οι γνωστές δήθεν (νέο-)«φωταδιστικές» προσπάθειες αποδόμησης τους, που εδράζονται στην επαρχιώτικη απομίμηση –ούτε καν αντιγραφή- ξένων πολιτιστικών προτύπων και παραδόσεων. Η μεταμοντερνιστική –μηδενιστική μόδα, που τόσο όψιμα έφτασε στη χώρα μας, και που βασικό της πρόταγμα έχει την απαξίωση όλων των αξιών, με ειρωνικό τρόπο καταδυναστεύει κάθε υπερατομική αξία και καθιστά τον άνθρωπο «άτομο», υποκείμενο στη συστημική απροσωπία. Κάθε έννοια κοινωνικότητας, συλλογικότητας, προσωπικής ή συμβολικής ετερότητας καταλύεται και λοιδορείται. Σημασία έχει «να είσαι ο εαυτός σου», ήτοι μόνον ό,τι προτάσσει το συμφέρον σου.
Αυτή η αποθέωση της ατομικότητας, όχι μόνο εξαίρεται, αλλά θεωρείται από κάποιους διανοούμενους ως η λύση στην κρίση των καιρών μας. Το πρόβλημα -κατ’ αυτούς- εστιάζεται στην κρίση της εξατομίκευσης. Είμαστε «πίσω» οντολογικά και υπαρξιακά. Για να πάμε λοιπόν «μπροστά» θα πρέπει να καταστούμε «άτομα», έρμαια της απροσωπίας των νεωτερικών συστημάτων και της κερδοσκοπίας των «εχόντων και κατεχόντων» ελίτ. Αυτή η λογική του νεωτερικού μονόδρομου απαξιώνει κάθε έννοια πολιτιστικής ιδιοπροσωπίας και ετερότητας. Με τον τρόπο όμως αυτό ό,τιδήποτε προ-νεωτερικό απαξιώνεται, θεωρείται «γραφικό», ενώ παράλληλα καταδυναστεύονται και τα κοινωνικά προτάγματα, οι κοινωνικοί αγώνες, τα σύμβολα του λαού μας, η συλλογική ετερότητα.
Φυσικά οι φωνές αυτές αγνοούν (ή καλύτερα: τους συμφέρει να αγνοούν) ότι κάτι τέτοιο αντίκειται στην παράδοση και την ιδιοπροσωπία μας, που συνδέεται με το κοινοτικό πνεύμα και την οντολογική προτεραιότητα των σχέσεων κοινωνίας. Δεν κατανοούν ότι «άλλο ανατολή και άλλο δύση», αλλά προσπαθούν με κάθε τρόπο να μας καταστήσουν καταναλωτές υπακούοντας στις ορέξεις των ολίγων, που τόσο άνετα υπηρετούν, «οργανικοί» όντες. Δεν νομίζω ότι υπάρχει αμφιβολία ότι η πνευματική μας ηγεσία περνά κρίση ταυτότητας και ότι ποδηγετείται (για να μην πω «εξαγοράζεται») από συγκεκριμένες «ομάδες συμφερόντων». Φυσικά υπάρχουν πολλές εξαιρέσεις. Αλλά ας μην μακρηγορούμε άλλο κι ας επανέλθουμε στο προκείμενο.
Ο Μέγας Βασίλειος (330 – 379) γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Βασίλειος και ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου. Η μητέρα του ονομαζόταν Εμμέλεια και έδωσε πολύ επιμελημένη αγωγή στο γιο της. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε από τον πατέρα του και μετά φοίτησε σε διάφορα σχολεία της πατρίδας του και του Βυζαντίου. Όταν έγινε 20 χρονών πήγε στην Αθήνα, όπου δίδασκαν διαπρεπείς δάσκαλοι τα ελληνικά γράμματα, τη φιλοσοφία, τη ρητορική κ.λπ. Εκεί συναντήθηκε με το Γρηγόριο το Ναζιανζηνό, που τον γνώριζε από την Καισάρεια, και συνδέθηκαν με μια σπάνια φιλία. Ο Βασίλειος έμεινε στην Αθήνα 4 χρόνια και σπούδασε ελληνική φιλολογία, φιλοσοφία, ρητορική, γεωμετρία, αστρονομία και ιατρική.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος(328-391) γεννήθηκε στην Αριανζό, ένα χωριό κοντά στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας. Ανατράφηκε με ιδιαίτερη φροντίδα από τη χριστιανή μητέρα του Νόννα. Έκανε ανώτερες σπουδές στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου γνώρισε το Βασίλειο και συνδέθηκε μαζί του με στενή φιλία. Συνέχισε τις σπουδές του στις φιλοσοφικές σχολές της Καισάρειας, της Παλαιστίνης, της Αλεξάνδρειας και της Αθήνας. Εκεί ξαναβρέθηκε με το Βασίλειο και η φιλία τους έγινε πιο μεγάλη.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (354 – 407) γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας. Ο πατέρας του Σεκούνδος ήταν ανώτερος αξιωματικός του συριακού στρατού. Η μητέρα του Ανθούσα έμεινε χήρα σε ηλικία 20 χρονών. Κύριο έργο της ήταν η ανατροφή και η μόρφωση του γιου της. Ο Ιωάννης είχε δάσκαλο στη ρητορική το Λιβάνιο και στη φιλοσοφία τον Ανδραγάθιο. Άσκησε για ένα διάστημα το επάγγελμα του δικηγόρου ή του ρητοροδιδάσκαλου. Βλέποντας όμως τις αδικίες των δικαστηρίων ακολούθησε θεολογικές σπουδές στην ακμάζουσα Θεολογική Σχολή της Αντιόχειας και κατόπιν στην Αλεξάνδρεια. Το όνομά του συνδεόταν με την έμφυτη ρητορική δεινότητα και ευγλωττία, εξ’ ου και το Χρυσόστομος, αλλά και με τη θεολογική, ψυχολογική και κοινωνική κατάρτιση και δράση. Ήταν λεπτή και πολυδιάστατη φύση. Διακρινόταν για τον ευθύ και ορμητικό του χαρακτήρα. Φερόταν με θάρρος προς τους ισχυρούς και με ηπιότητα προς τους αδυνάτους. Δεν ήταν λιγότερο σοφός από τους άλλους δύο ιεράρχες, απλά δε συστηματοποιούσε τις φιλοσοφικές του γνώσεις, τις παρουσίαζε με φυσικότητα, ζωντάνια και πάθος στα πλαίσια των έργων του. Αντιπροσωπευτικός για όλες τις εποχές ιεροκήρυκας, που μαστίγωνε με δριμύτητα τις δεισιδαιμονίες, την κοινωνική αδικία και την αθλιότητα.
Από το τεράστιο έργο τους θα σταχυολογήσουμε ελάχιστες μόνο αναφορές τους περί αγωγής και παιδείας:
α. Για την αγωγή και την εν γένει συμπεριφορά των νέων ο Μ. Βασίλειος τονίζει: «Χρειάζεται ὁ νέος νά μάθει νά ἐρωτᾶ χωρίς ἐριστικότητα καί νά ἀπαντᾶ χωρίς ὑπεροψία. Νά μή διακόπτει τόν συνομιλητή του, οὔτε νά παρεμβάλλει τά δικά του λόγια ἐπιδεικτικά. Ἄν ἔχει διδαχθῆ κάτι ἀπό ἄλλον νά μήν τό κρύβει σά νά ἦταν δική του σκέψη, ἀλλά νά φανερώνει τίνος εἶναι».
β. Ποιος είναι ο καλός δάσκαλος;
Σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο:«Ὁ καλός δάσκαλος εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπό φθόνο καί ἔπαρση. Θέλει οἱ ἀρετές νά γίνουν κοινό κτῆμα τῶν μαθητῶν του, θέλει μόνο νά τούς ἐξισώσει σέ ὅλα μέ τόν ἑαυτό του» (Περί Παρθενίας).Κι αλλού: «Γιατί αὐτό κυρίως εἶναι τό γνώρισμα τοῦ πραγματικοῦ δασκάλου, τό νά συμπάσχει στίς συμφορές τῶν μαθητῶν του, τό νά θρηνεῖ καί νά πενθεῖ γιά τά τραύματα αὐτῶν πού ἔχει στήν εὐθύνη του» (ομιλία 28). Σωστός δάσκαλος λέει ο Χρυσόστομος στην 30η ομιλία του είναι αυτός «που διδάσκει μᾶλλον παρά πού ἐλέγχει, που παιδαγωγεῖ παρά πού τιμωρεῖ, που βάζει τάξη παρά πού διαπομπεύει».
γ. Ποιος είναι αληθινά μορφωμένος;
Ας ακούσουμε την άποψη του αγίου Γρηγορίου: «Γιά μένα δέν εἶναι σοφός ἐκεῖνος πού ἔχει σοφία λόγου, οὔτε ἐκεῖνος πού παρουσιάζει μέν εὐφράδεια ἀλλά ἔχει ἄστατη καί ἀδιαμόρφωτη ψυχή, σάν τούς τάφους οἱ ὁποῖοι ἐξωτερικά μέν εἶναι ἐμφανίσιμοι καί ὡραῖοι ἐνῶ ἐσωτερικά κρύβουν πτώματα καί δυσωδία. Σοφό θεωρῶ ἐκεῖνον πού λέει μέν λίγα περί ἀρετῆς, ἀλλά παρουσιάζει πολλά μέ τή ζωή του καί ἐπιβεβαιώνει μέ τήν πράξη τήν ἀξιοπιστία τοῦ λόγου του. (Λόγος 16)».
Κι αλλού: «Σοφία εἶναι τό νά γνωρίζει κανείς τόν ἑαυτό του καί νά μήν ὑπερηφανεύεται». (Λόγος 32)».
δ. Η ευρύτητα της σκέψης των τριών Ιεραρχών φαίνεται από την θετική αξιολόγηση της τεχνικής παιδείας, της οποίας δέχονται την χρησιμότητα και σπουδαιότητα. Σε μια εποχή που οι χειρωνακτικές τέχνες θεωρούνταν ακόμα «βάναυσοι» (πρβλ. π.χ. τις αναφορές του Λουκιανού) , θα πει ο Χρυσόστομος: «Μη καταφρονώμεν των από χειρών τρεφομένων, αλ¬λά μάλλον αυτούς μακαρίσωμεν δια τούτο» (ΡG 51, 193).
Η κοινωνική τους διδασκαλία αξίζει να τονιστεί, γιατί εδράζεται στην ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, κατά το πρότυπο της πρώτης χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων, την αγάπη και την κοινοχρησία.
Περιττό είναι να ειπωθεί ότι ενώ και οι τρεις προερχόταν από πάμπλουτες οικογένειες και θα μπορούσαν να κάνουν αυτό που λέμε «άνετη ζωή» μένοντας σε μια θεωρητική διδασκαλία του «σαλονιού», προτίμησαν να κάνουν τη θεωρία πράξη (η γνωστή Βασιλειάδα του Μεγάλου Βασιλείου που περιλάμβανε συγκρότημα ευαγών ιδρυμάτων είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα) και να μοιράσουν ολόκληρη την τεράστια περιουσία τους στους άπορους.
Η κοινωνιοκενρική τους διδασκαλία με άλλα λόγια δεν είναι ένα θεωρητικό ιδεολόγημα, αλλά θυσιαστική και αγαπητική πράξη.
Τελείως τηλεγραφικά σταχυολογώ τα εξής:
Ο Χρυσόστομος αναφέρει:«όπου γαρ το εμόν και το σον εκεί πάσα μάχης ιδέα και φιλονικίας υπόθεσις». Ο Μέγας Βασίλειος συμπληρώνει: «αν αυτός που απογυμνώνει το ντυμένο ονομάζεται λωποδύτης, αυτός που δεν ντύνει το γυμνό, αν και μπορεί να το κάνει, δεν είναι το ίδιο;». Και ο Γρηγόριος τονίζει: «Μην τεντώνεις τα χέρια σου στον ουρανό αλλά στα χέρια των φτωχών. Αν εκτείνεις τα χέρια σου στα χέρια των φτωχών έπιασες την κορυφή του ουρανού».
Η απάντηση τους στο κοινωνικό πρόβλημα που ακόμα σοβεί, είναι απάντηση της πράξης.
Δείγμα του ρηξικέλευθου αλλά και βαθιά ανθρωπιστικού πνεύματος που διακατείχε το Χρυσόστομο αποτελεί το γεγονός ότι και αυτή ακόμα η ύπαρξη εκκλησιαστικής περιουσίας τον ενοχλούσε, αν και τα εισοδήματα της δεν ήταν υπέρμετρα. Τον ενοχλούσε μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε συνιστούσε στους πιστούς αντί να δίνουν χρήματα για τη διακόσμηση των ναών να τα δίνουν αυτοπροσώπως στους φτωχούς. Έτσι εξυψώνεται το ανθρώπινο πρόσωπο και προάγεται η κοινωνικότητα.
Η ύπαρξη περιουσίας δικαιολογείται ωστόσο -κατά το Χρυσόστομο- εξαιτίας της απανθρωπίας εκείνων των χριστιανών, που δεν συνέβαλαν αποφασιστικά, ενώ είχαν τη δυνατότητα, στην καταπολέμηση των κοινωνικών διακρίσεων: «Σήμερα η εκκλησία έχει αγρούς, οικοδομές και εισπράξεις από νοίκια(…).Κι όλα αυτά τα έχει εξαιτίας της απανθρωπίας σας. Όλος αυτός ο πλούτος έπρεπε να βρίσκεται στα χέρια σας και τα έσοδα της εκκλησίας έπρεπε να προέρχονται από τη γενναιοδωρία σας. Τώρα όμως (…)εσείς δεν καρποφορείτε με προσφορές στην εκκλησία και οι ιερείς δεν μπορούν να προσφέρουν όσα πρέπει».
Και αλλού (PG 48, 656B) αναφέρει: «Πολλή φροντίδα πρέπει να έχει η εκκλησία ώστε ούτε να της περισσεύει, αλλ’ ούτε να της λείπει τίποτα, άλλα όσα εισπράττει να τα σκορπίζει γρήγορα σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη».
Η γλώσσα του Χρυσοστόμου ξαφνιάζει. Είναι σκληρή, αλλά συνάμα τίμια και ρεαλιστική: «Καθημερινά βλασφημείται ο θεός από μας εξαιτίας των αρπαγών και της πλεονεξίας μας. Η αρρώστια αυτή κατάλαβε όλη την οικουμένη και τις ψυχές όλων. Κηρύττουμε το Χριστό και υπηρετούμε το χρυσό»(PG 59,413B-414B).
Η αναφορά μας αυτή δεν είναι απαραίτητο να συνδεθεί με τη θλιβερή επικαιρότητα. Σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι άλλο ορθοδοξία και άλλο σχολαστικισμός ή πιετισμός ή φονταμενταλιστικός«ταλιμπανισμός», όπως επίσης άλλο αυθεντική διδασκαλία και άλλο σύγχρονη «εκκοσμικευμένη» παραφθορά.
Οι Τρεις Ιεράρχες έλαμψαν ως ασκητές, μεγαλούργησαν ως θεολόγοι, συνέδεσαν το αρχαίο ελληνικό πνεύμα με τη χριστιανική διδασκαλία, άφησαν σε όλους μας παρακαταθήκη αξιών σε κοινωνικό, παιδαγωγικό, φιλοσοφικό επίπεδο. Πνεύματα φωτεινά με απέραντη αγάπη στον άνθρωπο και στην εκκλησία άνοιξαν νέους ορίζοντες στην ελληνική παιδεία και έκαναν τη χριστιανική διδασκαλία επίκαιρη σε κάθε εποχή. Αληθινοί φάροι ορθοδοξίας, πίστης και ζωής ας αποτελέσουν παράδειγμα για όλους μας στους καιρούς της κρίσεως που βιώνουμε.
Η σύγχρονη εκπαιδευτική κοινότητα ας εμπνευστεί από το ήθος των Τριών Ιεραρχών και ας αντλήσει από την πολυποίκιλη διδασκαλία τους στοιχεία που θα βοηθήσουν στην ουσιαστική ανανέωση της παρεχόμενης παιδείας με κεντρικά σημεία προσανατολισμού τον άνθρωπο, τη μόρφωση, τη διαμόρφωση στοιχειώδους καλλιέργειας, το σεβασμό της ετερότητας, το κοινοτικό πνεύμα, την καταπολέμηση κάθε είδους «αποκλειστικότητας» ρατσισμού και ξενοφοβίας και την ειρήνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου