Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Μην παροργίζουμε τη φιλανθρωπία του Θεού *

Αγ.  Νικολάου Βελιμίροβιτς
Αδελφοί μου, αμαρτήσαμε και στη συνέχεια εξαγνιστήκαμε. Προσβάλαμε τον Παντοδύναμο Θεό μας, και γι’ αυτό τιμωρηθήκαμε. Σπιλώσαμε τις ψυχές μας και ξεπλύναμε την κάθε αμαρτία μας, με το αίμα και τα δάκρυά μας. Ποδοπατήσαμε το καθετί, που ήταν ιερό για τους πατέρες μας, και γι’ αυτό στη συνέχεια ποδοπατηθήκαμε εμείς οι ίδιοι.
Η καταστροφή μας ήταν αναμενόμενη αφού τα σχολεία μας ήταν χωρίς πίστη στο Θεό, οι πολιτικοί μας δεν ήταν έντιμοι, ο στρατός μας δεν είχε πατριωτισμό και οι κυβερνήτες μας δεν είχαν την ευλογία του Θεού. Έτσι καταστράφηκαν τα σχολεία, ο στρατός και όλο το κράτος μας.
Είκοσι χρόνια [τα χρόνια μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων] δεν σεβόμασταν τις παραδόσεις μας, και τώρα οι αλλοεθνείς μάς στέρησαν το φως με το σκοτάδι τους.
Είκοσι χρόνια χλευάζαμε τους προγόνους μας, που με την ευσέβειά τους κατέκτησαν τη βασιλεία των Ουρανών. Με το μέτρο όμως που κρίναμε τον Θεό και τους προγόνους μας, με το ίδιο μέτρο και εμείς κριθήκαμε.
[...] Ας μην αμαρτάνουμε, για να μην υποφέρουμε πάλι. Ας μην ποδοπατούμε τα όσια των προγόνων μας, για να μην ποδοπατηθούμε οι ίδιοι. Ας χτίσουμε σχολεία με πίστη, ας αποκτήσουμε κυβερνήτες τίμιους, ας αποκτήσουμε στρατό με πατριωτισμό και κράτος που να έχει την ευλογία του Θεού. Ας προσπαθήσει ο καθένας μας να κατακτήσει τη βασιλεία των Ουρανών. Έτσι μόνο θα επιβιώσει το κράτος μας πάνω στη γη για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Αν είμαστε δίκαιοι, ο ουρανός θα προσέχει το κράτος μας. Έτσι θα αντέξετε τις σκοτεινές δυνάμεις του Άδη, που κτύπησαν το κράτος μας και σαν εφιάλτης μάς ταλάνισαν και θα μας ταλανίζουν για πολλά χρόνια.
[...] Το δίκαιο λοιπόν είναι να προσφέρουμε ειλικρινή και εκ βαθέων ευχαριστία. Να ευχαριστούμε τον Θεό για την καταστροφή του κράτους μας, αλλά και για τη σωτηρία μας από την καταστροφή. Για την σκλαβιά, όπως και για την ελευθερία. Για τη φρίκη την οποία ζήσαμε, και για τη χαρά που ζούμε. Για τις απώλειες που είχαμε, αλλά και για τα κέρδη. Για εκείνο το αιματηρό σκοτάδι, όπως και γι’ αυτό το φωτεινό, καθαρό, χωρίς σύννεφα πρωινό της καινούργιας μέρας.
Καταστράφηκε το κράτος μας; Να λέμε: Δόξα Σοι, Κύριε. Σε ευχαριστώ Θεέ μου! Πήραμε πάλι πίσω το κράτος μας; Να λέμε πάλι: Δόξα Σοι, Κύριε. Σε ευχαριστώ Θεέ μου: επειδή αν δεν καταστρεφόταν ένα τέτοιο κράτος και συνέχιζε να υπάρχει για άλλα είκοσι χρόνια, θα χανόταν και ο ίδιος ο λαός μας, και τότε αυτό θα ήταν η πραγματική καταστροφή.
Καταστροφή του κράτους ή καταστροφή του λαού; Ο Θεός χάλασε αυτό που άξιζε λιγότερο. Χάθηκε το κράτος, έμεινε όμως ο λαός. Γιατί όσο υπάρχει ο νοικοκύρης θα υπάρχει και το σπίτι. Αν χαθεί ο νοικοκύρης, ποιος θα ξαναχτίσει το χαλασμένο σπίτι;
Νά το δικό μας κράτος: νάτη πάλι η χρυσή μας ελευθερία! Να λέμε: Δόξα σε σένα Κύριε, για το δώρο σου, για την προσευχή σου, για την ανείπωτη φιλανθρωπία σου. Επιτρέψτε μου να σας βροντοφωνάξω από αυτό το φρικτό και ιερό μέρος: Αν πάλι θα ‘μαστε άθλιοι, μακριά από τον Θεό, όπως ήμασταν, θα μας τιμωρήσει πάλι ο Θεός. Το κράτος μας και ο λαός μας θα χαθούν για πάντα. Θα γίνουμε ο περίγελως του κόσμου, το παράδειγμα προς αποφυγήν για τους άλλους.

* Απόσπασμα από το βιβλίο, Μέσα από το παράθυρο της φυλακής, εκδ. Ορθόδοξος κυψέλη 2012

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Ὁ Ὅσιος Ἰσαάκιος ὁ Ὁμολογητής

Ὁ Ὅσιος Ἰσαάκιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Συρία καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ἀρειανοῦ αὐτοκράτορος Οὐάλεντος (364 – 378 μ.Χ.). Μοναχὸς στὴν πατρίδα του, μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ κάποια ἀπὸ τὶς μονὲς αὐτῆς. Διακρινόταν γιὰ τὴ φλογερὴ πίστη καὶ τὴ μαχητικότητά του ἐναντίον καθενὸς ποὺ ἐπιβουλευόταν αὐτήν, ἰδιαίτερα δὲ κατὰ τῶν ἐπικρατούντων αἱρετικῶν Ἀρειανῶν. Μιλώντας πρὸς τοὺς μοναχοὺς καὶ τὰ πλήθη, δὲν δίσταζε νὰ ἐλέγχει καὶ αὐτὸν τὸν αὐτοκράτορα γιὰ τὶς ὑπὲρ τῶν αἱρετικῶν ἀπροκάλυπτες ἐνέργειές του. Τὸ 378 μ.Χ. συνάντησε τὸν Οὐάλεντα, ἐνῶ ἀναχωροῦσε γιὰ τὴν ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Γότθων ποὺ εἰσέβαλαν στὸ Βυζάντιο, καὶ τοῦ εἶπε: «Ἀπόδος ταῖς ποίμναις τοὺς ἀρίστους νομέας καὶ λήψει τὴν νίκην ἀπονητί· εἰ δὲ τούτων μηδὲν δεδρακὼς παρατάξαιο, μαθήσει τῇ πείρᾳ, πῶς σκληρὸν τὸ πρὸς κέντρα λακτίζειν, οὕτω γὰρ ἐπανήξεις καὶ προσαπολέσεις τὴν στρατιάν». Τοῦ ζήτησε δηλαδή, ἐάν ἤθελε νὰ ἐπιστρέψει νικητής, νὰ ἐπαναφέρει ἀπὸ τὴν ἐξορία τοὺς Ἐπισκόπους καὶ νὰ τοὺς ἀποδώσει τὸ ποίμνιό τους, εἰδάλλως θὰ καταστρεφόταν καὶ αὐτὸς καὶ τὸ στράτευμά του. Ὁ Οὐάλης, ὄχι μόνο ἐκώφευσε στοὺς λόγους αὐτοὺς τοῦ Ἰσαακίου, ἀλλὰ ἀπείλησε αὐτὸν ὅτι, ὅταν θὰ ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴν ἐκστρατεία, θὰ τὸν θανάτωνε. Ὁ Ἰσαάκιος μὲ δάκρυα στοὺς ὀφθαλμοὺς προσπάθησε νὰ ἐπαναφέρει τὸν αὐτοκράτορα στὴν εὐθεία ὁδό, παρακαλώντας αὐτὸν νὰ ἀνοίξει τὶς ἐκκλησίες τῶν Ὀρθοδόξων, τὶς ὁποῖες εἶχε κλείσει καὶ νὰ ἐπιστρέψει σὲ αὐτούς, ὅσες εἶχε παραδώσει στοὺς Ἀρειανούς, διαφορετικὰ θὰ ἡττᾶτο ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους του καὶ θὰ καιγόταν ζωντανός. Ὀργισμένος τότε ὁ αὐτοκράτορας, διέταξε νὰ ρίξουν τὸν Ὅσιο Ἰσαάκιο σὲ παρακείμενη, γεμάτη ἀπὸ ἀγκάθια, φάραγγα. Ἐξερχόμενος, ὅμως, σῶος ἀπὸ τὴ Θεία Χάρη, προσέτρεξε πρὸς τὸν αὐτοκράτορα καὶ ἀφοῦ συγκράτησε τὸ ἄλογο αὐτοῦ ἀπὸ τὰ χαλινάρια, τὸν ἐξόρκιζε νὰ σωφρονισθεῖ πρὸς χάριν τῆς σωτηρίας αὐτοῦ καὶ τοῦ στρατεύματός του. Τότε ὁ Οὐάλης διέταξε τοὺς στρατιῶτες Σατορνίνο καὶ Βίκτορα νὰ συλλάβουν τὸν Ὅσιο Ἰσαάκιο καὶ νὰ τὸν κρατήσουν δέσμιο, μέχρι τῆς ἐπιστροφῆς του, ὁπότε θὰ τὸν θανάτωνε.
Στὶς 9 Αὐγούστου τοῦ 378 μ.Χ., διεξήχθη γύρω ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη σφοδρὴ μάχη, κατὰ τὴν ὁποία ὁ αὐτοκρατορικὸς στρατὸς κατετροπώθηκε, ἀφοῦ φονεύθηκαν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄριστους στρατηγούς του. Ὁ Οὐάλης, καταφεύγοντας ἐντὸς ἀχυρῶνος, γιὰ νὰ σωθεῖ, κάηκε ζωντανός, μαζὶ μὲ τὸν ἀρχιστράτηγό του. Ὅταν ἔγινε γνωστὸ τὸ γεγονὸς αὐτό, ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαὸς περιέβαλαν τὸν Ὅσιο Ἰσαάκιο μὲ μεγαλύτερο σεβασμὸ καὶ ὑπόληψη καὶ προσέτρεχαν πρὸς αὐτόν, γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του, ἀφοῦ δὲ συνέλεξαν χρήματα, οἰκοδόμησαν τὴ μονὴ Δαλμάτων. Ἐκεῖ προσῆλθαν καὶ ἄλλοι μοναχοὶ καὶ ὁ Ὅσιος διῆλθε τὸ βίο του ὡς ἡγούμενος αὐτῆς, ἔχοντας κερδίσει τὴν ἐκτίμηση τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου.Ὡς ἡγούμενος παρευρέθηκε στὴ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 381 μ.Χ., συντελώντας τὰ μέγιστα στὴν ἐπιτυχία αὐτῆς. Προαισθανόμενος τὸ τέλος του, ἀφοῦ διόρισε διάδοχό του τὸν Ὅσιο Δαλμάτιο ( 3 Αὐγούστου), κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γήρας τὸ 383 μ.Χ.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.Τύπος πέφηνας, τῆς ἐγκρατείας, καὶ ἑδραίωμα, τῆς Ἐκκλησίας, Ἰσαάκιε Πατέρων ἀγλάϊσμα· ἐν ἀρεταῖς γὰρ φαιδρύνας τὸν βίον σου, Ὀρθοδοξίας τὸν λόγον ἐτράνωσας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαο ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιο. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν Ὁσίων ἀκριβέστατον ὑπόδειγμα
Καὶ εὐσεβείας πρακτικώτατον ἐκφάντορα
Ἀνυμνοῦμέν σε οἱ δούλοι σου θεοφόρε.
Ἀλλ’ ὡς χάριτος τῆς θείας καταγώγιον
Ναοὺς ἔργασθαι ἡμᾶς φωτὸς τοῦ ΠνεύματοςΤοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Ἰσαάκιε.

Μεγαλυνάριο.Χαίροις Μοναζόντων ὑπογραμμός, καὶ Μονῆς Δαλμάτων, κυβερνήτης ὁ ἀπλανής· χαίροις χαρισμάτων, ταμεῖον θεοβρύτων, Ἰσαάκιε παμμάκαρ, Ἀγγέλων σύσκηνε.

Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Πραγματικά είμαστε «σεσωσμένοι διά της Χάριτος». (Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς)

Μόνο η παμμεγίστη αγάπη του Θεού είναι η αιτία της «διαβιώσεως» μας με τον Χριστό, της αναστάσεώς μας «εκ των νεκρών» με τον Χριστό, της αναλήψεώς μας στον ουρανό με τον Χριστό, της βιώσεώς μας «εν Χρι¬στώ», της υψώσεώς μας με τον Χριστό υπεράνω όλων των Χερουβείμ και των Σεραφείμ. Εδώ καθαρά φαίνεται ότι δεν υπάρχει καμιά δική μας αξία. Πραγματικά είμαστε «σεσωσμένοι διά της Χάριτος».
Νεκροί εμείς στις αμαρτίες (και από τις αμαρτίες), ποτέ δεν θα μπορούσαμε μόνοι μας ούτε να αναζωογονηθούμε, ούτε να αναστηθούμε, ούτε να υψωθούμε στον ουρανό, ούτε να γίνουμε αιώνιοι και να ζήσουμε αιώνια στην παν-χερουβική Θεϊκή δόξα. Όλο αυτό είναι έργο της απεριόριστης, της χωρίς σύνορα αγάπης του Θεού, απέναντι σε μας «εν Χριστώ Ιησού», είναι έργο της άπειρης, της χωρίς όρια φιλανθρωπίας του Θεού. Ο Θεοφόρος Απόστολος «καταδεικνύει» ότι η σωτηρία μας βρίσκεται στην Χριστοποίησή μας και την εν-Χριστοποίησή μας δηλαδή στην ανάστασή μας από τους αμαρτωλούς θανάτους, με τη δύναμη του «αναστάντος» και «αναληφθέντος» Κυρίου Ιησού Χριστού. Η σωτηρία δεν είναι τίποτε άλλο από τη ζωή στον Σωτήρα, δεν είναι τίποτε άλλο από τη ζωή με το Σωτήρα. Αυτό είναι το επίτευγμα, στο οποίο ο άνθρωπος, όλη τη ζωή του Σωτήρα «εν Αγίω πνεύματι» τη βιώνει σαν δική του ζωή, διαμέσου των ιερών μυστηρίων και των αγίων αρετών, όλη του τη ζωή τη ζει «εν Χριστώ» από την ψυχική γέννηση μέχρι την ανάληψή του στον ουρανό (με τον Χριστό). Εδώ ο άνθρωπος «μονίμως και διαρκώς» ζει στον και με τον αναστημένο και αναληφθέντα Σωτήρα, γιατί η πατρίδα μας, η πολιτεία μας, το πολίτευμά μας είναι στους ουρανούς (Φιλ. 3,20) και αν ακόμη ζούμε μεταξύ των ανθρώπων η ζωή μας είναι κρυμμένη μαζί με τον Χριστό «εν τω Θεώ» (Κολ. 3,3) και εμείς σκεπτόμαστε αυτά που είναι ψηλά στον ουρανό και όχι αυτά που είναι χαμηλά δηλ. στην γη (Κολ. 3,2). Εμείς είμαστε χριστιανοί, επειδή είμαστε του Χριστού. Γιατί εμείς, είμαστε ένα με τον Χριστό «ως προς» το θάνατο, την ανάσταση και τη ζωή Του (Ρωμ. 6, 4-14). Έτσι, κάθε Χριστιανός βιώνει σε μικρογραφία το Θεανθρώπινο πλήρωμα, την Θεανθρώπινη παν-ενότητα, που ο Κύριος Ιησούς Χριστός πραγματοποίησε στο σώμα Του, δηλαδή στην εκκλησία Του. Και αυτός (ο χριστιανός) γίνεται εκκλησία «εν σμικρώ». Γιατί η σωτηρία δεν είναι τίποτε άλλο από την εκκλησιοποί¬ηση και εν-εκκλησιοποίηση και αυτό σημαίνει αδιάκοπη εν-διαβίωση στο Θεανθρώπινο σώμα της εκκλησίας, διά ¬μέσου των Θείων μυστηρίων και των αγίων αρετών.
«Είδες, λέει ο Ιερός Χρυσόστομος, το άπειρο μέγεθος της δυνάμεώς Του σε μας που πιστεύουμε; Τους νεκρούς, τους υιούς της οργής, τους ζωοποίησε. Είδες πόσο μεγάλη είναι η ελπίδα της κλήσεως (προσκλήσεως); «και μας ανέστησε μαζί και μας εκάθισε μαζί» (Εφ. 2,6). Είδες τον πλούτο της ένδοξης κληρονομιάς του; Το ότι μας «ανέστησε μαζί», είναι γνωστό· αλλά το «μας εκάθισε μαζί εις τα επουράνια εν Χριστώ Ιησού», πώς είναι βέβαιο; Όπως και το «μας ανέστησε μαζί». Διότι κανείς δεν αναστήθηκε ποτέ, παρά μόνον αφού αναστήθηκε η κεφαλή, αναστηθή¬καμε και εμείς… Λοιπόν, έτσι και εκάθισε μαζί. Όταν κάθεται η κεφαλή, κάθεται και το σώμα. Γι’ αυτό, λοιπόν, πρόσθεσε «μαζί με τον Χριστό». Ή, εάν όχι γι’ αυτό, τότε μας ανέστησε μαζί του με το λουτρό (του βαπτίσματος). Πώς λοιπόν μας εκάθισε μαζί Του; «Εάν υπομένουμε», λέγει, «θα βασιλεύσουμε επίσης μαζί του· εάν έχουμε αποθάνει μαζί του, θα ζήσουμε επίσης μαζί Του» (Β’ Τιμ. 2,12). (Ιερού Χρυσοστόμου Λόγος Δ΄ προς Εφεσίους).
(Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, «Προς Εφεσίους Επιστολή Απ. Παύλου», εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσ/νίκη, σ.82-84)

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Ἡ Ἁγία Θεοδοσία ἡ Παρθενομάρτυς

Ἡ Ἁγία Παρθενομάρτυς Θεοδοσία καταγόταν ἀπὸ τὴν Τύρο τῆς Φοινίκης καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Σὲ ἡλικία δέκα ὀκτὼ ἐτῶν διέπρεπε τόσο γιὰ τὴν εὐσέβεια, ὅσο καὶ γιὰ τὸ ζῆλο της ὑπὲρ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, διαδίδοντας αὐτὴ μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρισσῶν γυναικῶν καὶ ἑλκύοντας πολλὲς ἀπὸ αὐτές. Κατὰ τὸ πέμπτο ἔτος τῶν διωγμῶν, βρισκόμενη στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, συνελήφθη καὶ δέσμια ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος Οὐρβανοῦ. Ἐπειδὴ ἡ Ἁγία δὲν πειθόταν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, διατάχθηκε ὁ σκληρὸς βασανισμὸς αὐτῆς. Τῆς κόπηκαν οἱ μαστοὶ καὶ τῆς καταξεσκίσθηκαν τὰ πλευρά, ἡμιθανὴς δέ, πιεζόταν νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἡ Θεοδοσία, μὲ φωνὴ ποὺ μόλις ἀκουγόταν, δήλωσε καὶ πάλι ὅτι ἦταν καὶ θὰ παρέμενε Χριστιανή. Τότε ὁ Οὐρβανός, γεμάτος ἀπὸ ὀργή, διέταξε, ἀφοῦ βασανισθεῖ σκληρότερα, νὰ ριχθεῖ στὴ θάλασσα, ὅπου ἔλαβε καὶ τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.Ὡς δόσιν θεόσδοτον, τὴν παρθενίαν τὴν σήν, ἀγῶσιν ἀθλήσεως, Θεοδοσία σεμνή, τῷ Λόγῳ προσήγαγες· ὅθεν πρὸς ἀθανάτους, μεταστᾶσα νυμφῶνας, πρέσβευε Ἀθληφόρε, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων, ῥυσθῆναι ἐκ πολυτρόπων, ἡμᾶς συμπτώσεων.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.Ὡς παρθένος ἄμωμος καὶ ἀθληφόρος, νοερῶς νενύμφευσαι, τῷ Βασιλεῖ τῶν οὐρανῶν, Θεοδοσία πανεύφημε· ὃν ἐκδυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.Δόσει λαμπρυνθεῖσα παρθενικῇ, δόσιν εὐσεβείας, διαυγάζεις ἀθλητικῶς, ὦ Θεοδοσία, Χριστοῦ Παρθενομάρτυς· διὸ κἀμοὶ μετάδος, ἐκ τῶν σῶν δόσεων.

Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Τα Αναγνώσματα στη Θ. Λειτουργία.

«Και τη του ηλίου λεγομένη ημέρα πάντων κατά πόλεις, ή αγρούς μενόντων επί το αυτό συνέλευσις γίνεται και τα απομνημονεύματα των αποστόλων ή τα συγγράμματα των προφητών αναγιγνώσκεται.»
(Και την ημέρα που λέγεται ημέρα του ηλίου, γίνεται σύναξη όλων που μένουν στις πόλεις ή στα χωράφια κι εκεί διαβάζονται τα απομνημονεύματα των Αποστόλων ή τα συγγράμματα των Προφητών.)

Είναι η πρώτη περιγραφή της θείας Λειτουργίας, μόλις εκατόν είκοσι χρόνια ύστερ’ από την Ανάσταση και την Πεντηκοστή. Ο φιλόσοφος και μάρτυρας Ιουστίνος μας δίνει εδώ μαρτυρία για το πως άρχιζε η θεία Λειτουργία. Πρώτα λοιπόν διαβάζονταν περικοπές από τα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Αυτή την τάξη η Εκκλησία την πήρε από τη Συναγωγή, όπου κάθε Σάββατο διάβαζαν περικοπές από το Νόμο και τους Προφήτες. Στις περικοπές αυτές προστέθηκαν περικοπές από τα απομνημονεύματα των Αποστόλων. Απομνημονεύματα κυρίως λέγονται τα τέσσερα Ευαγγέλια, αλλά μαζί με αυτά εδώ πρέπει να εννοήσουμε τις Πράξεις και τις Επιστολές. Ας ομιλήσουμε λοιπόν για τα αγιογραφικά αναγνώσματα της θείας Λειτουργίας.
*
Μετά τη Μεγάλη Συναπτή, τα Αντίφωνα, την είσοδο του Ευαγγελίου και τον Τρισάγιο Ύμνο, που πρέπει να τα θεωρήσουμε όλα σαν πρόλογο της θείας Λειτουργίας, ερχόμαστε τώρα στην ανάγνωση των Γραφών. Όπως είδαμε στο παραπάνω κείμενο του αγίου Ιουστίνου, η ανάγνωση των Γραφών ήταν από την πρώτη εποχή στοιχείο της θείας Λειτουργίας. Σήμερα, όταν λέμε ανάγνωση των Γραφών στη θεία Λειτουργία, εννοούμε τον Απόστολο και το Ευαγγέλιο. Στην πρώτη όμως εποχή τα αναγνώσματα ήσαν περισσότερα, ένα ή και δύο από την Παλαιά Διαθήκη και δύο από την Καινή. Αργότερα τα αναγνώσματα της Παλαιάς Διαθήκης περιορίστηκαν στην ακολουθία του Εσπερινού, κι έμειναν στη θεία Λειτουργία τα δύο αναγνώσματα της Καινής. Από τα  αναγνώσματα της  Παλαιάς Διαθήκης κατάλοιπα στη θεία λειτουργία είναι το Προκείμενο, ένας δηλαδή ψαλμικός στίχος μ’ έναν δεύτερο που πάντα τον συνοδεύει, εκφωνούμενοι κι οι δύο πριν από τον Απόστολο, και το Αλληλούια, που συνοδεύεται κι αυτό με δύο ψαλμικούς στίχους και ψάλλεται πριν από το Ευαγγέλιο.
Στη Λειτουργία του Μεγάλου Σαββάτου βλέπουμε καλύτερα τα δύο αναγνώσματα της Παλαιάς Διαθήκης, το ένα πριν από τον Απόστολο, που είναι ο ύμνος των Τριών Παίδων, και το άλλο πριν από το Ευαγγέλιο, που είναι ο 81ος  ψαλμός. Αλλά βλέπουμε και τον τρόπο με τον οποίο ψάλλονταν τα ψαλμικά αναγνώσματα. Δύο είναι οι τρόποι της ψαλμωδίας· ο αντιφωνικός και ο «καθ’ υπακοήν». «Καθ’ υπακοήν» θα πει· ο αναγνώστης να διαβάζει με τη σειρά τους στίχους του ψαλμού, και ο χορός των ψαλτών ή ο λαός στο τέλος κάθε στίχου να ψάλλει την επωδό ή εφύμνιο. Στον ύμνο των τριών παί­δων ο αναγνώστης διαβάζει «Ευλογείτε πάντα τα έργα Κυρίου τον Κύριον», και ο χορός ψάλλει· «Τον Κύριον υμνείτε και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας». Και στον 89ο  ψαλμό ο αναγνώστης διαβάζει με τη σειρά τους στίχους και ο χορός ψάλλει την επωδό· «Ανάστα, ο Θεός, κρίνον την γην.,,».
Όσο για τη σημασία γενικά, που έχουν τα αναγνώσματα στη θεία Λειτουργία, ο άγιος Μά­ξιμος ο Ομολογητής γράφει τα εξής· «Τα  αναγνώσματα, που γίνονται στη θεία Λειτουργία μετά την είσοδο του Ευαγγελίου, φανερώνουν γενικά το θέλημα και τις εντολές του Θεού, σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να διδάσκονται και να ζουν όλοι οι πιστοί». Θα μας πήγαινε ο λόγος πολύ μακρυά, αν θα θέλαμε τώρα να πούμε τί είναι η θεία Γραφή στην Εκκλησία για τους πιστούς, γι’ αυτό κρίνουμε πως είναι αρκετό να επαναλάβουμε τα λόγια του αγίου Ιωάννη του Δαμάσκηνου·  «Όταν η ψυχή ποτίζεται από τη θεία Γραφή, τρέφεται και δίνει ώριμο καρπό την ορθόδοξη πίστη και στολίζεται με θεάρεστες πράξεις». Η θεία Γραφή βέβαια δεν διδάσκει επιστήμη και γνώσεις, που οι άνθρωποι μπορούν να τις ανακαλύψουν μόνοι τους, αλλά αποκαλύπτει το θέλημα του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου.
*
Υπάρχει μια σταθερή και μόνιμη τάξη, σύμφωνα με την οποία διαβάζεται η Καινή Διαθήκη, ο Απόστολος δηλαδή και το Ευαγγέλιο στη θεία Λειτουργία. Καθώς δύο είναι οι κύκλοι των εκκλησιαστικών εορτών, έτσι δύο είναι και οι κύκλοι των αναγνωσμάτων όλου του χρόνου. Ο ένας κύκλος αναγνωσμάτων είναι το Κυριακοδρόμιο, οι Απόστολοι δηλαδή και τα Ευαγγέλια, που διαβάζονται κάθε Κυριακή. Ο άλλος κύκλος αναγνωσμάτων είναι το Μηνολόγιο, οι Απόστολοι δηλαδή και τα Ευαγγέλια, που διαβάζονται στις Δεσποτικές και στις Θεομητορικές εορτές και στις εορτές των Αγίων· δηλαδή κάθε μέρα. Όλη σχεδόν η Καινή Διαθήκη είναι χωρισμένη σε περικοπές, καθώς κι ένα μεγάλο μέρος της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτό το χώρισμα είναι πολύ παλιό, αφού τουλάχιστο για τις ευαγγελικές περικοπές αναφέρει σε ομιλίες του ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Η Εκκλησία δεν κάνει ακολουθία χωρίς να διαβάσει περικοπή από τη θεία Γραφή. Δεν λέμε βέβαια για το Ψαλτήριο, που διαβάζεται ολόκληρο μέσα σε κάθε εβδομάδα. Είναι λοιπόν άδικη η κατηγορία ότι τάχα οι ορθόδοξοι δεν διαβιβάζουμε τη θεία Γραφή. Η αλήθεια είναι πως δεν κρατάμε το Ευαγγέλιο στην τσέπη και δεν το διαβάζουμε όπου κι όπως τύχει. Το έχουμε στην αγία Τράπεζα, το ακούμε σε κάθε ιερή ακολουθία και θεία Λειτουργία, και η Εκκλησία δεν μιλάει για μελέτη της θείας Γραφής, αλλά για ανάγνωση και ακρόαση. Η ανάγνωση και ακρόαση στη λειτουργική σύναξη, με φυσική προέκταση το θείο κήρυγμα, είναι πράξη θείας λατρείας, όπου οι πιστοί ακούνε «ορθοί» τα θεία λόγια, κάνουν το σταυρό τους και λένε με πίστη και ευγνωμοσύνη στο Θεό· «Δόξα σοι, Κύριε· δόξα σοι».
Η λατρεία της ορθόδοξης Εκκλησίας είναι βιβλική· όχι μόνο γιατί ποτέ δεν λείπουν τα αγιογραφικά αναγνώσματα, αλλά και γιατί όλη η υμνολογία είναι απήχηση της θείας Γραφής. Αυτό, η κατάλληλη δηλαδή περικοπή σε κάθε περίσταση και η ποιητική ανάπτυξη της θείας Γραφής στην Υμνολογία, είναι η εκκλησιαστική ερμηνεία των θεόπνευστων κειμένων. Έτσι ο κάθε ορθόδοξος ξέρει τη θεία Γραφή όχι σαν φιλολογικό κείμενο κι όπως μπορεί αυτός να την διαβάζει και να την καταλαβαίνει, αλλά καθώς την διαβάζει και την ερμηνεύει η Εκκλησία. Η ορθόδοξη Εκκλησία στην ανάγνωση και ακρόαση της θείας Γραφής, και μάλιστα στον Απόστολο και στο Ευαγγέλιο, δίνει επίσημο, δημόσιο και λειτουργικό χαρακτήρα. Ένας σύγχρονός μας ορθόδοξος θεολόγος γράφει χαρακτηριστικά ότι μετά τα Αντίφωνα και το «Άγιος ο Θεός…», όταν δηλαδή παύουν οι ύμνοι, σταματάμε να μιλάμε εμείς, γιατί με την ανάγνωση των θείων Γραφών κατεβαίνει και μιλάει ο Θεός για να τον ακούσουμε. Έτσι ο αγιογραφικός λόγος είναι μια ζωντανή παρουσία μέσα στη λειτουργική σύναξη της Εκκλησίας.
*
Πολλές φορές λέμε για τη θεία Γραφή πως είναι θεόπνευστο κείμενο. Εννοούμε, πως η θεία Γραφή είναι γραμμένη με την επιστασία του Αγίου Πνεύματος. «Πάσα γραφή θεόπνευστος…» γράφει ο άγιος Παύλος, και ο άγιος Πέτρος προσθέτει ότι «υπό Πνεύματος Αγίου φερόμενοι ελάλησαν άγιοι Θεού άνθρωποι», από το Άγιο Πνεύμα κινούμενοι είπαν όσα είπαν άγιοι άνθρωποι του Θεού. Στους Προφήτες, πριν από κάθε προφητεία, διαβάζομε· «Τάδε λέγει Κύριος», κι ύστερα πάλι από την προφητεία διαβάζομε· «Το γαρ στόμα Κυρίου ελάλησε ταύτα». Ο Προφήτης δηλαδή βεβαιώνει και μαρτυρεί πως ο λόγος δεν είναι δικός του, αλλά λόγος Θεού. Και ο Ιησούς Χριστός λέει στους μαθητές του ότι «ουχ υμείς έστε οι λαλούντες, αλλά το Πνεύμα του Πατρός υμών το λα­λούν εν υμίν»· όταν προφορικά ή γραπτά μιλάνε οι Προφήτες και οι Απόστολοι, δεν είναι αυτοί που μιλάνε, αλλά το Άγιο Πνεύμα που μιλάει μέσα τους. Ο λόγος εδώ δεν εννοεί ότι το Άγιο Πνεύμα υπαγορεύει τις λέξεις, αλλ’ ότι επιστατεί στα νοήματα που θα κηρύξουν. Γι’ αυτό βλέπουμε, και μάλιστα στα τέσσερα Ευαγγέλια, ότι για το ίδιο πράγμα ο κάθε Ευαγγελιστής γράφει μ’ έναν δικό του και προσωπικό τρόπο. Στη θεοπνευστία δηλαδή το Άγιο Πνεύμα, χωρίς να καταργεί το πρόσωπο του Προφήτη ή του Αποστόλου, τον οδηγεί και τον φυλάγει σ’ εκείνο που γράφει. Θα πρέπει να προσθέσουμε ότι η θεία Γραφή γράφτηκε μέσα στην Εκκλησία από την Εκκλησία και για την Εκκλησία, σε κάθε σύναξη της οποίας «τα απομνημονεύματα των αποστόλων ή τα συγγράμματα των προφητών αναγιγνώσκεται». Αμήν.

(+Διονυσίου, Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης, «Η Θεία Λειτουργία», εκδ. Αποστ. Διακονίας)

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Μελιτηνῆς

Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν καὶ πότε ἄθλησε ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Εὐτύχιος.  Ἀναδείχθηκε σὲ Ἐπίσκοπο Μελιτηνῆς, ὅμως λόγῳ τῆς Χριστιανικῆς δράσεώς του συνελήφθη, ἀρνήθηκε δὲ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια ρίχθηκε στὸ νερό, ὅπου βρῆκε μαρτυρικὸ θάνατο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.Ὡς εὐτυχήσας ἀρετῶν ταῖς ἰδέαις, τῆς τῶν Μαρτύρων εὐκληρίας μετέσχες, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε παμμάκαρ Εὐτυχές· σὺ γὰρ τῷ Θεῷ ἡμῶν, καθαρῶς ὑπουργήσας, αἵμασιν ἐφοίνιξας, τὴν ἁγίαν στολήν σου· μεθ’ ἧς Χριστῷ καὶ νῦν ἱερουργῶν, ἀεὶ δυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς αἱμάτων σου.Τῆς Ἐκκλησίας στερρῶς προϊστάμενος, ὑπὲρ αὐτῆς τὴν ψυχὴν Πάτερ τέθεικας· ἣν νῦν ἀπαρέγκλιτον φύλαττε, τῆς εὐσεβείας τοῖς δόγμασιν Ὅσιε· αὐτῆς γὰρ Εὐτυχὲς ἑδραίωμα.

Μεγαλυνάριον.Κῆρυξ εὐτυχίας τῆς ἀληθοῦς, τοῖς ἐν ἀγνωσίᾳ, χρημάτισας ἱερουργέ, τῆς τοῦ μαρτυρίου, πλουτοποιοῦ εὐκλείας, ὦ Εὐτυχὲς ἐπέβης, ἀγωνισάμενος.

Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Ορ­θοδοξία θα πει πατερική παράδοση. (Κυριακή των 318 Αγίων Πατέρων)


Η αυριανή ευαγγελική περικοπή, που διαβάζεται στη θεία Λειτουργία, είναι η αρχή της αρχιερατικής προσευχής του Ιησού Χριστού. Ύστερα από το μυστικό Δείπνο, ο Ιησούς Χριστός μίλησε προς τους Αποστόλους και τους έδωσε τις τελευταίες του υποθήκες. Μετά την ομιλία του ο αιώνιος και Μέγας Αρχιερέας της Εκκλησίας, «επήρε τους οφθαλμούς αυτού εις τον ουρανόν…», σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό κι άρχισε να ομιλεί με τον ουράνιο Πατέρα. Η αρχιερατική προσευχή του Ιησού Χριστού είναι και τα δύο· και προσευχή και «διάλεξις», καθώς ερμηνεύουν οι ιεροί Πατέρες. Ο Ιησούς Χριστός σαν άνθρωπος προσεύχεται στο Θεό, και σαν Υιός συνομιλεί με τον Πατέρα.
Εκείνο τον καιρό σήκωσε ο Ιησούς τα μάτια του στον ουρανό και είπε· «Πατέρα, ήλθε η ώρα· δόξασε τον υιό σου, κι ο υιός σου θα σε δοξάσει, με την εξουσία που του έδωκες επάνω σ’ όλους τους ανθρώπους να δώσει στον καθέναν απ’ αυτούς ζωή αιώνιο. Κι αυτή είναι η αιώνιος ζωή, να γνωρίσουν εσένα, που είσαι ο μόνος αληθινός Θεός, και τον Ιησού Χριστό που έστειλες στον κόσμο. Εγώ σε δόξασα στη γη, τέλειωσα το έργο που μου έδωσες να κάνω· και τώρα δόξασέ με συ, Πατέρα, με εκείνη τη δόξα που είχα κοντά σου πριν κτίσε­ως κόσμου. Φανέρωσα το όνομά σου στους ανθρώπους, που μου έδωσες από τον κόσμο· δικοί σου ήσαν και τους έδωσες σε μένα κι αυτοί φύλαξαν το λόγο σου. Τώρα κατάλαβαν πως όλα όσα δόθηκαν σε μένα είναι από σένα γιατί εγώ τους έδωσα τα λόγια που μου έδωσες κι αυτοί τα πήραν και κατάλαβαν πως εγώ βγήκα στ’ αλήθεια από σένα και πίστεψαν πως εσύ με έστειλες. Εγώ γι’ αυτούς παρακαλώ· δεν παρακαλώ για τον κόσμο, μα γι’ αυτούς που μου έδωσες, γιατί δικοί σου είναι. Κι όλα τα δικά μου είναι δικά σου και τα δικά σου είναι δικά μου, κι έχω δοξασθεί ανάμεσα σ’ αυτούς. Και δεν είμαι πια στον κόσμο, αυτοί όμως είναι στον κόσμο κι εγώ έρχομαι προς εσένα. Πατέρα άγιε, αυτούς που μου έδωσες φύλαξέ τους στο όνομά σου, για να είναι ένα καθώς εμείς. Όταν ήμουν μαζί τους, εγώ τους φύλαγα στο όνομά σου αυτούς που έδωσες τους φύλαξα και κανένας απ’ αυτούς δεν χάθηκε παρά μόνο ο υιός της απωλείας, κι έτσι εκπληρώθηκε η γραφή. Και τώρα έρχομαι σε σένα και τα λέγω αυτά, ενώ ακόμα είμαι στον κόσμο, για να είναι η ψυχή τους γεμάτη από τη δική μου χαρά».
Τρεις φορές το χρόνο η Εκκλησία εορτάζει μνήμες Πατέρων την έκτη τώρα Κυριακή μετά το Πάσχα, μια Κυριακή μέσα στο μήνα Ιούλιο και μια Κυριακή μέσα στο μήνα Οκτώβριο. Αυτό δείχνει πόσο η Εκκλησία τιμά τους αγίους Πατέρες, αφού και ονομάζεται χαρακτηριστικά Εκκλησία Πατέρων, το ίδιο όπως ονομάζεται Εκκλησία Μαρτύρων. Οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι κληρικοί όλων των βαθμών, Επίσκοποι, Πρεσβύτεροι, Διάκονοι, ακόμα δε και απλοί μοναχοί· όχι απλώς σοφοί και, καθώς λέμε σήμερα, μορφωμένοι και διανοούμενοι, αλλά άνθρωποι πνευματικής πείρας και αγιοσύνης. Σήμερα στον καθένα, που μπορεί να λέγει και να γράφει πέντε λόγια, που ασχολείται με τα γράμματα και τις τέχνες, εύκολα χαρίζομε τον τίτλο του πνευματικού άνθρωπου. Όμως πνευματικότητα είναι πείρα αγιοσύνης, κι αυτό είναι ένα από τα γνωρίσματα των Πατέρων της Εκκλησίας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι άνθρωποι με ορθόδοξο φρόνημα, με αγιότητα βίου και με πνευματική πείρα.
Αλλά, όταν λέμε πως η Εκκλησία είναι Εκκλησία Πατέρων, εννοούμε πως η ορθόδοξη πίστη μας είναι διδαχή και παράδοση των αγίων Αποστόλων, που φτάνει σε μας με εγγύηση και κύρος διαμέσου τής ερμηνείας των αγίων Πατέρων. Στο Σύμβολο της πίστεως ομολογούμε πως η μία και αγία και καθολική Εκκλησία είναι αποστολική· είναι δηλαδή η Εκκλησία του Χριστού, σύμφωνα με τη διδαχή και την παράδοση των αγίων Αποστόλων. Αυτή την αποστολική παράδοση η Εκκλησία την κατέχει διαμέσου των αγίων Πατέρων. Οι Πατέρες είναι οι γέφυρες από τις οποίες περνά και διαιωνίζει στην Εκκλησία η αποστολική παράδοση. Όταν λέμε λοιπόν την Εκκλησία αποστολική, είναι το ίδιο σαν και να λέγαμε πατερική· οι Πατέρες μέσα στην Εκκλησία εγγυώνται για την αποστολικότητα της πίστεως και για την ορθοδοξία. Ορθοδοξία θα πει πατερική παράδοση. Το βλέπουμε αυτό στον τρόπο, με τον οποίο διατυπώνονται οι αποφάσεις των οικουμενικών Συνόδων. Η απόφαση της τέταρτης οικουμενικής Συνόδου αρχίζει έτσι «Επόμενοι τοις αγίοις πατράσι…». Το ίδιο και η απόφαση της έβδομης οικουμενικής Συνόδου· «Επακολουθούντες τη θεηγόρω διδασκαλεία των αγίων Πατέρων ημών και τη παραδόσει της καθολικής Εκκλησίας…». Αυτά θα πουν πως οι Πατέρες, η διδασκαλία τους δηλαδή, είναι το ποτάμι, που ρέει πάντα μέσα στην ίδια κοίτη της εκκλησιαστικής παράδοσης.
Στην ευαγγελική περικοπή, που διαβάζεται αύριο στη θεία Λειτουργία, ο Ιησούς Χριστός προσεύχεται προς τον ουράνιο Πατέρα για τους μαθητές του και για την Εκκλησία. Οι μαθητές του είναι εκείνοι που του δόθηκαν από τον Πατέρα· τους δίδαξε και τους φύλαξε και δεν χάθηκε απ’ αυτούς παρά μόνο «ο υιός της απω­λείας», εκείνος που από μόνος του προτίμησε και θέλησε να χαθεί. Ήλθε η ώρα κι ο διδάσκαλος τώρα θα φύγει, ενώ οι μαθητές του θα μείνουν, σηκώνοντας το βάρος μιας τιμής και μιας ευθύνης. Η τιμή τους είναι ότι τους κάλεσε ο Θεός· η ευθύνη τους ότι, μένοντας αυτοί στον κόσμο, πρέπει να ποιμάνουν την Εκκλησία. Και πρώτ’ απ’ όλα να μείνουν ενωμένοι και να κρατήσουν ενωμένους τους πιστούς. Η Εκκλησία πριν απ’ όλα είναι μία, και δεν μπορεί να είναι ούτε αγία ούτε καθολική ούτε αποστολική, αν δεν είναι μία. Μα η ενότητα της Εκκλησίας δεν φυλάγεται παρά με την ενότητα των ποιμένων της Εκκλησίας κι αυτό πάλι δεν γίνεται παρά με το φόβο και τη δύναμη και το φόβο του Θεού. Γι’ αυτό προσεύχεται ο Μέγας Αρχιερέας- «Τήρησον αυτούς εν τω ονόματι σου, ους δέδωκάς μοι, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς»· αυτούς που μου έδωσες φύλαξέ τους στο όνομά σου, για να είναι ένα, καθώς είμαστε εμείς.
Αυτό το απόσπασμα από την αρχιερατική προσευχή του Κυρίου είναι ένα άρτιο ποιμαντικό κείμενο. Φτάνει να το διαβάσουμε προσεκτικά, για να δούμε σ’ αυτό τί είναι η Εκκλησία, τί είναι οι ποιμένες της Εκκλησίας και ποιό είναι το έργο τους. Γι’ αυτό και διαλέχτηκε να διαβάζεται στη μνήμη των αγίων Πατέρων, που είναι οι ποιμένες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας, διάδοχοι των αγίων Αποστόλων. Η Εκκλησία δεν είναι μια ανθρώπινη οργάνωση· είναι η βασιλεία του Χριστού, η οποία «ουκ εστίν εκ του κόσμου τούτου»·  δεν έχει εγκόσμια προέλευση και δεν στηρίζεται σε συνθήκες του κόσμου τούτου η Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι οι Απόστολοι, οι Μάρτυρες, οι Προφήτες, οι Ιεράρχες, οι Όσιοι και οι Δίκαιοι, όλος ο λαός του Θεού, που συγκροτούν το σώμα του Χριστού. Ένας-ένας χωριστά, ως πρόσωπα και μέλη του σώματος, κι όλοι μαζί το σώμα, με κεφαλή τον Ιησού Χριστό! Πρώτη ιδιότητα και γνώρισμα αυτού του σώματος, για να υπάρχει και να ζει, είναι η ενότητα, η Εκκλησία να είναι μία. Οι αιρέσεις και τα σχίσματα είναι ο μεγάλος εσωτερικός εχθρός της Εκκλησίας, που λυμαίνεται και καταστρέφει την ενότητά της. Κι αυτό υπήρξε και είναι πάντα το πρώτο και κύριο έργο των Πατέρων και Ποιμένων της Εκκλησίας, ότι κράτησαν δηλαδή και κρατούν ενωμένη την Εκκλησία και αδιαίρετο το σώμα του Χριστού.

Στην προσευχή του, που συνεχίζεται και μετά την αυριανή ευαγγελική περικοπή, πέντε φορές ο Μέγας Αρχιερέας παρακαλεί τον ουράνιο Πατέρα για την ενότητα της Εκκλησίας· «ίνα ώσιν εν καθώς ημείς». Και πρέπει ακριβώς εδώ να προσέξουμε στο «καθώς ημείς»· πρότυπο δηλαδή της ενότητας της Εκκλησίας είναι η ενότητα και απόλυτη συμφωνία των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας, που είναι ο ένας και αληθινός Θεός.

Κάθε φορά που η Εκκλησία εορτάζει την μνήμη των αγίων Πατέρων τιμά όλους τους Πατέρες και Ποιμένες της, τους αρχαίους και τους νέους, τους επιφανείς και τους αφανείς- τον κάθε μεγάλο, μα και τον κάθε μικρό και ταπεινό ιερέα, που έζησε με το βάρος της ιεροσύνης και με τη βαθειά συναίσθηση της ευθύνης απέναντι των ανθρώπων, που του εμπιστεύτηκε ο Μέγας Αρχιερέας της Εκκλησίας. Το πιό μεγάλο κακό στην Εκκλησία είναι η αίρεση και το σχίσμα και το πιό μεγάλο κρίμα για τον ποιμένα της Εκκλησίας είναι εξαιτίας του να διχαστούν οι πιστοί, είτε για κακοδιδασκαλία είτε για φιλοδοξία είτε για αμέλεια και απροσεξία στο βίο του είτε για οποιαδήποτε άλλη κακή γνώμη του και πράξη. Η Εκκλησία τους κακούς ποιμένες τους αναθεματίζει, τους καλούς τους τιμά και τους εορτάζει· είναι οι Ποιμένες και Διδάσκαλοι και Πατέρες. Αμήν.

(+Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου, «Επί πτερύγων ανέμων» τ. Α΄, εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, σ. 124-128)

«Ίνα ώσιν εν, καθώς ημείς…».(π.Γεωργίου Μεταλληνού)

ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ
«Ίνα ώσιν εν, καθώς ημείς…»
 
…Ο αγώνας των αγίων Πατέρων της Νικαίας εναντίον της αρειανικής κακοδοξίας ήταν αγώνας για την ενότητα της Εκκλησίας και την διατήρηση της ταυτότητός της, για να μπορή να ζη στον κόσμο σαν Ορθοδοξία και να σώζη τον κόσμο. Περισσότερο όμως βοηθεί εμάς η σημερινή ευαγγελική περικοπή, για να προσδιορίσωμε τις προϋποθέσεις εκείνες, που εξασφαλίζουν την ενότητά μας μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα, και συγχρόνως την ενότητα του ίδιου του Σώματος, της Εκκλησίας.
 
 

Το «έργον» του Χριστού

 
 
Το «έργον» του Χριστού μας για το οποίο μιλεί ο ίδιος ο Κύριος, είναι λυτρωτικό, αλλά και αποκαλυπτικό. Είναι το φανέρωμα του Θεού στον κόσμο. Αποκάλυψη του μυστηρίου του Τριαδικού Θεού, που αποτελεί το αιώνιο θεμέλιο δομήσεως και της Εκκλησίας. Η αποκάλυψη δε αυτή δεν έγινε θεωρητικά -διανοητικά, αλλά απτά και συγκεκριμένα στο Πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Με το Είναι Του, την ίδια την ύπαρξή Του γνωστοποίησε ο Χριστός στον κόσμο τον Τριαδικό Θεό. Διότι σ’ Αυτόν. «κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς» (Κολ. β’ 9) και γι’ αυτό «ο εωρακώς αυτόν εώρακε τον Πατέρα» (Ιωάν. ιδ’ 9), όπως θα πη στον Φίλιππο. Έξω από τον Χριστό δεν μπορούμε να γνωρίσωμε τον Θεό, να μάθωμε το θέλημά Του για την σωτηρία μας, και συνεπώς ούτε να σωθούμε μπορούμε. Εκείνο, που ξεχωρίζει αποφασιστικά και τελεσίδικα την Εκκλησία από τα διάφορα θρησκεύματα του κόσμου, είναι το Πρόσωπο του Χριστού. Γιατί μόνο στον Χριστό συναντά κανείς λυτρωτικά τον Θεό. Αυτός είναι «η θύρα» (Ιωάν. ι’ 9), «η οδός» (Ιωάν. ιδ’ 6) και η «προσαγωγή» μας στη Χάρη του Θεού (Ρωμ. ε’ 2). Με το φανέρωμα του Θεού στο ίδιο το Πρόσωπό Του μας ανοίγει ο Χριστός τον δρόμο για την σωτηρία, την αιώνια ζωή. Η έκφραση «αιώνιος ζωή», που ακούσαμε στο Ευαγγέλιο σήμερα, δεν έχει χρονική, αλλά σωτηριολογική σημασία. Σημαίνει την είσοδό μας στον πνευματικό χώρο της αιώνιας «βασιλείας του Θεού». Στο πνευματικό κράτος της εξουσίας Του. Σημαίνει επιστροφή μας στην «κοινωνία» του Θεού, μέσα στην οποία πραγματικά υπάρχομε και ζούμε.
 

 
Το έργον το δικό μας
 
 
 Σ’ αυτήν την κλήση του Θεού εν Χριστώ καλείται ο άνθρωπος να απαντήση. Έχει το δικαίωμα να την δεχθή ή να την απορρίψη. Από την απάντησή μας όμως κρίνεται και η σωτηρία μας. Η κατάφασή μας στην λυτρωτική αποκάλυψη του Χριστού μας είναι η πίστη μας, το μυστικό «ναι», που αντιπροτάσσομε στο απολυτρωτικό έργο του Χριστού, που έγινε άνθρωπος «δι’ ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν». Χωρίς αυτό δεν σωζόμεθα. Δηλαδή δεν μπορούμε να ξαναβρούμε την υπαρκτική ολότητα και ακεραιότητά μας, αλλά θα μένωμε κομματιασμένοι και διχασμένοι μέσα στη φθορά του κόσμου, στην προσήλωση δηλ. στην ύλη και στη ματαιότητά της. Εκείνο, που καλούμεθα να κάμωμε μείς για την σωτηρία μας, το έκαμαν ήδη οι Μαθηταί του Χριστού. «Ετήρησαν τον λόγον» του Θεού, που τους φανέρωσε ο Χριστός. Πίστευσαν δηλ. πως ο Χριστός έρχεται από τον Θεό και ότι Εκείνος Τον απέστειλε στον κόσμο.
 
Αναγνώρισαν στο Πρόσωπο του Χριστού τον Θεάνθρωπο Μεσσία – Λυτρωτή. Έτσι, και μόνο έτσι, μπόρεσαν να μπουν στην «αιώνιο ζωή», να αναγνωρίσουν τον Θεό στο Πρόσωπο του Χριστού, με το να δεχθούν τον Χριστό και να πιστεύσουν στην μαρτυρία Του για τον Θεό και την «αιώνια ζωή» Του. Αυτό όμως ήταν όχι μόνο η προϋπόθεση της σωτηρίας των, αλλά συγχρόνως και το θεμέλιο της εν Χριστώ ενότητός των, χωρίς την οποία ούτε και η σωτηρία είναι δυνατή. Ο Χριστός παρακαλεί, γι’ αυτό, τον Πατέρα να τους κρατήση σ’ αυτήν την ενότητα. Στην μία δηλ. και ενιαία πίστη και πιστότητα προς τον Χριστό, που εξασφαλίζει και την μεταξύ τους ενότητα.
 
Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό, ότι την ενότητα αυτή των μαθητών ο Χριστός την ανάγει στη δική Του ενότητα με τον Πατέρα (…καθώς ημείς). Η δική Του ενότητα με τον Πατέρα είναι ενότητα ουσίας και αγάπης. Ο Χριστός έχει ολόκληρη την θεία ουσία μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα (τα τρία θεία Πρόσωπα είναι μεταξύ τους «ομοούσια», όπως διεκήρυξε η Α’ Οικουμενική Σύνοδος). Με την πιστότητά τους στον Χριστό θα κρατήσουν και οι Μαθηταί -και όλη η Εκκλησία- αυτή την ενότητα αγάπης και δικαιοσύνης, ώστε να ανήκουν σε μια αδελφική κοινωνία, στην οποία «όλοι ζουν σαν μια οικογένεια και τα έχουν όλα κοινά», και «κανείς δεν λέγει πως κάτι από τα υπάρχοντά του είναι ατομική του ιδιοκτησία», αλλά έχουν μεταξύ τους τέτοια αγάπη, ώστε «το περίσσευμα του ενός να καλύπτη το υστέρημα του άλλου… και να υπάρχη μεταξύ τους ισότητα» (βλ. Πράξ. β’ 44. δ’ 32· Β’ Κορ. η’ 13. 14).
 

 
Το έργον των Αγίων Πατέρων μας
 
 
Από τα παραπάνω λόγια του Χριστού μας καταξιώνεται και δικαιώνεται και το «έργον» των Αγ. Πατέρων μας, όπως εκείνων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Το έργο των Αγίων Πατέρων, και μάλιστα στις Οικουμενικές Συνόδους, δεν είναι φιλοσοφικό διανοητικό, αλλά ιδιαίτερα πρακτικό και ομολογητικό. Δεν αγωνίζονται να ανακαλύψουν κάποια αλήθεια, αλλά διακηρύσσουν και ομολογούν την μία και αιώνια αλήθεια για τον Θεό, για τον Χριστό, για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Αντικρούοντας οι Άγιοι Πατέρες τον Άρειο και την διδασκαλία του, ότι ο Χριστός δεν είναι παρά ένα «κτίσμα» και «ξένος» τελείως προς τον Θεό – Πατέρα, συνεχίζουν εκείνο, που έκαμαν οι Απόστολοι, οι οποίοι εδέχθηκαν τον Χριστό, όχι όπως μπορούμε να Τον φαντασθούμε εμείς, αλλ’ όπως εκείνος απεκαλύφθη, δηλαδή σαν Υιό του Θεού, ίσο με τον Πατέρα (Φιλιππ. β’ 6) και «ομοούσιο» με Εκείνον. Ο Άρειος εκήρυττε ένα Χριστό ξένο προς τον πραγματικό, και συνεπώς ένα Χριστό ανύπαρκτο, που δεν μπορεί να σώση, γιατί δεν μπορεί να είναι «η οδός» μας προς τον Πατέρα και η «θύρα» μας προς την «αιώνιο ζωή», την σωτηρία. Ένα Χριστό, άρα, που δεν μπορεί να μας οδηγήση στην πρώτη εκείνη ιεροσολυμιτική κοινωνία της αγάπης, της ισότητος και δικαιοσύνης. Γιατί ο Θεός του Αρείου δεν είναι κοινωνικός, κοινωνία ομοουσίων Προσώπων, αλλά ένας Θεός Μονάρχης και ατομοκράτης. Ένας Θεός, που μπορεί να στηρίξη τις διάφορες απολυταρχίες του κόσμου, αλλά όχι την αγαπητική και αδελφική κοινωνία της Εκκλησίας, την κοινωνία των Αγίων. Οι άγιοι Πατέρες μας, δηλ. μας πρόσφεραν το 325 στην Νίκαια, ό,τι είναι απόλυτα αναγκαίο και για την δική μας σωτηρία. Την μόνη αλήθεια για τον Χριστό, για την πραγματική του ουσία και σχέση Του με τον Θεό Πατέρα. Γιατί μόνο αυτός ο Χριστός μπορεί να μας σώση. Μας εξασφαλίζουν έτσι εις τον αιώνα την βασικώτερη προϋπόθεση, για να μείνωμε ενωμένοι με τον ενανθρωπήσαντα Σωτήρα μας, αλλά και όλοι μαζί ενωμένοι μέσα στο ένα σώμα Του, την Εκκλησία. Να γιατί η προσφορά των Αγίων Πατέρων είναι η μεγαλύτερη από όσες θα μπορούσε να δεχθή ποτέ ο άνθρωπος και ο κόσμος.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ”
(Απάνθισμα κηρυγμάτων από την
«ΦΩΝΗ ΚΥΡΙΟΥ» των ετών 1980 και 1983)
ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Μ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
http://www.impantokratoros.gr/

Οἱ Ἅγιοι 318 Πατέρες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου

Ἡ ἕκτη κατὰ σειρὰ Κυριακὴ μετὰ τὸ Ἅγιο Πάσχα εἶναι ἀφιερωμένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας στὴν μνήμη τῶν 318 Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ποὺ συνῆλθε στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ. Ἡ σύνοδος συνῆλθε κατὰ πρόσκληση τοῦ Μέγα Κωνσταντίνου κατὰ τὸ εἰκοστὸ ἔτος τῆς βασιλείας του καὶ εἶχε διάρκεια 3,5 χρόνια. Διακριθεῖσες μορφὲς τῆς συνόδου ἦταν ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Ἀλεξανδρείας, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Εὐστάθιος ὁ Ἀντιοχείας, ὁ Μακάριος ὁ Ἱεροσολύμων, ὁ Παφνούτιος, ὁ Σπυρίδων, ὁ Νικόλαος, κ.ἄ.

Η Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καταδίκασε τὸν Ἄρειο καὶ τὸν Ἀρειανισμό. Διατύπωσε τοὺς πρώτους ὅρους ὀρθοῦ Χριστιανικοῦ δόγματος καὶ ἰδιαίτερα τὰ περὶ τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὡς ὁμοούσιον τῷ Θεῷ Πατρί. Συνέταξε τὰ πρῶτα ἑπτὰ ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως.

Συνοπτικὴ παράθεση τῶν ἱερῶν Κανόνων

Κανὼν Α:      Καταδικάζει τὴ συνήθεια τοῦ οἰκοιοθελοὺς εὐνουχισμοῦ καὶ ἀπαγορεύει τὴ χειροτονία εὐνουχισμένων, πλὴν ὅσων γιὰ ἰατρικοὺς λόγους ἢ λόγω βασανιστηρίων ἐξετμήθησαν.
Κανὼν Β:       Ἀπαγορεύει τὴ χειροτονία ὡς κληρικῶν στὰ νέα μέλη (νεόφυτοι) τῆς ἐκκλησίας.
Κανὼν Γ:       Καταδικάζει τὴν συνήθεια τῶν κληρικῶν ὅλων τῶν βαθμῶν νὰ συζοῦν μὲ νεαρὲς γυναῖκες τὶς ὁποῖες δὲν εἶχαν παντρευτεῖ (συνείσακτοι).
Κανόνες Δ-Ε: Εἰσάγεται τὸ «μητροπολιτικὸ σύστημα», τὸ ὁποῖο ἴσχυε στὴν ὀργάνωση τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, καὶ καθορίζουν τὴν ἁρμοδιότητα τῆς ἐπαρχιακῆς συνόδου στὴ χειροτονία τῶν ἐπισκόπων.
ΚανὼνΣΤ:     Ἀναγνωρίζει κατ’ ἐξαίρεση τὸ ἀρχαῖο ἔθος τῆς συγκεντρωτικῆς δικαιοδοσίας τοῦ ἐπισκόπου τῆς Ἀλεξανδρείας στὶς ἐκκλησίες τῆς Αἰγύπτου, Λιβύης καὶ Πεντάπολης —ὅπως συνέβαινε καὶ μὲ τὴν ἐκκλησία τῆς Ρώμης— ἐνῶ ἑξαιρεῖ τὴ Ρώμη καὶ τὴν Ἀντιόχεια ἀπὸ τὸ γενικὸ μέτρο τοῦ μητροπολιτικοῦ συστήματος.
Κανὼν Ζ:      Ὁρίζεται ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Αἰλίας (δηλ. Ἱερουσαλήμ) νὰ εἶναι ὁ ἑπόμενος στὴ σειρὰ ἀπόδοση τιμῶν.
Κανὼν Η:      Ὁρίζει τὸν τρόπο ἐπιστροφῆς στὴν ἐκκλησία τῆς Αἰγύπτου τῶν λεγόμενων «Καθαρῶν» (Μελιτιανὸ σχίσμα).
Κανὼν Θ:      Ἀναφέρεται στὴν συνήθη περίπτωση χειροτονίας πρεσβυτέρων τῶν ὁποίων δὲν ἐξετάστηκαν τὰ προσόντα ἢ οἱ ὁποῖοι δὲν παραμένουν ἄμεμπτοι.
Κανὼν Ι:        Καταδικάζει τὴ χειροτονία πεπτωκότων.
Κανόνες ΙΑ-ΙΒ:         Καθορίζεται ἡ μετάνοια τῶν πεπτωκότων, μὲ αὐστηρότερα κριτήρια.
Κανὼν ΙΓ:      Δέχεται ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ παρασχεθεῖ Θεία Εὐχαριστία ἐπὶ τῆς ἐπιθανατίου κλίνης.
Κανὼν ΙΔ:     Ὁρίζεται ἡ μετάνοια τῶν πεπτωκότων κατηχουμένων.
Κανόνες ΙΕ-ΙΣΤ:      Καταδικάζεται ἡ ἐπιδίωξη κληρικῶν γιὰ μετάθεση σὲ ἄλλες ἐκκλησίες.
Κανὼν ΙΖ:     Καταδικάζει τὴν πλεονεξία καὶ αἰσχροκέρδεια τῶν κληρικῶν ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἔντοκο δανεισμό.
Κανὼν ΙΗ:     Ἀπαγορεύει στοὺς διακόνους νὰ μεταδίδουν καὶ νὰ ἀγγίζουν τὴ Θεία Εὐχαριστία πρὶν ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους, καὶ δὲν ἐπιτρέπεται τὸ νὰ κάθονται μεταξὺ τῶν πρεσβυτέρων.
Κανὼν Κ:      Ἀπαγορεύει τὴ γονυκλισία στὴ Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς καὶ τὴν διάρκεια τῆς Πεντηκοστῆς.

Ἐπισπρόσθετα καθορίστηκε ἡ κοινὴ ἡμέρα ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα.
 Τὰ συμπεράσματα τὶς συνόδου ὑπογράφηκαν ἀπὸ περισσότερους ἀπὸ 318 καὶ ὁ ἀριθμὸς αὐτὸς ἐπικράτησε γιὰ συμβολικοὺς λόγους. Οἱ ἐπίσκοποι ποὺ ἦταν παρόντες στὴ σύνοδο συνοδεύονταν ἀπὸ κατώτερους κληρικοὺς τῶν ὁποίων ὁ συνολικὸς ἀριθμὸς ἀνερχόταν στὸ τριπλάσιο ἢ τετραπλάσιο τῶν Ἐπισκόπων.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. β’.
Ἀγγελικαὶ Δυνάμεις ἐπὶ τὸ μνῆμά σου, καὶ οἱ φυλάσσοντες ἀπενεκρώθησαν, καὶ ἵστατο Μαρία, ἐν τῷ τάφῳ ζητοῦσα τὸ ἄχραντόν σου σῶμα· ἐσκύλευσας τὸν δην, μὴ πειρασθεὶς ὑπ’ αὐτοῦ, ὑπήντησας τῇ Παρθένῳ, δωρούμενος τὴν ζωήν. Ὁ ἀναστὰς ἐκ τῶν νεκρῶν, Κύριε δόξα σοι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῶν Πατέρων. Ἦχος πλ. δ’.Ὑπερδοξασμένος εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς, τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι’ αὐτῶν, πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας, Πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’.Τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, καὶ τῶν Πατέρων τὰ δόγματα, τῇ Ἐκκλησίᾳ μίαν τὴν πίστιν ἐσφράγισαν· ἣ καὶ χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τὸν ὑφαντὸν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καὶ δοξάζει, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.

Μεγαλυνάριον.Ὡς Υἱὸν καὶ Λόγον σε τοῦ Θεοῦ, Σύνοδος ἡ Πρώτη, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, ὀρθῶς σε κηρύττει, τὸν δι’ ἡμᾶς παθόντα, καὶ λύει τοῦ Ἀρείου, Σῶτερ τὸ φρύαγμα.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ρῶσος

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης γεννήθηκε σὲ ἕνα χωριὸ τῆς λεγομένης Μικρᾶς Ρωσίας, περὶ τὸ 1690, ἀπὸ γονεῖς εὐλαβεῖς καὶ ἐνάρετους. Ὅταν ἔφθασε σὲ νόμιμη ἡλικία στρατεύθηκε, ἐνῶ βασίλευε στὴ Ρωσία ὁ Μέγας Πέτρος. Ἔλαβε μέρος στὸν πόλεμο ποὺ ἔκανε ἐκεῖνος ὁ τολμηρὸς τσάρος ἐναντίον τῶν Τούρκων κατὰ τὸ 1711, καὶ συνελήφθη αἰχμάλωτος ἀπὸ τοὺς Τατάρους. Οἱ Τάταροι τὸν πούλησαν σὲ ἕναν Ὀθωμανὸ ἀξιωματικὸ Ἵππαρχο, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ Προκόπιον τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τὸ ὁποῖο βρίσκεται πλησίον στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Ὁ ἀγᾶς τὸν πῆρε μαζί του στὸ χωριό του. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς αἰχμαλώτους συμπατριῶτες του ἀρνήθηκαν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔγιναν Μουσουλμάνοι, εἴτε γιατὶ κάμφθηκαν ἀπὸ τὶς ἀπειλές, εἴτε γιατὶ δελεάστηκαν ἀπὸ τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὶς προσφορὲς ὑλικῶν ἀγαθῶν.
Ὁ Ἰωάννης, ὅμως, ἦταν ἀπὸ μικρὸς ἀναθρεμμένος μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου καὶ ἀγαποῦσε πολὺ τὸν Θεὸ καὶ τὴν πίστη τῶν πατέρων του. Ἦταν ἀπὸ ἐκείνους τοὺς νέους, ὅπου τοὺς σοφίζει ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅπως κήρυξε ὁ σοφὸς Σολομών, λέγοντας: «Ὁ δίκαιος εἶναι γνωστικὸς καὶ στὴ νεότητά του. Διότι τιμημένο γήρας δὲν εἶναι τὸ πολυχρόνιο, οὔτε μετριέται μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν ἐτῶν. Ἡ φρονιμάδα στοὺς νέους ἀνθρώπους εἶναι σεβάσμια ὡσὰν νὰ εἶναι φέροντες καὶ ὁ καθαρὸς βίος τοὺς κάνει ὡσὰν νὰ εἶναι γέροντες πολύμαθοι».
Ἔτσι, λοιπόν, καὶ ὁ μακάριος Ἰωάννης, ἔχοντας τὴν σοφία ποὺ δίδει ὁ Θεὸς σὲ ἐκείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν, ἔκανε ὑπομονὴ στὴ δουλεία καὶ στὴν κακομεταχείρηση τοῦ ἀφέντη του καὶ στὶς ὕβρεις καὶ τὰ πειράγματα τῶν Ὀθωμανῶν, οἱ ὁποίοι τὸν φώναζαν «κιαφίρη», δηλαδὴ ἄπιστο, φανερώνοντάς του τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ἀπέχθειά τους. Στὸν ἀφέντη του καὶ σὲ ὅσους τὸν παρακινοῦσαν νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του, ἀποκρινόταν μὲ σθεναρὴ γνώμη ὅτι προτιμοῦσε νὰ πεθάνει, παρὰ νὰ πέσει σὲ τέτοια φοβερὴ ἁμαρτία. Στὸν ἀγᾶ εἶπε: «Ἐὰν μὲ ἀφήσεις ἐλεύθερο στὴν πίστη μου, θὰ εἶμαι πολύ πρόθυμος στῖς διαταγές σου. Ἄν μὲ βιάσεις νὰ ἀλλαξοπιστήσω, γνώριζε ὅτι σοῦ παραδίδω τὴν κεφαλή μου, παρὰ τὴν πίστη μου. Χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ Χριστιανὸς θὰ ἀποθάνω».
Ὁ Θεός, βλέποντας τὴν πίστη του καὶ ἀκούγοντας τὴν ὁμολογία του, μαλάκωσε τὴν σκληρὴ καρδιὰ τοῦ ἀγᾶ καὶ μὲ τὸν καιρὸ τὸν συμπάθησε. Σὲ αὐτὸ συνήργησε καὶ ἡ μεγάλη ταπείνωση ὅπου στόλιζε τὸν Ἰωάννη, καθὼς καὶ ἡ πραότητά του.
Ἔμεινε, λοιπόν, ἥσυχος ὁ μακάριος Ἰωάννης ἀπὸ τὶς ὑποσχέσεις καὶ ἀπειλὲς τοῦ Ὀθωμανοῦ κυρίου του, ὁ ὁποῖος τὸν εἶχε διορισμένο στὸν σταῦλο του, γιὰ νὰ φροντίζει τὰ ζῶα του. Σὲ μία γωνιὰ τοῦ σταύλου ξάπλωνε τὸ κουρασμένο σῶμα του καὶ ἀναπαυόταν, εὐχαριστώντας τὸν Θεό, διότι ἀξιώθηκε νὰ ἔχει ὡς κλίνη τὴ φάτνη στὴν ὁποία ἀνεκλίθη κατὰ τὴν γέννησή Του ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἦταν δὲ ἀφοσιωμένος στὸ ἔργο του, περιποιούμενος μὲ στοργὴ τὰ ζῶα τοῦ κυρίου του, τὰ ὁποῖα αἰσθάνονταν τόση τὴν πρὸς αὐτὰ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου, ὥστε νὰ τὸν ζητοῦν ὅταν ἀπουσίαζε, νὰ τὸν προσβλέπουν μὲ ἀγάπη καὶ νὰ χρεμετίζουν μὲ χαρὰ ὅταν τὰ χάϊδευε, ὡσὰν νὰ συνομιλοῦσαν μαζί του.
Μὲ τὸν καιρὸ ὁ ἀγᾶς τὸν ἀγάπησε, καθὼς καὶ ἡ σύζυγός του, καὶ τοῦ ἔδωσαν γιὰ κατοικία ἕνα μικρὸ κελλὶ κοντὰ στὸν ἀχυρώνα. Ὅμως ὁ Ἰωάννης δὲν δέχθηκε καὶ ἐξακολούθησε νὰ κοιμᾶται στὸν σταῦλο, γιὰ νὰ καταπονεῖ τὸ σῶμα του μὲ τὴν κακοπέραση καὶ μὲ τὴν ἄσκηση, μέσα στὴ δυσοσμία τῶν ζώων καὶ στὰ ποδοβολητά τους. Κάθε νύχτα ὁ σταῦλος γέμιζε ἀπὸ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἁγίου καὶ ἡ κακοσμία γινόταν ὀσμὴ εὐωδίας πνευματικῆς. Ὁ μακάριος Ἰωάννης εἶχε ἐκεῖνο τὸν σταῦλο ὡς ἀσκητήριο, καὶ ἐκεῖ πορευόταν κατὰ τοὺς κανόνες τῶν Πατέρων, ἐπὶ ὧρες γονυπετὴς καὶ προσευχόμενος, κοιμώμενος γιὰ λίγο ἐπἀνω στὰ ἄχυρα, χωρὶς ἄλλο σκέπασμα παρὰ μία παλαιὰ κάπα, γευόμενος μὲ διάκριση, πολλὲς φορὲς μόνο λίγο ψωμὶ καὶ νερό, καὶ νηστεύοντας τὶς περισσότερες ἡμέρες.
Συνέχεια ἔψαλλε τοὺς λόγους τοῦ ἱεροῦ ψαλμωδοῦ: «Ὁ κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου, ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεται. Ἐρεῖ τῷ Κυρίῳ· ἀντιλήπτωρ μου εἶ καὶ καταφυγή μου, ὁ Θεός μου καὶ ἐλπιῶ ἐπ’ Αὐτόν. Ὅτι Αὐτὸς ρύσεταί με ἐκ παγίδος θηρευτοῦ καὶ ἀπὸ λόγου ταραχώδους. Ἔθεντο με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου. Ἐγὼ δὲ πρὸς τὸν Κύριον ἐκέκραξα ἐν τῷ θλίβεσθαί με καὶ εἰσήκουσέ μου. Κύριος φυλάξει τὴν εἴσοδόν μου καὶ τὴν ἔξοδόν μου ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος. Πρὸς σὲ ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου Κύριε, τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ. Ἰδοὺ ὡς ὀφθαλμοὶ δούλων εἰς χεῖρας τῶν κυρίων αὐτῶν, οὕτως οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεόν ἡμῶν, ἕως οὗ οἰκτιρῆσαι ἡμᾶς». Ψαλμοὺς σιγόψαλλε καὶ κατὰ τὴν ὥρα ποὺ ἀκολουθοῦσε πίσω ἀπὸ τὸ ἄλογο τοῦ ἀφέντη του.
Μὲ τὴν εὐλογία ποὺ ἔφερε ὁ Ἅγιος στὸν οἶκο τοῦ Τούρκου Ἱππάρχου, αὐτὸς πλούτισε καὶ ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς τοῦ Προκοπίου.
Ὁ Ἅγιος ἱπποκόμος του, ἐκτὸς τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας, ποὺ ἔκανε ὡς ἀλλος Ἰώβ, πήγαινε τὴ νύχτα καὶ ἔκανε ὄρθιος ἀγρυπνίες στὸ νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἡ ὁποία ἦταν κτισμένη μέσα σὲ ἕνα βράχο καὶ βρισκόταν κοντὰ στὸν οἶκο τοῦ Τούρκου κυρίου του. Ἐκεῖ πήγαινε κρυφὰ τὴ νύχτα, κοινωνοῦσε δὲ κάθε Σάββατο τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ ὁ Κύριος, «ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς», ἐπέβλεψε ἐπὶ τὸν δοῦλο του τὸν πιστὸ καὶ ἔκανε, ὥστε νὰ πάψουν νὰ τὸν περιπαίζουν καὶ νὰ τὸν ὑβρίζουν οἱ σύνδουλοί του καὶ οἱ ἄλλοι ἀλλόθρησκοι.
Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ ἀφέντης τοῦ Ἰωάννη πλούτισε, ἀποφάσισε  νὰ ὑπάγει γιὰ προσκύνημα στὴ Μέκκα, τὴ ἱερὰ πόλη τῶν Μωαμεθανῶν.
Ἀφοῦ πέρασαν ἀρκετὲς ἡμέρες ἀπὸ τὴν ἀναχώρησή του, ἡ σύζυγός του παρέθεσε τράπεζα καὶ προσκάλεσε τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους τοῦ ἀνδρός της, γιὰ νὰ εὐφρανθοῦν καὶ νὰ εὐχηθοῦν νὰ ἐπιστρέψει ὑγιὴς στὸν οἶκο του ἀπὸ τὴν ἀποδημία. Ὁ μακάριος Ἰωάννης διακονοῦσε στὴν τράπεζα. Παρέθεσαν δὲ σὲ αὐτὴ καὶ ἕνα φαγητό, τὸ ὁποῖο ἄρεσε πολύ στὸν ἀγᾶ, τὸ λεγόμενο πιλάφι, τὸ ὁποῖο συνηθίζουν πολὺ στὴν Ἀνατολή. Τότε ἡ οἰκοδέσποινα θυμήθηκε  τὸν σύζυγό της καὶ εἶπε στὸν Ἰωάννη: «Πόση εὐχαρίστηση θὰ ἐλάμβανε, Γιουβάν, ὁ ἀφέντης σου, ἄν ἦταν ἐδῶ καὶ ἔτρωγε μαζί μας ἀπὸ τοῦτο τὸ πιλάφι!». Ὁ Ἰωάννης τότε ζήτησε ἀπὸ τὴν κυρία του ἕνα πιάτο γεμάτο πιλάφι καὶ εἶπε ὅτι θὰ τὸ ἔστελνε στὸν ἀφέντη του στὴ Μέκκα. Στὸ ἄκουσμα τῶν λόγων του γέλασαν οἱ προσκεκλημένοι. Ἀλλὰ ἡ οἰκοδέσποινα εἶπε στὴν μαγείρισσα νὰ δώσει τὸ πινάκιο μὲ τὸ φαγητὸ στὸν Ἰωάννη, σκεπτόμενη ἢ ὅτι ἤθελε νὰ τὸ φάει ὁ ἴδιος μόνος του ἢ νὰ τὸ πάει σὲ καμιὰ φτωχὴ χριστιανικὴ οἰκογένεια, ὅπως συνήθιζε νὰ κάνει, δίδοντας τὸ φαγητό του.
Ὁ Ἅγιος τὸ πῆρε καὶ πῆγε στὸν σταῦλο. Ἐκεῖ γονυπέτησε καὶ ἔκανε προσευχὴ ἐκ βάθους καρδίας παρακαλώντας τὸν Θεὸ νὰ ἀποστείλει τὸ φαγητὸ στὸν ἀφέντη του μὲ ὅποιον τρόπο οἰκονομοῦσε Ἐκεῖνος μὲ τὴν παντοδυναμία Του. Μὲ τὴν ἁπλότητα ποὺ εἶχε στὴν καρδιά του ὁ Ἰωάννης πίστεψε ὅτι ὁ Κύριος θὰ εἰσακούσει τὴν προσευχή του καὶ τὸ φαγητὸ θὰ πήγαινε θαυματουργικὰ στὴ Μέκκα. Πίστευε, «μηδὲν διακρινόμενος» κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, χωρὶς νὰ ἔχει κανένα δισταγμὸ ὅτι αὐτὸ ποὺ ζήτησε θὰ γινόταν. Καὶ, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, «τὰ ὑπερφυῆ ταῦτα σημεῖα συμβαίνουσι τοῖς ἁπλουστέροις τῇ διανοίᾳ καὶ θερμοτέροις τῇ ἐλπίδι», ὅτι, δηλαδή, αὐτὰ τὰ ὑπερφυσικὰ θαύματα συμβαίνουν σὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἁπλούστερη διάνοια καὶ εἶναι θερμότεροι στὴν ἐλπίδα τὴν ὁποία ἔχουν πρὸς τὸν Θεό. Πράγματι! Τὸ πιάτο μὲ τὸ φαγητὸ χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Ὁσίου. Ὁ μακάριος Ἰωάννης ἐπέστρεψε στὴν τράπεζα καὶ εἶπε στὴν οἰκοδέσποινα ὅτι ἔστειλε τὸ φαγητὸ στὴ Μέκκα. Ἀκούγοντας οἱ προσκεκλημένοι τὸν λόγο αὐτὸ γέλασαν καὶ εἶπαν ὅτι τὸ ἔφαγε ὁ Ἰωάννης.
Ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες γύρισε ἀπὸ τὴν Μέκκα ὁ κύριός του καὶ ἔφερε μαζί του τὸ χάλκινο πιάτο, πρὸς μεγάλη ἔκπληξη τῶν οἰκίων του. Μόνο ὁ μακάριος Ἰωάννης δὲν ἐξεπλάγη. Ἔλεγε, λοιπόν, ὁ ἀγᾶς στοὺς οἰκίους του: «Τὴν δεῖνα ἡμέρα (καὶ ἦταν ἡ ἡμέρα τοῦ συμποσίου, κατὰ τὴν ὁποία εἶπε ὁ Ἰωάννης ὅτι ἔστειλε τὸ φαγητὸ στὸν ἀφέντη του), τὴν ὥρα κατὰ τὴν ὁποία ἐπέστρεψα ἀπὸ τὸ μεγάλο τζαμὶ στὸν τόπο ὅπου κατοικοῦσα, βρῆκα ἐπάνω στὸ τραπέζι, σὲ ἕναν ὀντά (δωμάτιο) ὅπου τὸν εἶχα κλειδωμένο, τοῦτο τὸ σαχάνι (πιάτο) γεμάτο πιλάφι. Στάθηκα μὲ ἀπορία, σκεπτόμενος, ποῖος ἄραγε εἶχε φέρει ἐκεῖνο τὸ φαγητό καὶ πρὸ πάντων δὲν μποροῦσα νὰ ἐννοήσω μὲ τὶ τρόπο εἶχε ἀνοίξει τὴν πόρτα, τὴν ὁποία εἶχα κλείσει καλά. Μὴ γνωρίζοντας πῶς νὰ ἐξηγήσω αὐτὸ τὸ παράδοξο πρᾶγμα, περιεργαζόμουν τὸ πιάτο μέσα στὸ ὁποῖο ἄχνιζε τὸ πιλάφι καὶ εἶδα μὲ ἀπορία ὅτι ἦταν χαραγμένο τὸ ὄνομά μου ἐπάνω στὸ χάλκωμα, ὅπως σὲ ὅλα τὰ χάλκινα σκεύη τῆς οἰκίας μας. Ὡστόσο, μὲ ὅλη τὴν ταραχὴ ὅπου εἶχα ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ἀνεξήγητο περιστατικό, κάθησα καὶ ἔφαγα τὸ πιλάφι μὲ μεγάλη ὄρεξη, καὶ ἰδοὺ τὸ πιάτο ποὺ τὸ ἔφερα μαζί μου, καὶ εἶναι ἀληθινὰ τὸ δικό μας».
Ἀκούγοντας αὐτὴ τὴ διήγηση οἱ οἰκεῖοι τοῦ Ἱππάρχου ἐξέστησαν καὶ ἀπόρησαν, ἡ δὲ σύζυγός του τοῦ ἐξιστόρησε πῶς ζήτησε ὁ Ἰωάννης τὸ πιάτο μὲ τὸ φαγητὸ καὶ εἶπε ὅτι τὸ ἔστειλε στὴ Μέκκα, καὶ ὅτι, ἀκούγοντάς τον νὰ λέγει ὅτι τὸ ἔστειλε, γέλασαν.
Αὐτὸ τὸ θαῦμα μαθεύτηκε σὲ ὅλο τὸ χωριὸ καὶ στὴ γύρω περιοχὴ καὶ ὅλοι θεωροῦσαν πλέον τὸν Ἰωάννη ὡς ἄνθρωπο δίκαιο καὶ ἀγαπητὸ στὸν Θεό, τὸν ἔβλεπαν δὲ μὲ φόβο καὶ σεβασμό, καὶ δὲν τολμοῦσε κανεὶς νὰ τὸν ἐνοχλήσει. Ὁ κύριός του καὶ ἡ σύζυγός του τὸν περιποιούνταν περισσότερο καὶ τὸν παρακαλοῦσαν πάλι νὰ φύγει ἀπὸ τὸν σταῦλο καὶ νὰ κατοικήσει σὲ ἕνα οἴκημα, τὸ ὁποῖο ἦταν κοντὰ στὸν σταῦλο, ὅμως ἐκεῖνος δὲν ἤθελε νὰ ἀλλάξει κατοικία. Περνοῦσε, λοιπόν, τὸν βίο του μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὡς ἀσκητής, ἐργαζόμενος ὅπως πρὶν στὴν περιποίηση τῶν ζώων καὶ κάνοντας μὲ προθυμία τὰ θελήματα τοῦ ἀγᾶ.
Ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια, κατὰ τὰ ὁποία ἔζησε ὁ μακάριος Ἰωάννης μὲ νηστεία, προσευχὴ καὶ χαμευνία, πλησιάζοντας στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἀσθένησε καὶ ἦταν ξαπλωμένος πάνω στὰ ἄχυρα τοῦ σταύλου, τὸν ὁποῖο εἶχε ἁγιάσει μὲ τὶς δεήσεις του καὶ μὲ τὴν κακοπάθεια τοῦ σώματός του γιὰ τὸ ὄνομα καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Προαισθανόμενος ὁ Ὅσιος τὸ τέλος του, ζήτησε νὰ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ γι’αὐτὸ ἔστειλε καὶ κάλεσε ἕναν ἱερέα. Ἀλλὰ ὁ ἱερεὺς φοβήθηκε νὰ μεταφέρει φανερὰ τὰ Ἅγια Μυστήρια στὸ σταῦλο, ἐξαιτίας τοῦ φανατισμοῦ τῶν Τούρκων. Ὅμως σοφίστηκε, κατὰ Θεία φώτιση, καὶ πῆρε ἕνα μῆλο, τὸ ἔσκαψε, ἔβαλε μέσα τὴν Θεία Κοινωνία καὶ ἔτσι μετέβη στὸ σταῦλο καὶ κοινώνησε τὸν μακάριο Ἰωάννη. Ὁ Ἰωάννης, μόλις ἔλαβε τὸ Ἄχραντο Σῶμα καὶ τὸ Τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου, παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, τὸν Ὁποῖο τόσο ἀγάπησε. Ἦταν τὸ 1730.
Τὸ 1733, τὸ ἀκέραιο καὶ εὐωδιάζον ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου μεταφέρθηκε, μετὰ τὴν ἐκταφή του, ἀρχικὰ στὴ λατομημένη σὲ βράχο ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἀργότερα στὸ νεόδμητο ναὸ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου καὶ τέλος στὸ ναὸ ποὺ ἀνεγέρθηκε πρὸς τιμήν του. Τοποθετήθηκε σὲ λάρνακα στὸ δεξιὸ μέρος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ κατέφθαναν ἀναρίθμητοι προσκυνητὲς καὶ πάσχοντες ἀπὸ διάφορα νοσήματα ποὺ εὕρισκαν τὴν θεραπεία τους.
Ὅταν, κατὰ τὸ 1832, ἐπὶ σουλτάνου Μαχμοὺτ τοῦ Β’, ἐπαναστάτησε ἐναντίον του ὁ ἀντιβασιλέας τῆς Αἰγύπτου Ἰμπραχὴμ πασᾶς, ὁ σουλτάνος ἔστειλε ἐναντίον του καὶ τὸν Χαζνετὰρ Ὀγλοὺ Ὀσμὰν πασᾶ μὲ 1.800 στρατιῶτες. Ὁ Ὀσμὰν πασᾶς, ἀφοῦ πέρασε τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, ἔφθασε κοντὰ στὸ Προκόπιο, ὅπου σκεπτόταν νὰ ἀναπαυθεῖ καὶ νὰ ἀναχωρήσει τὴν ἄλλη ἡμέρα. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους τοῦ Προκοπίου, σὰν γενίτσαροι ποὺ ἦσαν, μισοῦσαν τὸν σουλτάνο, συμφώνησαν ὅλοι νὰ μὴν δεχθοῦν τὸν Ὀσμὰν πασᾶ στὸ Προκόπι οὔτε στὰ σύνορα. Οἱ Χριστιανοί, ποὺ ἦσαν πιστοὶ στὸν σουλτάνο, προσπάθησαν νὰ πείσουν τοὺς συμπατριῶτες τους νὰ πειθαρχήσουν στὸν σουλτάνο καὶ νὰ δεχθοῦν τὸν στρατὸ ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ ἐκεῖνον, λέγοντας μάλιστα σὲ αὐτοὺς ὅτι μπορεῖ ὁ Ὀσμὰν πασᾶς νὰ ἀγανακτίσει καὶ νὰ καταστρέψει τὸ χωριό. Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν ἄλλαζαν γνώμη. Τότε οἱ Χριστιανοὶ πῆραν τὰ γυναικόπαιδα καὶ ἔφυγαν στὰ γύρω χωριὰ καὶ στὶς σπηλιές, γιὰ νὰ μὴν πέσουν θύματα τῆς ἀνόητης ἀντιδράσεως τῶν γενιτσάρων.
Πράγματι, τὴν ἄλλη ἡμέρα, ὅταν ὁ Ὀσμὰν πασᾶς εἰσῆλθε στὸ Προκόπι, τὸ λεηλάτησε καὶ τὸ κατέστρεψε. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες εἰσῆλθαν καὶ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἅρπαξαν τὰ ἱερὰ σκεύη καὶ ἄνοιξαν τὴ λάρνακα τοῦ Ὀσίου ἐλπίζοντας νὰ βροῦν καὶ ἐκεῖ χρυσαφικὰ καὶ ἀσημικά. Δὲν βρῆκαν ὅμως τίποτε. Ἀπὸ τὸ κακό τους, ποὺ βγῆκαν γελασμένοι καὶ γιὰ νὰ κοροϊδέψουν τὴ χριστιανικὴ πίστη, ἀποφάσισαν νὰ κάψουν τὸ ἱερὸ λείψανο.
Τὸ ἔβαλαν στὸ προαύλιο, μάζεψαν πολλὰ φρύγανα, ἔβαλαν φωτιὰ καὶ ἔριξαν μὲ ἀσέβεια τὸ ἱερὸ σκήνωμα μέσα στὶς φλόγες. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου ὄχι μόνο ἔμεινε ἄφλεκτο, ἀλλὰ καὶ φάνηκε στοὺς ἄπιστους ὅτι ζοῦσε, τοὺς φοβέριζε καὶ τοὺς ἔδιωχνε ἀπὸ τὸν περίβολο τῆς ἐκκλησίας.
Τὴν ἐπόμενη ἡμέρα γέροντες Χριστιανοὶ βρῆκαν τὰ ἀσημικὰ, ποὺ εἶχαν ἀφήσει ἀπὸ τὸν τρόμο τους οἱ Τούρκοι στρατιῶτες, πῆραν μὲ εὐλάβεια τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ τὸ τοποθέτησαν πάλι μέσα στὴ λάρνακα.Τὸ ἱερὸ λείψανο μεταφέρθηκε στὴν Εὔβοια τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1924 μαζὶ μὲ τοὺς πρόσφυγες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπὸ τὸ πλοῖο «Βασίλειος Δεστούνης». Καὶ ἐνῶ τὸ πλοῖο βρισκόταν στὴ Ρόδο δὲν προχωροῦσε, ἀλλὰ περιστρεφόταν μέσα στὴ θάλασσα καὶ ἔμενε στὸν ἴδιο τόπο. Ὁ κυβερνήτης τοῦ πλοίου φοβήθηκε. Τότε ὁ Παναγιώτης Παπαδόπουλος, ποὺ εἶχε πάρει μαζί του τὸ ἱερὸ λείψανο κρυφά, ἐξήγησε στὸν πλοίαρχο ὅτι μέσα στὸ πλοῖο καὶ μάλιστα στὸ ἀμπάρι ἦταν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσου. Ἀμέσως ὁ κυβερνήτης διέταξε τὴν μεταφορὰ τοῦ ἱεροῦ σκηνώματος στὸ διαμέρισμα τοῦ πλοίου, τὸ ὁποῖο χρησιμοποιοῦταν ὡς εὐκτήριος οἶκος, ὅπου τὸ ἐναπέθεσαν καὶ ἄναψαν τὸ καντήλι.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.Θείας πίστεως, τὸ φῶς κατέχων, πικρὰν ἤνεγκας, αἰχμαλωσίαν, Ἰωάννη καὶ ὁσίως ἐβίωσας· ὅθεν τὸ θεῖόν σου λείψανον Ἅγιε, θαυματουργίας πηγάζει ἐν Πνεύματι· ᾧ προστρέχοντες, ὑμνοῦμεν τὸν σὲ δοξάσαντα, τιμῶντες τὰ σεπτά σου προτερήματα.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.Εὐσεβείας δόγμασιν, ἐντεθραμμένος θεόφρον, ἀκλινῶς ὑπέμεινας, αἰχμαλωσίας τὰς θλίψεις. Ὅθεν σε, ὁ Ζωοδότης λαμπρῶς δοξάσας, δέδωκε, πιστοῖς τὸ τίμιον λείψανόν σου, ἀναβλῦζον Ἰωάννη, Πνεύματι θείῳ ῥεῖθρα ἰάσεων.

Μεγαλυνάριον.Ἄστρον ἐξ Ἑῴας ὤφθης λαμπρόν, μάκαρ Ἰωάννη, καταυγάζον τοὺς εὐσεβεῖς, χάριτι θαυμάτων, καὶ νῆσον τῆς Εὐβοίας, τῷ σῷ καθαγιάζεις, λειψάνῳ Ἅγιε.

Σάββατο 26 Μαΐου 2012

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής Των 318 Αγίων Πατέρων Α´ Οικ. Συνόδου

Κατά Ιωάννην (ιζ΄ 1–13)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπάρας ὁ Ἰησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε,
καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν. Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν· ὅτι τὰ ρήματα ἃ δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας.
Ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι, καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. Καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. Ὅτε ἤμην μετ' αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου· οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς.

Απόδοση στη νεοελληνική:Τόν καιρό ἐκείνο, αὐτὰ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐσήκωσε τὰ μάτια του εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε, «Πατέρα, ἦλθε ἡ ὥρα· δόξασε τὸν Υἱόν σου, διὰ νὰ σὲ δοξάσῃ καὶ ὁ Υἱός σου, σύμφωνα μὲ τὴν ἐξουσίαν ποὺ τοῦ ἔδωκες ἐπὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, διὰ νὰ δώσῃ ζωὴν αἰώνιον εἰς τὸν καθένα ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τοῦ ἔδωκες. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή: τὸ νὰ γνωρίζουν σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν ὁποῖον ἔστειλες. Ἐγὼ σὲ ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, ἐτελείωσα τὸ ἔργον ποὺ μοῦ ἔδωκες νὰ κάνω, καὶ τώρα δόξασέ με σύ, Πατέρα, πλησίον σου μὲ τὴν δόξαν ποὺ εἶχα μαζί σου πρὶν νὰ ὑπάρξῃ ὁ κόσμος. Ἐφανέρωσα τὸ ὄνομά σου εἰς τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους μοῦ ἔδωκες ἀπὸ τὸν κόσμον. Δικοί σου ἦσαν καὶ τοὺς ἔδωκες σ’ ἐμένα, καὶ τὸν λόγον σου ἔχουν τηρήσει. Τώρα κατάλαβαν ὅτι ὅλα ὅσα μοῦ ἔδωκες, εἶναι ἀπὸ σένα, διότι τὰ λόγια ποὺ μοῦ ἔδωκες, τοὺς τὰ ἔδωκα καὶ αὐτοὶ τὰ ἐδέχθησαν καὶ ἐγνώρισαν ἀληθινὰ ὅτι ἐβγῆκα ἀπὸ σένα καὶ ἐπίστεψαν ὅτι σὺ μὲ ἔστειλες.
Ἐγὼ γι’ αὐτοὺς παρακαλῶ, δὲν παρακαλῶ γιὰ τὸν κόσμο, ἀλλὰ γιὰ ἐκείνους ποὺ μοῦ ἔδωκες, ἐπειδὴ εἶναι δικοί σου, καὶ ὅλα τὰ δικά μου εἶναι δικά σου καὶ τὰ δικά σου εἶναι δικά μου, καὶ ἔχω δοξασθῆ δι’ αὐτῶν. Δὲν θὰ εἶμαι πλέον εἰς τὸν κόσμον, ἐνῷ αὐτοὶ θὰ εἶναι εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἐγὼ ἔρχομαι σ’ ἐσένα. Πατέρα ἅγιε, φύλαξέ τους μὲ τὴν δύναμιν τοῦ ὀνόματός σου ποὺ μοῦ ἔδωκες, διὰ νὰ εἶναι ἕνα ὅπως εἴμεθα ἐμεῖς. Ὅταν ἤμουν μαζί τους εἰς τὸν κόσμον, ἐγὼ τοὺς ἐφύλαττα μὲ τὴν δύναμιν τοῦ ὀνόματός σου· ἐκείνους ποὺ μοῦ ἔδωκες τοὺς ἐφύλαξα καὶ κανένας ἀπ’ αὐτοὺς δὲν ἐχάθηκε παρὰ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ἡ γραφή. Ἀλλὰ τώρα ἔρχομαι σ’ ἐσένα, καὶ αὐτὰ τὰ λέγω ἐνῷ εἶμαι ἀκόμη εἰς τὸν κόσμον, διὰ νὰ ἔχουν τὴν χαράν μου μέσα τους τελείαν.

Ο Απόστολος της Κυριακής

Πράξεις Αποστόλων (κ΄16-18, 28-36)

Ἐν ταις ημέραις εκείναις, ἔκρινεν ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴν Ἔφεσον, ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ Ἀσίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς Ἱεροσόλυμα. Ἀπὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς Ἔφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. Ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐπίστασθε, ἀπὸ πρώτης ἡμέρας ἀφ᾿ ἧς ἐπέβην εἰς τὴν Ἀσίαν, πῶς μεθ᾿ ὑμῶν τὸν πάντα χρόνον ἐγενόμην.
Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ

ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. Ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν.
Διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον. Καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν. Ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα· αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται. Πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν. Καὶ ταῦτα εἰπών, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο.

Ἀπόδοση στη νεοελληνική: Τις ημέρες ἐκείνες, ὁ Παῦλος εἶχε ἀποφασίσει νὰ προσπεράσωμεν τὴν Ἔφεσον διὰ νὰ μὴ χρονοτριβήσῃ εἰς τὴν Ἀσίαν. Ἦτο βιαστικὸς διὰ νὰ βρίσκεται εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἐὰν τοῦ ἦτο δυνατόν, τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς. Ἀπὸ τὴν Μίλητον ἔστειλε εἰς τὴν Ἔφεσον καὶ ἐκάλεσε τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. Ὅταν δὲ ἦλθαν πρὸς αὐτόν, τοὺς εἶπε, «Ξέρετε πῶς ἔζησα μαζί σας ὅλον τὸν χρόνον ἀπὸ τὴν πρώτην ἡμέραν ποὺ ἐπάτησα εἰς τὴν Ἀσίαν.
Προσέχετε λοιπὸν τοὺς ἑαυτούς σας καὶ ὁλόκληρον τὸ ποίμνιον, εἰς τὸ ὁποῖον τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σὰς ἐτοποθέτησε ἐπισκόπους, διὰ νὰ ποιμαίνετε τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποίαν ἀπέκτησε μὲ τὸ δικό του αἷμα. Διότι ξέρω τοῦτο, ὅτι μετὰ τὴν ἀναχώρησίν μου θὰ μποῦν μεταξύ σας λύκοι ἄγριοι καὶ δὲν θὰ φεισθοῦν τὸ ποίμνιον, καὶ ἀπὸ σᾶς τοὺς ἰδίους θὰ ἐγερθοῦν ἄνδρες οἱ ὁποῖοι θὰ διαστρέψουν τὴν ἀλήθειαν διὰ νὰ παρασύρουν τοὺς μαθητὰς ὥστε νὰ ἀκολουθήσουν αὐτούς.
Διὰ τοῦτο νὰ εἶσθε ἄγρυπνοι καὶ νὰ θυμᾶσθε ὅτι, ἐπὶ τριετίαν νύχτα καὶ ἡμέραν, δὲν ἔπαυσα νὰ νουθετῶ τὸν καθένα ἀπὸ σᾶς μὲ δάκρυα. Καὶ τώρα, ἀδελφοί, σᾶς ἀφιερώνω εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὸν λόγον τῆς χάριτός του, ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν δύναμιν νὰ αὐξήσῃ τὴν οἰκοδομήν σας καὶ νὰ σᾶς δώσῃ κληρονομίαν μεταξὺ ὅλων τῶν ἁγιασμένων. Δὲν ἐπεθύμησα κανενὸς τὸ χρῆμα ἢ τὸ χρυσάφι ἢ τὸν ρουχισμόν. Ξέρετε σεῖς οἱ ἴδιοι ὅτι τὰς ἀνάγκας τὰς δικάς μου καὶ τῶν συντρόφων μου ἐξυπηρέτησαν τὰ χέρια μου αὐτά. Σᾶς ἔδειξα, μὲ κάθε τρόπον, ὅτι ἔτσι μὲ τὸν κόπον τῆς ἐργασίας σας πρέπει νὰ βοηθᾶτε τοὺς ἀδυνάτους καὶ νὰ θυμᾶσθε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ποὺ εἶπε αὐτὸς ὁ ἴδιος: «Εἶναι εὐτυχέστερον νὰ δίνῃ κανεὶς παρὰ νὰ παίρνῃ». Καὶ ὅταν εἶπε αὐτά, ἐγονάτισε μὲ ὅλους καὶ προσευχήθηκε.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Οἱ Ἅγιοι Ἀλφαῖος καὶ Κάρπος οἱ Ἀπόστολοι ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα

Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Κάρπος ἔζησε τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Τρωάδα τοῦ Ἑλλησπόντου. Φιλοξένησε στὴν οἰκία του τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ ἔγινε βοηθὸς αὐτοῦ στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ κομιστὴς τῶν ἐπιστολῶν ποὺ ἔστειλε ὁ Παῦλος πρὸς τὶς Ἐκκλησίες.
Ἀφοῦ περιόδευσε πολλὲς πόλεις καὶ κήρυξε μὲ ἱερὸ ζῆλο τὸ Εὐαγγέλιο, ἐγκαταστάθηκε ἀπὸ τὸν Παῦλο Ἐπίσκοπος Βεροίας τῆς Θράκης, ὅπου καὶ κοιμήθηκε ἀγωνιζόμενος μέχρι τὴν τελευταία του πνοὴ ὑπὲρ τῆς διαδόσεως τοῦ θείου λόγου.Δεν γνωρίζουμε γιὰ ποιὸν ἀκριβῶς Ἀλφαῖο πρόκειται. Κατ’ ἄλλους πρόκειται γιὰ τὸν Ἰάκωβο τὸν Ἀλφαῖο, ἕναν ἀπὸ τοὺς Δώδεκα Ἀποστόλους καὶ ἀδελφὸ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου, καὶ κατ’ ἄλλους, τὸ ὁποῖο εἶναι καὶ πιθανότερο, γιὰ τὸν Ἀλφαῖο ἢ τὸν Κλεόπα, σύζυγο τῆς Μαρίας, συγγενοῦς τῆς Θεοτόκου, ὁ ὁποῖος κατανάλωσε τὸ βίο του, μὲ τὴ σύζυγο καὶ τὰ τέκνα του, ἐργαζόμενος ὑπὲρ τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.Θείας χάριτος, τῇ κοινωνίᾳ, ἐκοινώνησας, δεσμῶν τῷ Παύλῳ, θεομακάριστε Κάρπε Ἀπόστολε, καὶ κοινωνοὺς θείας δόξης ἀνέδειξας, τοὺς δεξαμένους τὸ φέγγος τῶν λόγων σου. Ὅθεν πρέσβευε, Χριστῷ τῷ Θεῷ πανεύφημε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.Καρποφόρος πέφηνας, τῇ μυστικῇ γεωργίᾳ, ὡς κλεινὸς Ἀπόστολος, καὶ ὑπηρέτης τοῦ Λόγου· ὅθεν σου, ὁ τῶν ἀγώνων καρπὸς ὁ θεῖος, κάρπωμα, τερπνὸν προσήχθη τῷ Παντεπόπτῃ· ὃν ἱκέτευε ἀπαύστως, Κάρπε θεόφρον, ἐλεηθῆναι ἡμᾶς.

Μεγαλυνάριον.Παύλῳ τῷ θεόπτῃ διακονῶν, διάκονος ὤφθης, μυστηρίων πνευματικῶν, ὧν διαπορθμεύων, τοῖς θέλουσι τὴν χάριν, θαυμάτων ἀναβλύζεις, ὦ Κάρπε χάριτας.

Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Προσευχή με υψωμένο το νου!(Αγ. Ιω. του Χρυσοστόμου)

1. «Ο ήλιος είναι φανερός, βρίσκεται μπροστά σ’ όλους και δεν χρειάζεται να τον αναζητούμε. Αν όμως κατεβούμε κάπου μέσα στη γη, κι αν όλα τ’ αναποδογυρίσουμε, θα χρειαστούμε πολύ κόπο για να δούμε τον ήλιο.
 Έτσι λοιπόν κι εδώ. Αν θάπτουμε τον εαυτό μας στο βυθό των πονηρών επιθυμιών, μέσα στο σκοτάδι των παθών και των βιοτικών πραγμάτων, μόλις και μετά βίας μπορούμε να δούμε και να σηκώσουμε το κεφάλι! Ο χωμένος μέσα σε λάκκο, όσο πιο πολύ ανεβαίνει προς τα επάνω, τόσο πιο πολύ πλησιάζει προς τον ήλιο. Ας αποτινάξουμε λοιπόν το χώμα, ας πετάξουμε από πάνω μας το πυκνό σκοτάδι. Είναι πυκνό κι αδιαπέραστο και δεν μας αφήνει να δούμε καλά.
Και πώς διασπάται το σύννεφο αυτό, λέει; Εάν ελκύσουμε προς εμάς τις ακτίνες του νοητού ήλιου, του Ηλίου της Δικαιοσύνης, εάν υψώσουμε τα χέρια μας προς τον ουρανό: «Έπαρση των χειρών μου, θυσία εσπερινή» (Ψαλμ. 140, 2). Αν μαζί με τα χέρια υψώσουμε και το νου. Καταλαβαίνετε οι μυημένοι τα λόγια μου. Ίσως γνωρίζετε αυτό που λέχθηκε και αντιλαμβάνεστε τον υπαινιγμό.
     Ας υψώσουμε το νου!
     Γνωρίζω εγώ πολλούς άνδρες, σχεδόν κρεμασμένους απ’ τη γη. Τους είδα με υψωμένα τα χέρια πέρα απ’ το μέτρο του δυνατού, να είναι λυπημένοι, επειδή δεν μπορούσαν να υψωθούν πνευματικά, και να προσεύχονται έτσι με προθυμία. Έτσι θέλω να είστε πάντοτε εσείς. Κι αν όχι πάντοτε, τουλάχιστο πάρα πολύ συχνά. Κι αν όχι πολύ συχνά, τουλάχιστον μερικές φορές, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια των εωθινών και των εσπερινών προσευχών.
Γιατί πες μου, δεν μπορείς να υψώσεις τα χέρια; Ύψωσε τη διάθεση όσο θέλεις. Αυτή ύψωσέ την μέχρι τον ουρανό. Κι αν θελήσεις να αγγίξεις την ίδια την κορυφή ή να ανέβεις και να περπατήσεις ψηλότερα, μπορείς να το κάνεις. Γιατί ο νους μας είναι πιο ανάλαφρος και πιο υψηλός από κάθε φτερό. Όταν μάλιστα λάβει και τη χάρη του Πνεύματος, πω, πω, πόσο ταχύς είναι τότε, πόσο διαπεραστικός, πώς παντού περιφέρεται, πώς δεν καταβυθίζεται και δεν πέφτει στο έδαφος!
Τέτοια φτερά ας κατασκευάσουμε για μας, μ’ αυτά θα μπορέσουμε να διαπλεύσουμε και το τρικυμισμένο πέλαγος της παρούσας ζωής. Τα ταχύτερα απ’ τα πουλιά διασχίζουν και όρη και φαράγγια και πελάγη και σκοπέλους μέσα σε ελάχιστο χρόνο και χωρίς καμμιά βλάβη
Τέτοιος είναι κι ο νους. Όταν φτερωθεί, όταν απαλλαγεί απ’ τις βιοτικές μέριμνες, τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει, ανεβαίνει πάνω από όλα, κι αυτά τα πυρωμένα βέλη του διαβόλου.
Δεν είναι τόσο εύστοχος ο διάβολος, ώστε να μπορέσει να φτάσει ψηλά, αλλά τί κάνει; Ρίχνει βέβαια τα βέλη του, γιατί είναι αδιάντροπος, αστοχεί όμως κι επιστρέφει το βέλος προς αυτόν κενό, κι όχι μόνο κενό, άλλα και πέφτει επάνω στο κεφάλι του! Γιατί πρέπει οπωσδήποτε να χτυπήσει κάτι το βέλος που στέλνεται απ’ αυτόν!!

(Αγ. Ιω. του Χρυσοστόμου, απ’ την ΚΒ΄ Ομιλία  «Εις την προς Εβραίους»)


2. «Η προσευχή είναι μεγάλο όπλο, μεγάλο κόσμημα, μεγάλη ασφάλεια.
Όταν παρακαλούμε ανθρώπους, χρειαζόμαστε και έξοδα και χρήματα, και δουλοπρεπή κολακεία, και πολύ χρόνο και ενόχληση. Γιατί πολλές φορές δεν είναι δυνατό να μιλήσει κανείς απ’ ευθείας στους ίδιους τους κυρίους για να του κάνουν τη χάρη, αλλ’ είναι ανάγκη προηγουμένως να κολακεύσει τους υπηρέτες και τους οικονόμους και τους επιτρόπους τους με χρήματα και με λόγια και με κάθε τρόπο, και τότε μέσω εκείνων να μπορέσει να πάρει αυτό που ζητάει.
     Στον Θεό όμως δεν γίνεται έτσι. Γιατί δεν χρειάζεται μεσολαβητής γι’ αυτά που ζητάμε, ούτε παρακαλείται τόσο πολύ, όσο συγκατανεύει στη χάρη όταν παρακαλείται από μας τους ίδιους που έχουμε ανάγκη. Κι έδώ βέβαια, είτε παίρνουμε, είτε δεν παίρνουμε, είναι δυνατό να κερδίσουμε, ενώ με τους ανθρώπους και στις δύο περιπτώσεις πολλές φορές έχουμε ζημιωθεί.
Αφού λοιπόν το κέρδος είναι μεγαλύτερο, και περισσότερη η ευκολία σ’ εκείνους που πλησιάζουν τον Θεό, να μην περιφρονούμε την προσευχή.
Γιατί τότε περισσότερο σου δίνει αυτά που ζητάς, όταν τα ζητάς εσύ ο ίδιος, όταν δεν τα ζητάς σαν αγγαρεία, πράγμα που κάνουν οι περισσότεροι. Γιατί η γλώσσα τους λέει τα λόγια, αλλ’ η ψυχή τους τρέχει στα σπίτι ή στους δρόμους της αγοράς, κι όλο αυτό είναι κατασκεύασμα του διαβόλου.
Γιατί, επειδή γνωρίζει ότι την ώρα εκείνη, μιλώντας με τον Θεό, μπορούμε να πετύχουμε και τη συγχώρηση των αμαρτιών μας, θέλοντας να μας βυθίσει στο λιμάνι, εμφανίζεται εκείνη ακριβώς την ώρα απομακρύνοντας τη σκέψη μας απ’ αυτά που λέμε, ώστε να φύγουμε μάλλον ζημιωμένοι παρά κερδισμένοι.
Γνωρίζοντάς τα λοιπόν αυτά, όταν προσέρχεσαι στον Θεό, να σκέφτεσαι σε ποιόν πηγαίνεις, και θα σου είναι αρκετό για να είσαι νηφάλιος».

(Αγ. Ιω. του Χρυσοστόμου,  απ’ τα «Ιερά  Παράλληλα», Αγ. Ιω. Δαμασκηνού)

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός


Μνήμη τρίτης εὑρέσεως τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ προφήτου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου

Αὐτὴ κανονικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ θεωρεῖται ὡς δεύτερη εὕρεση, ἀφοῦ πουθενὰ δὲν ἀναφέρεται ἄλλη, παρὰ μόνο ἡ πρώτη (24 Φεβρουαρίου). Ἡ εὕρεση αὐτὴ ἔγινε ἀπὸ κάποιον ἄγνωστο ἱερέα στὰ Κόμανα τῆς Καππαδοκίας, μέσα σὲ ἀργυρὴ θήκη, σὲ ἱερὸ τόπο καὶ μεταφέρθηκε μὲ μεγάλη ἐπισημότητα καὶ πομπὴ στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου κατατέθηκε στὴ Μονὴ τοῦ Στουδίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.Ὡς θεῖον θησαύρισμα ἐγκεκρυμμένον τῇ γῇ, Χριστὸς ἀπεκάλυψε, τὴν Κεφαλήν σου ἡμῖν, Προφῆτα καὶ Πρόδρομε· πάντες οὖν συνελθόντες, ἐν τῇ ταύτης εὑρέσει, ᾄσμασι θεηγόροις, τὸν Σωτῆρα ὑμνοῦμεν, τὸν σῲζοντα ἡμᾶς ἐκ φθορᾶς, ταῖς ἱκεσίαις σου.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Προφῆτα Θεοῦ, καὶ Πρόδρομε τῆς χάριτος, τὴν Κάραν τὴν σήν, ὡς ῥόδον ἱερώτατον, ἐκ τῆς γῆς εὑράμενοι, τὰς ἰάσεις πάντοτε λαμβάνομεν, καὶ γὰρ πάλιν ὡς πρότερον, ἐν κόσμῳ κηρύττεις τὴν μετάνοιαν.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς οὐρανίων δωρεῶν πηγὴ θεόβρυτος
Τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐκ βυθοῦ τῆς γῆς ἀνέλαμψε
Ἡ ἁγία Κεφαλή σου Χριστοῦ Προφῆτα
Ἧς τὴν τρίτην ἑορτάζοντες φανέρωσιν
Ἀνυμνοῦμεν τῶν θαυμάτων σου τὸ μέγεθοςΚαὶ βοῶμέν σοι, χαῖρε Λόγου ὁ Πρόδρομος.

Μεγαλυνάριον.Τρίτην τῆς παντίμου σου Κεφαλῆς, μνείαν ἐκτελοῦμεν, ἣν ἐδόξασεν ἡ Τριάς, Βαπτιστὰ Κυρίου· ἐκ γῆς γὰρ τρίτως ὤφθη, μετανοεῖτε πᾶσιν, ἀνακραυγάζουσα.

Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

O Αναληφθείς Χριστός ,το σωτήριο χελιδόνι που μας οδηγεί στην Αιώνια Άνοιξη.(Άγ.Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

Ὅταν τὰ χελιδόνια μένουν ἀπὸ τροφὴ καὶ τὸ κρύο πλησιάζει, ξεκινοῦν τὸ ταξίδι τους γιὰ τὰ θερμὰ κλίματα. Ἐκεῖ θὰ βροῦν πολὺ ἥλιο καὶ ἀρκετὴ τροφή. Ἕνα χελιδόνι πετᾶ μπροστά, δοκιμάζει τὸν ἀέρα καὶ δείχνει τὸ δρόμο. Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα χελιδόνια ἀκολουθοῦν τὴν πορεία του.
Ὅταν οἱ ψυχὲς μας μένουν ἀπὸ τροφὴ στὸν ὑλικὸ κόσμο κι ὅταν ἡ κρυάδα τοῦ θανάτου πλησιάζει, τότε τί καλὰ θὰ ἦταν νὰ ὑπῆρχε ἕνα χελιδόνι σὰν κι ἐκεῖνο, νὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ τόπο θερμό, ὅπου θὰ βρίσκαμε πολλὴ πνευματικὴ ζέστη καὶ τροφή! Ὑπάρχει ἄραγε τέτοιος τόπος; Καὶ μποροῦμε ἄραγε νὰ βροῦμε τέτοιο χελιδόνι;
Ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπάρχει κανένας πού νὰ μπορεῖ νὰ δώσει ἀξιόπιστη ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτό. Μόνο ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει καὶ μάλιστα μὲ βεβαιότητα. Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει τὸ κομμάτι ἐκεῖνο τοῦ παραδείσου πού νοσταλγεῖ ἡ ψυχή μας, τώρα πού ζεῖ στὸ παγωμένο σύθαμπο τῆς ἐπίγειας ὕπαρξής μας. Γνωρίζει ἐπίσης τὸ εὐλογημένο ἐκεῖνο χελιδόνι, τὸ πρῶτο πού πετάει πρὸς τὸν τόπο τῆς νοσταλγίας, τῆς ἐπαγγελίας, πού διαλύει τὸ σκοτάδι, διαπερνᾶ μὲ τὰ δυνατὰ φτερὰ του τὴ βαριὰ ἀτμόσφαιρα ἀνάμεσα σὲ γῆ καὶ οὐρανὸ κι ἀνοίγει τὸ δρόμο γιὰ τὸ σμῆνος πού ἀκολουθεῖ. Κι ἀκόμα ἡ στρατευόμενη Ἐκκλησία στὴ γῆ θὰ σοῦ πεῖ γι’ ἀμέτρητα σμήνη χελιδονιῶν πού ἀκολούθησαν τὸ πρῶτο Χελιδόνι καὶ πέταξαν μαζί Του στὸν εὐλογημένο τόπο, ὅπου ἀφθονοῦν ὅλα τ’ ἀγαθὰ, τὸν τόπο τῆς αἰώνιας ἄνοιξης.
Θὰ ἔχεις ἀντιληφθεῖ πώς μὲ τὸ σωστικὸ αὐτὸ χελιδόνι ἐννοῶ τὸν ἀναληφθέντα Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ ἴδιος δὲν εἶπε πώς εἶναι ἡ Ὁδός; Δὲν εἶπε ὁ ἴδιος στοὺς ἀποστόλους, «πορεύομαι ἑτοιμάσαι τόπον ὑμῖν· καὶ ἐὰν πορευθῶ καὶ ἑτοιμάσω ὑμῖν τόπον, πάλιν ἔρχομαι καὶ παραλήψομαι ὑμᾶς πρὸς ἐμαυτόν» (Ἰωάν. ιδ’ 2, 3); Καὶ πρὶν ἀπ’αὐτὸ δὲν τοὺς εἶχε πεῖ, «κἀγώ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν» (Ἰωάν.ιβ’ 32); Ὅλ’ αὐτὰ πού ὁ ἴδιος εἶχε πεῖ, ἄρχισαν νὰ ἐκπληρώνονται λίγες βδομάδες ἀργότερα καὶ συνεχίζουν νὰ ἐκπληρώνονται μέχρι σήμερα καὶ θὰ ἐκπληρώνονται ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Αὐτὸ σημαίνει πώς ὁ Χριστός, πού ἦταν ἡ ἀρχή τῆς πρώτης δημιουργίας τοῦ κόσμου, ἔγινε ἀρχή καὶ τῆς δεύτερης δημιουργίας ἢ ἡ εὐλογημένη ἀνακαίνιση τῆς παλιᾶς.
Ἡ ἁμαρτία ἔδεσε τὰ φτερὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῶν ἀπογόνων του κι ἔτσι ἀπομακρύνθηκαν ὅλοι ἀπὸ τὸν Θεό, τοὺς τύφλωσε ὁ ἴδιος πηλὸς ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχαν πλαστεῖ. Ὁ Χριστός, ὁ πρῶτος Ἀδὰμ καὶ πρῶτος Ἄνθρωπος, ὁ πρωτότοκος πάσης κτίσεως, ἦταν ὁ πρῶτος πού ἀναλήφθηκε μὲ πνευματικὰ φτερὰ στὸν οὐρανό, στὸ θρόνο τῆς αἰώνιας δόξας καὶ δύναμης. Βάδισε τὸ δρόμο πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ ἄνοιξε ὅλες τὶς πύλες του γιὰ τοὺς πιστοὺς πού ἔχουν ἀνοιγμένα τὰ πνευματικὰ φτερά τους, ὅπως ὁ ἀετὸς ἀνοίγει τὸ δρόμο γιὰ τὰ ἀϊτόπουλα, ὅπως τὸ χελιδόνι πού πετᾶ πρῶτο, ἐπικεφαλῆς, δείχνει στὸ σμῆνος τὸ δρόμο κι ἐκμηδενίζει τὴν ἀντίσταση τοῦ ἀέρα.
«Τὶς δώςῃ μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς καὶ πετασθήσομαι και καταπαύσω;»(Ψαλμ. νδ’ 7), ἀναφωνεῖ θλιμμένος ὁ Ψαλμωδὸς πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Γιατί; Ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος: «ἡ καρδιά μου ἐταράχθη ἐν ἐμοί, καὶ δειλία θανάτου ἐπέπεσεν ἐπ’ ἐμέ· φόβος καὶ τρόμος ἦλθεν ἐπ’ ἐμέ, καὶ ἐκάλυψέ με σκότος» (Ψαλμ. νδ’ 5,6). Τέτοια τρομερὴ αἴσθηση νεκρικῆς ὑπαρξιακῆς ἀγωνίας πρέπει νὰ ἐπικρατοῦσε στὶς ἐρημιὲς αὐτῆς τῆς ζωῆς, σὰν ἐφιάλτης σκοτεινὸς πού βάραινε ὅλο τὸ λογικὸ καὶ δίκαιο κόσμο πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ.
«Ποιὸς θὰ μοῦ δώσει φτερὰ γιὰ νὰ πετάξω μακριὰ ἀπ’αὐτὴ τὴ ζωή;» πρέπει νὰ ἦταν ἡ ἐρώτηση πού ἔκαναν πολλὲς εὐγενικὲς κι εὐαίσθητες ψυχές. Ἀλλά ποῦ θὰ κατευθυνθεῖς, ἁμαρτωλὴ ἀνθρώπινη ψυχή; Μπορεῖς ἀκόμα νὰ ὀνειρεύεσαι, νὰ νιώθεις τὸν τόπο τῆς θαλπωρῆς καὶ τοῦ φωτὸς ἀπ’ ὅπου ἐξορίστηκες; οἱ πύλες ἔκλεισαν πίσω σου, τὶς προσέχουν τὰ χερουβὶμ μὲ τὰ πύρινα ξίφη τους, γιὰ νὰ ἐμποδίσουν τὴν προσέγγισή σου. Ἡ ἁμαρτία κόλλησε τὰ φτερά σου, ὄχι τὰ φτερὰ τοῦ πτηνοῦ, μὰ τὰ θεϊκά, κι ἔχεις ἐγκλωβιστεῖ στὴ γῆ. Χρειάζεσαι κάποιον γιὰ νὰ σ’ ἐλευθερώσει πρῶτα ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, νὰ σὲ καθαρίσει καὶ νὰ νὰ σὲ βοηθήσει νὰ σταθεῖς ὄρθιος. Μετὰ χρειάζεσαι κάποιον νὰ τοποθετήσει νέα φτερά, γιὰ νὰ μπορέσεις νὰ πετάξεις.
Μετὰ θὰ χρειαστεῖς κάποιον ἄλλον, κάποιον πολὺ δυνατό, γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ παραμερίσουν τὰ χερουβὶμ μὲ τὰ πύρινα ξίφη, ὥστε γιὰ χάρη Του νὰ περάσεις στὴν ἔνδοξη πατρίδα σου. Καὶ τελευταῖο, ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ κάποιον πού θὰ ζητήσει γιὰ λογαριασμό σου ἔλεος ἀπὸ τὸν Δημιουργό, ὥστε νὰ σὲ δεχτεῖ ξανὰ στὸν τόπο τῆς αἰώνιας πατρίδας.
Αὐτὸς ὁ «κάποιος» ἦταν ἄγνωστος στὸν προχριστιανικὸ κόσμο. Αὐτοαποκαλύφτηκε ὡς Κύριος καὶ Σωτήρας μας Ἰησοῦς Χριστός, Υἱὸς τοῦ Ζῶντος Θεοῦ. Ἀπὸ ἀγάπη γιὰ σένα κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ, ντύθηκε ἀνθρώπινη σάρκα, φυλακίστηκε γιὰ χάρη σου, ἐπειδὴ ἤσουν φυλακισμένος, ἵδρωσε, κρύωσε, πείνασε καὶ δίψασε, δέχτηκε ἐμπτυσμούς, καρφώθηκε στὸ σταυρό, ἔμεινε στὸν τάφο τρεῖς μέρες, κατέβηκε στὸν Ἅδη γιὰ νὰ καταστρέψει μιὰ φυλακὴ χειρότερη ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, πού εἶχε προετοιμαστεῖ γιὰ σένα ὅταν ἡ ψυχή σου θὰ χωριζόταν ἀπὸ τὸ σῶμα.
Καί ὅλ’ αὐτὰ γιὰ νὰ σὲ σώσει ἀπὸ ἐκεῖ πού κυλιόσουν στὴ λάσπη τῆς ἁμαρτίας, νὰ σὲ κάνει νὰ σταθεῖς ὄρθιος. Μετὰ ἀναστήθηκε «ἐκ νεκρῶν», γιὰ νὰ δώσει καὶ σὲ σένα φτερά, νὰ πετάξεις στὸν οὐρανό. Τελικὰ ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανὸ γιὰ ν’ ἀνοίξει καὶ γιὰ σένα τὸ δρόμο, νὰ σὲ ὁδηγήσει στὰ σκηνώματα τῶν ἀγγέλων.
Τώρα δὲν ἔχεις λόγο ν’ ἀναστενάζεις μὲ φόβο καὶ τρόμο, ὅπως ὁ προφητάνακτας Δαβίδ, οὔτε νὰ ἐπιθυμεῖς πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς. Τώρα ἐμφανίστηκε ὁ Ἀετός, πού ἄνοιξε τὰ φτερά Του καὶ σοῦ ἔδειξε τὸ δρόμο. Τὸ μόνο πού ἔχεις νὰ κάνεις, εἶναι ν’ ἀναπτύξεις τὰ πνευματικὰ φτερὰ πού σοῦ δόθηκαν ὅταν βαφτίστηκες στὸ ὄνομά Του καὶ νὰ ἐπιθυμήσεις μ’ ὅλη σου τὴν ψυχὴ ν’ ἀνεβεῖς ἐκεῖ ὅπου ἀναλήφθηκε ὁ Ἴδιος. Ὁ Κύριος ἔκανε τὰ ἐνενήντα ἐννιὰ ἀπὸ τὰ ἑκατὸ βήματα πού χρειάζεσαι γιὰ τὴ σωτηρία σου. Δὲν θὰ προσπαθήσεις νὰ κάνεις τὸ βῆμα πού ἀπέμεινε γιὰ νὰ ἐπιτύχεις τὴ σωτηρία σου, ὅταν μάλιστα «οὕτω γὰρ πλουσίως ἐπιχορηγηθήσεται ὑμῖν ἡ εἴσοδος εἰς τὴν αἰώνιον βασιλείαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν καὶ Σωτῆρος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (Β’ Πέτρ.α’ 11);
Ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανὸ ἦταν τόσο ἀπρόσμενη στοὺς ἀνθρώπους, ὅσο ἦταν καὶ στοὺς ἀγγέλους ἡ ἐλευσή Του ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ κι ἡ κατὰ σάρκα γένννησή Του. Ἀλλά καὶ ποιὸ γεγονὸς στὴ ζωή Του δὲν ἀντιπροσωπεύει κάτι μοναδικὸ κι ἀπρόσμενο στὸν κόσμο; Ὅπως οἱ ἄγγελοι παρατηροῦσαν μὲ θαυμασμὸ πῶς ξεχώριζε ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὴν πρώτη δημιουργία καὶ τὸ νερὸ ἀπὸ τὴν ξηρά, πῶς τοποθέτησε τὰ ἄστρα στὸν οὐράνιο θόλο καὶ πῶς δημιούργησε τὰ φυτὰ καὶ τὰ ζῶα ἀπὸ τὴ γῆ καὶ τελικὰ ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο, δίνοντάς του ψυχὴ ζῶσα, ἔτσι κι ἐμεῖς ὅλοι βλέπουμε μὲ θαυμασμὸ τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Σωτήρα μας, ἀπὸ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Παναγίας Παρθένου ὡς καὶ τὴν ἔνδοξη Ἀνάληψή Του στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Ἀπὸ μιὰ πρώτη ματιὰ ἦταν ὅλα ἀπρόσμενα, ἀναπάντεχα. Ὅταν ὅμως γίνεται φανερὸ πώς ὑπηρετοῦν τὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας μας, ὅλοι οἱ λογικοὶ ἄνθρωποι πρέπει νὰ κραυγάσουν μὲ χαρὰ καὶ νὰ δοξολογήσουν τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, τὴ σοφία καὶ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Δὲν μπορεῖς ν’ ἀφαιρέσεις κάποιο γεγονὸς ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μὴ παραμορφώσεις ὁλόκληρο τὸ ἔργο Του, ὅπως δὲν μπορεῖς νὰ κόψεις τὸ χέρι ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ τὸ πόδι του καὶ νὰ μὴ τὸν παραμορφώσεις, ἤ νὰ βγάλεις ἀπὸ τὸν οὐράνιο θόλο τὸ φεγγάρι ἤ ἕνα μέρος ἀπὸ τὰ μυριάδες ἄστρα καὶ νὰ μὴν παραμορφώσεις τὴν τάξη καὶ τὸ κάλλος τοῦ οὐρανοῦ. Γι’ αὐτὸ μὴ σκέφτεσαι πώς ἴσως «δὲν ἦταν ἀπαραίτητο ν’ ἀναληφθεῖ ὁ Κύριος». Ὅταν μερικοὶ ἀπό τούς Ἰουδαίους ἀναγκάστηκαν νὰ παραδεχτοῦν καὶ νὰ κραυγάσουν πώς «καλῶς πάντα πεποίηκε» (Μάρκ. ζ’ 37), πῶς ἐμεῖς πού βαφτιστήκαμε στὸ ὄνομά Του νὰ μὴν πιστέψουμε πώς ὅλα ὅσα ἔκανε ἦταν καλά; Ὅλα τὰ σχεδίασε καὶ τὰ ἔφτιαξε μὲ μεγάλη σοφία. Καὶ ἡ Ἀνάληψή Του ἦταν καλὰ σχεδιασμένη, μὲ πολλὴ σοφία, ὅπως ἦταν κι ἡ Ἐνσάρκωση, τὸ Βάπτισμα, ἡ Μεταμόρφωση κι ἡ Ἀνάστασή Του.«Συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω» (Ἰωάν. ιστ’ 7), εἶπε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του.
Βλέπεις πώς ρυθμίζει καὶ κάνει τὰ πάντα γιὰ τὸ καλὸ τῶν ἀνθρώπων; Κάθε λόγος καὶ κάθε πράξη Του ἔχουν ὡς σκοπὸ τους τὸ καλὸ ὅλων μας. Διαφορετικὰ δὲν θὰ εἶχε ἀναληφθεῖ. Ἂς μείνουμε ὅμως στὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς τῆς Ἀνάληψης, ὅπως τὸ περιγράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὰ δυό του ἒργα: στὸ Εὐαγγέλιο καὶ στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.
Εἶπε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του: «εἶπεν αὐτοῖς ὅτι οὕτω γέγραπται καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ» (Λουκ. κδ’ 46). Ἀπὸ ποιὸν γέγραπται; Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὸ ἔγραψε, μέσῳ τῶν προφητῶν στὸ νόμο τοῦ Μωυσῆ, στοὺς προφῆτες καὶ στοὺς Ψαλμούς. Ὁ Κύριος ἐκτιμᾶ τὰ βιβλία αὐτά, στὸ μέτρο πού ἀναφέρονται προφητικὰ σὲ ὅσα ἐπρόκειτο νὰ τοῦ συμβοῦν. Ἐκεῖ εἶχαν γραφεῖ κι ἐκπληρώθηκαν. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἡ σκιά, ἐδῶ ἡ ζωὴ κι ἡ ἀλήθεια.
«Τότε διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς» (Λουκ. κδ’ 45). Ἡ «διάνοιξη» τοῦ νοῦ εἶναι θαῦμα ἴσο μὲ ἀνάσταση νεκρῶν, γιατί κάτω ἀπὸ τὸ πυκνὸ πέπλο τῆς ἁμαρτίας, ἡ ἀνθρώπινη ἀντίληψη βρίσκεται στὸ σκοτάδι τοῦ τάφου. Διαβάζει, μὰ δὲν καταλαβαίνει, κοιτάζει, μὰ δὲ βλέπει, ἀφουγκράζεται, μὰ δὲν ἀκούει. Ποιὸς ἄνθρωπος στὴν Ἱερουσαλὴμ εἶχε δεῖ κι εἶχε διαβάσει καλύτερα ἀπό τούς Γραμματεῖς τὰ λόγια τῶν Γραφῶν; Μὰ τὰ προσέξανε τόσο λίγο! Γιατί ὁ Κύριος δὲν τράβηξε τὸν πυκνὸ πέπλο ἀπὸ τὸ νοῦ τους, ὥστε νὰ κατανοήσουν κι αὐτοὶ ὅπως οἱ ἀπόστολοι; Ἐπειδὴ οἱ ἀπόστολοι θέλησαν νὰ γίνει αὐτὸ ἐνῶ οἱ Γραμματεῖς ἀρνήθηκαν. Ἐπειδὴ οἱ Γραμματεῖς κι οἱ πρεσβύτεροι εἶπαν ὅτι «οὗτος ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτωλός ἐστι» καὶ περίμεναν τὴν εὐκαιρία γιὰ νὰ τὸν σκοτώσουν, οἱ ἀπόστολοι ὅμως εἶπαν: «Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα; ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις» (Ἰωάν. στ’ 68). Ὁ Θεὸς «διανοίγει τὸ νοῦ» ἐκείνων πού τὸ θέλουν χορηγεῖ τὸ ζῶν ὕδωρ σ’ αὐτοὺς πού διψᾶνε, ἀποκαλύπτεται σὲ ὅσους τὸν ἀναζητοῦν.
«Οὕτω γέγραπται καὶ οὕτως ἔδει…» Ἄν τὴν Ἁγία Γραφὴ τὴν εἶχαν γράψει συνηθισμένοι ἄνθρωποι, μὲ ἀνθρώπινη ἀντίληψη, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ εἶχε ἀναφερθεῖ στὰ κείμενά τους. Τὰ κείμενα τῶν προφητῶν ὅμως ἦταν ἔργα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κι ὁ Θεός, πού εἶναι πιστὸς στὶς ὑποσχέσεις Του, ἔστειλε τὸ Μονογενῆ Του Υἱό γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὶς προφητεῖες καὶ νὰ τηρήσει τὶς ἐπαγγελίες Του. «Οὕτως ἔδει…» εἶπε Ἐκεῖνος πού βλέπει ὁλόκληρο τὸν κτιστὸ κόσμο, ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη στὴν ἄλλη, ὅπως ὁ ἄνθρωπος βλέπει μιὰ γραμμένη σελίδα πού ἔχει μπροστά του. Κι ὅταν ὁ πάνσοφος λέει πώς «οὕτως ἔδει…» δὲν εἶναι καταγέλαστοι οἱ τυφλοὶ πού λένε πώς δὲν ἦταν ἀπαραίτητο νὰ γίνει ἡ Ἀνάληψή Του; Ἔπρεπε νὰ γίνει. Ὁ Κύριος ἔπρεπε νὰ πάθει στὴν ὥρα Του, νὰ χαρεῖ στὴν αἰωνιότητα. Ἔπρεπε ν’ ἀναστηθεῖ, γιὰ ν’ ἀναστηθοῦμε κι ἐμεῖς στὴν αἰώνια ζωή.
«Καὶ κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν και ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τὰ ἔθνη, ἀρξάμενον ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ» (Λουκ. κδ’ 47). Ὁ Μάρκος στὸ εὐαγγέλιό του ἀναφέρει τὸ ἴδιο μὲ ἄλλα λόγια: «κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει»(Μάρκ. ιστ’ 15). Πάσῃ τῇ κτίσει σημαίνει σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος, στὴν ΙΣΤ΄ ὁμιλία του λέει: «Ὁ ἄνθρωπος ἔχει κάτι κοινὸ μὲ ὅλη τὴν κτίση. Μὲ τὴν πέτρα ἔχει τὴν ἴδια ὕπαρξη· μὲ τὸ ξύλο, τὴ ζωή· μὲ τὰ ζῶα, τὶς αἰσθήσεις· μὲ τοὺς ἀγγέλους, τὸ νοῦ… Ἔτσι μὲ τὴν ἔκφραση πάσῃ τῇ κτίσει πρέπει νὰ ἐννοήσουμε τὸν ἄνθρωπο».
Ἂν ὁ Κύριος Ἰησοῦς δὲν εἶχε πάθει καὶ δὲν εἶχε πεθάνει γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ποιὸς ἀπό μᾶς θὰ γνώριζε πώς ἡ ἁμαρτία εἶναι τέτοιο θανατηφόρο δηλητήριο; Ἂν δὲν εἶχε ἀναστηθεῖ, ποιὸς ἀπό μᾶς, πού εἶχε ἀνακαλύψει πόσο φοβερὸ πράγμα εἶναι ἡ ἁμαρτία, θὰ εἶχε ἐλπίδα; Τότε ἡ μετάνοια θὰ ἦταν ἀνώφελη, ἡ συγχώρηση ἀδύνατη. Ἡ μετάνοια συνδέεται μὲ τὸ πάθος, ἡ συγχώρηση μὲ τὴν ἀνάσταση, μέσω τῆς Θείας χάρης. Μὲ τὴ μετάνοια ὁ παλιὸς ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας πεθαίνει, ὁδηγεῖται στὸν τάφο. Μὲ τὴ συγχώρηση γεννιέται ὁ νέος ἄνθρωπος, στὴν καινούργια ζωή.
Προσέξτε! Ἐδῶ εἶναι οἱ πιὸ χαρμόσυνες εἰδήσεις γιὰ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς, ξεκινώντας ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Εἶναι ἐκεῖνα πού εἶπε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ στὸ δίκαιο Ἰωσὴφ μὲ τὰ λόγια τοῦ προφήτη: «Αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν» (Ματθ. α’ 21). Αὐτὰ βεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μὲ τὴν ἐμπειρία Ἐκείνου πού ἔπαθε καὶ τὸ δικαίωμα Αὐτοῦ πού νίκησε. Γιατί λέει ὅμως,ἀρξάμενον ἀπὸ Ἱερουσαλήμ; Γιατί στὴν Ἱερουσαλὴμ ἔγινε ἡ μέγιστη θυσία γιὰ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, ἐπειδὴ ἐκεῖ ἔλαμψε ἀπὸ τὸν τάφο τὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης. Ἂν ἡ Ἱερουσαλὴμ ἀντιπροσωπεύει τὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, κατὰ κάποιο μυστηριώδη τρόπο εἶναι εὐνόητο πώς ἡ μετάνοια κι ἡ ταπείνωση πρέπει νὰ ξεκινήσουν ἀπὸ τὸ νοῦ κι ἀπὸ κεῖ νὰ διαχυθοῦν σ’ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξη.
Ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ νοῦ ἔστειλε τὸ σατανᾶ στὴν κόλαση· ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ νοῦ χώρισε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα ἀπὸ τὸν Θεό, ὤθησε τοὺς Φαρισαίους καὶ τοὺς Γραμματεῖς νὰ σκοτώσουν τὸν Χριστό. Ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ νοῦ εἶναι τὸ πιὸ πρόσφορο ἔδαφος γιὰ ν’ ἀναπτυχθεῖ ἡ ἁμαρτία ὡς τὶς μέρες μας. Ἂν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου δὲν γονατίσει μπροστὰ στὸν Χριστό, τὰ γόνατά του δὲν θὰ λυγίσουν. Ὅποιος ξεκίνησε νὰ εἰρηνέψει τὸ νοῦ του μὲ τὴ μετάνοια, ἄρχισε ἤδη νὰ θεραπεύει καὶ τὰ βαθύτερα τραύματά του.
«Ὑμεῖς δὲ ἐστε μάρτυρες τούτων» (Λουκ. κδ’ 48). Μάρτυρες σὲ τί; Μάρτυρες τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου, τῆς ἔνδοξης Ἀνάστασής Του. Μάρτυρες τῆς ἀνάγκης γιὰ μετάνοια, μάρτυρες τῆς ἀλήθειας, τῆς ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν. Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπὸ διώκτης ἄλλαξε κι ἔγινε ἀπόστολος, ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: «εἰς τοῦτο γὰρ ὤφθην σοι, προχειρίσασθαί σε ὑπηρέτην καὶ μάρτυρα ὧν τε εἶδες ὧν τε ὀφθήσομαί σοι» (Πράξ. κστ’ 16). Κι ὁ ἀπόστολος Πέτρος εἶπε στὸ πρῶτο κήρυγμά του πρὸς τὸ λαὸ μετὰ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «Τοῦτον τὸν Ἰησοῦν ἀνέστησεν ὁ Θεός, οὐ πάντες ἡμεῖς ἐσμεν μάρτυρες» (Πράξ. β’ 32). Λέει ἐπίσης κι ὁ ἀπόστολος κι εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν… ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον» (Α’ Ἰωάν. α’1, 3).
Οἱ ἀπόστολοι ἦταν αὐτόπτες μάρτυρες τοῦ κηρύγματος τοῦ Χριστοῦ, τῶν θαυμάτων Του κι ὅλων ἐκείνων πού ἔγιναν στὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, ὅλων αὐτῶν στὰ ὁποῖα θεμελιώθηκε ἡ σωτηρία μας. Ἄκουσαν, εἶδαν, συμμετεῖχαν στὴν Ἀλήθεια. Ἦταν οἱ πρῶτοι πού μπῆκαν στὸ πλοῖο τῆς σωτηρίας, γιὰ νὰ γλιτώσουν ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸ τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ μπορέσουν νὰ βάλουν κι ἄλλους στὸ πλοῖο γιὰ νὰ τοὺς σώσουν. Ὁ νοῦς τους ἀπαλλάχτηκε ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια κι οἱ καρδιὲς τους καθαρίστηκαν ἀπὸ τὰ πάθη. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τούς διαβεβαίωσε γι’ αὐτό: «ἤδη ὑμεῖς καθαροί ἐστε διὰ τὸν λόγον ὃν λελάληκα ὑμῖν» (Ἰωάν. ιε’ 3). Κι ἦταν μάρτυρες ὄχι μόνο τῶν ἐξωτερικῶν πραγμάτων, πού μποροῦσαν νὰ δοῦν, ν’ ἀκούσουν, νὰ ἐρευνήσουν καὶ ν’ ἀγγίξουν σχετικὰ μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἦταν μάρτυρες καὶ τῆς ἐσωτερικῆς ἀναγέννησης καὶ ἀνακαίνισης τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴ μετάνοια καὶ τὴν κάθαρση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Τὸ εὐαγγέλιο δὲν ἀνοίχτηκε μόνο μπροστὰ στὰ μάτια καὶ τ’ αὐτιά τους, ἀλλά καὶ μέσα τους, στὴν καρδιὰ καὶ τὸ νοῦ τους. Στὰ τρία χρόνια πού ἦταν μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, στὴν καρδιὰ καὶ τὸ νοῦ τους ἔγινε ὁλόκληρη ἐπανάσταση.
Ἡ ἐπανάσταση αὐτὴ συνίστατο στὴν ὀδυνηρὴ διαδικασία θανάτου τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, καὶ στὴν ἀκόμα πιὸ ὀδυνηρὴ γέννηση μέσα τους τοῦ νέου, τοῦ καινοῦ ἄνθρωπου. Πόσους νεκρικοὺς πόνους δοκίμασε ἡ ψυχὴ τους ὡσότου ἀναγεννηθοῦν, φωτιστοῦν καὶ μπορέσουν τελικὰ ν’ ἀναφωνήσουν: «ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν» (Α’ Ἰωάν. γ’ 14); Πόσος χρόνος, πόσος κόπος, πόση ἀμφιβολία, φόβος, ἀγωνία, περιπλάνηση καὶ ἔρευνα, ὥσπου νὰ γίνουν ἀληθινοὶ καὶ πιστοὶ μάρτυρες τῶν σωματικῶν παθῶν, τοῦ θανάτου καὶ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, καθὼς καὶ τῶν δικῶν τους πνευματικῶν παθῶν, τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀνάστασής τους; Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ βέβαια οἱ ἀπόστολοι δὲν ἦταν ἀρκετὰ ὥριμοι καὶ πνευματικὰ σταθεροί.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος συνέχισε νὰ τοὺς καθοδηγεῖ σὰν παιδιὰ καὶ νὰ τοὺς ἐνθαρρύνει τὴ στιγμὴ τοῦ χωρισμοῦ μὲ τὰ λόγια: «Οὐκ ἀφήσω ὑμᾶς ὀρφανοὺς»(Ἰωάν. ιδ’ 18). Γι’ αὐτὸ κι ἔμεινε μαζί τους σαράντα μέρες μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του «οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι᾿ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. α’ 3). Καὶ τελικά τούς ὑποσχέθηκε νὰ τοὺς στείλει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, δύναμιν ἐξ ὕψους.
«᾿Εξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν». (Λουκ. κδ’ 50-51). Τί μεγαλειώδης, τί συγκινητικὴ ἀναχώρηση ἀπὸ τὴ γῆ! Ἐκεῖ στὴν ἄκρη τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν, μὲ θέα τὸ λόφο ὅπου ὁ νεκρὸς Λάζαρος ἀναστήθηκε καὶ ξαναγύρισε στὴν πρόσκαιρη αὐτὴ ζωή, ὁ ἀναστημένος Κύριος ἀναλήφθηκε στὰ ἄπειρα ὕψη τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανό, ὄχι στ’ ἄστρα, μὰ πάνω ἀπ’ αὐτά. Δὲν πῆγε κοντὰ στοὺς ἀγγέλους, ἀλλά πάνω ἀπ’ αὐτούς, πάνω ἀπὸ τὶς οὐράνιες δυνάμεις, πάνω ἀπό τούς χοροὺς τῶν ἀθανάτων κι οὐράνιων ὑπάρξεων, πάνω ἀπ’ ὅλα τὰ παραδείσια ἐνδιαιτήματα τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων.
Ἀναλήφθηκε ψηλά, ἐκεῖ πού δὲν τὸν φτάνουν τὰ μάτια τῶν Χερουβίμ, στὸ θρόνο τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, στὸ μυστικὸ θυσιαστήριο τῆς Ἁγίας καὶ Ζωοποιοῦ Τριάδος. Τὰ μέτρα πού ἒχουν αὐτὰ τὰ ὕψη δὲν ὑπάρχουν στὸ δημιουργημένο κόσμο. Τὸ μόνο συγκρίσιμο μέγεθος ἴσως εἶναι τὸ βάθος ὅπου ἒριξε ἡ ὑπερηφάνεια τὸν Ἑωσφόρο, ὁ ὁποῖος ἀποστάτησε ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸ βάθος ὅπου ὁ Ἑωσφόρος θέλει νὰ ρίξει ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς μᾶς ἔσωσε ἀπὸ τὸν ἀτέλειωτο αὐτὸ ὄλεθρο. Κι ἀντὶ γιὰ τὰ βάθη τῆς ἀβύσσου, μᾶς ἀνάστησε στὰ θεία ὕψη τοῦ οὐρανοῦ. Γιὰ δυὸ λόγους μᾶς ἀνάστησε: Πρῶτο ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ἀναστήθηκε ὡςἄνθρωπος κατὰ σάρκα, ὅπως εἴμαστε κι ἐμεῖς· καὶ δεύτερο ἐπειδὴ δὲν ἀναστήθηκε γιὰ δική Του χάρη ἀλλά γιά μᾶς, γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξει τὸ δρόμο τῆς εἰρήνευσης μὲ τὸν Θεό. Ἀναλήφθηκε μὲ τὸ ἀναστημένο σῶμα Του, ἐκεῖνο πού οἱ ἄνθρωποι εἶχαν σκοτώσει κι εἶχαν θάψει στὴ γῆ. Τοὺς εὐλόγησε μὲ τὰ χέρια Του, πού ἔφεραν τὰ σημάδια ἀπὸ τὰ καρφιά.
Εὐλογημένε, πολυεύσπλαχνε Κύριε, πόσο μεγάλο εἶναι τὸ ἒλεός Σου! Ἡ ἱστορία τῆς ἔλευσής Σου στὸν κόσμο ξεκίνησε μὲ εὐλογία καὶ τελειώνει μὲ εὐλογία. Ὅταν ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ ἀνάγγειλε τὴν ἐλευσή Σου στὸν κόσμο, χαιρέτησε τὴν Παναγία Μητέρα Σου μὲ τὰ λόγια: «Χαῖρε, κεχαριτωμένη… εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί!» (Λουκ. α’ 28). Τώρα πού ἀποχαιρετᾶς ἐκείνους πού πίστεψαν σὲ Σένα, ἄνοιξες διάπλατα τὰ χέρια Σου καὶ τοὺς ἔδωσες τὴν εὐλογία Σου. Ὦ, ὑπερευλογημένε! Ὦ, Πηγὴ κάθε εὐλογίας! Εὐλόγησε καί μᾶς, ὅπως εὐλόγησες τοὺς ἀποστόλους Σου!
«Καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, οἳ καὶ εἶπον· ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν» (Πράξ. α’ 10-11). Οἱ δυὸ ἄνθρωποι πού ἦταν ντυμένοι ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, εἶναι δυὸ ἀπὸ τὶς ἀόρατες χορεῖες ἀγγέλων πού συνόδευσαν τὸν Κύριό τους ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, ὅπως τὸν εἶχαν συνοδεύσει νωρίτερα ἀπό τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ, ὅταν ἔγινε ἡ σύλληψή Του στὴ Ναζαρὲτ κι ἡ Γέννησή Του στὴ Βηθλεέμ. Στὴν Ἀνάληψη δυὸ ἀπ’αὐτοὺς μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἔγιναν ὁρατοὶ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ δώσουν ἕνα μήνυμα στοὺς μαθητές.
Τὸ μήνυμα αὐτὸ ἦταν ζωτικῆς σημασίας γι’ αὐτούς, ἀπαραίτητο, γιὰ νὰ μὴ νιώσουν μόνοι τους κι ἐγκαταλελειμμένοι μετὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ Σωτήρα μας·«οὗτος ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται». Αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμα πού ἒστειλε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητὲς μέσω τῶν δύο ἀγγέλων Του.
Βλέπεις τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους; Ἀκόμα καὶ τὴν ὥρα τῆς Ἀνάληψής Του στοὺς οὐρανούς, στὸ θρόνο τῆς δόξας τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, δὲν ἀσχολήθηκε μὲ τὸν ἑαυτό Του ἡ μὲ τὴ δόξα Του, μετὰ τὶς ταπεινώσεις πού δέχτηκε, οὔτε ν’ ἀναπαυτεῖ μετὰ τὸ βαρὺ ἔργο πού ἒκανε ὅσο ζοῦσε στὴν ἐπίγεια ζωή, ἀλλά μὲ τοὺς μαθητές Του, πού ἔμειναν πίσω στὴ γῆ. Ἂν καὶ τοὺς εἶχε συμβουλεύσει πολὺ ὁ ἴδιος καὶ τοὺς εἶχε ἐνθαρρύνει, τοὺς στέλνει καὶ τοὺς ἀγγέλους Του γιὰ νὰ τοὺς παρηγορήσει περισσότερο καὶ νὰ τοὺς χαροποιήσει. Μ’ ὅλο πού εἶχε ὑποσχεθεῖ πώς θὰ τοὺς στείλει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸν Παράκλητο, ἂν καὶ τοὺς εἶχε πεῖ πώς «οὐκ ἀφήσω ὑμᾶς ὀρφανοὺς· ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς» (Ἰωάν. ιδ’ 18), ὁ ἴδιος κάνει τώρα στὴν πράξη κάτι περισσότερο ἀπ’ ὅσα εἶχε ὑποσχεθεῖ: τοὺς φανερώνει ἀγγέλους ἀπὸ τὸν οὐρανό, τοὺς ὑπηρέτες κι ἀγγελιοφόρους Του, πρῶτον γιά νὰ τοὺς πείσει γιὰ τὴν ἐξουσία Του καὶ δεύτερον γιὰ ν’ ἀνανεώσει μὲ τὰ χείλη τῶν ἀγγέλων τὴν ὑπόσχεσή Του πώς θὰ ἔρθει πάλι κοντά τους.
«Καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης», (Λουκ. κδ’ 52). Προσκύνησαν τὸν Κύριο μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα τους, σὲ ἔνδειξη σεβασμοῦ καὶ ὑπακοῆς. Ἡ προσκύνησή τους σημαίνει: Γενηθήτω τὸ θέλημά Σου, παντοδύναμε Κύριε! Κι ἔπειτα γύρισαν ἀπὸ τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν στὴν Ἱερουσαλήμ, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ πού εἶχαν λάβει. Γύρισαν μετὰ χαρᾶς μεγάλης, ὄχι μὲ λύπη. Θὰ ἦταν λυπημένοι ἂν ὁ Κύριός τους εἶχε ἀποχωριστεῖ μὲ κάποιον ἄλλο τρόπο. Ὁ ἀποχωρισμὸς αὐτὸς ὅμως γι’ αὐτοὺς ἦταν μιὰ καινούργια καὶ μεγαλειώδης ἀποκάλυψη. Δὲν εἶχε ἐξαφανιστεῖ ἀπὸ μπροστά τους μὲ κάποιο τρόπο γιὰ νὰ πάει ἀπλά κάπου. Ἀνέβηκε στὸν οὐρανὸ μὲ δόξα καὶ δύναμη.
Ἔτσι ἐκπληρώθηκαν κι ἐδῶ τὰ προφητικὰ λόγια Του, ὅπως εἶχαν ἐκπληρωθεῖ στὸ πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Κι ὁ νοῦς τῶν ἀποστόλων ἄνοιξε γιὰ νὰ κατανοήσουν αὐτὰ πού τοὺς εἶχε πεῖ: «Οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανόν εἰμὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὧν ἐν τῷ οὐρανῷ» (Ἰωάν. γ’ 13). Κι ἄλλοτε τοὺς εἶχε πεῖ κάτι μὲ τὴ μορφὴ ἐρώτησης, τότε πού εἶχαν σκανδαλιστεῖ μὲ τὰ λόγια Του γιὰ τὸν ἄρτο πού κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανό: «Ἐὰν οὖν θεωρῆτε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἀναβαίνοντα ὅπου ἦν τὸ πρότερον;» (Ἰωάν. στ’ 62). Κι ἀλλοῦ πάλι: «Ἐξῆλθον παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον· πάλιν ἀφίημι τὸν κόσμον καὶ πορεύομαι πρὸς τὸν πατέρα» (Ἰωάν. ιστ’ 28).
Τὸ σκοτάδι τῆς ἄγνοιας σκορπάει φόβο καὶ σύγχυση στὴν ψυχή. Τὸ φῶς τῆς γνώσης τῆς ἀλήθειας παρέχει χαρά, δημιουργεῖ δύναμη καὶ πίστη. Οἱ μαθητὲς βρίσκονταν σὲ σύγχυση καὶ φόβο ὅταν ὁ Κύριος τούς μιλοῦσε γιὰ τὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Ὅταν ὅμως τὸν εἶδαν ζωντανό, ἀναστημένο, εἶχαν χαρὰ μεγάλη. Οἱ μαθητὲς θὰ πρέπει νὰ ξαναβρέθηκαν σὲ σύγχυση καὶ φόβο, ὅταν ὁ Κύριος τούς μίλησε γιὰ τὴν Ἀνάληψή Του στοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸν ἀποχωρισμό τους. Ὅταν αὐτὸ ὅμως ἔγινε μπροστὰ στὰ μάτια τους, ὅπως τὸ εἶχε προφητέψει, τότε γύρισαν μετὰ χαρᾶς μεγάλης. Ὁ φόβος τους ἐξαφανίστηκε, ἡ ἀμφιβολία τους διαλύθηκε, ἡ σύγχυση τοὺς ἐγκατέλειψε. Καὶ τὴ θέση ὅλων αὐτῶν πῆρε ἡ βεβαιότητα, μιὰ θαυμάσια καὶ ὁλοφώτεινη βεβαιότητα. Κι ἀπὸ τὴ βεβαιότητα αὐτὴ προέκυψε δύναμη καὶ χαρά. Βεβαιώθηκαν πώς ὁ Κύριος καὶ Διδάσκαλός τους εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀφοῦ τώρα ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανό. πώς τὸν ἔστειλε ὁ Πατέρας, ἀφοῦ τώρα γύρισε στὸν Πατέρα.
Πώς ἦταν καὶ εἶναι στὴ γῆ, ἀφοῦ ἄγγελοι τὸν συνοδεύουν καὶ κάνουν τὸ θέλημά Του. Μὲ τὴ βεβαιότητα αὐτὴ εἶχε συνδεθεῖ τώρα κι ἡ βέβαιη πίστη τους πώς θὰ ξανὰ ‘ρθει, τώρα ὅμως μὲ δόξα καὶ δύναμη, ὅπως τοὺς εἶχε πεῖ πολλὲς φορές. Κι οἱ ἄγγελοι τώρα ἐπανέλαβαν τὴν ὑπόσχεσή Του. Γι’ αὐτοὺς λοιπὸν δὲν ἔμενε τίποτ’ ἄλλο, παρὰ νὰ τηρήσουν τὶς ἐντολές Του μὲ ζῆλο καὶ θέρμη. Τοὺς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μείνουν στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ νὰ περιμένουν δύναμιν ἐξ ὕψους. Κι ἐκεῖνοι γύρισαν στὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ μεγάλη καὶ δικαιολογημένη χαρά, ἀλλά καὶ μὲ μεγάλη πίστη πώς ἡ δύναμις ἐξ ὕψους θὰ τοὺς ἐπισκεφτεῖ.
«Καὶ ἦσαν διὰ παντὸς ἐν τῷ Ἱερῷ αἰνοῦντες χαὶ εὐλογοῦντες τὸν Θεὸν» (Λουκ. κδ’ 53). Σ’ ἄλλο σημεῖο ἀναφέρεται πώς συνέχισαν ὅλοι ὁμοθυμαδὸν νὰ προσκαρτεροῦν στὴν προσευχὴ (Πράξ. α’ 14). Μετὰ ἀπ’ ὅλα ὅσα εἶχαν δεῖ κι εἶχαν διδαχτεῖ, δὲν μποροῦσαν νὰ κρατήσουν τὸ νοῦ τους μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο, πού ἀναλήφθηκε μπροστὰ στὰ μάτια τους, μὰ πού ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ τὸ λόγο εἶχε μπεῖ μέσα στὶς ψυχές τους. Εἶχε ἐνοικήσει στὴν καρδιά τους μὲ δύναμη καὶ δόξα, κι ἐκεῖνοι αἰνοῦσαν διαρκῶς καὶ δοξολογοῦσαν τὸν Κύριο.
Ὁ Κύριος γύρισε κοντὰ τους πολὺ πιὸ γρήγορα ἀπ’ ὅ,τι περίμεναν. Δὲν εἶχε ἔρθει ὁρατός, γιὰ νὰ τὸν δοῦν τὰ σωματικὰ μάτια, μὰ εἶχε κατοικήσει μέσα τους, εἶχε μπεῖ στὴν ψυχή τους. Μὰ δὲν εἶχε ἔρθει μόνος Του στὴν ψυχή τους, ἀλλά μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα, ἀφοῦ ὁ Κύριος εἶχε πεῖ γιὰ ὅλους ὅσοι τὸν ἀγαποῦν: «(Ἐγώ) καὶ ὁ πατήρ μου… πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα και μονήν παρ’ αὐτῷ ποιήσωμεν» (Ἰωάν. ιδ’ 23). Ἐκεῖνο πού ἔμενε, ἦταν νὰ ἔρθει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ νὰ κατοικήσει μέσα τους, γιὰ νὰ τοὺς κάνει τέλειους ἄντρες, στοὺς ὁποίους ἀνακαινίζεται ἡ εἰκόνα καὶ ἡ ὁμοίωση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ἔπρεπε νὰ περιμένουν στὴν Ἱερουσαλήμ. Νὰ περιμένουν ὡσότου πραγματοποιηθεῖ.
Δέκα μέρες ἀργότερα κατέβηκε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ δύναμις ἐξ ὕψους, στὴν πρώτη αὐτὴ χριστιανικὴ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ μὴν ἐγκαταλείψει ποτὲ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μέχρι σήμερα καὶ μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου.
Αἰνοῦμε κι εὐλογοῦμε τὸν Κύριο, γιατί μὲ τὴν Ἀνάληψή Του φώτισε τὸ νοῦ μας γιὰ νὰ δοῦμε τὸ δρόμο καὶ τὸν προορισμὸ τῆς ζωῆς μας. Αἰνοῦμε κι εὐλογοῦμε τὸν Πατέρα, πού μὲ τὴν ἀγάπη Του ἀνταποκρίνεται στὴν ἀγάπη μας πρὸς τὸν Υἱό καὶ ἐνοικεῖ, μαζὶ μὲ τὸν Υἱό, σὲ ὅλους ἐκείνους πού ὁμολογοῦν καὶ τηροῦν τὶς ἐντολές Του. Ἔχουμε διαρκῶς τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ στὸ νοῦ μας, τοὺς αἰνοῦμε καὶ τοὺς εὐλογοῦμε ὅπως ἔκαναν οἱ ἀπόστολοι στὴν Ἱερουσαλὴμ κι ἀναμένουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸν Παράκλητο, νὰ ἔρθει καὶ σέ μᾶς. Περιμένουμε Ἐκεῖνον πού μᾶς ἐπισκιάζει ὅλους στὸ βάπτισμα, ἀλλά ἀποσύρεται ὅταν ἁμαρτάνουμε.
Εἴθε ν’ ἀνακαινιστεῖ μέσα μας ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ οὐράνιος. Εἴθε κι ἐμεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους νὰ αἰνοῦμε καὶ νὰ εὐλογοῦμε τὸν ἀναληφθέντα στοὺς οὐρανοὺς Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, στὸν Ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα καὶ ὕμνος, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀπό τό βιβλίο:Ἀναστάσεως Ἡμέρα,
ἐκδ.Πέτρου Μπότση