Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΟΥΣ ΔΩΔΕΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ

ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ

Ο Χριστός των Αγίων(ΑΓ.ΠΑΝΤΩΝ)

 Ὁ Χριστός ζητᾶ ἀπό τούς ἀνθρώπους νά τόν ἀκολουθήσουν (Ματθ. 10, 32-39 καί 19, 27-30). Αὐτή ἡ συμπόρευση μαζί του προϋποθέτει ἕνα ΟΧΙ καί δύο ΝΑΙ. 

 Τό ΟΧΙ εἶναι ἡ ἀποταγή, ἡ ἄρνηση τοῦ ἀνθρώπου νά ἀκολουθήσει ἄλλες ἀγάπες, νά τίς βάλει πιό πάνω ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά ξεπεράσει τή συγγένεια, τά ἀγαθά, τά προσωπικά χαρίσματα, ἀκόμη καί τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό καί νά ἀκολουθήσει τόν δρόμο τοῦ ΝΑΙ στόν Χριστό. Τό ΝΑΙ στόν Χριστό συνοδεύεται ἀπό τό ΝΑΙ στήν ἀγάπη, στόν συνάνθρωπο, στήν Ἐκκλησία. Καί ὁ τρόπος περνᾶ ἀπό τήν πίστη.


Ποιά ἀξία ἔχει αὐτή ἡ πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀποτυπώνεται στούς αἰῶνες μέσα ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί ὅπως βιώνεται στά πρόσωπα τῶν Ἁγίων της πίστης μας; Ποιά ἀξία ἔχει, ἄραγε, αὐτή ἡ πρόσκληση στήν ἐποχή τῆς ἀγανάκτησης, τῆς ἄρνησης τῶν πάντων;


Δέν μᾶς συνοδεύουν τά ἀγαθά

Ἡ ἀπάντηση ξεκινᾶ ἀπό τή διαπίστωση πού κανει ἡ πίστη μας ὅτι, ἐάν δέν χάσουμε μέ τή θέλησή μας ὅλα ὅσα πιστέψαμε ὅτι εἶναι δικά μας ἤ ὀνειρευόμαστε νά τά ἀποκτήσουμε, τότε εἶναι πολύ δύσκολο ἕως ἀδύνατον ἡ ζωή μας νά ἔχει νόημα. Κανένα ἀγαθό δέν μπορεῖ νά συνοδεύσει τόν ἄνθρωπο στό ἐπέκεινα, στήν αἰωνιότητα. Γι’ αὐτό καί ὁ ἄνθρωπος προτιμᾶ νά διαγράφει τήν αἰωνιότητα γιά νά μπορεῖ νά χαρεῖ τά ἀγαθά τοῦ παρόντος κόσμου, μέ τήν ἰδέα ὅτι ἡ ζωή τελειώνει στόν τάφο. Καί ἀγανακτεῖ ἐναντίον ἐκείνων πού ἔχουν περισσότερα ἤ πού τοῦ στεροῦν αὐτά πού θεωρεῖ ὅτι δικαιοῦται, δηλαδή τήν ἄνεση τῆς κατανάλωσης, τῆς μετοχῆς σέ ἕναν πολιτισμό πού μᾶς ξεγελᾶ μέ τήν ἰδέα ὅτι μποροῦμε νά ζήσουμε ὅλοι τό ἴδιο.


Ὁ «ἀκίνδυνος» καί ὁ «ἐπικίνδυνος Χριστός»

Ποιός ἀπό ἐμᾶς ὅμως εἶναι ἕτοιμος νά παραιτηθεῖ ἀπό ὅσα ἔχει ἤ ἀπό ὅσα θά ἤθελε νά ἔχει; Ἐδῶ ὁ δρόμος καί ὁ τρόπος τῆς ἁγιότητας εἶναι ἡ ἀπάντηση. Καί ἅγιος γίνεται αὐτός πού διαλέγει τόν Χριστό ὡς τό μέγιστο ἀγαθό. Ὄχι τόν ἀκίνδυνο Χριστό τοῦ συμφέροντος, τῆς συνήθειας, τῆς ἐπανάπαυσης πώς μᾶς συγχωρεῖ ὅ,τι κι ἄν κάνουμε καί δέν χρειάζεται νά προσπαθήσουμε νά ζήσουμε κατά τό θέλημά του. Τόν ἀκίνδυνο Χριστό τῶν εὔκολων λόγων καί τῆς μετάθεσης τῶν πράξεων στό μέλλον. Ἅγιος γίνεται αὐτός πού διαλέγει τόν ἐπικίνδυνο Χριστό τῆς ἀγάπης γιά ὅλους, ἀκόμη καί γιά τούς ἐχθρούς, τόν Χριστό τῆς συγχώρεσης, τῆς ἀλλαγῆς, τῆς ἐλπίδας, τῆς ὑπομονῆς, τῆς ἀλήθειας. Τόν Χριστό τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ οὐρανοῦ, τῆς μόνιμης καί ἀληθινῆς πατρίδας μας.


Ἡ ὁμολογία

Ὁμολογία ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων ζητᾶ ὁ Χριστός. Καί ὑπόσχεται παλλιγενεσία. Ὁμολογία ὅτι ἡ σχέση μαζί του ἀποτελεῖ τήν προτεραιότητα τῆς ζωῆς. Ἡ σχέση μαζί του γίνεται εὐαισθησία ἀπέναντι στόν ἄλλο πού πεινᾶ ὄχι μόνο γιά ὑλικά ἀγαθά ἤ γιά ἐπιβίωση, ἀλλά καί γιά ζωή, γιά ἀγάπη, γιά μοίρασμα, γιά σεβασμό, γιά ἀξιοπρέπεια. Πεινᾶ νά δεῖ ἀνθρώπους πού δέν τόν προσπερνοῦν ἀδιάφοροι ἤ ἰδιοτελεῖς, ἀλλά νιώθουν ὅτι δέν μποροῦν χωρίς ἐκεῖνον. Ὁμολογία ὅτι ἡ σχέση μέ τόν Χριστό γίνεται δημιουργία, προσευχή, τέχνη, ἐλπίδα, χαρά καί λύπη μαζί μέ τόν ἄλλο καί γιά τόν ἄλλο. Ὄχι στά ἄδεια χέρια, ὄχι στίς ἄδειες καρδιές.


Μία Κυριακή μετά τήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὑπενθυμίζει αὐτόν τόν δρόμο τῶν Ἁγίων. Ὅσων ἄφησαν κατά μέρος κάθε ἄλλη ἀγάπη καί διάλεξαν τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Καί κέρδισαν καί τόν παρόντα χρόνο, ἀλλά καί τήν αἰωνιότητα. Ἀκόμη κι ἄν ἔφυγαν ἀπό αὐτή τή ζωή μέσα ἀπό τόν πόνο τοῦ μαρτυρίου ἤ ἀπό τή στέρηση τῶν ἀγαθῶν ἤ ἀπό τόν περιορισμό τῶν ἐπιθυμιῶν, κέρδισαν καί τόν Θεό καί τήν αἰωνιότητα, ἀλλά καί ἔμειναν ζωντανοί στήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων. Εἶπαν τό μεγάλο ΟΧΙ καί ἔλαβαν τό ΝΑΙ τοῦ Θεοῦ.


Οἱ ἅγιοι κι ἐμεῖς

Ἴσως ἐδῶ βρίσκεται ἡ μακροπρόθεσμη λύση γιά τήν πορεία τῆς κοινωνίας μας. Στήν ἀπόφαση νά ποῦμε ΟΧΙ πλέον στό ψέμα τῆς νοοτροπίας πού μᾶς ἔκανε νά πουλήσουμε τίς ψυχές μας καί ΝΑΙ στήν ἀγάπη, στό μοίρασμα τῶν χαρισμάτων μας, στήν ἐργασία γιά νά ἀλλάξουμε τούς ἑαυτούς μας ἐντός μας καί στήν ἀναδιοργάνωση τῆς κοινωνίας μας. Νά μήν παραμείνουμε δίπλα στούς χοίρους, ἀλλά, ὅπως ὁ ἄσωτος υἱός, νά ἐπιστρέψουμε στό σπίτι τοῦ Πατέρα μας, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία.


 Ὁ ἐπικίνδυνος Χριστός τῶν ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων τούς κάλεσε νά ἀφήσουν τά πάντα καί αὐτοί τόν ἀκολούθησαν. Αὐτόν τόν Χριστό χρειάζεται νά πάψουμε νά τόν κρύβουμε ἀπό τήν καρδιά καί τή σκέψη μας. Δέν εἶναι ἐπανάπαυση ἡ παρουσία του στή ζωή μας, ἀλλά ἀφύπνιση. Ξεκίνημα προσευχῆς, συμφιλίωση μέ τήν ἰδέα ὅτι τίποτα δέν μᾶς ἀνήκει καί ἑτοιμότητα νά βγοῦμε ἀπό τήν ὁδό τῆς ἐπανάπαυσης. Ἄς κάνουμε λοιπόν ὁ καθένας τό μεγάλο βῆμα, ξεκινώντας σήμερα, στήν καθημερινότητά μας, ὅπου ταχθήκαμε καί κληθήκαμε νά εἴμαστε καί νά ὑπηρετοῦμε. Καί ὁ Χριστός δέν θά μᾶς ἀφήσει!


Γραπτό κήρυγμα της ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Κερκύρας-30 ΙΟΥΝΙΟΥ 2024

Πώς ομολογώ τον Χριστό;

 π. Αθανάσιος Μυτιληναίος


[Ματθ. 10, 32-33, 37-38 και Ματθ.19, 27-30]


Απομαγνητοφωνημένη ομιλία που εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 26-6-1994


Ο Χριστός, αγαπητοί μου, είπε εις τους μαθητάς Του και δι’ αυτών προς όλους τους πιστούς όλων των αιώνων και εποχών, έναν βαρυσήμαντο λόγο. Τους είπε: «Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»· που σημαίνει ότι ο Χριστός ζητά την ομολογία μας υπέρ του προσώπου Του ενώπιον των ανθρώπων.


Πώς όμως αυτή η ομολογία του Χριστού μπορεί να εκφραστεί; Με τρεις τρόπους. Ο πρώτος τρόπος, με την ορθόδοξη πίστη. Ο δεύτερος τρόπος, με την ορθόδοξη ευαγγελική ζωή, με το ευαγγελικό ήθος. Και ο τρίτος τρόπος, ως ιεραποστολή. Με αυτούς τους τρόπους μπορούμε να ομολογήσουμε τον Χριστό. Όχι με ένα μόνο, ερήμην των άλλων δύο. Αλλά και με τους τρεις τρόπους.


Ας προσπαθήσουμε μία προσέγγιση εις αυτούς τους τρόπους ομολογίας του θεανθρωπίνου προσώπου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αλλά πριν κάτι πούμε, θα πρέπει να σημειώσουμε τα κίνητρα εκείνα τα οποία μας ωθούν εις την ομολογίαν της Ορθοδοξίας. Είναι πρώτιστα η αγάπη του Χριστού. Αν δεν αγαπάς τον Χριστό, είναι αδύνατον, αδύνατον να τον ομολογήσεις. Η αγάπη υπερνικά ακόμη και αυτόν τον θάνατον· εξ ου και το μαρτύριον. Η αγάπη θα δώσει το θάρρος, αλλά και το άοκνον, το ατεμπέλιαστο, το άοκνον της ομολογίας του Χριστού ισοβίως.


Και όταν λέμε ότι ομολογούμε τον Χριστόν, δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά ότι ομολογούμε την Ορθοδοξία. Ή αν ομολογούμε την Ορθοδοξία, ομολογούμε τον Χριστό. Γιατί, απλούστατα, Χριστός και Ορθοδοξία ταυτίζονται. Τι είναι η Ορθοδοξία; Ο ορθόδοξος τρόπος αναφοράς εις το θεανθρώπινον πρόσωπον του Ιησού Χριστού. Η ορθόδοξος ερμηνεία του θεανθρωπίνου προσώπου του Ιησού Χριστού. Αυτό είναι Ορθοδοξία. Σημαίνει λοιπόν ομολογία της ανθρωπίνης και της θείας φύσεως του Ιησού Χριστού· με ό,τι μας αποκαλύπτεται στο θεανθρώπινο πρόσωπό Του μέσα στον λόγο του Θεού, μέσα στην Αγία Γραφή. Και η ομολογία προϋποθέτει κάποια γνώση, βεβαίως, του θεανθρωπίνου προσώπου του Χριστού. Αν δεν έχουμε αυτήν την γνώση, τι θα ομολογήσουμε; Τι θα δείξουμε;


Όταν ερωτήθηκε εκείνος ο τυφλός, που τον θεράπευσε ο Κύριος, αν πιστεύει εις τον Χριστόν, που ο Κύριος του το είπε αυτό, εκείνος είπε: «Ποιος είναι;». «Εγώ είμαι», λέει ο Κύριος, «Αυτός που σου άνοιξα τα μάτια». Κι εκείνος είπε: «Πιστεύω Κύριε. Πιστεύω.» και προσεκύνησε αυτόν. Τον προσεκύνησε τον Κύριο. Την ίδια στιγμή γίνεται ομολογητής του Χριστού. Και μάλιστα ομολογητής εις τους Φαρισαίους· οι οποίοι, δεν ήθελαν, αμφέβαλλαν για το θαύμα, αμφέβαλλαν δια την ποιότητα του Ιησού Χριστού. Και μάλιστα, επειδή ακριβώς επέμενε ο τυφλός και τους έλεγε «Μα σας είπα και σας το ξαναείπα, ότι Αυτός μου άνοιξε τα μάτια», εθεωρήθηκε και θεωρείται ο πρώτος ομολογητής του Χριστού. Και επειδή τον έβγαλαν έξω με λοιδορία, «Φύγε από δω» -του είπαν- «εσύ όλος ἐν ἁμαρτίαις υπάρχεις κι εσύ διδάσκεις εμάς;». Γι΄αυτό θεωρείται και ο πρώτος μάρτυς του Χριστού. Ομολογητής και μάρτυς Χριστού. Ο πρώτος.


Ακόμη, θα ήθελα να πούμε ότι η ομολογία του Χριστού είναι ένα χάρισμα. Δεν μπορείς να ομολογήσεις τον Χριστό, αν δεν έχεις αυτό το χάρισμα, το οποίο θα σου δώσει το Πνεύμα το Άγιον· το οποίον θα σου το δώσει, γιατί αυτό σου δείχνει ποιο είναι το θεανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού, για να Τον ομολογήσεις. Εάν λοιπόν δεν έχεις το Πνεύμα του Θεού, δεν μπορείς επ’ ουδενί να είσαι ομολογητής του Χριστού.


Ο Χριστός είπε: «Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ» κλπ. Εκείνος ο οποίος θα ομολογήσει- προσέξτε- ἐν ἐμοὶ». Δεν είπε «ἐμέ». Παρακάτω το λέει «ἐμέ». Που αναφέρεται σε εκείνους που αρνούνται τον Χριστόν. Εκείνος που θα με αρνηθεί» Εδώ λέγει «Εκείνος που θα ομολογήσει «ἐν ἐμοὶ». Αυτό το «ἐν ἐμοὶ» σημαίνει, βοηθούμενος από μένα για να με ομολογήσει. Κι όπως λέγει σχολιάζοντας ο Ιερός Χρυσόστομος: «Δεικνύς ότι (δείχνοντας ότι) οὐκ οἰκείᾳ δυνάμει, ἀλλά τῇ ἄνωθεν βοηθούμενος χάριτι ὁμολογεῖ ὁ ὁμολογῶν». Δεν ομολογεί από δικές του δυνάμεις, αλλά από την άνωθεν χάρη, από το Πνεύμα το Άγιον. Περί δε τοῦ ἀρνουμένου οὐκ εἶπεν ἐν ἐμοὶ (Για εκείνον ο οποίος αρνείται δεν είπε «ἐν ἐμοὶ») ἀλλά ἐμέ. Ἒρημος γάρ γενόμενος τῆς τοῦ Θεοῦ δωρεᾶς, οὓτως ἀρνεῖται». Έρημος από την δωρεά του Θεού, έρημος από το Πνεύμα το Άγιον, φθάνει να με αρνηθεί. Μη μου πείτε, τότε εκείνος που αρνείται, τι φταίει αν στερείται του Αγίου Πνεύματος; Ω! Το κλειδί όλων αυτών των πραγμάτων και πλήθος άλλων, είναι η προαίρεσις. Αν η προαίρεσις, αγαπητοί μου, είναι στραβή, αυτό το βλέπει ο Θεός. Και δεν σου δίνει τη Χάρη. Δεν σου στέλνει το Πνεύμα το Άγιον. Δεν φταίει ο Θεός, για να μη σου δώσει τη χάρη Του, το Πνεύμα το Άγιον. Αλλά η δική σου η κακή προαίρεσις· η οποία αποκλίνει από τον κακό τρόπο της ζωής σου. Συνήθως, όχι απολύτως, αλλά συνήθως. Γιατί, πόρνες κάποτε ομολογούν τον Θεόν. Αλλά συνήθως, η προαίρεσις είναι το κλειδί όλης μας της ανθρωπίνης συμπεριφοράς. Όλο το κακό εκπηγάζει όχι από τον διάβολο, από μας. Και από τον διάβολο, αλλά, γιατί τάχα, δεν υπάρχει ο διάβολος και για τους ευσεβείς; Από την προαίρεσή μας, την κακή προαίρεσή μας, από εκεί πηγάζει.


Αλλά ύστερα από αυτά τα λίγα που είπαμε σχετικά με το ποιες είναι οι προϋποθέσεις να φθάσουμε να ομολογήσουμε τον Χριστό, ας δούμε τώρα αυτές τις τρεις μορφές που προηγουμένως σας ανήγγειλα.


Η πρώτη μορφή ομολογίας της ορθοδόξου πίστεως είναι η ομολογία του Χριστού ορθοδόξως. Δηλαδή η αντιμετώπισις των αιρέσεων. Τι είναι η αίρεσις; Η απόκλισις από την ορθήν πίστιν, η στραβή ερμηνεία του θεανθρωπίνου προσώπου του Χριστού. Όπως επί παραδείγματι, μπορούσε να λέγει ο Αρειανισμός ότι δεν είναι Θεός, αλλά μόνον άνθρωπος. Ή να λέει κάποια άλλη αίρεσις: «Δεν είναι άνθρωπος, αλλά είναι Θεός μόνον», κ.ο.κ. ·ότι «η Παναγία δεν είναι Θεότοκος· είναι Χριστοτόκος»· κ.λπ. κ.λπ. κλπ. Όσες ποτέ ενεφανίσθησαν αιρέσεις. Δηλαδή στον κοινόν χώρον της πίστεως, εμφανίζονται άνθρωποι, οι οποίοι έχουν διαφορετική ερμηνεία και αντίληψη για την πίστη. Όλες οι αιρέσεις γεννήθηκαν μέσα εις τον χώρον της Εκκλησίας· όχι απέξω, μέσα εις τον χώρον της Εκκλησίας.


Συνεπώς τι είναι εδώ η ομολογία του Χριστού; Είναι η ορθόδοξος ομολογία σε εκείνους που έχουν διαφορετική αντίληψη για τον Χριστόν. Και εκείνοι που αντιμετωπίζουν την αίρεσιν λέγονται ομολογηταί. Και μάλιστα αν τύχουν και μαρτυρίου, όπως είναι ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, όπως είναι ο άγιος Θεόδωρος ο Γραπτός, που του έκοψαν τη γλώσσα, όπως είναι όποιος είναι, και λοιποί τόσοι πολλοί, αυτοί ανεδείχθησαν κατά καιρούς εναντίον των αιρέσεων και των αιρετικών.


Ομολογία ακόμη λέγεται όταν ο πιστός σταθεί μπροστά στην ειδωλολατρία· η  οποία στρέφεται ως διώκτης κατά της Εκκλησίας. Ο Μέγας Βασίλειος έναντι του ειδωλολατρούντος Ιουλιανού του Παραβάτου του αυτοκράτορος, στάθηκε εδραίος. Κι όταν είπε ό,τι είπε, «Ἀκούετω ταῦτα καί βασιλεύς», είπε εις τον Μόδεστον τον Έπαρχον: «Αυτά που σου είπα, να τα ακούσει και ο βασιλιάς!», «ἀκούετω ταῦτα καί βασιλεύς». Ομολογητής! Έναντι της ειδωλολατρίας. Έτσι, ο κάθε πιστός, ομολογεί τον Χριστόν. Είτε έναντι των αιρέσεων είναι, είτε έναντι της ειδωλολατρίας, ομολογεί τον Χριστόν, ως τον μοναδικό σωτήρα Θεάνθρωπον Ιησούν.


Όταν χλευάζεται ακόμη ο Χριστός από Χριστιανούς  -αλίμονο, και από μη Χριστιανούς- σταθεί και υπερασπιστεί το πρόσωπο το ανθρώπινον του Χριστού. Όταν ακόμη, Χριστιανοί μας αρνούνται το Ευαγγέλιο, είτε επιλεκτικώς είτε καθ΄ολοκληρίαν, συνήθως επιλεκτικώς, «δεν συμφωνώ μ’ αυτό που λέει το Ευαγγέλιο», «δεν συμφωνώ με εκείνο που λέει το Ευαγγέλιο», ο ομολογητής θα υπερασπιστεί το Ευαγγέλιο. Παντού. Μέσα στην καθημερινότητα, μέσα στην εργασία, στο σπίτι, στο δημόσιο βίο. Όταν ο Χριστός, υποτιμάται και πρέπει να μιλήσουμε γι’ Αυτόν ή να διορθώσουμε αν δεν υπάρχει κακή προαίρεσις ή να επιτιμήσουμε εάν υπάρχει κακή προαίρεσις, κακοπιστία, θα επιτιμήσομε, θα επιπλήξομε. Όλα αυτά σημαίνουν ομολογώ τον Χριστόν. Δεν ντρέπομαι. Δεν υποστέλλω την αλήθειαν. Δεν συρρικνούμαι.


Δεν είμαι…τέκνον υποστολής, που λέει στην Προς Εβραίους ο Απόστολος Παύλος. Σιωπώ, και η σιωπή μου είναι προδοσία. Η σιωπή μου… γιατί σιωπώ; Κινείται από ανθρωπαρέσκεια. Για να μην πουν για μένα ότι…να, ότι…να. Προτιμώ να αρέσω εις τους ανθρώπους, παρά εις τον Θεόν. Αλήθεια, αδελφέ μου, αν σου ‘βριζαν τον Πατέρα, τη γυναίκα ή τον άνδρα ή το παιδί σου, θα σιωπούσες; Αν έλεγαν το παιδί σου ότι είναι νόθο, θα σιωπούσες; Αν έλεγαν ότι ο Χριστός δεν είναι ο υιός του Θεού, αλλά κτίσμα, ίδια είναι βλασφημία, μόνο εξαιρετικά μεγεθυμένη, επειδή δεν αναφέρεται στο παιδί σου αλλά αναφέρεται εις τον Υιόν του Θεού; Θα σιωπούσες; Και τότε η σιωπή σου δεν είναι προδοσία;


Ακόμη, αγαπητοί, ομολογία Χριστού ασκώ όχι μόνον με τον λόγον, αλλά και με το βίωμα, με το ευαγγελικόν ήθος, με τον ορθόν κατά Θεόν βίον. Δηλαδή, με την ορθοπραξίαν. Όχι με την ορθοδοξίαν μόνον, αλλά και με την ορθοπραξίαν, με την ορθή βιωτήν. Ο Κύριος μας είπε: «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Τι είπε; «Να ιδούν οι άνθρωποι τα καλά σας έργα, τον καλό σας τρόπο, τον σωστό σας ευαγγελικό βίο για να δοξαστεί ο Θεός». Αυτό είναι. Έτσι ομολογούμε τον Χριστόν, ζώντες την ευαγγελικήν αλήθειαν. Αν δεν ζω ευαγγελικά, δεν ομολογώ Χριστόν. Γιατί δείχνω στην πράξη την απιστία μου. Αν υποτεθεί ότι λέγω ότι είμαι ορθόδοξος Χριστιανός και η ζωή μου είναι βρώμικη, τότε είμαι ένας υποκριτής. Αν δεν ζω την εγκράτεια, αν μετέρχομαι τα σαρκικά αμαρτήματα, αυτά που οι άνθρωποι, οι χριστιανοί μας σήμερα κατά κόρον ζουν, τα σαρκικά αμαρτήματα, δεν μπορώ να λέγομαι ότι ομολογώ Χριστόν. Αν δεν είμαι ελεήμων και είμαι φιλάργυρος, δεν μπορώ να πω ότι ομολογώ τον Χριστόν. Η πρώτη εικόνα που θα δώσω εις τους απέξω, όχι βεβαίως προβάλλοντας τον εαυτόν μου, αλλά εν απλότητι ζώντας, η πρώτη εικόνα την οποία θα δώσω εις τους απέξω, θα είναι ο τρόπος με τον οποίο ζω. Λέγεται ότι οι άνθρωποι πιστεύουν περισσότερο στα μάτια τους, παρά στα αυτιά τους. Όχι τι λες, αλλά πώς ζεις. Φυσικά ο Χριστός είπε: «Μεγάλος είναι εκείνος ο οποίος θα διδάξει και θα ζήσει το Ευαγγέλιον». Δηλαδή «θα με ομολογήσει και με τη διδαχή του, αλλά και με τη ζωή του».


Σήμερα, δεν ξέρω, αλήθεια, δεν ξέρω, κατά πόσο χωλαίνει η Ορθοδοξία μας, τουλάχιστον στην πατρίδα μας. Αλλά εκεί που πάσχομε κυριολεκτικά και αρνούμεθα τον Χριστό, είναι αγαπητοί μου, η απουσία της ορθοπραξίας. Αν βρεθούμε σε μία πόλη, δούμε τους ανθρώπους πώς κινούνται, κέντρα νυκτερινής διασκεδάσεως, ποικίλα στοιχεία μεσ’ την πόλη αυτή που υπάρχουν, θα λέγαμε ότι δεν ξέρομε αν θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πόλις αυτή είναι χριστιανική ή ειδωλολατρική. Σε τι θα διέφερε παρακαλώ η πόλις η χριστιανική, η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα, δεν ξέρω ποια, η πόλις, εάν ζει κατά τρόπον, όπως ζει, από του να ήτο χριστιανική πόλις; Το ίδιο είναι. Το ίδιο ζούμε. Γι΄αυτό σας είπα, αμφιβάλλω αν και κατά πόσο στην πατρίδα μας αυτή τη στιγμή, έξω από μεμονωμένες περιπτώσεις, αν ζούμε με ορθοπραξία. Γι’ αυτό διαμαρτύρεται ο Θεός και λέγει: «Δι᾿ ὑμῶν βλασφημεῖται τὸ ὄνομά μου ἐν τοῖς ἔθνεσι». «Εξαιτίας σας βλασφημείται το όνομά μου εις τους εθνικούς». Κι ακόμη θα πει ο Θεός δια του Ησαΐου: «Ὁ λαὸς οὗτος τοῖς χείλεσί με τιμᾷ». Μόνο με τα χείλη του με τιμάει. Γεμίζομε την Εκκλησία τα χείλη του με τιμά. Γεμίζομε την Εκκλησία το Πάσχα…όχι, το Πάσχα φεύγομε, πάμε να φάμε τη μαγειρίτσα μας, την Μεγάλη Παρασκευή, ε, την ώρα που κάνομε την περιφορά του Επιταφίου, σαχλαμαρίζοντες κατά τη διάρκεια της λιτανείας του ιερού κουβουκλίου. Τι φοβερό πράγμα! Αν κάποιος από μακριά έβλεπε, θα έλεγε «Κοίταξε οι Χριστιανοί…». Έστω, έστω, έστω επιφανειακά, έστω εξωτερικά, αυτό προδίδει ότι είμεθα ορθόδοξοι Χριστιανοί, με ορθοδοξία και ορθοπραξία;


Σας είπα προηγουμένως αυτά σε μικρογραφία. Αλλά οι Χριστιανοί έναντι των εθνών που δεν εγνώριζαν Χριστόν, πώς στάθηκαν; Το ίδιο. Θα περιοριστώ σε τούτο να σας πω μόνον. Όταν η λεγομένη Χριστιανική Ευρώπη ξεκίνησε την αποικιοκρατία της στις άλλες χώρες της Ασίας και της Αφρικής, μόνο εικόνα Χριστού δεν έδωσε. Είχε πει ο Γκάντι κάποτε· Είχαν δεχθεί οι Ινδοί των Άγγλων την κατοχήν και είχε πει: «Καλός είναι ο Χριστιανισμός, αλλά πολύ κακοί είναι οι Χριστιανοί». Βλέπετε λοιπόν; Βλέπετε λοιπόν τι εικόνα δίδομε εις τους άλλους για την ορθότητα του Ευαγγελίου, για το Ευαγγέλιον και δια την ορθότητα του βίου του ευαγγελικού; Πάντως είτε με ορθά λόγια, είτε με ευαγγελικόν ήθος, ο άνθρωπος γίνεται ομολογητής Χριστού.


Είναι όμως και η τρίτη μορφή ομολογίας του Χριστού. Είναι η ιεραποστολή. Κίνητρον της ιεραποστολής είναι η αγάπη στον Χριστό και στον άνθρωπο, για να σωθεί. Ο Χριστός να δοξαστεί. Ο άνθρωπος, ο συνάνθρωπος να σωθεί. Εκεί ομολογούμε τον Χριστόν και είναι κατεξοχήν ομολογία αγάπης. Όταν ο Κύριος είπε εις τον Απόστολο Πέτρο μετά την Ανάστασή Του, εκεί παρά την λίμνην της Τιβεριάδος, «Σίμων Ἰωνᾶ, φιλεῖς με πλεῖον τούτων;». Τρεις φορές το είπε: «Σίμων, παιδί του Ιωνά, με αγαπάς περισσότερο από τους άλλους;». Και ενώ ο Πέτρος είπε «Ναί, Κύριε, φιλῶ σε», «Σε αγαπώ», και μάλιστα όταν ο Κύριος το επανέλαβε και δια τρίτην φοράν, ο Πέτρος ελυπήθη. «Αμφιβάλλει ο Κύριος εάν τον αγαπώ;». Και στις τρεις περιπτώσεις ο Κύριος απήντησε κάπως διαφορετικά, αλλά το ίδιο νόημα. «Ποίμαινε τα πρόβατά μου». «Μ’ αγαπάς;». «Ποίμαινε τα πρόβατά μου». Τι σημαίνει αυτό; «Εάν μ’ αγαπάς, οφείλεις να ασκείς ποιμαντική και ιεραποστολή. Δεν μπορείς να με αγαπάς, εάν δεν ασκείς ποιμαντική εις τους άλλους, δεν ασκείς την ιεραποστολή». Ποιμαντική λέγεται -…το ίδιο πράγμα ουσιαστικά είναι- αλλά με μία διάκριση, ότι η ποιμαντική ασκείται εις τους έσω, εις τους πιστούς, ενώ η ιεραποστολή εις τους έξω, εις εκείνους που ακόμη δεν εγνώρισαν τον Χριστόν. Έτσι βλέπομε εδώ ο Κύριος να συνδέει την αγάπη με την ιεραποστολή. Και η ιεραποστολή απαιτεί πολλές θυσίες. Ακόμη και αυτής της ζωής την θυσίαν.


Κι αν όμως κανείς δεν μπορεί, έχει τον πόθο, δεν μπορεί να βγει πιο έξω, να βγει στο μέτωπο, να κηρύξει Χριστόν ως ιεραπόστολος… -αυτή την στιγμή έχομε τρία κλιμάκια εμείς οι ορθόδοξοι Έλληνες… Το ένα είναι στην Αφρική, το άλλο είναι στη Νότια Κορέα και το άλλο είναι στις Ινδίες. Κι όπου αλλού μπορεί μικρά κλιμάκια να υπάρχουν. Αυτή τη στιγμή. Είναι πολύ δύσκολο πράγμα. Δεν είναι εύκολο πράγμα να ζήσεις στις συνθήκες της Αφρικής. Κάτω από φοβερές όντως προϋποθέσεις. Δεν μπορείς. Ποθείς; Κάνε κάτι άλλο. Δώσε τα αναγκαία δια την ιεραποστολήν. Στάσου εις τα μετόπισθεν. Δεν πολεμούν όλοι στα σύνορα ενός κράτους. Είναι και τα μετόπισθεν. Είναι η τροφοδοσία. Είναι ο εφοδιασμός. Είναι όλα εκείνα που θα βοηθήσουν τους πολεμούντας εις την πρώτην γραμμήν. Δεν μπορείς λοιπόν να γίνεις ιεραπόστολος; Βοήθησε όμως τους ιεραποστόλους. Δώσε χρήματα. Δώσε σκεύη, πράγματα. Κάνε προσευχή. Κάνε προσευχή δια τους ιεραποστόλους. Κάνε προσευχή δια τους μέλλοντας να κατηχηθούν ή τους κατηχουμένους, για να φθάσουν εις το άγιον Βάπτισμα.


Αγαπητοί, όλες αυτές οι μορφές είναι ομολογία Χριστού. Κι όπως είπαμε, η ομολογία του Χριστού ξεκινά από την πολλήν αγάπη του Χριστού. Και την αγάπη του πλησίον. Ίσως… πολλά είναι τα σπουδαία και τα καλά και τα αναγκαία έργα, αλλά κορυφαίον όμως είναι η ομολογία του Χριστού. Λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Πάντα δεύτερα τίθεσθε τῆς ὁμολογίας τῆς εἰς Χριστόν». Όλα μπαίνουν δεύτερα, κατοπινά, μπροστά στην ομολογία του Χριστού. Θέλετε απόδειξη; Και ο ληστής επί του σταυρού, δεν είχε περιθώρια καλών έργων. Αλλά ομολόγησε τον Χριστόν και σώθηκε. Και η ομολογία, όπως είπαμε, έχει μέσα της το μαρτυρικό στοιχείο. Δεν μπορείς να ομολογείς Χριστόν και να μη ζεις το μαρτύριον. Είτε σαν αναστεναγμός για το κακό που γίνεται, για τους ανθρώπους που απωθούν και δεν θέλουν να δεχθούν Χριστόν. Είναι το μαρτύριο των καταστεναζόντων, που λέγει ο προφήτης Ιεζεκιήλ, για ό,τι άσχημο έβλεπαν μέσα εις την πόλιν της Ιερουσαλήμ. Είναι, σε ένα κόσμο διεφθαρμένο που ζεις αδερφέ μου και αναστενάζεις που δεν δέχεται τον Χριστό, είναι σαν τον δίκαιο Λωτ. Λέγει ο Απόστολος Πέτρος: «Καταπονούμενον (Κοιτάξτε το ρήμα: «Καταπονούμενον». Κατεπονείτο. Εστενοχωρείτο, υπέφερε) ὑπὸ τῆς τῶν ἀθέσμων ἐν ἀσελγείᾳ ἀναστροφῆς». Όταν ζούσε  μέσα σε εκείνη τη βρωμερή, ανήθικη πόλη των Σοδόμων,  ο Λωτ ήτο καταπονούμενος.


Είτε ακόμη σαν λοιδορία του κόσμου. Όπως εκείνον τον τυφλόν που τον πέταξαν έξω. « Α, αυτός, αυτός ο χαζός, αυτός ο θρησκόληπτος». Τον θρησκευόμενον τον λένε θρησκόληπτον. Κοροϊδεύουν. «Αυτός που είναι περιθωριοποιημένος, στο περιθώριο βρίσκεται». Αυτόν ο οποίος δίδει ακόμα τον εαυτό του, την ψυχαγωγία του, δαπανάται. Αυτός που δίνει ακόμα και το αίμα Του. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, όλα αυτά συνιστούν το μαρτυρικό στοιχείο. Ομολογητής και μάρτυρας πάνε πλάι πλάι. Το ένα δεν μπορεί να σταθεί χωρίς το άλλο. Όλοι οι μάρτυρες είχαν την ομολογία. Αλλιώτικα δεν θα ήσαν μάρτυρες. Και ο Κύριος μας είπε ότι όταν Τον ομολογήσουμε μπροστά στους ανθρώπους, με την όποια στάση τους, τότε κι Εκείνος θα μας ομολογήσει ως δικούς Του εν ημέρα κρίσεως, ενώπιον του Πατρός Του, ενώπιον των αγίων αγγέλων και των αγίων.


Αγαπητοί, είναι θέμα αγάπης η ομολογία. Ας αναπτύξουμε την αγάπη και τότε θα έλθει και η ομολογία.

Για την Κυριακή των Αγίων Πάντων

 Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος


Σήμερα η Αγία μας Εκκλησία εορτάζει την μνήμη πάντων των Αγίων, όσοι από κτίσεως κόσμου γεννήθηκαν και αγίασαν, και μέχρι συντελείας του αιώνος όσοι θα αγιασθούν. Η εορτή αυτή είναι η μεγαλύτερη από όλες τις εορτές (εκτός των Δεσποτικών), διότι δεν εορτάζει ένας Άγιος ούτε δέκα ούτε εκατό ούτε χίλιοι ούτε δύο χιλιάδες ή εκατό χιλιάδες, αλλά εκατομμύρια.


Όλα τα εκατομμύρια των Αγίων σήμερα εορτάζουν, και σ’ αυτή την εορτή είναι μαζί και η εορτή της Βασίλισσας των ουρανών, της Παναγίας Μητέρας του Θεού, όλων των αγγελικών ταγμάτων, όλων των Προφητών, των Αποστόλων, των Μαρτύρων, των Ιερομαρτύρων, των Ομολογητών και πάντων των Οσίων. Και επομένως κάθε πιστός σήμερα τελεί την εορτή του, διότι όλοι οι πιστοί χριστιανοί έχουν ονόματα Αγίων.


Ο Κύριος, ο πάντα προς το συμφέρον του πλάσματός Του οικονομών, οικονόμησε και εξέλεξε από το ανθρώπινο γένος τους Αγίους Του, τους οποίους εθαυμάστωσε δια θαυμάτων και σημείων και τους κατέστησε μαζί με τη Μητέρα Του μεσίτες, προστάτες, φύλακες και σκεπαστές των ανθρώπων, των Χριστιανών.


Είναι μεγάλη αυτή η οικονομία και φιλανθρωπία του Θεού· να εκλέξει δηλαδή από τον κόσμο αγίους ανθρώπους, και μαζί με όλους την υψηλοτέραν των ουρανών και καθαρωτέραν λαμπηδόνων ηλιακών, την ανωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ και πάντων των Αγίων και των Αγγέλων, τη Μητέρα Του, την Υπεραγία Θεοτόκο. Αν δεν ήταν η Μητέρα του Θεού να μεσιτεύει, να παρακαλεί, να δέεται προς τον Υιό Της, ο Θεός, ως δίκαιος, θα είχε εξαλείψει κάθε ανθρώπινη υπόσταση. Δεν θα υπήρχε άνθρωπος επί της γης.


Ο Θεός ως μακρόθυμος και πολυέλεος και πολυεύσπλαχνος υπομένει τους ανθρώπους, υπομένει τις αμαρτίες, υπομένει τις βλασφημίες τους, αλλά επειδή είναι και δίκαιος, και αγαπά τη δικαιοσύνη, η δικαιοσύνη Τον αναγκάζει να τιμωρήσει τους ασεβείς, τους άδικους, τους βλάσφημους, τους αμαρτωλούς, τους αισχρούς, τους διεφθαρμένους, τους κλέφτες, τους ληστές και κάθε άνθρωπο αμαρτωλό. Και αυτό είναι δίκαιο σ’ έναν Θεό δικαιότατο και φιλανθρωπότατο, εφόσον στο ανθρώπινο γένος μεταχειρίσθηκε κάθε τρόπο και μέσο που μπορούσε να μεταχειρισθεί για τη σωτηρία του.


Έπειτα απ’ όλες τις ευεργεσίες που έκανε στον άνθρωπο, καταδέχθηκε, ως Θεός, να γίνει άνθρωπος, να σαρκωθεί εκ των αγίων αιμάτων της Αγίας Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας. Μέσω δε του σταυρικού Του θανάτου και της έκχυσης του πολύτιμου Αίματός Του πλήρωσε το χρέος των αμαρτωλών. Τιμωρήθηκε Αυτός ο ανεύθυνος, ο αθώος, ο άκακος. Γιατί; Για τον άνθρωπο τον αμαρτωλό, τον κακούργο, τον αγνώμονα, τον αχάριστο. Έπαθε τόσα φρικτά βάσανα και δεινά, για να πληρώσει το χρέος των αμαρτωλών, να τους ελευθερώσει από την αιώνια καταδίκη που είχαν καταδικαστεί για την παράβαση και παρακοή, από τα δεσμά του Άδη και της φθοράς, και να τους επαναφέρει στον Παράδεισο, στην πρώτη μακαριότητα, στην πρώτη ευτυχία, στην πρώτη δόξα και τιμή, την οποία αρχικά τους έδωσε αλλά δεν τη φύλαξαν.


Επειδή οι άνθρωποι φάνηκαν αχάριστοι, γι’ αυτό ο Ίδιος ο Θεός παραπονιόταν και, σαν να μην υπήρχε άνθρωπος για να ακούσει το παράπονό Του, παραπονιόταν στον ουρανό και στη γη. «Άκουε», λέει, «ουρανέ, και ενωτίζου γη». Άνοιξε τα αυτιά σου, ουρανέ και συ γη, και ακούστε: «Υιούς εγέννησα και ετίμησα, αυτοί δε με ηθέτησαν». Έκανα, λέει, τους ανθρώπους παιδιά μου, τους ύψωσα, τους τίμησα, τους δόξασα, τους έδωσα όλα τα αγαθά, και αυτοί όχι μόνο δεν με άκουσαν, αλλά και με ατίμασαν. Με βλασφήμησαν με τα βρομερότερα και αισχρότερα λόγια.


Το βόδι, λέει, και το γαϊδούρι και κάθε κτήνος γνωρίζουν τον αφέντη τους και είναι ευχαριστημένα να τον υπηρετούν, για λίγη τροφή που τους δίνει. Για ένα κομμάτι ψωμί, που του δίνει του σκύλου, αναγνωρίζει τον αφέντη του και τον φυλάει, τον τιμά, και πολλές φορές πεθαίνει για τον κύριό του. Ο άνθρωπος όμως δεν κατάλαβε την τιμή και τη δόξα που του έδωσε ο Θεός και έγινε χειρότερος. Έγινε όμοιος με τα κτήνη και χειρότερος ακόμη.


Λοιπόν, οι ευεργεσίες τις οποίες λάβαμε από τον Θεό είναι τόσο μεγάλες, που όταν αμαρτάνουμε, έπειτα από τόσες ευεργεσίες που μας έκανε, η δικαιοσύνη Τον αναγκάζει, προς παιδαγωγία, να τιμωρεί τους ανθρώπους με διάφορες τιμωρίες, με πολέμους, με σεισμούς, με ασθένειες, με πείνα και με άλλες συμφορές, για την αχαριστία των ανθρώπων, την αναισθησία και ασυνειδησία. Αλλά πολλές φορές η Παναγία, την οποία Αυτός εξέλεξε από όλους τους ανθρώπους και την τίμησε για την καθαρότητα, την αγιότητα και περισσότερο για την υψοποιό ταπείνωσή Της, με τις μητρικές εκτενείς δεήσεις της μας λυτρώνει από τη δίκαιη οργή του Κυρίου.


Επειδή η Κυρία Θεοτόκος ήταν ταπεινή, γι’ αυτό την εξέλεξε και γεννήθηκε απ’ Αυτήν, για να σώσει το ανθρώπινο γένος δι’ Αυτής. Η Κυρία Θεοτόκος πάντοτε σκέπει και φυλάει το ανθρώπινο γένος, αλλά και αυτούς ακόμη τους αμαρτωλούς. Και γι’ αυτούς ακόμη παρακαλεί. Και αν δεν υπήρχε η Κυρία Θεοτόκος, θα παθαίναμε εκείνο που έπαθαν τα Σόδομα και Γόμορρα. Θα μας έκαιγε. Θα έριχνε φωτιά να μας κάψει όλους. Η Κυρία Θεοτόκος βαστάει την οργή και την αγανάκτηση του Θεού.


***


Η Παναγία με τους Αγίους Πάντες βαστούν τον θυμό του Θεού, συγκρατούν την οργή, αλλά έως πότε; Οι άνθρωποι, αντί να μετανοήσουν, γίνονται χειρότεροι. Καιρός να ξυπνήσουμε, διότι έφθασε η οργή του Θεού. Στο χέρι μας είναι, αν θέλουμε, να σωθούμε και στο χέρι μας είναι, αν θέλουμε, να απωλεσθούμε. Και η απώλεια δεν είναι λίγη, δεν είναι μικρή, διότι αν η οργή του Θεού έλθει και μας βρει ανέτοιμους, στην αμαρτία, θα καταδικαστούμε στην αιώνια κόλαση, από την οποία δεν έχουμε ποτέ ελπίδα, ποτέ, να λυτρωθούμε.


Λοιπόν, ας σκεφτούμε καλά και ως λογικοί άνθρωποι να μετανοήσουμε. Μια μετάνοια σαν των Νινευϊτών, σαν τη μετάνοια του ληστή, σαν τη μετάνοια του ασώτου, σαν τη μετάνοια της πόρνης και άλλων αμαρτωλών, θα μας σώσει από τον μέγα κίνδυνο, τη μεγάλη οργή του Θεού. Γι’ αυτό σας παρακαλώ να μετανοήσουμε, διότι έφτασε η οργή του Θεού. Αν μετανοήσουμε θα σωθούμε, αν δεν μετανοήσουμε θα απωλεσθούμε. Το είπε το στόμα του Κυρίου.


Εύχομαι η χάρη του παναγάθου Θεού, δια πρεσβειών της παναχράντου Μητρός Του και πάντων των Αγίων να δυσωπήσουν τον Κύριο, να καταπαύσουν την οργή και τον θυμό Του και να μας ελεήσει και ευσπλαχνισθεί, ως φιλάνθρωπος και ελεήμων, και να μας αξιώσει να σωθούμε από τον παρόντα κίνδυνο και να αξιωθούμε των αιωνίων αγαθών και της Βασιλείας των Ουρανών. Αμήν.


[Ομιλία του π. Φιλοθέου Ζερβάκου στον Ι. Ναό των Αγίων Πάντων της Πάρου το 1965 (αποσπάσματα). Από το περιοδικό «Όσιος Φιλόθεος της Πάρου» 29, Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σελ. 21]


Ἕνα κομμάτι παραδείσου! (Κυριακή Α΄ Ματθαίου)

 Κυριακή Ἁγίων Πάντων. (Ματθ.ι΄32-33, 37, 38 καὶ ιθ΄ 27-30)


«Ὅς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος»


(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας


Ὡραία καὶ λαμπρὰ ἡ σημερινὴ ἡμέρα ἀγαπητοί! Ἡ στρατευομένη Ἐκκλησία ἀνοίγει τὰς θύρας τοῦ Οὐρανοῦ, διὰ νὰ θαυμάσωμεν τὴν ἱερὰν παράταξιν τῶν ἁγίων ὅλων τῶν αἰώνων, ποὺ τώρα ἀποτελοῦν τὴν ἐν οὐρανοῖς θριαμβεύουσαν Ἐκκλησίαν. Ἀνασύρει τὸ πέπλον, διὰ νὰ ἀτενίσωμεν εἰς τὰ θεῖα ὕψη ὅλους τοὺς μαρτυρικοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Μεγάλου Μάρτυρος Χριστοῦ.


Δὲν εἶναι ἕνας καὶ δύο. Ἀναρίθμητοι, χιλιάδες, γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι βασιλεῖς, ἄρχοντες, σοφοί, ἁπλοῦς λαός, παρελαύνουν ἐνώπιόν μας εἰς πυκνὴν φάλαγγα, ὅλοι ὅσοι ἐβάστασαν τὸν σταυρὸν τῆς θυσίας καὶ ἠκολούθησαν τὸν Χριστὸν πιστῶς.


Οἱ μάρτυρες μὲ τὰ φρικτὰ βασανιστήρια, ἀπὸ τὰς κατακόμβας ἕως τοὺς σταυρούς, τὰ ἀμφιθέατρα, τοὺς αἱματοβαμμένους κήπους τοῦ θηριώδους Νέρωνος, ἤναψαν τὴν πυρακαϊὰν τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ ἔγιναν οἱ ἄσβεστοι φάροι τῆς ἀλήθειας.

Ἀκολουθοῦν κατόπιν ὁλόκληροι στρατιαὶ ἁγίων, ποὺ καὶ ἄν δὲν εἶναι λουσμένοι μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου, εἶναι ὅμως ποτισμένοι μὲ τὸν ἱδρῶτα καὶ τὰς θυσίας τοῦ καθήκοντος, χάριν τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς κοινωνίας.

Μορφαὶ διδασκάλων, ὁσίων, κοινωνικῶν ἐργατῶν, ποὺ κυριολεκτικὰ ἐδαπανήθησαν εἰς τὸν ἀγῶνα τῆς πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπης.


Ὅλοι αὐτοὶ, εἴκοσιν αἰώνων ἥρωες, ἐμφανίζονται σήμερον μὲ τὰ λευκὰ ἐνδύματα τῆς ἀφαθρσίας, στεφανωμένοι μὲ τὸ διάδημα τῆς ἀθανασίας. Ἀποτελοῦν τὴν χρυσὴν πνευματικὴν βροχήν, ποὺ δροσίζει τὴν γῆν καὶ τὴν ζωογονεῖ. Εἶναι τὰ φῶτα, ποὺ ἔλαβαν ἀπὸ τὸ μόνον Φ ῶ ς  τὴν λάμψιν των καὶ φωτίζουν τὴν ἱστορίαν τοῦ κόσμου.

Ἀλλ’ ἡ κοινωνία μας, ἀγαπητοί, ἔχει ἀνάγκην καὶ ἀπὸ συγχρόνους ἁγίους, ποὺ νὰ σηκώσουν τὸν σταυρὸν τῆς ἀρετῆς καὶ νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Χριστόν. Οἱ ἅγιοι δὲν πρέπει νὰ εἶναι μόνον μορφαὶ τοῦ παρελθόντος. Ἀνάμεσα στὰ πλήθη τῶν πλανεμένων, τῶν ἁμαρτωλῶν, τῶν ἀσώτων, τῶν πονηρῶν καὶ ὑλιστῶν τῆς ἐποχῆς μας, εἶναι ἀνάγκη νὰ σταθῇ ἡ παράταξις τῶν ἁγίων, ποὺ θὰ ἀντιδράσουν εἰς τὸ ρεῦμα τῆς κακίας καὶ θὰ δημιουργήσουν ἕνα νέον κόσμον ἀρετῆς.

Ἄς μελετήσωμεν, λοιπόν αὐτὴν τὴν πλευράν.



1.Ἀνάγκη ἁγίων κληρικῶν

Ἡ ἐποχὴ μας διψᾷ τὴν ἀλήθεια. Καὶ ἡ Ἀλήθεια ὑπάρχει μόνον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν.  Καὶ τὴν ἀλήθειαν αὐτὴν θὰ τὴν μεταδώσουν γύρω κυρίως οἱ κληρικοί της. Αἱ χῶραι εἶναι ἕτοιμοι πρὸς θερισμόν. Οἱ θερισταὶ μόνον χρειάζονται, ποὺ θὰ τρέξουν παντοῦ·  νὰ προσφέρουν τὰ πάντα. Ὁ λαός μας εἶναι φτιαγμένος ἀπὸ ἐξαίρετο ψυχικὸν μέταλλον. Τὸ «ράσο» ἐξακολουθεῖ νὰ τὸν συγκινῇ καὶ νὰ τὸν ἐπηρεάζῃ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι στερεωμένη μέσα του. Ἀλλὰ χρειάζονται περισσότεροι ἀγωγοὶ τῆς χάριτος.  Περισσότεροι λαμπαδηφόροι.

Γονεῖς!  Δώσατε εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἁγίους ἱερεῖς ἀπὸ τὰ παιδιά σας, διὰ νὰ δώσῃ ἡ Ἐκκλησία κατόπιν μὲ τὴν σειράν της τοὺς κοινωνικοὺς ἐργάτας, τοὺς ψυχωμένους ρασοφόρους, τοὺς φλογεροὺς σημαιοφόρους τοῦ Σταυροῦ, τοὺς πνευματικοὺς ἡγέτας.

-Κύριε, ἀνάδειξε ἁγίους κληρικούς!


2.Ἀνάγκη ἁγίων ἐπιστημόνων.


Ὁ κόσμος περιμένει τοὺς μορφωμένους νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ καλό, τοὺς θέλει νὰ εἶναι σημεῖα προσανατολισμοῦ. Πυξίδες στὴν πορεία του. Ἕνας κακὸς εἶναι πάντα ἐπικίνδυνος. Ἕνας ὅμως μορφωμένος κακός, εἶναι ἀληθινὴ καταστροφή.  Κλονίζει συνειδήσεις μὲ τὸ κῦρός του, ποὺ τοῦ δίδει ἡ εἰς τοὺς γύρω ἐντυπώσις, ὅτι «ξέρει πολλά». Παρασύρει ἔτσι εὔκολα.  Δηλητηριάζει τὶς ψυχὲς μὲ τὸ ψέμα, ποὺ τὸ καλύπτει μὲ τὸ χρυσόχαρτο τῆς σοφίας. Μᾶς χρειάζονται δι’ αὐτο εὐσεβεῖς ἐπιστήμονες, ποὺ νὰ στηρίζουν τῶν ἄλλων τὰ κλονισμένα βήματα, ποὺ νὰ κατευθύνουν τὶς ἀνθρώπινες φάλαγγες. Ἐπιστήμονες, ποὺ νὰ τονίζουν ὕμνους πρὸς τὸν Θεόν, ποὺ νὰ ὑμνοῦν τὴν ἀρετή, ποὺ νὰ στήνουν πύργους καλωσύνης στὴν κοινωνία, ποὺ νὰ ἀνοίγουν λεωφόρους πίστεως, ποὺ νὰ κλείνουν μονοπάτια φαυλότητος.

Πιστοὶ καὶ ἅγιοι ἐπιστήμονες εἶναι φανοὶ στὸ σκοτάδι, φάροι στοῦ πελάγους τὰ ἀφρίζοντα κύματα...


3. Ἀνάγκη ἁγίων γονέων.


Ἡ οἰκογένεια διέρχεται κρίσιν. Ἡ κανδήλα της, ποὺ ἔκαιε μὲ τὸ λάδι τῆς πίστεως, τρεμοσβήνει σήμερα. Ἔλειψε, δυστυχῶς, τὸ θεμέλιον. Ὁ Χριστός. Οἱ σύζυγοι ἑνώνονται συχνά, ὄχι μὲ τὴν χρυσῆν ἁλυσίδα τῆς γνησίας ἀγάπης, ἀλλὰ μὲ τὴν λατρείαν πρὸς τὸν χρυσόν. Ταπεινὰ ἐλατήρια καὶ μικρότητες καὶ ἁμαρτία κυριαρχοῦν κατὰ τὸ πλεῖστον εἰς τὰς οἰκογενειακὰς των σχέσεις. Ἀπουσιάζει ἡ ἀρετή. Λείπει ἡ ἁγιότης. Ὅλο τὸ οἰκοδόμημα τρίζει συνεχῶς. Καὶ ἡ ἠθικὴ κλονίζεται. Καὶ ἡ ἀνοχὴ φυγαδεύεται.  Γίνονται ἀνερμάτιστα, ἀσύδοτα, ἀχαλίνωτα, χωρὶς Θεόν. Πιστὰ ἀντίγραφα τῶν γονέων των. Δι’ αὐτὸ μᾶς χρειάζονται γονεῖς ἅγιοι. Διὰ νὰ στήσουν τὴν οἰκογενειακήν των φωλέαν εἰς τὸ ὑψηλότερο κλωνάρι τοῦ κοινωνικοῦ δένδρου. Μακρυὰ ἀπὸ τὴν σκόνην τοῦ κακοῦ. Μέσα στὸ φῶς καὶ τὸν καθαρὸν ἀέρα. Ἁγίους γονεῖς θέλομεν, ποὺ νὰ ἀποβοῦν αἱμοδόται τῆς ἀρρωστημένης κοινωνίας, οἰκοδόμοι ἑνὸς νέου κόσμου, ὅπου ἡ ἀρετὴ θὰ ἀμείβεται καὶ ὁ χαρακτὴρ θὰ θεωρῆται ὡς ὁ μεγαλύτερος θησαυρός.

-Κύριε, χάρισέ μας ἁγίους γονεῖς, διὰ νὰ ζήσῃ ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ καλωσύνη εἰς τὸν κόσμον.


4.Ἀνάγκη ἁγίων πολιτῶν.


Ἅγιος σημαίνει ἀγαθός, δίκαιος, συνεπής, εἰλικρινής, στοργικὸς καὶ ἀκέραιος. Καὶ ἔχομεν ἀνάγκην πολλῶν τοιούτων. Ἀπὸ ἀγαθούς, ποὺ νὰ φωτίζουν, ὅπως ὁ ἥλιος, ποὺ νὰ δροσίζουν, ὅπως ἡ πηγή, ποὺ νὰ εὐωδιάζουν, ὅπως τὸ λουλούδι, ποὺ νὰ τέρπουν, ὅπως τὸ πουλάκι μὲ τὸ ἁρμονικό του τραγούδι.

Ἀπὸ δημιουργικούς, ποὺ νὰ προΐστανται εἰς ἔργα πολιτισμοῦ, νὰ χρησιμοποιοῦν τὰς ἱκανόητητάς των διὰ τὸ καλὸν τοῦ συνόλου.

Ἀπὸ ἀκεραίους, ποὺ νὰ εἶναι τίμιοι εἰς τὸ ἔργον των, εὐσυνείδητοι εἰς τὴν ὑπηρεσίαν των, καθαροὶ εἰς τὰς κοινωνικὰς των σχέσεις.

Μία κοινωνία ἁγίων, θὰ ἦτο μία κοινωνία ἀγγέλων. Καὶ μιὰ τέτοια κοινωνία, θὰ ἦτο ἀπὸ τώρα, ἡ πολυπόθητος ἐπὶ τῆς γῆς Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἀπέχομεν, φαίνεται, πολὺ ἀπὸ τὴν ἡμέραν αὐτήν!  Ἀπὸ τὴν ἡμέραν, ποὺ οἱ ἅγιοι δὲν θὰ εἶναι μόνον εἰς τὰς εἰκόνας τῶν Ἐκκλησιῶν, σἄν μιὰ ἱστορία περασμένων χρόνων, ἀλλὰ κάτι ποὺ θὰ προβάλλῃ σπαρταριστὸ καὶ δροσερὸ στὴ σύγχρονη ἐποχή μας. Πότε ἆρά γε θὰ ἔλθῃ ἡ ἡμέρα αὐτή; Πότε;


Ἀγαπητοί,

Καθισμένο, τὸ μικρὸ ἀγοράκι στὸ πάτωμα, μὲ τὸ ψαλίδι στὸ χέρι, ἔκοβε σὲ μικρότερα κομμάτια ἕνα χάρτη παγκόσμιο. Σὲ λίγο ἐτελείωσεν. Ἔπειτα ὅμως θέλησε νὰ ξανακολλήσῃ τὰ κομμένα χαρτιά. Ἀλλὰ δὲν μποροῦσε. Δὲν ἤξερε Γεωγραφία. Καὶ ἔτσι τὰ κομμάτια δὲν ἔπαιραν τὴν κανονική των θέσι. Ὁ μικρὸς στενοχωρεῖται. Πλάϊ του, ὁ πατέρας, παρακολουθεῖ τὸ παιδί. Τὸ λυπᾶται. Παρετήρησεν ὅτι ἀπὸ τὴν πίσω μεριὰ τοῦ χάρτου εἶναι ζωγραφισμένος ἕνας ἄνθρωπος. «Παιδί μου, τοῦ λέγει, γύρισε ἀνάποδα τὰ κομμάτια. Φτιάξε πρῶτα τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ὅταν τὰ κομμάτια ἑνωθοῦν ἔτσι, ὥστε νὰ σχηματισθῇ ὁ ἄνθρωπος, θὰ γίνῃ ἀμέσως καὶ ὁ παγκόσμιος χάρτης». Ὁ μικρὸς ἥνωσε τὰ κομμάτια ἀνάλογα μὲ τὶς γραμμὲς τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Ὅταν ἐγύρισεν ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τὸν χάρτην, παρετήρησε μὲ χαρὰν ὅτι ἡ ἐπιτυχία ἦτο πλήρης. Ἦταν τέλειος....


Φτιάξε πρῶτα τὸν ἄνθρωπον!

Τί βαθὺ νόημα κρύβει αὐτὴ ἡ σκέψι!

Αὐτὸς μᾶς χρειάζεται σήμερα. Ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἄξιος ἄνθρωπος. Αὐτὸς, ποὺ χωρὶς νὰ παρασύρεται ἀπὸ τὰ ρεύματα τῆς κοινωνίας, θὰ σηκώσῃ ἡγεμονικὰ τὸν σταυρὸν τῆς ἀληθείας καὶ θὰ προχωρήσῃ σταθερὰ στὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ.

Τότε ὁ κόσμος θὰ κερδίσῃ τὴν χαράν του. Καὶ τότε θὰ γίνῃ ἡ γῆ, μὲ τοὺς συγχρόνους ἁγίους της, ἕνα κομμάτι Παραδείσου...

Ναί! Ἕνα κομμάτι Παραδείσου!.....


Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου

Μητροπολίτου Νικαίας


Λύχνος τοῖς ποσί μου

Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν

(σελ.47-51)

Ἐκδόσεις Β΄

Ἀποστολική διακονία

τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

Κυριακή των Αγίων Πάντων

 † Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom


Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


Σήμερα ἑορτάζουμε τὴν Ἑορτὴ τῶν Ἁγίων Πάντων, ὅλων ἐκείνων ποὺ ἄκουσαν τὸν Χριστὸ νὰ ὁμιλεῖ, ποὺ οἱ καρδιὰ καὶ ὁ νοῦς τους πῆραν φωτιά, καὶ οἱ ὁποῖοι στάλθηκαν στὸν κόσμο γιὰ νὰ μεταφέρουν τὰ καλὰ νέα. Τὰ νέα αὐτὰ εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς τόσο ἀγάπησε τὸν κόσμο ὥστε ἦλθε μὲ τὴν πρόθεση νὰ μὴν τὸν ἐγκαταλείψει ποτέ, ὥστε μὲ τὴν Ἀνάστασή Του πῆρε μαζί Του τὴν οὐσία τοῦ κόσμου – στὴν Σάρκα Του ὅλο τὸν ὁρατὸ κόσμο, στὴν ψυχή Του ὁλάκερο τὸν ἀνθρώπινο κόσμο- καὶ τοὺς ἔδωσε θέση στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός.


Αὐτὸ δὲν εἶναι μόνο ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἕνα κάλεσμα ποὺ ἀπευθύνεται στὸν καθένα μας. Σήμερα καλούμαστε ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, παίρνουμε θάρρος ἀπὸ τὴν Ἐπιστολή, νὰ ἀγαπᾶμε τὸν Θεὸ τόσο πολὺ ὥστε νὰ γίνουμε πραγματικοί μαθητές Του, καὶ αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἐμπιστοσύνη μας σὲ Αὐτὸν πρέπει νὰ εἶναι καὶ νὰ γίνει, μέρα μὲ τὴ μέρα, πιὸ ἀληθινὴ, ὥστε ὁ κόσμος, βλέποντας ἐμᾶς, τὸν τρόπο ζωῆς μας, ποιοὶ εἴμαστε, νὰ πιστέψει ὅτι ὁ Θεὸς ἦρθε γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο καὶ ὅτι ἀξίζει νὰ ἀκολουθήσουμε τὸν Θεὸ ὡς Κύριο καὶ Φίλο.


Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος, μιλώντας στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του εἶπε: Ἄν θέλετε νὰ μοῦ δείξετε τὴν πίστη σας χωρὶς ἔργα, ἐγὼ θὰ σᾶς δείξω τὴν πίστη μου μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα μου… Ἄς πᾶμε λοιπὸν στὸν κόσμο, ἕναν κόσμο ποὺ βρίσκεται σὲ ἀθλιότητα, σὲ ταραχὴ καὶ δυστυχία γιατὶ ἔχει χάσει τὸν δρόμο του, καὶ νὰ τοῦ φέρουμε τὰ χαρμόσυνα νέα. Αὐτὰ τὰ νέα δὲν εἶναι μόνο ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει ἔρθει καὶ βρίσκεται ἀνάμεσά μας, ὅτι μᾶς ἔχει δείξει την ὁδὸ τῆς σωτηρίας, ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς σωτηρίας καὶ ἔδωσε ἕνα παράδειγμα γιὰ νὰ τὸ μιμηθεῖ ὁ καθένας μας, ὄχι δουλοπρεπῶς, οὔτε σὰν μισθωτός ἀλλὰ μὲ τὴν χαρὰ ὅτι ἀκολουθώντας αὐτὸν τὸν δρόμο σημαίνει ὅτι ἔχουμε ἐκπληρώσει τὴν ἀποστολή μας, ὅτι εἴμαστε φορεῖς μιᾶς ζωῆς ποὺ μπορεῖ νὰ πλημμυρίσει τὴν ζωὴ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.


Αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμα τῆς σημερινῆς ἑορτῆς. Στὶς ἑπόμενες δύο ἑβδομάδες θὰ γιορτάσουμε τοὺς Ἁγίους τῆς Ρωσσίας καὶ τοὺς Ἁγίους τούτων τῶν νήσων, ἄνθρωποι ποὺ εἶναι αἷμα καὶ σάρκα μας- συγγενεῖς μας. Ἄς τοὺς σκεφτοῦμε καὶ ἄς προσπαθήσουμε νὰ ζήσουμε μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ νὰ μποροῦν νὰ χαίρονται ποὺ ἀκολοὺθησαν τ’ ἀχνάρια τους ἄνθρωποι ἄξιοι τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς δικῆς τους ζωῆς.

Λόγος εις την ημεραν της εορτής των Αγίων Πάντων

 Άγιος Λουκάς, Αρχιεπ. Συμφερουπόλεως της Κριμαίας


Κάθε ημέρα του έτους η Αγία μας Εκκλησία την αφιερώνει στην μνήμη κάποιου Αγίου ή και μερικών αγίων μαζί. Σ’ αυτούς συγκαταλέγονται οι άγιοι που είναι γνωστοί και έκαναν θαύματα όταν ζούσαν ή από τα λείψανα των οποίων γίνονταν θαύματα. Ο αριθμός τους δεν είναι και τόσο μεγάλος, όμως είναι σίγουρο ότι υπάρχουν πολύ περισσότεροι άγιοι ενώπιον του Θεού, ο οποίος μόνος «γινώσκει τα κρύφια της καρδίας» (Ψαλ. 43, 22). Στήν μνήμη αυτών των αγίων που τους γνωρίζει μόνο ο Θεός αφιερώνει η Εκκλησία την πρώτη Κυριακή μετά την Πεντηκοστή.



Για το ότι είναι πάρα πολλοί αυτοί οι Άγιοι, μαρτυρεί ο άγιος Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψη του. «Μετά ταύτα είδον, και ιδού όχλος πολύς, ον αριθμήσαι αυτόν ουδείς εδύνατο, εκ παντός έθνους και φυλών και λαών και γλωσσών, εστώτες ενώπιον του Θρόνου και ενώπιον του Αρνίου, περιβεβλημένους στολάς λευκάς, και φοίνικες εν ταις χερσίν αυτών… Ούτοι εισίν οι ερχόμενοι εκ της θλίψεως της μεγάλης, και έπλυναν τας στολάς αυτών και ελεύκαναν αυτάς εν τω Αίματι του Αρνίου» (Απ. Ζ, 9-14).


Ο Μόνος Καρδιογνώστης Θεός γνωρίζει τους αγνώστους στον κόσμο πτωχούς τω πνεύματι, οι οποίοι δεν υψώνουν τον εαυτό τους πάνω από τους άλλους και ειλικρινά θεωρούν τους εαυτούς τους πιο αμαρτωλούς και χειρότερους από τους άλλους, οι οποίοι κλαίνε ήσυχα για τις αμαρτίες τους και για τις βαθιές θλίψεις και τις αδικίες που υπάρχουν στον κόσμο. Αυτοί πεινούν και διψούν την αλήθεια στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και των λαών, αλλά η πραότητά τους και η αγάπη δεν τους επιτρέπει να πολεμούν γι’ αυτή την αλήθεια, συμμετέχοντας στις επαναστάσεις.


Όχι μόνο τη γήινη αλήθεια πεινούν και διψούν αυτοί οι άνθρωποι, αλλά σε βαθμό ασύγκριτα μεγαλύτερο, πεινούν και διψούν την ανώτερη, την Θεία, αλήθεια. Με όλη την καρδιά τους λυπούνται όλους αυτούς τους ανθρώπους που υποφέρουν και ζουν μέσα στην ανέχεια. Όμως και οι ίδιοι είναι φτωχοί και λίγα μπορούν να δώσουν σ’ εκείνους που είναι φτωχότεροι απ’ αυτούς. Αλλά αυτή η μικρή τους προσφορά είναι μεγάλη στα μάτια του Θεού, σαν την προσφορά της χήρας, η οποία έβαλε στο θησαυροφυλάκιο του Ναού όλη την περιουσία της.


Οι καρδιές τους, που αδιαλείπτως καθαρίζονται με την ταπείνωση και τα δάκρυα, με την πραότητα και την ευσπλαγχνία, λάμπουν ενώπιον του Θεού με την αγνότητά τους. Με ταπεινά λόγια αγάπης συμφιλιώνουν τους εχθρούς. Όμως αυτή η αγάπη, που έχουν στο Θεό και τα αγαθά τους έργα, γίνονται καρφί στο μάτι αυτών που ζουν χωρίς την πίστη στο Θεό. Τους κυνηγάνε, τους διώχνουν για την αγάπη τους στο Χριστό, τους βρίζουν και τους κακολογούν. Όλα αυτά ο Χριστός τα ακούει και τα βλέπει. Τους αγαπά γιατί πάντα τηρούν τις εντολές Του, στον καιρό των διωγμών τους φανερώνεται και στην αιώνια ζωή ετοιμάζει γι’ αυτούς την μεγάλη και ατέλειωτη χαρά.


Ο Καρδιογνώστης Θεός κρίνει τη ζωή και τις πράξεις αυτών των Αγίων ανθρώπων, τους οποίους μόνο Εκείνος γνωρίζει, με έναν τρόπο διαφορετικό από το πώς κρίνει ο κόσμος. «Ότι το εν ανθρώποις, υψηλόν βδέλυγμα ενώπιον του Θεού» (Λκ. ΙΣΤ’, 15).


Προσπάθησα να σας παρουσιάσω την ταπεινή αλλά μεγάλη στα μάτια του Θεού μορφή των αμέτρητων αγνώστων και ανωνύμων Αγίων, τη μνήμη των οποίων εορτάζουμε σήμερα. Ας είναι, αδελφοί μου και αδελφές, και η δική μας ζωή τέτοια, ώστε να μπορέσουμε και εμείς μετά το θάνατο μας να ενωθούμε μ’ αυτό το πολυάριθμο πλήθος των ανθρώπων, ντυμένων με λευκές στολές που τις έπλυναν με το Αίμα του Αρνίου, και, κρατώντας φοινικόκλαδα στα χέρια μας, να δοξάζουμε αιώνια τον Μόνο και Τριαδικό Θεό, υμνώντας και ευχαριστώντας Τον ακατάπαυστα. Αμήν.




(“Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως της Κριμαίας: Λόγοι και ομιλίες που εκφωνήθηκαν στην Συμφερούπολη κατά την περίοδο 1955-1957”, ΤΟΜΟΣ Α’ ΕΚΔΟΣΗ Β’ Σελ. 269 – 272. Μετάφραση από τα ρωσικά. ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», Θεσσαλονίκη)

Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων.

 Ματθ. ι΄ 32-33, 37-38· ιθ΄ 27-30


Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ


Ὁμιλία κε΄ ἐκφωνηθῆσα τὴν Κυριακὴν τῶν Ἁγ. Πάντων


Θαυμαστὸς ὄντως ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ.

Εἶναι στ’ ἀλήθεια θαυμαστὸς ὁ Θεὸς στὰ ἔργα τῶν ἁγίων του. Ὅταν φέρη κανένας στὸ νοῦ του τοὺς ὑπεράνθρωπους ἀγῶνες τῶν μαρτύρων, πῶς μὲ τὴν ἀσθενικὴ σάρκα τους ντρόπιασαν τὸν ἰσχυρὸ στὸ κακό, πῶς δὲν εἶχαν  συναίσθηση τῶν πόνων καὶ τῶν τραυμάτων καθὼς ἔρριχναν τὸ σῶμα τους σὲ ἀγῶνα μὲ τὴ φωτιά, μὲ τὸ ξίφος, μὲ τὰ διάφορα εἴδη θανατηφόρων βασανιστηρίων, ἀντιπαλεύοντας μὲ τὴν ὑπομονή. Ὅταν φέρη κανένας στὸ νοῦ ὅτι κομμάτιαζαν τὶς σάρκες τους, κι ἔσπαζαν τὶς κλειδώσεις τους, καὶ τσάκιζαν τὰ κόκκαλά τους, αὐτοὶ ὅμως φύλαγαν ἀκέραια, κι ἀπείραχτη κι ἀσάλευτη τὴ πίστη τους.  Γι’ αὐτὸ καὶ πῆραν χάρισμα τὴν ἀδιαφιλονίκητη σοφία τοῦ Πνεύματος καὶ τὴ δύναμη γιὰ θαύματα.

Ὅταν ἀναλογιστῆ τὴν ὑπομονὴ τῶν ὁσίων, πῶς ὑπέφεραν θεληματικὰ σὰ νὰ ἦσαν ἀσώματοι τὶς πολυήμερες νηστεῖες, τὶς ἀγρυπνίες, τὶς διάφορες ἄλλες ταλαιπωρίες τοῦ σώματος, πῶς ἀντιστάθηκαν ὡς τὸ τέλος τὰ πονηρὰ πάθη, στὰ διάφορα εἴδη τῆς ἁμαρτίας, στὸν πόλεμο ποὺ διεξάγεται ἀοράτος μέσα μας, στὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες, στὶς πνευματικὲς δυνάμεις τῆς κακίας καὶ πῶς ὁ ἐξωτερικὸς ἄνθρωπος ἔλιωνε κι ἀφανιζόταν, ὁ ἐσωτερικὸς ὅμως ἄνθρωπος ἀνανεωνόταν καὶ θεοποιοῦνταν –καὶ γι’ αὐτὸ τοὺς δόθηκε ἡ χάρη νὰ θεραπεύουν καὶ νὰ πραγματοποιοῦν ἔργα δυνάμεως. Ὅταν κανένας τὰ συλλογιστῆ αὐτὰ καὶ κάνη τὴ σκέψη ὅτι αὐτὰ ξεπερνοῦν τὴν ἀνθρώπινη φύση, θαυμάζει καὶ δοξολογεῖ τὸ Θεό, ποὺ τοὺς ἔδωσε τὸση χάρη καὶ δύναμη. Γιατὶ ἄν εἶχαν τὴν προαίρεση τὴν ἀγαθὴ καὶ πολὺ ὡραία, ὅμως χωρις τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ δὲ θὰ ἀποχτοῦσαν τὴ δύναμη νὰ γίνουν ὑπεράνθρωποι κι ἐνῶ ἦσαν ἄνθρωποι σωματικοὶ νὰ νικήσουν τὸν ἀσώματο ἐχθρό.

Γι’ αὐτὸ κι ὁ Προφήτης ποιητὴς τῶν ψαλμῶν εἶπε· «ἀξιοθαύμαστος εἶναι ὁ Θεὸς σήμερα στοὺς ἁγίους του» καὶ συνάμα πρόσθεσε «αὐτὸς θὰ δώση δύναμη καὶ ἀντοχὴ στὸ λαό του». Ἐξετάστε μὲ σύνεση τὴ δύναμη τῶν προφητικῶν λόγων. Σ’ ὅλο τὸ λαό του δίνει ὁ Θεὸς δύναμη καὶ ἀντοχή· δὲν κάνει ὁ Θεὸς προσωποληψία, θαυμάζεται ὅμως μόνο ἀνάμεσα στοὺς ἁγίους του. Καθὼς ὁ ἥλιος ἀπὸ ψηλὰ πλούσια σ’ ὅλους σκορπᾶ τὶς ἀκτῖνες του, τὶς βλέπουν ὅμως μόνο ὅσοι ἔχουν μάτια καὶ μάλιστα ὄχι κλειστὰ καὶ χαίρονται καθαρὴ τὴ λάμψη, μόνο ἐπειδὴ μὲ καθαρὰ μάτια βλέπουν καλὰ καὶ δὲ θαμποξεχωρίζουν μονάχα ἀπὸ ἀρρώστεια ἤ ὁμίχλη ἤ κανένα ἐμπόδιο ποὺ μπῆκε μπροστά, ἔτσι κι ὁ Θεὸς πλούσια δίνει ἀπὸ ψηλὰ τὴ βοήθειά του σ’ ὅλους, γιατὶ αὐτὸς εἶναι ἡ ἄπειρη σωστικὴ φωτιστικὴ πηγὴ τῆς εὐσπλαχνίας καὶ τῆς καλωσύνης. Κερδίζουν τὴ χάρη καὶ τὴ δύναμη ποὺ ἀκτινοβολεῖται γιὰ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν ὁλοκλήρωση τὴς ἀρετῆς ἤ καὶ τὴν πραγματοποίηση τῶ θαυμάτων ὄχι ὅλοι γενικὰ παρὰ ὅσοι ἔχουν καλὴ προαίρεση καὶ ἐκδηλώνουν μὲ ἔργα τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό. Κι ὅσοι ἀποστρέφονται τέλεια τὴν κακία καὶ κρατοῦν μὲ ἀσφάλεια τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ στρέφουν τὰ νοερὰ μάτια στὸ Χριστό,  στὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Ἐκεῖνος δὲν ἁπλώνει μόνο χέρι βοήθειας ἀόρατα σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς προτροπὲς τοῦ Εὐαγγελίου σήμερα συνομιλεῖ αἰσθητὰ μαζί μας. Ὅποιος ὁμολογήση μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους τὸ ὄνομά μου θὰ ὁμολογήσω κι ἐγὼ μπροστὰ στὸν πατέρα μου στοὺς οὐρανούς. Βλέπετε ὅτι οὔτε ἐμεῖς μποροῦμε νὰ φανερώσωμε μὲ θάρρος τὴν πίστη μας στὸ Χριστὸ καὶ τὴν ὁμολογία μας χωρὶς τὴ δύναμη καὶ τὴ βοήθειά του, οὔτε καὶ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς θὰ μιλήση φανερὰ γιὰ μᾶς στὴ μέλλουσα ζωή, γιὰ νὰ μᾶς συστήση καὶ νὰ μᾶς γνωρίση μὲ τὸν Πατέρα, χωρὶς νὰ πάρη ἀφορμὴ ἀπὸ μᾶς.   Αὐτὸ θέλοντας νὰ τὸ φανερώση δὲν εἶπε, καθένας ποὺ θὰ μὲ ὁμολογήση μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ καθένας ποὺ θὰ ὁμολογήση στ’ ὄνομά μου. Γιατὶ στ’ ὀνομά του καὶ μὲ τὴ βοήθεια ἐκείνου μπορεῖ νὰ φανερώση θαρρετὰ τὴν εὐσέβειά του. Ἔτσι πάλι δὲν εἶπε, θὰ ὁμολογήσω  κι ἐγὼ αὐτὸν ἀλλὰ στὸ ὄνομά του δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀγαθὴ ἐμμονὴ καὶ καρτερία ἐκείνου ποὺ ὁμολογεῖ, ποὺ ἔδειξε γιὰ χάρη τῆς εὐσέβειας. Πρόσεξε τί λέει παρακάτω γι’ αὐτοὺς ποὺ δείλιασαν καὶ πρόδωσαν τὴν εὐσέβεια. «Ὅποιος μὲ ἀρνηθῆ μπροστὰ  στοὺς ἀνθρώπους  θὰ τὸν ἀρνηθῶ κι ἐγὼ μπροστὰ  στὸν πατέρα μου στοὺς οὐρανούς». Δὲν εἶπε ἐδῶ ὅποιος ἀρνηθῆ στ’ ὄνομά μου. Γιατὶ ὅποιος ἀρνεῖται τὸ κάνει, ἀφοῦ στερηθῆ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὴ στερεῖται γιατὶ αὐτὸς πρῶτος ἐγκατέλειψε τὸ Θεό, ἐπειδὴ ἀγάπησε τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ γήϊνα περισσότερο ἀπὸ ὅσο τὰ οὐρνάνια καὶ αἰώνια ἀγαθὰ ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. Ἔτσι πάλι καὶ ὁ Χριστὸς δὲ θὰ τὸν ἀρνηθῆ στ’ ὄνομά του ἀλλὰ θὰ ἀρνηθῆ αὐτόν, γιατὶ δὲν βρῆκε τίποτα σ’ αὐτὸν νὰ τὸ χρησιμοποιήσει σὰν ἐπιχείρημα.  Γιατὶ ὅποιος ἔχει ἀγάπη στὸ Θεό, μένει στοὺς κόλπους τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Θεὸς σ’ ἐκεῖνον, ὅπως λέει ὁ Θεὸς μένει σ’ ἐκεῖνον, ὅπως λέει ὁ ἀγαπητὸς στὸ Χριστὸ Θεολόγος, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς μένει μέσα σ’ ἐκεῖνον, ποὺ τὸν ἀγαπᾶ, κατὰ φυσικὸ λόγο μέσα στὸ Θεὸ κινεῖ τὴν ὁμολογία του αὐτὸς ποὺ ἀληθινὰ ἀγαπᾶ τὸ Θεό. Κι ἐπειδὴ κι αὐτὸς μένει μέσα στο Θεὸ κι ὁ Θεὸς θέτει τὴν ὁμολογία του γι’ αὐτὴν μέσα σ’ αὐτόν. Ἡ φράση τέλος «γιὰ καθέναν ποὺ θὰ ὁμολογήση στ’ ὄνομά μου, θὰ ὁμολογήσω στ’ ὄνομά του κι ἐγὼ» φανερώνει τὴν ἀδιάσπαστη ἑνότητα τοῦ Θεοῦ μ’ ἐκείνους ποὺ ὁμολογοῦν, ἀπὸ τὴν ὁποία μένει μακριὰ στέκεται αὐτὸς ποὺ ἀρνεῖται. Ἔτσι οἱ θεϊκὲς ἀνταποδόσεις ἔχουν μέσα τους τὴ θεία δικαιοσύνη καὶ ἐπιφέρονται κατάλληλα σύμφωνα μὲ μιὰ ἀρχὴ ὁμοιότητος.

Ἡ ὁμοιότητα λοιπὸν τῶν θείων ἐπιβραβεύσεων πρὸς αὐτὰ ποὺ τοῦ προσφέρομε εἶναι τέτοια.  Ἐξετάστε καὶ τὴ διαφορὰ πρὸς τὰ ἄνω τῆς θείας ἀμοιβῆς γιὰ κείνους ποὺ τὸν ὁμολογοῦν μέσα στὸν ἑαυτό   του. Κάθε ἅγιος σὰν δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἔκαμε φανερὰ τὴν ὁμολογία μέσα στὸν πρόσκαιρο αὐτὸν βίο καὶ μπροστὰ σὲ θνητοὺς ἀνθρώπους ἤ γιὰ νὰ πῶ καλύτερα σ’ ἕνα ἐλάχιστο σημεῖο τῆς ζωῆς αὐτῆς καὶ σὲ λίγους ὅπως εἶπα ἀνθρώπους. Ὁ Κύριος μας ὅμως Ἰησοῦς Χριστός, ἐπειδὴ εἶναι Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς θὰ μιλήση φανερὰ γι’ αὐτοὺς μέσα στὸν αἰώνιο καὶ ἀκατάλυτο ἐκεῖνο κόσμο μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ Πατέρα, σὲ ἀγγέλους ποὺ στέκονται ὁλόγυρα, σὲ ἀρχαγγέλους, ὅλες τὶς δυνάμεις τοῦ οὐρανοῦ, κι ἐνῶ θὰ εἶναι παρόντες ὅλοι ἀπὸ τὸν Ἀδάμ ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ὅλοι θ’ ἀναστηθοῦν καὶ θὰ σταθοῦν κοντὰ στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τότε, ἐνῶ θὰ εἶναι ὅλοι μπροστὰ κι ὅλοι θὰ βλέπουν, θὰ φωνάξη τὰ ὀνόματα   καὶ θὰ δοξάση καὶ θὰ στεφανώση ἐκείνους ποὺ ἔδειξαν ὡς τὸ τέλος τὴν πίστη τους σ’ αὐτόν.  Γιατὶ πρέπει νὰ προσπαθήσω νὰ δείξω τοὺς οὐράνιους ἐκείνους στεφάνους, τὶς ὑπερβολικὲς ἐκεῖνες ἀμοιβὲς ποὺ μᾶς περιμένουν, ποὺ οὔτε μάτι σὰν τὸ δικό μας μπορεῖ νὰ δῆ, οὔτε αὐτὶ ν’ ἀκούση, οὔτε νὰ σκεφθῆ; Ἀλλὰ  καὶ αὐτὰ ποὺ βλέπομε τώρα εἶναι τόσο ἀξιοθαύμαστα.  Ποιός λόγος μπορεῖ ν’ ἀποκαλύψη τὴ δόξα ποὺ παρέχει ὁ Θεὸς στὰ λείψανα καὶ τὰ ὀστὰ    τῶν ἁγίων, ποὺ παρατείνεται σ’ ὅλο τὸ μάκρος τοῦ χρόνου, τὴν ἱερὴ εὐωδία ποὺ ἀναδίνεται ἀπ’  αὐτὰ τὰ μύρα ποὺ ἀναβλύζουν, τὶς δωρεὰν θεραπεῖες, τὴ διενέργεια τῶν θαυμάτων, τὶς ποικίλες καὶ σωτήριες γιὰ μᾶς ἐμφανίσεις ποὺ γίνονται σ’ αὐτά. Νὰ πῶ κάτι ἀπ’ αὐτὰ ποὺ προσφέρονται σ’ αὐτοὺς ἀπὸ μᾶς;  Λίγο χρόνο, ὅπως εἶπα, κράτησε ἡ θαρρετὴ ὁμολογία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ καθέναν ἀπὸ τοὺς ἁγίους καὶ μπροστὰ σὲ   μερικοὺς ἄρχοντες καὶ βασιλεῖς·  ἀνυμνοῦν ὅμως καὶ μεγαλύνουν τιμῶντας καὶ δοξάζοντας καὶ προσκυνῶνας ὄχι αὐτοὺς μονάχα καὶ τὶς  εἰκόνες τους σὰ νὰ ἦσαν κύριοι καὶ παραπάνω ἀπὸ κύριοι καὶ βασιλεὶς οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες κι ὅλοι οἱ ὑπηκόοι προσπέφτοντας σ’ αὐτοὺς μὲ τὸση πορθυμία καὶ χαρά, ὥστε νὰ εὔχεται κανεὶς νὰ τὸ κληρονομήσουν αὐτοὸ καὶ στὰ παιδιὰ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο, σὰ μιὰ καλότυχη κληρονομία, ποὺ προξενεῖ τὴν πιὸ ψηλὴ εὐτυχία. Κι αὐτὸ εἶναι δεῖγμα καὶ ἐξοικόνιση καὶ σάμπως προανάκρουσμα τῆς δόξας ἐκείνης τῆς ἄρρητης ποὺ μᾶς περιμένει ποὺ καὶ τώρα τὴ χαίρονται τὰ πνεύματα τῶν δικαίων καὶ ποὺ θὰ τὴν ἐπιτύχουν μαζί μ’ αὐτὰ καὶ τὰ σώματα ποὺ μαζὶ μὲ τὰ πνεύματα πέρασαν ὄλο τὸν ἀγῶνα τοῦ Θεοῦ.  Γι  αὐτὴ τὴν ὑπερβολὴ τῆς δόξας καὶ τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν κάνοντας ἔνδειξη ὁ Κύριος στοὺς ἁγίους μαθητὰς καὶ ἀποστόλους ἀπὸ τὴ μιὰ εἶπε «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, σεῖς ποὺ μ’ ἀκολουθήσατε, στὴν ὥρα τοῦ ξαναγεννημοῦ, ὅταν ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου καθίση στὸν θρόνο τῆς δόξας του θὰ καθίσετε καὶ σεῖς σὲ δώδεκα θρόνους καὶ θὰ κρίνετε τὶς δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ». Καὶ σ’ ὅλους πάλι γενικὰ ποὺ πιστεύουν. «Καθένας ποὺ ἄφησε σπίτη ἤ ἀδελφὴ ἤ ἀδελφὲς ἤ πατέρα ἤ μάνα ἤ γυναῖκα ἤ παιδιὰ ἤ χωράφια γιὰ χάρη μου, θὰ λάβη ἑκατὸ φορὲς περισσότερο καὶ θὰ κληρονομήση ζωὴ παντοτινή. Κι ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν πατέρα ἤ τὴ μάνα του περισσότερο ἀπὸ μένα δὲν εἶναι ἄξιός μου». Ἐπεῖδὴ ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας ἔδωσε γιὰ χάρη μας τὸν Γιὸ του τὸν ἀγαπητὸ ( καὶ ὁ ἴδιος ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ ὁ μονογενὴς ἔδωσε τὴν ψυχή του γιὰ χάρη μας) ζητεῖ κι ἀπὸ μᾶς δίκαια ὅλους τοὺς συγγενεῖς μας νὰ μὴν λογαριάζωμε, ὅταν μᾶς ἐμποδίζουν στὴν εὐσέβεια καὶ τὸν εὐσεβῆ βίο.  Καὶ τί λέγω τοὺς συγγενεῖς; Εἶναι δίκαιο καὶ ἀναγκαῖο νὰ προσφέρη καθένας τὴν ἴδια τὴν ψυχή του, ὅταν τὸ καλέση ἡ περίσταση, ἄν θέλη νὰ ἐπιτύχη τὴν παντοτινὴ ζωή, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ ἔδωσε γιὰ  μᾶς τὴν ψυχή του. Γι’ αὐτὸ λέει καὶ «ὅποιος δὲν παίρνει τὸ σταυρό του καὶ δὲν μ’ ἀκολουθεῖ δὲν εἶναι ἄξιος μου». Σταυρὸς λοιπὸν εἶναι καὶ τὸ νὰ σταυρώση κανεὶς τὴ σάρκα μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες.

Ὅταν λοιπὸν εἶναι περίοδος εἰρήνης, νεκρώνει μὲ τὴν ἀρετὴ ὁ ἄνθρωπος τὰ κακὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες καὶ σηκώνοντας ἔτσι τὸ σταυρὸ του ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο. Ὅταν πάλι εἶναι περίοδος διωγμοῦ, περιφρονῶντας καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωὴ καὶ παραδίδοντας τὴν ψυχὴ του γιὰ χάρη τῆς εὐσέβειας, σηκώνει ἔτσι τὸ σταυρό του καὶ ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο καὶ ἔτσι κληρονομεῖ τὴν παγντοτινὴ ζωή. Ὅποιος εὕρη τὴν ψυχὴ του λέει θὰ τὴ χάση, κι αὐτὸς ποὺ ἔχασε τὴν ψυχή του γιὰ μένα θὰ τὴν εὕρη. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅποιος ἔχασε τὴν ψυχή του θὰ τὴν εὕρη; Ὁ  ἄνθρωπος εἶναι διπλός, ὁ ἔξω, δηλαδὴ τὸ σῶμα καὶ ὁ μέσα μας ἄνθρωπος δηλ. ἡ ψυχή. Ὅποιος λοιπὸν παραδώση σὲ θάνατο τὸν ἑαυτό του ὡς πρὸς τὸν ἔξω ἄνθρωπο χάνει τὴν ψυχή του ποὺ χωρίζεται ἀπ’ αὐτόν. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ χάνει τὴν ψυχή του γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου, αὐτὸς πραγματικὰ θὰ τὴν εὕρη, ἀφοῦ τῆς χαρίση ζωὴ οὐράνια καὶ παντοτινὴ καὶ τέτοια θὰ τὴν πάρη κατὰ τὴν ἀνάσταση καὶ τέτοιος θὰ γίνη κι αὐτὸς κατὰ τὸ σῶμα ἐξ αἰτίας της, οὐράνιος κι αἰώνιος. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὰ εἶναι δύσκολα καὶ μεγάλα καὶ γιὰ τοὺς τέλειους μόνο καὶ γιὰ νὰ πῶ ἔτσι, ἀποστολικά, νὰ σταυρώσης δηλ. τὴ σάρκα μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες, νὰ εἶσαι ἕτοιμος γιὰ τὴν ἐσχάτη περιφρόνηση καὶ τὸν πιὸ ἐπονείδιστο θάνατο γιὰ χάρη τοῦ καλοῦ, νὰ χάσης τὴν ψυχή σου γιὰ χάρη τοῦ Εὐαγγελίου, αὐτὰ ποὺ στὴ συνέχεια λέει ὁ Κύριος εἶναι γιὰ νὰ ἐνθαρρυνθοῦν οἱ πιὸ ἀτελεῖς ποὺ τὸσο ὑπεράνθρωπα ἀγωνίζονται·  «αὐτὸς ποὺ δέχεται ἐσᾶς» δηλαδὴ τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς ὕστερ’ ἀπ’ αὐτοὺς Πατέρες καὶ δασκάλους τῆς εὐσεβείας «δέχεται καὶ ἐμένα κι ὅποιος δέχεται ἐμένα, δέχεται ἐκεῖνον ποὺ μ’ ἔστειλε».

 Γιὰ τοὺς τέλειους ἐκείνους ἀπὸ δῶ ἑτοιμάζει ὑποδοχή, σ’ ὅσους δὲν εἶναι τέλειοι παρέχει τὴ σωτηρία, ἐπειδὴ ὑποδέχονται ἐκείνους.  Βλέπεις πόσο μεγάλος εἶναι κι ὁ μισθὸς γι’ αὐτοὺς ποὺ δέχονται ὅσους ζοῦν κατὰ Θεὸ κι ὅσους διδάσκουν τὴν ἀλήθεια. Γιατὶ ὅποιος τοὺς δέχεται αὐτοὺς δέχεται τὸν Πατέρα καὶ τὸ Γιό. Πῶς λοιπὸν πρέπει νὰ τοὺς δεχώμαστε αὐτούς; Ὄχι μόνο νὰ τοὺς φιλοξενοῦμε καὶ νὰ τοὺς ἀναπαύωμε ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς ἀκοῦμε. Γι’ αὐτὸ σ’ ἄλλο σημεῖο θέλοντας νὰ φοβίση ἐκείνους ποὺ τοὺς ἀψηφοῦν, ἔλεγε στοὺς μαθητές του. «Ὅποιος σᾶς ἀψηφᾶ, ἀψηφᾶ ἐμένα κι ὅποιος ἀψηφᾶ ἐμένα ἀψηφᾶ ἐκεῖνον ποὺ μ’ἔστειλε». Ἀλλὰ κι αὐτὸς ποὺ φιλοξενεῖ μόνο κι ἀναπαύει τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, ἄν αὐτὸ τὸ κάμη γιὰ τὸ Θεό, θὰ πάρη μισθὸ πολύ. Αὐτὸ φανερώνοντας ὁ Κύριος ἔλεγε· «Ὅποιος δέχεται προφήτη ὡς προφήτη θὰ πάρη μισθό προφήτου κι ὅποιος δέχεται δίκαιο ὡς δίκαιο θὰ λάβη δικαίου μισθό». Πῶς θὰ πάρη μισθὸ προφήτου καὶ μισθὸ δικαίου; Ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος τὸ δικὸ τους περίσσευμα θ’ ἀναπληρώση τὸ ὑστέρημα τὸ δικό μας. Κι ὅποιος τὸν δίκαιο σὰ δίκαιο δέχεται κι ἀναπαύει κι ἄν δὲν προσφέρη μ’ ἀφθονία ἀλλὰ δώση μικροπράγματα, θὰ κερδίση τὰ μεγάλα. Ὅποιος ποτίση ἕνα ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς μικροὺς ἕνα ποτήρι νερὸ στ’ ὄνομα μαθητοῦ, σᾶς βεβαιώνω ὅτι δὲ θὰ χάση τὸ μισθό του. Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια καὶ τὶς ἐντολὲς δὲν φροντίζει μόνο γιὰ τοὺς δικαίους καὶ τοὺς μαθητὰς ἀλλὰ πολὺ περισσότερο γιὰ αὐτοὺς ποὺ τοὺς δέχονταν. Ἄν φρόντιζε μόνο γι’ αὐτούς, θὰ συνιστοῦσε τὴν ὑποδοχή τους μόνο καὶ θὰ ζητοῦσε τὴν ὑποδοχὴ μονάχα ἐκείνων καὶ τὴν ἀνάπαυση, ὅπως καὶ νὰ ἦταν. Τώρα ὅμως μὲ τὴν προσθήκη, σὲ ὄνομα προφήτου καὶ μαθητοῦ καὶ δικαίου δείχνει ὅτι φροντίζει περισσότερο αὐτοὺς ποὺ δέχονται θέλοντας ν’ ἀλλάξη τὴν ἀντίληψή τους στὸ καλύτερο, ὥστε μὲ τὴν ἀρετὴ ν’ ἀκολουθήση καὶ ὁ μισθός τους. Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν τοῦ Χριστοῦ τιμῶντας μετὰ τὸν θάνατο αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν ἀληθινὰ κατὰ τὸ  θέλημα τοῦ Θεοῦ ὅλο τὸ χρόνο μνημονεύει κάθε μέρα αὐτοὺς ποὺ τὴ μέρα ἐκείνη ἔφυγαν ἀπὸ δῶ, καὶ τοὺς ἁγίους ποὺ ἀποδήμησαν ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτὴ τὴ σημαδεμένη μὲ τὸ θάνατο. Καὶ φέρνει μπροστὰ στὰ μάτια μας τὴ ζωὴ καθενὸς γιὰ δική μας ὠφέλεια καὶ παρουσιάζει τὸ τέλος  τους, εἴτε ἦταν εἰρηνικὸ εἴτε ἔκλεισε ἡ ζωή του μὲ τὴ σφραγίδα  τοῦ μαρτυρίου.  Καὶ τώρα μετὰ τὴ Πεντηκοστή, ἀφοῦ ὅλους μαζί μᾶς συγκέντρωσε, τοὺς κάμνει κοινὰ ἔπαινο, ὄχι μονο ἐπειδὴ ὅλοι εἶναι ἑνωμένοι μεταξὺ τους κι εἶναι ἕνας κατὰ τὴν εὐχὴ τοῦ Κυρίου. «Δῶσε σ’ αὐτοὺς, λέει πρὸς τὸν Πατέρα στὸ Εὐαγγέλιο ὁ Κύριος, δῶσε τους νὰ  εἶναι ὅλοι ἕνα, ὅπως ἐγώ, Πατέρα, μὲ σένα καὶ σὺ μένα ἔτσι κι αὐτοὶ νὰ εἶναι ἑνωμένοι μαζί μας ἀληθινά».

Δὲν ἀποδίδει λοιπὸν σ’ ὅλους αὐτοὺς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τὸν κοινὸ ὕμνο μόνο γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἀλλὰ καὶ γιατὶ σπεύδει ἔτσι μὲ τὴν ἁγία Τεσσαρακοστὴ κι ἔπειτα τὴν Πεντηκοστὴ νὰ φανέρωση καὶ ν’ ἀνυμνήση ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ λοιπὸν ὅλα τὰ ἐφανέρωσε, ὅπως   γνωρίζετε, πῶς στὴν ἀρχὴ ἔγινε ἀπὸ τὸ Θεὸ ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος· πῶς  ὁ Ἀδὰμ διώχτηκε ἀπὸ τὸν παράδεισο καὶ τὸ Θεό·  πῶς ὁ παλαιὸς λαὸς δέχτηκε τὴν κλήση τοῦ Θεοῦ· πῶς  κι αὐτοὶ μὲ τὶς παραβάσεις τους ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴν οἰκειότητα τους μὲ τὸ Θεό· πῶς ὁ μονογενὴς Γιὸς τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς κατέβηκε σ’ ἐμᾶς κι ἀφοῦ ἔπραξε θαυμάσια, καὶ ἐδίδαξε κήρυγμα  σωτηρίας, ἔπαθε καὶ πέθανε γιὰ μᾶς σὰν ἄνθρωπος θάφτηκε ἀλλὰ καὶ σὰ Θεὸς ἀναστήθηκε σὲ τρεῖς μέρες καὶ στοὺς οὐρανοὺς ἀπ’ ὅπου κατέβηκε ὕστερα ξαναγύρισε καὶ καθίζοντας στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα ἔστειλε ἀπὸ κεῖ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα. Ἀφοῦ λοιπὸν ὅλα αὐτὰ τὰ ὕμνησε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τώρα κι ἐκεῖνο ποὺ ἔλειπε προσθέτοντας καὶ παρουσιάζοντας, πόσο πολλοὺς δηλαδὴ καὶ ὡραίους καρποὺς μάζεψε γιὰ νὰ ζήσουν αἰώνια ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου μας καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ δύναμη τοῦ παναγίου Πνεύματος, ὅλων μαζί τῶν ἁγίων κάμνει τὸ μνημόσυνο καὶ σ’ ὅλους τὸν ὕμνο καὶ τὴν τιμὴ ἀποδίδει σήμερα.

Ἄς τιμήσωμε λοιπὸν κι ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, τοὺς ἁγίους τοῦ Θεοῦ. Καὶ θὰ τοὺς τιμήσωμε πῶς; Ἄν κατὰ τὸ παράδειγμα ἐκείνων καθαρίσωμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ κάθε μόλυσμα σαρκικὸ καὶ πνευματικὸ κι ἄς ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὶς κακίες προχωρῶντας πρὸς τὴν ἁγιότητα μὲ τὴν ἀποχὴ ἀπ’ αὐτές. Ἄν ἐμποδίσωμε τὴ γλῶσσα μας ἀπὸ τὸν ὅρκο καὶ τὴν ἐπιορκία, ἀπὸ τὴ φλυαρία καὶ ὑβρεολογία καὶ τὰ χείλη μας ἀπὸ τὸ ψεῦδος καὶ τὴ συκοφαντία κι ἔτσι τοὺς προσφέρομε τὸν ἔπαινο. Ἄν δὲν καθαρίσωμε ἔτσι τὸν ἑαυτό μας, δίκαια θ’ ἀκούσωμε ὁ καθένας μας ἀπ’ αὐτοὺς ἐκεῖνα τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἁμαρτωλό. Πῶς τολμᾶς νὰ φέρνης στὴ μνήμη σου καὶ νὰ ἀναφέρης μὲ τὴ γλῶσσα σου ἀκόμα κι αὐτὰ τὰ ὀνόματα τῶν ἁγίων καὶ νὰ διηγῆσαι τὴ συμπεριφορά τους γεμάτη ἀπὸ κάθε ἀρετὴ καὶ καθαρότητα. Ἐνῶ ἐσὺ ἐμίσησες τὸν ἐνάρετο βίο καὶ πέταξες μακρυά σου τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Ἄν ἔβλεπες κλέφτη, τὸν βοηθοῦσες καὶ ἔπαιρνες τὸ μερίδιο μὲ τὸ μοιχό. Τὸ στόμα σου ξεχείλισε ἀπὸ κακία κι ἡ γλῶσσα ὕφανε δολιότητες. Καθόσουν κάπου καὶ καταλαλοῦσες τὸν ἀδελφό σου, ἔστηνες παγίδα στὸν γιὸ τῆς μητέρας σου. Ἀπὸ τέτοια στόματα, ἀδελφοί μου, οὔτε ὁ Θεὸς οὔτε οἱ ἅγιοί του δέχονται ὕμνο. Ἄν καθένας ἀπὸ μᾶς, ἄν ἀγγίξη κάτι ἀκάθαρτο μὲ τὸ χέρι του, δὲ θέλη νὰ τὸ χρησιμοποιήση, ἄν δὲν τὸ πλύνη πρῶτα, πῶς ὁ Θεὸς θὰ δεχτῆ ὅ,τι προσφέρωμε ἀπὸ σῶμα καὶ στόμα ἀκάθαρτα, ἄν δὲν καθαρίσωμε πρῶτα τὸν ἑαυτό μας; Πολὺ πιὸ σχαμένη ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσία ἡ ἁμαρτία, ὁ δόλος, τὸ ψεῦδος, ὁ φθόνος, τὸ μῖσος, ἡ πλεονεξία, ἡ προδοσία, οἱ αἰσχροὶ διαλογισμοὶ καὶ λόγοι καὶ οἱ ἀκαθάρατες πράξεις ποὺ τὰ ἀκολουθοῦν. Καὶ πῶς καθαρίζεται πάλι ἐκεῖνος ποὺ πέφτει σ’ αὐτά; Μὲ τὴ μετάνοια, τὴν ἐξομολόγηση, τὴν ἀγαθοεργία, μὲ τὴ συνεχῆ δέηση πρὸς τὸ   Θεό.

 Ὅταν λοιπὸν στὶς μνῆμες τῶν ἁγίων ποὺ ἑορτάζομε, σχολάζομε ἀπὸ τὴν τέχνη καὶ τὸ ἐπάγγλεμά μας καθένας, αὐτὰ ἄς εἶναι ἡ σκέψη μας, πῶς νὰ ἀπομακρυνθοῦμε καὶ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας. Ἄν ὅμως καὶ τότε ἀκόμη περιπαίζωμε τὶς ψυχές μας κι ἀδιαφοροῦμε καὶ μεθοῦμε, πῶς λέμε ὅτι ἑορτάζουμε τοὺς ἁγίους, ἀφοῦ διώχνουμε ἀπὸ τὴν ἡμέρα τὴν ἁγιότητα; Ἀλλα ἄς μὴ γιορτάζωμε ἔτσι, ἀδελφοί μου, παρακαλῶ. Ἄς φέρνωμε τὰ σώματα καὶ τὶς ψυχὲς στὸ Θεὸ ἔτσι ὅπως τὰ θέλει καὶ μάλιστα τὶς γιορτινὲς αὐτὲς ἡμέρες κι ἔτσι μὲ τὴ μεσίτευση τῶν ἁγίων νὰ λάβωμε μέρος κι ἐμεῖς στὴν πανήγυρη καὶ στὴν ἀπέραντη ἐκείνη εὐφορσύνη. Μακάρι ὅλοι μας νὰ τὴν ἀπολαύσωμε μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀξίζει ἡ δόξα μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ Πανάγιο καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα καὶ τώρα καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.

Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου

Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον

Τόμος Δεύτερος

Ἀθῆναι 1969

ΣΥΝ ΠΑΣΙ ΤΟΙΣ ΑΓΙΟΙΣ

 Ὁ Πρόλογος καί ὁ Ἐπίλογος εἰς τούς «Βίους τῶν Ἁγίων»


Ἁγ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ Πόποβιτς


Πρό τῆς ἐλεύσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ εἰς τόν ἐπίγειόν  κόσμον μας, ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἠξεύραμεν μόνον τόν θάνατον.καί ὁ θάνατος ἡμᾶς. Κάθε τί τό ἀνθρώπινον ἦτο διαπεποτισμένον μέ τόν θάνατον, αἰχμαλωτισμένον καί κατανικημένον ἀπ᾽ αὐτόν. Ὁ θάνατος μᾶς ἦτο πλησιέστερος καί ἀπό τόν ἑαυτόν μας καί περισσότερον πραγματικός ἀπό ἡμᾶς τούς ἰδίους. δυνατώτερος, ἀσυγκρίτως δυνατώτερος, ἀπό κάθε ἄνθρωπον χωριστά καί ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους μαζί. Ἡ γῆ ἦτο μία φρικαλέα φυλακή τοῦ θανάτου καί ἡμεῖς ἀνίσχυροι δέσμιοι καί δοῦλοι του (πρβλ. Ἑβρ. 2, 14-15). Μόνον μέ τήν ἔλευσιν τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ «ἡ ζωή ἐφανερώθη». ἐφανερώθη «ἡ ζωή ἡ αἰώνιος» εἰς τούς ἀπηλπισμένους θνητούς, τούς ἀθλίους δούλους τοῦ θανάτου, ἡμᾶς (πρβλ. 1 Ἰωάνν. 1, 2). Αὐτήν τήν «ζωήν αἰώνιον»

«ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν». αὐτήν ἡμεῖς οἱ χριστιανοί «μαρτυροῦμεν καί ἀπαγγέλλομεν» πρός πάντας (1 Ἰωάνν. 1, 1-2). Διότι ζῶντες ἐν κοινωνίᾳ μέ τόν Σωτῆρα Χριστόν, ζῶμεν ἤδη ἐδῶ εἰς τήν γῆν τήν αἰωνίαν ζωήν (πρβλ. 1 Ἰωάνν. 1, 3). Ἀπό προσωπικήν μας ἐμπειρίαν τό γνωρίζομεν: Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «ὁ ἀληθινός Θεός καί ζωή αἰώνιος». Διά τοῦτο καί ἦλθεν Αὐτός εἰς τόν κόσμον: διά νά μᾶς δείξῃ τόν ἀληθινόν Θεόν καί ἐν Αὐτῷ τήν αἰωνίαν ζωήν (1 Ἰωάνν. 5, 11).


Εἰς τοῦτο καί μόνον ἔγκειται ἡ ἀληθινή, ἡ πραγματική φιλανθρωπία: «ὅτι τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν Μονογενῆ ἀπέσταλκεν ὁ Θεός εἰς τόν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι᾽ Αὐτοῦ» (1 Ἰωάνν. 4, 9) καί ἐν Αὐτῷ τήν αἰωνίαν ζωήν. Δι᾽ αὐτό «ὁ ἔχων τόν Υἱόν ἔχει τήν ζωήν. ὁ μή ἔχων τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τήν ζωήν οὐκ ἔχει» (1 Ἰωάνν. 5, 12), ἀλλ᾽ εὑρίσκεται ὅλος ἐν τῷ θανάτῳ. Ἡ μόνη ἀληθινή ζωή μας, εἶναι ἡ ζωή ἐν τῷ μόνῳ ἀληθινῷ Θεῷ καί Κυρίῳ Ἰησοῦ Χριστῷ, ἐπειδή εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου αἰωνία καί ἰσχυροτέρα τοῦ θανάτου. Διότι, πῶς δύναται νά ὀνομασθῆ ζωή ἐκείνη, πού εἶναι μολυσμένη ἀπό τόν θάνατον καί τελειώνει εἰς τόν θάνατον; Ὅπως τό μέλι, ὅταν ἀναμιχθῆ μέ τό δηλητήριον δέν εἶναι πλέον μέλι, διότι μεταβάλλεται ὅλον εἰς δηλητήριον, ἔτσι καί ἡ ζωή, ἡ ὁποία τελειώνει μέ τόν θάνατον, δέν εἶναι πλέον ζωή.


Ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ δέν ἔχει ὅρια καί τέλος. Διότι, διά νά ἀποκτήσωμεν ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι τήν αἰωνίαν ζωήν, τήν ἐν Αὐτῷ καί νά τήν ζήσωμεν, δέν μᾶς ζητεῖται οὔτε μόρφωσις, οὔτε δόξα, οὔτε πλοῦτος, οὔτε τίποτε ἀπό ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἠμπορεῖ κάποιος ἀπό ἡμᾶς νά μή ἔχη, ἀλλ᾽ ἀπαιτεῖται ἐκεῖνο μόνον, τό ὁποῖον δύναται καθένας μας νά ἔχη: ἡ πίστις εἰς τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν. Διά τοῦτο Αὐτός – ὁ Μόνος Φιλάνθρωπος – ἀνήγγειλε εἰς τό ἀνθρώπινον γένος τό θαυμαστόν εὐαγγέλιον: «Οὕτω ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν Μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον… Ὁ πιστεύων εἰς τόν Υἱόν ἔχει ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάνν. 3, 16, 36). Ἀπό ὁλόκληρον τό ἀνθρώπινον γένος, μόνος ὁ Χριστός, ὡς μόνος ἀληθινός Θεός, πού δίδει εἰς τόν ἄνθρωπον ἐκεῖνο τό ὁποῖον κανείς ἐκ τῶν ἀγγέλων ἤ τῶν ἀνθρώπων δέν δύναται νά δώσῃ, Αὐτός μόνος εἶχε τήν ἐξουσίαν καί τό κῦρος νά δηλώσῃ: «Ἀμήν, ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ ἔχει ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάνν. 6, 47) καί «μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν» (Ἰωάνν. 5, 24) ἀκόμη καί εἰς αὐτήν τήν ζωήν.


Ἡ πίστις εἰς τόν Χριστόν «ἑνώνει τόν ἄνθρωπον μέ τόν αἰώνιον Κύριον, ὁ Ὁποῖος κατά τό μέτρον τῆς πίστεως τοῦ ἀνθρώπου πληροῖ τήν ψυχήν του μέ τήν αἰωνίαν ζωήν καί τότε αἰσθάνεται καί κατανοεῖ τόν ἑαυτόν του ὡς αἰώνιον. Αὐτό γίνεται τόσον περισσότερον, ὅσον ὁ ἄνθρωπος ζῆ κατ᾽ αὐτήν τήν πίστιν, ἡ ὁποία ἁγιάζει βαθμηδόν τήν ψυχήν του, τήν καρδίαν του, τήν συνείδησίν του, ὅλον τό εἶναι του μέ τάς θείας ἐνεργείας τῆς χάριτος. Ἀνάλογα πρός τήν πίστιν τοῦ ἀνθρώπου αὐξάνει καί ὁ ἁγιασμός τῆς φύσεώς του. καθώς γίνεται ἁγιώτερος ὁ ἄνθρωπος, ἀποκτᾶ ὁλονέν καί περισσότερον δυνατήν, περισσότερον ζωντανήν αἴσθησιν τῆς προσωπικῆς του ἀθανασίας. ἀποκτᾶ ἐπίγνωσιν τῆς ἰδικῆς του καί τῆς τῶν πάντων αἰωνιότητος. Πράγματι, ἡ ἀληθινή ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζει μέ τήν πίστιν του εἰς τόν Χριστόν, ἡ ὁποία πίστις παραδίδει εἰς τόν Κύριον ὅλην τήν ψυχήν, ὅλην τήν καρδίαν, ὅλον τόν νοῦν, ὅλην τήν δύναμίν του, – Αὐτός δέ ἁγιάζει, μεταμορφώνει καί θεώνει ὅλα αὐτά βαθμιαίως. Δι᾽ αὐτοῦ τοῦ ἁγιασμοῦ, τῆς μεταμορφώσεως καί θεώσεως, διαχέει ὁ Κύριος εἰς τόν ἄνθρωπον τάς θείας ἐνεργείας τῆς χάριτος, αἱ ὁποῖαι τοῦ δίδουν τήν παντοδύναμον αἴσθησιν καί ἐπίγνωσιν τῆς προσωπικῆς του ἀθανασίας καί αἰωνιότητος. Πραγματικῶς: Ἡ ζωή μας εἶναι τόσον ζωή, ὅσον εἶναι ζωή ἐν Χριστῷ. Πόσον δέ εἶναι ἐν τῷ Χριστῷ; Αὐτό φανερώνεται ἀπό τήν ἁγιότητά της. ὅσον περισσότερον ἁγία ἡ ζωή, τόσον περισσότερον ἀθάνατος καί αἰωνία.


Τό ἀντίθετον πρός αὐτό συμβαίνει μέ τόν θάνατον. Τί εἶναι ὁ θάνατος; Θάνατος εἶναι ἡ «ἀποτελεσθεῖσα» ἁμαρτία (Ἰακ. 1, 15). ἡ «ἀποτελεσθεῖσα» ἁμαρτία εἶναι ὁ χωρισμός ἀπό τόν Θεόν, εἰς τόν Ὁποῖον καί μόνον εὑρίσκεται ἡ ζωή καί ἡ πηγή τῆς ζωῆς. Εὐαγγελική, θεία ἀλήθεια εἶναι: Ἡ ἁγιότης εἶναι ἡ ζωή, ἡ ἁμαρτωλότης θάνατος. ἡ εὐσέβεια εἶναι ζωή, ἡ ἀσέβεια θάνατος. ἡ πίστις εἶναι ζωή, ἡ ἀπιστία θάνατος. ὁ Θεός εἶναι ζωή, ὁ διάβολος εἶναι θάνατος. Ὁ θάνατος εἶναι χωρισμός ἀπό τόν Θεόν, ἡ δέ ζωή ἐπιστροφή πρός τόν Θεόν καί ζωή ἐν τῷ Θεῷ. Τοῦτο ἀκριβῶς εἶναι ἡ πίστις: ἡ ἀναζωοποίησις τῆς ψυχῆς ἀπό τήν νέκραν, ἡ ἐκ νεκρῶν ἀνάστασις τῆς ψυχῆς: «νεκρός ἦν, καί ἀνέζησε» (Λουκ. 15, 24). Αὐτήν τήν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν τῆς ψυχῆς, τήν ἔζησεν ὁ ἄνθρωπος διά πρώτην φοράν μέ τόν Θεάνθρωπον Χριστόν. καί τήν ζῇ διαρκῶς εἰς τήν ἁγίαν Ἐκκλησίαν Του, διότι ὁ Θεάνθρωπος ὅλος εὑρίσκεται εἰς αὐτήν, μεταδίδων Ἑαυτόν εἰς ὅλους τούς πιστούς διά τῶν ἁγίων μυστηρίων καί τῶν ἁγίων ἀρετῶν. Ὅπου εἶναι Αὐτός, ἐκεῖ πλέον δέν ὑπάρχει θάνατος, ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν, ἐκεῖ ζῇ ἤδη τήν αἰωνίαν ζωήν. Μέ τήν ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ ἡμεῖς «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν»1.


Ἡ ἀληθινή ζωή ἐπί τῆς γῆς ἀρχίζει ἀκριβῶς ἀπό τήν ἀνάστασιν τοῦ Σωτῆρος, διότι εἶναι ζωή πού δέν τελειώνει μέ τόν θάνατον. Ἄνευ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἡ ἀνθρωπίνη ζωή δέν εἶναι ἄλλο παρά ἕνα ἀργόν ψυχομάχημα, πού καταλήγει ἀναπόφευκτα εἰς τόν θάνατον. Ἀλλά ἀληθινή ζωή εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία δέν τελειώνει μέ τόν θάνατον. Καί μία τοιαύτη ζωή ἔγινε δυνατότης ἐπάνω εἰς τήν γῆν, μόνον διά τῆς ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ἡ ζωή εἶναι ἀληθινή ζωή μόνον ἐν τῷ Θεῷ. Διότι αὐτή εἶναι ἁγία ζωή καί ὡς ἐκ τούτου ἀθάνατος ζωή. Ὅπως μέσα εἰς τήν ἁμαρτίαν εὑρίσκεται ὁ θάνατος, οὕτω καί εἰς τήν ἁγιότητα ἡ ἀθανασία. Μόνον διά τῆς πίστεως εἰς τόν Ἀναστάντα Χριστόν ὁ ἄνθρωπος ζῇ τό περισσότερον ἀποφασιστικόν θαῦμα τῆς ὑπάρξεώς του: τήν μετάβασιν ἀπό τόν θάνατον εἰς τήν ἀθανασίαν, ἀπό τό πεπερασμένον εἰς τήν αἰωνιότητα, ἀπό τόν ᾅδην εἰς τόν παράδεισον. Μόνον τότε εὑρίσκει ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτόν του, τόν ἀληθινόν, τόν αἰώνιον ἑαυτόν του: «ἀπολωλώς ἦν, καί εὑρέθη», διότι – «νεκρός ἦν, καί ἀνέζησε» (Λουκ. 15, 24).


Τί εἶναι οἱ χριστιανοί; Οἱ χριστιανοί εἶναι χριστοφόροι, καί ἑπομένως φορεῖς καί κάτοχοι τῆς αἰωνίου ζωῆς. τοῦτο δέ κατά τό μέτρον τῆς πίστεώς των καί κατά τό μέτρον τῆς ἁγιότητός των, ἡ ὁποία εἶναι καρπός τῆς πίστεως. Οἱ ἅγιοι εἶναι οἱ περισσότερον τέλειοι χριστιανοί, διότι ἔχουν ἁγιασθῆ εἰς τόν μέγιστον, κατά τό δυνατόν, βαθμόν διά τῆς ἀσκήσεως τῆς πίστεως εἰς τόν Ἀναστάντα καί αἰωνίως ζῶντα Κύριον Ἰησοῦν. Πράγματι, αὐτοί εἶναι οἱ μοναδικοί καί ἀληθινοί ἀθάνατοι μέσα εἰς τό ἀνθρώπινον γένος, διότι μέ ὅλον τό εἶναι των ζοῦν ἐν τῷ Ἀναστάντι καί διά τόν Ἀναστάντα Χριστόν, καί οὐδείς θάνατος ἔχει ἐξουσίαν ἐπάνω των. Ἡ ζωή των ὁλόκληρος εἶναι ἐκ τοῦ Χριστοῦ, καί δι᾽ αὐτό ὅλη εἶναι χριστο-ζωή. ἡ σκέψις των εἶναι χριστο-σκέψις. ἡ αἴσθησίς των χριστο-αἴσθησις. Ὅ,τι εἶναι ἰδικόν των εἶναι πρῶτα τοῦ Χριστοῦ καί κατόπιν ἰδικόν των. Ἄν εἶναι ἡ ψυχή, αὐτή εἶναι πρῶτα τοῦ Χριστοῦ καί μετά ἰδική των. Εἰς αὐτούς δέν εἶναι αὐτοί, ἀλλά τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός Κύριος2.


Δι᾽ αὐτό οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων δέν εἶναι ἄλλο, παρά ἡ ζωή τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἡ ἐπαναλαμβανομένη εἰς κάθε ἅγιον, ὀλίγον ἤ πολύ, κατά τοῦτον ἤ ἐκεῖνον τόν τρόπον. Ἤ ἀκριβέστερον, εἶναι ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ παρατεινομένη διά τῶν ἁγίων. ἡ ζωή τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου, τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ, ὁ Ὁποῖος δι᾽ αὐτό καί ἔγινεν ἄνθρωπος, διά νά μᾶς δώσῃ καί μεταδώσῃ («παραδώσῃ») ὡς ἄνθρωπος τήν θείαν ζωήν Του. διά νά ἁγιάσῃ καί ἀπαθανατίσῃ καί αἰωνοποιήσῃ μέ τήν ζωήν Του ὡς Θεός, τήν ἰδικήν μας ἀνθρωπίνην ζωήν ἐπί τῆς γῆς. «Ὅ τε γάρ ἁγιάζων καί οἱ ἁγιαζόμενοι ἐξ ἑνός πάντες» (Ἑβρ. 2, 11). Ὅλα αὐτά τά κατέστησε δυνατά καί πραγματοποιήσιμα διά τόν ἀνθρώπινον κόσμον ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ἀπό τότε πού ἔγινεν ἀνθρωπος καί «κεκοινώνηκε σαρκός καί αἵματος», δηλαδή ἔγινε κοινωνός τῆς ἀνθρωπίνης μας φύσεως καί τοιουτοτρόπως ἀδελφός τῶν ἀνθρώπων, ἀδελφός κατά σάρκα καί αἷμα (πρβλ. Ἑβρ. 2, 14, 17). Γενόμενος ἄνθρωπος ἀλλά παραμένων Θεός, ὁ Θεάνθρωπος ἔζη τήν ἁγίαν, ἀναμάρτητον, θεανθρωπίνην ζωήν ἐπί τῆς γῆς καί διά τῆς ζωῆς Του, τοῦ θανάτου Του καί τῆς ἀναστάσεώς Του, κατήργησε τόν διάβολον καί τό κράτος τοῦ θανάτου. Τοιουτοτρόπως ἔδωσε καί δίδει συνεχῶς εἰς ὅλους ὅσοι πιστεύουν εἰς Αὐτόν τάς ἐνεργείας τῆς χάριτος, διά νά καταργοῦν καί αὐτοί τόν διάβολον καί κάθε θάνατον καί κάθε πειρασμόν (πρβλ. Ἑβρ. 2, 14, 15, 18). Αὐτή ἡ θεανδρική ζωή ὑπάρχει ὅλη εἰς τό θεανθρώπινον σῶμα τοῦ Χριστοῦ – τήν Ἐκκλησίαν – καί βιοῦται συνεχῶς ἀπό αὐτήν, καί ἀπό τό ἐπίγειον –ἐπουράνιον πλήρωμά της καί ἀπό τά ἐπί μέρους μέλη της, κατά τό μέτρον τῆς πίστεώς των. Ἡ ζωή τῶν ἁγίων εἶναι εἰς τήν πραγματικότητα αὐτή ἡ ζωή τοῦ θεανθρώπου Χριστοῦ, ἡ ὁποία διοχετεύεται εἰς τούς ἀκολουθοῦντας Αὐτόν καί βιοῦται ἀπό αὐτούς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ Του. Διότι, ἀκόμη καί τό κάθε τι αὐτῆς τῆς ζωῆς ἔρχεται πάντοτε ἐκ τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή Αὐτός εἶναι ἡ ζωή (Ἰωάνν. 14, 6. 1, 4), ζωή ἄπειρος καί ἀτελεύτητος καί αἰωνία, πού μέ τήν θείαν δύναμίν της ἀνιστᾷ ἀπό κάθε θάνατον καί νικᾷ ὅλους τούς θανάτους. Ὅπως ἀκριβῶς λέγει τό παναληθές Εὐαγγέλιον τοῦ Παναληθοῦς Κυρίου: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή» (Ἰωάνν. 11, 35). Ὁ θαυμαστός Κύριος, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὅλος «ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή», κατοικεῖ μέ ὅλον τό εἶναι Του, ὡς θεανθρωπίνη πραγματικότης, εἰς τήν Ἐκκλησίαν Του. Δι᾽ αὐτό καί δέν ὑπάρχει τέλος εἰς τήν διάρκειαν τῆς πραγματικότητος αὐτῆς. Ἡ ζωή Του συνεχίζεται εἰς ὅλους τούς αἰῶνας. κάθε χριστιανός εἶναι σύσσωμος τοῦ Χριστοῦ (Ἐφ. 3, 6), καί δι᾽ αὐτό εἶναι χριστιανός διότι ζῇ τήν θεανθρωπίνην ζωήν αὐτοῦ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὡς ὀργανικόν κύτταρόν του.


Τί εἶναι ὁ χριστιανός; Ὁ χριστιανός εἶναι ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ζῇ διά τοῦ Χριστοῦ καί ἐν τῷ Χριστῷ. Διά τοῦτο ἡ θεία ἐντολή τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ λέγει: «Περιπατεῖτε ἀξίως τοῦ Κυρίου» (Κολ. 1, 10), ζῆτε, δηλαδή, ἀξίως τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐσαρκώθη καί παρέμεινε ὡς Θεάνθρωπος ὅλος εἰς τήν Ἐκκλησίαν Του, ἡ ὁποία δι᾽ Αὐτοῦ ζῇ καί ὑπάρχει αἰωνίως. Τότε ζῇ κανείς «ἀξίως τοῦ Θεοῦ», ὅταν ζῇ κατά τό Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ. Διά τοῦτο εἶναι αὐτονόητον νά ὑπάρχῃ καί ἡ ἑπομένη εὐαγγελική ἐντολή: «Ἀξίως τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ πολιτεύεσθε» (Φιλ. 1, 27).


Ἡ ζωή κατά τό Εὐαγγέλιον, ἡ ἁγία ζωή, ἡ θεία ζωή – αὐτή εἶναι ἡ φυσική καί κανονική ζωή διά τούς χριστιανούς. Διότι οἱ χριστιανοί κατά τήν κλῆσιν των εἶναι ἅγιοι. Αὐτή ἡ καλή ἀγγελία καί ἐντολή ἀκούεται μέσα ἀπό ὁλόκληρον τό Εὐαγγέλιον τῆς Καινῆς Διαθήκης. Τό νά ἁγιασθῶμεν ὁλοτελεῖς, καί κατά τήν ψυχήν καί κατά τό σῶμα, αὐτή εἶναι ἡ κλῆσις μας (πρβλ. 1 Θεσ. 5, 22-23). Καί τοῦτο δέν ἀποτελεῖ θαῦμα, ἀλλά κανόνα, τόν κανόνα τῆς πίστεως, τήν φύσιν καί τήν λογικήν τῆς εὐαγγελικῆς πίστεως. Εἶναι πρόδηλος καί σαφής ἡ ἐντολή τοῦ θείου Εὐαγγελίου: «Κατά τόν καλέσαντα ὑμᾶς Ἅγιον καί αὐτοί ἅγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ γενήθητε» (1 Πετρ. 1, 15). Τοῦτο δέ σημαίνει: Κατά τόν Χριστόν = τόν Ἅγιον, ὁ Ὁποῖος σαρκωθείς καί ἐνανθρωπήσας ἔδειξεν ἐν Ἑαυτῷ τήν ἀπολύτως ἁγίαν ζωήν, καί ὡς τοιοῦτος δίδει ἐντολήν εἰς τούς ἀνθρώπους: «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι» (1 Πετρ. 1, 16). Αὐτός ἔχει τό δικαίωμα νά ἐντέλλεται αὐτά, διότι γενόμενος ἄνθρωπος, δίδει δι᾽ Ἑαυτοῦ ὡς Ἁγίου, πάσας τάς θείας δυνάμεις («ἐνεργείας») εἰς τούς ἀνθρώπους τάς ἀναγκαίας «πρός ζωήν καί εὐσέβειαν» εἰς αὐτόν τόν κόσμον (πρβλ. 2 Πετρ. 2, 3). Καί οἱ χριστιανοί, ἑνούμενοι πνευματικῶς καί κατά χάριν διά τῆς πίστεως μέ τόν Ἅγιον Κύριον Ἰησοῦν, λαμβάνουν ἀπό Αὐτόν αὐτάς τάς θείας δυνάμεις διά νά ζήσουν τήν ζωήν τήν ἁγίαν.


Ζῶντες ἐν Χριστῷ οἱ ἅγιοι κάνουν τά ἔργα τοῦ Χριστοῦ, διότι δι᾽ Αὐτοῦ γίνονται ὄχι μόνον δυνατοί ἀλλά καί παντοδύναμοι: «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλ. 4, 13). Κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπον γίνεται πραγματικότης ὁ λόγος τῆς Αὐτοαληθείας, τοῦ Χριστοῦ, ὅτι οἱ πιστεύοντες εἰς Αὐτόν θά κάνουν ἔργα τά ἰδικά Του καί ἀκόμη μεγαλύτερα: «Ἀμήν, ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, τά ἔργα ἅ ἐγώ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει, καί μείζονα τούτων ποιήσει» (Ἰωάνν. 14, 12). Καί ὄντως ἡ σκιά τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου θεραπεύει τούς ἀρρώστους. ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἀθηναῖος μέ τόν λόγον του μετακινεῖ τό ὄρος καί πάλιν τό σταματᾶ… Ὅταν ὁ Θεός ἔγινεν ἄνθρωπος, τότε ἡ Θεία Ζωή ἔγινε καί τοῦ ἀνθρώπου ζωή. ἡ Θεία Δύναμις ἔγινε καί δύναμις τοῦ ἀνθρώπου. ἡ Θεία Ἀλήθεια καί τοῦ ἀνθρώπου ἀλήθεια καί ἡ Θεία Δικαιοσύνη καί τοῦ ἀνθρώπου δικαιοσύνη. ὅλα τά τοῦ Θεοῦ, ἔγιναν καί τοῦ ἀνθρώπου.


Τί εἶναι «Πράξεις τῶν ἁγίων Ἀποστόλων»; – Εἶναι τά ἔργα τοῦ Χριστοῦ, τά ὁποῖα κάνουν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι μέ τήν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ, ἤ μᾶλλον τά κάνουν διά τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ζῆ ἐν αὐτοῖς καί ἐνεργεῖ δι᾽ αὐτῶν. Καί ἡ ζωή τῶν ἁγίων Ἀποστόλων τί εἶναι; – Ἡ βιώσις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ζωή μεταδίδεται μέσα εἰς τήν Ἐκκλησίαν, εἰς ὅλους τούς πιστούς ἀκολούθους Του καί συνεχίζεται ἐσαεί δι᾽ αὐτῶν μέσῳ τῶν ἁγίων μυστηρίων καί τῶν ἁγίων ἀρετῶν.


Οἱ δέ «Βίοι τῶν Ἁγίων» τί εἶναι; Τίποτε ἄλλο παρά ἕνα εἶδος συνεχίσεως τῶν «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων». Μέσα εἰς αὐτούς τούς «Βίους» συναντᾶ κανείς τό ἴδιον Εὐαγγέλιον, τήν ἰδίαν ζωήν, τήν ἰδίαν ἀλήθειαν, τήν ἰδίαν δικαιοσύνην, τήν ἰδίαν ἀγάπην, τήν ἰδίαν πίστιν, τήν ἰδίαν αἰωνιότητα, τήν ἰδίαν «δύναμιν ἐξ ὕψους», τόν ἴδιον Θεόν καί Κύριον. Διότι «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13, 8): ὁ αὐτός δι᾽ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν αἰώνων, διαμοιράζων τά ἴδια χαρίσματα καί τάς ἰδίας θείας ἐνεργείας εἰς ὅλους τούς πιστεύοντας εἰς Αὐτόν. Αὐτή ἡ συνέχισις ὅλων τῶν θείων δυνάμεων καί ζωοποιῶν ἐνεργειῶν, τῶν παραμενουσῶν καί παρατεινομένων εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ διά μέσου τῶν αἰώνων καί ἀπό γενεᾶς εἰς γενεάν, ἀποτελεῖ ἀκριβῶς τήν ζῶσαν Ἱεράν Παράδοσιν. Ἡ ἁγία αὐτή Παράδοσις συνεχίζεται ἀδιακόπως ὡς ζωή χαρισματική εἰς ὅλους τούς χριστιανούς, μέσα εἰς τούς ὁποίους διά τῶν ἁγίων μυστηρίων καί τῶν ἁγίων ἀρετῶν ζῆ ἐν χάριτι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὅλος παρών εἰς τήν Ἐκκλησίαν Του, οὕτως ὥστε νά εἶναι αὐτή τό πλήρωμά Του. «Τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου (Ἐφ. 1, 23). Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός εἶναι τό ὑπερτέλειον πλήρωμα τῆς Θεότητος: «ὅτι ἐν Αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς Θεότητος σωματικῶς» (Κολ. 2, 9). Οἱ δέ χριστιανοί πρέπει, διά τῶν ἁγίων μυστηρίων καί τῶν ἁγίων ἀρετῶν, νά πληρωθοῦν «εἰς πᾶν τό πλήρωμα τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ. 3, 19). Οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» ἐμφανίζουν ἀκριβῶς αὐτά τά πρόσωπα, τά πεπληρωμένα διά Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, πρόσωπα χριστοφόρα, ἅγια, εἰς τά ὁποῖα διαφυλάσσεται καί διά τῶν ὁποίων μεταδίδεται ἡ ἁγία παράδοσις αὐτῆς τῆς ἐν χάριτι ζωῆς. Διαφυλάσσεται καί μεταδίδεται διά τῆς εὐαγγελικῆς πολιτείας των. Διότι οἱ βίοι τῶν ἁγίων δέν εἶναι ἄλλο, παρά αἱ εὐαγγελικαί θεῖαι ἀλήθειαι μεταφερθεῖσαι εἰς τήν ἀνθρωπίνην ζωήν μας διά τῆς χάριτος καί τῶν ἀσκήσεων. Δέν ὑπάρχει εὐαγγελική ἀλήθεια, ἡ ὁποία νά μή ἠμπορῇ νά μεταβληθῇ εἰς ζωήν. Ὅλαι αἱ ἀλήθειαι αὐταί ἐδόθησαν ἀπό τόν Χριστόν δι᾽ ἕνα σκοπόν: διά νά γίνουν ζωή μας, πραγματικότης μας, κτῆμα ἰδικόν μας, χαρά μας. Καί οἱ ἅγιοι, ὅλοι των μέχρις ἑνός, ζοῦν αὐτάς τάς θείας ἀληθείας ὡς τό κέντρον τῆς ζωῆς των καί ὡς τήν οὐσίαν τοῦ εἶναι των. Ἀκριβῶς, δι᾽ αὐτό «οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων» ἀποτελοῦν ἀπόδειξιν καί μαρτυρίαν ὅτι ἡ καταγωγή μας εἶναι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ. ὅτι ἡμεῖς δέν εἴμεθα ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλά ἐκ τοῦ ἄλλου. ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀληθινός ἄνθρωπος μόνον ἐν τῷ Θεῷ. ὅτι ζῶμεν ἐπί τῆς γῆς διά τοῦ οὐρανοῦ. ὅτι «ἡμῶν τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλ. 3, 20) καί ὅτι ὁ σκοπός μας εἶναι νά οὐρανώσωμεν τόν ἑαυτόν μας, τρεφόμενοι μέ τόν «οὐράνιον ἄρτον», τόν καταβάντα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ εἰς τήν γῆν (πρβλ. Ἰωάνν. 6, 33, 35, 51). Ὁ οὐράνιος αὐτός ἄρτος κατέβη εἰς τήν γῆν διά νά μᾶς τρέφῃ μέ τήν αἰωνίαν Θείαν Ἀλήθειαν, μέ τήν αἰωνίαν Θείαν ἀγαθότητα, τήν αἰωνίαν Θείαν Δικαιοσύνην, τήν αἰωνίαν Θείαν Ἀγάπην, τήν αἰωνίαν Θείαν Ζωήν, – διά τῆς Θείας Εὐχαριστίας, διά τῆς ζωῆς μας ἐν τῷ μόνῳ ἀληθινῷ Θεῷ καί Κυρίῳ Ἰησοῦ Χριστῷ (πρβλ. Ἰωάνν. 6, 50-51, 53-57). Μέ ἄλλους λόγους, ἡ κλῆσις μας εἶναι: νά πληρωθῶμεν μέ τόν Θεάνθρωπον Χριστόν, μέ τάς θείας καί ζωοποιούς ἐνεργείας Του, νά φθάσωμεν εἰς τήν ἐνχρίστωσιν καί χριστοποίησίν μας. Ἐάν ἐργάζεσαι δι᾽ αὐτό, τότε εὑρίσκεσαι ἤδη εἰς τόν οὐρανόν, παρ᾽ ὅλον ὅτι περιπατεῖς ἐπί τῆς γῆς. εἶσαι ἤδη ὅλος ἐν τῷ Θεῷ, μολονότι τό εἶναι σου παραμένει εἰς τά ὅρια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὁ ἄνθρωπος χριστοποιούμενος ξεπερνᾷ τόν ἑαυτόν του ὡς ἄνθρωπον, τόν ξεπερνᾷ διά τοῦ Θεοῦ, διά τοῦ Θεανθρώπου, ἐν τῷ Ὁποίῳ ἐδόθη ὁ τέλειος τύπος τοῦ ἀληθινοῦ, τοῦ πλήρους, τοῦ θεοειδοῦς ὄντως ἀνθρώπου. Ἐν Αὐτῷ ἀκόμη ἐδόθησαν παντοδύναμοι θεῖαι ἐνέργειαι διά τῶν ὁποίων ἀνυψώνεται ὁ ἄνθρωπος ὑπεράνω κάθε ἁμαρτίας, κάθε θανάτου, κάθε κολάσεως. καί τοῦτο, μόνον ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί διά τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν» (Ματθ. 16, 18), διότι ἐν αὐτῇ ζῇ ὅλος ὁ θαυμαστός Θεάνθρωπος Κύριος μέ ὅλας Του τάς θείας δυνάμεις, τάς ἐνεργείας, τάς ἀληθείας, τάς πραγματικότητας, τάς τελειότητας, τάς ζωάς καί τάς αἰωνιότητας.


Οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» εἶναι ἱεραί μαρτυρίαι περί τῆς θαυματουργικῆς δυνάμεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἰς τήν πραγματικότητα, αὐτοί δέν εἶναι ἄλλο παρά αἱ ἴδιαι αἱ μαρτυρίαι τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων συνεχιζόμεναι διά μέσου τῶν αἰώνων. Ἐπειδή καί οἱ ἅγιοι δέν εἶναι ἄλλο, παρά μάρτυρες ἅγιοι, ὅπως καί οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, πού εἶναι οἱ πρωτομάρτυρες. Τίνος μάρτυρες; – Τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Αὐτοῦ: Τοῦ σταυρωθέντος, τοῦ ἀναστάντος, τοῦ ἀναληφθέντος, τοῦ αἰωνίως ζῶντος. μάρτυρες τοῦ Εὐαγγελίου τῆς σωτηρίας, τό ὁποῖον συνεχίζει νά γράφεται ἀδιάκοπα μέ τά ἅγια εὐαγγελικά ἔργα, ἀπό γενεᾶς εἰς γενεάν. Διότι ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ αὐτός εἰς τούς αἰῶνας, θαυματουργεῖ συνεχῶς μέ τήν ἰδίαν θείαν δύναμιν, διά τῶν ἁγίων μαρτύρων του. Οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι εἶναι οἱ πρῶτοι ἅγιοι μάρτυρες τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί τῆς θεανθρωπίνης Του οἰκονομίας τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου (Πρβλ. Πράξ. 1,8,22. 2, 32. 3, 15. 4, 33. 5, 32. 10, 39, 41-42. 13, 31. 22, 15. 26, 16. Ἰωάνν. 21, 24-25. Λουκ. 24, 48.). καί οἱ βίοι αὐτῶν ἀποτελοῦν τάς ζωντανάς καί αἰωνίας μαρτυρίας περί τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Σωτῆρος, ὡς νέας ζωῆς, ζωῆς κεχαριτωμένης, ζωῆς ἁγίας, θείας, θεανδρικῆς καί ἑπομένως ζωῆς θαυματουργικῆς καί ἀληθινῆς, ὅπως εἶναι θαυματουργική καί ἀληθινή ἡ ἰδία ἡ ζωή τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Καί οἱ χριστιανοί; – Εἶναι οἱ ἄνθρωποι, διά τῶν ὁποίων συνεχίζεται ἡ ἁγία θεανθρωπίνη ζωή τοῦ Χριστοῦ ἀπό γενεᾶς εἰς γενεάν μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ὅλοι τους ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ = τήν Ἐκκλησίαν, καί εἶναι σύσσωμοι τοῦ Χριστοῦ καί μέλη μεταξύ των (1 Κορ. 12, 27, 12-14. 10, 17. Ρωμ. 12, 5. Ἐφ. 3, 6.). Ὁ ποταμός τῆς ἀθανάτου θείας ζωῆς ἄρχισε νά ρέη, νά κυλᾶ ἀκατάπαυστα ἀπό τόν Θεάνθρωπον Χριστόν. καί οἱ χριστιανοί εἰσέρχονται δι᾽ αὐτοῦ εἰς τήν αἰωνίαν ζωήν. Οἱ χριστιανοί εἶναι τό Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ συνεχιζόμενον διά μέσου ὅλων τῶν αἰώνων τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Εἰς τούς «Βίους τῶν Ἁγίων» ὅλα εἶναι συνηθισμένα, ὅπως καί εἰς τό εὐαγγέλιον, ἀλλά καί ὅλα εἶναι παράδοξα, ὅπως εἰς τό Εὐαγγέλιον. ἐν τούτοις καί εἰς τάς δύο περιπτώσεις εἶναι ὅλα πραγματικά καί ἀληθινά, κατά ἕνα μοναδικόν τρόπον. Ἀληθινά δέ καί πραγματικά κατά τήν ἰδίαν θεανθρωπίνην ἀλήθειαν καί τήν ἰδίαν θεανδρικήν πραγματικότητα, καί μεμαρτυρημένα μέ τήν ἰδίαν ἁγίαν δύναμιν – θείαν καί ἀνθρωπίνην – κατά τρόπον θεϊκῶς καί ἀνθρωπίνως τέλειον.


Λοιπόν, οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων»; – Ἰδού, εὑρισκόμεθα εἰς χῶρον οὐράνιον, διότι ἡ γῆ γίνεται οὐρανός διά τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ. Ἰδού ὅτι εὑρισκόμεθα μεταξύ τῶν ἐν σώματι ἀγγέλων, μεταξύ τῶν χριστοφόρων. Ὅπου δέ εἶναι αὐτοί, ἐκεῖ καί ὅλος ὁ Κύριος ὁ Θεός, ἐν αὐτοῖς καί μεθ᾽ αὐτῶν καί ἐν μέσῳ αὐτῶν («ὁ Θεός ὁ ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος», «Θεός ἐν μέσῳ θεῶν»). ἐκεῖ καί ὅλη ἡ αἰωνία Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καί ὅλη ἡ αἰωνία Δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καί ὅλη ἡ αἰωνία Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ὅλη ἡ αἰωνία Ζωή τοῦ Θεοῦ.


Οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων»! – Ἰδού εὑρισκόμεθα εἰς τόν παράδεισον, ὅπου φυτρώνει καί αὐξάνει ὅ,τι τό θεῖον, τό ἅγιον, τό ἀθάνατον, τό αἰώνιον, τό δίκαιον, τό ἀληθινόν, τό εὐαγγελικόν. Διότι εἰς κάθε ἕνα ἅγιον ἤνθησε διά τοῦ Σταυροῦ τό δένδρον τῆς ζωῆς, τῆς αἰωνίας, θείας καί ἀθανάτου ζωῆς, καί ἐκαρποφόρησε πολλούς καρπούς. Ὁ δέ Σταυρός εἰσάγει εἰς τόν παράδεισον, εἰσάγει καί ἡμᾶς μετά τόν ληστήν, ὁ ὁποῖος, πρός ἐνθάρρυνσίν μας, εἰσῆλθεν πρῶτος εἰς τόν παράδεισον μετά τόν Πανάγιον Θεῖον Σταυροφόρον, τόν Χριστόν. εἰσῆλθε δέ μέ τόν σταυρόν τῆς μετανοίας.


Οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων»! – Ἰδού εὑρισκόμεθα εἰς τήν αἰωνιότητα.χρόνος δέν ὑπάρχει πλέον: «Χρόνος οὐκέτι ἔσται» (Ἀποκ. 10, 7), διότι εἰς τούς ἁγίους τοῦ Θεοῦ βασιλεύει ἡ αἰωνία Θεία Ἀλήθεια, ἡ αἰωνία Θεία Δικαιοσύνη, ἡ αἰωνία θεία Ἀγάπη, ἡ αἰωνία Θεία Ζωή. Καί «ὁ θάνατος οὐκ ἔστι ἔτι» εἰς αὐτούς, διότι ὅλον τό εἶναί των εἶναι γεμᾶτον ἐκ τῶν ἀναστασίμων θείων δυνάμεων τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου, τοῦ μοναδικοῦ Νικητοῦ τοῦ θανάτου καί ὅλων τῶν θανάτων εἰς ὅλους τούς κόσμους. Δέν ὑπάρχει θάνατος δι᾽ αὐτούς – τούς ἁγίους ἀνθρώπους, διότι ὅλον τό εἶναί των εἶναι πεπληρωμένον ἀπό τόν Μόνον Ἀθάνατον – τόν Ὑπεραθάνατον Κύριον καί Θεόν μας Ἰησοῦν Χριστόν. Εὑρισκόμενοι μεταξύ αὐτῶν ἡμεῖς ἐπάνω εἰς τήν γῆν, εὑρισκόμεθα μεταξύ τῶν μοναδικά ἀληθινῶν ἀθανάτων, οἱ ὁποῖοι ἐνίκησαν κάθε ᾅδην. Ὅταν εἴμεθα μέ αὐτούς κανένα εἶδος θανάτου δέν ἠμπορεῖ νά μᾶς βλάψῃ, διότι οἱ ἅγιοι εἶναι σάν ἀλεξικέραυνα τοῦ θανάτου.


Οἱ ἅγιοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἐπί τῆς γῆς ζοῦν τάς ἁγίας, αἰωνίας, θείας ἀληθείας. Δι᾽ αὐτό καί οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» ἀποτελοῦν εἰς τήν πραγματικότητα τήν ἐφηρμοσμένην Δογματικήν, ἐπειδή ἔχουν βιωθῆ ἀπό αὐτούς ὅλαι αἱ ἅγιαι καί αἰώνιαι δογματικαί ἀλήθειαι, εἰς ὁλόκληρον τήν ζωογόνον καί δημιουργικήν δύναμίν των. Εἰς τούς «Βίους τῶν Ἁγίων» καταδεικνύεται κατά τόν πλέον ὀφθαλμοφανῆ τρόπον, ὅτι τά δόγματα δέν εἶναι μόνον ὀντολογικαί ἀλήθειαι καθ᾽ ἑαυτάς καί δι᾽ ἑαυτάς, ἀλλ᾽ ὅτι τό κάθε δόγμα εἶναι πηγή τῆς αἰωνίου ζωῆς καί τῆς ἁγίας πνευματικότητος, σύμφωνα μέ τό παναληθές Εὐαγγέλιον τοῦ μοναδικοῦ καί ἀναντικατάστατου Σωτῆρος καί Κυρίου: «Τά ρήματά μου πνεῦμά ἐστι καί ζωή ἐστι» (Ἰωάν. 6, 63). Διότι, κάθε «ρῆμα Κυρίου, κάθε λόγος τοῦ Θεοῦ, προχέει μίαν δύναμιν σωστικήν, ἁγιαστικήν, ἡ ὁποία χαριτώνει, ζωοποιεῖ καί μεταμορφώνει.


Ἄνευ τῆς ἁγίας δογματικῆς ἀληθείας περί τῆς Ἁγίας Τριάδος, δέν θά εἴχομεν τάς θείας ἐνεργείας ἀπό τήν Ἁγίαν Τριάδα, τάς ὁποίας ἀντλοῦμεν διά τῆς ὀρθῆς πίστεως, καί αἱ ὁποῖαι μᾶς ζωοποιοῦν, μᾶς ἁγιάζουν, μᾶς σώζουν καί μᾶς θεώνουν. Ἄνευ τῆς ἁγίας ἀληθείας περί τοῦ Θεανθρώπου, δέν ὑπάρχει σωτηρία διά τόν ἄνθρωπον, διότι ἀπό τήν ἀλήθειαν αὐτήν, ὅταν τήν ζῇ ὁ ἄνθρωπος, πηγάζει ἡ θεία δύναμις, πού σώζει ἀπό τήν ἁμαρτίαν, ἀπό τόν θάνατον, ἀπό τόν διάβολον. Καί αὐτή ἡ δογματική ἀλήθεια περί τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ μήπως δέν ἔχει μαρτυρηθῆ σαφέστατα καί ἐμπειρικώτατα εἰς τούς βίους ἀναριθμήτων ἁγίων; Ἐπειδή, δι᾽ αὐτό ἀκριβῶς οἱ ἅγιοι εἶναι ἅγιοι, διότι ζοῦν ὅλον τόν Θεάνθρωπον Κύριον Ἰησοῦν ὡς τήν ψυχήν τῆς ψυχῆς των, ὡς τήν συνείδησιν τῆς συνειδήσεώς των, τόν νοῦν τοῦ νοῦ των, τήν ὕπαρξιν τῆς ὑπάρξεώς των, τήν ζωήν τῆς ζωῆς των. Τοιουτοτρόπως κάθε ἕνας ἀπό αὐτούς βροντοφωνεῖ μαζί μέ τόν θεῖον Ἀπόστολον τήν ἀλήθειαν: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20). – Ἐμβαθύνατε εἰς τούς βίους τῶν ἁγίων: Ἰδού, ἀπό ὅλους αὐτούς ἀκτινοβολεῖ ἡ χαρισματική, ἡ ζωοποιός καί σωστική δύναμις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡ Ὁποία τούς ὡδήγησεν ἀπό ἄσκησιν εἰς ἄσκησιν, ἀπό ἀρετήν εἰς ἀρετήν, ἀπό νίκην κατά τῆς ἁμαρτίας εἰς τήν νίκην κατά τοῦ θανάτου, ἀπό τήν νίκην κατά τοῦ θανάτου εἰς τήν νίκην κατά τοῦ διαβόλου. Αὐτή τούς εἰσάγει εἰς τήν πνευματικήν χαράν, ὅπου δέν ὑπάρχει ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός, ἀλλά «εἰρήνη καί χαρά ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Ρωμ. 14, 17). χαρά καί εἰρήνη ἀπό τήν κερδισμένην νίκην ἐναντίον κάθε ἁμαρτίας, κάθε πάθους, κάθε θανάτου, κάθε πονηροῦ πνεύματος. Ὅλα αὐτά ἀναμφιβόλως, μαρτυροῦν βιωματικῶς καί ἐμπειρικῶς τό ἀληθές τοῦ ἁγίου δόγματος περί τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς ὄντως «τιμιωτέρας τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέρας ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ». Αὐτό τό δόγμα τό φυλάσσουν εἰς τήν καρδίαν των οἱ ἅγιοι διά τῆς πίστεως καί μέ φλογεράν ἀγάπην ζοῦν δι᾽ αὐτοῦ. – Ἐάν δέ πάλιν θέλετε μίαν ἤ δύο χιλιάδας ἀναμφισβητήτους μαρτυρίας περί τῆς ζωηφόρου καί ζωοποιοῦ δυνάμεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου, πού νά εἶναι συγχρόνως καί ἐμπειρικαί ἀποδείξεις τῆς ἀληθείας τοῦ δόγματος τοῦ σωτηριώδους σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου, ξεκινήσατε μέ τήν πίστιν εἰς τούς «Βίους τῶν Ἁγίων». Θά ἰδῆτε τότε καί θά αἰσθανθῆτε ὁπωσδήποτε ὅτι δι᾽ ἕκαστον ἅγιον καί δι᾽ ὅλους μαζί, ἡ δύναμις τοῦ Σταυροῦ ἀποτελεῖ τό ἀήττητον ὅπλον μέ τό ὁποῖον αὐτοί νικοῦν ὅλους τούς ὁρατούς καί ἀοράτους ἐχθρούς τῆς σωτηρίας των. Θά ἰδῆτε, ἀκόμη, τόν Σταυρόν παντοῦ ἐντός των: εἰς τήν συνείδησίν των, εἰς τόν νοῦν των, εἰς τήν θέλησίν των, εἰς τό σῶμά των. θά τόν ἰδῆτε ὡς ἀστείρευτον πηγήν σωστικῶν καί ἁγιαστικῶν δυνάμεων πού τούς ὁδηγοῦν ἀσφαλῶς ἀπό τελειότητα εἰς τελειότητα, ἀπό χαράν εἰς χαράν, μέχρις ὅτου τούς φέρουν εἰς τήν αἰωνίαν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, «ἔνθα ὁ τῶν ἑορταζόντων ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος καί ἡ ἀνέκφραστος ἡδονή τῶν καθορόντων τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου τό κάλλος τό ἄρρητον».


Ἀλλά μέ τήν ἁγίαν ζωήν των καί μέ τά ἅγια πρόσωπά των οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, ἐπιβεβαιώνουν κατά τρόπον πειστικόν καί ἀληθινόν καί ὅλα τά ἄλλα δόγματα, ὅπως: περί τῆς Ἐκκλησίας, περί τῆς χάριτος, περί τῶν ἁγίων μυστηρίων, περί τῶν ἁγίων ἀρετῶν, περί τοῦ ἀνθρώπου, περί τῆς ἁμαρτίας, περί τῶν ἱερῶν λειψάνων, περί τῶν ἁγίων εἰκόνων, περί τῆς μελλούσης ζωῆς, περί ὅλων τῶν ἄλλων, πού ἀποτελοῦν τήν θεανθρωπίνην οἰκονομίαν τῆς σωτηρίας. Ναί, οἱ «βίοι τῶν Ἁγίων» εἶναι ἡ ἐμπειρική Δογματική. Εἶναι ἡ βιωματική Δογματική, Δογματική ἡ ὁποία ἔχει γίνει βίωμα μέσα εἰς τήν ἁγίαν ζωήν τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπων.


Ἐκτός αὐτῶν, οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» περιέχουν καί ὅλην τήν ὀρθόδοξον Ἠθικήν, – τό ὀρθόδοξον ἦθος, εἰς ὁλόκληρον τήν λάμψιν τοῦ θεανθρωπίνου μεγαλείου του καί τῆς ἀκαταβλήτου δυνάμεώς του. Εἰς τούς βίους τῶν ἁγίων ἀποδεικνύεται καί καταδεικνύεται κατά τρόπον πειστικόν καί πραγματικόν, ὅτι τά ἅγια μυστήρια εἶναι αἱ πηγαί τῶν ἁγίων ἀρετῶν, αἱ δέ ἅγιαι ἀρεταί, καρποί τῶν ἁγίων μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἐξ αὐτῶν γεννῶνται, δι᾽ αὐτῶν ἀναπτύσσονται καί τρέφονται καί ζοῦν, δι᾽ αὐτῶν τελειοποιοῦνται καί αἰωνίζονται. Ὅλοι οἱ θεῖοι ἠθικοί νόμοι πηγάζουν ἐκ τῶν ἁγίων μυστηρίων καί πραγματοποιοῦνται διά τῶν ἁγίων ἀρετῶν. Δι᾽ αὐτό καί οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» ἀποτελοῦν τήν βιωματικήν Ἠθικήν, τήν ἐφηρμοσμένην Ἠθικήν. Ἐξ ἄλλου, αὐτοί πάλιν οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» βεβαιώνουν ἀναμφισβήτητα ὅτι ἡ Ἠθική δέν εἶναι ἄλλο, παρά μία ἐφηρμοσμένη Δογματική. Ὁλόκληρος ἡ ζωή τῶν ἁγίων συντίθεται ἀπό τά ἅγια μυστήρια καί τάς ἁγίας ἀρετάς, τά δέ ἅγια μυστήρια καί αἱ ἅγιαι ἀρεταί εἶναι καρποί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ ἐνεργοῦντος τά πάντα ἐν πᾶσι (1 Κορ. 12, 4, 6, 11).


Ἀλλά τί εἶναι ἀκόμη οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων»; Ἡ μοναδική Παιδαγωγική τῆς Ὀρθοδοξίας. Διότι μέσα εἰς αὐτούς, κατά ἀναριθμήτους εὐαγγελικούς τρόπους, τελείως δοκιμασμένους διά τῆς μακραίωνος ἐμπειρίας, ἔχει καταδειχθῆ πῶς διαπλάσσεται καί οἰκοδομεῖται τό τέλειον ἀνθρώπινον πρόσωπον, ὁ τέλειος ἄνθρωπος, καί πῶς αὐξάνει «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 4, 13), διά τῶν ἁγίων μυστηρίων καί τῶν ἁγίων ἀρετῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο δέ ἀκριβῶς ἀποτελεῖ τό παιδαγωγικόν ἰδεῶδες τοῦ Εὐαγγελίου, τό μόνον παιδαγωγικόν ἰδεῶδες τό ἄξιον ἑνός θεοειδοῦς ὄντος, ὅπως εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Τό ἰδανικόν αὐτό ἔθεσεν ἀλλά καί ἐπραγματοποίησε πρῶτος ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, κατόπιν δέ Αὐτοῦ τό ἐπραγματοποίησαν καί οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ λοιποί ἅγιοι τοῦ Θεοῦ. Ἐν τούτοις ὅμως, ἄνευ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καί ἔξω ἀπό Αὐτόν, ὁποιονδήποτε καί ἄν εἶναι τό παιδαγωγικόν ἰδανικόν τοῦ ἀνθρώπου, αὐτός θά παραμένη διά παντός ἕνα ὄν ἀτελές, ἕνα ὄν θνητόν, ἕνα ὄν ἄθλιον καί τραγικόν, ἄξιον τῶν δακρύων ὅλων τῶν ὀφθαλμῶν, ὅσοι ὑπάρχουν εἰς τούς κόσμους τοῦ Θεοῦ.


Ἐάν θέλετε, οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» εἶναι μιά ἰδιόμορφος ὀρθόδοξος Ἐγκυκλοπαιδεία. Εἰς αὐτούς δύναται νά εὕρη κανείς ὅλα ὅσα χρειάζονται εἰς μίαν ψυχήν πεινασμένην καί διψασμένην διά τήν αἰωνίαν Δικαιοσύνην καί αἰωνίαν Ἀλήθειαν μέσα εἰς αὐτόν τόν κόσμον.  πεινασμένην καί διψασμένην διά τήν θείαν ἀθανασίαν καί τήν αἰωνίαν ζωήν. Ἐάν διψᾶς τήν πίστιν, θά τήν εὕρης πλουσίαν εἰς τούς «Βίους τῶν Ἁγίων» καί θά χορτάσῃς τήν ψυχήν σου μέ τροφήν διά τήν ὁποίαν ποτέ δέν θά ξαναπεινάσῃς. Ἐάν ποθῇς τήν ἀγάπην, τήν ἀλήθειαν, τήν δικαιοσύνην, τήν ἐλπίδα, τήν πραότητα, τήν ταπείνωσιν, τήν μετάνοιαν, τήν προσευχήν ἤ ὁποιανδήποτε ἀρετήν καί ἄσκησιν, εἰς τούς «Βίους τῶν Ἁγίων» θά εὕρῃς ἕνα πλῆθος ἁγίων διδασκάλων διά κάθε ἄσκησιν καί θά λάβῃς τήν βοήθειαν τῆς χάριτος διά κάθε ἀρετήν. Ἐάν περνᾶς μαρτύρια διά τήν πίστιν σου εἰς τόν Χριστόν, οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» θά σέ παρηγορήσουν καί θά σέ ἐνθαρρύνουν, θά σέ ἐνδυναμώσουν καί θά σέ ἀναπτερώσουν, ὥστε τά μαρτύριά σου νά μεταβληθοῦν εἰς χαράν. Εἶσαι εἰς ὁποιονδήποτε πειρασμόν; Οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» θά σέ βοηθήσουν νά τόν νικήσῃς καί τώρα καί πάντοτε. Ἐάν πάλιν εὑρίσκεσαι εἰς κίνδυνον ἀπό τούς ἀοράτους ἐχθρούς τῆς σωτηρίας σου, οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» θά σέ ὁπλίσουν μέ τήν «πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ. 6, 11, 13) καί σύ θά τούς πολεμήσῃς καί θά τούς διαλύσῃς ὅλους, καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς ὅλην σου τήν ζωήν. Ἐάν ἐξ ἄλλου εὑρίσκεσαι ἐν μέσῳ ὁρατῶν ἐχθρῶν καί διωκτῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» θά σοῦ δώσουν τό θάρρος καί τήν δύναμιν τῆς ὁμολογίας, διά νά ὁμολογῇς ἄνευ φόβου τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί Κύριον εἰς ὅλους τούς κόσμους, τόν Ἰησοῦν Χριστόν. θά στέκης διά τήν ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου Του ἀκλόνητος μέχρι θανάτου, ὁποιουδήποτε θανάτου, καί θά αἰσθανθῇς τόν ἑαυτόν σου δυνατώτερον ἀπό κάθε θάνατον καί ἀπό κάθε ἐχθρόν τοῦ Χριστοῦ. Ὑποφέρων διά τόν Χριστόν, θά ἀλαλάζῃς ἀπό χαράν, αἰσθανόμενος μέ ὅλον σου τό εἶναι, ὅτι ἡ ζωή σου εὑρίσκεται εἰς τούς οὐρανούς, πέραν ὅλων τῶν θανάτων, κρυμμένη σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ (Κολ. 3, 3).


Οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» δείχνουν πολυαρίθμους ἀλλά πάντοτε βεβαίους δρόμους σωτηρίας, φωτισμοῦ, ἁγιασμοῦ, μεταμορφώσεως, χριστοποιήσεως, θεώσεως. δείχνουν ὅλους τούς τρόπους μέ τούς ὁποίους ἡ ἀνθρωπίνη φύσις κατανικᾷ τήν ἁμαρτίαν, τήν κάθε ἁμαρτίαν. πῶς νικᾷ τό πάθος, τό κάθε πάθος. πῶς νικᾷ τόν θάνατον, τόν κάθε θάνατον. πῶς νικᾷ τόν δαίμονα, τόν κάθε δαίμονα. Ἐδῶ εὑρίσκεται φάρμακον διά κάθε ἁμαρτίαν, καί διά κάθε πάθος θεραπεία, ἀπό κάθε θάνατον ἀνάστασις, καί ἀπό κάθε διάβολον ἀπελευθέρωσις, ἀπό ὅλα μαζί τά κακά ἡ σωτηρία. Δέν ὑπάρχει πάθος, δέν ὑπάρχει ἁμαρτία, πού νά μή ὑποδεικνύεται μέσα εἰς τούς «Βίους τῶν Ἁγίων» ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον νικᾶται, νεκρώνεται, ἐκριζώνεται. Εἰς αὐτούς φαίνεται ὁλοκάθαρα, ὅτι δέν ὑπάρχει πνευματικός θάνατος, ἐκ τοῦ ὁποίου δέν θά ἦτο δυνατή ἡ ἀνάστασις μέ τήν θείαν δύναμιν τοῦ Ἀναστάντος καί Ἀναληφθέντος Κυρίου Ἰησοῦ. δέν ὑπάρχει βάσανον ἤ θλῖψις ἤ στενοχωρία ἤ κακοπάθεια, τήν ὁποίαν ὁ Κύριος διά τήν εἰς Αὐτόν πίστιν νά μή μεταβάλλῃ βαθμηδόν ἤ διά μιᾶς εἰς μίαν ἤρεμον καί κατανυκτικήν χαράν. – Πῶς γίνεται κανείς ἀπό ἁμαρτωλός δίκαιος; Ἰδού, ὅτι ἔχομεν ἕνα πλῆθος ἀπό συγκλονιστικά παραδείγματα μέσα εἰς τούς βίους τῶν ἁγίων! Πῶς δύναται κανείς ἀπό ληστής, πόρνος, μέθυσος, ἄσωτος, φονεύς, μοιχός, νά γίνῃ ἅγιος; Δι᾽ αὐτό θά εὕρωμεν πάμπολλα παραδείγματα ἐδῶ. Ἐπίσης – πῶς ἀπό ἕναν φίλαυτον, φιλόζωον, ἰδιοτελῆ, ἄπιστον, ἄθεον, ὑπερήφανον, φιλάργυρον, ἐμπαθῆ, ἕνα κακοῦργον, ἕνα διαφθαρμένον, ὀργίλον, πονηρόν, ὕπουλον, χαιρέκακον, φθονερόν, κενόδοξον, φιλόδοξον, κακοήθη, ἅρπαγα καί ἀνελεήμονα, πῶς γίνεται ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ; Οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» θά μᾶς τό δείξουν καί ἐξηγήσουν.


Ἀλλ᾽ ἐπίσης εἰς τούς «Βίους τῶν Ἁγίων» ἔχομεν παρά πολλά καί θαυμαστά παραδείγματα διά τό πῶς ἕνας νέος γίνεται ἅγιος νέος, μία κόρη γίνεται ἁγία κόρη, πῶς ἕνας γέρος γίνεται ἅγιος γέρος, πῶς μία γερόντισσα γίνεται ἁγία γερόντισσα, πῶς ἕνα παιδί γίνεται ἅγιο παιδί, πῶς οἱ γονεῖς γίνονται ἅγιοι γονεῖς, πῶς ἕνας υἱός γίνεται ἅγιος υἱός, πῶς μία θυγατέρα γίνεται ἁγία θυγατέρα, πῶς μία οἰκογένεια γίνεται ἁγία οἰκογένεια, πῶς μία κοινωνία γίνεται ἁγία κοινωνία, πῶς ἕνας ἱερεύς γίνεται ἅγιος ἱερεύς, πῶς ἕνας ἐπίσκοπος γίνεται ἅγιος ἐπίσκοπος, πῶς ἕνας βοσκός γίνεται ἅγιος βοσκός, πῶς ἕνας γεωργός γίνεται ἅγιος γεωργός, πῶς ἕνας βασιλεύς γίνεται ἅγιος βασιλεύς, πῶς ἕνας ἐργάτης γίνεται ἅγιος ἐργάτης, πῶς ἕνας δικαστής γίνεται ἅγιος δικαστής, πῶς ἕνας δάσκαλος γίνεται ἅγιος δάσκαλος, πῶς ἕνας καθηγητής γίνεται ἅγιος καθηγητής, πῶς ἕνας στρατιώτης γίνεται ἅγιος στρατιώτης, πῶς ἕνας ἀξιωματικός γίνεται ἅγιος ἀξιωματικός, πῶς ἕνας κυβερνήτης γίνεται ἅγιος κυβερνήτης, πῶς ἕνας γραμματεύς γίνεται ἅγιος γραμματεύς, πῶς ἕνας ἔμπορος γίνεται ἅγιος ἔμπορος, πῶς ἕνας μοναχός γίνεται ἅγιος μοναχός, πῶς ἕνας οἰκοδόμος γίνεται ἅγιος οἰκοδόμος, πῶς ἕνας ἰατρός γίνεται ἅγιος ἰατρός, πῶς ἕνας τελώνης γίνεται ἅγιος τελώνης, πῶς ἕνας ἐπαγγελματίας γίνεται ἅγιος ἐπαγγελματίας, πῶς ἕνας φιλόσοφος γίνεται ἅγιος φιλόσοφος, πῶς ἕνας ἐπιστήμων γίνεται ἅγιος ἐπιστήμων, πῶς ἕνας πολιτικός γίνεται ἅγιος πολιτικός, πῶς ἕνας ὑπουργός γίνεται ἅγιος ὑπουργός, πῶς ἕνας πτωχός γίνεται ἅγιος πτωχός, πῶς ἕνας πλούσιος γίνεται ἅγιος πλούσιος, πῶς ἕνας δοῦλος γίνεται ἅγιος δοῦλος, πῶς ἕνας δεσπότης γίνεται ἅγιος δεσπότης, πῶς οἱ σύζυγοι γίνονται ἅγιοι σύζυγοι, πῶς ἕνας συγγραφεύς γίνεται ἅγιος συγγραφεύς, πῶς ἕνας καλλιτέχνης γίνεται ἅγιος καλλιτέχνης.


Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐδιάβασε τούς «Βίους τῶν Ἁγίων» αἰσθάνεται καί καταλαβαίνει μέ ὅλην τήν ὕπαρξίν του, ὅτι μόνον «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις» (Ἐφ. 3, 18) ἠμπορεῖ νά γνωρίσῃ Χριστόν τόν Θεόν, καί ὅλα τά ἐν Αὐτῷ καί περί Αὐτοῦ, καί ὅσα πηγάζουν ἀπ᾽ Αὐτόν (πρβλ. Ἐφ. 3, 18-19). Καί οἱ ἅγιοι; – Παίρνουν ἁγιότητα «ἐξ Ἑνός πάντες», ἀπό τόν Ἕνα τόν Μόνον Ἅγιον (πρβλ. Ἑβρ. 2, 11). Διά τάς χριστοποθήτους ἀσκήσεις των τούς δίνεται τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό μόνον πού γνωρίζει τά βάθη τοῦ Θεοῦ, τά βάθη τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Καί αὐτοί μᾶς ὁμιλοῦν διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διά τό ἄρρητον μυστήριον τοῦ Χριστοῦ καί δι᾽ ὅλα τά ἀνέκφραστα δῶρα, πού ἐδόθησαν εἰς ἡμᾶς διά Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ (πρβλ. Α’ Κορ. 2, 9-12). Ναί τό «μυστήριον τοῦ Χριστοῦ» μόνον διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀποκαλύπτεται καί μόνον εἰς τούς ἁγίους ἀνθρώπους (πρβλ. Ἐφ. 3, 3-5. Κολ. 1, 26). Δι᾽ αὐτό οἱ ἅγιοι εἶναι οἱ περισσότερον τέλειοι καί οἱ γνησιώτεροι μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ καί Σωτῆρος μας. Τώρα γνωρίζομεν ἀπό τούς βίους τῶν ἁγίων: ποιός εἶναι ὁ Θεός καί τί εἶναι ὁ Θεός. ἀκόμη ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἤδη ἔχομεν ἀποβιβασθῆ εἰς τήν ἐπέκεινα οὐράνιον ὄχθην καί ἀντικρύζομεν ὅλον τόν κόσμον τῆς γῆς ἀπό τόν οὐρανόν. Καί κοιτάζοντες ἀπό τόν οὐρανόν, τί εἶναι ἐκεῖνο πού διακρίνομεν περισσότερον ἐπάνω εἰς τήν γῆν; – Δέν εἶναι οὔτε τά βουνά, οὔτε αἱ θάλασσαι, οὔτε αἱ πόλεις, οὔτε οἱ οὐρανοξύσται. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Διότι ἡ θεοειδής ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνας ἥλιος ἐπί τῆς γῆς. Ὅσοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι, τόσοι εἶναι οἱ ἥλιοι ἐπί τῆς γῆς. Καί καθένας ἀπ᾽ αὐτούς τούς ἡλίους εἶναι ὁρατός ἀπό τόν οὐρανόν. Ἀγαπημένο θαῦμα τοῦ Θεοῦ! Ἡ μικρούτσικη γῆ, ἕνα ἀστεράκι ἀπό τά πιό μικρά, νά χωράη δισεκατομμύρια ἡλίους! Μέσα ἀπό τό χωματένιο σῶμα τοῦ ἀνθρώπου λάμπει ὁ ἥλιος! Ὁ ἄνθρωπος! – Ἕνας μικρός θεός μέσα εἰς τήν λάσπην.


Εἶναι Εὐαγγέλιον, παναληθινόν Εὐαγγέλιον, – ὄχι ἰδικόν μου, ἀλλά τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ – ὅτι: ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα μεγάλον μυστήριον, ἱερόν μυστήριον τοῦ Θεοῦ. Τόσον μεγάλον καί τόσον ἱερόν, ὥστε ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔγινεν ἄνθρωπος διά νά μᾶς ἑρμηνεύσῃ ὅλον τό βάθος τοῦ ἀνθρωπίνου μυστηρίου. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ παναλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Θεός ἔγινεν ἄνθρωπος διά νά κάμῃ τόν ἄνθρωπον θεόν κατά χάριν. Αὐτήν τήν παναλήθειαν εὐαγγελίζονται βροντόφωνα οἱ ἀρχιστράτηγοι τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Θεανθρώπου: ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μέγας, ὁ Χρυσόστομος ὁ Παμμέγιστος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Αὐτούς ἀκολουθοῦν καί ὅλοι οἱ ἄλλοι εὐαγγελισταί, – ὅλη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος καί Θεός καί Σωτήρ μας Ἰησοῦς Χριστός, γενόμενος ἐξ ἀμέτρου φιλανθρωπίας ἄνθρωπος, ἡγίασε τόν ἄνθρωπον, τόν ἐχριστοποίησε, τόν ἐθέωσε. Πολέμησε καί ἐνίκησε ἐν αὐτῷ καί δι᾽ αὐτόν κάθε τί ἄθεον καί ἀντίθεον: Τήν ἁμαρτίαν, τόν θάνατον καί τόν διάβολον.καί ἀνύψωσε τόν ἄνθρωπον ὑπεράνω ὅλων τῶν οὐρανῶν, μέχρι τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.


Ὅλα αὐτά ποῖοι τά μαρτυροῦν; Ὅλοι οἱ ἅγιοι ἀπό τόν πρῶτον μεχρι τοῦ τελευταίου. Καθένας ἀπ᾽ αὐτούς, μέ ὁλόκληρον τήν ζωήν του μαρτυρεῖ δι᾽ αὐτήν τήν ἀλήθειαν: Ὅτι μέσα εἰς τήν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν ὁ ἄνθρωπος διά τῶν ἁγίων μυστηρίων καί τῶν ἁγίων ἀρετῶν μεταμορφώνεται εἰς «θεόν κατά χάριν», εἰς κατά χάριν θεάνθρωπον. Ἡ μεταμόρφωσις τοῦ ἀνθρώπου εἰς θεάνθρωπον κατά χάριν διά τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ἡ μετάπλασίς του εἰς θεόν κατά χάριν, εἶναι, κατά τήν διδασκαλίαν τῶν ἁγίων Πατέρων, τέχνη τεχνῶν, ἐπιστήμη ἐπιστημῶν, φιλοσοφία φιλοσοφιῶν. Δι᾽ αὐτό οἱ ἅγιοι Διδάσκαλοί μας τήν κατά τό Εὐαγγέλιον ζωήν ὀνομάζουν ἀληθινήν φιλοσοφίαν, ἀληθινήν σοφίαν. Ὁ δέ ἅγιος Μακάριος ὁ Μέγας ὀνομάζει τούς ἁγίους «φιλοσόφους τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».


Τώρα, ἀπό τούς «Βίους τῶν Ἁγίων γνωρίζομεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μία ὕπαρξις μέ τάς πλέον μεγάλας διαστάσεις: ἐκτείνεται ἀπό τόν διάβολον μέχρι τόν Θεόν, καί δύναται νά γίνῃ καί θεός κατά χάριν, καί διάβολος κατά τήν ἐλευθέραν βούλησίν του. Μέσα εἰς κάθε ἁμαρτίαν ὑπάρχει καί ὀλίγον τι τοῦ διαβόλου. Διά τῆς φιλαμαρτίας καί τῆς ἑκουσίας καί ἐπιμόνου παραμονῆς εἰς τήν ἁμαρτίαν, ὁ ἄνθρωπος βαθμιαίως διαβολοποιεῖται, μεταβάλλεται βαθμιαίως εἰς διαβολάνθρωπον καί δημιουργεῖ θεληματικῶς τήν κόλασιν διά τόν ἑαυτόν του. Διότι κάθε ἁμαρτία εἶναι μία μικρή κόλασις. Ἀντιθέτως, μέσα εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, διά τῶν ἁγίων μυστηρίων καί τῶν ἁγίων εὐαγγελικῶν ἀρετῶν, ὁ ἄνθρωπος πληροῦται μέ τόν Θεάνθρωπον Χριστόν, ἐνδύεται τόν Χριστόν, καί μεταμορφώνεται βαθμιαίως εἰς ἄνθρωπον χριστοφόρον καί χριστοειδῆ, «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 4, 13. Πρβλ. Κολ. 1, 28). Γίνεται βαθμηδόν θεάνθρωπος κατά χάριν, καί κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπον ἀποκτᾶ μέσα εἰς τήν ψυχήν του τόν παράδεισον. Διότι κάθε μία ἁγία εὐαγγελική ἀρετή εἶναι μικρός παράδεισος διά τήν ψυχήν (Πρβλ. Ματθ. 5, 3-12. Λουκ. 6, 20-23. Ἰακ. 1, 25. Ἰωάνν. 13, 17).


Γίνεται ὁλοφάνερον ἀπό τούς «Βίους τῶν Ἁγίων» ὅτι οἱ ἅγιοι γνωρίζουν ὁλόκληρον τό μυστήριον τοῦ ἀνθρώπου, ὅλων τῶν ἀνθρώπων, καί τό ἰδικόν μου καί τό ἰδικόν σου μυστήριον. διότι ἐγνώρισαν τό μυστήριον τοῦ Μόνου Τελείου Ἀνθρώπου, τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, καί δι᾽ Αὐτοῦ ἔλυσαν τελείως καί τελεσιδίκως τό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου. Καί ταὐτοχρόνως ἔλυσαν τό πρόβλημα ὅλης τῆς κτίσεως. Διότι οὐσιαστικά ὅλα τά προβλήματα περιέχονται μέσα εἰς τό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου, καί ὅλαι αἱ λύσεις εἰς τήν λύσιν τοῦ προβλήματος τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκτός τοῦ Θεανθρώπου καί χωρίς τόν Θεάνθρωπον, ὁ ἄνθρωπος εἶναι πάντοτε ὑπάνθρωπος καί μή ἄνθρωπος, δηλαδή δέν εἶναι ἄνθρωπος μέ τήν οὐσιαστική σημασίαν τοῦ ὅρου.


Ζήτησε νά εὕρῃς τόν ἑαυτόν σου μέσα εἰς τούς «Βίους τῶν Ἁγίων». θά τόν εὕρης ὁπωσδήποτε μέσα εἰς αὐτούς. Ἀκόμη θά εὕρῃς ἐκεῖ καί τά φάρμακα, μέ τά ὁποῖα ἠμπορεῖς νά τόν θεραπεύσῃς ἀπό ὅλας τάς πνευματικάς ἀρρωστίας καί νά τόν κάνῃς ὑγιῆ διά παντός. Ὑγιῆ καί εἰς τούς δύο κόσμους, εἰς τρόπον ὥστε νά μή ἠμπορέσῃ νά σέ βλάψῃ κανένας θάνατος. Θά εὕρης ἀκόμη μέσα εἰς τούς «Βίους τῶν Ἁγίων», ὅλα ὅσα χρειάζονται διά νά ζήσῃς καί εἰς τούς δύο κόσμους. ὅσα χρειάζονται εἰς ἐσέ, ὦ ἄνθρωπε, πού εἶσαι μία ἀθάνατος ὕπαρξις. μία αἰώνια ὕπαρξις, μία θεανθρωπίνη ὕπαρξις, ἄνθρωπε! ἄνθρωπε! ἄνθρωπε!