Μια Πασχαλιά ανεβήκαμε οικογενειακώς να του πούμε το Χριστός Ανέστη. Ήταν η ώρα εντεκάμιση το πρωί. Μπαίνουμε μέσα,
– Χριστός Ανέστη.
– Πάτερ, Αληθώς Ανέστη, χαρούμενοι εμείς.
Αυτήν την ώρα ήρθαν κάποιοι άλλοι. Βγαίνουμε έξω από το κελάκι του και τους λέει,
– Καλημέρα σας.
Μου έκανε εντύπωση αυτό το πράγμα, τους χαιρέτισε με τον καθιερωμένο χαιρετισμό. Τους μίλησε, δεν ξέρω τι είπανε, φύγανε οι άνθρωποι. Εμένα, μου σφηνώθηκε ο λογισμός, το ξέχασε το Χριστός Ανέστη ο Γέροντας κιόλας;
Μας φωνάζει:
– Ελάτε μέσα. Βρε κουτό, τι σκέψεις είναι αυτές που κάνεις; Δεν μπορούσα να τους πω Χριστός Ανέστη, δεν το δεχόταν η ψυχή τους. Καταλαβαίνεις μωρέ;
Και άρχισε να κλαίει. Έβλεπε τις ταλαιπωρημένες ψυχές, τις μη δεκτικές να χαρούν αυτή τη χαρά της Αναστάσεως. Το σεβότανε.
Ωραία συμπεριφορά. Για μένα ήταν, το μάθημα. ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ. Εμείς τι λέμε; Εμείς θα το πούμε κι ας πέσει κάτω.
Όχι. Πριν το πούμε, Κύριέ μου, έλα να πούμε στον συνάνθρωπό μου, στον αδελφό μου, Χριστός Ανέστη. Μέσα μας, ταυτόχρονα γίνονται αυτά. Αυτά όταν το θέλεις, τα επιθυμεί η καρδία σου, γίνονται ταυτόχρονα και πληροφορείσαι αν ο απέναντί σου δεν το δέχεται. Τι όμορφα!
Και του λέω,
– Γέροντα, να ευχηθούμε να ‘ρθει η στιγμή να το απαγγείλει το Χριστός Ανέστη.
– Ε, δε θα ‘ρθει το Πεντηκοστάρι, θα το λέει και αυτός.
Τι κάνει, η αγάπη. Τι κάνει, η προσευχή. Τι κάνει, η μη κακή κρίση, η λεγόμενη κατάκριση. ..
Έλεγε ο Γέροντας,
– Μωρέ. Θέλεις να ευλογηθείς; Μην κατακρίνεις. Θέλεις να ελεηθείς; Να ελεείς. Θέλεις να συγχωρηθείς; Να συγχωρείς.
Απλά πράγματα. Που τα λέμε έτσι, πόσο απλά μας φαίνονται αδέλφια μου. Αλλά όμως, ο Γέροντας τα βίωνε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου