Πριν από τον Δ΄ αιώνα η εορτή των Χριστουγέννων συνέπιπτε με την εορτή των Θεοφανείων· παίρνει θέση έτσι στο επιβλητικό σύνολο των Αγίων Θεοφανείων, αυτό που εξηγεί στην εικόνα της Γεννήσεως την ακτινοβολία του «τρισηλίου φωτός». Η κρυφή εκδήλωση της Αγίας Τριάδος λούζει το παν διακριτικά με όλο το φως της, βεβαιώνοντας από εκεί την πιο μεγάλη δογματική ισορροπία και δικαιώνοντας το όνομα της εορτής: «Εορτή των φώτων». Τα λειτουργικά βιβλία της απονέμουν επίσης τον τίτλο του «Πάσχα». Το λειτουργικό έτος εκτείνεται μεταξύ δύο πυλών ίσης σπουδαιότητος: το Πάσχα της Γεννήσεως και το Πάσχα της Αναστάσεως, το ένα διηγείται πια το άλλο.
εικόνα της Γεννήσεως
Χωρίς να θέλουμε να εκφέρουμε κρίσεις, μπορεί κανείς όμως να καταδείξει τους διαφόρους τόνους ορισμένων παραδόσεων. Στη Δύση, κάτω από την φραγκισκανική επίδραση, τα Χριστούγεννα παίρνουν ένα χαρακτήρα πιο γραφικό υπό την τόσο λαϊκή μορφή της φάτνης. Η ευσέβεια συγκινείται και αναχωρεί από την ανθρώπινη πλευρά του μυστηρίου: τον Ιησού βρέφος, τη μητέρα του Μαρία και τον Ιωσήφ τον Ξυλουργό· είναι η εορτή πολύ ενδότατη, της Αγίας Οικογένειας, (σύνθεση τόσο διαδεδομένη στη Δύση και εντελώς άγνωστη στην Ανατολή), ο Άνθρωπος – Θεός περισσότερο, από τον Θεό – Άνθρωπο.
Η Ανατολή διϋλίζει πολύ αυστηρά κάθε συγκινητικότητα με τη σχεδόν αυστηρή κλίση της στη δογματική παράδοση. Αυτή εδώ διαφαίνεται πια στη λειτουργική τάξη των ιεροτελεστιών. Η επόμενη ημέρα της Γεννήσεως είναι αφιερωμένη στη Σύναξη της Θεοτόκου· την επόμενη Κυριακή, εορτάζεται ο άγιος Ιωσήφ, ο Δαβίδ ο προπάτορας Βασιλιάς και ο απόστολος Ιάκωβος που δεν είναι μέλη της «οικογένειας», αλλά ίδια αρχέτυπα του μυστηρίου· τέλος την 1η Ιανουαρίου, μνημονεύεται εντελώς ιδιαίτερα ο άγιος Βασίλειος σαν ένας από τους μεγάλους υπερασπιστές του δόγματος της Νικαίας.
Η λειτουργία, με μόνο το περιεχόμενό της, διδάσκει μια βασική παιδαγωγική αρχή. Δεν είναι ένα μέσο, αλλά ένας τρόπος ζωής που αναπαύεται σ’ αυτό τον ίδιο, και επιβάλλει έτσι το χαρακτήρα του ουσιαστικά θεοκεντρικό. Μετέχοντας στην ενέργειά του, δεν είναι σ’ αυτόν τον ίδιο, αλλά στο Θεό, στη μεγαλοπρέπειά του που ο άνθρωπος μαθαίνει να κατευθύνει τη ζωή του. Είναι σε δεύτερη θέση μόνο και κατά ένα τρόπο αδιάφορο, που το λειτουργικό φως αντανακλάται στη φύση του ανθρώπου και την αλλάζει. Ότι ο άνθρωπος δεν προσθέτει τίποτε στην Παρουσία του Θεού. Πρέπει να έχει στιγμές όπου ο άνθρωπος δεν επιζητεί οπωσδήποτε ένα χρήσιμο σκοπό, αλλά όπου η ύπαρξή του ξανοίγεται στην καθαρή λατρεία, σαν το βασιλιά Δαβίδ που εχόρευε εμπρός από την κιβωτό. Οι άγγελοι επίσης το διδάσκουν. Κατά τη λειτουργία, θαυμάζουν και σκεπάζουν τα πρόσωπά τους με τα φτερά τους. Και το χρόνο της Γεννήσεως αυτός ο λειτουργικό θεοκεντρισμός θα φέρει όλο τον τόνο του όχι στο θαύμα του περιορισμένου ικανού για το Απεριόριστο, αλλά στον ακατανόητο περιορισμό Αυτού, που είναι χωρίς όριο στη φιλανθρωπία του, που τον κατεβάζει μέχρι που να τον κάνει να φαίνεται με τη μορφή του Υιού του Ανθρώπου. Το τροπάριο της εορτής το δείχνει καλά με τις αντιθέσεις του που με σοφία ταλαντεύονται:
«Σήμερον γεννᾶται ἐκ παρθένου ὁ δρακὶ τὴν πᾶσαν ἔχων κτίσιν. Ῥάκει καθάπερ βροτὸς σπαργανοῦται, ὁ τῇ οὐσίᾳ ἀναφής. Θεὸς ἐν φάτνῃ ἀνακλίνεται, ὁ στερεώσας τοὺς οὐρανούς πάλαι κατ’ ἀρχάς».[1]
Η λειτουργία μιλά λιγότερο για το μικρό βρέφος της Βηθλεέμ από το Θεό που γίνεται σάρκα: «ἐγεννήθη δ᾿ ἡμᾶς παιδίον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός»· το βρέφος δεν υπηρετεί, παρά για να κάνει πιο ισχυρά ανάγλυφη τη θεία λάμψη στο ανθρώπινο: τη γέννηση του Θεού.
Το δογματικό περιεχόμενο της εορτής ελευθερώνεται με μια ιεραρχία αξιών πολύ εξακριβωμένη: προ πάντων είναι ο Θεός στην κίνησή του που κατέρχεται· έπειτα έρχεται το θαύμα της παρθενικής μητρότητος, θεία απάντηση στο «γένοιτο» της Θεοτόκου που υπήρξε ο ανθρώπινος όρος της Ενσαρκώσεως με την ανέκφραστη «συνάφεια»: το δημιούργημα γεννά τον ίδιο του τον Δημιουργό· τέλος είναι ο σκοπός της θείας φιλανθρωπίας, η θεοποίηση του ανθρώπου: «Σύμμορφος πηλίνης, εὐτελοῦς διαρτίας Χριστὲ γεγονὼς καὶ μετοχῇ σαρκὸς τῆς χείρω, μεταδοὺς θείας φύτλης».[2] Η παιδαγωγική μέριμνα ανυψώνει σταθερά τη σκέψη του αισθητού προς το μυστήριο: «ὁ κραταιᾷ κτίσας χειρὶ τὴν κτίσιν, σπλάγχνον ὁρᾶται πλάσματος».[3]
«Ἡμῶν δὲ μακάριοι οἱ ὀφθαλμοί, ὅτι βλέπουσι» (Ματθ. 13, 16), λέγει ο Κύριος. Και η εκκλησία ψάλλει: προσκυνοῦμεν τὴ γέννησή σου Χριστέ, δεῖξε μας τὴν ἁγία σου Θεοφάνεια… Το φως της τοποθετείται σε σημείο προοπτικής στην εικόνα μας, για να κατευθύνει όλη τη σύνθεση προς την έλευσή της.
Η εικόνα που προσφέρεται στα μάτια μας είναι του ΙΣΤ΄ αιώνα, της σχολής του Νόβγκοροδ. Η πρώτη σύνθεσή της ανέρχεται πιθανώς στη γραπτή εικόνα μέσα στην Εκκλησία που ιδρύθηκε από τον Κωνσταντίνο στον ίδιο τόπο της Γεννήσεως. Οι προσκυνητές επιστρέφοντας από τους Αγίους Τόπους έφεραν αγιασμένο λάδι σε φιαλίδια όπου εικονιζόταν πια αυτή η εικόνα στα ουσιώδη χαρακτηριστικά της (Δ΄ και Ε΄ αιώνα).
Με μια υπερβολική διαύγεια και μια απλότητα η εικόνα αναφέρει με μεγάλη ακρίβεια την ευαγγελική διήγηση, αλλά με τέτοιο τρόπο, και εκεί είναι όλη η τέχνη της, που οι δογματικές υπαγορεύσεις στη λεπτότητά τους σχεδόν μουσικές, εγκαθιστούνται και παρατείνουν το άσμα τους στην ψυχή των πιστών.
Το πράσινο, το κόκκινο, το καφέ κα το χρώμα της πορφύρας σχηματίζουν μια αρμονία που συμφωνεί με τη λιτή κομψότητα των γραμμών. Καμιά επαύξηση, τα μεγάλα χαρακτηριστικά είναι τέλεια ελεύθερα και οι χώροι συνετά μετρημένοι. Οι αναλογίες, πολύ μελετημένες, είναι υποταγμένες στην ισορροπία του συνόλου και στον καλά συγκροτημένο ρυθμό κάθε σκηνής. Η γραμμική διάταξη ακολουθεί χωρίς συγκρούσεις όλη τη χρωματική κλίμακα. Ο ζεστός τόνος του χρώματος της πορφύρας, το ραβδωτό κόκκινο χρυσού, οι φωτεινές κηλίδες και το εμφατικό πράσινο δείχνουν μια μεγάλη καλλιτεχνική ωριμότητα. Εάν στη μουσική, ορισμένες συμφωνίες προκαλούν ένα αίσθημα μακαριότητος, η ζωγραφική αρμονία στον πιο μεγάλο βαθμό της πετυχαίνει την καθαρή ωραιότητα, εκφράζει αμέσως το θείο, προ παντός διδακτική εκπαίδευση στο περιεχόμενο το ίδιο της εικόνας· θεληματικές συνηχήσεις και παραφωνίες εισάγουν κάθε μορφή, κάθε σκηνή στη συμφωνία ενός όλου. Το χρώμα και το σχήμα εδώ δεν μιμούνται τίποτε από πράγματα αυτού του κόσμου, ο εικονογράφος εξυπηρετείται με χρωματισμούς για να εκφράσει καλύτερα το θέμα των γραμμών, απευθύνεται στην αισθητικότητα του ματιού και του αυτιού ταυτόχρονα: η λιτότης αυτών των μέσων κερδίζει όλη την ηχητικότητά της.
Μετά τις πρώτες στιγμές θεωρίας, μια εσωτερική κίνηση κυριεύει το πνεύμα και κάνει να ακούσουμε, όπως ένα άσμα ακόμη ισχνόφωνο αλλά όλο και περισσότερο πειστικό, μια ειρηνική χαρά. Μητέρα της Ζωής, έχεις δώσει στον κόσμο τη χαρά που στεγνώνει τα δάκρυα του αμαρτωλού.
Η απαράλλακτη αυτή σύνθεση του φωτός σε τριπλή ακτίνα (εδώ είναι το άστρο της Βηθλεέμ που εξέρχεται από το ιερό Τρίγωνο εγγεγραμμένο στη θεία σφαίρα) που συναντά κανείς στις εικόνες των Θεοφανείων, μαρτυρεί την τόσο λεπτή μαρτυρία του Περιστεριού, που τη μαντεύει κανείς περισσότερο από το να τη βλέπει. Είναι εκεί όμως ολοφάνερα γιατί στην αρχαία προσευχή του Ησαΐα, αληθινή επίκληση της ανθρωπότητος: «ἐὰν ἀνοίξῃς τὸν οὐρανόν, τρόμος λήψεται ἀπὸ σοῦ ὄρη, καὶ τακήσονται» (Ησ. 64, 1), ο Θεός έχει απαντήσει: «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι» (Λουκ. 1, 35). Το Πνεύμα, λέγουν οι Πατέρες της Εκκλησίας, είναι η αιώνια χαρά μεταξύ του Πατρός και του Υιού, είναι η χαρά της γεννήσεως του παιδιού. Γι’ αυτό κατά τον άγιο Γρηγόριο Ναζιανζηνό, η Γέννηση είναι «η εορτή της ανα-δημιουργίας» και η λειτουργία πλημμυρίζει από αγαλλίαση. «Χόρευε ἡ οἰκουμένη ἀκουτισθεῖσα· δόξασον μετὰ Ἀγγέλων καὶ τῶν Ποιμένων, …παιδίον νέον, τὸν πρὸ αἰώνων Θεόν».[4] «Δεῦτε πιστοὶ ἐπαρθῶμεν ἐνθέως… προευτρεπίζοντες πιστῶς, τῶν Γενεθλίων τὰς εἰσόδους… κράζοντες. Ἐν ὑψίστοις δόξα, Θεῷ τῷ ἐν Τριάδι».[5]
Η μοναδική ακτίνα που εξέρχεται από το τρίγωνο από ψηλά σημαίνει τη μια ουσία του Θεού, αλλά βγαίνοντας από το άστρο, χωρίζεται σε τρεις λάμψεις για να προσδιορίσει τη συμμετοχή των τριών προσώπων στην οικονομία της σωτηρίας.
Η ευθυμία καθορίζεται όλο και περισσότερο – ο ουρανός και η γη, κατ’ αυτή την ημέρα, ευφραίνονται προφητικά. Άγγελοι και άνθρωποι, ας ευφρανθούμε – και ορίζει τον συνταρακτικό λόγο της: γιατί ο ουρανός και η γη ενώνονται σήμερα. Σήμερα ο Θεός ήρθε επάνω στη γη και ο άνθρωπος ανήλθε στους ουρανούς – κάθε δημιούργημα αγάλλεται κατ’ αυτή την ημέρα – γιατί όλη η δημιουργία χορεύει, λοιπόν, και σκιρτά – αναβοήσατε στο Θεό με κραυγές χαράς, όλη η γη, «ελάτε να βρείτε την κρυμμένη χαρά… το βαθύ πηγάδι στο οποίο ο Δαβίδ παλαιά επιθύμησε να πιει· είναι εκεί που η παρθένος εσταμάτησε αμέσως τη δίψα του Αδάμ – ουρανοί ευφρανθείτε· σκιρτήσατε όρη, δίκαιοι χαρείτε! Ο άνθρωπος έπεσε τόσο βαριά που διακινδυνεύοντας την εικόνα του Θεού, είχε διακινδυνεύσει την ανθρώπινη εικόνα. Θα έπρεπε ο Θεός να γίνει άνθρωπος για να του αποδώσει την αρχαία εικόνα και την ιλιγγιώδη αξιοπρέπεια παιδιού του Θεού. Τώρα το παν είναι νέο. Είναι η ανάπλαση: η επανάληψη αυτού που είχε προσχεδιασθεί στον Παράδεισο, όταν ο Θεός στη δροσιά του βραδιού ήλθε να βρει τον άνθρωπο και συνομίλησε με αυτόν…
Ο Ρωμανός ο Μελωδός, στο Κοντάκιο της εορτής μεταθέτει ποιητικά τη διήγηση του Ευαγγελίου και εμπνέει το λειτουργικό θέμα της εικόνας. Η παρθένος κατ’ αυτή την ημέρα φέρει στον κόσμο τον Υπερούσιο και η γη προσφέρει ένα σπήλαιο στον Απρόσιτο. Οι άγγελοι ψάλλουν τη δόξα του με τους ποιμένες, και οι μάγοι οδεύουν με το άστρο, γιατί Αυτός μας γεννήθηκε μικρό παιδί, ο Θεός ο προ αιώνων.
Η πλαστική κίνηση, στην εικόνα, αναχωρεί από τη μορφή που είναι τοποθετημένη στο άκρο δεξιό κάτω και της οποίας η κάθετη θέση τονίζεται από τον ποιμένα, τοποθετημένο πιο ψηλά (εσχατολογική θέση, ο άνθρωπος-δένδρο ακίνητος στύλος ενώνοντας τη γη και τον ουρανό)· η κίνηση περιγράφει ένα κύκλο και σταματά στο κέντρο της συνθέσεως, αναλύεται σε ειρήνη – shalom της Βασιλείας: Η Βηθλεέμ έχει ανοίξει την Εδέμ: μέσα στη φάτνη είναι ξαπλωμένος ο «Βότρυς της Ζωής».
Όπως ο Εκκλησιαστής, στην πανάρχαια απαισιοδοξία του εκοίταζε τον ουρανό και εκτιμούσε την απόσταση: Ο Θεός είναι μέσα στον ουρανό και σ’ εμάς τους ανθρώπους, επάνω στη γη (Εκκλ. 5, 1), αυτός ο προφήτης Ησαΐας, κραυγάζει όλη την αβίωτη ανυπομονησία της ιουδαϊκής ψυχής: «ἐὰν ἀνοίξῃς τὸν οὐρανὸν τρόμος λήψεται ἀπὸ σοῦ ὄρη, καὶ τακήσονται» (Ησ. 64, 1). Η δεξιά μορφή παριστά ακριβώς τον Ησαΐα[6] και σ’ αυτόν όλο το νέφος των προφητών της Παλαιάς Συμφωνίας. Ο δυναμισμός του πνεύματος, που έχει μιλήσει με τους προφήτες, διαχωρίζει την κίνηση και δίνει τον αποφασιστικό τόνο στο σύνολο.
Το δεξιό χέρι του Ησαΐα δείχνει το βρέφος καθισμένο στα γόνατα της μαίας Σαλώμης.[7] Η σκηνή του λουτρού του βρέφους μαρτυρεί ότι είναι αληθινά Υιός του Ανθρώπου, ταυτόχρονα και ο αναμενόμενος Μεσσίας που επί τέλους ήλθε: «καὶ ἐξελεύσεται ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί, καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης ἀναβήσεται· καὶ ἀναπαύσεται ἐπ᾿ αὐτὸν πνεῦμα Θεοῦ» (Ησ. 11, 1-2). Το χέρι, με την ίδια χειρονομία, δείχνει ένα πλατύ κορμό δένδρου και τον χλοερό βλαστό: παράπλευρα παρατηρούμε την προεικόνιση, τη σκιά του πράγματος και το πράγμα αυτό το ίδιο, το συμβολικό δένδρο και αυτό που συμβολίζει: το παιδί είναι επίσης η ενότης των δύο Συμφωνιών: η μια συμπληρώνεται μέσα στην άλλη. Το αριστερό χέρι του Ησαΐα αναπαύεται με μια πλάκα κατασκευασμένη κατά την τάξη του Θεού: «λάβε σεαυτῷ τόμον καινοῦ μεγάλου καὶ γράψον εἰς αὐτὸν γραφίδι ἀνθρώπου· τοῦ ὀξέως προνομὴν ποιῆσαι σκύλων· πάρεστι γάρ» (Ησ. 8, 1). Είναι το όνομα του υιού της προφήτιδος που εσημείωνε το τέλος των τρομερών χρόνων και την έλευση του Χρόνου αναψύξεως, μεσσιανικού χρόνου «ὅτι παιδίον ἐγεννήθην ἡμῖν… ἄρχων εἰρήνης» (Ησ. 9, 6). Ο πιο μεγάλος προφήτης, ο Ησαΐας, είναι επίσης ο προφήτης της πίστεως, του πιστεύω, της θαυμάσιας δυνάμεώς του που ανοίγει τους νάρθηκες του Μυστηρίου. Τα ενδύματα του Ησαΐου, τον συγγενεύουν εικονογραφικά με τον άγιο Ιωάννη-Βαπτιστή και τον Ηλία και αυτά είναι ενός μάρτυρα. Πραγματικά κατά την Ιουδαϊκή παράδοση, ο Ησαΐας πήρε το στεφάνι των μαρτύρων επί του Μανασή· αφού έγινε ο ένας εκ των πληγωμένων φίλων του Νυμφίου, είναι ο πιο άξιος μάρτυρας της Γεννήσεως.
Η λειτουργία μνημονεύει μια άλλη προφητεία που στρέφει το βλέμμα μας προς το Βρέφος: «τοῦ μάντεως πάλαι Βαλαάμ, τῶν λόγων μυητὰς σοφοὺς, ἀστεροσκόπους χαρᾶς ἔπλησας, ἀστὴρ ἐκ τοῦ Ἰακώβ, ἀνατείλας Δέσποτα».[8] Συναντούμε εδώ το κεντρικό σύμβολο του φωτός. Το άστρο αναγγέλλει την αυγή, και περνά στο λαμπρό μεσημέρι της «ἀνατολὴς ἐξ ὕψους ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις» (Λουκ. 1, 78-79).[9] «Ρεύσαντα ἐκ παραβάσεως… ὅλον τῆς φθορᾶς ὑπάρξαντα, κρείττονα ἐπταικότα θείας ζωῆς, αὖθις ἀναπλάττει, ὁ σοφὸς Δημιουργός».[10] «Ὦ βάθος σοφίας Θεοῦ! Ὡς ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ» (Ρωμ. 11, 33). Αλλ’ όμως αυτοί (οι δρόμοι) οδηγούν στην καρδιά της θείας Φιλανθρωπίας: με τη συμμετοχή Σου σε μια ένοχη σάρκα, Συ ο ίδιος έχεις μεταδώσει κάτι από τη θεία φύση: «Ἵνα διὰ τούτων γένησθε θείας κοινωνοὶ φύσεως» (Β΄ Πέτρ. 1, 4)· «ἤνεγκε γαστὴρ ἡγιασμένη Λόγον… μιγέντα μορφή, τῇ βροτησίᾳ Θεόν, Εὔας τάλαιναν, νηδὺν ἀρᾶς τῆς πάλαι λύοντα πικρᾶς».[11] Αλλά όλο το μέγεθος του γεγονότος, όταν ο Ιησούς κλίνει τους ουρανούς και κατέρχεται δεν είναι μόνο να πάει να ζητήσει τον πεσμένο άνθρωπο τόσο χαμηλά. Υπάρχει το αγωνιώδες μυστήριο του αντιπάλου και τα λειτουργικά κείμενα θα το καθορίσουν με βαθμιαία αύξηση: «ἐχθροῦ ταπεινῶν τὴν ἐπηρμένην ὀφρύν… ἵνα πρὸς αὐτὸν (Λόγον) ἐλκύσῃ προτόκτιστον».[12] Το θέμα των «τριῶν παίδων ἐν τῇ καμἰνῳ» έρχεται για να δείξει μέχρι πού ο Κύριος κλίνει τους ουρανούς: «οἱ παῖδες… πυρὸς ἀπειλὴν οὐκ ἐπτοήθησαν, ἀλλ᾿ ἐν μέσῳ τῆς φλογὸς ἐστῶτες ἔψαλλον»[13] και «οἶς εἵκαθε πῦρ ἄσπερον».[14] Μεταξύ των τριών «παίδων» που περπατούν μέσα στη φωτιά χωρίς να παθαίνουν τίποτε, φαίνεται το τέταρτο μυστηριώδες που έχει την όψη ενός παιδιού των θεών. Συνοπτικά είναι όλο το μυστήριο της Γεννήσεως και της Ενσαρκώσεως. «Ἄκουε οὐρανέ, καὶ ἐνωτίζου ἡ γῆ· σαλευθήτω τὰ θεμέλια, ἐπιλαβέτω τρόμος τὰ καταχθόνια· ὅτι ὁ Θεός τε καὶ Κτίστης, σαρκὸς εἰσέδυ πλάσιν».[15] «Ὡς πόκῳ γαστρὶ παρθενικῇ, κατέβης ὑετὸς Χριστέ, καὶ ὡς σταγόνες ἐν γῇ στάζουσαι».[16] «Κόσμον καθεῖλες πανσθενῶς ἁμαρτίαν· οὓς εἵλκυσε πρίν, σήμερον τῶν ἀρκύων σώζεις δέ, σαρκωθεὶς ἑκὼν εὐεργέτα».[17] Η δύναμη του θείου έργου για τον άνθρωπο: «ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, ἀνατολὴ ἀνατολῶν καὶ οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν»,[18] οδηγεί πιο μακριά παρά μόνη η σωτηρία του: οι ουρανοί εκτείνονται μέχρι το σπήλαιο και το μεταμορφώνουν: «ἐν ὧ ἀνεκλήθη Χριστὸς ὁ Θεὸς, ὂν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνομεν».[19]
Καταλαβαίνει κανείς ότι υπάρχει σ’ αυτά τα κείμενα κάθε άλλο πράγμα από μια λυρική έρευνα. Το μυστήριο είναι τόσο μεγάλο, τόσο φοβερό επίσης, που τα κείμενα ενεργούν με υπαινιγμούς και το υπόλοιπο θα εκτιμηθεί με τη σιωπή, κατά τη σοφή συμβουλή του αγίου Γρηγορίου Ναζιανζηνού. Ο Σταυρός είναι «κρίσις τῆς κρίσεως», λέγει ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής, αυτό που θέλει να πει ότι η σκέψη μας είναι σταυρωμένη, κτυπημένη από αδυναμία εμπρός από την έκταση της Ενσαρκώσεως. Πώς θα ήταν εξ άλλου εάν αυτή εδώ περιέχει τη σημασία όλων των αινιγμάτων της Αγίας Γραφής, προσθέτει ο άγιος Μάξιμος, και αυτός που διέρχεται πιο μακριά από το Σταυρό και τον Τάφο και βρίσκεται μεμυημένος στο μυστήριο της Αναστάσεως πληροφορείται το τέλος για το οποίο ο Θεός έχει δημιουργήσει κάθε πράγμα. Το παν συγκρατείται στο εσωτερικό μιας μόνης πράξεως και αντανακλάται. Η εορτή της Γεννήσεως περιέχει πια τα Θεοφάνεια, το Πάσχα και την Πεντηκοστή, λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Είναι που η εφεύρεση της αμαρτωλής θελήσεως, διδάσκει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, έχει υψώσει τον τριπλό φραγμό του θανάτου, του αμαρτήματος και της τραυματισμένης φύσεως. Αυτό που ο Αδάμ δεν ήταν ικανός να πετύχει ανυψώνοντας τον εαυτό του, ο Θεός το πραγματοποιεί στη θέση του κατεβαίνοντας. Στην εωσφορική ζωηρή επιθυμία του θείου, ο Θεός απαντά γενναία με το δώρο της θεώσεως. Αλλά για να το κάνει: «ἐπὶ γῆς κατῆλθες, ἵνα σώσῃς Ἀδάμ· καὶ ἐν γῇ μὴ εὑρηκὼς τοῦτον Δέσποτα, μέχρις Ἅδου κατελήλυθας ζητῶν».[20] «Ὡς φωτὸς λυχνία, νῦν ἡ σὰρξ τοῦ Θεοῦ ὑπὸ γῆν ὡς ὑπὸ μόδιον κρύπτεται, καὶ διώκει τὸν ἐν ᾍδῃ σκοτασμόν».[21]
Τα Ευαγγέλια δεν μνημονεύουν το σπήλαιο, είναι η Παράδοση που μας μιλά γι’ αυτά τα μυστηριώδη βάθη της γης. Η εικόνα ακολουθεί από κοντά τα λειτουργικά κείμενα και δίνει την πιο συνταρακτική ερμηνεία σ’ αυτά. Το σκοτεινό τρίγωνο του σπηλαίου, αυτό το ζοφερό άνοιγμα των εγκάτων του είναι ο άδης. Για να εγγίσει την άβυσσο και να γίνει καρδιά της δημιουργίας ο Χριστός τοποθετεί μυστικά τη γέννησή του στο βάθος του χάσματος όπου το κακό ζει στην τελευταία του πυκνότητα. Ο Χριστός γεννήθηκε στη σκιά του θανάτου, η Γέννηση κλίνει τους ουρανούς μέχρι τον άδη και εμείς θεωρούμε ξαπλωμένο στη φάτνη, τον Αμνό της Βηθλεέμ που νίκησε το φίδι και έδωσε την ειρήνη στον κόσμο.[22]
Είναι κανείς μακριά από την ειδυλλιακή εικόνα ενός μικρού παιδιού. Είναι πια ο άνθρωπος της οδύνης του Ησαΐου (Ησ. 53, 3). Το βαπτιστικό σύμβολο με την εικόνα του Σταυρού και το λουτρό του βρέφους προηγείται του βαπτιστικού λουτρού των Θεοφανείων. Παραπέμπει στην τόσο πυκνή δραματοποίηση του χωρίου Ρωμαίων 6, στο βάπτισμα σαν μορφή του θανάτου. Πραγματικά, τα σπάργανα του βρέφους έχουν ακριβώς τη μορφή των νεκρικών ταινιών, που μας δείχνει η εικόνα της Αναστάσεως, και η τόσο παράδοξη ακινησία του Αμνού της Βηθλεέμ υπενθυμίζει το κείμενο του όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου: «τοῦτο γὰρ ἐστι τὸ εὐλογημένον Σάββατον, αὕτη ἐστὶν ἡ τῆς ἀναστάσεως ἡμέρα· ἐν ᾗ κατέπαυσεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ». «Ὑπνοῖ ἡ ζωή, καὶ ὁ Ἅδης τρέμει». Ένα κείμενο της εορτής σημειώνει το τέλος αυτής της αναπαύσεως μέσα στην ακατάπαυστη αγρυπνία: σπαργανωμένος, Αυτός λύνει τις αλυσίδες που είναι ισχυρά δεμένες με την αμαρτία μας, τα νεκρικά οθόνια προφητεύουν το θάνατο που νικήθηκε από το θάνατο. Από τώρα οι μάγοι, όπως το υπαγορεύουν τα κείμενα κλιμακωτά εικονίζουν τις μυροφόρες γυναίκες: «Σήμερον ὁ Θεὸς δι᾿ ἀστέρος Μάγους εἰς προσκύνησιν ἄγει προμηνύοντας αὐτοῦ τὴν τριήμερον ταφήν, ὡς ἐν χρυσῷ καὶ σμύρνῃ καὶ λιβάνῳ».[23] «Δόκιμον χρυσὸν, ὡς Βασιλεῖ τῶν αἰώνων καὶ λίβανον ὡς Θεῷ τῶν ὅλων· ὡς τριημέρῳ δὲ νεκρῷ σμύρναν τῷ Ἀθανάτῳ».[24]
Το βρέφος βρίσκεται στο σωστό ύψος «του χρυσού αριθμού» ή του «χρυσού τμήματος» και είναι η κλασσική διάσταση του Σταυρού. Έτσι ο Σταυρός παρουσιάζεται μέσα από αυτή τη γεωμετρική αναλογία και το βρέφος βρίσκεται στο σημείο όπου διασταυρώνονται οι κεραίες του.
Το ξαπλωμένο βρέφος στο σπήλαιο, είναι πια η κάθοδος του Λόγου στον Άδη και η έκφραση ίσως η πιο εκπληκτική του προλόγου του Δ΄ Ευαγγελίου: Το φως λάμπει στα σκοτάδια. Η απόλυτη πολικότης που περιέχει αυτός ο λόγος υποχρεώνει να κατανοήσουμε τα σκοτάδια στην τελευταία τους σημασία, καταχθόνια, προσδιορίζοντας όλο το τραγικό του Σχεδίου του Θεού μέσα από την ιστορία. Από την άποψη του χρόνου, είναι η πιο αγωνιώδης συνύπαρξη του Φωτός και του σκότους, του Θεού και του Σατανά. Από την άποψη της αιωνιότητος: ο Ήλιος που έδυσε με Αυτόν διασκορπίζει παντοτινά τα σκοτάδια του θανάτου…
Η παρουσία του βοδιού και του όνου δίπλα στη φάτνη, παραπέμπει ακόμη μια φορά στον Ησαΐα, «ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ· Ἰσραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαός, με οὐ συνῆκεν» (Ησ. 1, 3). Ο συμβολισμός του θυτικού μόσχου και της «όνου» του Βασιλιά που εισέρχεται στα Ιεροσόλυμα είναι ενισχυμένος από εκείνον των ποιμένων με τα πρόβατά τους και τα φυτά (ενώ αποκλείεται κάθε βουκολικό ειδύλλιο) και προσδιορίζει το μεσσιανικό αξίωμα του Βρέφους: «βούτυρον καὶ μέλι φάγεται· πρὶν ἢ γνῶναι αὐτὸν ἢ προελέσθαι πονηρά, ἐκλέξεται τὸ ἀγαθόν» (Ησ. 7, 15). Η Γη της Επαγγελίας είναι η εικόνα της μεσσιανικής Βασιλείας όπου ρέουν άφθονα το γάλα και το μέλι (Έξ. 3, 8). Ο Ματθαίος 4, 15-16 αναφέρει τον Ησ. 8, 23-9 και τον συνδέει με την αγγελία της γεννήσεως του Χριστού: λοιπόν, «τὸ (μεσσιανικόν) ὄρος… βόσκημα προβάτου καὶ καταπάτημα βοός» (Ησ. 7, 25) και είναι το σωστότερο τοπίο της εικόνας.
Αλλά οι ποιμένες μας υπενθυμίζουν αμέσως τη μορφή του Ποιμένα-Μεσσία. Η σημασία του σπηλαίου προβάλλει ένα πολύ περίεργο φως στην παραβολή του Καλού Ποιμένα (Ιω. 10, 1-21) και του δίνει τη σπουδαιότητα μιας ιωάννειας μεταφράσεως της καθόδου στον άδη. Η Ποίμνη, όπου οι αμνάδες (τα πνευματικά πρόβατα) περιμένουν τον αληθινό Ποιμένα, το Μεσσία, είναι ο άδης «τὸ μέσον σκιᾶς θανάτου» (Ψαλμ. 22, 4). Αυτός που δεν εισέρχεται από τη θύρα… είναι ένας κλέφτης. Κλέφτης είναι το όνομα του Σατανά, δεν μπορεί να εισέλθει από τη θύρα που είναι ο Χριστός, εισχωρεί κοντά στα λογικά πρόβατα από τους δρόμους που περιβάλλονται από ψέμα. Ο Ποιμένας-Μεσσίας καλεί ένα προς ένα και βγάζει τα λογικά πρόβατα, έρχεται για να τα βάλει έξω από την ποίμνη-άδη-θάνατο, για να δώσει σ’ αυτά τη ζωή – «ἄγων ἅπαντας πρὸς σέλας ζωηφόρον, Θεὸς πεφυκὼς ἐκ πυλῶν ἀνηλίων».[25] Το θέμα του Ποιμένα, εμβαθύνεται: Δεν είναι μόνο αυτός που επιτηρεί και οδηγεί, αλλά αυτός που εξάγει από το θάνατο στη ζωή.
Έτσι η εικόνα φαίνεται τώρα σε όλη τη μεσσιανική και εσχατολογική σημασία της: η Γέννηση όπου το παν είναι πια συμπληρωμένο και το τρομερό μυστικό του Θεού που γίνεται Άνθρωπος διακηρύσσονται με όλα τα αποτελέσματά τους. Η αιωνιότης και ο χρόνος αγκαλιάζονται. Πραγματικά, η ακολουθία της προθέσεως, που ανοίγει την ιερουργία της ανατολικής λειτουργίας παριστά «τὸ ἐσφαγμένον Ἀρνίον ἀπὸ καταβολῆς κόσμου», είναι η θυσία της θείας αγάπης στην αιωνιότητα. Ο ευχαριστιακός Αμνός είναι τοποθετημένος επάνω στο δίσκο και είναι μετά απ’ αυτό το τυπικό της προαιώνιας θυσίας που ο ιερέας τοποθετεί υπεράνω τον αστερίσκο-άστρο της Βηθλεέμ – λέγοντας: «καὶ ἰδοὺ ἀστήρ, ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτοὺς ἕως ἐλθὼν ἔστη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον» (Ματθ. 2, 9) και είναι η αρχή της λειτουργίας όπου πραγματοποιείται η θυσία μέσα στο χρόνο.
Ο Αμνός της βηθλεέμ είναι πια ο Ευχαριστιακός Αμνός. Παλαιά στην έρημο, το μάννα, αυτός ο άρτος του ουρανού, έτρεφε τον εβραϊκό λαό. Σήμερα στο πιο βάθος της ερήμου του άδη προσφέρεται ο Άρτος της Ζωής. «Δεῦτε ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, τὸ παρὸν μυστήριον ἐκδιηγούμενοι. Τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ διαλέλυται, ἡ φλογίνη ρομφαία τὰ νῶτα δίδωσι καὶ τὰ χερουβὶμ παραχωρεῖ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς».[26] Κατά την παράδοση ο Σταυρός ήταν κατασκευασμένος από το ξύλο του δένδρου της ζωής της Εδέμ. Ο φυτευμένος Σταυρός στο κέντρο του κόσμου ανθίζει σε Δένδρο της Ζωής εκ νέου, χλοερό, που προσφέρει τον αθάνατο καρπό του: τη θεία ευχαριστία.
Χαίρε, ω Άστρο, που μας αναγγέλλει τον Ήλιο-Αυγή της μυστικής Ημέρας – Έξω από το σπήλαιο, ντυμένη με τη βασιλική πορφύρα, είναι η Βασίλισσα-Θεοτόκος – είναι εξαπλωμένη. Εξαντλημένη, αναπαύει το κεφάλι της στο χέρι της και το βλέμμα της χάνεται στη θεωρία του Ευαγγελίου της σωτηρίας: «πάντα συνετήρει τὰ ρήματα ταῦτα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκ. 2, 19). Μητέρα στρέφεται όμως από το βρέφος, όλους μας δέχεται και μας ομολογεί τη γέννηση του παιδιού της, και ταυτόχρονα παρουσιάζεται στην ίδια της αξία· άνθος του ανθρωπίνου φυτού είναι αυτή στην οποία όλη η ανθρωπότης έχει απαγγείλει αυτό το γένοιτο του οποίου ο Νικόλαος Καβάσιλας εξηγεί θαυμάσια την έννοια: Η Ενσάρκωση δεν υπήρξε μόνο το έργο του Θεού, αλλά το έργο της θελήσεως και της πίστεως της Παρθένου. Χωρίς τη συγκατάθεση της υπεραγίας, χωρίς τη συνδρομή της πίστεώς της, αυτό το σχέδιο ήταν τόσο απραγματοποίητο όσο χωρίς την επέμβαση αυτών των τριών θείων Προσώπων. Ο Θεός την παίρνει για Μητέρα και της δανείζει τη σάρκα που αυτή θέλει πολύ να της δώσει. Καθώς έπαιρνε σάρκα ελεύθερα, επίσης ήθελε να τον γεννήσει η Μητέρα του ελεύθερα και με όλη τη θέλησή της.[27]
Νέα Εύα, Μητέρα όλων των ζώντων, είναι για όλους ότι έχει διατυπώσει το γένοιτο και γι’ αυτό εικονίζει την Εκκλησία. Παρθένος πίστη, έχει απαντήσει με την ανθρώπινη πίστη στη θεία πίστη της υποσχέσεως. Είναι σ’ αυτήν που μεσουρανεί η ελπίδα του ιουδαϊκού λαού και είναι αυτή που συνοψίζει αυτή τη μακροχρόνια αναμονή γεμάτη από προεικονίσεις και σημεία των οποίων η θεία γνώση μας δίνει το κλειδί.
«Ὁ πρὸ Ἑωσφόρου ἐκ Πατρὸς ἀμήτωρ γεννηθείς, ἐπὶ τῆς γῆς ἀπάτωρ ἐσαρκώθη σήμερον ἔκ σοῦ»,[28] η μυστηριώδης πατρότης του Θεού αντανακλά μέσα στο ανθρώπινο σε θαυμάσια μητρότητα της Παρθένου. Πιο ομοιόμορφη στη θεία γέννηση του Λόγου, από τον Πατέρα του παρά με εκείνη του ανθρώπινου φυσικού, βλέπει κανείς σε ποιο σημείο αυτό το θαύμα κάνει άτοπο να θεωρούμε τη Θεοτόκο σαν μια γυναίκα μεταξύ των γυναικών… Γεννώντας αντίθετα προς τους νόμους της φύσεως και παραμένοντας σφραγισμένη, φέρει στις εικόνες τρία άστρα στο κεφάλι και στους ώμους, σημείο της παρθενίας προ, κατά και μετά τη γέννηση του Χριστού (Σ.Μ.). Ξαπλωμένη και αποσπασμένη ελεύθερα στο σύνολο, είναι αντιπροσωπευτική της ανθρωπότητος, είναι ο Πύργος της οράσεως του Ερμά, η Εκκλησία. Τα λειτουργικά ονόματα το υπογραμμίζουν και βρίσκουν στην εικόνα το απεικόνισμά της: Άγιο Όρος, Κορυφή της αγιότητος, αρχικός Βράχος. Στην εορτή της αναπλάσεως είναι το πιο υπέροχο δώρο που ο άνθρωπος θα ήταν ποτέ ικανός να προσφέρει στο Θεό: «Τί σοι προσενέγκωμεν Χριστέ, ὅτι ὤφθης ἐπὶ γῆς ὡς ἄνθρωπος δι᾿ ἡμᾶς; ἕκαστον γὰρ τῶν ὑπὸ σοῦ γενομένων κτισμάτων τὴν εὐχαριστίαν σου προσάγει· οἱ Ἄγγελοι τὸν ὕμνον· οἱ οὐρανοὶ τὸν Ἀστέρα· οἱ Μάγοι τὰ δῶρα· οἱ Ποιμένες τὸ θαῦμα· ἡ γῆ τὸ σπήλαιον· ἡ ἔρημος τὴν φάτνην· ἡμεῖς δὲ Μητέρα Παρθένον».[29] Δια μέσου των χιλιετηρίδων και των γενεών, η ανθρωπότης έχει καλλιεργήσει αυτό το δώρο, στην καθαρότητά του το Άγιο Πνεύμα αναπαύθηκε. Μυστηριώδης παρουσία της Εκκλησίας προ του Ιησού, συνάντηση της αναμονής του Ισραήλ και των εθνικών – η φυλή του Ισραήλ δεν έχει πια ομολογήσει την Παρθενία της;
Από την αριστερή πλευρά παριστάνεται ο Ιωσήφ βυθισμένος σ’ ένα μεγάλο συλλογισμό. Φανερά κατά μέρος, βλέπει κανείς ότι δεν είναι ο πατέρας του Βρέφους. Τα λειτουργικά κείμενα διηγούνται τη βαθειά ταραχή του Ιωσήφ που έχει προσβληθεί από αμφιβολίες: «Τάδε λέγει Ἰωσὴφ πρὸς τὴν Παρθένον· Μαρία, τί τὸ δράμα τοῦτο, ὃν ἐν σοὶ τεθέαμαι; Ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι, καὶ τὸν νοῦν καταπλήττομαι».[30] Πώς θα γεννήσεις, δάμαλη που δεν έχεις γνωρίσει το ζυγό; (πρβλ. Δευτ. 21, 3). Μπροστά από αυτόν παριστάνεται ο διάβολος μετασχηματισμένος στον ποιμένα Θύρσο (σε ορισμένες συνθέσεις, είναι ένας γέροντας με κέρατα και μια ουρά). Τα απόκρυφα αναφέρουν τον περαστικό λόγο του: όχι πια αυτή η ράβδος (είναι κυρτωμένη ή σπασμένη, είναι το συντριμμένο σκήπτρο της αρχαίας δυνάμεώς του) δεν μπορεί να παράγει φυλλώματα, ένας γέρος όπως σε δεν μπορεί να αποκτήσει παιδιά και από το άλλο μέρος, μια παρθένος δεν μπορεί να γεννήσει – αλλά η ράβδος αμέσως ανθίζει, «Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων λογισμῶν ἀμφιβόλων, ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη πρὸς τὴν ἄγαμόν σὲ θεωρῶν, καὶ κλεψίγαμον ὑπονοῶν Ἄμεμπτε· μαθὼν δέ σου τὴν σύλληψιν ἐκ Πνεύματος ἁγίου ἔφη· Ἀλληλούια».[31]
Στο πρόσωπο του αγίου Ιωσήφ, η εικόνα αφηγείται ένα παγκόσμιο δράμα που παράγεται δια μέσου όλων των αιώνων. Το περιεχόμενό του είναι πάντοτε απαράλλακτο. Ο ποιμένας-πειραστής βεβαιώνει ότι δεν υπάρχουν άλλοι κόσμοι από τον ορατό και άρα ότι δεν υπάρχει κανένα άλλο μέσο γεννήσεως από το φυσικό. Είναι η άρνηση της υπέροχης αρχής και είναι όλο το τραγικό του ειλικρινούς αθεϊσμού μιας οκνηρής καρδιάς να πιστεύει. Το πρόσωπο του αγίου Ιωσήφ εκφράζει συχνά την αγωνία και σχεδόν την απελπισία («την εσωτερική καταιγίδα» κατά το όνομα μιας εικόνας) και σε ορισμένες εικόνες η Παρθένος τον κοιτάζει με μια βαθειά και απέραντη συμπάθεια.
Το μήνυμα του Ευαγγελίου απευθύνεται στην πίστη και συναντά το εμπόδιο, τις αμφιβολίες. Η οδύνη της Μητέρας αντανακλά την οδύνη του Θεού αυτού του ίδιου, την αναμονή του τού ελευθέρου δώρου που εκφράζεται τόσο καλά σ’ αυτό το λειτουργικό κείμενο: Σου προσφέρουμε εμείς επίσης περισσότερο από ένα δώρο σε χρήμα· τον πλούτο της αληθινής πίστεως σε Σε, τον Θεό και τον Σωτήρα των ψυχών μας.
Επάνω βλέπει κανείς τους μάγους των οποίων τα άλογα είναι αξιοσημείωτα από ελαφρότητα και ζωή. «Ἡ γέννησίς σου Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως· ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες, ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο, σὲ προσκυνεῖν»[32]. «Ἡ πολυαρχία τῶν ἀνθρώπων ἐπαύσατο, ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων κατήργηται».[33], «τῶν λόγων μυητὰς σοφούς, ἀστεροσκόπους χαρᾶς ἔπλησας… Ἐθνῶν ἀπαρχὴν εἰσαγομένους».[34] Υπάρχει εκεί ένα μεγάλο μυστήριο της σοφίας του Θεού. Ο Δανιήλ από τη Φοινίκη, ο Ιώβ Ιδουμαίος, η βασίλισσα του Σαβά, πριγκίπισσα της Αραβίας, ή ο Μελχισεδέκ, ο βασιλιάς χωρίς πατέρα και μητέρα (Εβρ. 7, 3), «άγιοι» και «δίκαιοι», είναι όμως εκτός του Ισραήλ αλλά ευάρεστοι στο Θεό, γιατί αυτοί τον φοβούνται και ασκούν τη δικαιοσύνη. Οι Πατέρες αγαπούσαν να μιλούν για τις επισκέψεις του Λόγου πριν από την πλήρη έλευσή του. Κοντά στη Συμφωνία με τον Ισραήλ τοποθετείται η Διαθήκη των Εθνικών· η γνώση τους περί Θεού είναι πια ένας τύπος πίστεως στην Πρόνοια και σ’ αυτές τις παρεμβάσεις της μέσα στην ιστορία: ο Λόγος του Θεού δεν έχει ποτέ παύσει να είναι παρών στο γένος των ανθρώπων (άγιος Ειρηναίος). Είναι το κοσμικό τεσσαρακονθήμερο (προ των Χριστουγέννων) που ενώνει τη μεσσιανική αναμονή των Ιουδαίων και την προφητική έμπνευση των σοφών εθνικών. Στους μεν ο Θεός έχει δώσει το νόμο, στους άλλους την προφητεία (Κλήμης ο Αλεξανδρεύς). Η θεία Φιλανθρωπία δέχεται τους σοφούς όλων των χρόνων. Εάν οι καλύτεροι είναι οι προφήτες που αναδείχθηκαν από το Λόγο, είναι που πέρα από τη γνώση των ανθρώπων και κάθε δημιουργίας του πνεύματός τους λάμπει το άστρο της Βηθλεέμ· προσδιορίζει το Λόγο, οδηγεί στη θεογνωσία και κάνει να κάμψουμε τα γόνατα στη στάση προσκυνήσεως. Οι ιερείς του βασιλείου ιερατεύματος, οι φιλόσοφοι και οι επιστήμονες, όλοι οι υπηρέτες της Μορφώσεως στο μέτρο όπου αυτή είναι λατρεία του Πνεύματος, μαθαίνουν να υμνούν με το εγκώμιό τους τον Παράκλητο. Η δημιουργία τους στα προχωρημένα και καθαρισμένα σημεία τους δικαιολογείται όταν αυτή διαπερνά αυτό τον κόσμο και διαγράφει κατά προφητική προκαταβολή την εικόνα της Βασιλείας. Σε άλλες εικόνες οι ποιμένες παίζουν χαρούμενα τον αυλό: «Ὄργανα παρέκλινε τὸ πένθος ὠδῆς, Βαβυλῶνος λύει δέ, πλάνην πᾶσαν καὶ μουσικῶν, ἁρμονίαν Βηθλεὲμ ἐξανατείλας Χριστός» – «διὸ ἀνυμνοῦντες ἀναμέλψωμεν· Εὐλογεῖται ἡ κτίσις πᾶσα τὸν Κύριον, καὶ ὑπερυψούτω εἰς πάντας τοὺς αἰώνας».[35]
Οι άγγελοι με το κόκκινο ένδυμα που λάμπει σαν χρυσός -αντανάκλαση της θείας Μεγαλειότητος- παριστάνονται στο διπλό λειτούργημά τους: αριστερά είναι γυρισμένοι προς τα άνω, προς την Πηγή του Φωτός, και είναι ο ακατάπαυστος ύμνος του Θεού, η ουράνια λειτουργία· εκείνος από τα δεξιά κλίνει προς τον ποιμένα και είναι ο δούλος του ανθρώπινου, ο άγγελος της Ενσαρκώσεως. Στην κλίση του προς τους ανθρώπους αισθάνεται κανείς όλη την αγγελική τρυφερότητα προστασίας, την ακατάπαυστη αγρύπνια του φύλακα αγγέλου. Στις ώρες σιωπής μπορούμε να μαντεύσουμε την παρουσία αυτού εδώ, να ακούσουμε τη φωνή του, αυτή τη φωνή που θα μας εμφανισθεί στη Βασιλεία σαν η πιο συνηθισμένη, η πιο γνωστή, σχεδόν η δική μας…
Το τελευταίο βλέμμα ανασυνδέει την πρώτη οπτασία και τελειοποιείται σε μια καθαρή χαρά, ο Παράκλητος, το υπαγορεύει: Ο Χριστός γεννάται, ας τον δοξάσουμε· ο Χριστός κατεβαίνει από τους ουρανούς, ας πάμε να τον προϋπαντήσουμε· ο Χριστός είναι επάνω στη γη, επαινέσατέ Τον. Ψάλλατε τον Κύριο, όλη η γη και στη χαρά σας, λαοί, εορτάσατέ Τον.
Paul Evdokimov, Η τέχνη της εικόνας: Θεολογία της ωραιότητος, μετάφραση Κώστας Χαραλαμπίδης, 2η έκδ., Θεσσαλονίκη, Πουρναράς Π. Σ., 1993.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου