Η ημέρα της γέννησης του Χριστού δεν έχει αποθησαυρισθεί στα ευαγγέλια. Δε δίνεται ούτε η εποχή του έτους, αν και από την αναφορά στους ποιμένες που «ἀγραυλοῦντες καὶ φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν» (Λουκ. 2,8), μπορούμε να συμπεράνουμε πως γεννήθηκε το καλοκαίρι. Αυτή η αβεβαιότητα προκαλεί το ερώτημα: πώς και γιατί οι χριστιανοί καθόρισαν την 25η Δεκεμβρίου ως ημερομηνία γέννησης του Χριστού; Αυτό το ερώτημα είναι κάτι περισσότερο από συνηθισμένο, επειδή από την απάντησή του μαθαίνουμε επίσης κάτι το σημαντικό για τη Χριστιανική πίστη· και αυτό είναι το πώς οι χριστιανοί αντιλαμβάνονται τη σύνδεσή τους με τον κόσμο που τους περιβάλλει, έναν κόσμο που δεν είχε ακόμη τότε γνωρίσει και πιστέψει στο Χριστό.
Για να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, χρειάζεται να γνωρίζουμε πως καθόσο χρόνο ο Χριστιανισμός ξαπλωνόταν στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο τους πρώτους αιώνες μ.Χ., η λατρεία του Ήλιου, η τελευταία από τις σημαντικότερες φυσικές θρησκείες, ξαπλωνόταν ταυτόχρονα και ταχύτατα σ’ αυτόν τον κόσμο. Μάλιστα το 270 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ Αυρηλιανός την καθόρισε ως επίσημη θρησκεία ολόκληρης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η θρησκεία αυτή τιμούσε τον ήλιο ως πηγή ζωής, και συνεπώς ως την ύψιστη θεϊκή δύναμη. Όπως σε κάθε φυσική θρησκεία, έτσι κι εδώ έχουμε θεοποίηση της φύσης και των φυσικών ζωτικών δυνάμεων. Ο μεγαλύτερος εορτασμός της λατρείας του Ήλιου ελάμβανε χώρα τις τελευταίες ημέρες του Δεκεμβρίου, μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο, όταν οι ήδη πολύ μικρές μέρες αρχίζουν να μεγαλώνουν, φέρνοντας ζέστη και φως καθώς πλησιάζει η άνοιξη, καθώς η φύση πάει να αναστηθεί και η ζωή να θριαμβεύσει πάνω στο θάνατο του χειμώνα. Εκείνες τις μέρες φυσικά οι άνθρωποι δε γνώριζαν πως η γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο. Γιαυτούς το χειμερινό ηλιοστάσιο ήταν η νίκη του φωτός πάνω στο σκοτάδι· η ανάσταση της φύσης, ένα θεϊκό θαύμα. Στο κέντρο δε αυτού του θαύματος ήταν ο ήλιος, η πηγή του φωτός και της ζωής.
Η λατρεία του Ήλιου ήταν η τελευταία μεγάλη λατρεία, και το χειμερινό ηλιοστάσιο η τελευταία μεγάλη γιορτή ενός θρησκευτικού κοσμοειδώλου που ο θάνατός του ήταν ήδη αναπόφευκτος. Αυτή η λατρεία συνεπώς έγινε ο πλέον μανιασμένος αντίπαλος και ανταγωνιστής του Χριστιανισμού, δίνοντας την τελευταία μάχη ενάντια στο Χριστιανισμό για την καρδιά και την ψυχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Σε λιγότερα από πενήντα χρόνια μετά τον αυτοκράτορα Αυρηλιανό, στις αρχές του τέταρτου αιώνα, ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος μεταστράφηκε από τη λατρεία του Ήλιου στο Χριστιανισμό. Οι διωγμοί έληξαν, η Χριστιανική Εκκλησία μπορούσε πλέον ανοιχτά να οργανώσει τη ζωή της, να κτίσει εκκλησίες και, το σπουδαιότερο, να κηρύξει την πίστη της δίχως παρεμβάσεις. Οι ιστορικοί έχουν υπολογίσει πως την εποχή της μεταστροφής του Μεγάλου Κωνσταντίνου οι χριστιανοί της αυτοκρατορίας δεν ξεπερνούσαν το 10%, και από αυτούς σχεδόν όλοι κατοικούσαν σε πόλεις. Ο Χριστιανισμός δεν είχε αγγίξει σχεδόν καθόλου τον αγροτικό πληθυσμό. Έτσι το ουσιαστικότερο καθήκον του Χριστιανισμού ήταν να κηρυχθεί το μήνυμα για το Σωτήρα Χριστό σ’ αυτό το 90% και να το προσελκύσει στη νέα πίστη. Για να γίνει αυτό όμως χρειαζόταν η αντικατάσταση της λατρείας του Ήλιου, όχι με κάποιο εξωτερικό και βίαιο τρόπο, αλλά από τα μέσα, πείθοντας τους ανθρώπους όχι μόνο για την υπεροχή του Χριστιανισμού, αλλά και για την καθολική και σώζουσα αλήθεια του.
Η κύρια μέθοδος προσέλκυσης των εθνικών ήταν η χρήση στοιχείων από τη δική τους πίστη, που κατάλληλα μεταμορφωμένα, τα αποκάθαραν και τα πλήρωναν με Χριστιανικό περιεχόμενο. Οι οπαδοί της λατρείας αυτής γιόρταζαν τη γέννηση του ήλιου το Δεκέμβριο, κι έτσι οι χριστιανοί διάλεξαν την ίδια μέρα για να γιορτάζουν τη γέννηση του Ιησού Χριστού, του πνευματικού Ήλιου, της αυθεντικής πηγής του γνήσιου πνευματικού φωτός. Μέχρι σήμερα ο κύριος Χριστουγεννιάτικος ύμνος περιλαμβάνει εικόνες από τον ήλιο και το φως: «Ἡ γέννησίς σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως· ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο, σὲ προσκυνεῖν, τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης…». Όπως βλέπουμε, ο Χριστιανισμός πήρε ένα θέμα οικείο σε όλους τους οπαδούς της φυσικής θρησκείας -τον ήλιο ως φως και ζωή- και το χρησιμοποίησε για να δείξει τη δική του πίστη στο Χριστό. Στην πραγματικότητα, η Εκκλησία είπε στον κόσμο, «να πιστεύετε στον ήλιο· αλλά αυτός ο φυσικός ήλιος του υλικού κόσμου πρέπει να είναι ο ίδιος το σύμβολο, η αντανάκλαση και το όργανο ενός άλλου υπερβατικού, πνευματικού, Θείου ήλιου, που είναι η πηγή της ζωής, του φωτός και της νίκης… Να τιμάτε τη γέννηση του φυσικού ήλιου, και γιαυτό σας προσκαλούμε να τιμήσετε τον ερχομό του Θείου Ήλιου στον κόσμο· σας προσκαλούμε να βγείτε από το φυσικό και ορατό κόσμο και να εισέλθετε στον πνευματικό και αόρατο κόσμο.»
Έτσι η εορτή των Χριστουγέννων έγινε το πλήρωμα της εορτής του ήλιου. Έγινε ο εορτασμός ενός γεγονότος που ολοκλήρωσε και επλήρωσε τη νοσταλγία, τις προσδοκίες και τις πεποιθήσεις όλων των ανθρώπων. Στο κάθετι που περιλαμβανόταν στη λατρεία του Ήλιου -πίστη στη ματαιότητα του κόσμου, εσωτερικό φως, νόηση και θεότητα- δόθηκε τώρα ένα όνομα: Χριστός. Τα Χριστούγεννα έτσι έγιναν η κορωνίδα όλης της νοσταλγίας της ανθρωπότητας και η άσβεστη δίψα της για νόημα και καλοσύνη, και η αρχή μιας νέας θρησκευτικής εποχής στην οποία η λατρεία μεταφέρεται από τη φύση και τις τυφλές της δυνάμεις στον Ένα που βρίσκεται υπεράνω της φύσεως κι όταν ακόμη καθρεφτίζεται μέσα της, και που ο Ίδιος είναι η πηγή, το περιεχόμενο και ο σκοπός όλης της ζωής. Η φυσική θρησκεία -η λατρεία της δημιουργίας και όχι του Δημιουργού- ανατράπηκε έτσι εκ των ένδον. Και αποδεχόμενοι οι άνθρωποι τον Χριστό ως «τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως» ελευθερώθηκαν από την υποδούλωση στον κόσμο και στη φύση.
Τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως
«Ἡ γέννησίς σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως…». Το απολυτίκιο των Χριστουγέννων αρχίζει με την παραδοχή πως με την γέννηση του Χριστού δίνεται στον κόσμο όχι μόνο η εικόνα ενός τέλειου ανθρώπου, αλλά και «τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως», η πλέον υπερβατική και καθολική αποκάλυψη του νοήματος. Το φως της γνώσεως! Εδώ ακριβώς βρίσκεται το αρχαίο πεδίο μάχης ενάντια στο Χριστιανισμό και στον Χριστό. Αντίπαλοι είναι όλοι εκείνοι οι οποίοι στο όνομα της γνώσεως αισθάνονται υποχρεωμένοι να καταστρέψουν όλα όσα κατά οιοδήποτε τρόπο σχετίζονται με το Βρέφος από τη Βηθλεέμ. Η διαμάχη τους με το Χριστιανισμό και τον Χριστό συνεχίζεται για δυο χιλιάδες σχεδόν χρόνια.
Χριστούγεννα
Ο απόστολος Παύλος ήρθε στον Άρειο Πάγο, στην Αθήνα, όπου έλαμπαν όλα τα λαμπρά φώτα της επιστήμης και της φιλοσοφίας, και εκεί, στην καρδιά του αρχαίου κόσμου, εκήρυξε το σταυρωμένο και αναστημένο Χριστό. Οι σοφοί τον εμυκτήρισαν· και αργότερα όλη η δύναμη της μεγάλης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τους μιμήθηκε και τους υποστήριξε. Για διακόσια χρόνια η Ρώμη πολέμησε, έδιωξε και εσκότωσε τους χριστιανούς, χαρακτηρίζοντάς τους ως αναλώσιμους παράνομους και παρίες. Οι χριστιανοί συκοφαντήθηκαν, η διδασκαλία τους χλευάστηκε, οι τελετές τους περιπαίχτηκαν. Στο μέσο όμως ενός τέτοιου σκότους και κακίας, ο ίδιος απόστολος Παύλος γράφει στους χριστιανούς με πολλή απλότητα και ηρεμία: «θεωρούμαστε ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες» (Β΄ Κορ. 6, 8-10).
Τα χρόνια πέρασαν. Λίγο λίγο οι φιλόσοφοι και οι λόγιοι άρχισαν να στοχάζονται τη διδασκαλία η οποία κάποτε τους φαινόταν τόσο ακατάληπτη, παράλογη και παράξενη. Σκεφτείτε για παράδειγμα το φιλόσοφο του δευτέρου αιώνα Ιουστίνο, που τα έργα του διασώθηκαν μέχρι σήμερα. Ολόκληρη η ζωή του αναλώθηκε στην αναζήτηση της αλήθειας· είχε σπουδάσει κάθε μορφή γνώσης, και τελικά προσήλθε στο Χριστιανισμό. Τί τον οδήγησε σ’ αυτή την καταδιωγμένη πίστη και τελικά στο μαρτυρικό θάνατο; Η απάντησή του: «τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως». Είχε ανακαλύψει την υπερβατική και πανπεριεκτική γνώση της Χριστιανικής αποκάλυψης. Είχε ανακαλύψει πως μόνο ο Χριστιανισμός ήταν ικανός να απαντήσει σε όλα τα ερωτήματα και να ικανοποιήσει πλήρως την αναζήτηση του νου και τη δίψα της καρδιάς.
Άλλες λίγες δεκαετίες και βρίσκουμε έναν άλλο εκπρόσωπο του αρχαίου Ολύμπου: τον Κλήμεντα Αλεξανδρείας. Μ’ αυτόν επίσης η Χριστιανική πίστη αποκαλύπτεται ως το ύψος της ανθρώπινης σκέψης, ως ο σκοπός και το πλήρωμα κάθε αναζήτησης και ελπίδας. Ο Χριστιανισμός, αναφέρει, είναι το νόημα και η ίδια η σοφία, ή ο «Λόγος». Τα ευαγγέλια υποστηρίζουν πως ο Χριστός είναι ο Λόγος, που δίνει νόημα και σημασία στο κάθετι.
Πόσοι ήταν σαν τον Ιουστίνο και τον Κλήμεντα. Η ίδια η αυτοκρατορία τελικά έσκυψε το υπερήφανο κεφάλι της μπροστά στο σταυρωμένο Διδάσκαλο που για τόσο καιρό είχε περιφρονήσει. Έτσι άρχισε η Χριστιανική εποχή στην ανθρώπινη ιστορία και πολιτισμό. Είναι άραγε δυνατό να ξεχάσουμε τις ρίζες από τις οποίες τράφηκε σχεδόν το κάθετι, όπου ζούμε και αναπνέουμε στη δυτική κοινωνία; Ο Χριστιανισμός μπήκε στη σάρκα και στο αίμα της ζωής μας, και χωρίς αυτόν δεν μπορούμε να καταλάβουμε ούτε την τέχνη, ούτε τη φιλοσοφία, ούτε την επιστήμη.
Σήμερα όμως η περηφάνια του ανθρώπινου νου ξεσηκώνεται για άλλη μια φορά ενάντια στο θησαυροφυλάκιο της σοφίας, της καλοσύνης και της ωραιότητας. Τί συγκροτεί αυτόν τον ξεσηκωμό; Η γυμνή εξουσία, επειδή, σε τελική ανάλυση, οι εχθροί του Χριστιανισμού δεν έχουν κανένα άλλο επιχείρημα εκτός από τη συκοφαντία και την προπαγάνδα. Σε απάντηση, και με την ίδια δύναμη, οι εκκλησίες βροντοφωνάζουν τον ύμνο της νίκης: «Ἡ γέννησίς σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως…». Με την ίδια πίστη που έχουν οι αντίπαλοί μας και με την ίδια σταθερότητα, διακηρύσσουμε πως η τίμια αναζήτηση, δίψα και αγάπη για την αλήθεια αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει στο Χριστό. «Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν.» (Ιωάν, 1, 4-5). Σ’ αυτήν ακριβώς τη διαβεβαίωση, σ’ αυτήν ακριβώς την ομολογία βρίσκεται το νόημα των Χριστουγέννων. Το φως της γνώσεως, που εισήλθε στον κόσμο και άρχισε να φωτίζει πριν από δυο χιλιάδες χρόνια, δε μας έχει αφήσει ούτε έχει σβήσει. Έχουμε τόσο πολύ προχωρήσει στη μελέτη του κόσμου αυτούς τους είκοσι αιώνες, ώστε τα καλύτερα μυαλά της εποχής μας αρχίζουν να αισθάνονται τη δόξα του Θεού και το φως της σοφίας Του καθώς εξερευνούν τα όρια του σύμπαντος, την τάξη και την ομορφιά του. Το αστέρι, που οδήγησε τους τρεις Μάγους στο σπήλαιο, δεν είναι πλέον απλώς μια συγκινητική ιστορία, καθώς για άλλη μια φορά ακούμε την αιώνια αλήθεια του ψαλμού: «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα!» (Ψαλμ. 18,1).
Όλος ο κόσμος παλεύει για ενότητα, ειρήνη, αγάπη. Βρίσκονται όμως όλα αυτά στην οικονομία; Στον ανταγωνισμό των εξοπλισμών; Στον ανταγωνισμό γενικά; Γίνεται όλο και πιο εμφανές πως υπάρχει μια όλο και βαθύτερη επιθυμία γι’ αυτό που θα φθάσει αληθινά στην καρδιά της ανθρωπότητας, ως το φως της ζωής, που θα φωτίσει τα πάντα. Η «καρδιά όμως αυτή» δεν είναι κανείς άλλος από τον ίδιο τον Χριστό. Και δεν υπάρχει κανένας άλλος δρόμος γι’ αυτή την καρδιά εκτός από το δρόμο που Αυτός έδωσε με την εντολή της αγάπης: «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς…» (Ιωάν, 13, 34). Και δεν υπάρχει καμιά άλλη σοφία και κανένας άλλος σκοπός εκτός από τη Βασιλεία του Θεού που Αυτός διεκήρυξε. Το φως των Χριστουγέννων είναι αυτό ακριβώς το κοσμικό φως και η αγάπη. Με την πνευματική ακοή μας μπορούμε να ακούσουμε την ίδια θριαμβευτική δοξολογία που ακούστηκε δυο χιλιάδες χρόνια πριν: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14). Με την πνευματική όραση μπορούμε να δούμε το ίδιο φως της γνώσεως, και με την πνευματική φωνή μπορούμε να ανταποκριθούμε σ’ αυτή τη χαρούμενη διακήρυξη με τον ίδιο ύμνο ευχαριστίας: «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε».
Το θείο Βρέφος
«Δι᾿ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.» Ένας από τους κυριότερους ύμνους των Χριστουγέννων καταλήγει σ’ αυτά τα λόγια, ταυτίζοντας το βρέφος που γεννήθηκε στο σπήλαιο της Βηθλεέμ με τον «πρὸ αἰώνων Θεό». Ο ύμνος αυτός συνετέθη τον έκτο αιώνα από τον περίφημο Βυζαντινό υμνογράφο Ρωμανό το Μελωδό:
Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν ὑπερούσιον τίκτει καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει· ἄγγελοι μετὰ ποιμένων δοξολογοῦσι· μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι· δι᾿ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός. (Κοντάκιον Χριστουγέννων)
Το παιδί ως Θεός, ο Θεός ως παιδί… Γιατί δημιουργείται αυτή η ζωηρή συγκίνηση την περίοδο των Χριστουγέννων όταν οι άνθρωποι, ακόμη και αυτοί με χλιαρή πίστη ή ακόμη και οι άθεοι, παρατηρούν αυτό το μοναδικό, ασύγκριτο θέαμα της νεαρής μητέρας να κρατά το παιδί στην αγκαλιά της, και γύρω τους οι «Μάγοι οἱ ἀπὸ Ἀνατολῶν», οι ποιμένες, δροσεροί από τη νυχτερινή τους σκοπιά στους αγρούς, τα ζώα, ο ανοιχτός ουρανός, ο αστέρας; Γιατί είμαστε τόσο βέβαιοι, αλλά και συνεχώς ανακαλύπτουμε, πώς σ’ αυτόν το θλιβερό πλανήτη μας δεν υπάρχει τίποτε ομορφότερο και πιο χαρμόσυνο απ’ αυτό το θέαμα, που το πέρασμα των αιώνων αποδείχτηκε ανίκανο να ξεριζώσει από τη μνήμη μας; Επιστρέφουμε σ’ αυτό το θέαμα οποτεδήποτε δεν έχουμε άλλο καταφύγιο, οποτεδήποτε έχουμε βάσανα στη ζωή, και αναζητούμε αυτό που θα μας ελευθερώσει.
Όμως στην ευαγγελική διήγηση για τη γέννηση του Ιησού Χριστού, η μητέρα και το παιδί δε λένε ούτε μία λέξη, ωσάν οι λέξεις να είναι περιττές, επειδή καμιά λέξη δεν μπορεί να ερμηνεύσει, να ορίσει ή να εκφράσει το νόημα όσων έλαβαν μέρος και εκπληρώθηκαν εκείνη τη νύχτα. Και παρ’ όλα αυτά χρησιμοποιούμε λέξεις εδώ, όχι για να εξηγήσουμε ή να ερμηνεύσουμε, αλλά επειδή, όπως η Γραφή λέει, «ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεί» (Ματθ. 12, 34). Είναι αδύνατο κάποιος, που ξεχειλίζει η καρδιά του, να μη μοιραστεί με άλλους τα βιώματά του.
Οι λέξεις «παιδίον» και «Θεός» είναι οι πλέον αποκαλυπτικές για το μυστήριο των Χριστουγέννων. Κατά κάποιο τρόπο, είναι ένα μυστήριο που απευθύνεται στο παιδί που συνεχίζει να ζει μυστικά μέσα σε κάθε ενήλικα, στο παιδί που συνεχίζει να ακούει ό,τι ο ενήλικας έχει πάψει να ακούει, και που ανταποκρίνεται με μια χαρά, που ο ενήλικας, μέσα στον γήινο, υπερώριμο, κουρασμένο και κυνικό κόσμο που ζει, αδυνατεί να νιώσει. Μάλιστα, τα Χριστούγεννα είναι μια γιορτή για τα παιδιά, όχι μόνο εξαιτίας του χριστουγεννιάτικου δένδρου που διακοσμούμε και φωτίζουμε, αλλά μ’ έναν πολύ βαθύτερο τρόπο, και μόνο τα παιδιά δεν ξαφνιάζονται για το ότι, όταν ο Θεός κατέρχεται στη γη, έρχεται ως παιδί.
Αυτή η εικόνα του Θεού ως παιδιού συνεχίζει να λάμπει μέσα από τις εικόνες και τα αναρίθμητα έργα τέχνης, φανερώνοντας πως ό,τι είναι ουσιαστικότερο και πλέον χαρμόσυνο στο Χριστιανισμό βρίσκεται ακριβώς εδώ, σ’ αυτήν την αιώνια παιδικότητα του Θεού. Οι ενήλικες, ακόμη και αυτοί που «συμπαθούν περισσότερο τα θρησκευτικά θέματα», περιμένουν και προσδοκούν από τη θρησκεία να δώσει εξηγήσεις και αναλύσεις· τη θέλουν έξυπνη και σοβαρή. Οι αντίπαλοί της είναι εξίσου σοβαροί, και, τελικά, τόσο βαρετοί, καθώς αντιμετωπίζουν τη θρησκεία μ’ ένα χαλάζι από «ορθολογικές» σφαίρες. Στην κοινωνία μας δεν υπάρχει καμιά φράση που να μεταφέρει καλύτερα την περιφρόνησή μας από το να χαρακτηρίσουμε κάτι λέγοντας πώς «είναι παιδιάστικο». Μ’ άλλα λόγια, δεν είναι για τους ενήλικες, τους έξυπνους και σοβαρούς. Έτσι τα παιδιά μεγαλώνουν και γίνονται εξίσου σοβαρά και βαρετά. Ο Χριστός όμως είπε, «γένησθε ὡς τὰ παιδία» (Ματθ. 18,3). Τί σημαίνει αυτό; Τί λείπει από τους ενήλικες, ή καλύτερα, τι έχει στραγγαλισθεί, καταπνιγεί, εκμηδενισθεί από ένα παχύ στρώμα ενηλικιότητας; Δεν είναι πάνω απ’ όλα αυτή η ικανότητα, η τόσο χαρακτηριστική των παιδιών, να θαυμάζουν, να αγαλλιούν και το πιο σπουδαίο να είναι γνήσια στη χαρά και στη λύπη; Η ενηλικίωση στραγγαλίζει επίσης την ικανότητα να εμπιστεύεσαι, να αυτοεγκαταλείπεσαι, να αφήνεσαι τελείως στην αγάπη και να πιστεύεις με όλη σου την ύπαρξη. Τελικά τα παιδιά παίρνουν στα σοβαρά ό,τι οι ενήλικες δεν μπορούν πλέον να αποδεχθούν: τα όνειρα, αυτά που διασπούν την καθημερινή μας εμπειρία και την κυνική μας καχυποψία, αυτό το βαθύ μυστήριο του κόσμου και κάθετι που αποκαλύπτεται στους αγίους, στα παιδιά και στους ποιητές.
Έτσι μόνο όταν εισχωρήσουμε στο παιδί που ζει κρυμμένο μέσα μας, μπορούμε να κάνουμε δικό μας το χαρμόσυνο μυστήριο του Θεού που έρχεται προς εμάς «ὡς παιδίον». Το παιδί δε διαθέτει ούτε κύρος ούτε εξουσία· όμως η απουσία ακριβώς του κύρους το αναδεικνύει σε βασιλιά· πηγή της βαθιάς του δύναμης είναι η ανικανότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του και η τρωτότητά του. Το παιδί σ’ αυτή τη μακρινή σπηλιά της Βηθλεέμ δεν έχει επιθυμία ώστε να το φοβόμαστε· εισέρχεται στις καρδιές μας χωρίς να μας εκφοβίζει, χωρίς να επιδεικνύει το κύρος και τη δύναμή του, αλλά μόνο με την αγάπη. Μας δίνεται ως παιδί, και μόνο ως παιδιά μπορούμε με τη σειρά μας να το αγαπήσουμε και να δοθούμε σ’ αυτό. Ο κόσμος κυβερνάται από τη δύναμη και την εξουσία, από το φόβο και την κυριαρχία. το «παιδίον Θεός» μας απελευθερώνει απ’ όλα αυτά. Το μόνο που επιθυμεί από μας είναι η αγάπη μας, που προσφέρεται με ελευθερία και χαρά· το μόνο που επιθυμεί από μας είναι να του δώσουμε την καρδιά μας. Και τη δίνουμε σ’ ένα ανυπεράσπιστο παιδί, που εμπνέει όμως τεράστια εμπιστοσύνη.
Με τη γιορτή των Χριστουγέννων η Εκκλησία μας αποκαλύπτει ένα μυστήριο χαράς: το μυστήριο μιας ελεύθερα προσφερόμενης αγάπης που δεν επιβάλλεται σε κανένα. Μιας αγάπης ικανής να δει, να αναγνωρίσει και να αγαπήσει το Θεό στο πρόσωπο του θείου Παιδιού, και να γίνει έτσι δώρο μιας νέας ζωής.
Μετά τα Χριστούγεννα
Δεν προλαβαίνουμε να χαρούμε τα Χριστούγεννα, αυτή τη γιορτή της ειρήνης και της καλοσύνης που ακτινοβολεί το Παιδί της Βηθλεέμ, και τότε το ευαγγέλιο μας προσκαλεί να παρασταθούμε μάρτυρες της έκρηξης μιας τρομακτικής μοχθηρίας απέναντι σ’ Αυτό, μιας μοχθηρίας που ποτέ δε θα τελειώσει ή θα αδυνατίσει.
Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας ἐν ἡμέραις Ἡρῴδου τοῦ βασιλέως, ἰδοὺ μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς Ἱεροσόλυμα λέγοντες· ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ. Ἀκούσας δὲ Ἡρῴδης ὁ βασιλεὺς ἐταράχθη…, καὶ συναγαγὼν πάντας τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς τοῦ λαοῦ ἐπυνθάνετο παρ᾿ αὐτῶν ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας· οὕτω γὰρ γέγραπται διὰ τοῦ προφήτου·… Τότε Ἡρῴδης λάθρα καλέσας τοὺς μάγους ἠκρίβωσε παρ᾿ αὐτῶν τὸν χρόνον τοῦ φαινομένου ἀστέρος, καὶ πέμψας αὐτοὺς εἰς Βηθλεὲμ εἶπε· πορευθέντες ἀκριβῶς ἐξετάσατε περὶ τοῦ παιδίου, ἐπὰν δὲ εὕρητε, ἀπαγγείλατέ μοι, ὅπως κἀγὼ ἐλθὼν προσκυνήσω αὐτῷ. οἱ δὲ ἀκούσαντες τοῦ βασιλέως ἐπορεύθησαν· καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς, ἕως ἐλθὼν ἔστη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον· ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα, καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν οἰκίαν εἶδον τὸ παιδίον μετὰ Μαρίας τῆς μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ, καὶ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν· καὶ χρηματισθέντες κατ᾿ ὄναρ μὴ ἀνακάμψαι πρὸς Ἡρῴδην, δι᾿ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν.
Ἀναχωρησάντων δὲ αὐτῶν ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ᾿ ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι· μέλλει γὰρ Ἡρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό. Ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον… Τότε Ἡρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων. τότε ἐπληρώθη τὸ ρηθὲν ὑπὸ Ἱερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· φωνὴ ἐν Ῥαμᾷ ἠκούσθη, θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν. (Ματθ. 2,1-18).
Αυτή είναι η ευαγγελική διήγηση. Ας αφήσουμε προς στιγμήν κατά μέρος μερικά από τα ζητήματα που αυτή η ιστορία θέτει στους σημερινούς αναγνώστες: ποιοι ήταν οι Μάγοι που ήρθαν από την Ανατολή για να προσκυνήσουν το Χριστό; Πώς κατανοούμε τον αστέρα που τους οδήγησε στη Βηθλεέμ; Ποιοι προφήτες προείπαν τη γέννηση του Σωτήρα στη Βηθλεέμ; Και άλλα. Πολλοί μελετητές της Αγίας Γραφής έχουν ερευνήσει αυτά τα ζητήματα και ενώ τα συμπεράσματά τους είναι ενδιαφέροντα, η πιο ενδιαφέρουσα πλευρά της ιστορίας βρίσκεται αλλού: στην αντίδραση του Ηρώση.
Ιστορικά γνωρίζουμε ότι ο Ηρώδης βασίλευε στην Παλαιστίνη με τη σύμφωνη γνώμη και υπό την προστασία των ρωμαίων κατακτητών, και πως ήταν ένας απάνθρωπος και άδικος τύραννος. Στην αντίδρασή του στη γέννηση του Χριστού, το ευαγγέλιο μας δίνει το αιώνιο πορτραίτο της επίγειας εξουσίας που ο μοναδικός σκοπός και η ενέργειά της εξαντλούνται στη διατήρηση, χρησιμοποίηση και υπεράσπιση της δύναμης που κατέχει ενάντια σε ο,τιδήποτε πιθανώς απειλεί την ύπαρξή της. Μήπως δεν το ξέρουμε τόσο καλά εμείς οι ίδιοι; Πάνω απ’ όλα ο Ηρώδης είναι τρομαγμένος και φιλύποπτος. Πιθανώς να αναρωτηθούμε πώς ήταν δυνατό ένα παιδί να αποτελεί απειλή, ένα παιδί για το οποίο δε βρέθηκε κανένα άλλο κατάλυμα παρά μια σπηλιά για να γεννηθεί; Για τον Ηρώδη όμως ήταν αρκετό το ότι κάποιος -και στην περίπτωσή μας αυτοί οι μάγοι από την Ανατολή- ονόμασε «βασιλιά» αυτό το άγνωστο φτωχικό και αβοήθητο παιδί. Τίποτε άλλο δε χρειάστηκε για να μπει σε λειτουργία ο μηχανισμός της εγκληματικής αναζήτησης, έρευνας, ανάκρισης και εκτέλεσης.
«Τότε Ἡρώδης λάθρα καλέσας τοὺς μάγους…». Έπρεπε να γίνει μυστικά, επειδή αυτού του τύπου η εξουσία γνωρίζει ότι μπορεί να λειτουργεί μόνο όταν η δουλειά της γίνεται μυστικά, που σημαίνει παράνομα και άδικα. Και τότε, «πορευθέντες», είπε ο Ηρώδης στους Μάγους «ἀκριβῶς ἐξετάσατε περὶ τοῦ παιδίου.» Διατάζει να διερευνήσουν, να «κατασκευάσουν μιαν υπόθεση», να την προετοιμάσουν πολύ προσεκτικά έτσι, ώστε να μην υπάρχει καμιά διαφυγή ή σφάλμα καθώς ετοιμάζονται τα αντίποινα. Κατόπιν έρχεται το ψέμα: «ἐπὰν δὲ εὕρητε, ἀπαγγείλατέ μοι, ὅπως κἀγὼ ἐλθὼν προσκυνήσω αὐτῷ.» Πόσο συχνά δεν έχουμε δει αυτό το είδος του ψέματος να διαμορφώνεται τόσο μεθοδικά καθώς προετοιμάζεται να εκτοξευθεί. Και τελικά η παράλογη και αιματοβαμμένη αντεκδίκηση: για να καταστραφεί ο ένας, δολοφονούνται εκατοντάδες. Δεν υπάρχουν εξαιρέσεις, δε σταματά σε τίποτε. Και όλα αυτά για να προστατευθεί η άπληστη εξουσία, που δεν έχει κανέναν άλλο τρόπο για να υπερασπίσει τον εαυτό της από τη βία, την απανθρωπιά και την ετοιμότητα να δολοφονήσει.
Το φως των Χριστουγέννων συναντά το σκοτάδι της κακόβουλης εξουσίας που την έχει διαφθείρει ο φόβος και η καχυποψία. Από τη μια πλευρά: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία.» Από την άλλη μια τρομακτική, συνεχώς κακή βούληση, ο ρόγχος ενός μισοπεθαμένου καθεστώτος που μισεί το φως, τον κόσμο, την ελευθερία, την αγάπη και επιθυμεί διακαώς να τα ξεριζώσει χωρίς έλεος. Γιατί να νοιαστεί αυτή η κακόβουλη εξουσία για τις κραυγές και το κλάμα των μητέρων που δε θα βρουν καμιά παρηγοριά; Δυο χιλιάδες χρόνια πέρασαν από τότε, αλλά οι ίδιες δύο εξουσίες εξακολουθούν να βρίσκονται αντιμέτωπες η μία απέναντι στην άλλη στον πολυβασανισμένο πλανήτη μας: η εξουσία της γυμνής δύναμης, η τυφλωμένη από το φόβο και τρομακτικά απάνθρωπη· και η ακτινοβόλα εξουσία του παιδιού της Βηθλεέμ. Φαίνεται όμως πως όλη η εξουσία, όλη η δύναμη βρίσκεται στα χέρια αυτής της γήινης αρχής, στα χέρια της αστυνομίας της, των ανακριτών της, στα χέρια αυτού του αθάνατου συστήματος των νυκτερινών επιχειρήσεων. Μόνο όμως φαινομενικά: επειδή ποτέ δεν παύουν να λάμπουν το αστέρι και η εικόνα της Μητέρας με το Βρέφος· ο ύμνος «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ» δεν έχει σιγήσει· και η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη ζουν. Τα Χριστούγεννα ήρθαν και έφυγαν, αλλά η λάμψη τους μένει.
π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Εορτολόγιο – Ετήσιος εκκλησιαστικός κύκλος, Ακρίτας, Αθήνα 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου