Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2022

Στη Γέννηση του Χριστού Β΄

 Εκείνο τον καιρό κυβερνούσε ο Καίσαρας Αύγουστος. Η παντοκρατορία του σ’ ολόκληρη τη γη είναι μια εικόνα της παντοκρατορίας του Θεού στους δύο κόσμους: τον υλικό και τον πνευματικό. Ο πολυκέφαλος δράκοντας της εξουσίας, που είχε προξενήσει από την αρχή της πτώσης μεγάλη παρακμή στους ανθρώπους, τώρα είχε μείνει μ’ ένα κεφάλι. Όλα τα γνωστά έθνη κι οι λαοί της γης βρίσκονταν άμεσα η έμμεσα στην εξουσία του Καίσαρα Αυγούστου, είτε πληρώνοντας σ’ αυτόν φόρο υποτελείας είτε αναγνωρίζοντας τους ρωμαϊκούς αξιωματούχους και τους ρωμαϊκούς θεούς. Ο πόλεμος για εξουσία είχε σταματήσει. Η μοναδική εξουσία που κυβερνούσε τον κόσμο ολόκληρο βρισκόταν στα χέρια του Καίσαρα Αυγούστου. Πάνω απ’ αυτόν δεν υπήρχε ούτε άνθρωπος ούτε και Θεός. Αυτοανακηρύχθηκε θεός κι οι άνθρωποι έκαναν θυσίες στην εικόνα του, σφάζοντας ζώα. Από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος κανένας άλλος άνθρωπος στη γη δεν είχε συγκεντρώσει τόση εξουσία και δύναμη όση ο Αύγουστος. Κυβερνούσε τον κόσμο χωρίς αντίπαλο.


Στη Γέννηση του Χριστού Β΄


Είναι γεγονός πως από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος, ο πλασμένος από τον Θεό άνθρωπος ποτέ δεν είχε εξαθλιωθεί τόσο πολύ, δεν είχε ταπεινωθεί, δεν είχε έρθει σε τόση απόγνωση όπως την εποχή εκείνη. Την εποχή που ένας άνθρωπος, με όλες τις αδυναμίες και τα ελαττώματα των ανθρώπων, με περιορισμένη ζωή όση μιας ιτιάς, με στομάχι, εντόσθια, συκώτι και νεφρά, που σε λίγες δεκαετίες θα γινόταν τροφή των σκουληκιών, στάχτη ένας άνθρωπος που το άγαλμά του, που στήθηκε την εποχή της βασιλείας του, θα επιβίωνε της δικής του δύναμης και βασιλείας.


Την εποχή εκείνη λοιπόν της εξωτερικής ειρήνης και της εσωτερικής απόγνωσης, γεννήθηκε ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Σωτήρας του ανθρωπίνου γένους και ανακαινιστής της κτίσης. Γιατί δε διάλεξε να γεννηθεί ως υιός του παντοδύναμου Καίσαρα; Από μια άποψη, έτσι θα μπορούσε να ιδρύσει μια νέα θρησκεία χωρίς να υποφέρει, χωρίς να ταπεινωθεί, δίχως να χύσει το αίμα Του και να φορέσει ακάνθινο στεφάνι, δίχως να σταυρωθεί και να ενταφιαστεί στο σκοτεινό τάφο. Με την απόλυτη δύναμή του ο Καίσαρας θα μπορούσε να κάνει τα πάντα. Θα μπορούσε να δώσει μια διαταγή κι όλα τα είδωλα της αυτοκρατορίας θα καταστρέφονταν μέσα σε μια μέρα. Έτσι θα έπαυε η ψεύτικη λατρεία τους και θα την αντικαθιστούσε η πίστη στον Ένα και αληθινό Θεό, τον Δημιουργό ουρανού και γης. Γιατί έπρεπε ο Χριστός να γεννηθεί σ’ ένα άγνωστο έθνος, τους Ισραηλίτες, σ’ ένα άγνωστο χωριό, τη Βηθλεέμ, κι από μια άγνωστη Παρθένο, τη Μαρία; Ήταν σοφή η απόφαση του Κυρίου να γεννηθεί μέσα σε τόση ταπείνωση, να ζήσει, να υπομείνει θάνατο, ν’ αναστηθεί και να περάσει μισός αιώνας από τη γέννησή Του για ν’ ακουστεί τ’ όνομά Του στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία; Δε θα ήταν πολύ καλλίτερο και γρηγορότερο το αποτέλεσμα, αν είχε γεννηθεί στην πρωτεύουσα του κόσμου, στην ένδοξη Ρώμη, μέσα στο παλάτι του Καίσαρα; Τι θα γινόταν αν το αστέρι από την Ανατολή φώτιζε τη Ρώμη; Πώς θα φάνταζε, αν οι άγγελοι έψαλλαν τους ύμνους της ειρήνης και της ευδοκίας του Θεού πάνω από τη χρυσή οροφή του αυτοκρατορικού παλατιού, ώστε να τους ακούσουν οι πιο ευγενείς και ισχυροί άνθρωποι του κόσμου κι έτσι να στραφούν και να προσκυνήσουν τον Χριστό ως Θεάνθρωπο και Σωτήρα; Αν ο Χριστός ζούσε από μικρός στο παλάτι, δε θα ’κανε όλα τα παιδιά των ευγενών να πιστέψουν στο ευαγγέλιό Του; Αν είχε κάνει την περίφημη ομιλία Του με τους μακαρισμούς στη ρωμαϊκή αγορά, δε θα είχε μαλακώσει τις καρδιές των δύο περίπου εκατομμυρίων κατοίκων της Ρώμης; Έτσι σιγά σιγά, βήμα βήμα, η καινούργια πίστη θα γινόταν γνωστή, η βασιλεία των ουρανών θα είχε ιδρυθεί στη γη κι ο Χριστός θα είχε ενθρονιστεί, όχι στο θρόνο κάποιου βοσκού βασιλιά που λεγόταν Δαβίδ, αλλά στο θρόνο του παντοδύναμου Καίσαρα Αυγούστου.


Τι θα μπορούσε να πει κανείς γι’ αυτήν την υπόθεση; Τίποτα περισσότερο από το ότι είναι μια καταγέλαστη ανοησία. Ο Θεός ας μας συγχωρήσει που τολμήσαμε να καταγράψουμε τέτοιες ανοησίες. Το κάνουμε όμως με καλή πρόθεση. Για να διδαχτούν εκείνοι που στο μυαλό και την καρδιά τους περνάνε τέτοιες ανόητες σκέψεις, όταν ασχολούνται με τη γέννηση του Κυρίου Ιησού. Για ν’ αποδείξουμε πόσο ανόητη είναι η υπόθεση αυτή (στην ουσία αυτό είναι τόσο δύσκολο, όσο είναι να φυσήξεις τη στάχτη πάνω από αναμμένα κάρβουνα), θα θυμίσουμε απλά στον αναγνώστη πως ο Θεός έπλασε τον πρώτο άνθρωπο από την υπερβάλλουσα αγάπη Του. Ότι η ύπαρξη του ανθρώπου εξαρτάται από δυο βασικές αρχές: την ελευθερία και την υπακοή. Η ελευθερία συνίσταται στη δυνατότητα του ανθρώπου να κατέχει τον παράδεισο, όπως νομίζει, μ’ όποιον τρόπο θέλει, να τρώει από κάθε καρπό που παράγει στον παράδεισο και να κουμαντάρει τα ζώα όπως νομίζει. Η υπακοή στον Θεό ήταν η καθοδηγητική αρχή της ελευθερίας του ανθρώπου. Μόνο ο Θεός είναι τέλειος στην ελευθερία Του και δεν έχει ανάγκη από καθοδηγητικές αρχές, καθώς είναι άτρεπτος. Η υπακοή αντιστάθμισε την ατελή σοφία και αγάπη του ανθρώπου. Έτσι, μαζί με την ελευθερία και τη θέληση που του χάρισε ο Θεός, έγινε ένα τέλειο πλάσμα.


Ο Αδάμ γεύτηκε την ελευθερία του στον παράδεισο με το να κουμαντάρει εκατομμύρια πλάσματα σ’ όλη την κτίση. Δεν είναι κι αυτή μια μεγάλη απόδειξη της απεριόριστης αγάπης του Θεού; Η υπακοή του Αδάμ μπορούσε να δοκιμαστεί σε μια μονάχα εντολή που του έδωσε ο Θεός και που αφορούσε σ’ ένα μονάχα πράγμα σ’ ολόκληρο τον παράδεισο: στο δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού. Δεν είναι κι αυτή μια απόδειξη της άπειρης αγάπης και συγκατάβασης του Θεού στον άνθρωπο;


Κάποια στιγμή όμως ο Αδάμ κι η Εύα πλησίασαν στο δέντρο της γνώσης. Και τότε αμάρτησαν. Η ταπείνωσή τους γύρισε σε υπερηφάνεια, η πίστη τους σε αμφιβολία κι η υπακοή τους σε παρακοή. Έτσι το τέλειο πλάσμα του Θεού έχασε την ισορροπία του νου, της καρδιάς και της θέλησής του, γιατί σκέφτηκε κι επιθύμησε το κακό. Μ’ αυτόν τον τρόπο απώθησε το καθοδηγητικό χέρι του Θεού κι έπεσε στη νεκρική αγκαλιά του σατανά. Εδώ είναι το κλειδί που εξηγεί όλα όσα συνέβησαν στο ανθρώπινο γένος. Εδώ είναι το κλειδί που εξηγεί γιατί ο Κύριος Ιησούς δεν γεννήθηκε στη Ρώμη ως γιός του Καίσαρα Αυγούστου, γιατί δεν επέβαλε τη σωστική διδασκαλία Του με αυτοκρατορική δύναμη και με διαταγές. Όταν το παιδί σπρώχνει το χέρι της μητέρας του κι εγγίζει την άβυσσο του κινδύνου, ποια μάνα ντύνεται στα μεταξωτά και φτιάχνει μαρμάρινη σκάλα για να κατέβει στα βάθη της αβύσσου να σώσει το παιδί της;


Ο Θεός θα μπορούσε να περιφρουρήσει το δέντρο στον παράδεισο με φωτιά τόσο μεγάλη και δυνατή, ώστε ο Αδάμ κι η Εύα να μη μπορούν να πλησιάσουν. Τι θα γινόταν τότε όμως η ελευθερία της αγαπημένης ύπαρξης που έπλασε ο Θεός, του ανθρώπου, του μικρού αυτού θεού; Τι διαφορά θα είχε τότε ο υπέροχος άνθρωπος απ’ όλα τ’ άλλα πλάσματα που δεν αξιώθηκαν να ’χουν τέτοια ελευθερία;


Για τον Θεό θα ήταν πολύ εύκολο να γεννηθεί ο Σωτήρας στη Ρώμη, να κληθεί γιός Καίσαρα και με διαταγή, φωτιά και ξίφος, όπως έκανε ο Μωάμεθ, να επιβάλει τη νέα πίστη στην ανθρωπότητα. Τι θα γινόταν τότε όμως η ελευθερία της αγαπημένης ύπαρξης που έπλασε ο Θεός, του ανθρώπου, του μικρού αυτού θεού;


Θα μπορούσε ο Θεός να επιλέξει κάποιον ευκολότερο τρόπο. Δεν είχε ανάγκη να στείλει τον μονογενή Υιό Του στον κόσμο, αλλά να στείλει έναν ολόκληρο στρατό με αγίους αγγέλους και να ηχήσουν οι σάλπιγγές τους από τη μια άκρη της γης στην άλλη. Οι άνθρωποι τότε θα ’πεφταν στα γόνατα με φόβο και τρόμο, θ’ αναγνώριζαν τον αληθινό Θεό και θα εγκατέλειπαν τη λατρεία των ειδώλων. Και πάλι όμως, τι θα γινόταν τότε η ελευθερία της αγαπημένης ύπαρξης που έπλασε ο Θεός, του ανθρώπου, του μικρού αυτού θεού;


Ο Κύριος Ιησούς έπρεπε να δείξει, τόσο καθαρά όσο είναι ο ήλιος, τέσσερα πράγματα, που ο άνθρωπος, αλλοτριωμένος πια και με σκοτισμένο νου, είχε ρίξει στη λήθη:


α) την ταπεινή, υιική υπακοή του ανθρώπου προς τον Θεό,


β) την πατρική αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο,


γ) τη χαμένη βασιλική ελευθερία του ανθρώπου και, τελευταίο,


δ) τη βασιλική δύναμη του Θεού.


Ο Κύριος Ιησούς έδειξε ταπεινή, υιική υπακοή με το ν’ αποφασίσει να γεννηθεί κατά σάρκα σαν άνθρωπος. Το ταπεινωμένο σώμα του ανθρώπου ήταν γι’ αυτόν ένα σπήλαιο πιο ταπεινωτικό κι από το σπήλαιο της Βηθλεέμ. Έδειξε ακόμα την ταπείνωσή Του με το να γεννηθεί μέσα στη φτώχεια, χωρίς καμιά ευκολία κι άνεση που απαιτεί η ζωή. Γεννήθηκε σ ένα άγνωστο έθνος, σ’ ένα ακόμα πιο άγνωστο χωριό κι από μια μητέρα εντελώς άγνωστη στον κόσμο. Ο Νέος Αδάμ έπρεπε να θεραπεύσει τον παλαιό Αδάμ από την παρακοή και την υπερηφάνεια. Το φάρμακο ήταν η υπακοή κι η ταπείνωση. Γι’ αυτό ο Κύριος δεν ήρθε στον κόσμο από την υπερήφανη Ρώμη αλλά από τη Βηθλεέμ, δεν γεννήθηκε στην αυτοανακηρυγμένη θεία οικία του Αυγούστου, αλλά στον ταπεινό οίκο του Δαβίδ.


Η πατρική αγάπη του Θεού αποκαλύφτηκε από τον Κύριο Ιησού με τα πάθη που υπέμεινε για το ανθρώπινο γένος. Πώς θα μπορούσε ο Κύριος να δείξει την αγάπη του Θεού με τα πάθη και τα βάσανά Του, αν είχε γεννηθεί στη Ρώμη, στα παλάτια του Καίσαρα; Όποιος έχει μάθει να διατάζει και να κυβερνά, τα βάσανα τα λογαριάζει ταπεινωτικά.


Τη βασιλική ελευθερία του ανθρώπου στη φύση, στη σωματική κι αισθητική του φύση, όπως και στην κρίση που τον περιβάλλει, την έδειξε ο Κύριος Ιησούς με τις μακρές νηστείες Του, με την αφοβία Του μπροστά σ’ όλους τους κινδύνους και τις δυσκολίες της ζωής και με τα θαύματά Του, με τα Οποία αποκαλύφθηκε η δύναμή Του στη φύση.


Ο Κύριος Ιησούς έδειξε την βασιλική δύναμη του Θεού στην ζωή και το θάνατο πιο καθαρά με την ένδοξή ανάστασή Του εκ νεκρών.


Αν ο Χριστός είχε γεννηθεί στη Ρώμη, ως γιος του Καίσαρα Αυγούστου, ποιος θα πίστευε ότι νηστεύει, ότι κάνει θαύματα ή ότι αναστήθηκε; Δε θα ’λεγε ο κόσμος πως όλα ήταν προσχεδιασμένα, πως διαδόθηκαν με υπερβολή από μια προπαγάνδα και με τη χρήση του αυτοκρατορικού χρυσού;


Τελικά πρέπει να παραδεχτούμε πως η ταπείνωση του Υιού του Θεού είχε τα όριά της. Και τα όρια αυτά τα έθετε η αμαρτία. Μέσα από τόση ακαθαρσία (ακαθαρσία πνευματική, ηθική και φυσική) της Ρώμης και του παλατιού του Καίσαρα, ο Θεός δεν θα μπορούσε να κατέβει στη γη. Εκείνος, του Οποίου καθήκον ήταν να καθαρίσει την ανθρωπότητα από τη βρωμιά της αμαρτίας, έπρεπε να γεννηθεί μέσα σε αγνότητα, αθωότητα κι αναμαρτησία.


Είναι φανερό πως η σοφία του Θεού που ενήργησε στη γέννηση του Σωτήρα μας (δηλαδή η επιλογή του έθνους, της φυλής, του τόπου, της μητέρας) είναι τόσο ανεξιχνίαστη, όσο κι η σοφία που έδειξε κατά την δημιουργία του κόσμου. Όλα όσα κάνει ο Θεός δεν τα κάνει σαν μάγος, αλλά σαν νοικοκύρης. Δημιουργεί αργά, αλλά χτίζει σε γερά θεμέλια. Σπέρνει και περιμένει να φυτρώσει ο σπόρος, να βγάλει στην αρχή άνθος και μετά καρπό. Υπομένει καρτερικά χιλιάδες ανατροπές, για να καταγάγει στο τέλος αιώνια νίκη.


***


Εκείνες τις μέρες ο Καίσαρας έδωσε εντολή να γίνει απογραφή σ’ όλη την οικουμένη. Κάθε άνθρωπος έπρεπε να πάει στην ιδιαίτερη πατρίδα του για να απογραφεί εκεί. Τι υπερηφάνεια κρύβει η ενέργεια αυτή για τον κυρίαρχο αυτού του κόσμου! Τι ταπείνωση για τους ανθρώπους! Κάθε τι που μηχανεύεται ο σατανάς όμως για να ταπεινώσει το Θεό, γυρίζει εναντίον του. Η σοφία του Θεού τον ταπεινώνει. Ο Θεός δοξάζεται και προχωρεί στο έργο της σωτηρίας του ανθρώπου. Με όπλο την υπέρτατη εξουσία του Καίσαρα στη γη, ο σατανάς επιχειρεί να πλήξει το Θεό, να τον ταπεινώσει. Ο Θεός όμως αξιοποίησε την εξουσία αυτή για να φέρει ειρήνη στον κόσμο, τότε που ο βασιλιάς της ειρήνης έμελλε ν’ αποκαλυφθεί στον κόσμο. Με πρόσχημα μια γενική απογραφή ο σατανάς θέλησε να δώσει έμφαση στην υποδούλωση όλων των ανθρώπων σ’ έναν άνθρωπο, πλασμένο από τον Θεό. Ο Θεός αξιοποίησε την απογραφή αυτή, για να εκπληρωθεί η προφητεία πως ο Σωτήρας μας θα γεννηθεί στη Βηθλεέμ.


Εκείνες τις μέρες λοιπόν «ἀνέβη καὶ Ἰωσὴφ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρὲτ εἰς τὴν Ἰουδαίαν εἰς πόλιν Δαυΐδ, ἥτις καλεῖται Βηθλεέμ, διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς Δαυΐδ» (Λουκ. β´ 4). Η απόσταση από τη Ναζαρέτ στη Βηθλεέμ είναι τρεις μέρες με τα πόδια. Η Αγία Παρθένος ήταν έγκυος. Είναι προφανές λοιπόν ότι η αγία οικογένεια θα χρειάστηκε πολύ περισσότερο χρόνο για να φτάσει στην πόλη του Δαβίδ. Πόσο δύσκολο, πόσο κουραστικό πρέπει να ’ταν το ταξίδι αυτό! Πρώτα έπρεπε να διασχίσουν τη μεγάλη και μονότονη πεδιάδα της Γαλιλαίας, μετά ν’ ανεβοκατέβουν τα βουνά της Σαμάρειας και μετά να περάσουν μέσα από την κακοτράχαλη και γεμάτη αγκάθια έρημο της Ιουδαίας. Κι αν ακόμα στη μακρά και δύσβατη αυτή διαδρομή, εκτός από την κούραση δεν πείνασαν, σίγουρα δίψασαν, καθώς σ’ όλο αυτό το δρόμο υπάρχουν μόνο τρεις πηγές. Εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς πόσα πλήθη συνωστίζονταν σε κάθε μια από τις πηγές αυτές τον καιρό της απογραφής. Ο ταπεινός και υπάκουος Κύριος όμως ήρθε στον κόσμο από έναν κακοτράχαλο δρόμο, ταξιδεύοντας σ’ αυτόν μέσα στην κοιλιά της μητέρας Του. Ο Καίσαρας έδωσε εντολή να μετρηθούν όλοι οι υπήκοοί του. Κι Εκείνος στον Οποίο υπακούουν τα σεραφείμ πήγαινε υπάκουα για να καταγραφεί σαν υπήκοος του επίγειου Καίσαρα. Προτού πει στον πρόδρομο κι εξάδελφό του ότι «πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην» (Ματθ. γ´ 15), το είχε κιόλας εφαρμόσει αυτό «ἐκ κοιλίας μητρός». Και προτού διατυπώσει τη διδασκαλία Του, «ἀπόδοτε τοίνυν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ», το είχε εφαρμόσει κυριολεκτικά προτού βγει από την κοιλιά της Μητέρας Του.


Ο Ιωσήφ ανέβηκε στη Βηθλεέμ «ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένῃ αὐτῷ γυναικί, οὔσῃ ἐγκύῳ» (Λουκ. β´ 5). Ο άγιος Ευαγγελιστής Λουκάς τόσο με την σοφία του όσο και με την έμπνευση και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός της υπερφυσικής συλλήψεως της Παρθένου. Σε όλους εκείνους που ίσως σκανδαλίζονται με το γεγονός αυτό, ο ευαγγελιστής Λουκάς έρχεται να καθησυχάσει τη συνείδησή τους. Ο άγιος Λουκάς ήταν γιατρός, αρχικά των σωμάτων, αργότερα και των ψυχών. Σαν σπουδασμένος γιατρός των σωμάτων, προφανώς είχε μελετήσει και γνώριζε καλά τα αίτια και τ’ αποτελέσματα του φυσικού κόσμου. Είχε όμως και την έμπνευση, αλλά και το θάρρος, να διαβεβαιώσει και ν’ αποτυπώσει στο χαρτί ένα μοναδικό γεγονός. Ένα γεγονός κατά το οποίο ανώτερες δυνάμεις επενέβησαν στους φυσικούς νόμους και μια ζωή ήρθε στην ύπαρξη μ’ έναν εξαιρετικά ασύλληπτο και υπερφυσικό τρόπο.


Μια μαρτυρία σαν κι αυτή από ένα γιατρό έχει πραγματικά ανεξήγητη αξία. Ο άγιος Λουκάς επισημαίνει περισσότερο απ’ όλους τους άλλους ευαγγελιστές την σύλληψη της Παρθένου Μαρίας. Πρώτα πρώτα αναφέρει περισσότερα για την συνομιλία του αρχαγγέλου Γαβριήλ με την αγία Παρθένο (βλ. Λουκ. α´ 26-38). Εδώ μας λέει πως ο Ιωσήφ ταξίδεψε στην Βηθλεέμ μαζί με την Μαρία, την μνηστή του, που ήταν έγκυος, για ν’ απογραφούν. Αναφαρόμενος στη γεναλογία του Κυρίου Ιησού λέει: «Καὶ αὐτὸς ἦν ὁ Ἰησοῦς ὡσεὶ ἐτῶν τριάκοντα ἀρχόμενος, ὤν, ὡς ἐνομίζετο, υἱὸς Ἰωσήφ, τοῦ ῾Ηλί» (Λουκ. γ΄ 23). Αυτό σημαίνει πως ο Ιησούς δεν ήταν όπως νόμιζε ο κόσμος γιος του Ιωσήφ, αλλά Υιός του Θεού. Αυτή είναι πραγματικά ίσως η πιο θαυμαστή και στοργική πρόνοια του Θεού για την ανθρωπότητα. Για χάρη της σωτηρίας των ανθρώπων ο Θεός μετέστρεψε το Σαούλ, το μεγαλύτερο διώκτη των χριστιανών, στο μεγαλύτερο υπερασπιστή του χριστιανισμού, τον Παύλο. Το Λουκά, το γιατρό των σωμάτων, τον μετέστρεψε στο μεγαλύτερο μάρτυρα ενός μοναδικού πνευματικού γεγονότος αυτού του κόσμου.


Μ’ όλο που ο Ιωσήφ ήταν απόγονος του Δαβίδ κι ο Δαβίδ καταγόταν από τη Βηθλεέμ, ούτε ο Δαβίδ ούτε ο τελευταίος απόγονός του δεν είχαν κάποιο συγγενή στη Βηθλεέμ. Ο Ιωσήφ πήγε στη Βηθλεέμ που μόνο ιστορικά και πνευματικά ήταν η πόλη του. Τίποτ’ άλλο δεν τον συνέδεε μαζί της. Δεν υπήρχε κανένας συγγενής για να τον υποδεχτεί, ούτε κάποιος γνωστός ή φίλος. «Οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι». Τα σπίτια ανήκαν σε άλλους, όπου οι οικοδεσπότες περίμεναν συγγενείς και φίλους. Ο Ιωσήφ έψαξε από δω κι από κει μα δε βρήκε τίποτα, παρά μονάχα ένα σπήλαιο όπου οι βοσκοί μάζευαν τα ζωντανά τους.


Η Ιουδαία ήταν γεμάτη από τέτοια σπήλαια. Εδώ υπήρχαν τα σπήλαια των προφητών, του Μανασσή, εδώ είναι τα σπήλαια του οσίου Σάββα του Ηγιασμένου, του οσίου Χαρίτωνα, του Χοτζεβά. Υπάρχουν σπήλαια πάνω από τη Νεκρά Θάλασσα, εκεί όπου ο Δαβίδ κρύφτηκε όταν τον κυνηγούσε ο Σαούλ, σπήλαια στο όρος των πειρασμών. Κι ολ’ αυτά, καθώς και άλλα σπήλαια, μετά τη δόξα που έλαβε το σπήλαιο της Βηθλεέμ, έλαμψαν κι αυτά με το φως των αγίων. Κι υπάρχουν κι άλλα πολλά σπήλαια, όπου οι Βεδουίνοι ποιμένες σταλιάζουν τα πρόβατά τους μέχρι σήμερα, όπως μπορεί να διαπιστώσει ο προσκυνητής των Αγίων Τόπων.


«Καὶ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τὴ φάτνη» (Λουκ. β´ 7). Εδώ, όπως και στο ευαγγέλιο του Ματθαίου, πρέπει να διαχωρίσει κανείς τη λέξη «πρωτότοκος» από τη λέξη «αυτής», που προηγήθηκε. Η λέξη πρωτότοκος δεν αναφέρεται στον υιό της αγίας Παρθένου. Μιλάει για το θείο Πρωτότοκο, το μονογενή Υιό του Θεού, που στη νέα κτίση είναι «πρωτότοκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς» (Ρωμ. η´ 29). Είναι ο μυστικός Πρωτότοκος στη βασιλεία της Αγίας Τριάδας στην αιωνιότητα, ο ιστορικός Πρωτότοκος της Εκκλησίας του Θεού, της ορατής και της αόρατης βασιλείας Του.


Καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ. Τα καθαρά άχυρα είναι καλλίτερα από τα βρώμικα μετάξια. Πόσο πιο αναμάρτητη είναι η φάτνη από το παλάτι του Καίσαρα, το σπήλαιο από τη Ρώμη, την πρωτεύουσα του εξουσιαστή του κόσμου τούτου. Άσε το θείο βρέφος ν’ ανακλιθεί στη φάτνη λοιπόν, στο σπήλαιο! Τα πρόβατα κι οι αγελάδες δεν γνωρίζουν αμαρτία, οι βοσκοί ξέρουν πολύ λιγότερα τέτοια πράγματα από άλλους. Για τον Κύριο Ιησού φως υπάρχει εκεί που δεν υφίσταται αμαρτία. Η ζεστασιά είναι εκεί που ο αέρας της αμαρτίας δεν γεμίζει τα στήθη. Ποιος ξέρει πόσες φορές να πήγε στο σπήλαιο αυτό ο Δαβίδ, ο γιός του Ιεσσαί; Ίσως να ξεκίνησε από εκεί για ν’ αναμετρηθεί με τον Γολιάθ, που τον σκότωσε με μια πέτρα της σφεντόνας του, ενώ εκείνος ήταν οπλισμένος ως τα δόντια. Τώρα στο σπήλαιο αυτό κείται το νεογέννητο βρέφος που, κατά τους νόμους των ανθρώπων, είναι απόγονος του ίδιου αυτού βοσκού Δαβίδ. Κι αυτό το βρέφος θ’ αναμετρηθεί μ’ έναν φοβερό Γολιάθ, το σατανά, που βασιλεύει στην Ιερουσαλήμ μεταμφιεσμένος σε Γολιάθ-Ηρώδη, στη Ρώμη μεταμφιεσμένος σε Γολιάθ-Καίσαρα, στον κόσμο ολόκληρο μεταμφιεσμένος σε Γολιάθ-αμαρτία και στο μέγιστο όλων των Γολιάθ -το θάνατο. Ολόκληρος ο στρατός των δαιμόνων είναι οπλισμένος ως τα δόντια και θα καγχάσει, αν δει τον Ιησού να βαδίζει εναντίον του με κάποιο φαινομενικά άχρηστο όπλο, όπως κι ο Γολιάθ κάγχασε, όταν είδε τον Δαβίδ με τη σφεντόνα του. Το νικηφόρο όπλο του Ιησού θα ’ναι κάτι πιο απλό από την πέτρα. Θα είναι ξύλινο, ένας ξύλινος σταυρός.


Ήταν νύχτα, μια ήρεμη νύχτα. Οι ταλαιπωρημένοι ταξιδιώτες-υπήκοοι του Καίσαρα αναπαύονταν, αναπλήρωναν με τον ύπνο τις δυνάμεις τους. Μόνο οι ποιμένες αγρυπνούσαν, παρέμεναν «ἀγραυλοῦντες καὶ φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν» (Λουκ. β´ 8). Το σπήλαιο της Βηθλεέμ πρέπει να ’ταν έξω από την πόλη, διαφορετικά δε θα μπορούσαν να το χρησιμοποιούν οι ποιμένες. Αργότερα όμως που το σπήλαιο αυτό έγινε ο πιο σπουδαίος τόπος της Βηθλεέμ, η πόλη μεγάλωσε πολύ και το περικύκλωσε. Μισή ώρα ανηφορικός δρόμος από την Βηθλεέμ υπάρχει ένα χωριουδάκι, γνωστό ως «των ποιμένων». Η παράδοση λέει πως στον χώρο αυτό έβαζαν οι ποιμένες τα πρόβατα. Από τη συνομιλία που είχαν με τους αγγέλους που τους εμφανίστηκαν σε κάποια απόσταση και από το σπήλαιο και τη Βηθλεέμ: «Διέλθωμεν δὴ ἕως Βηθλεὲμ καὶ ἴδωμεν τὸ ρῆμα τοῦτο τὸ γεγονὸς» (Λουκ. β´ 15).


Η αληθινή παράδοση της Εκκλησίας μας, η ίδια η Αγία Γραφή, μας γνωρίζει πως όταν οι άγγελοι του Θεού εμφανίστηκαν στους αγραυλούντες ποιμένες, η δόξα του Κυρίου τους κάλυψε και κείνοι φοβήθηκαν υπερβολικά. Η δόξα του Θεού που φωτίζει τους αγγέλους και τους δικαίους είναι θαυμαστή. Πολλοί άνθρωποι αξιώθηκαν να δουν στη ζωή τους σωματικά το φως αυτό της δόξας του Θεού. Ο προφήτης Ιεζεκιήλ περιγράφει αυτό που είδε ο ίδιος: «Καὶ εἶδον … ὡς ὅρασιν πυρὸς καὶ τὸ φέγγος αὐτοῦ κύκλῳ. ὡς ὅρασις τόξου, ὅταν ᾖ ἐν τῇ νεφέλῃ ἐν ἡμέραις ὑετοῦ, οὕτως ἡ στάσις τοῦ φέγγους κυκλόθεν. αὕτη ἡ ὅρασις ὁμοιώματος δόξης Κυρίου˙ καὶ εἶδον καὶ πίπτω ἐπὶ πρόσωπόν μου» (Ιεζ. Α´ 27-28).


Ο άγγελος που ήταν καλυμμένος με την ουράνια δόξα καθησυχάζει τους ποιμένες με τα εξής λόγια: «Μὴ φοβεῖσθε˙ ἰδοὺ γὰρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ. ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος, ἐν πόλει Δαβίδ. καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον˙ εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον, κείμενον ἐν φάτνῃ» (Λουκ. β´ 10-12).


Στη Νέα Κτίση οι άγγελοι λειτουργούν ως κήρυκες του Δημιουργού. Άγγελος εμφανίστηκε αρχικά στην αγία Παρθένο Μαρία, μετά στον δίκαιο Ιωσήφ, τώρα στους ποιμένες. Και θα συνεχίσουν οι άγγελοι να εμφανίζονται στους «μάγους ἐξ Ἀνατολῶν». Τα πάντα γίνονται σύμφωνα με τις ανάγκες του σχεδίου και της πρόνοιας του Θεού. Ο αρχάγγελος χαιρέτησε την αγία Παρθένο με το «Χαῖρε». Παρόμοια λέξη χρησιμοποιήθηκε προς τους ποιμένες: «Ἰδοὺ γὰρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην». Ὅταν οἱ μάγοι εἶδαν τὸν ἀστέρα στὸν οὐρανό, «ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα» (Ματθ. β´10). Ο Χριστός είναι πηγή ανέκφραστης χαράς. Έρχεται για να ελευθερώσει τους δεσμώτες. Μπορεί να νιώσει κανείς μεγαλύτερη χαρά απ’ αυτήν; Και μόνο η φωνή του είναι γλυκύτερη και πολύ πιο ζωοδότρα από εκείνην των αγγέλων. Ο μεγάλος προφήτης Ησαΐας άκουσε τη γλυκύτατη αυτή αγγελική φωνή να ψάλλει: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ» (Ησ. στ΄3). Κι ο μέγας μύστης των μυστηρίων της Καινής Διαθήκης, ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής, γράφει για το όραμά του με τους αγγέλους: «Καὶ εἶδον καὶ ἤκουσα ὡς φωνὴν ἀγγέλων πολλῶν κύκλῳ τοῦ θρόνου καὶ τῶν ζώων καὶ τῶν πρεσβυτέρων, καὶ ἦν ὁ ἀριθμὸς αὐτῶν μυριάδες μυριάδων καὶ χιλιάδες χιλιάδων» (Αποκ. ε´11).


Τέτοια ουράνια δόξα αποκαλύφθηκε και στους ποιμένες της Βηθλεέμ. Ως τότε μόνο εκλεκτά πρόσωπα, ατομικά, είχαν αξιωθεί να δουν τέτοια δόξα. Αυτή είναι η πρώτη φορά που συναντάμε στην Αγία Γραφή ολόκληρη ομάδα θνητών ανθρώπων να βλέπουν και ν’ ακούνε χορεία αγγέλων. Αυτό είναι ένα σημείο πως με την έλευση του Χριστού στη γη ανοίχθηκε ο ουρανός για όλους εκείνους που τον αναζητούν με καρδιακή καθαρότητα.


Η εμφάνιση αυτή του αγγέλου μας γνωρίζει και κάτι καινούργιο, κάτι που δεν το είχαμε ξανασυναντήσει στην Αγία Γραφή. Είναι ο νέος αγγελικός ύμνος. Ο μεγάλος προφήτης Ησαΐας τους είχε ακούσει να ψάλλουν το «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος σαβαώθ…». Αυτός είναι ένας ύμνος δοξολογίας του Θεού. Τώρα όμως οι άγγελοι μπροστά στους ποιμένες ψάλλουν έναν καινούργιο ύμνο, που θα μπορούσε να ονομαστεί ύμνος της σωτηρίας.


«Δόξα ἐν Ὑψίστοις Θεῷ

καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη

ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».


Όταν οι άνθρωποι έχουν ως πρώτο τους μέλημα να δοξολογούν με αγαλλίαση καρδίας τον εν Υψίστοις Θεό, κι όχι κάποιον θεό-ανθρώπινο κατασκεύασμα, ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς, τότε έρχεται ειρήνη στη γη και ευδοκία (καλή θέληση, διάθεση) στους ανθρώπους. Ο Κύριος Ιησούς ήρθε στον κόσμο, ώστε η γη ολόκληρη ν’ αναστηθεί και να δοξολογήσει τον εν Υψίστοις Θεό, να δεχθεί την επί γης ειρήνη και την ευδοκία στους ανθρώπους. «Ἐγὼ Κύριος ὁ Θεός…ὁ ποιῶν εἰρήνην» (Ησ. με´ 6-7).


Όσο καιρό ο προπάτοράς μας Αδάμ δοξολογούσε ακατάπαυστα, με όλη του την καρδιά, το Θεό, η γη ήταν ειρηνική, το σώμα του δεν έπασχε από επιθυμίες ή πάθη. Το πνεύμα του ήταν σε πλήρη αρμονία με την ψυχή του. Ο ίδιος ήταν γεμάτος καλή θέληση κι αγάπη τόσο προς το Δημιουργό του όσο και προς όλα τα πλάσματα του Θεού που τον περιέβαλαν. Όταν όμως αμάρτησε, η καρδιά του γέμισε φόβο, τα χείλη του μούδιασαν από τρόμο κι όλη του η ύπαρξη έγινε ανήσυχη. Οι κακές επιθυμίες άρχισαν να φυτρώνουν και ν’ αναπτύσσονται πολύ γρήγορα, όπως τα όνειρα. Κυριεύτηκε από επιθυμίες κακές εναντίον του Θεού, της γυναίκας του, όλων των πλασμάτων του παραδείσου και του ίδιου του εαυτού του. Τότε ένιωσε πως ήταν γυμνός και προσπάθησε να κρυφτεί από το πρόσωπο του Θεού.


Έτσι, από την αμαρτία του Αδάμ ως την έλευση του Χριστού, μόνο ορισμένοι δίκαιοι όπως ο Άβελ, ο Ενώχ, ο Νώε, ο Αβραάμ, ο Ισαάκ κι ο Ιακώβ μπορούσαν να δοξολογούν τον εν Υψίστοις Θεό και ν’ αποκτήσουν ειρήνη κι ευδοκία στη γη. Οι υπόλοιποι άνθρωποι είχαν επιδοθεί στη δοξολογία διαφόρων θεών, ειδώλων ή του εαυτού τους. Οι άνθρωποι μάχονταν μεταξύ τους για το ποιόν θεό να λατρεύουν. Στη γη υπήρχε μεγάλη ταραχή κι ανησυχία επειδή είχαν σταματήσει οι άνθρωποι να δοξολογούν τον αληθινό Θεό κι είχαν δοθεί στη δοξολογία των ψεύτικων, των φανταστικών θεών. Κι από την ανησυχία αυτή προέκυψε η κακή προαίρεση των ανθρώπων, που τους οδήγησε στον Πύργο της Βαβέλ και στη φωτιά της κόλασης.


Με τη Νέα Κτίση, πρέπει να τονίσουμε τα τρία αυτά πράγματα που έκαναν ευτυχισμένο τον Αδάμ στον παράδεισο. Γι’ αυτό κι όταν γεννήθηκε ο Νέος Αδάμ, ο Κύριος Ιησούς στη γη, τα τάγματα των αγγέλων έψαλλαν τον ύμνο της σωτηρίας:


«Δόξα ἐν Ὑψίστοις Θεῷ

καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη

ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».


Όλοι οι Απόστολοι στις Επιστολές τους δοξολογούν κι αινούν τον Ύψιστο Θεό. Ο απόστολος Παύλος αναφωνεί: «Αὐτός γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν» (Εφ. β΄14). Όλοι ανεξαιρέτως οι άγιοι του Θεού μας διδάσκουν πως τα καλά έργα δεν αξιολογούνται από το πλήθος και το μέγεθός τους, αλλ’ από την καλή διάθεση του δότη. Όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος στις Ομιλίες του στα ευαγγέλια, «δεν υπάρχει για το Θεό πλουσιότερο δώρο από την καλή θέληση».


Μετά απ’ αυτό το γεγονός, το μοναδικό στην ανθρώπινη ιστορία, οι άγγελοι χάθηκαν από μπροστά τους κι άφησαν τους ποιμένες να χαίρονται και ν’ απορούν.


«Διέλθωμεν δὴ ἕως Βηθλεὲμ καὶ ἴδωμεν τὸ ρῆμα τοῦτο τὸ γεγονός, ὃ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν» (Λουκ. β΄15). Γιατί δεν είπαν πως το γεγονός τους το αποκάλυψε «ο άγγελος» αλλά είπαν ο Κύριος; Επειδή ο άγγελος του Θεού παρουσιάστηκε μπροστά τους με τέτοια λαμπρότητα και τέτοιο εκτυφλωτικό κάλλος, που ο ανθρώπινος νους δεν μπορούσε να φανταστεί πως ο Κύριος, ο ίδιος ο Παντοκράτορας θα ήταν πιο ωραίος ή πιο λαμπερός. Και για έναν άλλο λόγο όμως. Επειδή στην Αγία Γραφή οι άγγελοι του Θεού συνήθως αποκαλούνται «Κύριοι». Κι αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι οι Ισραηλίτες ήταν αυστηρά προσηλωμένοι στην πίστη τους στον ένα Θεό κι είχαν συνηθίσει να τα πληροφορούνται όλα από άγγελο, ως απεσταλμένο του Θεού.


Καὶ ἴδωμεν τὸ ρῆμα τοῦτο τὸ γεγονός. Δεν είπαν οι ποιμένες, «αν αληθεύει αυτό το πράγμα». Δεν είχαν την παραμικρή αμφιβολία ότι ο Κύριος τους αποκάλυψε το μέγα αυτό γεγονός. Η απλή καρδιά τους δε γνώριζε την αμφιβολία. Η αμφιβολία κατοικεί συχνότερα στις σκοτισμένες από την αμαρτία και τα πάθη καρδιές.


«Καὶ ἦλθον σπεύσαντες, καὶ ἀνεῦρον τὴν τε Μαριάμ καὶ τὸν Ἰωςὴφ καὶ τὸ βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ» (Λουκ. β΄16). Εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς με τι σπουδή έτρεξαν οι ποιμένες προς τη φάτνη. Η χαρά τους έδωσε φτερά στα πόδια κι έτσι έφτασαν γρήγορα στην αγία οικογένεια. Στο σπήλαιο όπου εκείνοι στάλιαζαν τα κοπάδια τους βρήκε κατάλυμμα «ὁ συνέχων πᾶσαν τὴν κτίσιν». Στη φάτνη όπου έβαζαν τροφή για τα ζωντανά τους, κείτονταν σπαργανωμένος ο Ουράνιος Άρτος, Εκείνος που ζωοποιεί όλη την κτίση. Τα άχυρα που περίσσεψαν από τα ζώα, χρησίμεψαν για στρώμα Εκείνου που από τη δημιουργία του κόσμου ήταν «καθήμενος ἐπὶ τῶν Χερουβίμ». [Βηθλεέμ σημαίνει Οίκος Άρτου. Το βαθύτερο νόημα του ονόματος αυτού έγινε γνωστό με το που γεννήθηκε στον τόπο αυτόν ο Κύριος Ιησούς, ο ουράνιος Άρτος. «Ἐγὼ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς» (Ιωάν. στ΄51)].


Ο ευαγγελιστής γράφει πως οι ποιμένες βρήκαν στο σπήλαιο τη Μαρία και τον Ιωσήφ. Τυπικά πρώτος αναφέρεται ο πατέρας κι έπειτα η μητέρα. Αυτό συνηθίζεται σήμερα και τηρούνταν ακόμα αυστηρότερα εκείνη την εποχή, που η γυναίκα λογαριάζονταν υποδεέστερη από τον άντρα. Ο ευαγγελιστής όμως αναφέρει πρώτα τη Μαρία, αντίθετα με το μακρόχρονο έθιμο. Και το κάνει αυτό σκόπιμα, για να τονίσει το γεγονός ότι μοναδικός επίγειος γονιός του Σωτήρα μας είναι η Μητέρα. Ο Ιωσήφ δεν ήταν σύζυγός της αλλά βοηθός και προστάτης Της.


«Ἰδόντες δὲ διεγνώρισαν περὶ τοῦ ρήματος τοῦ λαληθέντος αὐτοῖς περὶ τοῦ παιδίου τούτου· καὶ πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν περὶ τῶν λαληθέντων ὑπὸ τῶν ποιμένων πρὸς αὐτούς» (Λουκ. β΄17-18).


Οι ποιμένες είχαν σίγουρα πολλά να διηγηθούν. Τα μάτια τους είχαν δει εκείνα που ελάχιστα ανθρώπινα μάτια αξιώνονται να δουν. Τ’ αυτιά τους είχαν ακούσει πράγματα που ελάχιστα ανθρώπινα αυτιά αξιώνονται ν’ ακούσουν. Καὶ πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν. Εδώ προφανώς δεν αναφέρεται στη Μαρία και τον Ιωσήφ, γιατί τότε δε θα έλεγε ο ευαγγελιστής «πάντες». Θα πρέπει ν’ αναφέρεται και σ’ άλλους ανθρώπους κοντά στο σπήλαιο, στη Βηθλεέμ, στους οποίους οι ποιμένες αποκάλυψαν με την πρόνοια του Θεού το φοβερό και θαυμαστό ουράνιο αυτό μυστήριο.


Για την αγία Μητέρα Μαρία γράφει ο ευαγγελιστής: «Ἡ δὲ Μαριὰμ πάντα συνετήρει τὰ ρήματα ταῦτα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκ. β΄19). Ο ευαγγελιστής είναι υπερβολικά προσεχτικός όταν αναφέρεται στην αγία Παρθένο. Παρατηρεί πάντα την καρδιά της, προσπαθεί να εκτιμήσει τις εντυπώσεις που δημιουργούνται στην ευαίσθητη αυτή καρδιά που φόρεσε το στεφάνι του γάμου με το Άγιο Πνεύμα. Εκείνη άκουσε όλα όσα ειπώθηκαν, όλα όσα είχαν να πουν για το γιο της ο ουρανός και η γη. Κι ολ’ αυτά τα φύλαξε στην καρδιά της. Κάποτε θα ’ρχόταν η ώρα που θα ’νοιγε το στόμα της, που θ’ αποκάλυπτε τους θησαυρούς της καρδιάς της, που θα τα μετέδιδε ολ’ αυτά στους αποστόλους και τους ευαγγελιστές για να τα μάθουν από τα δικά της χείλη. Θα ’φτανε ο καιρός που θα γινόταν ο απόστολος των αποστόλων, ο ευαγγελιστής των ευαγγελιστών. Κι ο καιρός αυτός θα ’ρχόταν μετά την ένδοξη ανάσταση του Υιού Της. Όταν ο μονογενής βγήκε από τον τάφο και «ἀνέστη ἐκ νεκρῶν», οι απόστολοι ακόμα αναρωτιούνταν μεταξύ τους. Τι γίνεται; Ποιόν θα ρωτήσουμε; Εκείνην, μόνο Εκείνην επί της γης. Κι Εκείνη θα τους έλεγε όλα όσα είχε φυλάξει στην καρδιά της, τα λόγια του αρχάγγελου στη Ναζαρέτ, εκείνα που είπαν οι ποιμένες στη Βηθλεέμ και πολλά, πολλά άλλα λόγια και μυστήρια που μόνο αυτή γνώριζε, επειδή εκείνη μόνο ζούσε τόσο κοντά στο διδάσκαλό τους.


***


Ο Κύριος Ιησούς λοιπόν δε γεννήθηκε στη Ρώμη, στο παλάτι του Καίσαρα, για να γίνει κύριος της οικουμένης με τη δύναμη των όπλων. Γεννήθηκε ανάμεσα στους ποιμένες, για ν’ αποκαλυφτεί έτσι ο κυρίαρχος χαρακτήρας της ειρηνικής και αγαπητικής διακονίας Του στον κόσμο. Όπως ο ποιμένας αγαπά και φροντίζει το ποίμνιό του, έτσι κι Εκείνος αγαπά και μεριμνά για κάθε άνθρωπο. Όπως ο ποιμένας φροντίζει για το ένα άρρωστο ή παραστρατημένο πρόβατο περισσότερο από τα ενενήντα εννιά που είναι ασφαλή και υγιή, έτσι κι Εκείνος έχει μεγαλύτερη μέριμνα για τους αμαρτωλούς παρά για τους δίκαιους, περισσότερο για τους ανθρώπους παρά για τους αγγέλους. Όπως ο ποιμένας γνωρίζει το κάθε πρόβατό του χωριστά και κάθε πρόβατο γνωρίζει τον αφέντη του, έτσι γίνεται και με τον μεγάλο, τον καλό Ποιμένα και τη λογική ποίμνη Του. Όπως ο ποιμένας ξαγρυπνάει για το ποίμνιό του, τότε που όλη η φύση ησυχάζει αμέριμνη, έτσι κι ο Καλός Ποιμένας αγρυπνεί νύχτες γεμάτες τρόμο και πειρασμούς. Παρακολουθεί τη λογική Του ποίμνη και προσεύχεται γι’ αυτούς με ταπείνωση κι υπακοή στον ουράνιο Πατέρα Του.


Κάθε Του πράξη στη γη είναι από μόνη της ένα ολοκληρωμένο ευαγγέλιο. Ακόμα και τότε που ήταν νεογέννητος και δεν μπορούσε ν’ ανοίξει το στόμα του για να προφέρει μια λέξη, έδινε στην ανθρωπότητα ένα ολόκληρο ευαγγέλιο με τον τρόπο, τον τόπο και τις περιστάσεις της γέννησής Του.


Δε θα μπορούσε ο Κύριος Ιησούς να γεννηθεί σε αυτοκρατορικό παλάτι, γιατί καθήκον Του δεν ήταν να γίνει εγκόσμιος κυβερνήτης. Η βασιλεία Του δεν είναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» που είναι σκοτεινός σαν την καταιγίδα, παροδικός σαν το όνειρο. Δε θα μπορούσε να γεννηθεί σαν γιός κάποιου επίγειου αυτοκράτορα, γιατί ο σκοπός Του δεν είναι η φωτιά και το ξίφος, οι διαταγές και η βία, αλλά η θεραπεία των άρρωστων κι η σταδιακή αποκατάσταση της υγείας τους. Τα έργα που έκανε στη Ζωή Του δεν έρχονται σε αντίθεση με τα λόγια Του αλλά τα επιβεβαιώνουν. Η διδασκαλία Του εμπεριέχεται στη ζωή και τα λόγια Του, είναι το σωτήριο ευαγγέλιό Του.


Όλα όσα ήρθε για να ζήσει στη γη ήταν τόσο καλά μελετημένα και προσχεδιασμένα, με τόσο μεγάλη σοφία, που ανθρώπινη γλώσσα δεν μπορεί να εξηγήσει. Γι’ αυτό κι εκείνο που έχουμε να κάνουμε είναι να λατρεύουμε τη σοφία Του με υπακοή και ταπείνωση, γιατί Εκείνος όχι μόνο ικανοποιεί το νου μας αλλά γεμίζει και την καρδιά μας με χαρά. Και μείς, γεμάτοι χαρά κι αγαλλίαση, ας επαναλάβουμε τον αγγελικό ύμνο:


«Δόξα ἐν Ὑψίστοις Θεῷ

καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη

ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».


Δόξα στο μονογενή Υιό «ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς», στο χερουβικό θρόνο στον ουρανό και στη φάτνη της Βηθλεέμ στη γη. Δόξα στον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια κι αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Θεός επί γης, άνθρωπος εν ουρανώ: Από τον Ευαγγελισμό στην Χριστού Γέννηση: Ομιλίες Α΄, μετάφραση-επιμέλεια Πέτρος Μπότσης, 2η έκδ., Αθήνα, Μπότσης Πέτρος, 2014.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου