Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2022

Κυριακή Β’ Λουκά: για την αγάπη προς τον πλησίον

 Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος


(Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, κεφ. στ΄, χωρία 31 έως 36)


Επιλεγμένα αποσπάσματα από την ομιλία ΙΗ΄ του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου σχετικά με την ευαγγελική περικοπή για την αγάπη προς τον πλησίον


Υπομνηματισμός των χωρίων Ματθ. 5, 38-42


«Ἠκούσατε ὅτι ἐῤῥέθη, ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος· Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ᾿ ὅστις σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην·καὶ τῷ θέλοντί σοι κριθῆναι καὶ τὸν χιτῶνά σου λαβεῖν, ἄφες αὐτῷ καὶ τὸ ἱμάτιον (:Ακούσατε ότι ελέχθη: ‘’οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος’’ (δηλαδή να ανταποδίδεις ίσο κακό προς το κακό, που σου έκανε ο άλλος). Εγώ όμως σας λέγω να μην καταληφτείτε από οργή και εχθρότητα και να μην αντισταθείτε στον πονηρό άνθρωπο αποδίδοντας κακό αντί κακού, αλλά αν κανείς σε ραπίσει στο δεξιό μέρος του προσώπου σου, γύρισε με πραότητα και υποχωρητικότητα και το άλλο μέρος του προσώπου (πρόθυμος να δεχθείς και δεύτερο ράπισμα). Και σε εκείνον που θέλει να σε οδηγήσει στα δικαστήρια, για να σου πάρει το πουκάμισο, άφησέ του και το επανωφόρι σου)».



Βλέπεις ότι δεν εννοούσε τον ίδιο τον οφθαλμό μας προηγουμένως, όταν νομοθετούσε να βγάζουμε τον οφθαλμό που μας σκανδαλίζει [Ματθ. 5, 29: «εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμα σου βληθῇ εἰς γέενναν (:Εάν όμως ο δεξιός σου οφθαλμός νοσεί και σε ενοχλεί και υπάρχει φόβος να βλάψει όλο το σώμα, βγάλε τον και πέταξέ τον μακριά από εσένα. Διότι σε συμφέρει να χαθεί ένα μέλος του σώματος, παρά να ριφθείς μαζί με όλο το σώμα στη γέεννα του πυρός (δηλαδή εάν ένα πρόσωπο πολύτιμο και αγαπητό, όπως ο δεξιός οφθαλμός, σε εξερεθίζει προς αμαρτία, χωρίσου οριστικώς απ’ αυτό και κόψε την επικοινωνία μαζί του, διότι σε συμφέρει να το στερηθείς το πρόσωπο αυτό, παρά να ριφθείς μαζί του στο άσβεστο πυρ της κολάσεως)»], αλλά έκανε λόγο για εκείνους που μας βλάπτουν με τη φιλία τους και μας ρίπτουν στο βάραθρο της απώλειας. Πραγματικά, Αυτός που τονίζει εδώ με τόση έμφαση και δεν επιτρέπει να αφαιρεί ως ανταπόδοση κάποιος τον οφθαλμό ακόμα και εκείνου που του βγάζει τον δικό του, πώς είναι δυνατόν να νομοθέτησε να βγάζουμε το δικό μας οφθαλμό;


Εάν, τώρα, κάποιος κατηγορεί τον παλαιό νόμο [τον μωσαϊκό], επειδή διέτασσε να αμυνόμαστε με αυτόν τον τρόπο, μου φαίνεται ότι είναι πολύ άπειρος από τη σοφία που ταιριάζει σε έναν νομοθέτη και ότι αγνοεί τη δύναμη των περιστάσεων κάθε εποχής και το κέρδος της συγκαταβάσεως. Διότι, εάν σκεφτεί ποιοι ήσαν τότε οι ακροατές των εντολών αυτών του μωσαϊκού νόμου, σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκονταν και πότε δέχτηκαν τη νομοθεσία αυτή, τότε θα παραδεχτεί απολύτως τη σοφία του νομοθέτη, και θα αντιληφτεί ότι ο ίδιος Νομοθέτης έθεσε και εκείνους και τους παρόντες νόμους και ακόμη, ότι κάθε μία νομοθεσία υπήρξε πολύ ωφέλιμη και δόθηκε στον κατάλληλο καιρό. Πραγματικά, εάν έδινε από την αρχή τις υψηλές και δύσκολες αυτές εντολές, ασφαλώς, ούτε αυτές θα δέχονταν οι Ιουδαίοι εκείνη την εποχή, ούτε βέβαια εκείνες τις παλαιές. Τώρα όμως αφού έδωσε την κάθε νομοθεσία στην κατάλληλη στιγμή, διόρθωσε την οικουμένη ολόκληρη διαμέσου των δύο διαθηκών [της Παλαιάς και της Καινής].


Εξάλλου, έδωσε την εντολή αυτήν τότε όχι για να βγάζουμε ο ένας τα μάτια του άλλου, αλλά για να μην απλώνουμε τα χέρια μας ο ένας εναντίον του άλλου και να τα συγκρατούμε· διότι η απειλή να πάθουμε κάτι, εμποδίζει την ορμή που οδηγεί στη βιαιοπραγία εκ μέρους μας. Και έτσι, όμως, ρίπτει σιγά-σιγά άφθονα τα σπέρματα της φιλοσοφίας, με το να ορίζει αρχικά ότι ο παθών μπορεί να αμύνεται, ανταποδίδοντας το ίδιο πάθημα· μολονότι, βέβαια, εκείνος που αρχίζει την παρανομία αυτήν είναι άξιος μεγαλύτερης τιμωρίας, πράγμα το οποίο απαιτεί και η δικαιοσύνη. Αλλά, επειδή ήθελε να αποδίδεται το δίκαιο επί τη βάσει της φιλανθρωπίας, καταδικάζει σε μικρότερη τιμωρία εκείνον που έφταιξε περισσότερο, για να μας διδάξει ότι, ακόμη και όταν πάσχουμε, πρέπει να είμαστε πολύ επιεικείς. Αφού ανέφερε, λοιπόν, τον παλαιό νόμο και τον ανέγνωσε ολόκληρο, δείχνει και πάλι ότι δεν είναι ο αδελφός που κάνει αυτές τις ενέργειες, αλλά ο πονηρός. Γι’ αυτό και πρόσθεσε: «Εγώ όμως σας λέω να μην προβάλετε αντίσταση στον πονηρό». Δεν είπε: «Να μην προβάλλετε αντίσταση στον αδελφό», αλλά «στον πονηρό», αποδεικνύοντας ότι με την υποκίνηση αυτού αποτολμώνται αυτές οι πράξεις. Έτσι, μετριάζει και παύει την υπερβολική οργή εναντίον αυτού που διέπραξε το αδίκημα, με το να μεταθέτει την αιτία του κακού σε άλλον.


«Τι λοιπόν; Δεν πρέπει να αντιστεκόμαστε στον πονηρό;», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Πρέπει, βέβαια, αλλά όχι με αυτόν τον τρόπο, αλλά όπως ο ίδιος ο Ιησούς υπέδειξε με την εντολή αυτή, δηλαδή, με το να προσφέρουμε τον εαυτό μας στο πάθος, στο να κακοποιηθεί, διότι μόνο έτσι θα υπερνικήσουμε το κακό. Πραγματικά, η φωτιά δεν σβήνει με τη φωτιά, αλλά η φωτιά σβήνει με το νερό. Για να αντιληφτείς, όμως, ότι και στον παλαιό νόμο νικητής ήταν αυτός που έπαθε από τον άλλο και ότι αυτός στεφανώνεται, εξέτασε το γεγονός καθ’ εαυτό και θα δεις ότι μεγάλη είναι η δική του υπεροχή· διότι αυτός που άρχισε την αδικία, αυτός θα είναι και η αιτία της τυφλώσεως και των δύο οφθαλμών, δηλαδή και του πλησίον του και του δικού του. Γι’ αυτό και μισείται δίκαια από όλους και αναρίθμητες κατηγορίες διατυπώνονται σε βάρος του· ενώ ο αδικημένος και μετά την άμυνα δια της ανταποδόσεως των ίσων, δε θα έχει διαπράξει τίποτε το φοβερό. Γι’ αυτό και πολλοί συμπάσχουν μαζί του, επειδή είναι καθαρός και μετά τη διάπραξη του πλημμελήματος αυτού.


Και η μεν συμφορά είναι ίση και στους δύο, ενώ η δόξα δεν είναι η ίδια, ούτε ενώπιον του Θεού, ούτε ενώπιον των ανθρώπων. Γι’ αυτό, λοιπόν, και η συμφορά δεν είναι η αδικία. Πραγματικά, έλεγε λοιπόν στην αρχή : «ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ῥακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός (:εκείνος που θα υβρίσει τον αδελφό του και θα του πει με περιφρόνηση “ανόητε, τιποτένιε”, είναι ένοχος εγκλήματος βαρύτερου, από εκείνα που δικάζει το μεγάλο συνέδριο, το ανώτατο δηλαδή δικαστήριο των Εβραίων. Εκείνος δε που θα πει με μίσος στον αδελφό του “άμυαλε, τρελέ”, είναι βαρύτατα ένοχος και άξιος να τιμωρηθεί με την στον Άδη γέεννα του πυρός. Όποιος οργίζεται χωρίς λόγο εναντίον του αδελφού του και όποιος ονομάζει αυτόν ‘’μωρό’’, θα καταδικαστεί στη γέεννα του πυρός»[Ματθ. 5, 22], στην προκειμένη περίπτωση, όμως, απαιτεί μεγαλύτερη πνευματικότητα, διότι δεν προστάζει τον πάσχοντα, απλώς και μόνο να μην αντιδρά και να παραμένει ατάραχος χωρίς καμία ανταπόδοση, αλλά να αντιπαραθέτει μεγαλύτερη φιλοτιμία, με το να προσφέρει και την άλλη σιαγόνα. Και δεν τα λέγει αυτά μόνο αναφορικά με το πάθημα αυτό, αλλά για να μας διδάξει την ανεξικακία για όλες εν γένει τις σε βάρος μας αδικίες. Όπως δηλαδή, όταν λέγει ότι «όποιος ονομάζει τον αδελφό του μωρό είναι ένοχος στη γέενα», δεν ομιλεί μόνο για τη λέξη «μωρός», αλλά αναφέρεται σε κάθε είδους ύβρη, κατά όμοιο τρόπο και εδώ δεν θέτει νόμο μόνο για να φερόμαστε με γενναιότητα, όταν μας ραπίζουν, αλλά και για να μην ταρασσόμαστε, οτιδήποτε και αν παθαίνουμε. Γι’ αυτό και εκεί διάλεξε τη βαρύτερη ύβρη και εδώ ανέφερε το κτύπημα που θεωρείται πιο ταπεινωτικό και περικλείει μεγάλη προσβολή, δηλαδή, το ράπισμα στη σιαγόνα.


Και δίνει την εντολή αυτήν και προς το συμφέρον αυτού που χτυπάει και προς το συμφέρον αυτού που δέχεται το χτύπημα ή την ύβρη. Πραγματικά, και αυτός που υπέστη την προσβολή δε θα νομίσει ότι παθαίνει κάτι κακό, όταν έχει συνηθίσει να φιλοσοφεί έτσι τα πράγματα (διότι δεν θα αισθανθεί καν την προσβολή, επειδή μάλλον θα αγωνίζεται παρά θα αντιλαμβάνεται τα χτυπήματα), αλλά και αυτός που αδικεί θα νιώσει ντροπή και δε θα δώσει πλέον δεύτερο χτύπημα, έστω και αν είναι σκληρότερος και από το κάθε θηρίο, μα θα κατηγορήσει πολύ τον εαυτό του και για το πρώτο που έδωσε. Διότι τίποτε δε συγκρατεί τόσο αυτούς που αδικούν όσο το να υποφέρουν με επιείκεια τις αδικίες αυτοί που αδικούνται.


Και δεν τους συγκρατεί μόνο την ορμή να συνεχίσουν, αλλά και τους προετοιμάζει να μετανοήσουν και για όσα έπραξαν και φεύγουν γεμάτοι από θαυμασμό για την ανεξικακία αυτών που αδικούνταν, και έτσι τους καθιστά πιο οικείους και όχι μόνο φίλους μας, αλλά και δούλους μας ακόμη τους κάνει. Όπως πάλι, η αντίσταση προκαλεί ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα· δηλαδή ντροπιάζει και τους δύο και τους κάνει χειρότερους και ανάπτει μεγαλύτερη τη φλόγα της οργής. Πολλές φορές μάλιστα τους οδηγεί και στον θάνατο, όταν το κακό προχωρήσει πολύ. Γι’ αυτό, όχι μόνο όταν ραπίζεσαι, διέταξε να μην οργίζεσαι, αλλά επιπλέον έδωσε εντολή να ικανοποιείς την επιθυμία αυτού που αδικοπραγεί εις βάρος σου, για να μη δώσεις την εντύπωση ότι υπέστης το αρχικό χτύπημα χωρίς τη θέλησή σου. Διότι έτσι, και αν ακόμη είναι αναίσχυντος, θα κατορθώσεις να του δώσεις καίριο χτύπημα, παρά εάν τον χτυπούσες με το χέρι σου, και ενώ είναι αναιδής, θα τον καταστήσεις πιο επιεική.


«καὶ τῷ θέλοντί σοι κριθῆναι καὶ τὸν χιτῶνά σου λαβεῖν, ἄφες αὐτῷ καὶ τὸ ἱμάτιον (:Και σε εκείνον που θέλει να σε οδηγήσει στα δικαστήρια, για να σου πάρει το πουκάμισο, άφησέ του και το επανωφόρι σου)». Δε θέλει, όμως, στα χτυπήματα μόνο, αλλά και στα χρήματα να έχουμε την ανεξικακία αυτού του είδους. Γι’ αυτό και εδώ χρησιμοποιεί την ίδια υπερβολή. Πραγματικά, όπως ακριβώς εκεί διατάσσει να νικάμε με το να πάσχουμε, έτσι και εδώ, με το να χάνουμε περισσότερα από όσα περίμενε ο πλεονέκτης. Αλλά και την εντολή αυτήν δεν την έθεσε έτσι απλή, μα με την ανάλογη προσθήκη. Διότι δεν είπε: «Να δώσεις το πανωφόρι σου σε εκείνον που το ζητεί», αλλά «σε εκείνον που θέλει να κάνει δίκη εναντίον σου», δηλαδή, εάν σε σύρει στο δικαστήριο και σου προξενεί ενοχλήσεις. Και όπως, όταν είπε να μην ονομάζουμε τον συνάνθρωπό μας μωρό, ούτε να οργιζόμαστε χωρίς λόγο εναντίον του, αφού προχώρησε, απαίτησε περισσότερα, με το να διατάξει να δίνουμε και τη δεξιά σιαγόνα, έτσι και εδώ, αφού είπε να φερόμαστε με συμφιλιωτική διάθεση προς τον αντίδικο, πάλι επιτείνει την εντολή. Δηλαδή, δεν ορίζει να δώσουμε μόνο όσα θέλει να πάρει ο αντίδικός μας, αλλά να δείξουμε και μεγαλύτερη μεγαλοδωρία.


«Τι λοιπόν; Γυμνός πρόκειται να γυρίζω;», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Δε θα είμαστε γυμνοί, εάν υπακούμε με ακρίβεια στους λόγους αυτούς, αλλά θα είμαστε ενδεδυμένοι πολύ καλύτερα από όλους. Διότι, κατά πρώτον, κανένας δε θα μας έκανε επίθεση, εάν είχαμε το φρόνημα αυτό. Δεύτερο, εάν υπήρχε κανένας τόσο άγριος και ανήμερος, ώστε να φτάσει μέχρις αυτού του σημείου, τότε, ασφαλώς, θα φανούν πολλοί περισσότεροι, οι οποίοι όχι μόνο με ενδύματα, αλλά και με τη σάρκα τους θα καλύψουν, εάν ήταν δυνατό, εκείνον που έδειξε τόση πνευματικότητα και ανεξικακία.


Αλλά και αν ακόμη ήταν ανάγκη να περιφέρεσαι γυμνός εξαιτίας της φιλόσοφης στάσης αυτού του είδους, και πάλι δε θα ήταν ντροπή αυτό. Διότι και ο Αδάμ [πρβλ. Γεν. 2, 25: «καὶ ἦσαν οἱ δύο γυμνοί, ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ᾐσχύνοντο (:Ήσαν δε και οι δύο γυμνοί, ο Αδάμ και η γυναίκα αυτού, και δεν ντρέπονταν ο ένας τον άλλον, διότι ήσαν αγνοί και αθώοι)»] στον παράδεισο ήταν γυμνός, αλλά δεν ένιωθε ντροπή. Και ο Ησαΐας [Ησ. 20.3: «καὶ εἶπε Κύριος· ὃν τρόπον πεπόρευται ὁ παῖς μου Ἡσαΐας γυμνὸς καὶ ἀνυπόδετος τρία ἔτη, τρία ἔτη ἔσται εἰς σημεῖα καὶ τέρατα τοῖς Αἰγυπτίοις καὶ Αἰθίοψιν (:Κατόπιν ο Κύριος προσέθεσε και είπε• “όπως έχει πορευθεί ο δούλος μου ο Ησαΐας γυμνός και ανυπόδητος επί τρία έτη, έτσι επί τρία έτη θα γίνουν σημεία και τέρατα στους Αιγυπτίους και τους Αιθίοπες)»] ήταν γυμνός και ανυπόδητος και όμως ήταν πιο ένδοξος από όλους τους Ιουδαίους. Και ο Ιωσήφ (βλ. Γεν. 39, 1 κ.ε.) επίσης όταν έμεινε γυμνός, τότε έλαμψε περισσότερο. Πραγματικά δεν είναι κακό να παραμένει κανείς γυμνός υπό τις συνθήκες αυτές, αλλά να ενδύεται δια του τρόπου αυτού, όπως ακριβώς τώρα εμείς με πολυτελή ενδύματα, αυτό είναι αισχρό και καταγέλαστο. Γι’ αυτό, βέβαια, και ο Θεός επαινεί αυτούς που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία και καταδικάζει τους άλλους διαμέσου των προφητών και των αποστόλων.


Συνεπώς, ας μη νομίζουμε ότι οι εντολές είναι δύσκολο να εφαρμοστούν. Διότι, εκτός του ότι μας συμφέρουν, είναι πολύ εύκολες, εάν αγρυπνούμε. Και περικλείουν τόσο μεγαλύτερη ωφέλεια, διότι όχι μόνο εμάς, αλλά και εκείνους, που μας αδικούν, τα μέγιστα ωφελούν. Και το εξαιρετικό είναι τούτο σε αυτές, ότι δηλαδή, ενώ πείθουν εμάς να υποφέρουμε, συγχρόνως διδάσκουν να φιλοσοφούν και εκείνους που μας αδικούν. Διότι όταν εκείνος θεωρεί κατόρθωμα μεγάλο το να αρπάζει τα πράγματα των άλλων, και εσύ του αποδείξεις ότι για εσένα είναι μικρό το να του δίνεις και εκείνα που δεν σου ζητεί, και εισάγεις ως αντιστάθμισμα της πνευματικής πτωχείας εκείνου τη μεγαλοδωρία τη δική σου και τη φιλοσοφία στην πλεονεξία του, σκέψου πόσο θα διδαχτεί, όχι με λόγια, αλλά με τα ίδια τα έργα αυτά, διδασκόμενος να καταφρονεί την κακία και να επιθυμεί την αρετή. Διότι ο Θεός δε θέλει να είμαστε χρήσιμοι και ωφέλιμοι μόνο στους εαυτούς μας, αλλά και στους πλησίον μας όλους. Αν λοιπόν, υποχωρήσεις και δε διεξαχθεί η δίκη, τότε επεδίωξες το δικό σου συμφέρον μόνο. Αν όμως, δώσεις και κάτι επιπλέον, τότε θα αφήσεις αυτόν να φύγει για το σπίτι του, αφού τον έχεις κάνει καλύτερο. Αυτό είναι το αλάτι [Ματθ.5,13: «Ὑμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων (:Εσείς οι μαθητές μου είστε το αλάτι της γης (επειδή με το παράδειγμα και την διδασκαλία σας έχετε την δυνατότητα να νοστιμεύετε την ζωή των ανθρώπων και να προλαμβάνετε την ηθική σαπίλα). Αλλά εάν το αλάτι χάσει αυτήν την ιδιότητά του, με τι άλλο θα αλατισθεί, ώστε να αποκτήσει πάλι την ουσία και δύναμή του; Δεν έχει πλέον καμία αξία και σε τίποτε άλλο δεν χρειάζεται, παρά να πεταχτεί στον δρόμο και να καταπατάται από τους ανθρώπους)»], που ο Χριστός θέλει να είναι αυτοί. Διότι το αλάτι και τον εαυτό του και τα άλλα σώματα, με τα οποία έρχεται σε επαφή, συντηρεί.


Τέτοιο είναι και το φως [Ματθ. 5, 14: «Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη (:Σεις με το φωτεινό σας παράδειγμα και τα λόγια του Ευαγγελίου είστε το πνευματικό φως της ανθρωπότητας. Όπως δε μία πόλις που είναι κτισμένη επάνω στο όρος, δεν ημπορεί να κρυφθεί, έτσι και ο ιδικός σας βίος θα υποπίπτει, είτε το θέλετε είτε όχι, στην αντίληψη των ανθρώπων)»]. Διότι και στον εαυτό του και στους άλλους φέγγει. Αφού λοιπόν σε παρομοίασε με τα στοιχεία αυτά, δώσε την ωφέλειά σου και σε εκείνον που κάθεται στο σκοτάδι, δίδαξέ τον ότι ούτε τα πρώτα αγαθά σου έλαβε δια της βίας, αλλά και να τον πείσεις ότι δε σε έβλαψε. Πραγματικά, έτσι και εσύ θα αποδειχτείς περισσότερο άξιος τιμής και σεβασμού, εάν αποδείξεις ότι τα χάρισες αυτά που άδικα απαιτεί από εσένα και δεν έπεσες θύμα αρπαγής. Δηλαδή, με την επιείκειά σου μετάβαλε την αμαρτία εκείνου σε δική σου μεγαλοδωρία.


Εάν όμως θεωρείς ότι αυτό είναι μεγάλο πράγμα, περίμενε και θα δεις καθαρά ότι δεν έφτασες ακόμη στην τελειότητα. Διότι δε σταματά εδώ Αυτός που θέτει τους νόμους για την ανεξικακία, αλλά προχωρεί πιο πέρα, ομιλώντας ως εξής: «καὶ ὅστις σε ἀγγαρεύσει μίλιον ἕν, ὕπαγε μετ᾿ αὐτοῦ δύο (: Και αν κανείς σε αγγαρέψει ένα μίλι πήγαινε μαζί του δύο (να φανείς δηλαδή υποχωρητικός και να αποφύγεις έτσι φιλονικίες και διαπληκτισμούς)». Είδες υπερβολή φιλοσοφίας και αυταπαρνήσεως; Μετά την εντολή να δίνουμε το πουκάμισο και επανωφόρι μας, δεν πρέπει, λέγει, και έτσι να εμποδίσουμε αυτόν, εάν ακόμη και με γυμνό το σώμα μας, θέλει να μας επιβάλει σε ταλαιπωρίες και κόπους. Διότι ο Κύριος θέλει να έχουμε τα πάντα κοινά, και τα σώματα και τα χρήματα, και με τους πτωχούς και με τους άρπαγες. Διότι το τελευταίο είναι απόδειξη ανδρείας, ενώ το πρώτο απόδειξη φιλανθρωπίας.


Γι’ αυτό και έλεγε: «Όποιος σου επιβάλλει αγγαρεία ενός μιλίου, πήγαινε μαζί του δύο μίλια», οδηγώντας εσένα υψηλότερα, πάλι, και προτρέποντας να επιδεικνύεις την ίδια μεγαλοδωρία. Πραγματικά, εάν όσα έλεγε στην αρχή της ομιλίας του ο Ιησούς, που ήσαν πολύ κατώτερα από αυτά εδώ, ήσαν άξια τόσων μακαρισμών, σκέψου ποια τύχη περιμένει εκείνους, που εφαρμόζουν αυτά, και σε ποια τελειότητα φτάνουν αυτοί προ της απονομής των επάθλων, αφού επιτυγχάνουν την τέλεια απάθεια με το ευπαθές ανθρώπινο σώμα. Πραγματικά, όταν δεν τους στενοχωρούν ούτε οι ύβρεις και τα χτυπήματα, ούτε η αρπαγή των χρημάτων, ούτε υποχωρούν μπροστά σε κανένα παρόμοιο πάθημα, αλλά και αποκτούν μεγαλύτερη δύναμη με το πάθος, συλλογίσου πόσο ισχυρή γίνεται η ψυχή τους. Γι’ αυτό λοιπόν, ό,τι είπε για τα χτυπήματα και τα χρήματα, το ίδιο και εδώ διέταξε να κάνουμε. «Τι εννοώ», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, «προσβολή και χρήματα;». Και αν ακόμη επιθυμεί να χρησιμοποιήσει το σώμα σου για την εκτέλεση κοπιαστικής και βαριάς εργασίας, και αυτό αδίκως, πάλι να νικήσεις και να υποσκελίσεις την άδικη επιθυμία εκείνου. Διότι αυτήν τη σημασία έχει το ρήμα ‘’αγγαρεύω’’, δηλαδή, το να σε σύρουν άδικα και χωρίς καμία αιτία και να σε βλάψουν. Αλλά όμως να είσαι προετοιμασμένος και γι’ αυτό, ώστε να υποστείς περισσότερα από όσα εκείνος θέλει.


«τῷ αἰτοῦντί σε δίδου καὶ τὸν θέλοντα ἀπὸ σοῦ δανείσασθαι μὴ ἀποστραφῇς (:Σε εκείνον που έχει πράγματι ανάγκη και σου ζητεί ελεημοσύνη, δίδε με ειλικρινή αγάπη, και μην περιφρονήσεις αυτόν, που θέλει να δανειστεί από εσένα χωρίς τόκο)». Η εντολή αυτή είναι ευκολότερη από τις προηγούμενες. Αλλά μην σε παραξενεύει αυτό. Διότι αυτό συνηθίζει να το κάνει συνέχεια, δηλαδή, να αναμειγνύει τις μικρές εντολές στις μεγάλες. Εάν όμως αυτά είναι μικρά σε σύγκριση προς εκείνα, ας τα ακούσουν όσοι αρπάζουν τα αγαθά των άλλων και σκορπίζουν τα δικά τους στις πόρνες και έτσι ανάπτουν διπλή φωτιά για τους εαυτούς τους, αφενός μεν με τα άδικα έσοδα, αφετέρου δε με την ολέθρια δαπάνη. Και όταν μιλάει για δανεισμό στην παρούσα εντολή, δεν εννοεί τη σύναψη συμβολαίου, που καθορίζει και τον τόκο, αλλά την απλή άτοκη χρήση των χρημάτων. Σε άλλη, πάλι, περίπτωση επιτείνει την εντολή, όταν λέγει να δίδουμε σε εκείνους από τους οποίους δεν ελπίζουμε να τα ξαναπάρουμε [πρβλ. Λουκ.6, 34: «καὶ ἐὰν δανείζητε παρ᾿ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα (:Και εάν δανείζετε σε εκείνους, από τους οποίους περιμένετε να πάρετε πίσω τα δανεικά, ποια ευμένεια και ανταπόδοση από τον Θεό σας αρμόζει; Διότι και οι αμαρτωλοί δανείζουν τους αμαρτωλούς, για να λάβουν από αυτούς όμοιες εξυπηρετήσεις στην ανάγκη τους)»].




Υπομνηματισμός των χωρίων Ματθ. 5, 42-48


«Ἠκούσατε ὅτι ἐῤῥέθη, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου καὶ μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου. Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς. ὅπως γένησθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους. (:Ακούσατε ότι σας ελέχθη· Θα αγαπήσεις τον πλησίον σου και θα μισήσεις τον εχθρό σου. Εγώ όμως σας λέγω: Αγαπάτε τους εχθρούς σας και προσεύχεσθε γι’ αυτούς που σας αδικούν· να ευλογείτε όσους σας καταρώνται και να ευεργετείτε όσους σας μισούν. Έτσι θα γίνετε όμοιοι με τον Πατέρα σας στον ουρανό· διότι ανατέλλει τον ήλιο Του για πονηρούς και αγαθούς και στέλνει τη βροχή Του σε δίκαιους και αδίκους)»(Ματθ. 5, 45).


Πρόσεξε ότι την κορωνίδα των αγαθών την άφησε τελευταία. Γι’ αυτό και μας διδάσκει όχι μόνο να συγκρατείται κανείς όταν ραπίζεται, αλλά να δίνει και τη δεξιά του σιαγόνα· κι όχι μόνο να δίνουμε μαζί με τον χιτώνα και το ιμάτιο, αλλά και να ακολουθούμε δύο μίλια όποιον μας αγγαρεύει για ένα, για να δεχτούμε με κάθε ευκολία την εντολή που είναι ανώτερη από αυτές. «Και τι είναι ανώτερο απ’ αυτές;», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Το να μη θεωρείς ούτε εχθρό σου όποιον κάνει όλα αυτά εις βάρος σου· ή μάλλον και κάτι άλλο ανώτερο από αυτό: διότι δεν είπε: «Να μη μισήσεις», αλλά «Να αγαπήσεις». Δεν είπε: «Να μην αδικήσεις», αλλά «Να ευεργετήσεις».


Εάν όμως εξετάσει κανένας με προσοχή αυτά που ειπώθηκαν παραπάνω, θα βρει και σ’ αυτά τα ίδια να υπάρχει μια προσθήκη πολύ ανώτερή τους· γιατί δεν έδωσε εντολή απλά να αγαπούμε, αλλά και να προσευχόμαστε για τους εχθρούς μας. Είδατε πόσα σκαλοπάτια ανέβηκε και πώς μας έστησε στην ίδια την κορυφή της αρετής; Πρόσεξε τώρα μετρώντας προς τα άνω. Πρώτο σκαλί, να μην κάμεις αρχή στην αδικία· δεύτερο, μετά την αρχή της αδικίας από τον άλλο, να μην ανταποδώσεις το ίδιο· τρίτο, να μην προξενήσεις ό,τι ο ίδιος έπαθες αλλά να μείνεις ήσυχος, συγκρατώντας την οργή σου· τέταρτο, να προσφέρεις τον εαυτό σου με την θέλησή σου στην αδικία· πέμπτο, να προσφέρεις πολύ περισσότερα από όσα θέλει αυτός που σε αδικεί· έκτο, να μην μισήσεις αυτόν που σε έβλαψε· έβδομο, να τον αγαπήσεις κιόλας· όγδοο, και να τον ευεργετήσεις· ένατο το και να παρακαλείς συνάμα για χάρη του τον Θεό.


Βλέπετε ύψος πνευματικότητας; Γι’ αυτό κι έχει λαμπρό έπαθλο. Επειδή η εντολή ήταν μεγάλη και χρειαζόταν γενναία ψυχή και πολλή προθυμία, γι΄αυτό και ορίζει μισθό αυτής τέτοιο, που για καμία από τις προηγούμενες εντολές Του δεν όρισε. Πραγματικά ούτε τη γη αναφέρει εδώ, όπως όταν μιλάει (στους μακαρισμούς) για τους πράους, ούτε την παρηγοριά κι ευσπλαχνία, όπως στην περίπτωση εκείνων που πενθούν ή εκείνων που ελεούν, ούτε τη Βασιλεία των Ουρανών, αλλά αναφέρει αυτό που ήταν το φρικτότερο απ’ όλα αυτά, να γίνουμε όμοιοι με το Θεό, όπως είναι φυσικό να γίνουν οι άνθρωποι. «Για να γίνετε», λέει, «όμοιοι με τον Πατέρα σας στον ουρανό». Εσείς προσέξετε πως μήτε εδώ, μήτε και προηγουμένως δεν Τον αποκαλεί Πατέρα Του· αλλά εκεί τον ονομάζει Θεό και Μεγάλο Βασιλέα, όταν μιλούσε για τους όρκους· εδώ τον αποκαλεί δικό τους Πατέρα. Αυτό το κάνει φυλάσσοντας την εξήγηση για την κατάλληλη ώρα.


Έπειτα, και παρουσιάζοντας την ομοιότητα που πρέπει να έχουν οι άνθρωποι με τον Θεό Πατέρα, λέει ότι Εκείνος ανατέλλει τον ήλιο και για τους πονηρούς και τους αγαθούς και ρίχνει τη βροχή Του και για τους δίκαιους και για τους άδικους. «Γιατί Αυτός όχι μόνο», λέει, «δεν μισεί, αλλά και ευεργετεί όσους Τον υβρίζουν». Μολονότι βέβαια σε καμία περίπτωση δεν είναι ίδια η ενέργεια αυτή, όχι μόνο για την υπερβολή της ευεργεσίας, αλλά και για την υπεροχή της αξίας· συ περιφρονείσαι από τον όμοιο με σένα δούλο, ενώ Εκείνος από τον δούλο Του, που τον έχει άπειρα ευεργετήσει. Εσύ μεν λόγια προσφέρεις, όταν προσεύχεσαι για κάποιον, ενώ Αυτός προσφέρει πράγματα πολύ μεγάλα και αξιοθαύμαστα, με το να ανάβει τον ήλιο και να δίνει τις βροχές σε όλη τη διάρκεια του έτους. Κι όμως, παρά τις διαφορές αυτές, δέχομαι πως είσαι ίσος του, όσο μπορεί να είναι ο άνθρωπος.


Μη μισείς λοιπόν όποιον σου κάνει κακό, αφού γίνεται η αιτία να αποκτήσεις τόσα αγαθά και σε οδηγεί σε τόσο μεγάλη τιμή. Μην καταριέσαι αυτόν που σε βλάπτει, γιατί και τον πόνο της αδικίας υποφέρεις και τον καρπό δεν κερδίζεις· και τη ζημία θα υποστείς, αλλά και την αμοιβή σου θα χάσεις. Αυτό είναι το αποκορύφωμα της ανοησίας, να υπομένουμε δηλαδή το βαρύτερο και να μην δεχόμαστε το ελαφρότερο από αυτό. Και πώς είναι δυνατό να γίνει αυτό; Αφού είδες τον Θεό να γίνεται άνθρωπος και να δείχνει τόση συγκατάβαση και να παθαίνει τόσα για σένα, ρωτάς ακόμα κι αμφιβάλλεις για το πώς γίνεται να μη λογαριάσεις στους ομοδούλους σου τις αδικίες που σου κάνουν; Δεν Τον ακούς από τον Σταυρό που σου παραγγέλει· «πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι (:Πατέρα, συγχώρεσέ τους· δεν γνωρίζουν τι κάνουν» [Λουκά, 23, 34]; Δεν ακούς τον Παύλο που λέει, «Χριστὸς ὁ ἀποθανών, μᾶλλον δὲ καὶ ἐγερθείς, ὃς καί ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ, ὃς καὶ ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν (:ο Χριστός είναι Εκείνος, που πέθανε για εμάς, μάλλον δε και αναστήθηκε για την δικαίωσή μας, ο οποίος και βρίσκεται πάντοτε ένδοξος στα δεξιά του Θεού και μεσιτεύει προς τον Πατέρα για εμάς)» [Ρωμ. 8, 34]; Δε βλέπεις ότι και μετά τη Σταύρωση και μετά την Ανάληψη έστελνε στους Ιουδαίους, που Τον φόνευσαν, τους αποστόλους, για να τους φέρουν αναρίθμητα αγαθά και μάλιστα ενώ τους έμελλε να υποστούν απ’ αυτούς μύρια δεινά;


Αλλά μήπως υπέστης μεγάλες αδικίες; Και τι παρόμοιο κακό έπαθες εσύ προς όσα υπέφερε ο Δεσπότης σου; Εκείνος φυλακίστηκε, μαστιγώθηκε, δέχτηκε ραπίσματα και από τους υπηρέτες εμπτυσμούς, υπέμεινε θάνατο, και μάλιστα τον πιο ατιμωτικό από όλους τους θανάτους, ύστερα από τόσες ευεργεσίες που έκανε. Αν πάλι έχεις πραγματικά πολύ αδικηθεί, γι’ αυτό ακριβώς να ευεργετείς περισσότερο, ώστε και για τον εαυτό σου να ετοιμάσεις λαμπρότερο στεφάνι και τον αδελφό σου ν’ απαλλάξεις από την έσχατη ασθένεια. Γιατί και οι γιατροί, όταν δέχονται τα λακτίσματα και τις βρισιές από τους τρελούς, τότε περισσότερο τους λυπούνται κι ενδιαφέρονται για την αποκατάσταση της υγείας τους, επειδή γνωρίζουν ότι η άπρεπη συμπεριφορά προέρχεται από τον παροξυσμό της αρρώστιας τους.


Έτσι να σκέφτεσαι κι εσύ γι’ αυτούς που σε καταδιώκουν κι έτσι να μεταχειρίζεσαι όσους σε αδικούν· διότι εκείνοι είναι πιο πολύ άρρωστοι κι αυτοί υφίστανται ολόκληρη την βίαιη δύναμη της αρρώστιας τους. Ελευθέρωσέ τον λοιπόν από τη βαριά αυτή επίδραση και δώσε του την ευκαιρία να αφήσει την οργή και να γλυτώσει από φοβερό δαίμονα, δηλαδή τον θυμό. Γιατί αν δούμε δαιμονισμένους δακρύζουμε, γι΄αυτό και δε σπεύδουμε να δαιμονίζουμε κι εμείς τους άλλους με την δική μας αντεπίθεση. Αυτό ας κάνουμε τώρα και στην περίπτωση αυτών που οργίζονται· γιατί μοιάζουν με τους δαιμονισμένους όσοι θυμώνουν· μάλλον είναι αθλιότεροι απ’ αυτούς, επειδή παραφέρονται, έχοντας συναίσθηση της κατάστασής τους. Γι’ αυτό και η παραφροσύνη τους είναι ασυγχώρητη.


Μην ποδοπατείς λοιπόν αυτόν που έπεσε, αλλά να τον ελεείς. Γιατί αν δούμε κάποιον που τον πειράζει η χολή του, έχει σκοτοδίνη και προσπαθεί επειγόντως να αποβάλει με τον εμετό αυτό το κακό υγρό, απλώνουμε το χέρι μας και τον κρατούμε μέσα στους σπασμούς του, και ακόμη κι αν λερώνουμε το ρούχο μας, δεν απομακρυνόμαστε, αλλά επιδιώκουμε ένα μονάχα, με κάθε τρόπο να τον ελευθερώσουμε από τη φοβερά δύσκολη αυτή και στενάχωρη θέση του. Τούτο λοιπόν ας κάνουμε και σ’ αυτούς, κι ας τους κρατούμε, όταν κάνουν εμετό ή όταν σπαράζουν. Ούτε πρωτύτερα να τους αφήσουμε, παρά έως να απαλλαγούν απ’ όλη την πικρία. Και τότε θα σου αναγνωρίσει πολύ μεγάλη ευγνωμοσύνη, όταν του περάσει, τότε θα καταλάβει από πόση ταραχή τον ελευθέρωσες. Και γιατί αναφέρω την ευγνωμοσύνη από μέρους εκείνου, τη στιγμή που ο ίδιος ο Θεός ευθύς θα σε στεφανώσει και με μύρια αγαθά θα σε ανταμείψει, επειδή ελευθέρωσες τον αδελφό σου από βαρύ νόσημα; Αλλά κι ο αδελφός σου αυτός σαν κύριό του θα σε τιμήσει, ενθυμούμενος διαρκώς την επιείκεια και την καλοσύνη με την οποία τον αντιμετώπισες.


Εάν όμως οι εντολές αυτές σου φαίνονται δύσκολες, σκέψου ότι γι’ αυτό ήρθε κοντά μας ο Χριστός· για να τις φυτέψει μέσα στη δική μας τη διάνοια και να μας καταστήσει ωφέλιμους και στους εχθρούς μας και στους φίλους μας. Γι’ αυτό και μας προτρέπει να φροντίζουμε και για τους δύο· για μεν τους αδελφούς μας μάς διδάσκει όταν λέει «κι αν προσφέρεις το δώρο σου», ενώ για τους εχθρούς, όταν νομοθετεί να τους αγαπούμε και να προσευχόμαστε γι’ αυτούς.


Και δεν μας οδηγεί προς τη διαγωγή αυτή με το παράδειγμα του Θεού μόνο, αλλά και με το αντίθετο παράδειγμα. «Αν αγαπήσετε», λέει, «όσους σας αγαπούν, τι μισθό θα λάβετε; Το ίδιο δεν κάνουν κι οι τελώνες;». Αν λοιπόν εφαρμόζεις αυτά, τότε στέκεσαι κοντά στο Θεό· αν τα παραμελείς, κατατάσσεσαι στην ίδια παράταξη με τους τελώνες.


Είδες πως η απόσταση μεταξύ των εντολών δεν είναι τόσο μεγάλη, όση η διαφορά μεταξύ των προσώπων; Ας μη σκεπτόμαστε λοιπόν ότι είναι βαριά η εντολή, αλλά ας λογαριάσουμε και το έπαθλο, κι ας στοχαστούμε με Ποιον γινόμαστε όμοιοι, όταν τηρήσουμε τις εντολές, και με Ποιον εξισωνόμαστε, όταν τις παραμελήσουμε. Με τον αδελφό μας, μάς προτρέπει να συμφιλιωνόμαστε και να μην τον αφήνουμε, προτού διαλύσουμε τελείως την έχθρα μας. Όταν όμως ομιλεί για όλους, δε μας δεσμεύει πια μ’ αυτή την υποχρέωση, αλλά ζητεί μόνο ό,τι εξαρτάται από μας και κάνει πιο εύκολη την τήρηση του νόμου μ’ αυτό τον τρόπο. Επειδή δηλαδή είπε ότι «οὕτω γὰρ ἐδίωξαν τοὺς προφήτας τοὺς πρὸ ὑμῶν (:έτσι καταδίωξαν τους προφήτες τους πριν από σας)» [Ματθ. 5, 12], για να μη νιώσουν απέχθεια απέναντί τους γι’ αυτό, προστάζει όχι μόνο να τους δείχνουν ανοχή, όταν φέρονται έτσι, αλλά και να τους αγαπούν.


Βλέπεις με ποιον τρόπο ξεριζώνει τελείως τον θυμό και αφανίζει τελείως την επιθυμία για τις σαρκικές απολαύσεις, για τα χρήματα, για τη δόξα, τα πράγματα της παρούσας ζωής; Αυτό βέβαια το έκαμε από την αρχή της ομιλίας Του, αλλά τώρα πολύ περισσότερο το καθόρισε. Πραγματικά, και ο φτωχός και ο πράος και ο πενθών αδειάζει απ’ την ψυχή του τον θυμό. Ο δίκαιος και ο ελεήμονας αδειάζει την ψυχή του από την επιθυμία των χρημάτων. Όποιος έχει καθαρή καρδιά, ελευθερώνεται από την πονηρή επιθυμία. Όποιος καταδιώκεται και κακολογείται και υπομένει τις ύβρεις, επιτυγχάνει ακέραια την περιφρόνηση των πραγμάτων της ζωής αυτής και είναι καθαρός από υπερηφάνεια και κενοδοξία.


Αφού ελευθέρωσε λοιπόν από τα δεσμά αυτά τον ακροατή Του και τον προετοίμασε για τους αγώνες, πάλι με άλλο τρόπο ξεριζώνει τα πάθη αυτά και μάλιστα με μεγαλύτερη ακρίβεια. Δηλαδή αφού άρχισε από την οργή κι αφού από παντού έκοψε τα νεύρα του πάθους αυτού, είπε: «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῆ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ῥακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός. Ἐὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ, ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου (:Εγώ όμως σας λέγω ότι καθένας που οργίζεται αδίκως και χωρίς σοβαρό πνευματικό λόγο εναντίον του αδελφού του, έχει την ίδια ενοχή, όπως εκείνος που δικάζεται για φόνο στο επταμελές συνέδριο. Εκείνος δε που θα υβρίσει τον αδελφό του και θα του πει με περιφρόνηση “ανόητε, τιποτένιε”, είναι ένοχος εγκλήματος βαρύτερου, από εκείνα που δικάζει το μεγάλο συνέδριο, το ανώτατο δηλαδή δικαστήριο των Εβραίων. Εκείνος δε που θα πει με μίσος στον αδελφό του “άμυαλε, τρελέ”, είναι βαρύτατα ένοχος και άξιος να τιμωρηθεί με την στον Άδη γέεννα του πυρός. Εγώ λοιπόν σας λέγω ότι όποιος οργίζεται με τον αδελφό του και όποιος τον αποκαλεί ανόητο και βλάκα να τιμωρείται κι όποιος προσφέρει δώρο, να μην πλησιάζει το θυσιαστήριο της Αγίας Τραπέζης, προτού διαλύσει την έχθρα με τον συνάνθρωπό του. Και όποιος έχει αντίδικο, πριν φτάσουν στο δικαστήριο, να συμφιλιωθεί με τον εχθρό του». (Ματθ. 5, 22-24).


Περνά αμέσως στην επιθυμία και λέει: «Όποιος παρατηρεί γυναίκα με ακόλαστο βλέμμα, να τιμωρείται ως μοιχός· Όποιος σκανδαλίζεται από γυναίκα ακόλαστη ή από άνδρα ή κάποιον από τους φίλους του, όλους αυτούς ας τους απομακρύνει. Όποιος έχει νόμιμη σύζυγο, ας μην τη διώχνει ποτέ, κι ας μη ρίχνει τα βλέμματά του σε άλλη». Με όλα αυτά αποσπά τις ρίζες της πονηρής επιθυμίας. Έπειτα περιορίζει την επιθυμία για τα χρήματα, προτρέποντας μήτε να ορκιζόμαστε, μήτε να ψευδόμαστε, μήτε να κρατούμε το πουκάμισο που τυχαίνει να φοράμε, αλλά και το επανωφόρι μας να παρέχουμε σε όποιον το ζητεί, καθώς και να προσφέρουμε εθελοντικώς τη σωματική μας δύναμη για τη διακονία του πλησίον, αφανίζοντας έτσι εξ ολοκλήρου τον πόθο για τα χρήματα.


Τότε, έπειτα από όλα αυτά, προσθέτει και τον πλουμιστό στέφανο όλων αυτών των εντολών λέγοντας: «προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς (:προσεύχεσθε για εκείνους, οι οποίοι σας υβρίζουν και σας συκοφαντούν και σας καταδιώκουν αδίκως)». Μας οδηγεί έτσι στην ίδια την υψηλότερη κορυφή της πνευματικότητας. Όπως δηλαδή από του να είναι κανείς πράος, είναι ανώτερο να ανέχεται να ραπίζεται, και από του να είναι κανείς ελεήμονας, είναι ανώτερο να αφήνει το επανωφόρι μαζί με το πουκάμισο, και από του να είναι δίκαιος, είναι ανώτερο το να υπομένει όταν αδικείται, και από του να είναι κανείς ειρηνοποιός, είναι ανώτερο το να ακολουθεί όταν τον ραπίζουν και τον αγγαρεύουν, έτσι είναι ανώτερος από αυτόν που καταδιώκεται, αυτός που ενώ τον καταδιώκουν, ευλογεί.


Βλέπεις ότι σιγά σιγά μας ανυψώνει στις ίδιες τις αψίδες του Ουρανού; Ποια είναι λοιπόν η αξία μας, εμάς που ενώ έχουμε εντολή να γίνουμε όμοιοι με τον Θεό, δεν κατορθώνουμε να γίνουμε όμοιοι ούτε με τους τελώνες; Διότι εάν το να αγαπάμε αυτούς που μας αγαπούν, είναι γνώρισμα των τελωνών, των αμαρτωλών και των ειδωλολατρών, όταν ούτε αυτό δεν το κάνουμε (πραγματικά δεν κάνουμε αυτό, όταν φθονούμε τους συνανθρώπους μας που ευδοκιμούν), ποια τιμωρία δε θα μας αξίζει, όταν, παρ΄όλη την εντολή να φανούμε ανώτεροι από τους γραμματείς, αποδεικνυόμαστε κατώτεροι και από τους ειδωλολάτρες; Πώς λοιπόν θα δούμε τη Βασιλεία των Ουρανών, πες μου; Πώς θα φτάσουμε στα ιερά εκείνα πρόθυρα, αφού δεν υπερβαίνει η αρετή μας εκείνη των τελωνών; Για τούτο κάνει υπαινιγμό, όταν λέει· «οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αὐτὸ ποιοῦσι; (:Μήπως και οι τελώνες το ίδιο δεν κάνουν;)». Επίσης και τούτο είναι το πιο αξιοθαύμαστο σημείο της διδασκαλίας Του, ότι δηλαδή σε κάθε περίπτωση αναφέρει με αφθονία τα έπαθλα της αρετής, (όπως είναι ότι θα βλέπουμε τον Θεό, ότι θα κληρονομήσουμε την βασιλεία των ουρανών, ότι θα λάβουμε την υιοθεσία του Θεού, ότι θα ομοιάσουμε με τον Θεό, ότι θα ελεηθούμε, ότι θα παρηγορηθούμε και θα λάβουμε μεγάλη αμοιβή) εντούτοις, όπου ήταν ανάγκη να αναφέρει και τις τιμωρίες, το κάνει σε χαμηλούς τόνους, αφού σε τόσο πολλούς λόγους μόνο μια φορά ανέφερε το όνομα της γεένης.


Και σε άλλους πάλι λόγους με ήπιο ύφος, και περισσότερο με προτρεπτικούς παρά απειλητικούς λόγους, θέλει να διορθώσει τον ακροατή, λέγοντας: «Μήπως το ίδιο δεν κάνουν κι οι τελώνες;» , «εάν το αλάτι μωρανθεί»· και «ελάχιστος θα ονομασθεί μέσα στη βασιλεία των Ουρανών». Σε μερικές περιπτώσεις αναφέρει το αμάρτημα αντί της τιμωρίας για να κάνει τον ακροατή να αντιληφθεί το βάρος της τιμωρίας, όπως όταν λέγει· «όποιος εκδιώκει την γυναίκα του, την παρωθεί προς την μοιχεία» και ακόμη ότι «το επιπλέον του ναι και του όχι προέρχεται από τον πονηρό». Γιατί όσους έχουν νου, φτάνει να τους σωφρονίσει και μόνο με το μέγεθος της αμαρτίας, χωρίς την απαγγελία της τιμωρίας.


Γι’ αυτό και στην περίπτωσή μας, αναφέρει τους ειδωλολάτρες και τους τελώνες, θέλοντας με το ποιόν των προσώπων αυτών να προκαλέσει ντροπή στον μαθητή. Το ίδιο έκαμε κι ο Παύλος όταν έλεγε· «Οὐ θέλομεν δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα. (:Για να μη λυπάσθε όπως και οι υπόλοιποι που δεν έχουν ελπίδα και οι ειδωλολάτρες που δεν γνωρίζουν τον Θεό)» [Α΄Θεσ. 4, 13].


Και για να αποδείξει ότι δεν ζητεί τίποτε υπερβολικό, αλλά λίγο περισσότερο από το συνηθισμένο, προσθέτει: «Μήπως και οι ειδωλολάτρες δεν κάνουν το ίδιο;» Δεν διακόπτει όμως στο σημείο αυτό τον λόγο, αλλά τον ολοκληρώνει με τα έπαθλα και τις αγαθές ελπίδες, λέγοντας· «Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν (:Αγωνιστείτε λοιπόν να γίνετε εσείς τέλειοι με την αγάπη προς όλους, όπως τέλειος είναι και ο ουράνιος Πατέρας σας)». Και συνεχώς αναφέρει στους λόγους Του τη λέξη ‘’ουρανός’’, θέλοντας να αναπτερώσει το φρόνημά τους, καθώς και με την υπόμνηση του τόπου· διότι ως τότε ήσαν πνευματικά πιο αδύνατοι και περισσότερο προσκολλημένοι στα υλικά.


Ας εννοήσουμε, λοιπόν, καλά όλα όσα ειπώθηκαν παραπάνω, ας δείξουμε μεγάλη αγάπη προς τους εχθρούς μας κι ας αποβάλουμε επίσης την γελοία εκείνη συνήθεια, την οποία έχουν πολύ ανόητοι άνθρωποι, να περιμένουν, δηλαδή, να τους χαιρετίσουν πρώτοι οι άλλοι με τους οποίους συναντιούνται. Δε ζηλεύουν αυτό που προξενεί πολύ μακαρισμό, αλλά επιδιώκουν αυτό που είναι ολότελα γελοίο. Γιατί δεν χαιρετάς πρώτος; «Επειδή αυτό περιμένει ο άλλος», απαντά. Μα ακριβώς γι’ αυτό έπρεπε να τρέξεις να τον χαιρετήσεις, για να πάρεις εσύ τον στέφανο. «Όχι», λέει, «επειδή αυτό επιζητεί εκείνος». Υπάρχει χειρότερη ανοησία; Επειδή ο άλλος θέλει να γίνει σε μένα πρόξενος αμοιβής, λέγει, δεν επιθυμώ να επωφεληθώ από το πράγμα αυτό. Αν λοιπόν σε χαιρετήσει πρώτος αυτός, δεν κερδίζεις τίποτε και αν αντιχαιρετήσεις. Ενώ αν προηγηθείς στον χαιρετισμό, εμπορεύεσαι την υπερηφάνεια εκείνου και τρυγάς άφθονο κέρδος από την ανοησία εκείνου. Πώς λοιπόν δεν μαρτυρεί εσχάτη ανοησία, ενώ τόσα πολλά πρόκειται να κερδίσεις από κενές λέξεις, να εγκαταλείπεις το κέρδος και ενώ κατηγορείς τους άλλους, να περιπίπτεις στο ίδιο σφάλμα; Αν κατηγορείς κάποιον επειδή περιμένει να τον χαιρετήσουν, για ποιο λόγο ζηλεύεις αυτό που κατηγορείς; Και βιάζεσαι να μιμηθείς ως αγαθό, αυτό που είπες ότι είναι κακό; Βλέπεις ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο ανόητο από έναν άνθρωπο που ζει μέσα στην κακία;


Για αυτόν τον λόγο σας παρακαλώ να αποφύγουμε την κακή αυτή και γελοία συνήθεια. Αμέτρητες φιλίες διέσπασε αυτή η ασθένεια και προκάλεσε πολλές εχθρότητες. Για τον λόγο αυτό εμείς τους προλαβαίνουμε εκείνους. Εμείς που έχουμε διαταγή να δεχόμαστε ραπίσματα, αγγαρείες, γυμνώσεις από τους εχθρούς μας και να υπομένουμε, ποιας συγνώμης θα μπορούσαμε να είμαστε άξιοι, αν δείχνουμε τόση εριστικότητα για ένα κούφιο χαιρετισμό; «Περιφρονούμαστε και γελοιοποιούμαστε», απαντά, «όταν του κάνουμε αυτήν τη χάρη». Και για να μη σε περιφρονήσει ο μαινόμενος σύνδουλός σου, περιφρονείς τον Κύριό σου, που τόσες ευεργεσίες σου έκαμε; Διότι, αν είναι άτοπο να καταφρονείς τον ισότιμό σου άνθρωπο, είναι, οπωσδήποτε πολύ πιο άτοπο είναι να καταφρονείς εσύ τον Θεό που σε δημιούργησε. Ύστερα από αυτά, σκέψου και τούτο, ότι όταν σε καταφρονήσει κάποιος, τότε γίνεται αιτία να λάβεις μεγαλύτερο μισθό, διότι αυτό το υπέμεινες χάριν του Θεού, επειδή υπάκουσες και πειθάρχησες στους νόμους Του. Και η υπακοή αυτή ποια τιμή δεν αξίζει, πόσα διαδήματα δεν της πρέπουν; Μακάρι εγώ και εξευτελισμούς και περιφρόνηση να δεχόμουνα για χάρη του Θεού, παρά να δεχόμουν τιμές από όλους τους βασιλιάδες· διότι τίποτα δεν είναι ίσο με τη δόξα αυτή, τίποτα.


Αυτήν την δόξα λοιπόν ας επιδιώκουμε, όπως Αυτός διέταξε, αλλά έχοντας ορθή πνευματικότητα σ’ όλες τις περιστάσεις, με αυτήν την ακριβή φιλοσοφία ας συμμορφώνουμε την ζωή μας. Διότι πραγματικά, θα αποκτήσουμε διαμέσου αυτής τα αγαθά των ουρανών και τους εκεί στεφάνους, βαδίζοντας ως άγγελοι μεταξύ των ανθρώπων, περιφερόμενοι στη γη, όπως οι αγγελικές δυνάμεις, παραμένοντας ξένοι προς κάθε επιθυμία και ταραχή. Μαζί δε με αυτά θα αποκτήσουμε και τα απόρρητα αγαθά, τα οποία είθε να τα επιτύχουμε όλοι μας με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος και η προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το άγιο και αγαθό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου