Κυριακή Γ΄ Νηστειών ή της Σταυροπροσκυνήσεως
Μάρκ. 8, 39-9, 1
Αγαπητοί αδελφοί, βρισκόμαστε στο μέσο της Μεγάλης Σαρακοστής, και σήμερα, Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, υψώνουμε τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό του Χριστού στο μέσο των εκκλησιών μας και τον προσκυνάμε. Έχει μεγάλη σημασία αυτό, γιατί ερμηνεύει και σημασία αυτό, γιατί ερμηνεύει και φανερώνει όλο το νόημα της Μεγάλης Σαρακοστής, αφού ολόκληρη η Σαρακοστή είναι αφιερωμένη στη μελέτη του Πάθους του Χριστού. Ότι κάνουμε τη Μεγάλη Σαρακοστή όλοι μαζί, σαν Εκκλησία του Χριστού, σ’ αυτό κατατείνει, στη μελέτη του Πάθους του Χριστού. Με τη νηστεία, με την προσευχή. Με τις ακολουθίες, αυτό κάνουμε, αυτό μελετάμε. Ετοιμαζόμαστε να μας αξιώσει ο Θεός να προσκυνήσουμε και την αγία Ανάστασή του. Γι’ αυτό και ακούσαμε στο ευαγγέλιο, στο οποίο ο ίδιος ο Χριστός μιλάει για το Σταυρό του πριν από το Σταυρό, να λέει: «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει πρέπει να αρνηθεί τον εαυτό του, να σηκώσει το σταυρό του και έτσι να με ακολουθήσει».
Η σιωπή και η κραυγή
Ο καθένας από μας λοιπόν έχει το δικό του σταυρό και πρέπει να ακολουθήσει το Χριστό. Και να τον ακολουθήσει βέβαια στο Σταυρό του. Ο σταυρός ο δικός μας και ο Σταυρός του Χριστού. Τι σχέση έχουν αυτά τα δυο; Αυτό είναι το μεγάλο μυστικό της πνευματικής μας ζωής. Ας πάρουμε όμως μία απ’ τις πλευρές του μυστηρίου του Σταυρού. Αυτή στην οποία ο Σταυρός του Χριστού φανερώνει τη σχέση του ανθρώπου με το Θεό ως σχέση υπακοής, διότι ο μαθητής του Χριστού, αυτός που βλέπει σαν πατέρα του το Θεό, έχει υποχρέωση να γνωρίζει το θέλημά του, να γνωρίζει ποιες είναι, οι εντολές του και να τον υπακούει: Πριν έρθει ο Χριστός στον κόσμο, πριν ο Θεός γίνει άνθρωπος, αυτό ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Σχεδόν αδύνατο.
Ο προφήτης Ησαΐας, που μας μιλάει γι’ αυτό το μεγάλο μυστήριο, το μυστήριο του Σταυρού του Χριστού, πριν έρθει ο Χριστός στον κόσμο και πριν σταυρωθεί, λέει: «Κύριε, τίς ἐπίστευσεν τῇ ἀκοῇ ἡμῶν καὶ ὁ βραχίων Κυρίου τίνι ἀπεκαλύφθη;» – «Ποιος μπόρεσε να υπακούσει σ’ αυτά που εμείς λέμε, σ’ αυτά που εμείς οι προφήτες, τα στόματα του Θεού, εξαγγέλλουμε ότι είναι το θέλημα και οι εντολές του Θεού; Ποιος μπόρεσε να υπακούσει σ’ αυτά, ποιος μπόρεσε να τα τηρήσει;» «Καὶ ὁ βραχίων Κυρίου τίνι ἀπεκαλύφθη» – «Και σε ποιόν φανερώθηκε η δύναμη του Θεού;». Γιατί, βλέπετε, αυτά πάνε μαζί – εκεί που τηρούνται οι εντολές του Θεού, εκεί που το θέλημα του Θεού γίνεται ζωή και πράξη, εκεί φανερώνεται και η δύναμη του Θεού. Διερωτάται λοιπόν ο προφήτης και λέει: «Ποιος μπόρεσε να το κάνει αυτό;» Κι επειδή κανείς δεν μπόρεσε, στη συνέχεια μιλάει γι’ αυτόν που θα μπορέσει να το κάνει: για το Χριστό πάνω στο Σταυρό. Κι εκεί περιγράφει ο προφήτης Ησαΐας τι συνέβη. Βλέπετε ότι οι άνθρωποι, πριν έρθει ο Χριστός, δεν μπορούσαν να τηρήσουν το Νόμο του Θεού, τις εντολές του. Γιατί; Γιατί δεν μπορούσαν καν να τις ακούσουν. Γι’ αυτό και λίγο πριν είπε: «Αυτός που θα έρθει θα του προσθέσει αυτιά ο Θεός για να ακούει» — «Προσέθηκέ μοι ὠτίον τοῦ ἀκούειν». (Είναι η προφητεία εκείνη που διαβάζουμε τη Μεγάλη Παρασκευή, την ημέρα που γιορτάζουμε το Σταυρό του Χριστού: Αυτός που θα έρθει θα είναι τέλειος άνθρωπος. Όπως είναι τέλειος Θεός, θα γίνει και τέλειος άνθρωπος. Δε θα είναι ανάπηρος· τα αισθητήριά του, οι ψυχικές του δυνάμεις, θα είναι όπως τις έφτιαξε ο Θεός. Επειδή θα αναλάβει την ανθρώπινη κατάσταση, που είναι με χαλασμένα τα αισθητήρια, ο Θεός, λέει ο προφήτης, θα του προσθέσει αυτιά για να ακούει, θα του δώσει δηλαδή τις δυνατότητες εκείνες που είχε ο άνθρωπος όπως πλάστηκε από το Θεό, τις δυνατότητες που είχε ο Αδάμ.) Ο Χριστός, ο νέος Αδάμ, έρχεται ως πλήρης, τέλειος άνθρωπος. Γι’ αυτό και έχει κι όλες τις δυνατότητες να εφαρμόσει ακριβώς το Νόμο του Θεού, να υπακούσει τις εντολές του. Κι αυτό είναι που κάνει.
Και πώς τον εφαρμόζει; Ο προφήτης περιγράφει και τονίζει ένα χαρακτηριστικό σημείο: πάντοτε με σιωπή, πάντοτε με σιγή, άφωνος. «Οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ». Μπροστά, λέει, στο Νόμο του Θεού, εκείνος δεν αντιλέγει. Δεν πηγαίνει κόντρα στο θέλημα του Θεού. Τον υπακούει ακριβώς, όπως θέλει εκείνος. Και μπροστά στους ανθρώπους κάνει το ίδιο. Και βλέπουμε το Χριστό να είναι σιωπηλός μπροστά σ’ αυτούς που τον κατηγορούν, μπροστά σ’ αυτούς που τον διώκουν, μπροστά στους ανακριτές του, μπροστά στον Πιλάτο. Παντού ο Χριστός, σε όλη τη διάρκεια του Πάθους του, είναι σιωπηλός και αποδέχεται αυτό που θέλει ο Θεός. Βέβαια, εμείς ξέρουμε, και το γράφει το Ευαγγέλιο και το μαρτυρούν οι άγιοι Απόστολοι, ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του Πάθους εκείνος μιλάει σε κάποιον. Μιλάει στο Θεό Πατέρα. Μιλάει μάλιστα πάρα πολύ δυνατά, «μετὰ κραυγῆς ἰσχυρᾶς καὶ δακρύων». Κι αυτό το βλέπουμε στη Γεθσημανή. Εκεί η προσευχή του φτάνει μέχρι δακρύων, μέχρι ιδρώτος, μέχρι αίματος. Εκεί παρακαλεί, αν είναι δυνατόν, να αποφύγει το ποτήριο. Τον βλέπουμε στη συνέχεια πάνω στο Σταυρό να μιλάει με το Θεό. Συνέχεια εκείνον παρακαλεί και πάντα τον παρακαλεί να γίνει το θέλημά του. Βλέπουμε λοιπόν το Χριστό να στέκεται μπροστά στους ανθρώπους χωρίς να διαμαρτύρεται, χωρίς να φωνάζει, χωρίς να ζητάει το δίκιο του, αλλά όμως να κραυγάζει προς το Θεό να τον δυναμώσει, να τον ενισχύσει, να του δώσει ό,τι χρειάζεται, ούτως ώστε να υπακούσει στο θέλημά του. Αυτή είναι η στάση του Χριστού όταν σηκώνει το Σταυρό του. Συνέπεια αυτής της στάσης είναι η εικόνα ενός ανθρώπου που συνεχώς προβάλλει τη σταθερή κι αμετακίνητη απόφασή του να υπακούσει στο Θεό Πατέρα μέχρι θανάτου. Η όπως το λέει ο προφήτης, μιλώντας για λογαριασμό του Χριστού: «Ἔθηκα τὸ πρόσωπόν μου ὡς στερεὰν πέτραν» – «Βάδισα με όλες μου τις δυνάμεις ενωμένες, χωρίς εσωτερικούς διχασμούς, σαν πραγματικό παιδί του Θεού. Γι’ αυτό και φανέρωσα τη δύναμη του Θεού στα μάτια των ανθρώπων σηκώνοντας το Σταυρό μου».
Ας έρθουμε τώρα σ’ εμάς. Τι συμβαίνει με τους ανθρώπους; Και οι άνθρωποι σιωπούν ή φωνάζουν πολύ δυνατά. Συνήθως οι άνθρωποι σιωπούμε μπροστά στο Θεό και φωνάζουμε μπροστά στους άλλους. Δεν εξετάζουμε τον εαυτό μας και δεν παρουσιάζουμε μπροστά στο Θεό αυτά που θέλει Εκείνος. Ο αμαρτωλός άνθρωπος δεν εξομολογείται τις αμαρτίες του. Δεν κάθεται να συγκρίνει την κατάστασή του με τις απαιτήσεις του Θεού, να βρει τις διαφορές και να τις θέσει μπροστά στο Θεό. Δεν αποδέχεται τι θέλει ο Θεός. Δε θέλει να το σκέπτεται. Δεν καταλαβαίνει την κατάστασή του. Δε μεριμνά γι’ αυτό. Ούτε για τις προϋποθέσεις (που θέτει ο Θεός) ούτε για τις συνέπειες (που έχει η ζωή του στη σχέση του με το Θεό). Και μπροστά στο Θεό σιγά. Παράλληλοι όμως κραυγάζει. Φωνάζει συνεχώς και διαμαρτύρεται. Του φταίνε όλοι. Του φταίει ο ίδιος του ο εαυτός, οι δικοί του άνθρωποι, οι ξένοι άνθρωποι, η κοινωνία ολόκληρη. Του φταίνε οι θεσμοί και τα πρόσωπα. Βρίσκεται συνέχεια σε μια κατάσταση διαμαρτυρίας και επανάστασης. Και βέβαια. ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Και θα είναι ήσυχος και θα κραυγάζει. Και τα δυο. Ο προφήτης Δαβίδ, σε έναν από τους Ψαλμούς του, μας το λέει ωραία: «Ὅτι ἐσίγησα. Ἐπαλαιώθη τὰ ὀστᾶ μου ἀπὸ τοῦ κράζειν με ὅλην τὴν ἡμέραν» — «Επειδή σίγησα μπροστά στο Θεό, επειδή δεν άκουσα τη φωνή του Θεού μέσα μου, επειδή δε θέλησα να βάλω τη συνείδησή μου απέναντί του, σίγησα. Σάπισαν όμως τα κόκαλά μου, επειδή όλη την ημέρα κραύγαζα. Κραύγαζα μπροστά στους ανθρώπους και μου έφταιγαν όλοι».
Αγαπητοί αδελφοί, βλέπει κανείς εδώ μια διαφορετική εντελώς στάση, αντίθετη απ’ αυτή που μας έδειξε ο Χριστός κατά τη διάρκεια του Πάθους, κατά τη διάρκεια του Σταυρού του. Κι ενώ, όπως είπαμε, με τη στάση του Χριστού ο άνθρωπος αποκτά σταθερή και αμετακίνητη απόφαση υπακοής στο θέλημα του Θεού, χωρίς εσωτερικούς διχασμούς, και γίνεται βράχος στερεός, με την άλλη στάση, τη στάση του αμαρτωλού, τη στάση των πιο πολλών από μας, σαπίζουν τα κόκαλά μας, αποσυντίθεται ο άνθρωπος, διαλύεται μπροστά στο Θεό. Οι ψυχικές του δυνάμεις καταρρέουν. Και ο ίδιος βρίσκεται αδύναμος να φανερώσει τη δύναμη του Θεού. Να φανερώσει αυτό που είναι πραγματικά. Να φανερώσει την εικόνα του.
Αγαπητοί αδελφοί, σήμερα, στο μέσο της Σαρακοστής, στη μεγάλη αυτή ημέρα κατά την οποία προσκυνούμε και πάλι το Σταυρό του Χριστού, ας σκεφτούμε κι αυτό. Ότι, εφόσον ζούμε και υπάρχουμε, είναι νόμος της ύπαρξής μας να φωνάζουμε και να σιωπούμε. Δε γίνεται αλλιώς. Μόνο οι πεθαμένοι άνθρωποι είναι διαφορετικοί. Αλλά ας φροντίσουμε να προσαρμόσουμε τη σιγή μας και την κραυγή μας όπως μας έδειξε ο Χριστός. Τότε η προσκύνηση του Σταυρού θα μας οδηγήσει εκεί που θέλει ο Θεός, στην Ανάσταση.
π. Πινακούλας, Αντώνιος, Το πηγάδι και η πηγή: Κηρύγματα στις Κυριακές της Μ. Σαρακοστής και του Πάσχα, 1η έκδ., Αθήνα, Εν πλω, 2008.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου