Άγιος Βασίλης έρκεται
Από τους Φούρνους Ικαρίας
Άγιος Bασίλης έρκεται ’πο πίσω απ’ το Kαμάρι,
βαστάει μυτζήθρες και τυριά, βαστάει κι ένα γκινάρι.
Bάρτε μας κρασί να πιούμε
και του χρόνου να σας πούμε.
Kι αν έχεις κόρη όμορφη βάρτηνε στο ζιμπίλι
και κρέμασέ τηνε ψηλά να μη στη φάν’ οι ψύλλοι.
Eμείς εδώ δεν ήρταμε να φάμε και να πιούμε,
μόν’ έχεις κόρη όμορφη κι ήρταμε να τη δούμε.
Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρταμε τα ράφια είν’ ασημένια,
του χρόνου σα και σήμερα να ’ναι μαλαματένια.
Άγιος Βασίλης έρχεται
Από τη Γιάλοβα Προποντίδας
Άγιος Βασίλης έρχεται Γενά- Γενάρης ξημερώνει
Βασίλη μ’ πούθεν έρχεσαι κι απού- κι απούθε κατεβαίνεις.
Από τη μάνα μ’ έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω
να πα να μάθω γράμματα, να πω την αλφαβήτα.
Και στο ραβδί π’ ακούμπησα, χλωρά χορτάρια βγάζει
κι απ’ κάτ’ τα χλωροβλάσταρα, περδίκια φωλιασμένα
δεν είν’ περδίκια μοναχά, ήταν και περιστέρια.
Τα περιστέρια πέταξαν, πάνε στην κρύα βρύση
παίρνουν νερό στα νύχια τους και χιόνι στα φτερά τους
να λούσουν τον αφέντη τους, ν’ αγιάσουν την κυρά τους.
Και εις έτη πολλά.
Άνοιξε πόρτα μ’ άνοιξε
Από το Βιλοσσό Χίου
Άνοιξε πόρτα μ’, άνοιξε χρυσοπερατωμένη
που σε χρυσοπεράτωσε πέρδικα πλουμισμένη.
Την καλησπέρα σού ’φερα κι έβγα να τήνε πάρεις
με ρόδα με τριαντάφυλλα έλα να τήνε ράνεις.
Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει.
Ανοίξετε την πόρτα σας
Κρήτης
Aνοίξετε την πόρτα σας τα κάλαντα να πούμε
και βάλετε και μια ρακή για να σας ευχηθούμε.
Tαχιά ταχιά ’ν’ αρχιμηνιά, πρώτη γιορτή του χρόνου,
αρχή που βγήκεν ο Xριστός στη γης να περπατήξει
και βγήκεν και χαιρέτηξε ούλους τσι ζευγολάτες
κι ο πρώτος που χαιρέτηξε ήταν άγιος Bασίλης.
Kαλώς τα πας Bασίλειε, καλόν ζευγάριν έχεις.
Kαλόν το λες αφέντη μου, καλόν κι ευλογημένον
η Χάρη σου το βλόγησε με το δεξί τζη χέρι,
με το δεξί, με το ζερβί, με το μαλαματένιο.
Πες μας να ζεις, Bασίλειε, πόσα μουζούρια σπέρνεις;
Σπέρνω σταράκι δώδεκα, κριθάρι δεκαπέντε,
ταγή και ρόβι δεκοχτώ κι από νωρίς στο στάβλο.
Φέρε καρύδια, κάστανα, πανέρια μοσχοκάρυα
και φέρε και γλυκό κρασί να πιούν τα παλικάρια
κι από τη μαύρη όρνιθα κανένα αυγουλάκι
κι αν είν’ κι από τη γαλανή ας είν’ και ζευγαράκι,
κι από το λαδοπίθαρο τσιαμιά οκά λαδάκι
κι αν είν’ και περισσότερο κρατούμ’ εμείς τ’ ασκάκι.
Tέσσερα πέντε γράμματα που τα ’χ’ η περιστέρα,
ανοίξετε την πόρτα σας να πούμε καλημέρα.
Aρχιμηνιά, κερά, κι αρχιχρονιά
Μικράς Ασίας
Aρχιμηνιά, κερά, κι αρχιχρονιά, κι αρχή, κι αρχή καλός μας χρόνος
και κει που βγήκε, κερά μου, ο Xριστός, τριώ- τριώ χρονώ παιδάκι
όλο τον κόσμο γύρισε σαν το καλογεράκι.
Kι εκεί που περιπάτησε χρυσή μηλίτσα βγήκε
και μες στα φύλλα της μηλιάς, δυο μήλα χρυσομήλα
όποιος τα πάρει χρύσωσε ο ήλιος της ημέρας
το φεγγαράκι της νυχτός που βγαίνει την εσπέρα.
Σ’ αυτά τα σπίτια τα ψηλά, τα μαρμαροκτισμένα
που ’ναι οι πέτρες μάλαμα, το χώμα ’ναι ασήμι
και μες στη μέση του σπιτιού κοιμάτ’ Άγιος Bασίλης,
ποιός είναι άξιος κι αρκετός να πα τόνε ξυπνήσει.
Eγώ ’μαι άξιος κι αρκετός να πα τόνε ξυπνήσω.
Δω’ μου τε μήλα δώδεκα, κυδώνια δεκαπέντε
και μια φασκιά ανθόνερο να πα τόνε ξυπνήσω.
Ξύπνα αφέντη τσ’ αφεντιάς και μη πολυκοιμάσαι
γιατί ο ύπνος ο πολύς μαραίνει και χαλάσε.
Σ’ αυτά τα σπίτια που ’ρθαμε τα ράφια ’ναι ξυλένια
του χρόνου σα ξανάρθουμε να ’ναι μαλαματένια.
Για σφάξετε τον πετεινό, σφάξετε και την κότα
δω’ μας και μας τον κόπο μας να πάμε σ’ άλλη πόρτα.
Kαι εις έτη πολλά.
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
Από την Απείρανθο Νάξου
Αρχιμενιά κι αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου
κι αρχή που βγήκεν ο Χριστός στη γη να περπατήξει.
Και βγήκε και χαιρέτηξε όλοι τσι ζευγολάτες.
Καλώς τα κάνετε γιωργοί, καλώς τα πολεμάτε
τα χίλια σας να ’ν’ εκατό και τα ’κατό σας χίλια
και τ’ αποκοσκινίδια σας αμέτρητα λοάρι.
Σήκω κι άνοιξε την πόρτα
που ’ρθα να στα πω σαν πρώτα.
Σήκωσ’ απάνω κι άνοιξε την πόρτα την καρένια
του χρόνου που θε να ’ρθομε να ’ναι μαλαματένια.
Άνοιξέ μας γιατί βρέχει
παρεξήγηση δεν έχει.
Ακόμα δεν τον ηύρηκες το μάνταλο ν’ ανοίξεις
να μας εδώσεις τα λεφτά κι ύστερα να σφαλίξεις.
Σήκω κι άνοιξε την πόρτα
που ’ρθα να στα πω σαν πρώτα.
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
Από τον Άγιο Γεώργιο Κρήτης
Αρχιμενιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος
άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία
βαστάει εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι
το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε.
Παινέματα για τον αφέντη
Μα σένα πρέπει αφέντη μου καρέκλα καρυδένια
για ν’ ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια.
Και πάλι ξαναπρέπει σου τρικούβερτο καράβι
να ’ναι η πλώρη μάλαμα κι η πρύμνη του λουβάρι
και τα πανιά και τα σκοινιά να ’ναι μαργαριτάρι.
Παινέματα για την κυρά
Επό ’παμε τ’αφέντη σας να πούμε τσι κερά σας
κερά ψηλή, κερά λιγνή και καστανομαλλούσα
π’ όταν σε γέννα η μάνα σου όλα τα δέντρ’ ανθούσαν
κι όταν σε κοιλοπόνησε ήταν ημέρα σχόλη
και δώκανέ σου την ευχή οι δώδεκ’ αποστόλοι.
Παινέματα για τον γιό και την κόρη
Έχετε το γιό στα γράμματα και σέρνει το κοντύλι
να του τ’αξιώσει ο Θεός να βάλει πετραχήλι.
Επόπαμε τα και του γιου να πούμε και τση κόρης
έχετε κόρη όμορφη γραμματικός τη θέλει
μα αν είναι και γραμματικός πολλά προυκιά γυρεύει
γυρεύει αμπέλια ατρύγητα αμπέλια τρυγημένα
γυρεύει μύλους δώδεκα και μέσα οι μυλωνάδες
γυρεύγει και τη θάλασσα μ’ όλα τζι τα καράβια
γυρεύγει και τον κυρ Βοριά να τα καλαρμενίζει.
Αρχιμηνιά Πρωτοχρονιά
Ηπείρου
Αρχιμηνιά Πρωτοχρονιά, πρώτη του Γεναρίου
που είναι του Χριστού γιορτή και του αϊ-Βασιλείου.
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία,
βαστάει πένα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι,
το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε.
– Βασίλη πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις.
– Από τη μάνα μ’ έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω.
– Βασίλη ξέρεις γράμματα, πες μας την αλφαβήτα.
Και το ραβδί τ’ εβλάστησε και έβγαλε κλωνάρια
και πάνω στα κλωνάρια του πέρδικες κελαηδούσαν.
Χρόνια πολλά.
Άρχιν, άρχιν τα κάλαντα
Από τα Φλογητά Καππαδοκίας
Άρχιν, άρχιν τα κάλαντα κι άρχιν καλά χρόνια
τα πουλιά λαλούν και χερολόνια πάλι κράζνε.
Άγιον Βασίλειον καλόν ζευγάρι λάμνει
καλόν εν’ αφέντη, καλόν κι ευλο(γ)ημένον.
Έχει και τα βόδια του, παραδείσου πουλίτσι
έχει και το τσίφτσι του πανώριον παλικάρι.
Έχει και τ’ αλέτιρι τ’ σ’ άγχου βουτημένο
έχει και το γύνι του σ’ ασήμι κονωμένο
έχει και το βέρκενι τ’ κιπριγιού καλέμι
έχει και τα ζεύγολα τ’ κουκιά μαργαριτάρια
έχει και τα ζεύγολα τ’ ξανά κλωστιά μετάξια
καλόν εν’ αφέντη, καλόν κι ευλο(γ)ημένον.
Σον ξερόν τον πέτρα έσπειρα πολύ φακουδίτσι
δώκεν ο Θεός κι εγένεν, εγένεν παρουρίτσι
ήρθεν ‘να πουλίτισι το ‘κα τσακωσα το κ(ου)ίτσι τ’
ήρθεν μαυρομάνα, κλαίγ’ και καμουρίτσει
ήρθεν μαυροκάκα, κλαίγ’ και καμουρίτσει.
Άκου τα μανίτσα μ’ αν κείσαι κι αν κοιμάσαι
άρι το καλέρι σου και σέβα στο κελάρι
σέβα στο κελάρι σ’ και φώτ΄σε το φενέρι σ’
φώτ’σε το φενέρ μας κι όλην τη γενιά μας,
φώτ’σε το φενέρ μας κι ας ‘σε φωτισταίος.
Και του χρόνου.
Σημείωση: Η επιμέλεια των στίχων δεν έχει ολοκληρωθεί. Για την απόδοση συμβουλευτήκαμε σε ορισμένα σημεία τη σχετική καταγραφή στην έκδοση του Κέντρου Αγαιακών Λαογραφικών και Μουσικολογικών Ερευνών Κάλαντα Καλημέρα και Πάντα και του Χρόνου (2004).
Άστρον ανεφάνεις Βασίλειε
Από τα Φάρασα Καππαδοκίας
Άστρον ανεφάνεις Βασίλειε εν τη Καισαρεία μητρόπολη.
Βασίλειος ο Μέγας αρχιερεύς, όλον τούτον κόσμον εφώτισεν.
Ιουλιανός ο Παραβάτης θέλει να απέλθεις Καισάρεια.
Τρεις άρτους λαμβάνει στας χείρας του και συναπαντά τον τύραννον.
Όταν είδε τα δώρα σμικρότατα, άγριον εφτύσας ο τύραννος
χόρτον να στέργεις τον άγιον και καταλαμβάνει Καισάρεια.
Σύνοδον επήγεν ο άγιος, όρος του Διδύμου κατέλαβεν.
Εύρεν την αγνήν Θεομήτορα, μέσον του ναού εισερχόμενος.
Και ανακαλεί τον Μερκούριον, τον από ετών κατακείμενον.
Σύνοδον επήγεν Βασίλειος, τιμαλφή χρουσία συνέλεξεν
ίνα την οδόν η βουλίαν του, επιστρέφοντος κατακλίσομε.
Βασίλειε λάβε τα αυτούσια χρήματα ημών και αργύρια.
Δος το φυλαργύρω τω άρχοντι και σώσον ημάς και Καισάρεια.
Έχω να σε χαρίσω εχρούσια, έχω να σε χαρίσω αργύρια.
Μα εγώ τι θέλω τα χρούσια, μα τι ποιήσω τα αργύρια.
Δος ημίν τα φώτα τα κάλαντα, ίνα και ημείς αγαλλόμεθα.
Γράφει και διαβάζει ονόματα, όλων των πιστών ο Βασίλειος.
(Επωδός)
Άγιε Βασίλειε όσιε φύλαξον και σώσον την ποίμνην σου.
Βασίλης βόσκει πρόβατα
Απο το Μελί Μικράς Ασίας
Βασίλης βο- βόσκει πρόβατα,
Βασί- Βασίλης βόσκει γίδια
στο ’να μαντρί, μαντρί τυροκομά,
στ’ άλλο, στ’ άλλο στερφοχωρίζει
στ’ άλλο κινεί το τσίρο1 του, να μην πνιγούν τ’ αρνιά του.
Κλέφτες τον απαντήσανε σαράντα Σαϊμτζήδες.
– Βασίλη δέσε τα σκυλιά να μη μας χαραμίσουν.
– Πως να τα δέσω τα σκυλιά που είστε χαραμτζήδες
και μένα θα σκοτώσετε να πάρετε τα γίδια.
– Στην πίστη μας, στο λόγο μας, Βασίλη στ’ άρματα μας.
Πιάνει και δένει τα σκυλιά με δεκαοκτώ αλυσίδες.
Δένει τη σκύλα την κακιά και την ανθρωποφάγα
και το τρεμoλοκούλουκο2 με δεκαοχτώ αλυσίδες,
παίρνει και πα και δένει τα σ’ ένα ξερό πηγάδι.
Οι κλέφτες τον συλλάβανε, πισθάγκωνα τον δένουν.
– Βασίλη πού ’ναι τα χρυσά και πού ‘ναι τα φλουριά σου;
– Τα πρόβατα, τα κτήματα, τα γίδια, τα φλουριά μου.
Περικαλώ σας βρε παιδιά περικαλιά μεγάλη
για λύστε μου το χέρι μου να παίξω το παγιαύλι3
ν’ αφήκω γειά στα πρόβατα και γειά εις τα καλά μου
και γεροσύνη και χαρά ν’ αφήκω στα παιδιά μου.
Και το παγιαύλι ήλεγε ανθρώπινη μιλίτσα.
– Για λύσου σκύλα τζουβεργκιά και συ ανθρωποφάγα
και συ τρεμηλοκούλουκο, σπάσε τις αλυσίδες.
Και λύσαν όλα τα σκυλιά και τους εχαραμίσαν.
1τσίρος: τυρόγαλα
2κουλούκι: μαύρο σκυλί
3παγιαύλι: φλογέρα
Εις αυτό το νέον έτος
Μικράς Ασίας
Εις αυτό το νέον έτος, εις την πρώτη του μηνός
ήρθα να σας χαιρετήσω, δούλος σας ο ταπεινός.
Ο Βασίλειος ο Μέγας είναι πάντα θαυμαστός
και στην οικογένειά σας, να ’ναι πάντα βοηθός.
Τα παιδιά σας στο σχολείο να τα στέλνετε συχνά
να μαθαίνουν ιστορίες, της Ελλάδος τα καλά.
Έχω κι άλλα να σας πω, μα δεν έχω πια καιρό,
σας αφήνω καληνύχτα κι αύριο με το καλό.
Και του χρόνου.
Π’ αυγινικό κι αν βγήκαμι
Θράκης
Π’ αυγινικό κι αν βγήκαμι σ’ αρχουντικό θα πάμι,
να πούμι στουν αφέντη μας τουν πουλυχρουνιμένου
που ’χει τα σπίτια τα ψηλά μι τα ψηλά παρμάκια,
απού ’χει τις τρανές αυλές, τις μαρμαρουστρουμένις.
Άνοιξι, πόρτα μ’ άνοιξι, άνοιξι καναρένια,
έχου δυο λόγια να σι πω κι κείνα ζαχαρένια.
Άγιους Bασίλης έρχιτι απού την Kισαρεία,
βαστάει πένα κι χαρτί, χαρτί κι καλαμάρι.
Bασίλη μ’ πούθι έρχισι κι απούθι κατιβαίνεις;
Aπό τη μάνα μ’ έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω.
Kάτσι να φας, κάτσι να πιεις, κάτσι να τραγουδήσεις.
Eγώ τραγούδια δέν ‘ξέρω, ξέρω την αλφαβήτα.
Στην πατιρίτσα ’κούμπησι κι απόλυκι κλουνάρια,
κλουνάρια χρυσουκλώναρα κι φύλλ’ απού τα δέντρα.
Σ’ αυτό του σπίτι τ’ αψηλό πέτρα να μη ραγίσει
κι ου νοικουκύρης του σπιτιού, χίλια χρόνια να ζήσει.
Eσφάξαμι τουν πιτεινό κι αφήσαμι την κότα,
δώσ’ μας κυρά μας του μπαξίσ’ να πάμι σ’ άλλη πόρτα.
Άντι κι του χρόν’
Πάλιν ακούσετ’ άρχοντες
Από την Αστυπάλαια
Πάλιν ακούσετ’ άρχοντες, πάλι να σας ειπώμεν
ότι και αύριον εστί ανάγκη να χαρώμεν
και να πανηγυρίσωμεν περιτομήν Kυρίου
και εορτήν χαρμόσυνον Mεγάλου Bασιλείου.
Aνοίξατέ μας άρχοντες δια να μας δεχθείτε
και τα ξενιτεμένα σας ευχόμαστε να δείτε,
γλυκειά φωνή να έχετε μέσα στο νέο χρόνο
να τον δεχθείτε σπίτι σας χωρίς καημό και πόνο.
Aν έχεις κόρη όμορφη, βάλτε την να κεράσει,
να της φχηστούμε με καλό να ζήσει, να γεράσει.
Σούρβα σούρβα
Θράκης
Σούρβα σούρβα, γιρό κουρμί
γιρό κουρμί, γιρό σταυρί
σαν ασήμι, σαν κρανιά
κι του χρόν’ ούλ’ γιροί,
ούλ’ γιροί καλόκαρδοι.
Σούρβα σούρβα για χαρά
γιά σταφίδις, γιά παρά
γιά καρύδις, γιά μπαντέμια
γιά ένα ξυλουκέρατου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου