Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Ἡ θεραπεία τῆς συγκύπτουσας

1. ΚΑΘΕ ΚΥΡΙΑΚΗ


Κά­ποι­ο Σάβ­βα­το ὁ Κύ­ριος, ὅπως συνήθιζε, δίδασκε σέ μία ἀπ’ τίς συναγωγές. Ἀνάμεσα στό πλῆθος μόλις πού ξεχώριζε μία γυναίκα σκυμμένη διαρκῶς μέ κυρ­τω­­­μένο τό σῶμα της τόσο πολύ πού δέν μποροῦσε κα­θό­λου νά σηκώσει ὄρθιο τό κεφάλι της. Βασανιζόταν ἡ δύστυχη δεκοκτώ ὁλόκληρα χρόνια ἀπό σατανική ἐν­έρ­γεια. Ὅταν λοιπόν τήν εἶδε ὁ Κύριος, τῆς φώναξε: Γυ­ναίκα, εἶσαι ἐλευθερωμένη ἀπό τήν ἀρ­ρώ­στι­α σου. Ἅπλωσε πάνω της τά χαριτόβρυτα χέρια του καί τήν ἴδια στιγμή ἔγινε καλά, σηκώθηκε ὁλόρθη καί εὐθυ­τε­νής καί δόξαζε τόν Θεό γιά τή θεραπεία της.


Γιατί ὅμως ὁ Κύριος σπλαγχνίσθηκε καί θεράπευσε τή γυναίκα αὐτή χωρίς ἡ ἴδια νά ζητήσει τή θεραπεία της; Διότι ἡ γυναίκα αὐτή ἦταν εὐσε­βής. Ἄν καί εἶχε μιά τό­σο βασανιστική καί πα­­­­ρα­μορ­φωτική ἀσθένεια, πού κα­θι­στοῦσε δύσκολη καί ἐπίπο­νη κι αὐτήν ἀκόμη τή μετα­κί­νησή της, αὐτή ὅμως δέν ἀ­πουσίαζε ἀπό τή συ­να­γωγή τήν ἡμέρα τοῦ Σαββά­του. Ἐπιπλέον ἡ γυ­ναί­κα αὐτή ἐνῶ ἦταν ἄρρωστη δε­καοκτώ ὁλόκληρα χρό­νια δέν τά ἔβαλε μέ τόν Θεό, δέν σκληρύνθηκε ἡ καρδιά της, δέν ἔγινε ἄπιστη. Ἀντίθετα μέσα στή δοκι­μα­σία της ἔμεινε σταθερή στήν πί­στη της. Καί προ­σῆλ­θε στή συναγωγή μέ τόσο κόπο, διότι εἶχε πόθο νά ἀκούει τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Φαίνεται μά­λι­στα ὅτι ἄκουγε τό κήρυγμα τοῦ Κυρίου μέ ἐνδια­φέ­ρον πολύ κι ἐκδή­λω­νε βαθειά ἐμπιστο­σύ­νη σ’ αὐ­τόν. Γι αὐ­τό καί ὁ Χριστός μας δέν τῆς ζήτησε πί­στη γιά νά κάνει τό θαῦμα, διότι διέκρινε τήν ἐσω­τερική της διάθεση. Οὔτε τῆς εἶπε «σοῦ συγχω­ροῦ­νται οἱ ἁ­μαρ­τίες σου». Κατόπιν μάλι­στα τήν ὀνόμασε καί «κόρη τοῦ Ἀβραάμ», γιά νά ἀπο­κα­λύψει τήν εὐσέβειά της.


Φαίνεται λοιπόν ὅτι ἡ γυναίκα αὐτή εἶχε ἐξαγνισθεῖ μέ τήν ἀσθένεια της, εἶχε ἀποκτήσει βαθύτερη εὐσέ­βεια καί πίστη. Ἦλθε στή συναγωγή γιά νά διδαχθεῖ καί νά ὠφεληθεῖ πνευματικῶς κι ὁ Κύριος μαζί μέ τήν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς της, τῆς χάρισε καί τή θερα­πεία τοῦ σώματός της. 


Καί ἡ γυναίκα αὐτή ἔγινε σ’ ὅ­λους παράδειγμα πού μᾶς διδά­σκει πολύ. Μᾶς διδάσκει νά συμμετέχουμε κά­θε Κυριακή στή λα­τρεία τοῦ Θεοῦ. Καί μάλιστα ἐμεῖς πού δέν πηγαίνουμε ἁπλῶς σέ μία συναγωγή γιά τήν ἀ­κρό­αση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλά πηγαίνουμε στούς ἱε­ρούς ναούς μας ὅπου τελεῖται ἡ φοβερή και ἀναίμα­κτη θυσία τοῦ Κυρίου μας, ἄγγελοι καί ἅγιοι καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἶναι ἀνάμεσά μας. Πόσο ἀδικαιολόγητοι λοι­πόν εἴμαστε νά ἀπουσιάζουμε, ὅταν μιά συγκύπτουσα μέ τόσο κόπο δέν παρέλειπε τό ἱερό της καθῆκον σέ μία συναγωγή. Καί τί ἀπο­λο­γία θά δώ­σου­με στόν Θεό τήν ὥρα τῆς κρί­σε­ως ὅταν ὁ Κύριος θά κρίνει μπροστά μας κι ἐκείνη κι ἐ­μᾶς. Κάθε Κυ­ριακή λοιπόν στό ναό τοῦ Θεοῦ, γιά νά παίρ­νου­με χάρη καί δύναμη, φῶς καί ζωή. Κάποτε καί τό θαῦ­μα, ἐάν ὁ Θεός τό κρίνει. 


2. Ο ΦΘΟΝΟΣ ΟΔΗΓΕΙ ΣΕ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟ


Μόλις ἡ γυναίκα θεραπεύθηκε τά ἔκπληκτα μάτια ὅ­λων στράφηκαν πρόν τόν Κύριο. Ἕνας ὅμως δέν ἄν­τε­χε τήν κατάσταση αὐτή. Ὁ Ἀρχισυνάγωγος. Αὐτός δέν μπό­ρε­σε νά κρύψει τή ζήλεια του, καί γεμάτος ἀ­γα­­νάκτηση ἄρχισε νά διαμαρτύρεται: ἕξι ἡμέ­ρες μπο­ροῦμε νά ἐργαζόμαστε. Αὐτές τίς ἐργάσιμες ἡ­μέ­ρες νά ἔρχεστε νά θεραπεύεστε, κι ὄχι τό Σάββα­το. 


Ὁ Κύριος ὅμως βλέποντας τή φοβερή ὑποκρισία καί τό φθόνο τοῦ ἀρχισυναγώγου, τόν ξε­σκε­πάζει μπρο­στά σέ ὅλους: Ὑποκριτή, τοῦ λέει. Ὁ κα­θέ­νας σας τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου δέν λύνει τό βό­δι του ἤ τό γαϊ­δουράκι του ἀπό τή φάτνη καί δέν τό πη­γαίνει νά τό πο­­τίσει; Καί τό κάνει αὐτό χωρίς νά θε­ωρεῖται πα­ρα­­βά­της τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Αὐτήν ὅμως ἡ γυ­ναι­κα, πού εἶναι κόρη τοῦ Ἀβραάμ, καί τήν ἔδεσε ὁ σα­τα­νᾶς μέ τέτοια ἀρρώστια, ὥστε νά μή μπο­ρεῖ νά ση­κω­θεῖ ὄρθια δεκαοκτώ ὁλόκληρα χρόνια, δέν ἔπρεπε νά θεραπευθεῖ τήν ἡμέ­ρα τοῦ Σαββάτου; Κι ἐνῶ τά ἔλεγε αὐτά ὁ Κύ­ριος, ντρο­πιά­ζονταν ὅλοι οἱ ἀντίθετοί του καί ἰδιαι­τέ­ρως ὁ ἀρχι­συ­νάγωγος.


Διότι αὐτός ἦταν τόσο πολύ κυριευμένος ἀπό τό φθό­­νο, ὥστε παραλογίσθηκε. Ἐπειδή δέν τολμοῦ­σε νά ἐλέγξει κατευθείαν τόν Κύ­ρι­ο, τά ἔβαλε πονηρά και ὑποκριτικά μέ τό λαό. Τόν κατηγόρησε ὅτι παραβιάζει τό Σάββατο, ἐνῶ καμμία σχέση δέν εἶχε ὁ λαός μέ τή θεραπεία πού ἔγινε. Ἀλλά οὔτε ἡ γυ­ναίκα πού θερα­πεύθηκε παρακάλεσε τόν Κύριο νά τήν θερα­πεύ­σει. Ἔπρεπε λοιπόν αὐτή νά δια­μαρ­­τυ­ρηθεῖ καί νά ἀρνηθεῖ τήν θε­ρα­πεία της;  Τέλος ἀντί νά ἀνα­γνω­ρίσει ὁ ἀρχι­συ­νά­γω­γος τό θαῦμα πού ἔγινε τό παρουσιάζει ὡς μιά ἁπλή ἀνθρώπινη ἐνέρ­γει­α. Ἐάν ἦταν ὅμως μιά φυ­σική θεραπεία τότε γιατί δέν τήν ἔκανε ὁ ἴ­δι­ος κά­ποι­α ἄλλη ἡμέρα; Τό­σα χρόνια τήν εἶχε κοντά της.


Ὁ φθόνος λοιπόν παραλογίζει καί ἐξευτελίζει τόν ἄνθρωπο. Εἶναι μιά ἀσθένεια πού ὅταν μᾶς κυριεύσει μᾶς κάνει ἀνε­ξέ­λε­γ­κτους. Κάποτε ὁδηγεῖ καί σέ πρά­ξεις ἀπο­τρό­παιες καί ἐγκληματικές. Πάντοτε ὅμως ἀνα­­στα­τώνει καί συχνά διαλύει τίς ἀνθρώπινες σχέ­σεις. Γί­νε­ται τεῖχος ἀκόμη κι ἀνάμεσα σέ συγγενεῖς. Διαλύει οἰκογένειες, φιλίες, καταστρέφει ψυ­­χές. Χρειά­ζε­ται λοιπόν πολλή προσοχή. Ἐάν βλέ­που­με μέσα στήν ψυχή μας τό παραμικρό ἴχνος ζή­λειας, μήν τό ἀ­φή­νουμε νά ἐξελιχθεῖ. Ἀλ­λά νά προ­στρέ­χουμε στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, στό μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξο­μολογή­σε­ως καί νά ζητοῦμε τή χάρη τοῦ Θεοῦ γιά νά τό κατα­πο­λεμήσουμε ἀμέσως πρίν νά ‘ναι ἀργά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου