Κυριακή 26 Απριλίου 2020

Ὁ Χριστός στή ζωή μας

1. Ο ΧΡΙ­ΣΤΟΣ, Η ΧΑ­ΡΑ ΜΑΣ

Εἶ­ναι βρά­δυ τῆς φω­το­φό­ρου ἡ­μέ­ρας τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως καί οἱ μα­θη­ταί τοῦ Κυ­ρί­ου τρο­μο­κρα­τη­μέ­νοι ἀ­πό τά συ­γκλο­νι­στι­κά γε­γο­νό­τα τῆς Πα­ρα­σκευ­ῆς καί τή μα­νί­α τῶν Ἰ­ου­δαί­ων εἶ­ναι κλει­σμέ­νοι στό ὑ­πε­ρῶ­ο τῆς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ. Ἀλ­λά ξα­φνι­κά μέ­σα στήν ἀ­φό­ρη­τη θλί­ψι καί τή νε­κρι­κή σι­γή, χω­ρίς νά ἀ­νοί­ξουν οἱ θύ­ρες, ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὁ Κύριος Ἰ­η­σοῦς στό κέ­ντρο τῶν μα­θη­τῶν καί τούς λέ­ει: «Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν». Κα­τό­πιν τούς δεί­χνει τά πλη­γω­μέ­να χέ­ρι­α καί πό­δι­α του καί τήν πλευ­ρά του γι­ά νά πει­σθοῦν ὅ­τι δέν βλέ­πουν φά­ντα­σμα ἀλ­λά τόν δι­δά­σκα­λό τους πού πέ­θα­νε πά­νω στό σταυ­ρό καί ἀ­να­στή­θη­κε.

Πό­σο χά­ρη­καν οἱ μα­θη­ταί πού εἶ­δαν τόν Κύ­ρι­ο, ἀλ­λά καί πό­σο φο­βή­θη­καν ἀ­πό τήν θαυ­μα­στή αὐ­τή πα­ρου­σί­α. Γι’ αὐ­τό καί ὁ Κύ­ρι­ος τούς ξα­να­λέ­ει: «Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν». Μή φο­βᾶ­σθε. Ὅ­πως μέ ἔ­στει­λε ὁ Πα­τέ­ρας μου στόν κό­σμο κι ἐ­γώ τώ­ρα ἀ­πο­στέλ­λω ἐ­σᾶς νά συ­νε­χί­σε­τε τό ἔρ­γο τῆς σω­τη­ρί­ας τῶν ἀν­θρώ­πων. Καί φυ­σώ­ντας στά πρό­σω­πά τους τούς εἶ­πε: Λά­βε­τε Πνεῦ­μα Ἅ­γι­ο. Ὅ­σες ἁ­μαρ­τί­ες τῶν ἀν­θρώ­πων συγ­χω­ρεῖ­τε θά συγ­χω­ροῦ­νται καί ἀ­πό τόν Θε­ό. Ὅ­σες ὅ­μως δέν συγ­χω­ρεῖ­τε δέν θά συγ­χω­ροῦ­νται ἀ­πό τό Θε­ό.

ΠΟ­ΣΟ χά­ρη­καν οἱ μα­θη­ταί πού εἶ­δαν τόν Κύ­ρι­ο! Πό­σο γρή­γο­ρα ἄλ­λα­ξαν οἱ δι­α­θέ­σεις τους! Ἐ­πί τρεῖς ἡ­μέ­ρες ἀ­βά­στα­χτη ἦ­ταν ἡ θλί­ψι τους με­τά τή φο­βε­ρή εἴ­δη­σι τοῦ φρι­κτοῦ θα­νά­του τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἔ­βρε­χαν μέ δά­κρυ­α τά πρό­σω­πά τους κα­θώς θυ­μό­ταν τίς συ­γκλο­νι­στι­κές στι­γμές τρι­ῶν ἐ­τῶν μέ τόν Κύ­ρι­ο. ῞Ο­μως μέ­σα στό βα­θύ σκο­τά­δι τῆς θλί­ψε­ως, πό­σο ἄλ­λα­ξαν ὅ­λα τό­σο ξα­φνι­κά. Ἔρ­χε­ται καί πά­λι ὁ Κύ­ρι­ος στή ζω­ή τους. Καί ὁ ἀ­βά­στα­χτος πό­νος τους τώ­ρα με­τα­τρέ­πε­ται σέ ἀ­προ­σμέ­τρη­τη χα­ρά. Με­τά τή σκο­τει­νή καί πυ­κνή κα­ται­γίδα ἀ­νέ­τει­λε καί πά­λι τό Φῶς στήν ψυ­χή τους.

Αὐ­τή ἡ πρα­γμα­τι­κό­τη­τα ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται πολ­λές φο­ρές καί στή δι­κή μας ζω­ή. Πό­ση θλί­ψι γευ­ό­μα­στε κι ἐ­μεῖς, ὅ­ταν αἰσθανόμαστε κά­πο­τε τόν Κύ­ρι­ο νά ἀ­που­σι­ά­ζῃ ἀ­πό τή ζω­ή μας! Εἴ­μα­στε πλα­σμέ­νοι νά ζοῦ­με μέ τόν Χρι­στό καί γιά τόν Χρι­στό. Μό­νο κο­ντά του μπο­ροῦ­με νά ἀ­να­πνε­ύ­σου­με, νά βροῦ­με τή χα­ρά, τή σω­τη­ρί­α, τό χορ­τα­σμό τῆς ψυ­χῆς μας.

Ἄς ἀ­γω­νι­σθοῦ­με λοι­πόν νά ἔ­χου­με τόν Κύ­ρι­ο δι­αρ­κῶς στή ζω­ή μας. Νά εἴ­μα­στε ἑ­νω­μέ­νοι μυ­στη­ρι­α­κῶς μα­ζί του. Ὁ Χρι­στός νά κα­τευ­θύ­νῃ τή σκέ­ψι μας, τίς ἐ­πι­θυ­μί­ες μας, τίς ἐ­νέρ­γει­ές μας, τά βι­ώ­μα­τά μας. Κά­θε παλ­μός τῆς καρ­δι­ᾶς μας νά χτυ­πᾶ γιά Ἐ­κεῖ­νον. Κά­θε ἡ­μέ­ρα νά μᾶς συν­δέ­ει πιό συ­νει­δη­τά καί οὐ­σι­α­στι­κά μα­ζί Του. Ἀλ­λι­ῶς θά με­λαγ­χο­λοῦ­με μέ­σα στή δυσπιστί­α μας, ὅ­πως συ­νέ­βη καί μέ τόν ἀ­πό­στο­λο Θω­μᾶ στή συ­νέ­χει­α τοῦ ἱ­ε­ροῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου.

2. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΥΓΚΑΤΑΒΑΙΝΕΙ ΣΤΗ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑ ΜΑΣ

Ὁ Θω­μᾶς λοι­πόν, ἕ­νας ἀ­πό τούς δώ­δε­κα Ἀ­πο­στό­λους, ὁ ὁ­ποῖ­ος λε­γό­ταν καί δί­δυ­μος, ἀ­που­σί­α­ζε ὅ­ταν ἦλ­θε ὁ Κύριος. Καθώς λοι­πόν ἐ­πέ­στρε­ψε τοῦ ἔ­λε­γαν οἱ ἄλ­λοι μα­θη­ταί μέ ἐν­θου­σι­α­σμό καί συ­γκί­νη­σι: Εἴ­δα­με τόν Κύ­ρι­ο, φα­νε­ρώ­θη­κε μπρο­στά μας! Ἀλ­λά ὁ Θω­μᾶς με­λαγ­χο­λι­κά καί δύ­σπι­στα τούς ἔ­λε­γε. Ἐ­άν δέν δῶ μέ τά μά­τι­α μου τά ση­μά­δι­α τῶν καρ­φι­ῶν στά χέ­ρι­α του καί δέν βά­λω τό δά­κτυ­λό μου στήν λογ­χι­σμέ­νη πλευ­ρά του «οὐ μή πι­στέ­υ­σω».

Ἀ­πό τό­τε πέ­ρα­σαν ὀ­κτώ ἡ­μέ­ρες. Οἱ μα­θη­ταί εἶ­ναι πά­λι συ­γκε­ντρω­μέ­νοι στό ἴ­δι­ο σπί­τι ὅ­πως καί τήν προ­η­γού­με­νη φο­ρά. Τώρα ὅ­μως εἶ­ναι καί ὁ Θω­μᾶς μα­ζί τους. Οἱ θύ­ρες τοῦ σπι­τι­οῦ κλει­στές. Καί ξα­φνι­κά ὁ Κύ­ρι­ος ἔρ­χε­ται καί πά­λι μα­ζί τους καί τούς εὔ­χε­ται νά ἔ­χουν εἰ­ρή­νη. Καί ἀ­μέ­σως λέ­γει στό Θω­μᾶ: Ἔ­λα Θω­μᾶ, φέ­ρε τό δά­κτυ­λό σου ἐ­δῶ καί ψη­λά­φη­σε τά χέ­ρι­α μου, βά­λε τό χέ­ρι σου στήν πλευ­ρά μου «καί μή γί­νου ἄ­πι­στος ἀλ­λά πι­στός». Καί ὁ δυ­σπι­στος Θω­μᾶς τώ­ρα μέ θαυ­μα­στή ἔκρη­ξι χα­ρᾶς καί πί­στε­ως κά­νει μι­ά μο­να­δι­κή ὁ­μο­λο­γί­α: «Ὁ Κύ­ρι­ός μου καί ὁ Θε­ός μου». Πι­στεύ­ω, Κύ­ρι­ε, ὅ­τι δέν εἶ­σαι μό­νον ἕ­νας με­γά­λος προ­φή­της ἀλ­λά ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου. Καί ὁ Κύ­ρι­ος τοῦ ἀ­πο­κρί­νε­ται: Πί­στευ­σες ἐ­πει­δή μέ εἶ­δες! Εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο εὐ­τυ­χεῖς ἐ­κεῖ­νοι οἱ πι­στοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι θά μέ πι­στεύ­ουν χω­ρίς νά μέ δοῦν μέ τά μά­τι­α τους, ὅ­πως μέ εἶ­δες ἐ­σύ.

Θαυ­μα­στό πρα­γμα­τι­κά τό γε­γο­νός τῆς ἐμ­φα­νί­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου στόν Θω­μᾶ. Ὅ­μως ὁ Κύ­ρι­ος ἔ­κα­νε καί πολ­λά ἄλ­λα θαύ­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α ὁ ἱ­ε­ρός εὐ­αγ­γε­λι­στής δέν κα­τέ­γρα­ψε στό εὐ­αγ­γέ­λι­ό του. Τά ἐ­λά­χι­στα πού κα­τέ­γρα­ψε, τά ἔ­γρα­ψε γι­ά νά πιστεύσουμε ὅ­τι ὁ Κύ­ρι­ος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός εἶ­ναι ὁ Υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ καί Λυ­τρω­τής τοῦ κό­σμου καί ἔ­τσι νά κλη­ρο­νο­μή­σου­με τήν αἰ­ώ­νι­ο ζω­ή.

Ο ΥΙ­ΟΣ τοῦ Θε­οῦ λοι­πόν καί βα­σι­λεύς τῶν ἀ­πά­ντων πό­σο τα­πει­νώ­νε­ται καί συ­γκα­τα­βαί­νει στήν ἀ­πι­στί­α τοῦ Θω­μᾶ! Ἔρ­χε­ται ἀ­να­στη­μέ­νος στό ὑ­πε­ρῶ­ο, ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται καί προ­τεί­νει τά χέ­ρι­α του καί τήν πλευ­ρά του, γι­ά νά μήν ἀ­φή­σῃ τόν Θω­μᾶ στήν δυ­σπι­στί­α του καί στήν δυ­στυ­χί­α του.

Μή­πως ὅ­μως τό ἴ­δι­ο δέν γί­νε­ται καί μέ ὅ­λους μας κά­θε φο­ρά πού βα­σα­νι­ζό­μα­στε μέ­σα στήν δυ­σπι­στί­α καί τή με­λαγ­χο­λί­α μας, ὅ­ταν θλί­ψεις με­γά­λες καί προ­βλή­μα­τα μᾶς δι­α­λύ­ουν. Στίς συ­ντα­ρα­κτι­κές αὐ­τές στι­γμές τῆς ζω­ῆς μας πού ὁρ­μη­τι­κά τά κύ­μα­τα τῶν ἀμ­φι­βο­λι­ῶν μᾶς ἀ­να­στα­τώ­νουν, ὁ Κύ­ρι­ος δέν μᾶς ἀ­πο­στρέ­φε­ται, οὔ­τε ἀ­γα­να­κτεῖ μέ τίς δι­α­κυ­μάν­σεις μας. Ἀλ­λά κα­θώς ἐ­μεῖς ζα­λι­ζό­μα­στε μέ­σα στίς ἀμ­φι­τα­λα­ντεύ­σεις μας, ἐμ­φα­νί­ζε­ται ξα­φνι­κά στή βα­ρυ­χει­μω­νί­α τῆς τα­ρα­γμέ­νης ζω­ῆς μας καί μᾶς φέρ­νει τήν ἄ­νοι­ξι τῆς πί­στε­ως. Αὐ­τό ὅ­μως πού ὁ­πωσ­δή­πο­τε μᾶς ζη­τᾶ ὁ Χρι­στός γι­ά νά πα­ρου­σι­α­σθῇ στήν δύ­σπι­στη ψυ­χή μας εἶ­ναι νά ἔ­χου­με εἰ­λι­κρι­νῆ δι­ά­θε­σι νά τόν γνω­ρί­σου­με, γνή­σι­α ἐ­πι­θυ­μί­α νά τόν συ­να­ντή­σου­με.

Ἄς ἀ­να­ζη­τοῦ­με λοι­πόν τόν Κύ­ρι­ο μέ εἰ­λι­κρι­νῆ πό­θο κα­θη­με­ρι­νά στή ζω­ή μας. Καί Ἐ­κεῖ­νος θά μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται μέ ποικίλους τρό­πους, μέ εὐ­ερ­γε­σί­ες καί δω­ρε­ές, μέ τή χά­ρι του καί τήν ἀ­γά­πη του. Καί ἡ ζω­ή μας θά πλημ­μυ­ρί­ζῃ χα­ρά κα­θώς θά ψη­λα­φοῦ­με τήν πα­ρου­σί­α του δί­πλα μας. Καί θά ξε­σποῦ­με μέ ἐν­θου­σι­α­σμό στήν ὁ­μο­λο­γί­α: «ὁ Κύ­ρι­ός μου καί ὁ Θε­ός μου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου