Γεωργίου Π. Πατρώνου,
Ἡ χρονικὴ «στιγμὴ» τῆς θεοφάνειας
Οἱ Εὐαγγελιστὲς Ματθαῖος καὶ Μᾶρκος τοποθετοῦν «χρονικὰ» τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀμέσως μετὰ τὴν ἔξοδο τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη καὶ σὲ ἄμεση σχέση μὲ τή βάπτιση. Ὁ Λουκᾶς διαφοροποιεῖται κάπως στό σημεῖο αὐτὸ καὶ τοποθετεῖ τὸ «ἀνεωχθῆναι τὸν οὐρανὸν καὶ καταβῆναι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον… ἐπ’ αὐτὸν» (Λουκ. 3, 21-22) «λίγο ἀργότερα» καὶ μετὰ τὸ πέρας τῆς βάπτισης. Βέβαια, δέν φαίνεται νά τὸ θεωρεῖ σὰν ξεχωριστὸ γεγονός, ὅπως ἰσχυρίζονται πολλοί, γιά νά τονισθεῖ δῆθεν κάποια διάρκεια μεταξὺ βαπτίσματος καὶ «χρίσματος».
Μᾶς λέει συγκεκριμένα, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀμέσως μετὰ τή βάπτιση, ἢ καὶ κατὰ τή βάπτιση ἄρχισε νά προσεύχεται, καὶ τότε ἀκριβῶς συνέβη ἡ «κάθοδος» τοῦ Πνεύματος (Λουκ. 3,21). Κατὰ τὸν Λουκᾶ, ἑπομένως, ἔχουμε τὸ μεγάλο ἀποκαλυπτικὸ γεγονὸς καὶ τὴν πρώτη θεοφάνεια τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀμέσως μετὰ τή βάπτιση καὶ σὲ σχέση πάντοτε μὲ τή βάπτιση, καὶ μάλιστα σὲ ὥρα «προσευχῆς». Τότε ἔρχεται καὶ ἡ οὐράνια ἐπιβεβαιώση, ὅτι «οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὁ ἀγαπητὸς» (Ματθ. 3,17· Μάρκ. 1.11· Λουκ. 3,22) καὶ «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν. 1,34).
Ἡ ἐκδοχὴ γιά κάποια «διακρίση» τῶν γεγονότων στόν Λουκᾶ, θεωρεῖται ὡς ἡ πιθανότερη στούς περισσοτέρους μελετητές, ἰδιαίτερα σ’ ἐκείνους πού πιστεύουν ὅτι τὸ συγκεκριμένο γεγονὸς τῆς θεοφάνειας πρέπει νά ἔγινε ἀντιληπτὸ μόνο ἀπὸ τοὺς δύο πρωταγωνιστὲς τῆς ἱστορίας αὐτῆς, τὸν Ἰησοῦ καὶ τὸν Ἰωάννη, καὶ ὄχι ἀπὸ ὅλον τὸν παρευρισκόμενο τὴν ὥρα ἐκείνη λαό. Τὸ ὅτι καὶ ὁ Βαπτιστὴς ἀντελήφθη τὸ γεγονὸς αὐτὸ δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία. Τὸ μαρτυρεῖ ὁ ἴδιος προσωπικὰ καὶ μᾶς τὸ βεβαιώνει καὶ τὸ Δ΄ Εὐαγγέλιο: «Καὶ ἐμαρτύρησεν Ἰωάννης λέγων· ὅτι τεθέαμαι τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον ὡς περιστερὰν ἐξ οὐρανοῦ, καὶ ἔμεινεν ἐπ’ αὐτὸν» (Ἰωάν. 1,32). Βέβαια, σχετικὰ μὲ τὸ ἂν εἶδε ὁ παρευρισκόμενος λαὸς ὅλα αὐτὰ τὰ συμβαίνοντα θαυμαστὰ γεγονότα ἢ ἂν ἔμειναν ἐντελῶς ἀμέτοχοι οἱ πιὸ πολλοί, οἱ ἀπόψεις πολλῶν συγχρόνων ἑρμηνευτῶν διίστανται.
Ἡ ἀρχαία, ὅμως, ἐρμηνευτικὴ παράδοση, καθὼς καὶ ἡ ἀντίστοιχη ἐκκλησιαστικὴ καὶ λειτουργικὴ εἰκονογραφία, δέχονται τὸ γεγονὸς τῆς θεοφάνειας αὐτῆς νά συμβαίνει τή στιγμή τῆς βάπτισης καὶ ὄχι μετά, ὅπως ἀναφέρθηκε πιὸ πάνω. Καὶ μάλιστα νά γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ ὅλους τοὺς παρόντες καὶ ἀπὸ τὸ λαὸ τὸν ἴδιο. Ἡ ὑπογράμμιση ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη, ὅτι ὁ Ἰησοῦς μὲ τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς του ἦρθε «ἵνα φανερωθῇ τῷ Ἰσραὴλ» (Ἰωάν. 1,31), δίνει μία σαφῆ ἐκκλησιολογικὴ διάσταση στό γεγονὸς τῆς βάπτισης καὶ τῆς «καθόδου» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ μεσσιανικὴ ἰδιότητα τοῦ Ἰησοῦ εἶναι φυσικὸ νά μᾶς ὁδηγήσει πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς διεύρυνσης, καθ’ ὅσον πρὸς τὸ λαὸ αὐτὸ ὁ Κύριος θὰ ἀπευθύνει σὲ λίγο τὸ κήρυγμά του καὶ τὸ σωτηριολογικὸ του ἔργο. Δέν εἶναι, ἑπομένως, γεγονότα πού συντελοῦνται «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν».
Ἐάν, πράγματι, τὸ γεγονὸς τῆς θεοφάνειας συνέβη «ἀνοιχτὰ» καὶ δημόσια, τότε καὶ γιά μᾶς δέν ἀπομένει ἄλλο παρὰ ὁ δρόμος τῆς «ἐκκλησιολογικῆς» κατανόησης. Ἡ «ἰδιωτικὴ» καὶ προσωπικὴ κατανοήση τοῦ θαύματος αὐτοῦ καὶ κάθε θαυμαστοῦ γεγονότος τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ ἔχει τοὺς κινδύνους τῆς ἀμφισβητήσης καὶ τοῦ ἱστορικοῦ στοιχείου τῶν γεγονότων. Πιστεύουμε δέ, ὅτι ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ δέν ἔρχεται σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴν εὐαγγελικὴ παράδοση, τουλάχιστον ὅπως διατυπώνεται ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστῆ Λουκᾷ (Λουκ. 3,21-22).
Ὁ Ἰησοῦς, κατὰ τὴν ὥρα τῆς βάπτισής του, δέν εἶναι ἀπίθανο καὶ νά προσευχόταν συγχρόνως. Ἡ φράση τοῦ Λουκᾶ, «τοῦ Ἰησοῦ βαπτισθέντος καὶ προσευχομένου» (Λουκ. 3,2Ι), εἶναι εὐκολότερο νά ἐκληφθεῖ ὅτι φανερώνει δύο ἐνέργειες μέσα στό ἴδιο γεγονός, παρὰ ὡς ἐκδηλώσεις δύο διαφορῶν μεταξὺ τῶν γεγονότων, σὲ διαφορετικὲς μάλιστα χρονικὲς στιγμές. Ἡ συνέχεια τοῦ κειμένου στό Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ, περὶ τοῦ «ἀνεωχθῆναι τὸν οὐρανὸν καὶ καταβῆναι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον» κατὰ τή διάρκεια τῆς βάπτισης, πιθανῶς καὶ τοῦ Ἰησοῦ «προσευχομένου», συνηγορεῖ μᾶλλον πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή. Δέν πρόκειται, λοιπόν, ἐδῶ γιά δύο διαφορετικὰ γεγονότα, τῆς βάπτισης ἀπὸ τή μία καὶ τῆς προσευχῆς ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἀλλὰ γιά ἕνα πού μᾶς συνδέει ὀργανικὰ καὶ μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ὡς Μυστηρίου «ὕδατος» ἀλλὰ καὶ «πνεύματος» συγχρόνως.
Πάντως, τὸ κεντρικὸ γεγονὸς τῆς βάπτισης τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη ἐπισφραγίζεται μὲ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σὲ ὥρα προσδοκίας καὶ προσευχῆς, ὥρα «μυστηριακὴ», ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα, ὁπότε ἔχουμε καὶ τὴν ἐπιβεβαιώση καὶ διακηρύξη ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν οὐράνιο Πατέρα γιά τή θεία υἱότητα τοῦ ἀπεσταλμένου τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἔλευση τοῦ Πνεύματος τή στιγμή ἐκείνη τῆς βάπτισης ἐπάνω στόν Ἰησοῦ εἶναι μία πρόσθετη μεσσιανολογικὴ ἀπόδειξη, ὄχι μόνο γιά τὸν Ἰωάννη καὶ τοὺς μαθητὲς του, ἀλλὰ καὶ για τὸ λαό.
Γνωρίζουμε δὲ ὅτι ἡ «ἔκχυση» τοῦ Πνεύματος κατανοήθηκε ἐσχατολογικὰ καὶ μεσσιανολογικὰ καὶ ἀπὸ τοὺς μεγάλους Προφῆτες τοῦ παρελθόντος (βλ. Ἡσ. 11,2• 42,1• 61,1 κ.α.). Ἀλλὰ καὶ «ἐκκλησιολογικὰ» ἔχουμε ἐδῶ ἕνα εἶδος προαγγελίας τῆς Πεντηκοστῆς, ἀφοῦ ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θὰ εἶναι γιά τὴν Ἐκκλησία τὸ βασικότερο γεγονὸς γιά τὴν ἴδια τὴν «ἵδρυσή» της καὶ «σημεῖο» ἔνταξης σ’ αὐτὴν κάθε νέου μέλους μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος (Πράξ. 1,5• 11,16 – Ἐφεσ. 5,25 ἐξ. Τίτ. 3,5 ἐξ.).
Ἡ κάθοδος τοῦ Πνεύματος ὑπὸ μορφὴν «περιστερὰς»
Μία ἄλλη ἐρμηνευτικὴ δυσκολία εἶναι κι ἐκείνη τῆς «μορφῆς» μὲ τὴν ὁποία παρουσιάσθηκε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια μιλοῦν ἐδῶ μὲ τή «συμβολική» γλῶσσα τῆς βιβλικῆς προτύπωσης, ἀναφέροντας τὴν «περιστερὰν» καὶ χρησιμοποιώντας τοὺς ῥηματικοὺς τύπους «καταβαῖνον» (Ματθ. 3, 16, Μάρκ. 1,10• Ἰωάν. 1,32) ἢ «καταβῆναι» (Λουκ. 3,21). Καὶ ὁ μὲν Ματθαῖος συμπληρώνει τὴν περιγραφὴ μὲ τή διατύπωση «καὶ ἐρχόμενον ἐπ’ αὐτόν», ὁ δὲ Ἰωάννης μὲ τὸ «καὶ ἔμεινεν ἐπ’ αὐτόν». Ὅλες δὲ οἱ διατυπώσεις αὐτές, ἀσφαλῶς ὑπονοοῦν κάποια πραγματικὴ «κάθοδο» ἑνὸς ἀντικειμενικοῦ «φαινομένου».
Οἱ Εὐαγγελιστὲς ὅλοι εἶναι σαφεῖς στό σημεῖο αὐτό, ὅτι δηλαδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατέρχεται «ἄνωθεν» καὶ ὑπὸ μορφὴν περιστερᾶς. Οἱ φράσεις «ὡσεὶ περιστερὰν» (Ματθ. 3,16), ἢ «ὡς περιστερὰν» (Μάρκ. 1,10• Λουκ. 3,22) φανερώνουν δύο πράγματα: πρῶτον, ὅτι ἐδῶ ἔχουμε πραγματικὸ καὶ ὄχι φανταστικὸ γεγονὸς καὶ δεύτερον, ὅτι ἡ «περιστερὰ» ἀνήκει στή βιβλικὴ «συμβολική» γλῶσσα καὶ ὄχι στόν κόσμο τῶν φαινομένων. Αὐτό πού «κατέρχεται» καὶ «κάθεται» στήν κεφαλὴ τοῦ Ἰησοῦ ὁμοιάζει μὲ «περιστερὰ» («ὡσεὶ περιστερὰν») καὶ δέν εἶναι μία πραγματικὴ περιστερὰ τοῦ ζωικοῦ κόσμου.
Ἀλλά, τὶ σημαίνει αὐτὴ ἡ συμβολικὴ μορφὴ τῆς «περιστερᾶς» καὶ γιατὶ ἡ φανέρωση τοῦ Πνεύματος περιγράφεται ἐδῶ μὲ τή μορφή αὐτή; Αὐτὴ ἡ συμβολικὴ καὶ βιβλικὴ «εἰκόνα» ὑποδήλωνε ταυτόχρονα καὶ κάποια «σωματικὴ» ὀντότητα; Τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ τίθενται ἐδῶ ἐξαιτίας μιᾶς ἐπεξηγηματικῆς διατύπωσης πού ὑπάρχει στήν εὐαγγελικὴ διηγήση τοῦ Λουκᾶ καί πού ἀναφέρει συγκεκριμένα τὴν ὄντως περιέργη φράση: «καὶ καταβῆναι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σωματικῷ εἴδει ὡσεὶ περιστερὰν ἐπ’ αὐτὸν» (Λουκ. 3,22). Πράγματι, μὲ ποία ἔννοια τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατέρχεται «σωματικῷ εἴδει» καὶ πῶς μπορεῖ να κατανοηθεῖ ἡ διατύπωση αὐτὴ σήμερα ἀπὸ ἐμᾶς; Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει νά δοῦμε, πῶς ἀποδίδεται ἡ φράσῃ αὐτὴ μεταφραστικὰ ἀπὸ τὶς διάφορες σύγχρονες μεταγλωττίσεις τῆς Καινῆς Διαθήκης στή νεοελληνικὴ καὶ δημοτικὴ γλῶσσα.
Κατὰ χρονολογικὴ σειρὰ ἔχουμε τίς ἑξῆς βασικότερες νεοελληνικὲς μεταφράσεις, ποὺ ἀποδίδουν τὸ σχετικὸ στίχο πού μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ (Λουκ. 3,22) σχεδὸν πανομοιότυπα: «καὶ νά καταβεῖ ἐπάνω του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον ἐνεφανίσθη μὲ σχῆμα καὶ εἶδος ἐξωτερικὸν καὶ σωματικόν, ποὺ ὡμοίαζε πρὸς περιστεράν, χωρὶς ὅμως καὶ νά εἶναι πραγματικὴ περιστερὰ» (Τρεμπέλας)• «καὶ κατέβηκε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο μὲ μορφὴν ἐξωτερικὴν καὶ σωματικήν πού ἔμοιαζε πρὸς περιστερὰν» (Κολιτσάρας)• «καὶ κατέβηκε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπάνω του ὑπὸ σωματικὴν μορφὴν σὰν περιστερὰ» (Βέλλας)• «καὶ κατέβηκε σ’ αὐτὸν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ ὁρατὴ μορφή, σὰν περιστέρι» (τῶν «ἕξι»).
Τὸ συμπέρασμα πού βγαίνει ἀπὸ ὅλες αὐτές τίς μεταφραστικὲς προσπάθειες εἶναι, ὅτι ἡ διατύπωση «σωματικῷ εἴδει» ἔχει ὡς σκοπὸ νά τονίσει κυρίως τὴν «ὁρατὴ» καὶ πραγματικὴ ἱστορικὴ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὄχι τὴν κάθοδο κάποιας «σωματικῆς» καὶ πραγματικῆς περιστερᾶς. Ἔτσι ἀναιρεῖται συγχρόνως καὶ κάθε μυθικὴ ἔννοια, προερχομένη ἀπὸ ὁποιαδήποτε «πνευματοκρατικὴ» ἑρμηνεία, ὅπως θέλησαν νά δοῦν τή φράση αὐτή πολλοὶ φιλελεύθεροι σύγχρονοι δυτικοὶ ἑρμηνευτές.
Βέβαια, πολλοὶ ἀρχαῖοι ἀλλὰ καὶ νεώτεροι ἑρμηνευτὲς καὶ ὑπομνηματιστὲς ἔχουν συσχετίσει τή «σωματική» αὐτή ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὸ αἰώνιο «σύμβολο τῆς εἰρήνης» πού εἶναι ἡ περιστερά, γιά νά τονίσουν ἰδιαίτερα, γιά λόγους καθαρὰ πνευματικούς, τὴν πραγματοποίηση τῆς συμφιλίωσης στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας καὶ τὴν ἀναίρεση τῆς «ἔχθρας» πού ὑπῆρχε μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ. Ἡ περίοδος τῆς ἀπάρνησης τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου πού κατέληξε στόν κατακλυσμὸ τοῦ Νῶε καὶ τὴν καταστροφὴ τῆς ἀνθρωπότητας, ἔληξε μὲ τὴν ἐμφάνιση μιᾶς περιστερᾶς. Καὶ ὅπως ἡ περιστερὰ τότε ἔφερε τὸ καλὸ μήνυμα στόν κόσμο τῆς κιβωτοῦ γιά τή σωτηρία (Γεν. 8,8-12), ἔτσι καὶ τώρα μία ἄλλῃ «περιστερὰ» ἀναγγέλλει στόν κόσμο τῶν ἀνθρώπων τή σωτηρία καὶ τὴν ἔλευση στήν ἀνθρωπότητα τοῦ λυτρωτῆ καὶ σωτήρα Χριστοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία, ὡς μία νέα κιβωτός, θὰ ἐκφράσει συγκεκριμένα στήν ἱστορία τή νέα συμφιλίωση οὐρανοῦ καὶ γῆς, ποὺ ἄρχισε μὲ τή σάρκωση τοῦ Λόγου καὶ φανερώθηκε κατὰ τρόπο «ὁρατὸ» καὶ «σωματικὸ» στό γεγονὸς τῆς βάπτισης τοῦ Ἰησοῦ στά νερὰ τοῦ Ἰορδάνη. Ὁ ἄγγελος στήν ἐνάρξη αὐτῆς τῆς ἱστορίας καὶ κατὰ τή στιγμή τῆς γεννήσης τοῦ Ἰησοῦ εἶχε ἀναγγείλει τὴν κάθοδο «ἐπὶ γῆς» τῆς εἰρήνης. Καὶ τώρα ἡ «περιστερὰ» ἔρχεται ὡς τὸ «σύμβολο» τῆς εἰρήνης νά ἐπιβεβαιώσει τὴν ἀλήθεια ἐκείνη καὶ νά ἀναγγείλει τὴν ἐνάρξη τῆς νέας καὶ ἐσχατολογικῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (βλ. Ἰωὴλ 2,28-32• Πράξ. 2,17-20). Ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἡ μεγάλη ἐγγυήση γιά τὴν ἐγκαθιδρύση τῆς εἰρήνης στόν κόσμο, μὲ μία ἔννοια καθαρὰ σωτηριολογικὴ ἀλλὰ καὶ ἐσχατολογική. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ κύριος φορέας αὐτῆς τῆς εἰρήνης, μὲ κέντρο ἀναφορᾶς τὴν ἐσχατολογικὴ πραγματικότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔρχεται μὲ τὴν παρουσία του νά ἐγκαινιάσει στόν παρόντα ἱστορικὸ μας κόσμο.
Ὅλα αὐτὰ εἶναι, ἀσφαλῶς, τρόποι προσέγγισης καὶ ἑρμηνείας ἑνὸς βιβλικοῦ γεγονότος. Ἄλλους ἱκανοποιοῦν καὶ ἄλλους ἴσως ὄχι. Πιστεύουμε δέ, ὅτι καμιὰ ἑρμηνεία δέν εἶναι δυνατὸ νά γίνει ἀποδεκτὴ ἀπὸ ὅλους καὶ σὲ ὅλες τίς ἐποχές. Αὐτὸ μόνο πού μπορεῖ νά τονίσει κανεὶς ἐδῶ μὲ βεβαιότητα εἶναι, ὅτι τὸ «σύμβολο» τῆς περιστερᾶς διεδραμάτισε ἕνα σημαντικὸ ῥόλο στή βιβλικὴ γλῶσσα καὶ σὲ ὅλες τίς παραδόσεις τῆς ἰουδαϊκῆς γραμματείας. Ὑπενθυμίζουμε ἰδιαίτερα τὴν περίπτωση ἐκείνη, ὅταν ἡ Παλαιὰ Διαθήκη θέλησε νά παραστήσει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά «ἐπιφέρεται ἐπάνω τοῦ ὕδατος» καὶ νά ὑποδηλώνει μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τή γέννηση καὶ τή δημιουργία τοῦ κόσμου (Γεν.1,2). Μὲ ἀφορμὴ αὐτὴ τὴν εἰκόνα, ἰσχυρίζονται πολλοί, ὅτι κι ἐδῶ ἔχουμε κάτι ἀνάλογο, τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὑπὸ τή μορφή τῆς περιστερᾶς τή στιγμή τῆς βάπτισης τοῦ Ἰησοῦ στά νερὰ τοῦ Ἰορδάνη, ὅπου ἔρχεται νά ὑποδηλώσει καὶ νά φανερώσει μία νέα πραγματικότητα πού ἤδη τώρα ἀρχίζει νά διαφαίνεται καθαρότερα καί πού σημαίνει τὴν ἀρχὴ μιᾶς νέας καὶ ἐσχατολογικῆς δημιουργίας. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς κιβωτὸς καὶ νέα Δημιουργία, συνδέει αὐτές τίς δύο συμβολικὲς παραστάσεις τῆς ἰουδαϊκῆς καὶ τῆς χριστιανικῆς παράδοσης, στή δικὴ της ἱστορικὴ πραγματικότητα πού τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐγκαινίασε στόν κόσμο τοῦ παρόντος.
Ἀπό τό βιβλίο:
«Ἡ ἱστορικὴ πορεία τοῦ Ἰησοῦ», ἐκδ. Δόμος, σ. 245-251
Ἡ χρονικὴ «στιγμὴ» τῆς θεοφάνειας
Οἱ Εὐαγγελιστὲς Ματθαῖος καὶ Μᾶρκος τοποθετοῦν «χρονικὰ» τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀμέσως μετὰ τὴν ἔξοδο τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη καὶ σὲ ἄμεση σχέση μὲ τή βάπτιση. Ὁ Λουκᾶς διαφοροποιεῖται κάπως στό σημεῖο αὐτὸ καὶ τοποθετεῖ τὸ «ἀνεωχθῆναι τὸν οὐρανὸν καὶ καταβῆναι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον… ἐπ’ αὐτὸν» (Λουκ. 3, 21-22) «λίγο ἀργότερα» καὶ μετὰ τὸ πέρας τῆς βάπτισης. Βέβαια, δέν φαίνεται νά τὸ θεωρεῖ σὰν ξεχωριστὸ γεγονός, ὅπως ἰσχυρίζονται πολλοί, γιά νά τονισθεῖ δῆθεν κάποια διάρκεια μεταξὺ βαπτίσματος καὶ «χρίσματος».
Μᾶς λέει συγκεκριμένα, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀμέσως μετὰ τή βάπτιση, ἢ καὶ κατὰ τή βάπτιση ἄρχισε νά προσεύχεται, καὶ τότε ἀκριβῶς συνέβη ἡ «κάθοδος» τοῦ Πνεύματος (Λουκ. 3,21). Κατὰ τὸν Λουκᾶ, ἑπομένως, ἔχουμε τὸ μεγάλο ἀποκαλυπτικὸ γεγονὸς καὶ τὴν πρώτη θεοφάνεια τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀμέσως μετὰ τή βάπτιση καὶ σὲ σχέση πάντοτε μὲ τή βάπτιση, καὶ μάλιστα σὲ ὥρα «προσευχῆς». Τότε ἔρχεται καὶ ἡ οὐράνια ἐπιβεβαιώση, ὅτι «οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὁ ἀγαπητὸς» (Ματθ. 3,17· Μάρκ. 1.11· Λουκ. 3,22) καὶ «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν. 1,34).
Ἡ ἐκδοχὴ γιά κάποια «διακρίση» τῶν γεγονότων στόν Λουκᾶ, θεωρεῖται ὡς ἡ πιθανότερη στούς περισσοτέρους μελετητές, ἰδιαίτερα σ’ ἐκείνους πού πιστεύουν ὅτι τὸ συγκεκριμένο γεγονὸς τῆς θεοφάνειας πρέπει νά ἔγινε ἀντιληπτὸ μόνο ἀπὸ τοὺς δύο πρωταγωνιστὲς τῆς ἱστορίας αὐτῆς, τὸν Ἰησοῦ καὶ τὸν Ἰωάννη, καὶ ὄχι ἀπὸ ὅλον τὸν παρευρισκόμενο τὴν ὥρα ἐκείνη λαό. Τὸ ὅτι καὶ ὁ Βαπτιστὴς ἀντελήφθη τὸ γεγονὸς αὐτὸ δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία. Τὸ μαρτυρεῖ ὁ ἴδιος προσωπικὰ καὶ μᾶς τὸ βεβαιώνει καὶ τὸ Δ΄ Εὐαγγέλιο: «Καὶ ἐμαρτύρησεν Ἰωάννης λέγων· ὅτι τεθέαμαι τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον ὡς περιστερὰν ἐξ οὐρανοῦ, καὶ ἔμεινεν ἐπ’ αὐτὸν» (Ἰωάν. 1,32). Βέβαια, σχετικὰ μὲ τὸ ἂν εἶδε ὁ παρευρισκόμενος λαὸς ὅλα αὐτὰ τὰ συμβαίνοντα θαυμαστὰ γεγονότα ἢ ἂν ἔμειναν ἐντελῶς ἀμέτοχοι οἱ πιὸ πολλοί, οἱ ἀπόψεις πολλῶν συγχρόνων ἑρμηνευτῶν διίστανται.
Ἡ ἀρχαία, ὅμως, ἐρμηνευτικὴ παράδοση, καθὼς καὶ ἡ ἀντίστοιχη ἐκκλησιαστικὴ καὶ λειτουργικὴ εἰκονογραφία, δέχονται τὸ γεγονὸς τῆς θεοφάνειας αὐτῆς νά συμβαίνει τή στιγμή τῆς βάπτισης καὶ ὄχι μετά, ὅπως ἀναφέρθηκε πιὸ πάνω. Καὶ μάλιστα νά γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ ὅλους τοὺς παρόντες καὶ ἀπὸ τὸ λαὸ τὸν ἴδιο. Ἡ ὑπογράμμιση ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη, ὅτι ὁ Ἰησοῦς μὲ τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς του ἦρθε «ἵνα φανερωθῇ τῷ Ἰσραὴλ» (Ἰωάν. 1,31), δίνει μία σαφῆ ἐκκλησιολογικὴ διάσταση στό γεγονὸς τῆς βάπτισης καὶ τῆς «καθόδου» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ μεσσιανικὴ ἰδιότητα τοῦ Ἰησοῦ εἶναι φυσικὸ νά μᾶς ὁδηγήσει πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς διεύρυνσης, καθ’ ὅσον πρὸς τὸ λαὸ αὐτὸ ὁ Κύριος θὰ ἀπευθύνει σὲ λίγο τὸ κήρυγμά του καὶ τὸ σωτηριολογικὸ του ἔργο. Δέν εἶναι, ἑπομένως, γεγονότα πού συντελοῦνται «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν».
Ἐάν, πράγματι, τὸ γεγονὸς τῆς θεοφάνειας συνέβη «ἀνοιχτὰ» καὶ δημόσια, τότε καὶ γιά μᾶς δέν ἀπομένει ἄλλο παρὰ ὁ δρόμος τῆς «ἐκκλησιολογικῆς» κατανόησης. Ἡ «ἰδιωτικὴ» καὶ προσωπικὴ κατανοήση τοῦ θαύματος αὐτοῦ καὶ κάθε θαυμαστοῦ γεγονότος τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ ἔχει τοὺς κινδύνους τῆς ἀμφισβητήσης καὶ τοῦ ἱστορικοῦ στοιχείου τῶν γεγονότων. Πιστεύουμε δέ, ὅτι ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ δέν ἔρχεται σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴν εὐαγγελικὴ παράδοση, τουλάχιστον ὅπως διατυπώνεται ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστῆ Λουκᾷ (Λουκ. 3,21-22).
Ὁ Ἰησοῦς, κατὰ τὴν ὥρα τῆς βάπτισής του, δέν εἶναι ἀπίθανο καὶ νά προσευχόταν συγχρόνως. Ἡ φράση τοῦ Λουκᾶ, «τοῦ Ἰησοῦ βαπτισθέντος καὶ προσευχομένου» (Λουκ. 3,2Ι), εἶναι εὐκολότερο νά ἐκληφθεῖ ὅτι φανερώνει δύο ἐνέργειες μέσα στό ἴδιο γεγονός, παρὰ ὡς ἐκδηλώσεις δύο διαφορῶν μεταξὺ τῶν γεγονότων, σὲ διαφορετικὲς μάλιστα χρονικὲς στιγμές. Ἡ συνέχεια τοῦ κειμένου στό Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ, περὶ τοῦ «ἀνεωχθῆναι τὸν οὐρανὸν καὶ καταβῆναι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον» κατὰ τή διάρκεια τῆς βάπτισης, πιθανῶς καὶ τοῦ Ἰησοῦ «προσευχομένου», συνηγορεῖ μᾶλλον πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή. Δέν πρόκειται, λοιπόν, ἐδῶ γιά δύο διαφορετικὰ γεγονότα, τῆς βάπτισης ἀπὸ τή μία καὶ τῆς προσευχῆς ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἀλλὰ γιά ἕνα πού μᾶς συνδέει ὀργανικὰ καὶ μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ὡς Μυστηρίου «ὕδατος» ἀλλὰ καὶ «πνεύματος» συγχρόνως.
Πάντως, τὸ κεντρικὸ γεγονὸς τῆς βάπτισης τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη ἐπισφραγίζεται μὲ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σὲ ὥρα προσδοκίας καὶ προσευχῆς, ὥρα «μυστηριακὴ», ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα, ὁπότε ἔχουμε καὶ τὴν ἐπιβεβαιώση καὶ διακηρύξη ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν οὐράνιο Πατέρα γιά τή θεία υἱότητα τοῦ ἀπεσταλμένου τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἔλευση τοῦ Πνεύματος τή στιγμή ἐκείνη τῆς βάπτισης ἐπάνω στόν Ἰησοῦ εἶναι μία πρόσθετη μεσσιανολογικὴ ἀπόδειξη, ὄχι μόνο γιά τὸν Ἰωάννη καὶ τοὺς μαθητὲς του, ἀλλὰ καὶ για τὸ λαό.
Γνωρίζουμε δὲ ὅτι ἡ «ἔκχυση» τοῦ Πνεύματος κατανοήθηκε ἐσχατολογικὰ καὶ μεσσιανολογικὰ καὶ ἀπὸ τοὺς μεγάλους Προφῆτες τοῦ παρελθόντος (βλ. Ἡσ. 11,2• 42,1• 61,1 κ.α.). Ἀλλὰ καὶ «ἐκκλησιολογικὰ» ἔχουμε ἐδῶ ἕνα εἶδος προαγγελίας τῆς Πεντηκοστῆς, ἀφοῦ ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θὰ εἶναι γιά τὴν Ἐκκλησία τὸ βασικότερο γεγονὸς γιά τὴν ἴδια τὴν «ἵδρυσή» της καὶ «σημεῖο» ἔνταξης σ’ αὐτὴν κάθε νέου μέλους μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος (Πράξ. 1,5• 11,16 – Ἐφεσ. 5,25 ἐξ. Τίτ. 3,5 ἐξ.).
Ἡ κάθοδος τοῦ Πνεύματος ὑπὸ μορφὴν «περιστερὰς»
Μία ἄλλη ἐρμηνευτικὴ δυσκολία εἶναι κι ἐκείνη τῆς «μορφῆς» μὲ τὴν ὁποία παρουσιάσθηκε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια μιλοῦν ἐδῶ μὲ τή «συμβολική» γλῶσσα τῆς βιβλικῆς προτύπωσης, ἀναφέροντας τὴν «περιστερὰν» καὶ χρησιμοποιώντας τοὺς ῥηματικοὺς τύπους «καταβαῖνον» (Ματθ. 3, 16, Μάρκ. 1,10• Ἰωάν. 1,32) ἢ «καταβῆναι» (Λουκ. 3,21). Καὶ ὁ μὲν Ματθαῖος συμπληρώνει τὴν περιγραφὴ μὲ τή διατύπωση «καὶ ἐρχόμενον ἐπ’ αὐτόν», ὁ δὲ Ἰωάννης μὲ τὸ «καὶ ἔμεινεν ἐπ’ αὐτόν». Ὅλες δὲ οἱ διατυπώσεις αὐτές, ἀσφαλῶς ὑπονοοῦν κάποια πραγματικὴ «κάθοδο» ἑνὸς ἀντικειμενικοῦ «φαινομένου».
Οἱ Εὐαγγελιστὲς ὅλοι εἶναι σαφεῖς στό σημεῖο αὐτό, ὅτι δηλαδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατέρχεται «ἄνωθεν» καὶ ὑπὸ μορφὴν περιστερᾶς. Οἱ φράσεις «ὡσεὶ περιστερὰν» (Ματθ. 3,16), ἢ «ὡς περιστερὰν» (Μάρκ. 1,10• Λουκ. 3,22) φανερώνουν δύο πράγματα: πρῶτον, ὅτι ἐδῶ ἔχουμε πραγματικὸ καὶ ὄχι φανταστικὸ γεγονὸς καὶ δεύτερον, ὅτι ἡ «περιστερὰ» ἀνήκει στή βιβλικὴ «συμβολική» γλῶσσα καὶ ὄχι στόν κόσμο τῶν φαινομένων. Αὐτό πού «κατέρχεται» καὶ «κάθεται» στήν κεφαλὴ τοῦ Ἰησοῦ ὁμοιάζει μὲ «περιστερὰ» («ὡσεὶ περιστερὰν») καὶ δέν εἶναι μία πραγματικὴ περιστερὰ τοῦ ζωικοῦ κόσμου.
Ἀλλά, τὶ σημαίνει αὐτὴ ἡ συμβολικὴ μορφὴ τῆς «περιστερᾶς» καὶ γιατὶ ἡ φανέρωση τοῦ Πνεύματος περιγράφεται ἐδῶ μὲ τή μορφή αὐτή; Αὐτὴ ἡ συμβολικὴ καὶ βιβλικὴ «εἰκόνα» ὑποδήλωνε ταυτόχρονα καὶ κάποια «σωματικὴ» ὀντότητα; Τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ τίθενται ἐδῶ ἐξαιτίας μιᾶς ἐπεξηγηματικῆς διατύπωσης πού ὑπάρχει στήν εὐαγγελικὴ διηγήση τοῦ Λουκᾶ καί πού ἀναφέρει συγκεκριμένα τὴν ὄντως περιέργη φράση: «καὶ καταβῆναι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σωματικῷ εἴδει ὡσεὶ περιστερὰν ἐπ’ αὐτὸν» (Λουκ. 3,22). Πράγματι, μὲ ποία ἔννοια τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατέρχεται «σωματικῷ εἴδει» καὶ πῶς μπορεῖ να κατανοηθεῖ ἡ διατύπωση αὐτὴ σήμερα ἀπὸ ἐμᾶς; Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει νά δοῦμε, πῶς ἀποδίδεται ἡ φράσῃ αὐτὴ μεταφραστικὰ ἀπὸ τὶς διάφορες σύγχρονες μεταγλωττίσεις τῆς Καινῆς Διαθήκης στή νεοελληνικὴ καὶ δημοτικὴ γλῶσσα.
Κατὰ χρονολογικὴ σειρὰ ἔχουμε τίς ἑξῆς βασικότερες νεοελληνικὲς μεταφράσεις, ποὺ ἀποδίδουν τὸ σχετικὸ στίχο πού μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ (Λουκ. 3,22) σχεδὸν πανομοιότυπα: «καὶ νά καταβεῖ ἐπάνω του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον ἐνεφανίσθη μὲ σχῆμα καὶ εἶδος ἐξωτερικὸν καὶ σωματικόν, ποὺ ὡμοίαζε πρὸς περιστεράν, χωρὶς ὅμως καὶ νά εἶναι πραγματικὴ περιστερὰ» (Τρεμπέλας)• «καὶ κατέβηκε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο μὲ μορφὴν ἐξωτερικὴν καὶ σωματικήν πού ἔμοιαζε πρὸς περιστερὰν» (Κολιτσάρας)• «καὶ κατέβηκε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπάνω του ὑπὸ σωματικὴν μορφὴν σὰν περιστερὰ» (Βέλλας)• «καὶ κατέβηκε σ’ αὐτὸν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ ὁρατὴ μορφή, σὰν περιστέρι» (τῶν «ἕξι»).
Τὸ συμπέρασμα πού βγαίνει ἀπὸ ὅλες αὐτές τίς μεταφραστικὲς προσπάθειες εἶναι, ὅτι ἡ διατύπωση «σωματικῷ εἴδει» ἔχει ὡς σκοπὸ νά τονίσει κυρίως τὴν «ὁρατὴ» καὶ πραγματικὴ ἱστορικὴ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὄχι τὴν κάθοδο κάποιας «σωματικῆς» καὶ πραγματικῆς περιστερᾶς. Ἔτσι ἀναιρεῖται συγχρόνως καὶ κάθε μυθικὴ ἔννοια, προερχομένη ἀπὸ ὁποιαδήποτε «πνευματοκρατικὴ» ἑρμηνεία, ὅπως θέλησαν νά δοῦν τή φράση αὐτή πολλοὶ φιλελεύθεροι σύγχρονοι δυτικοὶ ἑρμηνευτές.
Βέβαια, πολλοὶ ἀρχαῖοι ἀλλὰ καὶ νεώτεροι ἑρμηνευτὲς καὶ ὑπομνηματιστὲς ἔχουν συσχετίσει τή «σωματική» αὐτή ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὸ αἰώνιο «σύμβολο τῆς εἰρήνης» πού εἶναι ἡ περιστερά, γιά νά τονίσουν ἰδιαίτερα, γιά λόγους καθαρὰ πνευματικούς, τὴν πραγματοποίηση τῆς συμφιλίωσης στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας καὶ τὴν ἀναίρεση τῆς «ἔχθρας» πού ὑπῆρχε μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ. Ἡ περίοδος τῆς ἀπάρνησης τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου πού κατέληξε στόν κατακλυσμὸ τοῦ Νῶε καὶ τὴν καταστροφὴ τῆς ἀνθρωπότητας, ἔληξε μὲ τὴν ἐμφάνιση μιᾶς περιστερᾶς. Καὶ ὅπως ἡ περιστερὰ τότε ἔφερε τὸ καλὸ μήνυμα στόν κόσμο τῆς κιβωτοῦ γιά τή σωτηρία (Γεν. 8,8-12), ἔτσι καὶ τώρα μία ἄλλῃ «περιστερὰ» ἀναγγέλλει στόν κόσμο τῶν ἀνθρώπων τή σωτηρία καὶ τὴν ἔλευση στήν ἀνθρωπότητα τοῦ λυτρωτῆ καὶ σωτήρα Χριστοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία, ὡς μία νέα κιβωτός, θὰ ἐκφράσει συγκεκριμένα στήν ἱστορία τή νέα συμφιλίωση οὐρανοῦ καὶ γῆς, ποὺ ἄρχισε μὲ τή σάρκωση τοῦ Λόγου καὶ φανερώθηκε κατὰ τρόπο «ὁρατὸ» καὶ «σωματικὸ» στό γεγονὸς τῆς βάπτισης τοῦ Ἰησοῦ στά νερὰ τοῦ Ἰορδάνη. Ὁ ἄγγελος στήν ἐνάρξη αὐτῆς τῆς ἱστορίας καὶ κατὰ τή στιγμή τῆς γεννήσης τοῦ Ἰησοῦ εἶχε ἀναγγείλει τὴν κάθοδο «ἐπὶ γῆς» τῆς εἰρήνης. Καὶ τώρα ἡ «περιστερὰ» ἔρχεται ὡς τὸ «σύμβολο» τῆς εἰρήνης νά ἐπιβεβαιώσει τὴν ἀλήθεια ἐκείνη καὶ νά ἀναγγείλει τὴν ἐνάρξη τῆς νέας καὶ ἐσχατολογικῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (βλ. Ἰωὴλ 2,28-32• Πράξ. 2,17-20). Ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἡ μεγάλη ἐγγυήση γιά τὴν ἐγκαθιδρύση τῆς εἰρήνης στόν κόσμο, μὲ μία ἔννοια καθαρὰ σωτηριολογικὴ ἀλλὰ καὶ ἐσχατολογική. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ κύριος φορέας αὐτῆς τῆς εἰρήνης, μὲ κέντρο ἀναφορᾶς τὴν ἐσχατολογικὴ πραγματικότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔρχεται μὲ τὴν παρουσία του νά ἐγκαινιάσει στόν παρόντα ἱστορικὸ μας κόσμο.
Ὅλα αὐτὰ εἶναι, ἀσφαλῶς, τρόποι προσέγγισης καὶ ἑρμηνείας ἑνὸς βιβλικοῦ γεγονότος. Ἄλλους ἱκανοποιοῦν καὶ ἄλλους ἴσως ὄχι. Πιστεύουμε δέ, ὅτι καμιὰ ἑρμηνεία δέν εἶναι δυνατὸ νά γίνει ἀποδεκτὴ ἀπὸ ὅλους καὶ σὲ ὅλες τίς ἐποχές. Αὐτὸ μόνο πού μπορεῖ νά τονίσει κανεὶς ἐδῶ μὲ βεβαιότητα εἶναι, ὅτι τὸ «σύμβολο» τῆς περιστερᾶς διεδραμάτισε ἕνα σημαντικὸ ῥόλο στή βιβλικὴ γλῶσσα καὶ σὲ ὅλες τίς παραδόσεις τῆς ἰουδαϊκῆς γραμματείας. Ὑπενθυμίζουμε ἰδιαίτερα τὴν περίπτωση ἐκείνη, ὅταν ἡ Παλαιὰ Διαθήκη θέλησε νά παραστήσει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά «ἐπιφέρεται ἐπάνω τοῦ ὕδατος» καὶ νά ὑποδηλώνει μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τή γέννηση καὶ τή δημιουργία τοῦ κόσμου (Γεν.1,2). Μὲ ἀφορμὴ αὐτὴ τὴν εἰκόνα, ἰσχυρίζονται πολλοί, ὅτι κι ἐδῶ ἔχουμε κάτι ἀνάλογο, τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὑπὸ τή μορφή τῆς περιστερᾶς τή στιγμή τῆς βάπτισης τοῦ Ἰησοῦ στά νερὰ τοῦ Ἰορδάνη, ὅπου ἔρχεται νά ὑποδηλώσει καὶ νά φανερώσει μία νέα πραγματικότητα πού ἤδη τώρα ἀρχίζει νά διαφαίνεται καθαρότερα καί πού σημαίνει τὴν ἀρχὴ μιᾶς νέας καὶ ἐσχατολογικῆς δημιουργίας. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς κιβωτὸς καὶ νέα Δημιουργία, συνδέει αὐτές τίς δύο συμβολικὲς παραστάσεις τῆς ἰουδαϊκῆς καὶ τῆς χριστιανικῆς παράδοσης, στή δικὴ της ἱστορικὴ πραγματικότητα πού τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐγκαινίασε στόν κόσμο τοῦ παρόντος.
Ἀπό τό βιβλίο:
«Ἡ ἱστορικὴ πορεία τοῦ Ἰησοῦ», ἐκδ. Δόμος, σ. 245-251
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου