Κυριακή 1 Ιουλίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Γιά τή θεραπεία δύο δαιμονισμένων ἀνθρώπων μᾶς μίλησε σήμερα τό Ἱερό Εὐαγγέλιο. Στήν ἀνατολική ὄχθη τῆς λίμνης Γεννησαρέτ ὑπῆρχε μιά πόλη πού λεγόταν Γέργεσα. Οἱ ἄνθρωποι τῆς πόλεως αὐτῆς ἦταν βυθισμένοι στήν ὕλη καί στήν παρανομία. Μιά εἰκόνα τῶν ἀνθρώπων τῆς περιοχῆς αὐτῆς ἦταν οἱ δύο δαιμονισμένοι, «Χαλεποί λίαν», πού δέν ἔμεναν μέσα στήν πόλη, ἔμεναν ἔξω, στά μνήματα καί κανένας δέν τολμοῦσε νά περάσει ἀπό τό μέρος ἐκεῖ. Ἦταν ἐπικίνδυνοι, ὁ φόβος καί ὁ τρόμος. Ἐκεῖ ὁ Χριστός μέ τούς μαθητές του ἀποβιβάστηκε ἀπό τό πλοιάριο καί ἀμέσως οἱ δαιμονισμένοι τρόμαξαν. Μόλις εἶδαν τόν Χριστό τά πονηρά πνεύματα, φώναξαν δυνατά: «Τί ἡμῖν καί σοί, Ἰησοῦ υἱέ τοῦ Θεοῦ; ἦρθες ὧδε πρό καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;». «Ποιά σχέση ὑπάρχει μεταξύ μας Ἰησοῦ, υἱέ τοῦ Θεοῦ; Σύ εἶσαι υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἐμεῖς ἀκάθαρτα πνεύματα. Γνωρίζουμε ὅτι στήν παγκόσμια κρίση θά τιμωρηθοῦμε. Σέ παρακαλοῦμε μή μᾶς τιμωρήσεις ἀπό τώρα.» Πρόβλεψαν οἱ δαίμονες ὅτι ὁ Κύριος θά τούς ἐξεδίωκε.


Τήν ὥρα ἐκείνη ἐκεῖ κοντά ἦταν μιά ἀγέλη χοίρων. Οἱ δαίμονες, βέβαιοι ὅτι ὁ Χριστός θά τούς ἔβγαζε ἀπό τούς δύο ἀνθρώπους, τόν παρακάλεσαν νά μποῦν στούς χοίρους. Καί ὁ Χριστός τούς ἐπέτρεψε ὄχι γιατί τό ἀξίωσαν τά δαιμόνια, ἀλλά γιατί ὁ ἑβραϊκός νόμος ἀπαγόρευε νά τρέφουν γουρούνια καί νά τρῶνε τό κρέας τους. Οἱ Γεργεσηνοί, λαίμαργοι καί πλεονέκτες, παρέβαιναν τό μωσαϊκό νόμο. Μπῆκαν λοιπόν τά δαιμόνια στούς χοίρους καί ὁλόκληρο τό κοπάδι ὥρμησε καί πνίγηκε στή λίμνη.

Οἱ χοιροβοσκοί ἔτρεξαν τρομαγμένοι στά Γέργεσα καί ἀνέφεραν στούς κατοίκους ὅσα ἔκαμε ὁ Χριστός. Ὅλοι τότε οἱ Γεργεσηνοί βγῆκαν πρός τό μέρος ὅπου ἦταν ὁ Χριστός, ὄχι γιά νά ἐκδηλώσουν εὐχαριστίες καί μετάνοια, ἀλλά γιά νά τόν παρακαλέσουν νά φύγει ἀπό τήν περιοχή τους. Ἡ παρουσία του στή χώρα τους ὑπῆρχε περίπτωση νά βλάψει καί ἄλλα ὑλικά τους συμφέροντα. Δέν ἦταν ἐπιθυμητός στήν περιοχή τους. Προτιμοῦσαν τούς χοίρους, τήν παρανομία, τήν ἁμαρτία καί ὄχι τόν Χριστό. Καί ὁ Κύριος, πού σέβεται τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, πῆρε τό πλοιάριο του καί ἐπέστρεψε μέ τούς μαθητές του στήν Καπερναούμ.

Φαίνεται παράδοξο τό φαινόμενο τό ὁποῖο παρουσιάζουν οἱ Γεργεσηνοί. Ὁ Κύριος ἐπισκέπτεται τή χώρα τους. Ἡ τιμή πού τούς ἔκαμε συνοδεύεται καί μέ τόν πλοῦτο τῆς χάριτος. Διδάσκει καί θαυματουργεῖ. Τούς ἀπαλλάσει ἀπό τήν παρουσία δύο δαιμονισμένων, τούς θεραπεύει καί τούς ἐπαναφέρει στήν κοινωνία. Οἱ Γεργεσηνοί ὅμως ὄχι μόνο δέν συμμετέχουν στή χαρά τῶν δύο συνανθρώπων τους, ἀλλά παρακαλοῦν τό Χριστό νά φύγει ἀπό κοντά τους. Ὁ ἄνθρωπος ἐξορίζει ἀπό τή ζωή του τό Χριστό. Ἕνα θλιβερό φαινόμενο πού ἐπαναλαμβάνεται στήν ἐποχή μας.

Μόνος ὁ ἄνθρωπος ἀπ’ ὅλα τά δημιουργήματα ἔχει τήν ἰδιαίτερη τιμή νά γνωρίζει τό Θεό χάρη στά χαρίσματά του, στή λογική, στήν κρίση, στή συνείδηση καί κυρίως στόν ἀθάνατο σπινθήρα τῆς ψυχῆς του, ἔχει τή δυνατότητα νά «μετέχει τοῦ θείου». Νά ἐπιζητᾶ καί νά ἐρμηνεύει τή ζωή καί τό νόημά της. Νά ζητᾶ νά βρεῖ τήν πηγή τῆς ζωῆς του, τή δημιουργική του ἀρχή. Νά ἀποδέχεται τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά τόν σώσει ἀπό τή μοναξιά, τό θάνατο, τό κράτος τοῦ διαβόλου.

Ὅλα αὐτά ἐπιτυγχάνονται στήν ἔννοια τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό. Ὅμως ἡ κοινωνία αὐτή, πού εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, γιά πολλούς ἀνθρώπους δέν εἶναι ἐπιθυμητή. Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ ἐμποδίζει τίς δουλειές τους. Οἱ ἐργασίες τους εἶναι ὕποπτες, οἱ ἐπιδιώξεις τους ἀντικανονικές, τά σχέδιά τους παράνομα, ὁ πόθος τοῦ πλουτισμοῦ ἄπιαστος. Γι’ αὐτό δέν τόν θέλουν. Ὁ Χριστός ζητεῖ τιμιότητα, ἀθωότητα, ἁγνοότητα. Εἶναι τό φῶς, τό ὁλόλαμπρο καί δυνατό. Οἱ ἀμφίβολες ὅμως δουλειές χρειάζονται μισόφωτο, σκοτάδι. Τόν παρακαλοῦν νά παραμερίσει. Δέν βρίζουν, δέν παρουσιάζονται φανατικοί ἐχθροί Του. Τηροῦν ἴσως τά προσχήματα. Νά δώσουμε χρήματα σέ κάποιον φτωχό. Καί κερί νά ἀνάψουμε τήν Κυριακή καί μιά εἰκόνα νά βάλουμε στό σπίτι. Μή ζητᾶ ὅμως νά ἐπέμβει στή δουλειά μας, μήν ἐπιμένει νά κόψουμε τίς συνήθειες, ν’ ἀλλάξουμε ζωή. Ὑπάρχουν πολλά πράγματα πού πρέπει νά γίνουν, πού τά ζητάει ἡ ἐποχή, ἡ κοινωνική θέση, στά ὁποῖα ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐνοχλητική. Ἔτσι τόν διώχνουν μέ εὔσχημο τρόπο ἀπό τή ζωή τους.

Ὁ Θεός πού σέβεται τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου φεύγει ὅταν ἐκεῖνος τόν διώχνει. Καί τότε ὁ ἄνθρωπος χάνει τή ζωή του, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἡ ζωή του. Καμμιά ἄλλη δύναμη δέν ὑπάρχει πού μπορεῖ νά γίνει ἀρχή καί πηγή τῆς ζωῆς. Ὁ Θεός μᾶς ὁμιλᾶ γιά τήν ἀλήθεια τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἐμπνέει μέσα μας τήν ἀγάπη γιά τή ζωή τῆς ἀθανασίας. Μᾶς σηκώνει ἀπό τίς πτώσεις μας. Μᾶς ἁγιάζει μέ τή χάρη τῶν Μυστηρίων. Ἀνοίγει τά μάτια τῆς ψυχῆς μας, ὥστε νά βλέπουν τήν ἀλήθεια τῶν τμημάτων αὐτῆς τῆς ζωῆς καί νά μήν ταυτίζονται μέ τήν ὕλη καί τή φθορά.

Γιά νά μήν ρημάζει ὁ κόσμος ἀπό τήν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνάγκη νά ἐπιζητοῦμε συνεχῶς τήν παρουσία Του, καί εἶναι παρών, μέσα στήν Ἐκκλησία Του, πού εἶναι Αὐτός μαζί μας καί ἐμεῖς μαζί Του, ὁ Χριστός μαζί μας στούς αἰῶνες. Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου