Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

«Μητέρα, ἔλα γρήγορα. Φτάνει ὁ παππούλης µὲ τὸν Χριστό. Ἀνεβαίνει τὰ σκαλιά. Ἔλα νὰ µὲ ἑτοιµάσεις».

Τὸν Σεπτέµβριο κάποιου ἔτους στὸ ὀγκολογικὸ τµῆµα τοῦ Πανεπιστηµιακοῦ Νοσοκοµείου τοῦ Ρίου ἐπικρατεῖ µεγάλη ἀναστάτωση. Ὁ µικρὸς ∆ηµητράκης ζητοῦσε ἐπειγόντως τὸν ἱερέα τοῦ Νοσοκοµείου. Ἤθελε ὁπωσδήποτε νὰ κοινωνήσει.

Ἦταν 13 ἐτῶν. Ἐνάµιση περίπου χρόνο βρισκόταν στὴν συγκεκριµένη κλινική. Ἕνας µικρὸς πονοκέφαλος τὸν ὁδήγησε ἐκεῖ. Οἱ γιατροὶ διέγνωσαν καρκίνο τοῦ ἐγκεφάλου. Ἡ καταγωγή του ἦταν ἀπὸ τὸ Φίερι τῆς Ἀλβανίας. Οἱ γονεῖς του ἀβάπτιστοι.

Ἔµεναν ἀρκετὰ χρόνια στὴν Πάτρα. Αὐτός, λίγο µετὰ τὴν εἴσοδό του στὸ Νοσοκοµεῖο, θέλησε νὰ  βαπτιστεῖ. Ἄκουγε γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ἤθελε νὰ γίνει «παιδί» Του. Βαπτίστηκε «εἰς τὸ ὄνοµα τοῦ  Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος», κατόπιν κατηχήσεως βέβαια.

Ὅλοι τὸν ἀγαποῦσαν πολὺ στὴν κλινική. Ὁ καρκίνος εἶχε προχωρήσει ἀρκετὰ καὶ ἤδη τοῦ εἶχε στερήσει τὴν ὅραση. ∆ὲν ἔβλεπε καθόλου, τίποτε καὶ κανέναν.

Ἄκουγε ὅµως µὲ µεγάλη καὶ θαυµαστὴ ὑποµονή. ∆ὲν παραπονιόταν. Ἔλεγε ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἀγαπᾶ πολύ. Προσευχόταν καὶ παρακαλοῦσε καὶ τοὺς γονεῖς του νὰ κάνουν τὸν ἴδιο.

Ὅσοι τὸν ἐπισκέπτονταν καταλάβαιναν νὰ ὑπάρχει κάτι διαφορετικὸ σ’ αὐτὸ τὸ παιδί. Μιλοῦσε  συνέχεια γιὰ τὸν Θεό. Ἦταν πάντα εὐγενικὸ καὶ χαρούµενο. Τὸ πρόσωπό του ἔλαµπε. Ἤθελε νὰ κοινωνάη συχνὰ τῶν Τιµίων ∆ώρων.

Ὅταν κάποιες φορὲς ἡ µητέρα του ἦταν σὲ κάποιον ἄλλο χῶρο τῆς κλινικῆς, φώναζε: «Μητέρα, ἔλα γρήγορα. Φτάνει ὁ παππούλης µὲ τὸν Χριστό. Ἀνεβαίνει τὰ σκαλιά. Ἔλα νὰ µὲ ἑτοιµάσεις». Καὶ ἔτσι γινόταν.

Ὁ ἱερέας ἐρχόταν καὶ εὕρισκε τὸν ∆ηµητράκη καθισµένο στὸ κρεβάτι του, µὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόµα  κάνοντας µὲ εὐλάβεια τὸν… σταυρό του.

Ἐνῶ δὲν γνώριζε τὴν ἀκριβή ὥρα τῆς προσελεύσεως τοῦ ἱερέως µὲ τὰ Τίµια ∆ῶρα, µὲ διορατικὸ χάρισµα Μικρὸς μὲ διορατικὸ χάρισμα τὸν ἔβλεπε νὰ ἔρχεται, µολονότι παρεµβάλλονταν δύο κλειστὲς  πόρτες πού χώριζαν τὸ δωµάτιό του ἀπὸ τὸν διάδροµο πού ἐρχόταν ὁ ἱερέας.

Αὐτὸ τὸ βεβαιώνει καὶ ἡ εὐλαβὴς κυρία Μαρία Γαλιατσάτου ἡ ὁποία ἐθελοντικὰ φρόντιζε τὸ παιδὶ  αὐτό. «Κυρία Μαρία, θέλω κάτι νὰ σᾶς πῶ», τῆς εἶπε µία µέρα.

«Ὅταν ἔρχεται ὁ παππούλης µὲ τὸν Χριστό, τὸν βλέπω στὶς σκάλες πού ἀνεβαίνει καὶ δίπλα  του ὑπάρχουν δύο ψηλοί, ὄµορφοι ἄνθρωποι µὲ ὁλόασπρη στολὴ πού γέρνουν πρὸς τὸ Ἅγιο Ποτήριο καὶ µὲ ἀνοιχτὰ τὰ χέρια τους τὸν προστατεύουν».

Κάποτε τὸν ρώτησε ὁ γιατρός: «Τί κάνεις, ∆ηµητράκη, πῶς πᾶµε;».

Τοῦ ἀπάντησε: «Κύριε γιατρέ, µπορῶ νὰ σᾶς πῶ ἀπὸ κοντά. Ἐγὼ εἶµαι καλά.Ἐσεῖς µὴν στενοχωριέστε πού ἔφυγε ἡ γυναίκα σας. Ὁ Θεὸς θὰ εἶναι µαζί σας γιατί εἶστε καλὸς  ἄνθρωπος».

Ὁ γιατρὸς ἔµεινε λίγο ἀκίνητος. Κανεὶς δὲν ἤξερε τὸ θλιβερὸ γεγονὸς πού εἶχε συµβεῖ τὴν προηγούµενη ἡµέρα στὸ σπίτι του, ὅτι δηλαδὴ ἡ γυναίκα του τὸν ἐγκατέλειψε καὶ πῆρε ἄλλον ἄνδρα.

«Αὐτὸ εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ», ἔλεγαν ὅσοι τὸν γνώριζαν.

Τὴν τελευταία φορὰ ποὺ κοινώνησε δὲν µποροῦσε πλέον νὰ σταθεῖ καθιστὸς στὸ κρεβάτι ἀλλὰ ὑποδέχθηκε µὲ χαρὰ καὶ λαχτάρα τὸν Χριστὸ ξαπλωµένος. «Εὐχαριστῶ πολύ», ψέλλισε καὶ µετὰ
ἐκοιµήθη.

Ὁ ἱερέας, ὅταν τὴν ἄλλη µέρα πῆγε στὸ νεκροτοµεῖο νὰ διαβάση στὸν ∆ηµητράκη τὸ τρισάγιο, εἶπε:

«Τέτοιο λείψανο πρώτη φορὰ στὴν ζωή µου βλέπω. Τὸ πρόσωπό του εἶναι χαµογελαστό, λάµπει καὶ ἔχει τὸ χρῶµα τοῦ κεχριµπαριοῦ».

Οἱ γονεῖς του ἀγάπησαν τὸν Χριστὸ πολὺ καὶ θέλουν καὶ αὐτοὶ νὰ βαπτιστοῦν.

( Ἀπόσπασµα ἀπό τό βιβλίο « Ἀσκητές µέσα στόν κόσµο», ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2008, Ἱ. Ἡσυχαστήριον Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Πρόδροµος, Μεταµόρφωσις Χαλκιδικῆς).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου