Ο Ευτύχης γεννήθηκε το Φθινόπωρο. Πέρασαν οι μέρες, έγινε κανονικό μωράκι, αν και όχι ιδιαίτερα παχουλό, γιατί από μωρό κιόλας ήταν πάρα πολύ ζωηρός και αεικίνητος. Οι μήνες έρχονταν και έφευγαν και κάθε μέρα έκανε και κάτι καινούργιο, που ξετρέλαινε όλους.
Κι εκεί που όλα πήγαιναν καλά, ο Ευτύχης άρχισε να κλαίει. Να κλαίει πολύ και χωρίς λόγο, κυρίως μόλις έτρωγε. Υπήρχε φυσικά η πολύ απλή εξήγηση των κωλικών, που σας έχω εξηγήσει προηγουμένως, αλλά οι γονείς του κατάλαβαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτό το κλάμα.
Έτσι, άρχισε ο Ευτύχης να παίρνει βόλτα τους γιατρούς πριν καν κλείσει τον πρώτο του χρόνο σ’ αυτή τη γη. Οι γιατροί τον εξέταζαν, κουνούσαν το κεφάλι τους, τον κοίταζαν από δω, τον έπιαναν από κει, δεν ήταν βλέπετε και πολύ μεγαλύτερος από το χέρι του μπαμπά του σε μέγεθος, δεν είχαν και πολύ πράγμα να εξετάσουν. Ο Ευτύχης πάντα έκλαιγε. Ή μάλλον ούρλιαζε, θα ήταν πιο ακριβής περιγραφή. Είχαν κάποια ιδέα για το τι μπορεί να ήταν το πρόβλημά του, και σίγουρα είχε σχέση με το έντερο, όμως δεν μπορούσαν να σιγουρευτούν εάν δεν τον άνοιγαν. Μια εγχείρηση θα ήταν πολύ επικίνδυνη για ένα τόσο μικρό μωράκι, κι έτσι είπαν να του δίνετε ένα ειδικό γάλα (δεν ξέρω πώς το έπινε αυτό το πράγμα, ήταν απαίσιο, αλλά σου λέει, γιατροί είναι, κάτι θα ξέρουν) και να τον παρακολουθείτε μήπως του περάσει από μόνο του.
Πράγματι, με το καινούργιο γάλα ο Ευτύχης σαν να μείωσε λίγο το κλάμα. Αλλά παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα συνεχιζόταν. Οι γιατροί είπαν πως θα πρέπει να γίνει επέμβαση τελικά, αν και δεν ήταν σίγουρο πως κι αυτή θα έλυνε το πρόβλημα. Όρισαν και ημερομηνία, που όμως ευτυχώς ήταν κάνα μήνα μακριά προς το παρόν.
Η Ελίζα και η Ρόδη είχαν μείνει βουβές μπροστά σε όλο αυτό που ξετυλιγόταν μπροστά τους. Τον κουνούσαν ώρες ατέλειωτες στην αγκαλιά τους, μπας και κοιμηθεί, και σκεφτόντουσαν ότι δεν έπρεπε να ήταν έτσι τα πράγματα. Έπρεπε ο αδερφός τους να γελάει, να βγάζει μωρουδίστικους ήχους και σιγά-σιγά να ξεπεράσει αυτά τα ενοχλητικά τα πάμπερ. Όχι όμως να πηγαίνει κάθε τρεις και λίγο στους γιατρούς. Ήταν δυνατόν ο Θεός να τους τον έφερε μόνο για να τους τον ξαναπάρει;
Δεν ήταν πια ο Ευτύχης το παιχνιδάκι τους, αλλά ήταν το πρόβλημα, η απορία ενώπιον του Θεού.
Και αυτό μας φέρνει στο λόγο που σας λέω αυτή την ιστορία.
Οι γονείς της Ελίζας και της Ρόδης, κάθε νέο που είχαν για τον Ευτύχη, το μοιράζονταν αμέσως με την εκκλησία, με τους αδερφούς. Οι οποίοι ήξεραν από την πρώτη στιγμή και προσεύχονταν για το πρόβλημα. Αυτό έδινε στην Ελίζα και τη Ρόδη μια αίσθηση ασφάλειας. Ο Θεός σίγουρα θα άκουγε τόσες πολλές προσευχές. Όμως είχαν αρχίσει να σκέφτονται ότι η προσευχή μάλλον είναι κάτι σαν τα παραμύθια, που όλοι τα λένε, αλλά κανείς δεν τα πιστεύει. Γιατί ο Ευτύχης συνέχιζε να κλαίει και όλο και πλησίαζε η μέρα της επέμβασης.
Οι γονείς το είπαν κι αυτό στους αδελφούς. Όλοι κούνησαν τα κεφάλια τους με συμπόνια και είπαν για άλλη μια φορά ότι θα προσευχηθούν. Η Ρόδη ένωθε βέβαια ευγνωμοσύνη για τις προσευχές τους, αλλά ήθελε να τους πει ότι δεν ήταν αρκετές, δεν γινόταν τίποτα με αυτές.
Τότε έγινε κάτι που της άλλαξε τη γνώμη.
Στην εκκλησία υπήρχε μια κυρία, που είχε μετακομίσει πρόσφατα με την οικογένειά της από την Αυστραλία. Αυτή η αδελφή, λοιπόν, έπιασε όλη την οικογένεια της Ελίζας και της Ρόδης πριν φύγουν από την εκκλησία και τους είπε:
«Κάθε βράδυ στις 10, θα μαζευόμαστε εμείς στο σπίτι μας και εσείς στο δικό σας και θα κάνουμε ειδική προσευχή για τον Ευτύχη, ταυτόχρονα, κι ας είμαστε μακριά. Και ο Θεός σίγουρα θα μας απαντήσει. Μην το ξεχάσετε. Ξεκινάμε από σήμερα.»
Καθώς απομακρύνθηκε, η Ρόδη είδε δάκρυα στα μάτια της. Γύρισε και κοίταξε την Ελίζα. Το είχε δει κι αυτή.
Πήγαν λοιπόν σπίτι και κατά τις 10 η ώρα μαζεύτηκαν και προσευχήθηκαν. Όμως αυτή η προσευχή δεν έμοιαζε με τις άλλες. Γιατί ήξεραν, ότι κάποια χιλιόμετρα πιο κει, μια άλλη οικογένεια είχε γονατίσει και προσευχόντουσαν κι εκείνοι.
Και κάτι ακόμα.
Η Ρόδη και η Ελίζα ήξεραν ότι τους ένοιαζε κι εκείνους για τον αδερφούλη τους, γιατί την είχαν δει την αδελφή που είχε δακρύσει, σαν να επρόκειτο για το δικό της το παιδί.
Η αλήθεια είναι πως δεν έγινε κάποιο θεαματικό θαύμα για τον Ευτύχη μετά από κείνη την πρώτη προσευχή, ούτε μετά από τη δεύτερη. Όμως σιγά-σιγά ο Ευτύχης έγινε καλά και ούτε που χρειάστηκε να πάει στο χειρουργείο. Η Ελίζα και η Ρόδη το ήξεραν ότι ο Κύριος τον είχε κάνει καλά, πως είχε ακούσει κάθε μία προσευχή. Αλλά είχε γίνει και κάτι άλλο μέσα στην καρδιά τους.
Στα υγρά μάτια αυτής της γυναίκας είχαν δει την αγάπη. Και είχαν καταλάβει ότι πολλές φορές ο Κύριος δεν απαντάει την προσευχή μας ακριβώς όπως και όταν το θέλουμε. Πάντα όμως φροντίζει να μας περιβάλλει με την αγάπη Του και δεν μας αφήνει ποτέ μόνους.
Καθώς πέρασαν οι μήνες και έπειτα τα χρόνια, ο Ευτύχης μεγάλωσε, έκανε πιο πολλές σκανταλιές από κάθε άλλο παιδάκι (ίσως) και τώρα πια σπάνια θυμάται κανείς την περιπέτεια που είχε περάσει τότε. Κι όταν τη θυμούνται, είναι μόνο για να ευχαριστήσουν τον Θεό για τη φροντίδα Του.
Και όσον αφορά την Ελίζα και τη Ρόδη, αυτό ήταν ένα από τα βήματα που τις οδήγησαν, ξεχωριστά την κάθε μία, να δώσουν τη ζωή τους στον Θεό. Γιατί πώς μπορεί κανείς να μείνει ασυγκίνητος μπροστά σε μια τέτοια αγάπη;
Κι εκεί που όλα πήγαιναν καλά, ο Ευτύχης άρχισε να κλαίει. Να κλαίει πολύ και χωρίς λόγο, κυρίως μόλις έτρωγε. Υπήρχε φυσικά η πολύ απλή εξήγηση των κωλικών, που σας έχω εξηγήσει προηγουμένως, αλλά οι γονείς του κατάλαβαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτό το κλάμα.
Έτσι, άρχισε ο Ευτύχης να παίρνει βόλτα τους γιατρούς πριν καν κλείσει τον πρώτο του χρόνο σ’ αυτή τη γη. Οι γιατροί τον εξέταζαν, κουνούσαν το κεφάλι τους, τον κοίταζαν από δω, τον έπιαναν από κει, δεν ήταν βλέπετε και πολύ μεγαλύτερος από το χέρι του μπαμπά του σε μέγεθος, δεν είχαν και πολύ πράγμα να εξετάσουν. Ο Ευτύχης πάντα έκλαιγε. Ή μάλλον ούρλιαζε, θα ήταν πιο ακριβής περιγραφή. Είχαν κάποια ιδέα για το τι μπορεί να ήταν το πρόβλημά του, και σίγουρα είχε σχέση με το έντερο, όμως δεν μπορούσαν να σιγουρευτούν εάν δεν τον άνοιγαν. Μια εγχείρηση θα ήταν πολύ επικίνδυνη για ένα τόσο μικρό μωράκι, κι έτσι είπαν να του δίνετε ένα ειδικό γάλα (δεν ξέρω πώς το έπινε αυτό το πράγμα, ήταν απαίσιο, αλλά σου λέει, γιατροί είναι, κάτι θα ξέρουν) και να τον παρακολουθείτε μήπως του περάσει από μόνο του.
Πράγματι, με το καινούργιο γάλα ο Ευτύχης σαν να μείωσε λίγο το κλάμα. Αλλά παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα συνεχιζόταν. Οι γιατροί είπαν πως θα πρέπει να γίνει επέμβαση τελικά, αν και δεν ήταν σίγουρο πως κι αυτή θα έλυνε το πρόβλημα. Όρισαν και ημερομηνία, που όμως ευτυχώς ήταν κάνα μήνα μακριά προς το παρόν.
Η Ελίζα και η Ρόδη είχαν μείνει βουβές μπροστά σε όλο αυτό που ξετυλιγόταν μπροστά τους. Τον κουνούσαν ώρες ατέλειωτες στην αγκαλιά τους, μπας και κοιμηθεί, και σκεφτόντουσαν ότι δεν έπρεπε να ήταν έτσι τα πράγματα. Έπρεπε ο αδερφός τους να γελάει, να βγάζει μωρουδίστικους ήχους και σιγά-σιγά να ξεπεράσει αυτά τα ενοχλητικά τα πάμπερ. Όχι όμως να πηγαίνει κάθε τρεις και λίγο στους γιατρούς. Ήταν δυνατόν ο Θεός να τους τον έφερε μόνο για να τους τον ξαναπάρει;
Δεν ήταν πια ο Ευτύχης το παιχνιδάκι τους, αλλά ήταν το πρόβλημα, η απορία ενώπιον του Θεού.
Και αυτό μας φέρνει στο λόγο που σας λέω αυτή την ιστορία.
Οι γονείς της Ελίζας και της Ρόδης, κάθε νέο που είχαν για τον Ευτύχη, το μοιράζονταν αμέσως με την εκκλησία, με τους αδερφούς. Οι οποίοι ήξεραν από την πρώτη στιγμή και προσεύχονταν για το πρόβλημα. Αυτό έδινε στην Ελίζα και τη Ρόδη μια αίσθηση ασφάλειας. Ο Θεός σίγουρα θα άκουγε τόσες πολλές προσευχές. Όμως είχαν αρχίσει να σκέφτονται ότι η προσευχή μάλλον είναι κάτι σαν τα παραμύθια, που όλοι τα λένε, αλλά κανείς δεν τα πιστεύει. Γιατί ο Ευτύχης συνέχιζε να κλαίει και όλο και πλησίαζε η μέρα της επέμβασης.
Οι γονείς το είπαν κι αυτό στους αδελφούς. Όλοι κούνησαν τα κεφάλια τους με συμπόνια και είπαν για άλλη μια φορά ότι θα προσευχηθούν. Η Ρόδη ένωθε βέβαια ευγνωμοσύνη για τις προσευχές τους, αλλά ήθελε να τους πει ότι δεν ήταν αρκετές, δεν γινόταν τίποτα με αυτές.
Τότε έγινε κάτι που της άλλαξε τη γνώμη.
Στην εκκλησία υπήρχε μια κυρία, που είχε μετακομίσει πρόσφατα με την οικογένειά της από την Αυστραλία. Αυτή η αδελφή, λοιπόν, έπιασε όλη την οικογένεια της Ελίζας και της Ρόδης πριν φύγουν από την εκκλησία και τους είπε:
«Κάθε βράδυ στις 10, θα μαζευόμαστε εμείς στο σπίτι μας και εσείς στο δικό σας και θα κάνουμε ειδική προσευχή για τον Ευτύχη, ταυτόχρονα, κι ας είμαστε μακριά. Και ο Θεός σίγουρα θα μας απαντήσει. Μην το ξεχάσετε. Ξεκινάμε από σήμερα.»
Καθώς απομακρύνθηκε, η Ρόδη είδε δάκρυα στα μάτια της. Γύρισε και κοίταξε την Ελίζα. Το είχε δει κι αυτή.
Πήγαν λοιπόν σπίτι και κατά τις 10 η ώρα μαζεύτηκαν και προσευχήθηκαν. Όμως αυτή η προσευχή δεν έμοιαζε με τις άλλες. Γιατί ήξεραν, ότι κάποια χιλιόμετρα πιο κει, μια άλλη οικογένεια είχε γονατίσει και προσευχόντουσαν κι εκείνοι.
Και κάτι ακόμα.
Η Ρόδη και η Ελίζα ήξεραν ότι τους ένοιαζε κι εκείνους για τον αδερφούλη τους, γιατί την είχαν δει την αδελφή που είχε δακρύσει, σαν να επρόκειτο για το δικό της το παιδί.
Η αλήθεια είναι πως δεν έγινε κάποιο θεαματικό θαύμα για τον Ευτύχη μετά από κείνη την πρώτη προσευχή, ούτε μετά από τη δεύτερη. Όμως σιγά-σιγά ο Ευτύχης έγινε καλά και ούτε που χρειάστηκε να πάει στο χειρουργείο. Η Ελίζα και η Ρόδη το ήξεραν ότι ο Κύριος τον είχε κάνει καλά, πως είχε ακούσει κάθε μία προσευχή. Αλλά είχε γίνει και κάτι άλλο μέσα στην καρδιά τους.
Στα υγρά μάτια αυτής της γυναίκας είχαν δει την αγάπη. Και είχαν καταλάβει ότι πολλές φορές ο Κύριος δεν απαντάει την προσευχή μας ακριβώς όπως και όταν το θέλουμε. Πάντα όμως φροντίζει να μας περιβάλλει με την αγάπη Του και δεν μας αφήνει ποτέ μόνους.
Καθώς πέρασαν οι μήνες και έπειτα τα χρόνια, ο Ευτύχης μεγάλωσε, έκανε πιο πολλές σκανταλιές από κάθε άλλο παιδάκι (ίσως) και τώρα πια σπάνια θυμάται κανείς την περιπέτεια που είχε περάσει τότε. Κι όταν τη θυμούνται, είναι μόνο για να ευχαριστήσουν τον Θεό για τη φροντίδα Του.
Και όσον αφορά την Ελίζα και τη Ρόδη, αυτό ήταν ένα από τα βήματα που τις οδήγησαν, ξεχωριστά την κάθε μία, να δώσουν τη ζωή τους στον Θεό. Γιατί πώς μπορεί κανείς να μείνει ασυγκίνητος μπροστά σε μια τέτοια αγάπη;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου