Σὲ τί καὶ σὲ ποιὸν βασίζεται ἡ ζωή μας; Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θέτει αὐτὸ τὸ σπουδαῖο ἐρώτημα, καθὼς περιγράφει στοὺς Γαλάτες τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιμετωπίζει ὁ ἴδιος τὴ ζωή του.
«Ὁ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντος μὲ καὶ παραδόντος ἐαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ» (Γαλ. 2, 20). Ἡ τωρινὴ σωματική του ζωή, λέει ὁ Παῦλος, εἶναι ζωὴ βασισμένη στὴν πίστη του στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ ποὺ τὸν ἀγάπησε καὶ πέθανε ἑκούσια γιὰ χάρη του. Στηρίζεται ἡ κατὰ κόσμον καὶ κατὰ ἄνθρωπον ζωή του στὴν πίστη στὸ Χριστό, Αὐτὸν ποὺ ἀγάπησε καὶ τὸν Παῦλο καὶ ὅλους τους ἀνθρώπους καὶ πέθανε γιὰ χάρη μας.
Τί σημαίνει νὰ βασίζεται ἡ ζωὴ στὸ Χριστό;
Σημαίνει σχέση ἐνώπιος ἐνωπίω μὲ τὸ Χριστό. Δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς ἕνα φανταστικὸ πρόσωπο. Δὲν εἶναι ὁ ἱδρυτὴς μιᾶς θρησκείας, ὁ ὁποῖος ἔφερε μερικὲς ὄμορφες ἰδέες στὸν ἄνθρωπο ἢ ἔδωσε ἕνα καλὸ παράδειγμα. Εἶναι τὸ Θεανθρώπινο Πρόσωπο τὸ Ὁποῖο ὁ Παῦλος ἔχει δεῖ καὶ αἰσθάνεται νὰ ἀγκαλιάζει τὴ ζωή του μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ μὴν ζεῖ ἐκεῖνος, ἀλλὰ στὸ πρόσωπό του νὰ ζεῖ ὁ Χριστό. Νὰ εἶναι τὰ χέρια τοῦ χέρια Χριστοῦ. Τὰ μάτια καὶ ἡ σκέψη τοῦ μάτια καὶ σκέψη Χριστοῦ. Στὴν καρδιά του νὰ ὑπάρχει ὁ Χριστός. Νοῦς, αἰσθήσεις, ἐπιθυμίες, θέλημα, ψυχή, ἡ ζωὴ τοῦ ὁλόκληρη, ὡς τὶς λεπτομέρειές της νὰ εἶναι ζωὴ Χριστοῦ. Ο χρόνος καὶ ὁ τρόπος τοῦ εἶναι χρόνος καὶ τρόπος Χριστοῦ. Ἔχει παραιτηθεῖ ἀπὸ τὸ θέλημά του, ἀπὸ τὸ δικαίωμα νὰ σκέφτεται γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀκόμη καὶ γιὰ τὶς ὑλικές του ἀνάγκες. Ζεῖ τὴν κοινωνία μὲ τὸ Χριστὸ ὡς ἐρωτευμένος ποὺ τίποτε δὲν ἔχει νόημα παρὰ ἡ κοινωνία μὲ τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾶ.
Σημαίνει ἀποταγὴ τῆς ἁμαρτίας, ὡς ἀποτυχίας νὰ ζήσει ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ υἱοθέτησης τοῦ ἐγωκεντρικοῦ τρόπου ποὺ θεοποιεῖ τὸν ἀνθρώπινο ἑαυτό, τὶς ἀνάγκες, τὰ δικαιώματα, τὶς ἐπιθυμίες. Τίποτε δὲν ἔχει ὁ ἄνθρωπος ποὺ νὰ τοῦ ἀνήκει. Σὲ κανένα ἀπὸ τὰ ἀγαθά του δὲν μένει. Δὲν ζητᾶ νὰ ἀπολαύσει τὰ πάθη του, ἀλλὰ παλεύει ἐναντίον τοὺς γιὰ νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν ὕπαρξή του, νὰ γίνει καθαρὸς τὴ καρδία, γιὰ νὰ βλέπει συνεχῶς τὴν ὄψη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐγκεντρίζεται στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ὡς τὴν κατεξοχὴν μέθοδο ἀποταγῆς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Τὴ ζωὴ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συγχωρητικότητας ἀπέναντί σε ὅποιον τοῦ ὀφείλει καὶ ζητᾶ ἀπὸ τὸ Θεὸ ἄφεση γιὰ ὅ,τι Τοῦ ὀφείλει.
Σημαίνει ἀπόρριψη ὅλων των ἄλλων νοημάτων ποὺ ὁ κόσμος προσφέρει στὸν ἄνθρωπο. Καὶ αὐτὰ τὰ νοήματα δὲν ἔγκεινται μόνο στὶς ἄλλες θρησκευτικὲς δοξασίες ἢ τὶς ἠθικὲς καὶ φιλοσοφίες ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ πιστεύει ὅτι μπορεῖ νὰ στηριχθεῖ. Σημαίνει ἀπόρριψη κυρίως τοῦ ὑλιστικοῦ φρονήματος, τὸ ὁποῖο μᾶς κάνει νὰ ἐμπιστευόμαστε τὸ πρόσκαιρο, τὴν ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν, ἀκόμη καὶ τὸ ὅραμα γιὰ μιὰ καλύτερη ζωή, στηριγμένη στο νῦν τοῦ κόσμου καὶ τοῦ χρόνου. Ὁ ἄνθρωπος δὲν γίνεται ἀπόκοσμος. Ὅμως δὲν βλέπει τὴ ζωὴ στὴν προοπτική της καθημερινότητας. Δὲν ἐλπίζει στὰ ἐπιτεύγματα γιὰ νὰ τὴν νοηματοδοτήσει. Δὲν νικιέται ἀπὸ τὴ δύναμη τῆς ἀνθρώπινης φιλοσοφίας, χωρὶς αὐτὸ νὰ συνεπάγεται ἀπόρριψη ὅ,τι ὑγιοῦς αὐτὴ ἔχει νὰ προσφέρει. Δὲν ἐλπίζει οὔτε στὰ δικά του κατορθώματα, στὴν ἀνάγκη νὰ ἀφήνει καλὸ ὄνομα, ὅ,τι κι ἂν κάνει. Δὲν τὸν ἐνδιαφέρει ἡ γνώμη τῶν ἄλλων.
Πόσο ἐφικτὸς εἶναι αὐτὸς ὁ δρόμος σήμερα;
Ζούμε σὲ μιὰ πραγματικότητα καὶ ἕναν κόσμο ποὺ ἡ πίστη συνήθως λοιδορεῖται. Δὲν θεωρεῖται ἱκανὴ νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ παρακολουθήσουμε τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ χριστιανὸς θεωρεῖται ἕνας ρομαντικὸς ὀνειροπόλος, ὁ ὁποῖος εἶναι προσκολλημένος στὸ παρελθόν.
Τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ ἐρώτημα «τί κάνει ὁ Θεὸς γιὰ τὸν κόσμο;» έχει ὑποκαταστήσει τὸ ἐρώτημα «τί κάνει ὁ ἄνθρωπος, ὁ καθένας μας γιὰ τὸν κόσμο;», γιατὶ αὐτὸ βολεύει τὴ νοοτροπία τοῦ πονηροῦ νὰ μεταφέρει τὴν ἀπουσία νοήματος στὴν δῆθεν ἀδιαφορία τοῦ Θεοῦ γιὰ τὰ πλάσματά Του καὶ ἑπομένως νὰ χρησιμοποιήσει τὴν ἀνικανότητα ἢ τὴν ἀδιαφορία τοῦ ἀνθρώπου νὰ παλέψει νὰ μεταφέρει Αὐτὸν ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ζεῖ, τὸν Χριστό, στὶς διαστάσεις τῆς ζωῆς. Η πίστη δὲν συνδέεται μὲ τὴν χαρὰ ποὺ λείπει. Ἀντίθετα, τὰ ἀγαθὰ εἶναι ποὺ δίνουν χαρά. Ἡ πίστη ὅμως εἶναι αὐτὴ ποὺ δίνει ἀξία σὲ ὅ,τι κάνουμε, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅ,τι ἔχουμε. Η πίστη ὡς δοξολογία καὶ εὐχαριστία. Ἡ πίστη ὡς ἀγάπη καὶ μοίρασμα. Ἡ πίστη ὡς ἡ βεβαιότητα τῶν ἐσχάτων, τῆς Ἀνάστασής μας. Ἡ πίστη ὡς αὐτὴ ποὺ κατισχύει τῆς δύναμης τῆς Ἱστορίας καὶ τῆς Ἐξουσίας. Η πίστη γεμίζει τὴν καρδιὰ μᾶς νόημα καὶ σκοπό. Ὑπάρχουμε γιὰ νὰ ἀναζητοῦμε καὶ νὰ κοινωνοῦμε Ἐκεῖνον ποὺ τόσο μᾶς ἀγάπησε ὥστε νὰ παραδώσει τὸν ἑαυτό Του γιὰ μᾶς στὸ θάνατο.
Η πίστη διδάσκεται, ἀλλὰ καὶ βιώνεται. Μέσα ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων, φωτισμένους ἀνθρώπους ποὺ ἀγγίζουν τὴν ψυχή μας. Ἡ βίωση ὅμως εἶναι ὑπόθεση προσωπική.
Ξεκινᾶ ἀπὸ τὸ μυστήριο της Εὐχαριστίας καὶ συνεχίζεται στὴν καθημερινότητα τῆς ζωῆς μας, σὲ κάθε πτυχή της. Στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο βλέπουμε τὸν πλησίον μας. Τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ ἀποπνέει ὁ λόγος καὶ τὸ παράδειγμά μας. Τὴν ἐμπιστοσύνη στο Θεό.
Μπορεῖ ἡ πορεία τοῦ καθενὸς νὰ εἶναι ἀδύνατον οὔτε νὰ πλησιάσει ἔστω τὴν πορεία τοῦ Παύλου. Ὅμως ὁ Χριστὸς μᾶς δίνει τὴν βεβαιότητα τῆς ἀγάπης Του καὶ τῆς παρουσίας Τοῦ ἐντὸς μας κάθε φορᾶ ποὺ Τὸν ζητοῦμε καὶ Τὸν κοινωνοῦμε στὴ Θεία Εὐχαριστία. Ποῦ Τὸν βλέπουμε στὸ πρόσωπο τοῦ συνανθρώπου μας. Ποῦ ἀπορρίπτουμε τὴν στήριξη εἴτε στὰ ἀγαθὰ εἴτε στὶς ἰδέες εἴτε στὴ νοοτροπία τοῦ κόσμου τούτου. Κάθε φορὰ ποὺ Τὸν ἐπικαλούμαστε μὲ ταπείνωση καὶ ἐλπίδα, ὅπως τὰ παιδιὰ τὸν πατέρα ἢ τὸν φίλο καὶ οἰκεῖο. Κάθε φορὰ ποὺ μετανοοῦμε γιὰ τὶς πτώσεις μας. Ὅταν ζοῦμε ἀληθινὰ τὸν τρόπο καὶ τὴν ὁδὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀξίζει ὁποιαδήποτε ἀπόρριψη καὶ λοιδορία ὁ δρόμος τῆς πίστης.
«Ὁ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντος μὲ καὶ παραδόντος ἐαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ» (Γαλ. 2, 20). Ἡ τωρινὴ σωματική του ζωή, λέει ὁ Παῦλος, εἶναι ζωὴ βασισμένη στὴν πίστη του στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ ποὺ τὸν ἀγάπησε καὶ πέθανε ἑκούσια γιὰ χάρη του. Στηρίζεται ἡ κατὰ κόσμον καὶ κατὰ ἄνθρωπον ζωή του στὴν πίστη στὸ Χριστό, Αὐτὸν ποὺ ἀγάπησε καὶ τὸν Παῦλο καὶ ὅλους τους ἀνθρώπους καὶ πέθανε γιὰ χάρη μας.
Τί σημαίνει νὰ βασίζεται ἡ ζωὴ στὸ Χριστό;
Σημαίνει σχέση ἐνώπιος ἐνωπίω μὲ τὸ Χριστό. Δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς ἕνα φανταστικὸ πρόσωπο. Δὲν εἶναι ὁ ἱδρυτὴς μιᾶς θρησκείας, ὁ ὁποῖος ἔφερε μερικὲς ὄμορφες ἰδέες στὸν ἄνθρωπο ἢ ἔδωσε ἕνα καλὸ παράδειγμα. Εἶναι τὸ Θεανθρώπινο Πρόσωπο τὸ Ὁποῖο ὁ Παῦλος ἔχει δεῖ καὶ αἰσθάνεται νὰ ἀγκαλιάζει τὴ ζωή του μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ μὴν ζεῖ ἐκεῖνος, ἀλλὰ στὸ πρόσωπό του νὰ ζεῖ ὁ Χριστό. Νὰ εἶναι τὰ χέρια τοῦ χέρια Χριστοῦ. Τὰ μάτια καὶ ἡ σκέψη τοῦ μάτια καὶ σκέψη Χριστοῦ. Στὴν καρδιά του νὰ ὑπάρχει ὁ Χριστός. Νοῦς, αἰσθήσεις, ἐπιθυμίες, θέλημα, ψυχή, ἡ ζωὴ τοῦ ὁλόκληρη, ὡς τὶς λεπτομέρειές της νὰ εἶναι ζωὴ Χριστοῦ. Ο χρόνος καὶ ὁ τρόπος τοῦ εἶναι χρόνος καὶ τρόπος Χριστοῦ. Ἔχει παραιτηθεῖ ἀπὸ τὸ θέλημά του, ἀπὸ τὸ δικαίωμα νὰ σκέφτεται γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀκόμη καὶ γιὰ τὶς ὑλικές του ἀνάγκες. Ζεῖ τὴν κοινωνία μὲ τὸ Χριστὸ ὡς ἐρωτευμένος ποὺ τίποτε δὲν ἔχει νόημα παρὰ ἡ κοινωνία μὲ τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾶ.
Σημαίνει ἀποταγὴ τῆς ἁμαρτίας, ὡς ἀποτυχίας νὰ ζήσει ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ υἱοθέτησης τοῦ ἐγωκεντρικοῦ τρόπου ποὺ θεοποιεῖ τὸν ἀνθρώπινο ἑαυτό, τὶς ἀνάγκες, τὰ δικαιώματα, τὶς ἐπιθυμίες. Τίποτε δὲν ἔχει ὁ ἄνθρωπος ποὺ νὰ τοῦ ἀνήκει. Σὲ κανένα ἀπὸ τὰ ἀγαθά του δὲν μένει. Δὲν ζητᾶ νὰ ἀπολαύσει τὰ πάθη του, ἀλλὰ παλεύει ἐναντίον τοὺς γιὰ νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν ὕπαρξή του, νὰ γίνει καθαρὸς τὴ καρδία, γιὰ νὰ βλέπει συνεχῶς τὴν ὄψη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐγκεντρίζεται στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ὡς τὴν κατεξοχὴν μέθοδο ἀποταγῆς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Τὴ ζωὴ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συγχωρητικότητας ἀπέναντί σε ὅποιον τοῦ ὀφείλει καὶ ζητᾶ ἀπὸ τὸ Θεὸ ἄφεση γιὰ ὅ,τι Τοῦ ὀφείλει.
Σημαίνει ἀπόρριψη ὅλων των ἄλλων νοημάτων ποὺ ὁ κόσμος προσφέρει στὸν ἄνθρωπο. Καὶ αὐτὰ τὰ νοήματα δὲν ἔγκεινται μόνο στὶς ἄλλες θρησκευτικὲς δοξασίες ἢ τὶς ἠθικὲς καὶ φιλοσοφίες ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ πιστεύει ὅτι μπορεῖ νὰ στηριχθεῖ. Σημαίνει ἀπόρριψη κυρίως τοῦ ὑλιστικοῦ φρονήματος, τὸ ὁποῖο μᾶς κάνει νὰ ἐμπιστευόμαστε τὸ πρόσκαιρο, τὴν ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν, ἀκόμη καὶ τὸ ὅραμα γιὰ μιὰ καλύτερη ζωή, στηριγμένη στο νῦν τοῦ κόσμου καὶ τοῦ χρόνου. Ὁ ἄνθρωπος δὲν γίνεται ἀπόκοσμος. Ὅμως δὲν βλέπει τὴ ζωὴ στὴν προοπτική της καθημερινότητας. Δὲν ἐλπίζει στὰ ἐπιτεύγματα γιὰ νὰ τὴν νοηματοδοτήσει. Δὲν νικιέται ἀπὸ τὴ δύναμη τῆς ἀνθρώπινης φιλοσοφίας, χωρὶς αὐτὸ νὰ συνεπάγεται ἀπόρριψη ὅ,τι ὑγιοῦς αὐτὴ ἔχει νὰ προσφέρει. Δὲν ἐλπίζει οὔτε στὰ δικά του κατορθώματα, στὴν ἀνάγκη νὰ ἀφήνει καλὸ ὄνομα, ὅ,τι κι ἂν κάνει. Δὲν τὸν ἐνδιαφέρει ἡ γνώμη τῶν ἄλλων.
Πόσο ἐφικτὸς εἶναι αὐτὸς ὁ δρόμος σήμερα;
Ζούμε σὲ μιὰ πραγματικότητα καὶ ἕναν κόσμο ποὺ ἡ πίστη συνήθως λοιδορεῖται. Δὲν θεωρεῖται ἱκανὴ νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ παρακολουθήσουμε τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ χριστιανὸς θεωρεῖται ἕνας ρομαντικὸς ὀνειροπόλος, ὁ ὁποῖος εἶναι προσκολλημένος στὸ παρελθόν.
Τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ ἐρώτημα «τί κάνει ὁ Θεὸς γιὰ τὸν κόσμο;» έχει ὑποκαταστήσει τὸ ἐρώτημα «τί κάνει ὁ ἄνθρωπος, ὁ καθένας μας γιὰ τὸν κόσμο;», γιατὶ αὐτὸ βολεύει τὴ νοοτροπία τοῦ πονηροῦ νὰ μεταφέρει τὴν ἀπουσία νοήματος στὴν δῆθεν ἀδιαφορία τοῦ Θεοῦ γιὰ τὰ πλάσματά Του καὶ ἑπομένως νὰ χρησιμοποιήσει τὴν ἀνικανότητα ἢ τὴν ἀδιαφορία τοῦ ἀνθρώπου νὰ παλέψει νὰ μεταφέρει Αὐτὸν ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ζεῖ, τὸν Χριστό, στὶς διαστάσεις τῆς ζωῆς. Η πίστη δὲν συνδέεται μὲ τὴν χαρὰ ποὺ λείπει. Ἀντίθετα, τὰ ἀγαθὰ εἶναι ποὺ δίνουν χαρά. Ἡ πίστη ὅμως εἶναι αὐτὴ ποὺ δίνει ἀξία σὲ ὅ,τι κάνουμε, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅ,τι ἔχουμε. Η πίστη ὡς δοξολογία καὶ εὐχαριστία. Ἡ πίστη ὡς ἀγάπη καὶ μοίρασμα. Ἡ πίστη ὡς ἡ βεβαιότητα τῶν ἐσχάτων, τῆς Ἀνάστασής μας. Ἡ πίστη ὡς αὐτὴ ποὺ κατισχύει τῆς δύναμης τῆς Ἱστορίας καὶ τῆς Ἐξουσίας. Η πίστη γεμίζει τὴν καρδιὰ μᾶς νόημα καὶ σκοπό. Ὑπάρχουμε γιὰ νὰ ἀναζητοῦμε καὶ νὰ κοινωνοῦμε Ἐκεῖνον ποὺ τόσο μᾶς ἀγάπησε ὥστε νὰ παραδώσει τὸν ἑαυτό Του γιὰ μᾶς στὸ θάνατο.
Η πίστη διδάσκεται, ἀλλὰ καὶ βιώνεται. Μέσα ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων, φωτισμένους ἀνθρώπους ποὺ ἀγγίζουν τὴν ψυχή μας. Ἡ βίωση ὅμως εἶναι ὑπόθεση προσωπική.
Ξεκινᾶ ἀπὸ τὸ μυστήριο της Εὐχαριστίας καὶ συνεχίζεται στὴν καθημερινότητα τῆς ζωῆς μας, σὲ κάθε πτυχή της. Στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο βλέπουμε τὸν πλησίον μας. Τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ ἀποπνέει ὁ λόγος καὶ τὸ παράδειγμά μας. Τὴν ἐμπιστοσύνη στο Θεό.
Μπορεῖ ἡ πορεία τοῦ καθενὸς νὰ εἶναι ἀδύνατον οὔτε νὰ πλησιάσει ἔστω τὴν πορεία τοῦ Παύλου. Ὅμως ὁ Χριστὸς μᾶς δίνει τὴν βεβαιότητα τῆς ἀγάπης Του καὶ τῆς παρουσίας Τοῦ ἐντὸς μας κάθε φορᾶ ποὺ Τὸν ζητοῦμε καὶ Τὸν κοινωνοῦμε στὴ Θεία Εὐχαριστία. Ποῦ Τὸν βλέπουμε στὸ πρόσωπο τοῦ συνανθρώπου μας. Ποῦ ἀπορρίπτουμε τὴν στήριξη εἴτε στὰ ἀγαθὰ εἴτε στὶς ἰδέες εἴτε στὴ νοοτροπία τοῦ κόσμου τούτου. Κάθε φορὰ ποὺ Τὸν ἐπικαλούμαστε μὲ ταπείνωση καὶ ἐλπίδα, ὅπως τὰ παιδιὰ τὸν πατέρα ἢ τὸν φίλο καὶ οἰκεῖο. Κάθε φορὰ ποὺ μετανοοῦμε γιὰ τὶς πτώσεις μας. Ὅταν ζοῦμε ἀληθινὰ τὸν τρόπο καὶ τὴν ὁδὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀξίζει ὁποιαδήποτε ἀπόρριψη καὶ λοιδορία ὁ δρόμος τῆς πίστης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου