Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2016

Ἀσυνείθιστη ἐπίσκεψη (Γέροντας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης)

Στὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γερασίμου, στὴν Πολυκλινική, ἐρχόντουσαν πολλοὶ προσκυνητὲς ν’ ἀνάψουν τὸ κεράκι τους. Μερικοὶ ἔμεναν γιὰ ἐξομολόγηση, ἄλλοι ἔπαιρναν ἁπλῶς εὐχή, ἐνῶ ἄλλοι ἀναβαν τὸ κερί τους, ἔκαναν τὸ σταυρό τους κι ἔφευγαν. Ἐρχόντουσαν κάθε λογὴς ἄνθρωποι, ἄνδρες, γυναῖκες, μικροί, μεγάλοι, μορφωμένοι, ἁπλοϊκοὶ κ.λπ. Στὴν περιοχὴ τῆς Ὁμόνοιας ἔμεναν ἄνθρωποι κάθε κατηγορίας.
Παλαιὰ συνηθίζαμε, κατὰ την εορτὴ τῶν Θεοφανείων, ν’ ἁγιάζομε τὰ σπίτια. Κάποια χρονιὰ ἐπῆγα κι ἐγὼ κι ἁγίαζα. Χτυποῦσα τὶς πόρτες τῶν διαμερισμάτων, μοῦ ἀνοίγανε κι ἔμπαινα μέσα ψάλλοντας: «Ἐν Ἰορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε…».Ὅπως πήγαινα στὴν ὁδὸ Μαιζῶνος, βλέπω μιὰ σιδερένια πόρτα. Ἀνοίγω, μπαίνω μέσα στὴν αὐλή, ποὺ ἦταν γεμάτη ἀπὸ μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, καὶ προχωρῶ στὴ σκάλα. Ἦταν μιὰ σκάλα ἐξωτερική, ποὺ ἀνέβαινε πάνω καὶ κάτω εἶχε ὑπόγειο. Ἀνέβηκα τὴ σκάλα,χτυπάω τὴν πόρτα καὶ παρουσιάζεται μιὰ κυρία. Ἀφοῦ μου ἄνοιξε, ἐγὼ ἄρχισα κατὰ τὴ συνήθειά μου τὸ «Ἐν Ἰορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε…». Μὲ σταματάει ἀπότομα. Ἐν τῷ μεταξὺ μὲ ἀκούσανε καὶ δεξιὰ κι ἀριστερὰ στὸ διάδρομο βγαίνανε κοπέλες ἀπ’ τὰ δωμάτια. «Κατάλαβα, ἔπεσα σὲ οἶκο ἀνοχῆς», εἶπα μέσα μου. Ἡ γυναίκα μπῆκε μπροστά μου νὰ μ’ ἐμποδίσει.
—Να φύγεις, μοῦ λέει. Δὲν κάνει αὐτὲς νὰ φιλήσουν τὸ Σταυρό. Νὰ φιλήσω ἐγὼ τὸ Σταυρὸ καὶ νὰ φύγεις, σὲ παρακαλῶ.
Ἐγὼ τώρα πῆρα σοβαρὸ καὶ ἐπιτιμητικὸ ὕφος καὶ τῆς λέω:
—Εγώ δὲν μπορῶ νὰ φύγω! Ἐγὼ εἶμαι παπάς, δὲν μπορῶ νὰ φύγω! Ἦλθα ἐδῶ ν’ ἁγιάσω.
—Ναι, ἀλλὰ δὲν κάνει νὰ φιλήσουν τὸ Σταυρὸ αὐτές.
—Μα δὲν ξέρομε ἂν κάνει νὰ φιλήσουν τὸ Σταυρὸ αὐτὲς ἢ ἐσύ. Διότι ἂν μὲ ρωτήσει ὁ Θεὸς καὶ ζητήσει νὰ Τοῦ πῶ ποιὸς κάνει νὰ φιλήσει τὸ Σταυρό, οἱ κοπέλες ἢ ἐσύ, μπορεῖ νὰ ἔλεγα: «Οἱ κοπέλες κάνει νὰ τὸν φιλήσουν καὶ ὄχι ἐσύ. Οἱ ψυχὲς τοὺς εἶναι πιὸ καλὲς ἀπὸ τὴ δική σου».
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἐκοκκίνησε λίγο.Τῆς λέω λοιπόν:
—Ασε τὰ κορίτσια νὰ φιλήσουν τὸ Σταυρό.
Τοὺς ἔκανα νόημα νὰ πλησιάσουν. Ἐγὼ πιὸ μελωδικὰ ἀπὸ πρῶτα ἔψαλλα τὸ «Ἐν Ἰορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε…», διότι εἶχα μιὰ χαρὰ μέσα μου, ποὺ ὁ Θεὸς οἰκονόμησε τὰ πράγματα νὰ πάω καὶ σ’ αὐτὲς τὶς ψυχές. Φιλήσανε ὅλες το Σταυρό. Ἦταν ὅλες περιποιημένες, μὲ τὶς πολύχρωμες φοῦστες κ.λπ. Καὶ τοὺς εἶπα:
—Παιδιά μοῦ, χρόνια πολλά.Ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπάει ὅλους. Εἶναι πολὺ καλὸς καὶ «βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἄδικους». Ὅλοι Τὸν ἔχομε Πατέρα καὶ γιὰ ὅλους μας ἐνδιαφέρεται ὁ Θεός. Μόνο νὰ φροντίσομε νὰ Τὸν γνωρίσομε καὶ νὰ Τὸν ἀγαπήσουμε κι ἐμεῖς καὶ νὰ γίνομε καλοί.Νὰ Τὸν ἀγαπήσετε καὶ θὰ δεῖτε πόσο εὐτυχισμένες θὰ εἶστε.
Κοιτάξανε ἀπορημένες. Κάτι πῆρε ἡ ψυχούλα τους ἡ ταλαιπωρημένη.
—Χάρηκα, τοὺς λέω τέλος, ποὺ μ’ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ ἔλθω σήμερα καὶ νὰ σᾶς ἁγιάσω. Χρόνια πολλά!
—Χρόνια πολλά, εἶπαν κι ἐκεῖνες κι ἔφυγα.


Τριμηνιαῖο περιοδικό, ἔκδοσης Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γορτύνης καὶ Ἀρκαδίας, ἐν Ἐσόπτρω, τ.6ο,Ἀπρίλιος – Ἰούνιος 2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου