Ὃ καθένας ἐκ τῶν ἔργων τοῦ δικαιωθήσεται ἡ κριθήσεται. Ὅ,τι ἔργα θὰ κάνης, αὐτὰ θὰ σὲ κρίνουν ἡ, βοηθήσουν.
Ἂν κοιμηθῶ ἐγώ, θὰ λυπηθεῖς ἐσύ. Θὰ πεῖς τὴν ἑπομένη: Ὃ καημένος ὃ Γέρων ἂπ τὴν Μικρὰ Ἀσία, ἀλλὰ δὲν θὰ μπορεῖς νὰ κάμεις τίποτα περισσότερο ἡ, ἐκεῖνες, ἡ ἄλλοι γιὰ σένα. Ὅ,τι θὰ κάνη ὃ καθένας μόνος του.
Ένας μοναχὸς ἀπ’ τὸ Ἅγιο Ὅρος, ἔκαμε πολλὴ νηστεία καὶ ἔκλαιγε. Ἐξομολογήθη λοιπὸν σὲ ἕνα Γέροντα καὶ τοῦ εἶπε γιατί ἔκλαιγε:
«Γνωρίζω, δὲν εἶμαι καλά. Μὲ ἐγκατέλειψε ὃ Κύριος. Πειρασμοὺς δὲν ἔχω. Θλίψεις δὲν ἔχω, ἀσθένεια δὲν ἔχω!». Καὶ προσηύχετο νὰ τοῦ στείλει ὃ Κύριος πειρασμὸ ἡ ἀσθένεια. Πρέπει νὰ ἔχουμε κάτι.
Ὅλοι οἱ Ἅγιοί μας εἶχον θλίψεις, πειρασμούς, ἀσθενείας. Ὃ Ἅγιος Ἰωάννης ὃ Χρυσόστομος ποῦ τὸν ἔστειλαν καὶ ἐξορία!…
Κατόπιν, στρεφόμενος ὃ Γέροντας εἰς τὴν ἄλλη, τὴν ἐρωτά:
Τί κάνεις; Μοῦ λέει ἕνας λογισμὸς ὅτι θυμώνεις. Ἀντιμιλᾶς στοὺς γονεῖς σου. Γιατί; Μὴ τοὺς φωνάζεις. Μὴ τοὺς ὑποδεικνύεις ἐσύ. Διδασκαλία δίχως θέληση τοῦ ἄλλου ἔχθρα εἶναι καὶ γίνεται ἁμαρτία καὶ σὲ ἐκεῖνον ποῦ ἀκούει καὶ δὲν κάνει καὶ ἐσὺ στενοχωρεῖσαι καὶ ταράζεσαι. Μὴ τοὺς φωνάξεις. Ὅλοι εἴμεθα ἁμαρτωλοί. Δὲν βλέπομε τὴν ἁμαρτωλότητά μας, γιατί δὲν πλησιάσαμε πολὺ τὸν Κύριό μας. Ἔχεις ἕνα κερὶ καὶ ἔχεις μακριὰ ἀπὸ τὴν φλόγα τοῦ τὸ δάκτυλό σου. Ἀφοῦ εἶναι μακριά, δὲν σὲ καίει. Ὅσο πιὸ κοντὰ πλησιάζεις, τόσο καταλαβαίνεις τὴ φωτιὰ- καὶ ὅταν θὰ φθάσης πολὺ κοντά, θὰ δεῖς ὅτι καίει! Νὰ πλησιάσουμε πιὸ κοντὰ τὸν Κύριό μας καὶ θὰ δοῦμε τὴν ἁμαρτωλότητά μας. Νὰ πλησιάσουμε περισσότερο.
Ἀπευθύνεται πάλιν εἰς τὸν Διάκονο:Εἶσαι καλὸς τώρα, ἀλλὰ πρόσεχε. Πρόσεχε, γιατί καὶ οἱ Ἄγγελοι πέφτουν. Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ μὴ βγαίνεις ἔξω, οὔτε νὰ βλέπεις γυναῖκες. Κλείσου στὸ δωμάτιό σου καὶ θὰ νοιώσεις μέσα σου διαφορά. Διάβαζε, προσεύχου, θὰ δεῖς. Γι’ αὐτὸ ποῦ μου λές, θὰ παρακαλέσω καὶ ἐγὼ τὴν Θεία Πρόνοια.Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ νὰ νηστεύετε. Ἐγὼ ὅλους μέρα νύχτα σᾶς θυμᾶμαι. Παρακαλῶ γιὰ σᾶς. Νὰ σᾶς διαφυλάττει ὃ Κύριος μας, νὰ σᾶς φωτίζει. Προσπαθῆστε. Ἀγωνίζεσθε. Στὸν ‘Ἅγιο Ἀρσένιο, μιὰ φωνή. τοῦ ἔλεγε: «Φεῦγε καὶ σώζου. Φεῦγε, Ἀρσένιε, καὶ σώζου!» Καὶ ἐπειδὴ ὃ Βασιλεὺς χωρὶς τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο δὲν ἔκανε, πῆγε καὶ κεῖνος καὶ ἔγινε βοσκός.
Γέροντος Ἱερωνύμου της Αἴγινας
Ἂν κοιμηθῶ ἐγώ, θὰ λυπηθεῖς ἐσύ. Θὰ πεῖς τὴν ἑπομένη: Ὃ καημένος ὃ Γέρων ἂπ τὴν Μικρὰ Ἀσία, ἀλλὰ δὲν θὰ μπορεῖς νὰ κάμεις τίποτα περισσότερο ἡ, ἐκεῖνες, ἡ ἄλλοι γιὰ σένα. Ὅ,τι θὰ κάνη ὃ καθένας μόνος του.
Ένας μοναχὸς ἀπ’ τὸ Ἅγιο Ὅρος, ἔκαμε πολλὴ νηστεία καὶ ἔκλαιγε. Ἐξομολογήθη λοιπὸν σὲ ἕνα Γέροντα καὶ τοῦ εἶπε γιατί ἔκλαιγε:
«Γνωρίζω, δὲν εἶμαι καλά. Μὲ ἐγκατέλειψε ὃ Κύριος. Πειρασμοὺς δὲν ἔχω. Θλίψεις δὲν ἔχω, ἀσθένεια δὲν ἔχω!». Καὶ προσηύχετο νὰ τοῦ στείλει ὃ Κύριος πειρασμὸ ἡ ἀσθένεια. Πρέπει νὰ ἔχουμε κάτι.
Ὅλοι οἱ Ἅγιοί μας εἶχον θλίψεις, πειρασμούς, ἀσθενείας. Ὃ Ἅγιος Ἰωάννης ὃ Χρυσόστομος ποῦ τὸν ἔστειλαν καὶ ἐξορία!…
Κατόπιν, στρεφόμενος ὃ Γέροντας εἰς τὴν ἄλλη, τὴν ἐρωτά:
Τί κάνεις; Μοῦ λέει ἕνας λογισμὸς ὅτι θυμώνεις. Ἀντιμιλᾶς στοὺς γονεῖς σου. Γιατί; Μὴ τοὺς φωνάζεις. Μὴ τοὺς ὑποδεικνύεις ἐσύ. Διδασκαλία δίχως θέληση τοῦ ἄλλου ἔχθρα εἶναι καὶ γίνεται ἁμαρτία καὶ σὲ ἐκεῖνον ποῦ ἀκούει καὶ δὲν κάνει καὶ ἐσὺ στενοχωρεῖσαι καὶ ταράζεσαι. Μὴ τοὺς φωνάξεις. Ὅλοι εἴμεθα ἁμαρτωλοί. Δὲν βλέπομε τὴν ἁμαρτωλότητά μας, γιατί δὲν πλησιάσαμε πολὺ τὸν Κύριό μας. Ἔχεις ἕνα κερὶ καὶ ἔχεις μακριὰ ἀπὸ τὴν φλόγα τοῦ τὸ δάκτυλό σου. Ἀφοῦ εἶναι μακριά, δὲν σὲ καίει. Ὅσο πιὸ κοντὰ πλησιάζεις, τόσο καταλαβαίνεις τὴ φωτιὰ- καὶ ὅταν θὰ φθάσης πολὺ κοντά, θὰ δεῖς ὅτι καίει! Νὰ πλησιάσουμε πιὸ κοντὰ τὸν Κύριό μας καὶ θὰ δοῦμε τὴν ἁμαρτωλότητά μας. Νὰ πλησιάσουμε περισσότερο.
Ἀπευθύνεται πάλιν εἰς τὸν Διάκονο:Εἶσαι καλὸς τώρα, ἀλλὰ πρόσεχε. Πρόσεχε, γιατί καὶ οἱ Ἄγγελοι πέφτουν. Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ μὴ βγαίνεις ἔξω, οὔτε νὰ βλέπεις γυναῖκες. Κλείσου στὸ δωμάτιό σου καὶ θὰ νοιώσεις μέσα σου διαφορά. Διάβαζε, προσεύχου, θὰ δεῖς. Γι’ αὐτὸ ποῦ μου λές, θὰ παρακαλέσω καὶ ἐγὼ τὴν Θεία Πρόνοια.Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ νὰ νηστεύετε. Ἐγὼ ὅλους μέρα νύχτα σᾶς θυμᾶμαι. Παρακαλῶ γιὰ σᾶς. Νὰ σᾶς διαφυλάττει ὃ Κύριος μας, νὰ σᾶς φωτίζει. Προσπαθῆστε. Ἀγωνίζεσθε. Στὸν ‘Ἅγιο Ἀρσένιο, μιὰ φωνή. τοῦ ἔλεγε: «Φεῦγε καὶ σώζου. Φεῦγε, Ἀρσένιε, καὶ σώζου!» Καὶ ἐπειδὴ ὃ Βασιλεὺς χωρὶς τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο δὲν ἔκανε, πῆγε καὶ κεῖνος καὶ ἔγινε βοσκός.
Γέροντος Ἱερωνύμου της Αἴγινας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου