Κάποτε ὁ ἄρχοντας τοῦ τόπου ἐπισκέφθηκε τὸν ἀββᾶ Παλλάδιο, γιατί ἤθελε νὰ τὸν δεῖ. Εἶχε ἀκούσει βέβαιά τα σχετικὰ μ' αὐτόν. καὶ εἶχε πάρει μαζί του καὶ ἕναν στενογράφο, στὸν ὁποῖο ἔδωσε τὴν ἑξῆς ἐντολή: «Ἐγὼ τώρα μπαίνω νὰ δῶ τὸν ἀββᾶ, ἐσὺ λοιπὸν ὅσα θὰ μοῦ πεῖ, νὰ τὰ γράψεις μὲ ἀκρίβεια».
Μπαίνει μέσα ὁ ἄρχοντας καὶ λέει στὸν Γέροντα: «Προσευχήσου γιὰ μένα, ἀββᾶ, γιατί ἔχω πολλὲς ἁμαρτίες». «Μόνο ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ἀναμάρτητος» ἀποκρίνεται ὁ Γέροντας. Τὸν ρωτᾶ ὁ ἄρχοντας: «Ἄραγε, ἀββᾶ, θὰ τιμωρηθοῦμε γιὰ κάθε ἁμαρτία;» Κι ἀπαντᾶ ὁ Γέροντας: «Γράφει στὴν ἁγία Γραφή: Ἐσὺ θὰ ἀνταποδώσεις στὸν καθένα σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα του». «Ἐξήγησέ μου τὸν λόγο αὐτὸν» παρακαλεῖ ὁ ἄρχοντας. «Τὸ νόημά του εἶναι ὁλοφάνερο» ἀποκρίνεται ὁ Γέροντας, «ἀλλ' ὅμως ἄκουσε καὶ λεπτομερῶς. Στενοχώρησες τὸν πλησίον; Περίμενε ἀπὸ κάποιον νὰ πάθεις τὸ ἴδιο. Ἅρπαξες ἀπὸ τοὺς κατωτέρους σου, γρονθοκόπησες φτωχό, ἤσουν προσωπολήπτης σὲ δικαστήριο, ντρόπιασες, κακολόγησες, συκοφάντησες, εἶπες ψέματα ἐναντίον κάποιου, ἐπιβουλεύθηκες τὴν οἰκογενειακὴ τιμὴ τῶν ἄλλων, ὁρκίστηκες ψευδόμενος, μετέθεσες ὅρια πατρικῶν χωραφιῶν, πρόσβαλες κτήματα ὀρφανῶν, καταστενοχώρησες χῆρες, προτίμησες τὴν ἐδῶ πρόσκαιρη ἡδονὴ ἀπὸ τὰ μελλοντικὰ ἀγαθά; Περίμενε τὴν ἀνταπόδοση αὐτῶν. Γιατί ὅ,τι λογῆς ἔργα σπείρει ὁ ἄνθρωπος, τέτοια καὶ θὰ θερίσει. Καὶ βέβαια ἐὰν ἔχεις κάνει καὶ κάποια καλὰ ἔργα, νὰ περιμένεις νὰ σοῦ ἀνταποδοθοῦν κι αὐτὰ πολλαπλάσια, γιατί "Ἐσὺ (ὁ Θεὸς) θὰ ἀνταποδώσεις στὸν καθένα σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα του". Ἔχοντας στὸν νοῦ σου, σ' ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς σου, αὐτὴ τὴν τελικὴ ἀπόφαση, θὰ μπορέσεις νὰ ἀποφύγεις τὰ περισσότερα ἁμαρτήματα».
«Καὶ τί πρέπει νὰ κάνω, ἀββᾶ;» ρωτάει ὁ ἄρχοντας. «Νὰ συλλογιέσαι -τοῦ ἁπαντὰ ὁ Γέροντας- τὰ αἰώνια, τὰ ἀτελεύτητα, τὰ συνεχόμενα... Ἐκεῖ εἶναι χώρα ζώντων ποὺ δὲν κινδυνεύουν νὰ πεθάνουν ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ ζοῦν τὴν ἀληθινὴ ζωὴ ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστό».
Στέναξε τότε ὁ ἄρχοντας καὶ εἶπε: «Πράγματι, ἀββᾶ, ἔτσι εἶναι ὅπως τὰ εἶπες». Καὶ ξεκίνησε νὰ ἐπιστρέψει στὸ σπίτι τοῦ εὐχαριστώντας τὸν Θεὸ γιὰ τὴ μεγάλη ὠφέλεια ποὺ πῆρε.
Μπαίνει μέσα ὁ ἄρχοντας καὶ λέει στὸν Γέροντα: «Προσευχήσου γιὰ μένα, ἀββᾶ, γιατί ἔχω πολλὲς ἁμαρτίες». «Μόνο ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ἀναμάρτητος» ἀποκρίνεται ὁ Γέροντας. Τὸν ρωτᾶ ὁ ἄρχοντας: «Ἄραγε, ἀββᾶ, θὰ τιμωρηθοῦμε γιὰ κάθε ἁμαρτία;» Κι ἀπαντᾶ ὁ Γέροντας: «Γράφει στὴν ἁγία Γραφή: Ἐσὺ θὰ ἀνταποδώσεις στὸν καθένα σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα του». «Ἐξήγησέ μου τὸν λόγο αὐτὸν» παρακαλεῖ ὁ ἄρχοντας. «Τὸ νόημά του εἶναι ὁλοφάνερο» ἀποκρίνεται ὁ Γέροντας, «ἀλλ' ὅμως ἄκουσε καὶ λεπτομερῶς. Στενοχώρησες τὸν πλησίον; Περίμενε ἀπὸ κάποιον νὰ πάθεις τὸ ἴδιο. Ἅρπαξες ἀπὸ τοὺς κατωτέρους σου, γρονθοκόπησες φτωχό, ἤσουν προσωπολήπτης σὲ δικαστήριο, ντρόπιασες, κακολόγησες, συκοφάντησες, εἶπες ψέματα ἐναντίον κάποιου, ἐπιβουλεύθηκες τὴν οἰκογενειακὴ τιμὴ τῶν ἄλλων, ὁρκίστηκες ψευδόμενος, μετέθεσες ὅρια πατρικῶν χωραφιῶν, πρόσβαλες κτήματα ὀρφανῶν, καταστενοχώρησες χῆρες, προτίμησες τὴν ἐδῶ πρόσκαιρη ἡδονὴ ἀπὸ τὰ μελλοντικὰ ἀγαθά; Περίμενε τὴν ἀνταπόδοση αὐτῶν. Γιατί ὅ,τι λογῆς ἔργα σπείρει ὁ ἄνθρωπος, τέτοια καὶ θὰ θερίσει. Καὶ βέβαια ἐὰν ἔχεις κάνει καὶ κάποια καλὰ ἔργα, νὰ περιμένεις νὰ σοῦ ἀνταποδοθοῦν κι αὐτὰ πολλαπλάσια, γιατί "Ἐσὺ (ὁ Θεὸς) θὰ ἀνταποδώσεις στὸν καθένα σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα του". Ἔχοντας στὸν νοῦ σου, σ' ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς σου, αὐτὴ τὴν τελικὴ ἀπόφαση, θὰ μπορέσεις νὰ ἀποφύγεις τὰ περισσότερα ἁμαρτήματα».
«Καὶ τί πρέπει νὰ κάνω, ἀββᾶ;» ρωτάει ὁ ἄρχοντας. «Νὰ συλλογιέσαι -τοῦ ἁπαντὰ ὁ Γέροντας- τὰ αἰώνια, τὰ ἀτελεύτητα, τὰ συνεχόμενα... Ἐκεῖ εἶναι χώρα ζώντων ποὺ δὲν κινδυνεύουν νὰ πεθάνουν ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ ζοῦν τὴν ἀληθινὴ ζωὴ ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστό».
Στέναξε τότε ὁ ἄρχοντας καὶ εἶπε: «Πράγματι, ἀββᾶ, ἔτσι εἶναι ὅπως τὰ εἶπες». Καὶ ξεκίνησε νὰ ἐπιστρέψει στὸ σπίτι τοῦ εὐχαριστώντας τὸν Θεὸ γιὰ τὴ μεγάλη ὠφέλεια ποὺ πῆρε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου