– Τί καπνὸς εἶναι ἐκεῖ;
– Κάτι καῖμε, Γέροντα.
– Βάλατε φωτιὰ μὲ τέτοιον ἀέρα;
– Γέροντα, ἔβρεξε τὸ πρωί.
– Έστω καὶ νὰ ἔβρεξε καὶ κατακλυσμὸ νὰ ἔκανε, ἂν σηκωθῆ μετὰ ἕνας ἀέρας, γίνεται τέτοια ξηρασία, ποῦ ὅλα γίνονται σὰν μπαρούτι! «Ἔβρεξε», σοῦ λέει ἢ ἄλλη! Παλιότερα εἶχε πιάσει φωτιὰ ἐκεῖ κάτω ἄπο χαζομάρα σας· τὸ ξεχάσατε; Ὅταν κανεὶς ρεζιλευθῆ μιὰ φορά, πρέπει στὴν συνέχεια νὰ εἶναι πολὺ προσεκτικός. Ὃ Θεὸς βοηθάει ἐκεῖ ποῦ πρέπει, ἐκεῖ ποῦ δὲν μπορεῖ ὃ ἄνθρωπος νὰ ἔνεργηση ἀνθρωπίνως· δὲν θὰ βοηθήση τὴν χαζομάρα μας. Ρεζιλεύουμε ἔτσι καὶ τοὺς Ἁγίους.
– Γέροντα, καταλαβαίνει κανεὶς πάντοτε μέχρι ποιὸ σημεῖο πρέπει νὰ ἐνεργὴ ἀνθρωπίνως;
– Κατ’ ἀρχὰς αὐτὸ φαίνεται. Ἄλλα καὶ ἂν εἶχε διάθεση νὰ κάνη αὐτὸ ποῦ μποροῦσε νὰ κάνη καὶ δὲν τὸ ἔκανε, γιατί κάτι τὸν ἐμπόδισε, ὃ Θεὸς θὰ τὸν βοηθήση σὲ μιὰ δύσκολη στιγμή. Ἂν ὅμως δὲν ἐΐχε διάθεση, ἐνῶ εἶχε κουράγιο, ὃ Θεὸς δὲν θὰ βοηθήση. Σοὺ λένε λ.χ. νὰ βάζης τὸ βράδυ τὸν σύρτη στὴν πόρτα καὶ ἐσὺ δὲν τὸν βάζεις, γιατί βαριέσαι, καὶ λὲς ὅτι θὰ φυλάξη ὃ Θεός. Δὲν εἶναι ὅτι ἔχεις ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ καὶ δὲν βάζεις τὸν σύρτη, ἀλλὰ δὲν τὸν βάζεις, γιατί βαριέσαι. Πῶς νὰ βοηθήση τότε ὃ Θεός; Νὰ βοηθήση δηλαδὴ τὸν τεμπέλη; Ὅταν λέω σὲ ἕναν νὰ βάλη τὸν σύρτη καὶ δὲν τὸν βάζη, καὶ μόνο γιὰ τὴν παρακοὴ τοῦ θέλει τιμωρία.
Ὅ,τι μπορεῖ νὰ κάνη κανεὶς ἀνθρωπίνως, πρέπει νὰ τὸ κάνη καὶ ὅ,τι δὲν μπορεῖ, νὰ τὸ ἄφηνη στὸν Θεό. Καὶ ἂν κάνη λίγο περισσότερο ἄπο ὅ,τι μπορεῖ, ὄχι ὅμως ἄπο ἐγωισμὸ ἀλλὰ ἄπο φιλότιμο, γιατί νομίζει ὅτι δὲν ἔξηντλησε αὐτὸ ποῦ μπορεῖ νὰ κάνη ἀνθρωπίνως, πάλι τὸ βλέπει ὃ Θεὸς καὶ συγκινεῖται. Ὃ Θεός, γιὰ νὰ βοηθήση, θέλει καὶ τὴν δική μας προσπάθεια. Βλέπεις, ὃ Νῶε ἑκατὸ χρόνια παιδευόταν νὰ φτιάξη τὴν Κιβωτό. Πριόνιζαν τὰ ξύλα μὲ ξύλινα πριόνια. Ἔβρισκαν ἄλλα ξύλα πιὸ σκληρὰ καὶ τὰ ἔφτιαχναν πριόνια. Δὲν μποροῦσε τάχα νὰ κάνη κάτι ὃ Θεός, ὥστε νὰ τελείωση γρήγορα ἢ Κιβωτός; Τοὺς εἶπε ὅμως πῶς νὰ τὴν φτιάξουν καὶ μετὰ τοὺς ἔδινε δυνάμεις. Γὶ” αὐτὸ νὰ κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε ἐμεῖς, γιὰ νὰ κάνη καὶ ὃ Θεὸς ὅ,τι ἐμεῖς δὲν μποροῦμε.
Ἦρθε κάποιος στὸ Καλύβι καὶ μοῦ εἶπε: «Γιατί οἱ καλόγεροι κάθονται ἐδῶ καὶ δὲν πᾶνε στὸν κόσμο, νὰ βοηθήσουν τὸν λαό;». «Ἂν πήγαιναν ἔξω στὸν κόσμο, νὰ βοηθήσουν τὸν λαό, τοῦ εἶπα, θὰ ἔλεγες γιατί οἳ καλόγεροι γυρίζουν στὸν κόσμο. Τώρα ποῦ δὲν πᾶνε-, λὲς γιατί δὲν πᾶνε». Ὕστερά μου λέει: «Γιατί οἳ καλόγεροι πηγαίνουν στοὺς γιατροὺς καὶ δὲν τοὺς βοηθάει ὃ Χριστός τους καὶ ἢ Παναγία τους νὰ γίνουν καλά;». «Αὐτὴν τὴν ἐρώτηση, τοῦ λέω, μοῦ τὴν ἔκανε καὶ ἕνας Ἑβραῖος γιατρός». «Αὐτὸς δὲν εἶναι Ἑβραῖος», μοῦ λέει ἕνας ποῦ ἦταν μαζί του. «Δὲν ἔχει σημασία ποῦ δὲν εἶναι Ἑβραῖος, τοῦ λέω. Αὐτὴ ἢ ἐρώτηση Ἑβραίου εἶναι. Καὶ θὰ σᾶς πῶ τὴν ἀπάντηση ποῦ ἔδωσα στὸν Ἑβραῖο, ἀφοῦ εἶναι ὅμοια ἢ περίπτωση. Ἔσυ, σὰν Ἑβραῖος ποῦ εἶσαι, τοῦ εἶπα, ἔπρεπε νὰ ξέρης ἄπ” ἔξω τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἐκεῖ στὸν Προφήτη Ἠσαΐα ἀναφέρει ὅτι ὃ Θεὸς χάρισε στὸν βασιλιὰ Ἔζεκια, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ καλός, ἀκόμη δεκαπέντε χρόνια ζωῆς. Ἔστειλε τὸν Προφήτη Ἠσαΐα καὶ εἶπε στὸν βασιλιά: Ὃ Θεὸς σοϋ χαρίζει ἀκόμη δεκαπέντε χρόνια ζωῆς, γιατί διέλυσες τὰ ἄλση τῶν εἰδωλολατρῶν. Καὶ γιὰ τὴν πληγή σου – ὁ βασιλιὰς εἶχε καὶ μιὰ πληγὴ – εἶπε ὃ Θεὸς νὰ βάλης ἐπάνω μιὰ τσαπέλλα σύκα, καὶ θὰ γίνης καλά! Ἀφού ὸ Θεὸς τοϋ χάρισε δεκαπέντε χρόνια ζωῆς, δὲν μποροῦσε νὰ θεραπεύση καὶ ἐκείνη τὴν πληγή; Ἐκείνη ὅμως γιατρευόταν μὲ μιὰ τσαπέλλα σύκα». Πράγματα ποῦ γίνονται ἄπό τους ἀνθρώπους νὰ μὴν τὰ ζητᾶμε ἄπο τὸν Θεό. Νὰ ταπεινωνώμαστε στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ ζητᾶμε τὴν βοήθειά τους.
Μέχρις ἑνὸς σημείου θὰ ἔνεργηση ὃ ἄνθρωπος ἀνθρωπίνως καὶ μετὰ θὰ ἄφεθη στὸν Θεό. Εἶναι ἐγωιστικὸ νὰ προσπαθῆ νὰ βοηθήση κανεὶς σὲ κάτι ποῦ δὲν γίνεται ἀνθρωπίνως. Σὲ πολλὲς περιπτώσεις ποῦ ἐπιμένει ὃ ἄνθρωπος νὰ βοηθήση, βλέπω ὅτι εἶναι ἄπο ἐνέργεια τοῦ πειρασμοῦ, γιὰ νὰ τὸν ἄχρηστεψη. Ἔγω, ὅταν βλέπω ὅτι δὲν βοηθιέται μιὰ κατάσταση ἀνθρωπίνως – λίγο-πολὺ καταλαβαίνω μέχρι ποιὸ σημεῖο μπορεῖ νὰ βοηθήση ὃ ἄνθρωπος καὶ ἄπο ποιὸ σημεῖο καὶ μετὰ πρέπει νὰ τ’ ἄφηση στὸν Θεὸ -, τότε ὑψώνω τὰ χέρια στὸν Θεό, ἀνάβω καὶ δυὸ λαμπάδες, ἀφήνω τὸ πρόβλημα στὸν Θεὸ καὶ ἀμέσως τακτοποιεῖται. Ὃ Θεὸς ξέρει ὅτι δὲν τὸ κάνω ἄπο τεμπελιά.
Γι’ αὐτό, ὅταν μᾶς ζητοῦν βοήθεια, πρέπει νὰ διακρίνουμε καὶ νὰ βοηθοῦμε σὲ ὅσα μποροῦμε. Σὲ ὅσα ὅμως δὲν μποροῦμε, νὰ βοηθοῦμε ἔστω μὲ μιὰ εὐχὴ ἢ μὲ τὸ νὰ τὰ ἀναθέτουμε μόνο στὸν Θεό· καὶ αὐτὸ εἶναι μιὰ μυστικὴ προσευχή.
Ὃ Θεὸς εἶναι φύσει ἀγαθὸς καὶ γιὰ τὸ καλό μας φροντίζει πάντα, καὶ ὅταν τοῦ ζητήσουμε κάτι, θὰ μᾶς τὸ δώση, ἐὰν εἶναι γιὰ τὸ καλό μας. Ὅ,τι εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας καὶ γιὰ τὴν σωματική μας συντήρηση, ὃ Θεὸς θὰ μᾶς τὸ δώση πλουσιοπάροχα καὶ θὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία Του. Ὅ,τι μᾶς στερεῖ, εἴτε γιὰ νὰ μᾶς δοκιμάση εἴτε γιὰ νὰ μᾶς προφύλαξη, ὅλα νὰ τὰ δὲ-χώμαστε μὲ χαρά, ἄλλα καὶ νὰ τὰ μελετοῦμε, γιὰ νὰ ὠφελούμαστε. Ξέρει πότε καὶ πῶς νὰ οἴκονομαή το πλάσμα Του. Βοηθάει μὲ τὸν τρόπο Τοῦ τὴν ὥρα ποῦ χρειάζεται. Πολλὲς φορὲς ὅμως τὸ ἀδύνατο πλάσμα Τοῦ ἀδημονεῖ, γιατί τὸ θέλει ἐκείνη τὴν ὥρα ποῦ τὸ ζητάει, σὰν τὸ μικρὸ παιδὶ ποῦ ζητάει τὸ κουλούρι ἀπὸ τὴν μάνα τοῦ ἄψητο καὶ δὲν κάνει ὑπομονὴ νὰ ψηθῆ. Ἔμεϊς θὰ ζητᾶμε, θὰ κάνουμε ὑπομονὴ καὶ ἢ Καλή μας Μητέρα ἢ Παναγία, ὅταν εἶναι ἕτοιμο, θὰ μᾶς τὸ δώση.
– Γέροντα, οἱ Ἅγιοι πότε βοηθοῦν;
– Ὅποτε χρειάζεται νὰ βοηθήσουν, ὄχι ὅποτε νομίζουμε ἐμεῖς ὅτι χρειάζεται νὰ βοηθήσουν. Βοηθοῦν δηλαδή, ὅταν αὐτὸ μας ὤφελη. Κατάλαβες; Ἕνα παιδὶ π.χ. ζητάει ἄπο τὸν πατέρα τοῦ μοτοσακό, ἄλλα ὃ πατέρας του δὲν τοῦ παίρνει. Τὸ παιδὶ τοῦ λέει: «Τὸ θέλω τὸ μοτοσακό, γιατί κουράζομαι νὰ πηγαίνω μὲ τὰ πόδια, παιδεύομαι». Ὃ πατέρας τοῦ ὅμως δὲν τοῦ παίρνει μοτοσακό, γιατί φοβᾶται μὴ σκοτωθῆ. «Θὰ σοῦ πάρω ἀργότερα αὐτοκίνητο», τοῦ λέει. Βάζει λοιπὸν χρήματα στὴν Τράπεζα καί, ὅταν μαζευτοῦν, θὰ τοῦ πάρη αὐτοκίνητο. Ἔτσι καὶ οἳ Ἅγιοι ξέρουν πότε πρέπει νὰ μᾶς βοηθήσουν.
– Γέροντα, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ πῶς τὸ νιώθουμε;
– Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἢ θεία παρηγοριὰ ποῦ νιώθουμε μέσα μας. Τὰ φέρνει ἔτσι ὃ Θεός, ὥστε νὰ μὴν ἀναπαυώμαστε στὴν ἀνθρώπινη παρηγοριὰ καὶ νὰ καταφεύγουμε στὴν θεία. Βλέπεις, οἱ Ἕλληνες λ.χ. τῆς Αὐστραλίας, ἐπειδὴ βρέθηκαν τελείως μόνοι τους, πλησίασαν τὸν Θεὸ περισσότερο ἀπὸ ἄλλους ξενιτεμένους, ὅπως τῆς Γερμανίας, ποῦ ἦταν πιὸ κοντὰ στὴν πατρίδα καὶ βρῆκαν ἐκεῖ καὶ ἄλλους Ἕλληνες. Ἢ δυσκολία πολύ τους βοήθησε νὰ γαντζωθοῦν στὸν Θεό. Ὅλοι ξεκίνησαν μὲ μιὰ βαλίτσα, βρέθηκαν μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα, μακριὰ ἄπό τους συγγενεῖς- ἔπρεπε νὰ βροῦν δουλειά, νὰ βροῦν δάσκαλο γιὰ τὰ παιδιὰ τοὺς κ.λπ., χωρὶς βοήθεια ἄπο πουθενά. Γὶ” αὐτὸ στράφηκαν στὸν Θεὸ καὶ κράτησαν τὴν πίστη τους. Ἔνω στὴν Εὐρώπη οἱ Ἕλληνες ποῦ δὲν εἶχαν αὐτὲς τὶς δυσκολίες, δὲν ἔχουν αὐτὴν τὴν σχέση μὲ τὸν Θεό.
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ - ΛΟΓΟΙ Β’ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
– Κάτι καῖμε, Γέροντα.
– Βάλατε φωτιὰ μὲ τέτοιον ἀέρα;
– Γέροντα, ἔβρεξε τὸ πρωί.
– Έστω καὶ νὰ ἔβρεξε καὶ κατακλυσμὸ νὰ ἔκανε, ἂν σηκωθῆ μετὰ ἕνας ἀέρας, γίνεται τέτοια ξηρασία, ποῦ ὅλα γίνονται σὰν μπαρούτι! «Ἔβρεξε», σοῦ λέει ἢ ἄλλη! Παλιότερα εἶχε πιάσει φωτιὰ ἐκεῖ κάτω ἄπο χαζομάρα σας· τὸ ξεχάσατε; Ὅταν κανεὶς ρεζιλευθῆ μιὰ φορά, πρέπει στὴν συνέχεια νὰ εἶναι πολὺ προσεκτικός. Ὃ Θεὸς βοηθάει ἐκεῖ ποῦ πρέπει, ἐκεῖ ποῦ δὲν μπορεῖ ὃ ἄνθρωπος νὰ ἔνεργηση ἀνθρωπίνως· δὲν θὰ βοηθήση τὴν χαζομάρα μας. Ρεζιλεύουμε ἔτσι καὶ τοὺς Ἁγίους.
– Γέροντα, καταλαβαίνει κανεὶς πάντοτε μέχρι ποιὸ σημεῖο πρέπει νὰ ἐνεργὴ ἀνθρωπίνως;
– Κατ’ ἀρχὰς αὐτὸ φαίνεται. Ἄλλα καὶ ἂν εἶχε διάθεση νὰ κάνη αὐτὸ ποῦ μποροῦσε νὰ κάνη καὶ δὲν τὸ ἔκανε, γιατί κάτι τὸν ἐμπόδισε, ὃ Θεὸς θὰ τὸν βοηθήση σὲ μιὰ δύσκολη στιγμή. Ἂν ὅμως δὲν ἐΐχε διάθεση, ἐνῶ εἶχε κουράγιο, ὃ Θεὸς δὲν θὰ βοηθήση. Σοὺ λένε λ.χ. νὰ βάζης τὸ βράδυ τὸν σύρτη στὴν πόρτα καὶ ἐσὺ δὲν τὸν βάζεις, γιατί βαριέσαι, καὶ λὲς ὅτι θὰ φυλάξη ὃ Θεός. Δὲν εἶναι ὅτι ἔχεις ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ καὶ δὲν βάζεις τὸν σύρτη, ἀλλὰ δὲν τὸν βάζεις, γιατί βαριέσαι. Πῶς νὰ βοηθήση τότε ὃ Θεός; Νὰ βοηθήση δηλαδὴ τὸν τεμπέλη; Ὅταν λέω σὲ ἕναν νὰ βάλη τὸν σύρτη καὶ δὲν τὸν βάζη, καὶ μόνο γιὰ τὴν παρακοὴ τοῦ θέλει τιμωρία.
Ὅ,τι μπορεῖ νὰ κάνη κανεὶς ἀνθρωπίνως, πρέπει νὰ τὸ κάνη καὶ ὅ,τι δὲν μπορεῖ, νὰ τὸ ἄφηνη στὸν Θεό. Καὶ ἂν κάνη λίγο περισσότερο ἄπο ὅ,τι μπορεῖ, ὄχι ὅμως ἄπο ἐγωισμὸ ἀλλὰ ἄπο φιλότιμο, γιατί νομίζει ὅτι δὲν ἔξηντλησε αὐτὸ ποῦ μπορεῖ νὰ κάνη ἀνθρωπίνως, πάλι τὸ βλέπει ὃ Θεὸς καὶ συγκινεῖται. Ὃ Θεός, γιὰ νὰ βοηθήση, θέλει καὶ τὴν δική μας προσπάθεια. Βλέπεις, ὃ Νῶε ἑκατὸ χρόνια παιδευόταν νὰ φτιάξη τὴν Κιβωτό. Πριόνιζαν τὰ ξύλα μὲ ξύλινα πριόνια. Ἔβρισκαν ἄλλα ξύλα πιὸ σκληρὰ καὶ τὰ ἔφτιαχναν πριόνια. Δὲν μποροῦσε τάχα νὰ κάνη κάτι ὃ Θεός, ὥστε νὰ τελείωση γρήγορα ἢ Κιβωτός; Τοὺς εἶπε ὅμως πῶς νὰ τὴν φτιάξουν καὶ μετὰ τοὺς ἔδινε δυνάμεις. Γὶ” αὐτὸ νὰ κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε ἐμεῖς, γιὰ νὰ κάνη καὶ ὃ Θεὸς ὅ,τι ἐμεῖς δὲν μποροῦμε.
Ἦρθε κάποιος στὸ Καλύβι καὶ μοῦ εἶπε: «Γιατί οἱ καλόγεροι κάθονται ἐδῶ καὶ δὲν πᾶνε στὸν κόσμο, νὰ βοηθήσουν τὸν λαό;». «Ἂν πήγαιναν ἔξω στὸν κόσμο, νὰ βοηθήσουν τὸν λαό, τοῦ εἶπα, θὰ ἔλεγες γιατί οἳ καλόγεροι γυρίζουν στὸν κόσμο. Τώρα ποῦ δὲν πᾶνε-, λὲς γιατί δὲν πᾶνε». Ὕστερά μου λέει: «Γιατί οἳ καλόγεροι πηγαίνουν στοὺς γιατροὺς καὶ δὲν τοὺς βοηθάει ὃ Χριστός τους καὶ ἢ Παναγία τους νὰ γίνουν καλά;». «Αὐτὴν τὴν ἐρώτηση, τοῦ λέω, μοῦ τὴν ἔκανε καὶ ἕνας Ἑβραῖος γιατρός». «Αὐτὸς δὲν εἶναι Ἑβραῖος», μοῦ λέει ἕνας ποῦ ἦταν μαζί του. «Δὲν ἔχει σημασία ποῦ δὲν εἶναι Ἑβραῖος, τοῦ λέω. Αὐτὴ ἢ ἐρώτηση Ἑβραίου εἶναι. Καὶ θὰ σᾶς πῶ τὴν ἀπάντηση ποῦ ἔδωσα στὸν Ἑβραῖο, ἀφοῦ εἶναι ὅμοια ἢ περίπτωση. Ἔσυ, σὰν Ἑβραῖος ποῦ εἶσαι, τοῦ εἶπα, ἔπρεπε νὰ ξέρης ἄπ” ἔξω τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἐκεῖ στὸν Προφήτη Ἠσαΐα ἀναφέρει ὅτι ὃ Θεὸς χάρισε στὸν βασιλιὰ Ἔζεκια, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ καλός, ἀκόμη δεκαπέντε χρόνια ζωῆς. Ἔστειλε τὸν Προφήτη Ἠσαΐα καὶ εἶπε στὸν βασιλιά: Ὃ Θεὸς σοϋ χαρίζει ἀκόμη δεκαπέντε χρόνια ζωῆς, γιατί διέλυσες τὰ ἄλση τῶν εἰδωλολατρῶν. Καὶ γιὰ τὴν πληγή σου – ὁ βασιλιὰς εἶχε καὶ μιὰ πληγὴ – εἶπε ὃ Θεὸς νὰ βάλης ἐπάνω μιὰ τσαπέλλα σύκα, καὶ θὰ γίνης καλά! Ἀφού ὸ Θεὸς τοϋ χάρισε δεκαπέντε χρόνια ζωῆς, δὲν μποροῦσε νὰ θεραπεύση καὶ ἐκείνη τὴν πληγή; Ἐκείνη ὅμως γιατρευόταν μὲ μιὰ τσαπέλλα σύκα». Πράγματα ποῦ γίνονται ἄπό τους ἀνθρώπους νὰ μὴν τὰ ζητᾶμε ἄπο τὸν Θεό. Νὰ ταπεινωνώμαστε στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ ζητᾶμε τὴν βοήθειά τους.
Μέχρις ἑνὸς σημείου θὰ ἔνεργηση ὃ ἄνθρωπος ἀνθρωπίνως καὶ μετὰ θὰ ἄφεθη στὸν Θεό. Εἶναι ἐγωιστικὸ νὰ προσπαθῆ νὰ βοηθήση κανεὶς σὲ κάτι ποῦ δὲν γίνεται ἀνθρωπίνως. Σὲ πολλὲς περιπτώσεις ποῦ ἐπιμένει ὃ ἄνθρωπος νὰ βοηθήση, βλέπω ὅτι εἶναι ἄπο ἐνέργεια τοῦ πειρασμοῦ, γιὰ νὰ τὸν ἄχρηστεψη. Ἔγω, ὅταν βλέπω ὅτι δὲν βοηθιέται μιὰ κατάσταση ἀνθρωπίνως – λίγο-πολὺ καταλαβαίνω μέχρι ποιὸ σημεῖο μπορεῖ νὰ βοηθήση ὃ ἄνθρωπος καὶ ἄπο ποιὸ σημεῖο καὶ μετὰ πρέπει νὰ τ’ ἄφηση στὸν Θεὸ -, τότε ὑψώνω τὰ χέρια στὸν Θεό, ἀνάβω καὶ δυὸ λαμπάδες, ἀφήνω τὸ πρόβλημα στὸν Θεὸ καὶ ἀμέσως τακτοποιεῖται. Ὃ Θεὸς ξέρει ὅτι δὲν τὸ κάνω ἄπο τεμπελιά.
Γι’ αὐτό, ὅταν μᾶς ζητοῦν βοήθεια, πρέπει νὰ διακρίνουμε καὶ νὰ βοηθοῦμε σὲ ὅσα μποροῦμε. Σὲ ὅσα ὅμως δὲν μποροῦμε, νὰ βοηθοῦμε ἔστω μὲ μιὰ εὐχὴ ἢ μὲ τὸ νὰ τὰ ἀναθέτουμε μόνο στὸν Θεό· καὶ αὐτὸ εἶναι μιὰ μυστικὴ προσευχή.
Ὃ Θεὸς εἶναι φύσει ἀγαθὸς καὶ γιὰ τὸ καλό μας φροντίζει πάντα, καὶ ὅταν τοῦ ζητήσουμε κάτι, θὰ μᾶς τὸ δώση, ἐὰν εἶναι γιὰ τὸ καλό μας. Ὅ,τι εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας καὶ γιὰ τὴν σωματική μας συντήρηση, ὃ Θεὸς θὰ μᾶς τὸ δώση πλουσιοπάροχα καὶ θὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία Του. Ὅ,τι μᾶς στερεῖ, εἴτε γιὰ νὰ μᾶς δοκιμάση εἴτε γιὰ νὰ μᾶς προφύλαξη, ὅλα νὰ τὰ δὲ-χώμαστε μὲ χαρά, ἄλλα καὶ νὰ τὰ μελετοῦμε, γιὰ νὰ ὠφελούμαστε. Ξέρει πότε καὶ πῶς νὰ οἴκονομαή το πλάσμα Του. Βοηθάει μὲ τὸν τρόπο Τοῦ τὴν ὥρα ποῦ χρειάζεται. Πολλὲς φορὲς ὅμως τὸ ἀδύνατο πλάσμα Τοῦ ἀδημονεῖ, γιατί τὸ θέλει ἐκείνη τὴν ὥρα ποῦ τὸ ζητάει, σὰν τὸ μικρὸ παιδὶ ποῦ ζητάει τὸ κουλούρι ἀπὸ τὴν μάνα τοῦ ἄψητο καὶ δὲν κάνει ὑπομονὴ νὰ ψηθῆ. Ἔμεϊς θὰ ζητᾶμε, θὰ κάνουμε ὑπομονὴ καὶ ἢ Καλή μας Μητέρα ἢ Παναγία, ὅταν εἶναι ἕτοιμο, θὰ μᾶς τὸ δώση.
– Γέροντα, οἱ Ἅγιοι πότε βοηθοῦν;
– Ὅποτε χρειάζεται νὰ βοηθήσουν, ὄχι ὅποτε νομίζουμε ἐμεῖς ὅτι χρειάζεται νὰ βοηθήσουν. Βοηθοῦν δηλαδή, ὅταν αὐτὸ μας ὤφελη. Κατάλαβες; Ἕνα παιδὶ π.χ. ζητάει ἄπο τὸν πατέρα τοῦ μοτοσακό, ἄλλα ὃ πατέρας του δὲν τοῦ παίρνει. Τὸ παιδὶ τοῦ λέει: «Τὸ θέλω τὸ μοτοσακό, γιατί κουράζομαι νὰ πηγαίνω μὲ τὰ πόδια, παιδεύομαι». Ὃ πατέρας τοῦ ὅμως δὲν τοῦ παίρνει μοτοσακό, γιατί φοβᾶται μὴ σκοτωθῆ. «Θὰ σοῦ πάρω ἀργότερα αὐτοκίνητο», τοῦ λέει. Βάζει λοιπὸν χρήματα στὴν Τράπεζα καί, ὅταν μαζευτοῦν, θὰ τοῦ πάρη αὐτοκίνητο. Ἔτσι καὶ οἳ Ἅγιοι ξέρουν πότε πρέπει νὰ μᾶς βοηθήσουν.
– Γέροντα, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ πῶς τὸ νιώθουμε;
– Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἢ θεία παρηγοριὰ ποῦ νιώθουμε μέσα μας. Τὰ φέρνει ἔτσι ὃ Θεός, ὥστε νὰ μὴν ἀναπαυώμαστε στὴν ἀνθρώπινη παρηγοριὰ καὶ νὰ καταφεύγουμε στὴν θεία. Βλέπεις, οἱ Ἕλληνες λ.χ. τῆς Αὐστραλίας, ἐπειδὴ βρέθηκαν τελείως μόνοι τους, πλησίασαν τὸν Θεὸ περισσότερο ἀπὸ ἄλλους ξενιτεμένους, ὅπως τῆς Γερμανίας, ποῦ ἦταν πιὸ κοντὰ στὴν πατρίδα καὶ βρῆκαν ἐκεῖ καὶ ἄλλους Ἕλληνες. Ἢ δυσκολία πολύ τους βοήθησε νὰ γαντζωθοῦν στὸν Θεό. Ὅλοι ξεκίνησαν μὲ μιὰ βαλίτσα, βρέθηκαν μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα, μακριὰ ἄπό τους συγγενεῖς- ἔπρεπε νὰ βροῦν δουλειά, νὰ βροῦν δάσκαλο γιὰ τὰ παιδιὰ τοὺς κ.λπ., χωρὶς βοήθεια ἄπο πουθενά. Γὶ” αὐτὸ στράφηκαν στὸν Θεὸ καὶ κράτησαν τὴν πίστη τους. Ἔνω στὴν Εὐρώπη οἱ Ἕλληνες ποῦ δὲν εἶχαν αὐτὲς τὶς δυσκολίες, δὲν ἔχουν αὐτὴν τὴν σχέση μὲ τὸν Θεό.
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ - ΛΟΓΟΙ Β’ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου