Ρωτοῦν οἱ ἄνθρωποι τί λέει ἡ Ἐκκλησία γι’ αὐτὸ τὸ θέμα καὶ τί λέει γιὰ τὸ ἄλλο. Γιὰ θέματα προσωπικά, σοβαρά. Κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀπαντήσει ὅπως ἀπαντᾶ γιὰ τὸ τί λέει ὁ νόμος τοῦ κράτους ἢ τὸ Κοράνι στὸ Ἰσλάμ. Γιατί τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι τὸ χαρούμενο μήνυμα γιὰ τὸ συγκεκριμένο ἄνθρωπο, ποὺ ἡ ἐλευθερία καὶ οἱ ἰδιαιτερότητές του καθορίζουν τὸ βαθμὸ τῆς ἀπάντησής του.
Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀποκαλύπτεται στὸ Εὐαγγέλιο καὶ στὴν Ἱερὰ Παράδοση, δὲν εἶναι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν κοσμικὴ ἔννοια, ἀλλὰ ἡ ζωὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς καλεῖ ἐν ἐλευθερία νὰ τὴ ζήσουμε. Ὡς ζωὴ δὲν μπορεῖ νὰ καλουπωθεῖ, γιατί ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει τὶς δικές του ἀδυναμίες, τὰ δικά του χαρίσματα, τὴ δική του ἰδιαίτερη πορεία στὴ ζωὴ ποὺ τὸν κάνει νὰ εἶναι τὸ μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο πρόσωπο.
Ὡς ἐκ τούτου, ἐνῶ ὑπάρχουν τὸ Εὐαγγέλιο, οἱ ἐντολές, οἱ κανόνες, ποὺ καθορίζουν τὸ πλαίσιο ζωῆς ὥστε νὰ εἶναι ζωὴ Χριστοῦ, ὑπάρχει καὶ τὸ πρόσωπο – ἄνθρωπος ποὺ καλεῖται νὰ δημιουργήσει σχέση μὲ τὸ πρόσωπο – Θεάνθρωπος. Μια σχέση ποὺ καθορίζεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ὅπως βέβαια κάθε ὡραία καὶ οὐσιαστικὴ σχέση.
Γι’ αὐτὸ βλέπουμε στὴ ζωὴ τῶν ἁγίων ὅτι, ἐνῶ ἡ ὅλη βιωτὴ τοὺς εἶναι μὲ βάση τὸ Εὐαγγέλιο, τὶς ἐντολές, τοὺς κανόνες, δὲν διστάζουν νὰ τὰ ὑπερβοῦν ὅλα γιὰ χάρη τῆς σχέσης τους μὲ τὸ Θεὸ (ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς διὰ Χριστὸν σαλοὺς καὶ ὄχι μόνο) ἢ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Λέει ὁ σύγχρονος Σέρβος ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς: «Ἐγὼ γιὰ τὴ διαφύλαξη τῶν ἱερῶν κανόνων εἶμαι πρόθυμος νὰ θυσιάσω τὴ ζωή μου, ἀλλὰ παράλληλα γιὰ τὴ σωτηρία ἑνὸς ἀνθρώπου θυσιάζω ὅλους τους ἱεροὺς κανόνες».
Νομίζω ὅτι μιὰ ἀπὸ τὶς οὐσιαστικὲς διαφορὲς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀπὸ τὶς Θρησκεῖες τοῦ νόμου (π.χ. Ἰσλάμ, Ἰουδαϊσμός), εἶναι ὅτι ὁ πιστὸς δὲν ἐφαρμόζει ἁπλὰ ἕνα θρησκευτικὸ νόμο ἀλλὰ δημιουργεῖ σχέση μὲ τὸ Θεό, μὲ τὸν ὁποῖο συγκρούεται, συμφιλιώνεται, μιλᾶ, ἀκούει, διαλέγεται, χαίρεται.
Ἀσφαλῶς μιὰ τέτοια σχέση μὲ τέτοιο ζωντανὸ Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι καρπὸς διανοητικῆς ἢ ἠθικῆς ἢ ψυχολογικῆς προσέγγισης, ἀλλὰ ταπείνωσης, καθαρότητας καρδίας, ἀγάπης.
Τὸ βασικὸ ἐρώτημα γιὰ ἕνα ἄνθρωπο ποὺ θέλει νὰ ζήσει τὸ Θεὸ καὶ νὰ ἔχει σχέση ἀληθινὴ μαζί του, δὲν εἶναι τί λέει ἡ Ἁγία Γραφὴ ἢ ἡ Ἱερὴ Παράδοση γιὰ τὸ ἃ ἢ β θέμα, ἀλλὰ πῶς ἐκεῖνος προσωπικὰ θὰ πετύχει, μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὸ στόχο του. Ἡ ἀπάντηση θὰ ἔλθει σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο εἴτε ἀπὸ πνευματικὸ πατέρα, εἴτε ἀπὸ τὸν ἴδιο το Θεὸ μὲ τὸν τρόπο ποὺ γνωρίζει καλύτερα γιὰ τὸν καθένα, ὅταν δὲν ὑπάρχει πράγματι πνευματικὸς πατέρας.
Εἶναι ἀδύνατο ὁ ἄνθρωπος νὰ θέλει μὲ τὴν καρδιά του νὰ γνωρίσει καὶ νὰ συναντήσει τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ Αὐτὸς νὰ μὴν ἀνταποκριθεῖ κάποια μέρα. Αὐτὴ ἡ ἀνταπόκριση εἶναι ἡ ζωντανὴ ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης Του, τὸ δικό Του «ἄνοιγμα καρδιᾶς» γιὰ νὰ συναντήσει τὸν ἄνθρωπο ποὺ Τὸν καλεῖ. Στὸν καρδιακὸ χῶρο τοῦ ἀνθρώπου γίνεται ἡ μεγάλη συνάντηση καὶ βιώνεται «ἐδῶ καὶ τώρα» ἡ «ἐντὸς ἠμῶν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ».
Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀποκαλύπτεται στὸ Εὐαγγέλιο καὶ στὴν Ἱερὰ Παράδοση, δὲν εἶναι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν κοσμικὴ ἔννοια, ἀλλὰ ἡ ζωὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς καλεῖ ἐν ἐλευθερία νὰ τὴ ζήσουμε. Ὡς ζωὴ δὲν μπορεῖ νὰ καλουπωθεῖ, γιατί ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει τὶς δικές του ἀδυναμίες, τὰ δικά του χαρίσματα, τὴ δική του ἰδιαίτερη πορεία στὴ ζωὴ ποὺ τὸν κάνει νὰ εἶναι τὸ μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο πρόσωπο.
Ὡς ἐκ τούτου, ἐνῶ ὑπάρχουν τὸ Εὐαγγέλιο, οἱ ἐντολές, οἱ κανόνες, ποὺ καθορίζουν τὸ πλαίσιο ζωῆς ὥστε νὰ εἶναι ζωὴ Χριστοῦ, ὑπάρχει καὶ τὸ πρόσωπο – ἄνθρωπος ποὺ καλεῖται νὰ δημιουργήσει σχέση μὲ τὸ πρόσωπο – Θεάνθρωπος. Μια σχέση ποὺ καθορίζεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ὅπως βέβαια κάθε ὡραία καὶ οὐσιαστικὴ σχέση.
Γι’ αὐτὸ βλέπουμε στὴ ζωὴ τῶν ἁγίων ὅτι, ἐνῶ ἡ ὅλη βιωτὴ τοὺς εἶναι μὲ βάση τὸ Εὐαγγέλιο, τὶς ἐντολές, τοὺς κανόνες, δὲν διστάζουν νὰ τὰ ὑπερβοῦν ὅλα γιὰ χάρη τῆς σχέσης τους μὲ τὸ Θεὸ (ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς διὰ Χριστὸν σαλοὺς καὶ ὄχι μόνο) ἢ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Λέει ὁ σύγχρονος Σέρβος ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς: «Ἐγὼ γιὰ τὴ διαφύλαξη τῶν ἱερῶν κανόνων εἶμαι πρόθυμος νὰ θυσιάσω τὴ ζωή μου, ἀλλὰ παράλληλα γιὰ τὴ σωτηρία ἑνὸς ἀνθρώπου θυσιάζω ὅλους τους ἱεροὺς κανόνες».
Νομίζω ὅτι μιὰ ἀπὸ τὶς οὐσιαστικὲς διαφορὲς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀπὸ τὶς Θρησκεῖες τοῦ νόμου (π.χ. Ἰσλάμ, Ἰουδαϊσμός), εἶναι ὅτι ὁ πιστὸς δὲν ἐφαρμόζει ἁπλὰ ἕνα θρησκευτικὸ νόμο ἀλλὰ δημιουργεῖ σχέση μὲ τὸ Θεό, μὲ τὸν ὁποῖο συγκρούεται, συμφιλιώνεται, μιλᾶ, ἀκούει, διαλέγεται, χαίρεται.
Ἀσφαλῶς μιὰ τέτοια σχέση μὲ τέτοιο ζωντανὸ Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι καρπὸς διανοητικῆς ἢ ἠθικῆς ἢ ψυχολογικῆς προσέγγισης, ἀλλὰ ταπείνωσης, καθαρότητας καρδίας, ἀγάπης.
Τὸ βασικὸ ἐρώτημα γιὰ ἕνα ἄνθρωπο ποὺ θέλει νὰ ζήσει τὸ Θεὸ καὶ νὰ ἔχει σχέση ἀληθινὴ μαζί του, δὲν εἶναι τί λέει ἡ Ἁγία Γραφὴ ἢ ἡ Ἱερὴ Παράδοση γιὰ τὸ ἃ ἢ β θέμα, ἀλλὰ πῶς ἐκεῖνος προσωπικὰ θὰ πετύχει, μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὸ στόχο του. Ἡ ἀπάντηση θὰ ἔλθει σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο εἴτε ἀπὸ πνευματικὸ πατέρα, εἴτε ἀπὸ τὸν ἴδιο το Θεὸ μὲ τὸν τρόπο ποὺ γνωρίζει καλύτερα γιὰ τὸν καθένα, ὅταν δὲν ὑπάρχει πράγματι πνευματικὸς πατέρας.
Εἶναι ἀδύνατο ὁ ἄνθρωπος νὰ θέλει μὲ τὴν καρδιά του νὰ γνωρίσει καὶ νὰ συναντήσει τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ Αὐτὸς νὰ μὴν ἀνταποκριθεῖ κάποια μέρα. Αὐτὴ ἡ ἀνταπόκριση εἶναι ἡ ζωντανὴ ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης Του, τὸ δικό Του «ἄνοιγμα καρδιᾶς» γιὰ νὰ συναντήσει τὸν ἄνθρωπο ποὺ Τὸν καλεῖ. Στὸν καρδιακὸ χῶρο τοῦ ἀνθρώπου γίνεται ἡ μεγάλη συνάντηση καὶ βιώνεται «ἐδῶ καὶ τώρα» ἡ «ἐντὸς ἠμῶν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου