Κυριακή 10 Απριλίου 2016

Πίστη, νηστεία καί προσευχή

Αρχιμ. Βαρνάβας Γιάγκου

«Τοῦτο τό γένος ἐν οὐδενί δύναται ἐξελθεῖν εἰ µή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ» μᾶς λέει τό σηµερινό μας εὐαγγελικό ἀνάγνωσµα (Μάρκ. θ΄ 17-31). Ἀναφέρεται στό λόγο τοῦ Κυρίου μας γιά τό γένος τοῦ “ἀντικείµενου”, δηλαδή τοῦ διαβόλου. Ὁ Χριστός μᾶς λέει ὅτι ὁ διάβολος δέν µπορεῖ νά ἀποµακρυνθεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο παρά µόνο μέ τήν προσευχή καί τή νηστεία.



Προηγήθηκε ὁ διάλογος τοῦ ἀνθρώπου πού εἶχε τόν υἱό του ἄρρωστο ἀπό δαιµόνια μέ τόν Κύριο, ὅσον ἀφορᾶ στήν πίστη. Τόν κάλεσε ὁ Κύριος νά ἔχει ὡς προϋπόθεση τῆς ἴασης τοῦ παιδιοῦ του τήν πίστη καί αὐτός εἶπε ὅτι πιστεύει ἀλλά ἡ πίστη του εἶναι ἀναιµική. Ἡ πίστη ὅµως, ὅπως ὅλα τά χαρίσµατα, εἶναι δωρεά τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.

Ἐδῶ εἰσάγονται τρεῖς ἔννοιες. Ἡ πίστη, ἡ προσευχή καί ἡ νηστεία. Ποιά εἶναι ἡ σχέση τους;



Κατ’ ἀρχήν, ὅταν λέµε πίστη, δέν ἐννοοῦµε μιά διανοητική παραδοχή περί ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὁµολογοῦµε τήν πίστη μας στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὁµολογοῦµε τή βεβαιότητά μας ὅτι ἡ δυνατότητα ζωῆς εἶναι δυνατότητα προσωπικῆς σχέσης μέ τό Χριστό. Πιστεύουµε, δηλαδή, ὅτι ἡ ζωή μας εἶναι ἐκεῖ, στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ σχέση μας μαζί Του εἶναι πού μᾶς ζωοποιεῖ, μᾶς εἰρηνεύει καί μᾶς φέρνει μιά ἐσωτερική ἰσορροπία ὡς φανέρωση τῆς ζωῆς.

Αὐτό σηµαίνει ὅτι ἡ ἀποµάκρυνση ἀπό αὐτό τό πλαίσιο πού προτείνεται ἀπό τό Χριστό μας ὡς πνευµατική ζωή, ἡ ἀποµάκρυνση ἀπό τήν προσωπική σχέση μέ τό Χριστό γεννᾶ τήν ἔννοια τῆς θρησκείας, πού ἐξαντλεῖ τήν πίστη σέ μιά ὀρθολογικοῦ τύπου σχέση μέ τό Χριστό, μιά διανοητική, δηλαδή, ἔκφραση τῆς πίστης.



Αὐτή ἡ ἀποµάκρυνση ἀπό τή σχέση μαζί Του εἶναι πού γεννᾶ ἤ τό θρησκευτικό προσωπεῖο, τό ὁποῖο καταργεῖ τή δυνατότητα ζωῆς καί σχέσης, ἤ ἀντίστοιχα γεννᾶ τό κοσµικό προσωπεῖο. Κι ἐκεῖ ὑπάρχει ἕνα βασικό πνευµατικό ὀλίσθηµα, ὅπου ὁ ἄνθρωπος µή γευόµενος τό Χριστό ὡς δωρεά, ὡς ἀγαθότητα, ὡς ἀπαντοχή, ὡς δικαίωση, προσπαθεῖ νά βρεῖ τή δικαίωσή του μέ τίς ἀνθρώπινες δυνάµεις.



Ἔτσι γεννᾶται ὁ «καλός χριστιανός» καί ὁ «καλός ἄνθρωπος». Αὐτή τή μάσκα τοῦ καλοῦ χριστιανοῦ ἤ τοῦ καλοῦ ἀνθρώπου φορᾶ ὁ σηµερινός καλός ἀστός ἄνθρωπος, πού προσπαθεῖ νά δικαιωθεῖ καί νά καταξιωθεῖ, παίρνοντας κι ἀνάλογο ὕφος καί στύλ ἀνάλογα μέ τό ποῦ βρίσκεται, στήν Ἐκκλησία ἤ ἔξω στόν κόσµο.



Αὐτό, ἄν τό ἀποκωδικοποιήσουµε, θά δοῦµε ὅτι κρύβει τήν ἐπιθυµία τοῦ ἀνθρώπου νά αὐτοδικαιωθεῖ. Κρύβει, δηλαδή, τόν ἀγώνα του νά ἀποδείξει ὅτι ὀφείλει νά πιστεύει στόν ἑαυτό του. Ὅµως αὐτό γεννᾶ τά µύρια ὅσα ἐσωτερικά ψυχολογικά προβλήµατα στόν ἄνθρωπο. Γεννᾶ διχασµό, ἀγωνία καί ἀνασφάλεια. Ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται νά καταξιωθεῖ ἀρχικά στόν ἑαυτό του καί µετά στόν κύκλο στόν ὁποῖο συναναστρέφεται, εἴτε αὐτός εἶναι θρησκευτικός εἴτε κοσµικός.



Τί ὀφείλει νά κάνει ὁ ἄνθρωπος; Νά ἐµπιστευτεῖ ὅτι ὁ Θεός εἶναι πού τόν σώζει, ὅτι ἡ Χάρις καί ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι πού τόν καταξιώνουν. Πώς ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς σχέσης ἐµπιστοσύνης καί ἐκτίµησης σ’ αὐτήν τήν κίνηση τοῦ Θεοῦ πρός ἐµᾶς ἀνταποκρινόµαστε κι ἐµεῖς ἑκούσια καί ἐλεύθερα μέ τό νά τηρήσουµε τίς ἐντολές Του. Γιατί οἱ ἐντολές Του εἶναι πού μᾶς ὁριοθετοῦν στή δυνατότητα τῆς ζωῆς.



Ἐάν ὁ ἄνθρωπος, ὅµως, ἀρνεῖται τήν πίστη ὡς σχέση καί τήν προσλαµβάνει ὡς νόµο, ὡς στεγνή ἐντολή καί ὡς μιά διαδικασία αὐτοδικαίωσης, τότε οἱ ἐντολές δέν εἶναι ὁριοθέτηση ζωῆς ἀλλά εἶναι ἕνας ψυχαναγκασµός, ἀπό τόν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος δέν ἐλευθερώνεται καί δέν ἀναπαύεται.



Ὅλη ἡ ἱστορία, ἄρα, δέν ἔχει νά κάνει μέ τό ἐξωτερικό φαινόµενο ἀλλά μέ τήν ἐσωτερική στάση. Ἀρχή αὐτῆς τῆς ἐσωτερικῆς στάσης εἶναι ἡ πίστη ὅτι ὁ Θεός εἶναι Ἀγάπη. Ἀλλά πῶς θά γίνει αὐτό; Ἀπό ἐµᾶς χρειάζεται πίστη, λέει ὁ Κύριος. Μέ τό παράδειγµα τοῦ πατέρα τῆς σημερινῆς περικοπῆς μᾶς ὑποδεικνύει κι ἐµᾶς τή στάση μας στήν ἀναζήτηση τῆς σχέσης πού γεννάται ἀπό τήν πίστη. Κι ἡ ἀναζήτηση αὐτῆς τῆς σχέσης ἔχει νά κάνει μέ τή διάθεση νά πιστέψουµε.

Ὅταν γιά παράδειγµα ἕνα ζευγάρι ἀναπτύσσει μιά σχέση καί ὁρκίζεται αἰώνια πίστη καί ἀγάπη, εἶναι μιά ἀπάτη καί ἕνα ψέµα, ἐάν αὐτή ἡ σχέση δέν θεμελιωθεῖ σέ ἕνα διαρκή ἀγώνα. Ὁ Σταυρός εἶναι αὐτός πού καθορίζει τήν πιστότητα. Ὅταν ὅµως ὁ ἄνθρωπος νοιώθει ἐξασφαλισµένη τή σχέση ἤ ὅταν τή θεωρεῖ ὡς δικαίωµα κι ὄχι ὡς ἄνοιγµα καί προσφορά, πού ἡ προσφορά φανερώνει τήν ἐπένδυση σ’ αὐτή τή σχέση, τότε ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται σέ διχασµό, σέ ἐσωτερική ταλαιπωρία, καί τότε θέλει μαγικές λύσεις, θέλει τά δικά του ψυχοαναλγητικά. Τέτοια µπορεῖ νά εἶναι ἀκόμα καί ἡ θρησκεία καί ἡ Ἐκκλησία.



Ὁπότε τί χρειάζεται ἀπό ἐµᾶς; Νηστεία. Τί σηµαίνει νηστεία; Δέν εἶναι µόνο ἡ νηστεία τροφῶν. Πίσω ἀπό τή νηστεία τροφῶν ὁµολογεῖται ἡ νηστεία ἀπό τόν ἐγωισµό, ἡ νηστεία ἀπό τήν πίστη ὅτι ἐγώ εἶµαι ἡ ἀρχή τῆς ζωῆς.

Πῶς µπορῶ αὐτό νά τό κατοχυρώσω καί νά τό ἐνεργοποιήσω; Θά τό ἐνεργοποιήσω μέ τήν προσευχή. Τί σηµαίνει, τί εἶναι προσευχή; Προσευχή εἶναι ἡ ἄρνηση τοῦ δικοῦ μου λόγου καί ἡ φανέρωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἄρνηση τοῦ δικοῦ μου ἐσωτερικοῦ διαλόγου μέ τίς ψυχοδιανοητικές μου δυνάµεις καί τούς λογισµούς, σέ ἕνα ἄνοιγµα ἐµπιστοσύνης καί ἐπένδυσης στήν Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τότε ὁ ἄνθρωπος τροφοδοτεῖται ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ.



Κάποιοι λένε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ἐµπνέει τόν ἄνθρωπο, γιατί ἐµεῖς οἱ χριστιανοί δέν εἴµαστε φορεῖς αὐτοῦ τοῦ φρονήµατος τῆς µετανοίας, τῆς ταπεινώσεως καί τῆς ἐµπιστοσύνης στήν Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Δέν φέρουµε τά στίγµατα τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ στό πρόσωπό μας, δηλαδή δέν εἴµαστε φορεῖς τῆς φιλανθρωπίας Του.

Γι’ αὐτό δέν ἔχουµε χαρά κι εἴµαστε κακοµοίρηδες. Τί νά ἐµπνεύσει ἕνας κακοµοίρης καί ποιά ἀξία μπορεῖ νά ἔχει ἕνας συντηρητικός ἤ ἕνας φιλελεύθερος κακομοίρης;



Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπό τή φανέρωση τῆς ζωῆς, πού δέν εἶναι ἄλλο παρά ἡ βεβαιότητα μέσα στή ζωή μας γιά τήν Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό µπορεῖ νά ἐκφράζεται μέ τήν παραδοχή τῶν λαθῶν μας -μιά ἔντιµη παραδοχή- ἀλλά κυρίως μέ τή βεβαιότητα γιά τή συγχώρεση τοῦ Θεοῦ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου